Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 35

Κανένας δεν μπορεί να πλησιάσει το Θεό

1 Κι ο Ελιού συνέχισε:

2 Νομίζεις πως είναι σωστό να θέλεις

μπροστά στο Θεό να βγεις αθώος;

3 Και λες: «Τι θα ωφεληθώ, τι θα κερδίσω κι αν δεν αμαρτήσω;»

4 Λοιπόν, εγώ θα σου αποκριθώ,

σ’ εσένα και στους φίλους σου μαζί σου:

5 Για πρόσεξε τον ουρανό και δες·

βλέπεις πόσο τα σύννεφα βρίσκονται

πιο ψηλά από σένα!

6 Αν κάνεις αμαρτίες εσύ,

σε τι το Θεό τον βλάπτεις;

κι αν είναι πολλαπλές οι παραβάσεις σου,

σ’ αυτόν κάνεις κακό;

7 Αν είσαι δίκαιος,

σ’ εκείνον τι προσφέρεις;

ή τι χρειάζεται να λάβει από τα χέρια σου;

8 Θνητούς ανθρώπους σαν εσένα βλάπτει η αμαρτία σου,

κι αυτούς μονάχα το καλό που κάνεις ωφελεί.

9 Όταν καταπιέζονται, στενάζουν·

ζητούν βοήθεια ενάντια στην τυραννία των ισχυρών.

10 Κανένας τους όμως δε στρέφεται

προς το Θεό, το δημιουργό του,

που ελπίδα δίνει σε ώρες σκοτεινές,

11 που μας χαρίζει γνώση περισσότερη

από της γης τα ζώα·

κι απ’ τα πουλιά μάς κάνει πιο σοφούς.

12 Φωνάζουμε για βοήθεια, μα ο Θεός δεν απαντάει,

γιατ’ είμαστε αλαζόνες κι ασεβείς.

13 Φωνάζουν μάταια· ο Θεός δεν ακούει,

ο Παντοδύναμος δεν δίνει προσοχή.

14 Κι εσύ, Ιώβ, λες πως δε βλέπεις το Θεό·

μα κάνε υπομονή,

αυτός γνωρίζει την υπόθεσή σου.

15 Αν τώρα ο θυμός του δεν ξέσπασε ακόμα τιμωρός,

και δεν πολυπροσέχει τις ανοησίες σου,

16 είναι γιατί το στόμα σου

το ανοίγεις άσκεφτα, Ιώβ,

και δίχως σύνεση λες λόγια, κι άλλα λόγια.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/35-1f84fcf0941393df82649f0140a0c655.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 36

Ο Ελιού εγκωμιάζει τη μεγαλοσύνη του Θεού

1 Ο Ελιού συνέχισε την ομιλία του.

2 Κάνε, Ιώβ, λίγη ακόμα υπομονή

μ’ αυτή τη διδαχή μου.

Κάτι έχω ακόμη να προσθέσω,

για να υποστηρίξω το Θεό.

3 Τις γνώσεις μου τις φέρνω από μακριά,

για να δικαιώσω το δημιουργό μου.

4 Είναι η καθαρή αλήθεια ό,τι θα πω·

έχεις μπροστά σου κάποιον

που το θέμα του άριστα το κατέχει.

5 Ναι, ο Θεός είν’ ισχυρός

κι αδιάφορος δεν μένει·

στέκει στις αποφάσεις του αμετακίνητος.

6 Τον ασεβή δεν τον αφήνει στη ζωή·

σ’ όσους καταπιέζονται

το δίκιο τους το δίνει.

7 Τα μάτια του δεν τ’ αποστρέφει από τους δίκαιους·

κι αν κυβερνούν μαζί με βασιλιάδες,

παντοτινά στο θρόνο τούς αφήνει

να δέχονται τιμές.

8 Αλλ’ αν φυλακιστούν

και κάτω απ’ τα δεσμά τους υποφέρουν,

9 είναι για να τους δείξει

ποια τα έργα τους, οι ανομίες τους

και η αλαζονεία.

10 Τους κάνει να προσέχουν

όταν τους προειδοποιεί

και τους καλεί απ’ το κακό να επιστραφούνε.

11 Αν υπακούσουνε και τον υπηρετήσουν

θα ζήσουν τη ζωή τους ως το τέλος

μέσα στην ευτυχία και τη χαρά.

12 Αλλ’ αν δεν υπακούσουν

το χαμό τους προκαλούν

και θα πεθάνουν μες στην αφροσύνη τους.

13 Άνθρωποι με καρδιά ασεβή,

συνέχεια με το Θεό τα βάζουν·

δεν τον παρακαλούν να τους βοηθήσει

όταν τους τιμωρεί.

14 Πεθαίνουν σε ηλικία νεανική

κι είναι τα τέλη της ζωής τους ντροπιασμένα.

15 Μα ο Θεός μες απ’ τη θλίψη τελειοποιεί αυτούς που θλίβονται·

με τις δοκιμασίες τούς διδάσκει.

16 Έτσι κι εσένα, Ιώβ, άλλοτε σ’ είχε γλιτώσει από τη θλίψη,

δίνοντάς σου αντίθετα μεγάλη άνεση.

Ήτανε το τραπέζι σου γεμάτο

από τις πιο εκλεκτές τροφές.

17 Μα τώρα σου έχει αναγγελθεί η καταδίκη σου

και της ασέβειας την πληρωμή λαβαίνεις.

18 Πρόσεξε μη σε φέρει ο θυμός σου σ’ εξέγερση ενάντια στο Θεό·

και μη νομίσεις πως θ’ απαλλαγείς

προσφέροντάς του πλούσια δώρα.

19 Δε θα σου έφτανε όλος σου ο πλούτος·

δε θα σε βοηθούσε το χρυσάφι σου,

ούτε της δύναμής σου όλα τα μέσα.

20 Μην την αποζητάς τη νύχτα εκείνη,

που όλα τα έθνη θα καταστραφούν.

21 Φυλάξου! Μη στραφείς προς το κακό,

ακόμη κι αν θαρρείς

πως προτιμότερο είναι αυτό από τις θλίψεις σου.

Το μεγαλείο του Θεού

22 Βλέπεις, Ιώβ, είναι μεγάλος ο Θεός·

τόση πολλή έχει δύναμη.

Ποιος μπορεί να διδάξει όπως αυτός;

23 Ποιος μπορεί να του υποδείξει τι να κάνει;

ποιος μπορεί να του πει ότι αδίκησε;

24 Μη λησμονάς το έργο του να εγκωμιάζεις,

που με ωδές το εξυμνούν οι άνθρωποι.

25 Όλοι μπορούν να το θαυμάσουν,

έστω κι αν το κοιτάζει ο άνθρωπος μονάχα από μακριά.

26 Βλέπεις, Ιώβ, είναι μεγάλος ο Θεός

κι άπιαστος για τη σκέψη μας.

Αμέτρητος των χρόνων του ο αριθμός.

27 Αυτός συλλέγει του νερού τις στάλες,

ατμό τις κάνει, ομίχλη

ή φτιάχνει τη βροχή,

28 που ξεχειλίζει από τα σύννεφα

και χύνεται πάνω στο πλήθος των ανθρώπων.

29 Μπορεί κανείς να καταλάβει

πώς ξεδιπλώνονται τα σύννεφα,

πώς η βροχή ξεσπάει στο θόλο τ’ ουρανού;

30 Φωτίζει μ’ αστραπές τα σύννεφα,

ενώ της θάλασσας τα βάθη μένουν σκοτεινά.

31 Μ’ αυτόν τον τρόπο κυβερνάει τους λαούς,

τους προμηθεύει άφθονη τροφή.

32 Παίρνει την αστραπή μες στις παλάμες του,

την κατευθύνει σε ορισμένο στόχο.

33 Ο κεραυνός την καταιγίδα προμηνά·

και τα κοπάδια ακόμα νιώθουν ότι πλησιάζει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/36-6fd6eb8213572be461d9ae2ef37ea88a.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 37

1 Μπροστά σ’ αυτά τρομάζει κι η καρδιά μου

και δυνατά χτυπά.

2 Ακούστε, ακούστε του Θεού την τρομερή φωνή

και τη βροντή που βγαίνει από το στόμα του.

3 Την κάνει να κατρακυλάει

σ’ όλο το πλάτος τ’ ουρανού,

την αστραπή του να φωτίζει

τη γη απ’ άκρη σ’ άκρη.

4 Αμέσως έπειτα ξεσπά του βρυχηθμού του η φωνή,

της μεγαλόπρεπης βροντής ο ήχος·

κι όσο η φωνή του ακούγεται,

καινούριες αστραπές εξαποστέλλει.

5 Βροντά ο Θεός με τη φωνή του θαυμαστά,

κάνει έργα μεγαλόπρεπα

που δε χωρούν στο νου μας.

6 Στο χιόνι λέει: «Πέσε στη γη»

και στη βροχή, στην μπόρα:

«Πέσε μ’ ορμή».

7 Έτσι τα έργα των ανθρώπων αναστέλλει,

ώστε ν’ αναγνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι το έργο του.

8 Ακόμη και τ’ αγρίμια γυρεύουν καταφύγιο

και συμμαζεύονται

μες στις σπηλιές τους.

9 Από το νότο έρχονται της καταιγίδας οι άνεμοι

κι απ’ το βορρά η παγωνιά.

10 Απ’ του Θεού το φύσημα δημιουργείται ο πάγος

και του νερού σκληραίνει η επιφάνεια.

11 Φορτώνει ατμούς τα σύννεφα

και τα σκορπίζει αστραπές γεμάτα.

12 Καθώς τα κατευθύνει περιφέρονται,

για να εκτελέσουν ό,τι τα προστάζει,

παντού πάνω στην όψη όλης της γης.

13 Και στέλνει τη βροχή στη γη,

άλλοτε για να τιμωρήσει τους ανθρώπους

κι άλλοτε πάλι για να τους δείξει την καλοσύνη του.

14 Ετούτα πρόσεξέ τα, Ιώβ,

στάσου και σκέψου του Θεού τα θαύματα:

15 Ξέρεις πώς ο Θεός τα διατάζει,

πώς κάνει από τα σύννεφα

να λάμψουν αστραπές;

16 Ξέρεις πώς ταξιδεύουνε μετέωρα τα σύννεφα,

το θαύμα αυτό της τέλειας σοφίας του Θεού;

17 Εσύ νιώθεις καλόβολα μες στα ζεστά τα ρούχα σου,

όταν η ατμόσφαιρα της γης

με τη νοτιά γίνεται πνιγηρή.

18 Μήπως μαζί του τέντωνες το θόλο τον ουράνιο,

που ’ναι σκληρός καθώς χυτός,

μεταλλικός καθρέφτης;

19 Μάθε μας τι ’ναι μπορετό να πούμε στο Θεό;

Βέβαια, τίποτ’ αξιόλογο,

γιατί είν’ ο νους μας στο σκοτάδι.

20 Θα πρέπει να ειδοποιηθεί

όταν εγώ θελήσω να μιλήσω;

Θα πρέπει να του το πει κάποιος,

για να το μάθει;

21 Πολλές φορές το φως δε φτάνει ως εμάς,

γιατί πυκνά τα σύννεφα το κρύβουν.

Μα ξάφνου ο άνεμος φυσά και μονομιάς

ο ουρανός ανοίγει.

22 Απ’ το βορρά έρχεται φως λαμπρό·

φοβερή λάμψη το Θεό τον περιβάλλει.

23 Απρόσιτος σ’ εμάς ο Παντοδύναμος!

Υπέρτατος στη δύναμη, στην κρίση,

στην τέλεια δικαιοσύνη,

που δεν την καταπατεί.

24 Γι’ αυτόν το λόγο οι άνθρωποι τον σέβονται·

κι αυτός κανέναν δεν υπολογίζει

απ’ όσους λέν’ πως τάχα είναι σοφοί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/37-ec9f101e40e297c19f9620adfcc390eb.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 38

Ο Θεός δείχνει στον Ιώβ την άγνοιά του

1 Τότε ο Θεός απάντησε στον Ιώβ μέσα από τον ανεμοστρόβιλο:

2 Ποιος είσ’ εσύ,

που τα δικά μου σχέδια αμφισβητείς;

γιατί μιλάς για πράγματα

που δεν καταλαβαίνεις;

3 Σαν άντρας τώρα, ετοιμάσου· εμπρός!

Εγώ θα σε ρωτάω

κι εσύ θα μου αποκρίνεσαι:

4 Πού ήσουν εσύ, όταν εγώ θεμέλιωνα τη γη;

Πες μου το αν το γνωρίζεις.

5 Ξέρεις ποιος όρισε τις διαστάσεις της;

Ποιος τέντωσε σκοινί να τη μετρήσει;

6 Πάνω σε τι στηρίγματα

μπήκαν τα θέμελά της

ή ποιος της τοποθέτησε το γωνιακό λιθάρι;

7 Τότε όλα τ’ άστρα της αυγής

μαζί τραγούδαγαν,

και σκόρπιζαν κραυγές χαράς

όλα τα ουράνια όντα.

8 Ποιος περιόρισε τη θάλασσα με πύλες,

σαν πρόβαλε απ’ τα μητρικά

σπλάχνα της γης μ’ ορμή;

9 Εγώ την έντυσα με σύννεφα

και τη σπαργάνωσα με ομίχλη.

10 Όρια της χάραξα, την κράτησα

πίσω από πύλες κλειδαμπαρωμένες.

11 Της είπα: «Ως εδώ θα ’ρχεσαι·

ούτε γραμμή πιο πέρα!

Εδώ θα σπάζουν τα περήφανά σου κύματα».

12 Μες στη ζωή σου πρόσταξες ποτέ

τη μέρα να φανεί;

ή μήπως είπες στην αυγή

πού να προβάλει;

13 να πιάσει από τις άκρες της τη γη,

να την τινάξει κι οι ασεβείς να σκορπιστούνε;

14 Στο φως της μέρας τα βουνά

κι οι λαγκαδιές προβάλλουν

σαν τις πτυχές μιας φορεσιάς.

15 Αλλά στο φως

των ασεβών τα έργα δεν ευδοκιμούν·

και κάθε χέρι που υψωνόταν βίαιο

θα πέσει συντριμμένο.

16 Μήπως προχώρησες ως τις πηγές της θάλασσας;

ή μήπως εξερεύνησες τα βάθη της αβύσσου;

17 Σου έδειξε ποτέ κανείς τις πύλες του θανάτου;

ήσουν εκεί απ’ όπου ξεκινά σκοτάδι αιώνιο;

18 Ξέρεις αλήθεια ως ποιο σημείο

εκτείνεται η γη;

Απάντησέ μου αν όλ’ αυτά τα ξέρεις.

19 Ξέρεις το δρόμο για να φτάσεις

στην κατοικία του φωτός;

και ξέρεις το σκοτάδι πού φωλιάζει;

20 Μπορείς τα δυο τους

στου δρόμου τους το τέλος να τα πας,

και πάλι πίσω στην κατοικία τους να τα φέρεις;

21 Το ξέρεις, βέβαια,

γιατί ήσουν τότε γεννημένος,

και φτάνουν σ’ αριθμό μεγάλο οι μέρες σου!

22 Μπήκες ποτέ σου εκεί, το χιόνι που σωρεύεται;

είδες ποτέ τον τόπο

που το χαλάζι αποθηκεύεται;

23 Όλα αυτά τα ’χω φυλαγμένα

για της ανάγκης τους καιρούς

για τις μέρες της μάχης και του πολέμου.

24 Ξέρεις το δρόμο για να πας

εκεί που ο ήλιος ανατέλλει,

εκεί απ’ όπου έρχεται ζεστός

ο άνεμος, ο ανατολικός;

25 Ποιος άνοιξε αυλάκια για να πέφτει η μπόρα;

ποιος δρόμο χάραξε στα νέφη που βροντούν;

26 Ποιος προκαλεί βροχή

στην άδεια στέπα,

στην έρημο, που δεν υπάρχουν άνθρωποι;

27 Ποιος τη στεγνή, τη διψασμένη γη ποτίζει,

και κάνει να φυτρώνει το χορτάρι;

28 Έχει η βροχή πατέρα;

ποιος γέννησε τις στάλες της δροσιάς;

29 Από ποιανού τα σπλάχνα βγήκε ο πάγος;

την πάχνη ποιος τη γέννησε;

30 Αυτά κάνουν τα ύδατα

σαν πέτρα να σκληραίνουν

και να παγώνει η επιφάνεια της θάλασσας.

31 Μπορείς όλες μαζί να δέσεις τις Πλειάδες;

να χαλαρώσεις τις χορδές του Ωρίωνα;

32 Μπορείς να κάνεις να φανούν τα Ζώδια στον καιρό τους

και τη Μεγάλη Άρκτο να οδηγήσεις μ’ όλα της τα μικρά;

33 Ξέρεις τους νόμους που κυβερνούν τους ουρανούς;

ή, μπορείς και στη γη

να τους κάνεις να ισχύουν;

34 Αν με κραυγές τα σύννεφα προστάξεις,

θα ρίξουν τάχα τη βροχή τους πάνω σου;

35 Μπορείς τις αστραπές κάτω στη γη να τις εξακοντίσεις;

Αν τις καλέσεις, απαντούν

στις προσταγές σου;

36 Ποιος λέει στην ίβιδα

πότε θα πλημμυρίσει ο Νείλος;

Πότε θα ξημερώσει,

ποιος το λέει στον πετεινό;

37 Ποιος είναι αρκετά σοφός

τα νέφη να μετρήσει,

τις στάμνες τ’ ουρανού να γείρει για ν’ αδειάσουν,

38 όταν οι χωματένιοι σβώλοι ενώνονται

και γίνεται η γη σκληρή και συμπαγής;

39 Μήπως βρίσκεις εσύ της λέαινας τη λεία;

Μήπως εσύ χορταίνεις τα λιονταρόπουλα,

40 σαν κρύβονται μες στις σπηλιές τους

κι όταν παραμονεύουν στα λημέρια τους;

41 Του κόρακα, ποιος του ετοιμάζει την τροφή του,

όταν φωνάζουν τα μικρά του στο Θεό

και τριγυρνάνε πεινασμένα;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/38-a5dc18752e4cfd69c174b9c9f0b717b7.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 39

1 Ξέρεις την εποχή όπου γεννιούνται οι αίγαγροι;

τις ελαφίνες πρόσεξες

όταν κοιλοπονάνε;

2 Μέτρησες πόσους μήνες κρατάει η εγκυμοσύνη τους;

ξέρεις πότε είν’ ώρα να γεννήσουν;

3 Κάθονται χαμηλά πάνω στα πόδια τους

κι ελευθερώνονται

απ’ τους πόνους τους.

4 Τα μικρά δυναμώνουνε

και μεγαλώνουν μες στους κάμπους·

έπειτα φεύγουν

και δεν ξαναγυρίζουν πια.

5 Ποιος έδωσε ελευθερία στον όναγρο;

ποιος τα δεσμά του έλυσε,

τον άφησε να φύγει;

6 Όρισα κατοικία του τη στέπα,

τον έβαλα να ζήσει στη γη την αρμυρή.

7 Περιγελά της πολιτείας το θόρυβο·

ποτέ κανείς γαϊδουρολάτης δεν μπορεί

να τον εξαναγκάσει να δουλέψει.

8 Στα όρη τριγυρνά, που ’ναι η βοσκή του,

ψάχνει να βρει να φάει όποιο χορτάρι πράσινο.

9 Θαρρείς πως έχει διάθεση τ’ άγριο βουβάλι να σε υπηρετεί

ή να περνά τις νύχτες στο παχνί σου;

10 Θαρρείς πως θα δεχότανε

να το τραβάς με το σκοινί για να οργώσει

και να βολοκοπήσει το χωράφι σου;

11 Μπορείς να βασιστείς στην υπερβολική του δύναμη

και να του εμπιστευτείς

τις πιο βαριές δουλειές σου;

12 Θαρρείς πως θα σου κουβαλήσει τη σοδειά σου

και πως θα τη συνάξει

μες στ’ αλώνι σου;

13 Χτυπάει η στρουθοκάμηλος εύθυμα τα φτερά της,

μα να πετάξει δεν μπορεί καθώς ο πελαργός.

14 Τ’ αυγά της τα εγκαταλείπει καταγής,

τα εμπιστεύεται

στη ζεστασιά της άμμου.

15 Δε σκέφτεται ότι μπορεί κάποιος να τα πατήσει

ή ένα ζώο άγριο να τα λιώσει

κάτω απ’ το πέλμα του.

16 Με τα μικρά της, μάνα είναι σκληρή η στρουθοκάμηλος,

σαν να μην ήτανε δικά της·

κι αδιαφορεί αν χαμένοι πάνε οι κόποι της.

17 Κι αυτό γιατί εγώ σοφία δεν της έδωσα,

ούτε μια στάλα νοημοσύνη.

18 Μα όταν φοβηθεί και πάρει δρόμο τρέχοντας,

ούτ’ άλογο ούτε καβαλλάρης δεν τη φτάνει.

19 Μήπως εσύ έδωσες στο άλογο τη δύναμη

κι έντυσες το λαιμό του με τη χαίτη;

20 Μήπως εσύ άραγε μπορείς

σαν ακρίδα να το κάνεις να πηδάει

και τρόμο να σκορπά με το περήφανο χλιμίντρισμά του;

21 Σκάβει το χώμα στην κοιλάδα όλο χαρά

κι ορμά με δύναμη να αντικρούσει όπλα.

22 Φόβος δεν ξέρει τι θα πει

και δεν τρομάζει,

ούτε οπισθοχωρεί

μπρος στο σπαθί.

23 Τα βέλη στη φαρέτρα κουρταλούν

κι αστράφτουνε η λόγχη και το δόρυ.

24 Τρέμει από έξαψη, ορμά καλπάζοντας μπροστά·

δεν μπορεί να συγκρατηθεί,

όταν η σάλπιγγα αντηχήσει.

25 Στο κάθε σάλπισμα απαντά

μ’ ένα χλιμίντρισμα,

οσμίζεται από μακριά τη μάχη,

τις βροντερές φωνές των αρχηγών

και την πολεμική κραυγή.

26 Απ’ τη δική σου τάχατε σοφία

έμαθε το γεράκι να πετά,

όταν απλώνει τα φτερά του προς το νότο;

27 Μήπως με τη δική σου προσταγή

πετάει ο αετός στα ύψη

και χτίζει τη φωλιά του στα ψηλά;

28 Μέσα στους βράχους κατοικεί

σ’ απόκρημνες κορφές,

σε μέρη απρόσιτα

τη νύχτα του περνάει.

29 Για την τροφή του από ’κει πάνω καιροφυλακτεί·

τα μάτια του από μακριά

την ξεδιακρίνουν.

30 Τροφή για τα μικρά του είν’ το αίμα·

γι’ αυτό όπου το πτώμα,

εκεί κι οι αετοί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/39-fe97d121c5e71203111751d51eb56a48.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 40

1 Ο Κύριος ρώτησε τον Ιώβ:

2 «Θέλεις μ’ εμένα να φιλονικείς, τον Παντοδύναμο;

Θέλεις να συνεχίσεις να μ’ επικρίνεις

ή θα παραιτηθείς;»

Ο Ιώβ αναγνωρίζει την πανσοφία του Θεού

3 Τότε αποκρίθηκε ο Ιώβ στον Κύριο:

4 «Εγώ είμ’ ασήμαντος!

Τι θα μπορούσα να σου αποκριθώ;

Δεν θα τ’ ανοίξω άλλο πια το στόμα μου.

5 Μίλησα πιο πολύ απ’ ό,τι έπρεπε·

δε θα ξαναμιλήσω πια».

Ενδείξεις της δύναμης και της σοφίας του Θεού

6 Τότε απάντησε ο Θεός στον Ιώβ μέσα από τον ανεμοστρόβιλο:

7 Σαν άντρας τώρα σήκω απάνω·

θα σε ρωτάω

και εσύ θα μου αποκρίνεσαι.

8 Θέλεις στ’ αλήθεια ν’ αποδείξεις

πως είμαι άδικος,

πως εγώ κάνω λάθος κι εσύ λες το σωστό;

9 Είσαι το ίδιο σαν εμένα δυνατός;

μπορεί η φωνή σου να βροντά

σαν τη δική μου;

10 Τότε στολίσου με λαμπρότητα κι υπεροχή,

ντύσου με δόξα

και μεγαλοπρέπεια.

11 Άσε το φοβερό θυμό σου να ξεσπάσει·

όλους τους αλαζόνες

μ’ ένα σου βλέμμα ταπείνωσε.

12 Με τη ματιά σου κάν’ τους να υποκύψουν,

αν μπορείς,

και σύντριψε τους ασεβείς εκεί που βρίσκονται.

13 Όλους μέσα στο χώμα καταχώνιασέ τους

κι αφάνισέ τους μες στη γη.

14 Τότε πρώτος εγώ θα σε παινέψω

γιατί θα ’χεις νικήσει

με τη δική σου δύναμη.

15 Κοίτα τον ιπποπόταμο.

Είναι κι αυτός καθώς εσύ, το δημιούργημά μου·

κι αυτός όπως το βόδι

με το χορτάρι τρέφεται.

16 Αλλά δες πόση δύναμη έχει η μέση του,

πόσο γεροί είναι οι μυώνες της κοιλιάς του!

17 Ορθώνεται η ουρά του καθώς του κέδρου ο κορμός,

είναι γεροί σαν παλαμάρια

των μηρών του οι τένοντες.

18 Είναι τα κόκαλά του δυνατά καθώς σωλήνες ορειχάλκινοι,

σαν βέργες σιδερένιες τα πλευρά του.

19 Είν’ ένα αριστούργημα μες στη δημιουργία μου·

μονάχα ο πλάστης του μπορεί να τον δαμάσει.

20 Στα όρη πάνω βρίσκει τη βοσκή του

εκεί που παίζουν όλα τα ζώα τ’ άγρια.

21 Κάτω από τους λωτούς πλαγιάζει,

κρύβεται ανάμεσα στων βάλτων τις καλαμιές.

22 Με τη σκιά τους τον σκεπάζουν οι λωτοί

και βρίσκει καταφύγιο

στις λεύκες του χειμάρρου.

23 Ακόμα κι όταν ανεβαίνουν τα νερά

αυτός την ηρεμία του δεν την χάνει.

Κι αν το ποτάμιμε ορμή μπαίνει στο στόμα του,

ο ιπποπόταμος δεν τρέχει να σωθεί.

24 Ωστόσο μπορεί κάποιος να του αντιταχθεί

και να τον πιάσει;

να του τρυπήσει τα ρουθούνια

και να τον δέσει με σκοινιά;

25 Μπορείς να πιάσεις τον κροκόδειλομε αγκίστρι,

έτσι που με την καθετή

τη γλώσσα του να την τραβήξεις κάτω;

26 Μπορείς σκοινί από βούρλα

να περάσεις στο ρύγχος του

και να τρυπήσεις τα σαγόνια του με γάντζο;

27 Τάχα θα σε θερμοπαρακαλέσει;

θα σου μιλήσει μήπως τρυφερά;

28 Θα κλείσει τάχα συμφωνία μαζί σου

ώστε να μπει στη δούλεψή σου για παντοτινά;

29 Θα ’παιζες τάχατε μαζί με τον κροκόδειλο

όπως μ’ ένα μικρό πουλί;

ή, θα τον έδενες ποτέ με αλυσίδα

να ’χουν οι κόρες σου διασκέδαση;

30 Θαρρείς πως οι ψαράδες θα τον παζαρέψουν

και σε κομμάτια θα τον μοιραστούν οι έμποροι;

31 Μπορείς να κάνεις διάτρητο το δέρμα του με βέλη

και με καμάκια να διαπεράσεις το κεφάλι του;

32 Δοκίμασε να βάλεις πάνω του το χέρι σου·

τη μάχη που θα γίνει

δε θα την ξεχάσεις

και δε θα το τολμήσεις πια.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/40-8249c7225e702612fde7f9d19245ff5b.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 41

1 Όποιος νομίζει πως μπορεί να τον νικήσει τον κροκόδειλο,

τον εαυτό του απατά·

αρκεί μονάχα η όψη του

ξερό στη γη για να σε ρίξει.

2 Ποιος θά ’ταν τόσο ριψοκίνδυνος

για να τολμήσει να τον προκαλέσει;

Και ποιος ακόμα τολμηρότερος

σ’ εμένα για ν’ αντισταθεί;

3 Ποιος προηγήθηκε στα δώρα του

ώστε να στείλω να τ’ ανταποδώσω;

Δικά μου είν’ όσα υπάρχουνε κάτω απ’ τον ουρανό.

4 Θα πω ακόμα για τα μέλη του κροκόδειλου,

το σφρίγος του

και την αρμονική κατασκευή του:

5 Ποιος να τολμήσει από εμπρός ν’ ανοίξει το χιτώνα του

και στο διπλό του θώρακα

ποιος να εισχωρήσει;

6 Ποιος θα τολμήσει να του ανοίξει

του στόματός του τη μεγάλη πύλη,

που τη φρουρούν τα φοβερά τα δόντια του;

7 Είναι η ράχη του όλη καμωμένη

από ασπίδες στερεές,

σφιχτά συγκολλημένες, αδιαπέραστες.

8 Η καθεμιά προσαρμοσμένη με την άλλη

έτσι που μήτε αέρας να μπορεί

ανάμεσά τους να περάσει.

9 Η μια ενωμένη με την άλλη τόσο σφιχτά

που τίποτα να μην μπορεί να τις χωρίσει.

10 Στο φτέρνισμα του κροκοδείλου λαμπυρίζουν τα νερά στο φως,

σαν την αυγή διάπυρα είν’ τα μάτια του.

11 Φλόγινες γλώσσες ξεπηδούν από το στόμα του

κι εκσφενδονίζονται δεμάτια σπίθες.

12 Αχνός απ’ τα ρουθούνια του σκορπιέται

σαν από χύτρα που κοχλάζει

ή από λέβητα.

13 Τόσο είν’ η ανάσα του καυτή που ανάβει κάρβουνα·

από το στόμα του πηδάνε φλόγες.

14 Στον τράχηλό του έχει τόση δύναμη ο κροκόδειλος,

ώστε καθένας που τον συναντά,

τρομάζει.

15 Τα τμήματα της σάρκας του είναι συγκολλημένα μεταξύ τους,

στερεωμένα πάνω του κι ανυποχώρητα.

16 Είναι σκληρή η καρδιά του σαν την πέτρα

και σταθερή καθώς η κάτω ακίνητη μυλόπετρα.

17 Όταν ορθώνεται ο κροκόδειλος,

τρέμουν ακόμα κι οι πιο δυνατοί,

και πανικόβλητοι υποχωρούνε.

18 Ξίφος κι αν τον χτυπήσει, εκείνος δεν πληγώνεται

ούτε από δόρυ, ακόντιο ή βέλος.

19 Το σίδερο είναι γι’ αυτόν σαν το άχυρο,

κι είν’ ο χαλκός σαν ξύλο σάπιο.

20 Δε θα μπορέσουνε του τόξου οι ριπές

σε φυγή τον κροκόδειλο να τρέψουν·

οι πέτρες της σφεντόνας είναι γι’ αυτόν σαν του σταριού το άχυρο.

21 Κομμάτι σταχοκάλαμο είναι γι’ αυτόν το ρόπαλο·

γελάει όταν τα δόρατα

στ’ αυτιά του πλάι σφυρίζουν.

22 Έχει εξογκώματα από κάτω στην κοιλιά του

σαν πέτρες κοφτερές·

περνάει κι αφήνει αυλακιές

στη λάσπη σαν τον βολοκόπο.

23 Το βυθό κάνει να κοχλάζει σαν καζάνι, ο κροκόδειλος,

τη θάλασσα να μοιάζει χύτρα

όπου ετοιμάζονται αλοιφές.

24 Πίσω του αφήνει λαμπερό ένα χνάρι

κι αποκτά κόμη λευκασμένη ο απύθμενος ωκεανός.

25 Πάνω στη γη δε βρίσκεται τίποτα

όμοιό του,

πλάστηκε να ’ναι ατρόμητος.

26 Κοιτάει με συγκατάβαση τα ζώα τα πιο αγέρωχα·

εκείνος είν’ ο βασιλιάς

σ’ όλα τ’ άγρια θεριά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/41-e003c4634a2169434afd01e762acdf3e.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 42

Ο Ιώβ υποτάσσεται στο Θεό

1 Τότε αποκρίθηκε ο Ιώβ στον Κύριο:

2 «Ξέρω πως τίποτα για σε δεν είν’ αδύνατο

κι όλα όσα στοχάζεσαι

μπορείς και να τα πράξεις.

3 Ρωτάς ποιος είμαι που τολμώ ν’ αμφισβητώ τα σχέδιά σου,

καθώς για πράγματα μιλώ που δεν καταλαβαίνω.

Αλήθεια, μίλησα για πράγματα που δεν τα καταλάβαινα,

πολύ μεγάλα, θαυμαστά

κι ασύλληπτα για μένα.

4 Μου ζητάς πρώτα να σ’ ακούσω όσο μιλάς

κι ύστερα ν’ απαντήσω εγώ στις ερωτήσεις σου.

5 Τότε σε γνώριζα μονάχα απ’ όσα είχα για σένα ακουστά·

μα τώρα με τα μάτια μου σε είδα.

6 Γι’ αυτό, ανακαλώ τα όσα είπα

και ντρέπομαι γι’ αυτά.

Μέσα στο χώμα και στη στάχτη ταπεινώνομαι».

Αποδοχή του Ιώβ από τον Θεό

7 Όταν ο Κύριος έπαψε να μιλάει με τον Ιώβ, είπε στον Ελιφάζ τον Ταιμανίτη: «Θύμωσα πολύ μ’ εσένα και με τους δύο φίλους σου, γιατί δε μιλήσατε σωστά για μένα, όπως ο δούλος μου ο Ιώβ.

8 Τώρα λοιπόν πάρτε εφτά μοσχάρια και εφτά κριάρια και πηγαίνετε να βρείτε το δούλο μου τον Ιώβ και να τα προσφέρετε ολοκαύτωμα για την ενοχή σας. Να προσευχηθεί για σας ο δούλος μου ο Ιώβ κι εγώ θα δεχτώ με ευμένεια την προσευχή του και δε θα σας μεταχειριστώ κατά πώς ταιριάζει στην αφροσύνη σας».

9 Τότε ο Ελιφάζ ο Ταιμανίτης, ο Βιλδάδ ο Σουχίτης και ο Σωχάρ ο Νααμαθίτης έφυγαν καί έκαναν όπως τους είπε ο Κύριος. Και ο Κύριος δέχτηκε με ευμένεια την προσευχή του Ιώβ.

Αποκατάσταση της ευδαιμονίας του Ιώβ

10 Όταν ο Ιώβ προσευχήθηκε για τους φίλους του, ο Κύριος του έδωσε πάλι πλούτη, και μάλιστα διπλάσια απ’ όσα είχε πριν.

11 Τότε τον επισκέφθηκαν όλοι οι αδερφοί του κι οι αδερφές του και όλοι οι παλιοί του γνώριμοι. Καθώς έτρωγαν στο σπίτι του μαζί του, του έδειξαν πως συμμετέχουν στον πόνο του και τον παρηγόρησαν για όλες τις δυστυχίες που του είχε στείλει ο Κύριος. Και ο καθένας τους του χάρισε ένα νόμισμα και ένα χρυσό δαχτυλίδι.

12 Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Κύριος ευλόγησε τον Ιώβ περισσότερο από πριν. Έτσι ο Ιώβ απέκτησε δεκατέσσερις χιλιάδες πρόβατα και έξι χιλιάδες καμήλες, χίλια ζευγάρια βόδια καί χίλια γαϊδούρια.

13 Απέκτησε ακόμα εφτά γιους και τρεις θυγατέρες.

14 Την πρώτη την ονόμασε Ιεμιμά (Περιστέρα), τη δεύτερη Κεσία (Κανελλολούλουδο) και την τρίτη Κέρεν-Αππούχ (Θήκη Καλλυντικών).

15 Σε κανένα μέρος της γης δεν υπήρχαν τόσο ωραίες γυναίκες, σαν τις κόρες του Ιώβ. Ο πατέρας τους τούς έδωσε κληρονομικό μερίδιο όπως και στους αδερφούς τους.

16 Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα ο Ιώβ έζησε εκατόν σαράντα χρόνια, και είδε τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του, τέσσερις γενιές.

17 Πέθανε μακροήμερος σε βαθιά γεράματα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/42-0fa9fc2d96a2b56e5cc99b36cb4579ec.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 1

Η αληθινή μακαριότητα

1 Μακάριος ο άνθρωπος

που μ’ ασεβών ιδέες δεν πορεύτηκε

ούτε σ’ αμαρτωλών το δρόμο στάθηκε

κι ούτε συναναστράφηκε με θεομπαίχτες.

2 Αντίθετα, είναι με το νόμο του Κυρίου

σύμφωνο ό,τι επιθυμεί,

μέρα νύχτα στοχάζεται το νόμο του.

3 Γι’ αυτό σαν δέντρο γίνεται

που είναι φυτεμένο εκεί που τρέχουν τα νερά.

Δίνει τους καρπούς του στον καιρό του,

το φύλλωμά του δεν μαραίνεται ποτέ

και πετυχαίνει το καθετί που κάνει.

4 Δεν είναι έτσι οι ασεβείς, δεν είναι!

Αυτοί είναι σαν τ’ άχυρο,

π’ αέρας το σκορπίζει.

5 Γι’ αυτό και δεν θα παρουσιαστούν

οι ασεβείς κατά την κρίση,

ούτε οι αμαρτωλοί θα συναχθούν

μαζί με τους δικαίους.

6 Γιατί ο Κύριος εκτιμάει

των δίκαιων τη συμπεριφορά,

ενώ η συμπεριφορά των ασεβών

οδηγεί στην καταστροφή.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/1-e0eb69894bb1e00e5bf2b886088287ce.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 2

Ο βασιλιάς που τον έχρισε ο Θεός

1 Γιατί στα έθνη ταραχή

κι οι λαοί ματαιότητες

σιγανοψιθυρίζουν;

2 Της γης οι βασιλιάδες συσπειρώθηκαν

κι οι άρχοντες μαζεύτηκαν

ενάντια στον Κύριο,

στον εκλεκτό του ενάντια,

και σκέφτονται:

(Διάψαλμα)

3 «Ας σπάσουμε τα δεσμά τους,

τις αλυσίδες τους ας τις αποτινάξουμε».

4 Θ’ αναγελάσει εκείνος

που ’χει στους ουρανούς το θρόνο του·

θα τους χλευάσει ο Κύριος!

5 Θα τους μιλήσει τότε οργισμένος,

με το θυμό του

θα τους συνταράξει:

6 «Εγώ» –θα πει–

«έχρισα στη Σιών το βασιλιά μου,

στο άγιο μου βουνό».

7 Διακηρύττω εκείνο

που ο Κύριος αποφάσισε.

Μου είπε:

«Γιος μου είσ’ εσύ·

σήμερα εγώ σε γέννησα.

8 Ζήτα μου και θα σου χαρίσω όλους τους λαούς,

στην κατοχή σου θα ’ναι

ως και τα πέρατα της γης.

9 Με σιδερένιο χέρι θα τους κυβερνήσεις,

θα τους συντρίψεις

σαν να ’ταν καμωμένοι από πηλό».

10 Τώρα, λοιπόν, συνετιστείτε, βασιλιάδες·

του κόσμου κυβερνήτες διδαχτείτε.

11 Τον Κύριο με φόβο υπηρετήστε

και με τρόμο γιορτάστε γι’ αυτόν.

12 Αποδώστε στο γιο του

την τιμή που του αξίζει·

αλλιώς θα οργιστεί

και θα χαθείτε απ’ της ζωής το δρόμο,

γιατί ο θυμός του θα ξεσπάσει.

Μακάριοι όσοι προσφεύγουνε σ’ αυτόν!

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/2-95705f4ef40d7a60f12dc9aeed173bf5.mp3?version_id=173—