Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 25

Ο Βιλδάδ αρνείται ότι ο άνθρωπος μπορεί να δικαιωθεί μπροστά στο Θεό

1 Μετά μίλησε ο Βιλδάδ, ο Σουχίτης.

2 Έχει ο Θεός υπέρτατη και τρομερή εξουσία·

ειρήνη επιβάλλει

στο ουράνιο του βασίλειο.

3 Τις στρατιές του ποιος μπορεί να τις μετρήσει;

τάχα για ποιον δεν ανατέλλει ο ήλιος του;

4 Πώς μπορεί να δικαιωθεί μπρος στο Θεό ένας άνθρωπος,

και πώς γυναίκας γέννημα

να πει πως είναι καθαρός;

5 Γι’ αυτόν και το φεγγάρι ακόμα δεν είναι λαμπερό

ούτε των αστεριών το φως καθάριο.

6 Τι ’ναι, λοιπόν, μπρος στο Θεό ο άνθρωπος ο τιποτένιος;

τι ’ναι στα μάτια του αυτό το σκουληκάκι;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/25-9c83d4374f1efef9e2b335dd00b9a34c.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 26

Ο Ιώβ διακηρύττει την εξουσία του Θεού

1 Ο Ιώβ αποκρίθηκε:

2 Σπουδαία βοήθεια έδωσες εσύ σ’ έναν αδύναμο,

στήριγμα σ’ έναν εξουθενωμένο σαν εμένα!

3 Σπουδαίες δίνεις συμβουλές σ’ εμένα, τον ασύνετο,

κι όλη σου τη σοφία μου χαρίζεις!

4 Αλλά σε ποιον τα λόγια σου απευθύνονται

και ποιος σ’ εμπνέει έτσι να μιλάς;

5 Τρέμουνε των νεκρών τα πνεύματα

κάτω απ’ των ωκεανών τα βάθη.

6 Γυμνός μπρος στο Θεό είν’ ο άδης,

κι ο κάτω κόσμος δίχως κάλυμμα.

7 Αυτός πάνω από το κενό τον ουρανό τεντώνει,

τη γη κρεμάει πάνω απ’ το τίποτα.

8 Κλείνει μέσα στα νέφη τη βροχή

και δεν τ’ αφήνει να σκιστούν από το βάρος της.

9 Το θρόνο του σκεπάζει με πυκνά μαύρα σύννεφα,

με τρόπο που να μην μπορεί

κανένας να τον δει.

10 Χάραξε κύκλο γύρω στης θάλασσας την επιφάνεια

κι έτσι έβαλε όρια

ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι.

11 Τρέμουν οι στύλοι τ’ ουρανού

και συγκλονίζονται απ’ τις απειλές του.

12 Τη θάλασσα με την ισχύ του την υπόταξε

και με την αξιοσύνη του

σύντριψε τη Ραάβ.

13 Με τη δική του την πνοή καθάρισαν οι ουρανοί

και το δικό του χέρι εξόντωσε

το γοργοσάλευτο το φίδι.

14 Όμως αυτά δεν είναι παρά ελάχιστα

απ’ τα μεγάλα έργα του,

που την ηχώ τους μόνο

ακούσαμε αμυδρά.

Μα το πραγματικό το μέγεθος της δύναμής του

ποιος θα μπορέσει μες στο νου να το χωρέσει;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/26-56cfa6089ffb1ea417800fddcdbc415e.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 27

Ο Ιώβ περιγράφει το μέλλον του ασεβή

1 Ο Ιώβ εξακολούθησε την ομιλία του.

2 Μα τον αληθινό Θεό, τον Παντοδύναμο,

που αρνείται να μου δώσει δίκιο

και μου πικραίνει τη ζωή!

3 Όσο μου δίνει ο Θεός λίγη ζωή

και τη δική του την πνοή για ν’ ανασαίνω,

4 τα χείλη μου δε θα προφέρουν τίποτε άδικο

κι η γλώσσα μου ποτέ δε θα πει ψέμα.

5 Ποτέ μου εγώ δε θα σας δώσω δίκιο·

κι ως του θανάτου μου τη μέρα θα επιμένω

πως είμαι αθώος.

6 Το δίκιο μου υποστηρίζω και δε σκοπεύω να παραιτηθώ·

μες στη ζωή μου ολάκερη για τίποτα

δε με κατηγορεί η συνείδησή μου.

Ο Θεός τιμωρεί τους ασεβείς

7 Ας έχει ο εχθρός μου, ο αντίπαλός μου,

τη μοίρα του ασεβή

και του παράνομου!

8 Τι μένει πια στον ασεβή,

όταν του κόβει ο Θεός το νήμα της ζωής του;

9 Δεν πρόκειται να τον ακούσει ο Θεός

όταν μονάχα στον καιρό της θλίψης του

φωνάζει για βοήθεια.

10 Θα ’πρεπε στο Θεό τον παντοδύναμο

να βρίσκει τη χαρά του

και πάντα να προσεύχεται σ’ αυτόν.

11 Εγώ θα σας διδάξω του Θεού τη δύναμη·

τα σχέδια του Παντοδύναμου

δε θα σας κρύψω.

12 Άλλωστε όλοι εσείς καλά τα ξέρετε·

γιατί, λοιπόν, τα λόγια σας

τόσο είναι κούφια;

13 Ναποιο μερίδιο θα ’χει ο ασεβής απ’ το Θεό

και ποια θα λάβουν τιμωρία οι τύραννοι από τον Παντοδύναμο:

14 Όσο πολλά κι αν είναι τα παιδιά του,

στον πόλεμο θα σκοτωθούν·

και το ψωμί η γενιά του

δεν θα το χορτάσει.

15 Αυτούς που θ’ απομείνουν

θα τους βρει θανατικό,

χωρίς ούτε κι οι χήρες τους

να τους μοιρολογήσουν.

16 Κι αν συσσωρεύει ασήμι σαν το χώμα

και φορεσιές μαζεύει πέρα απ’ όσες χρειάζεται,

17 αυτός μαζεύει, μα θα τις φορέσει ο δίκαιος

και το ασήμι ο αθώος θα το πάρει.

18 Χτίζει ο ασεβής το σπίτι του όπως ο σκόρος:

εύθραυστο·

σαν την αχυροκαλυβίτσα του αγροφύλακα.

19 Πλούσιος πέφτει για να κοιμηθεί

μέσα στο σπίτι του,

κι ώσπου τα μάτια του ν’ ανοίξει,

το σπίτι έχει χαθεί.

20 Οι φόβοι τον προφταίνουν σαν πλημμύρα

και μες στη νύχτα τον αρπάζει η θύελλα.

21 Φυσάει σιρόκος, τον σηκώνει

και τον παίρνει·

βίαια τον αρπάζει από το σπίτι του.

22 Πάνω του δίχως λύπηση ορμά

κι εκείνος προσπαθεί να του ξεφύγει.

23 Ουρλιάζει και σφυρίζει πίσω απ’ τον ασεβή

καθώς εκείνος τρέχει·

και τον τρομοκρατεί με χαστουκίσματα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/27-0a51b9d452fcdaa07658cc338fddf037.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 28

Πού είναι η σοφία;

1 Τα ορυχεία είναι γνωστά όπου το ασήμι βγαίνει,

τα μέρη όπου το χρυσάφι καθαρίζεται.

2 Βγάζει ο άνθρωπος τον σίδηρο απ’ το χώμα

και λιώνει από την πέτρα το χαλκό.

3 Στις σκοτεινές στοές των ορυχείων φέρνει φως

κι αναζητάει μέσα στης γης τα έγκατα το πέτρωμα,

στην αφεγγιά και στο βαθύ σκοτάδι.

4 Ανοίγει σήραγγες από τον κόσμο μακριά,

σ’ άγνωστα για τους ταξιδιώτες μέρη

και με σκοινιά κρέμεται στο κενό.

5 Η γη απ’ όπου βγαίνει το ψωμί

ανασκαλεύεται μέσα στα βάθη της,

λες και την πέρασε φωτιά.

6 Ζαφείρια έχουν οι πέτρες της

και σκόνη από χρυσάφι.

7 Τα μονοπάτια της αυτά δεν τα γνωρίζουνε τ’ αρπαχτικά πουλιά·

και μάτι γερακιού δεν τα ’δε.

8 Περήφανα θηρία δεν τα πάτησαν,

δεν τα περπάτησε λιοντάρι.

9 Μονάχα ο άνθρωπος χτυπάει το γρανιτένιο βράχο

κι αναποδογυρίζει

απ’ τα συθέμελά τους τα βουνά.

10 Στοές ανοίγει μες στους βράχους

κι ανακαλύπτει κάθε τι πολύτιμο το μάτι του.

11 Φράζει τις διαρροές στα υπόγεια ρεύματα

και ό,τι κρύβεται εκεί

στο φως το φέρνει.

12 Μα, τη σοφία πού μπορεί κανένας να τη βρει;

και πού να βρίσκεται η πηγή της φρόνησης;

13 Ο άνθρωπος δεν ξέρει την αξία της·

δε βρίσκεται στων ζωντανών τη χώρα.

14 Λέει ο απύθμενος ωκεανός:

«Δεν την έχω εγώ».

Κι η θάλασσα κι εκείνη λέει:

«Δε βρίσκεται σ’ εμένα».

15 Δε γίνεται ν’ αγοραστεί

με καθαρό χρυσάφι

ούτε και με καντάρια ασήμι να αποκτηθεί.

16 Δεν μπορεί σε αξία να συγκριθεί

με το χρυσάφι της Οφείρ,

ούτε με τον πολύτιμο τον όνυχα και το ζαφείρι.

17 Ούτε χρυσάφι ούτε γυαλί

μπορεί σε αξία να τη φτάσει·

με χρυσαφένιο τάσι

δεν μπορεί ν’ ανταλλαχθεί.

18 Κοράλλια, αν πεις, και κρύσταλλα

δε λογαριάζονται.

Πιότερο αξίζει η σοφία, παρά πολύτιμα μαργαριτάρια.

19 Δε φτάνει την αξία της το αιθιοπικό τοπάζι

και με το καθαρό χρυσάφι δε συγκρίνεται.

20 Λοιπόν, από πού έρχεται η σοφία;

πού βρίσκεται η φρόνηση;

21 Κρύβεται απ’ τα βλέμματα όλων των ζωντανών,

ακόμα κι από τ’ ουρανού τα πετεινά ξεφεύγει.

22 Ο θάνατος κι ο άδης λένε:

«Μονάχα η φήμη της στ’ αυτιά μας

έχει φτάσει».

23 Μόνο ο Θεός το δρόμο της γνωρίζει

και ξέρει αυτός πού η σοφία βρίσκεται.

24 Γιατί εκείνος βλέπει ως και τα πέρατα της γης

κι όλα κάτω απ’ τον ουρανό

τα διακρίνει.

25 Όταν έδινε αυτός στον άνεμο το βάρος του

και των νερών καθόριζε τον όγκο,

26 όταν τους νόμους όριζε για τη βροχή

και για τον κεραυνό χάραζε δρόμο,

27 τότε είδε τη σοφία και την αξιολόγησε,

την αναγνώρισε για θησαυρό

και να μείνει τη δέχτηκε μαζί του.

28 Κατόπιν ο Θεός είπε στον άνθρωπο:

«Ο σεβασμός στον Κύριο

αυτό είν’ η σοφία

και του κακού η αποφυγή

είναι η φρόνηση».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/28-06912c5cee654b872810a585731fe43d.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 29

Ο Ιώβ αναθυμάται την παλιά του ευτυχία

1 Ο Ιώβ πήρε πάλι το λόγο και είπε:

2 Μακάρι να ’μουνα όπως τους περασμένους μήνες,

όπως τις μέρες

που με φύλαγε ο Θεός!

3 Όταν η καλοσύνη του φώτιζε σαν λυχνάρι

πάνω από το κεφάλι μου

και με το φως του βάδιζα

μες στο σκοτάδι.

4 Τότε ήμουν στις ημέρες της ακμής μου,

και ο Θεός προστάτευε το σπίτι μου.

5 Ο Παντοδύναμος ήταν μαζί μου ακόμα

και τα παιδιά μου όλα ήταν τριγύρω μου.

6 Τα ζωντανά μου έβγαζαν το γάλα ποταμούς

και τα βραχώδη εδάφη μού ’διναν

χειμάρρους από λάδι.

7 Πήγαινα τότε στην πλατεία,

πλάι στης πόλης την πύλη,

στων πρεσβυτέρων εκαθόμουν τη συνάθροιση,

8 κι οι νέοι μ’ εβλέπαν

και μου κάναν’ τόπο·

σηκώνονταν κι οι ηλικιωμένοι

κι όρθιοι από σέβας στέκονταν.

9 Παύανε να μιλούν οι πρόκριτοι

και πρόσταζε σιγή

το δάχτυλο στα χείλη.

10 Χανόταν των αρχόντων η φωνή

κι η γλώσσα τους στον ουρανίσκο τους κολλούσε.

11 Όποιος τα λόγια μου άκουγε, με μακάριζε·

όποιος τα έργα μου έβλεπε,

με επαινούσε.

12 Γιατί βοηθούσα τον φτωχό, που προστασία γύρευε,

και τα ορφανά,

που στήριγμα δεν είχαν.

13 Αυτοί που ήταν περίπου ετοιμοθάνατοι

για τη βοήθειά μου μού δίναν’ την ευχή τους·

κι έκανα χήρες να αισθάνονται ασφάλεια και χαρά.

14 Είχα στολή μου τη δικαιοσύνη,

μανδύα και κάλυμμα της κεφαλής μου είχα το δίκαιο.

15 Ήμουν τα μάτια των τυφλών

και των χωλών τα πόδια.

16 Πατέρας ήμουν των φτωχών

και φρόντιζα να βρουν το δίκιο τους οι ξένοι.

17 Τσάκιζα τους κυνόδοντες του αδίκου

κι από τα δόντια του τη λεία τού τραβούσα.

18 Σκεφτόμουν πως πολύχρονος θα ζήσω,

όπως ο φοίνικας

κι ότι όπως αυτός

μες στη φωλιά μου θα πεθάνω.

19 Έλεγα πως ήμουν δεντρί,

που στα νερά τις ρίζες του βυθίζει

και που τη νύχτα κάθεται

στα κλώνια του η δροσιά.

20 Πως θα ’χω, έλεγα, δόξα που διαρκώς θ’ ανανεώνεται

και θα ’χω δύναμη να δρω

σαν καλοτεντωμένο τόξο.

21 Όταν μιλούσα μ’ άκουγαν με προσμονή

και σώπαιναν για να δεχτούν τη συμβουλή μου.

22 Κι όταν τελείωνα κανείς δεν είχε κάτι άλλο να πει·

τα λόγια μου σαν τη δροσιά

απάνω τους σταλάζαν.

23 Τα πρόσμεναν καθώς προσμένουν τη βροχή

και μ’ ανοιχτό το στόμα τους

καθώς σ’ όψιμη μπόρα.

24 Όταν τους χαμογέλαγα εμπιστοσύνη αποκτούσαν

και φιλικά αν τους κοίταζα

χαιρόντουσαν κι αυτοί.

25 Τους οδηγούσα και καθόριζα το δρόμο τους,

καθώς ο βασιλιάς

στην κεφαλή της στρατιάς του,

καθώς εκείνος που τους λυπημένους παρηγορεί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/29-eabf1b202226009bc126c620ba68c3c2.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 30

Ο Ιώβ θρηνεί για την τωρινή του αθλιότητα

1 Τώρα όμως έχω γίνει ο περίγελως

ανθρώπων που ’ναι νεότεροί μου

και που οι πατεράδες τους

ήταν πιο καταφρονεμένοι

κι από του κοπαδιού μου τα σκυλιά.

2 Τι να τους έκανα άλλωστε,

αφού στα χέρια δύναμη δεν είχαν;

3 Εξαντλημένοι απ’ τις στερήσεις κι απ’ την πείνα

έφευγαν στην κατάξερη τη γη

τη σκοτεινή, κατεστραμμένη κι έρημη.

4 Γύρω απ’ τους θάμνους αρμυρήθρες μάζευαν

και τρώγανε τις ρίζες απ’ τα σπάρτα.

5 Τους διώχναν μέσ’ απ’ την κοινότητα

και φώναζαν ξωπίσω τους,

όπως στους κλέφτες.

6 Στ’ απόκρημνα φαράγγια κατοικούσαν,

στης γης τις τρύπες

και στων βράχων τις σπηλιές.

7 Σαν ζώα φώναζαν ανάμεσα στους θάμνους

και συγκεντρώνονταν

κάτω απ’ τις αγκαθιές.

8 Άνθρωποι ποταποί και κακοφημισμένοι,

αποδιωγμένοι από τη χώρα μακριά.

9 Μα να που τώρα μ’ έκαναν τραγούδι περιπαιχτικό

και θέμα για να συζητούν

και να χλευάζουν.

10 Μ’ αποστροφή με βλέπουν, μ’ αποφεύγουν

και δε διστάζουν να με φτύσουν κατά πρόσωπο.

11 Χαλάρωσε του τόξου μου τη χορδή ο Θεός,

μ’ άφησε ανυπεράσπιστον·

γι’ αυτό κι εκείνοι καταπάνω μου

αχαλίνωτοι ορμήσαν.

12 Το φιδομάνι με χτυπάει κατακέφαλα,

με αναγκάζουνε να υποχωρήσω·

για να μ’ εξουθενώσουν

προχώματα ετοιμάζουνε.

13 Όλες τις διεξόδους μου τις έκοψαν

και προσπαθούνε να με καταστρέψουν

χωρίς να ’χουν ανάγκη

να τους βοηθά κανείς.

14 Χύνονται απ’ των οχυρών μου τις ρωγμές

κι ορμούν απάνω μου

μέσ’ από τα ερείπια.

15 Ο φόβος με κυρίεψε·

έφυγε σαν ανέμου φύσημα η αξιοπρέπειά μου

και πέρασε η ευτυχία μου σαν σύννεφο.

16 Και τώρα πλησιάζω να πεθάνω·

της δυστυχίας οι μέρες με πολιορκούν.

17 Τη νύχτα οι πόνοι διαπερνούν τα κόκαλά μου

που λες και θέλουν

απ’ το σώμα μου να βγουν·

τα νεύρα μου δεν βρίσκουν ησυχία.

18 Ο Θεός με άδραξε από το ρούχο μου,

με σφίγγει καθώς το περιλαίμιο του χιτώνα μου.

19 Μέσα στη λάσπη μ’ έριξε

κι έγινα σαν το χώμα και τη στάχτη.

20 Θεέ μου, σου φωνάζω, μα συ δεν μου αποκρίνεσαι·

μπροστά σου στέκομαι,

μα εσύ με τη ματιά σου με καρφώνεις.

21 Έγινες ανελέητος για μένα

και με χτυπάς με της γροθιάς σου όλη τη δύναμη.

22 Μ’ αφήνεις να με πάρει στην ορμή του ο άνεμος,

να με συντρίψει

η μανιασμένη καταιγίδα.

23 Το ξέρω πως στο θάνατο με φέρνεις,

στον τόπο της συνάντησης όλων των ζωντανών.

24 Έναν σωρό ερείπια δεν μπορεί πια κανείς να τον στηρίξει.

Πριν καταρρεύσω εντελώς, ας έρθει βοηθός μου ο Θεός.

25 Μήπως δεν έκλαψα γι’ αυτούς,

που ήτανε σκληρή η ζωή τους;

και μήπως δεν λυπήθηκα για τους φτωχούς;

26 Την ευτυχία έλπιζα κι η δυστυχία ήρθε·

με βρήκε το σκοτάδι,

ενώ περίμενα το φως.

27 Αναταράζονται τα σπλάχνα μου, στιγμή δεν ησυχάζουν·

δύστυχες μέρες μ’ ηύραν αναπάντεχα.

28 Θλιμμένος περπατώ χωρίς χαράς αχτίδα·

μες στου λαού σηκώνομαι τη σύναξη

βοήθεια να ζητήσω με κραυγές.

29 Των τσακαλιών έγινα αδερφός

και των στρουθοκαμήλων σύντροφος.

30 Μαύρισε πια το δέρμα μου και ξεκολλά από πάνω μου·

τα κόκαλά μου ο πυρετός τα καίει.

31 Έγινε θρήνος το τραγούδι της κιθάρας μου,

και του αυλού μου ο ήχος κλάμα γοερό.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/30-165cf4c72bfda2c2f31a131be019cdee.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 31

Ο Ιώβ ορκίζεται ότι είναι αθώος

1 Έκανα συμφωνία με τα μάτια μου

κόρη ποτέ μ’ επιθυμία να μην κοιτάξω.

2 Αλλιώς, τι θα μπορούσα να προσμένω

από τον παντοδύναμο Θεό;

τι θα μου έστελνε από τα ύψη;

3 Η συμφορά είναι για τον άδικο·

για κείνους που παρανομούν η δυστυχία.

4 Βλέπει ο Θεός το δρόμο που βαδίζω

κι αυτός μετράει όλα μου τα βήματα.

5 Ποτέ μου ψέμα δεν μεταχειρίστηκα

ούτε ποτέ προσπάθησα κάποιον να εξαπατήσω.

6 Ας με ζυγίσει ο Θεός με τέλεια ζυγαριά

και θα δει τότε

την ακεραιότητά μου.

7 Αν ξέφυγε το βήμα μου από το δρόμο το σωστό,

αν παρασύρθηκε απ’ τα μάτια μου η καρδιά μου

κι αν κηλιδώθηκαν από την αδικία τα χέρια μου,

8 τότε αυτά που σπέρνω εγώ

άλλοι ας τ’ απολαύσουν

και τα σπαρτά μου ας ξεριζωθούν.

9 Αν η καρδιά μου από γυναίκα δελεάστηκε

και στήθηκα να καρτερώ στου γείτονα την πόρτα,

10 τότε η γυναίκα μου ας μαγειρεύει

γι’ άλλον άντρα

κι άλλοι μαζί της ας πλαγιάσουν.

11 Γιατί αυτό είν’ ανομία επαίσχυντη

κι αμάρτημα που οι δικαστές

θα ’πρεπε αυστηρά να τιμωρούνε.

12 Είναι φωτιά που κατακαίει και δεν αφήνει τίποτα,

μέχρι τις ρίζες κατατρώει τα σπαρτά μου.

13 Αν κάποτε το δίκιο του δούλου μου ή της δούλης μου παρέβλεψα

στις διαφορές που μπορεί να ’χανε μαζί μου,

14 πώς θα μπορέσω να σταθώ μπρος στο Θεό

και τι θα του αποκριθώ όταν με κρίνει;

15 Γιατί, αυτός που μ’ έπλασε,

μήπως δεν έπλασε κι εκείνους;

ο ίδιος δεν μας εσχημάτισε στη μητρική κοιλιά;

16 Ποτέ μου στους φτωχούς ό,τι ζητούσαν δεν τ’ αρνήθηκα,

ούτε άφησα μες στην απελπισία τις χήρες.

17 Ποτέ δεν έφαγα μονάχος το ψωμί μου,

χωρίς να φάνε απ’ αυτό και τα ορφανά,

18 γιατί εγώ τα μεγάλωσα από μικρά

σαν να ’μουνα πατέρας,

κι από την ώρα που γεννήθηκαν τα καθοδήγησα.

19 Όταν έβλεπα κάποιον που ρούχα δεν είχε να ντυθεί,

έναν φτωχό που σκεπάσματα δεν είχε,

20 του ’δινα από τα πρόβατά μου

μάλλινο ρούχο για να ζεσταθεί

κι αυτός από καρδιάς μ’ ευχαριστούσε.

21 Αν χέρι σήκωσα πάνω σε ορφανό,

επειδή έβλεπα πως είχα

των δικαστών την υποστήριξη,

22 το χέρι μου ας σπάσει απ’ τον αγκώνα,

κι ας ξεκολλήσει από τον ώμο μου.

23 Με τρόμαζε η τιμωρία του Θεού·

μπρος στη μεγαλοσύνη του

ν’ αντέξω δεν μπορούσα.

24 Ποτέ μου το χρυσάφι δεν το εμπιστεύτηκα

ούτε και το λογάριασα ποτέ για σιγουριά μου.

25 Για τα πολλά μου πλούτη δεν περηφανεύτηκα

ούτε για όσα με τα χέρια μου μπόρεσα ν’ αποκτήσω.

26 Κοιτάζοντας τον ήλιο και τη λάμψη του

ή τη μαγευτική πορεία της σελήνης,

27 ποτέ μου ενδόμυχα δεν γοητεύτηκα

ούτε ποτέ λατρευτικά τους έστειλα φιλιά.

28 Αυτό θα ’ταν αμάρτημα, που οι δικαστές το τιμωρούνε,

γιατί θα είχα απαρνηθεί τον ύψιστο Θεό.

29 Ποτέ μου δε χαιρόμουνα όταν ο εχθρός μου υπέφερε

ούτε ευχαριστιόμουνα

κακό σαν τον χτυπούσε.

30 Ποτέ μου ν’ αμαρτήσει δεν άφηνα το στόμα μου,

ζητώντας με κατάρες το χαμό του.

31 Όσοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μου

έχουνε να το λένε,

πως από τα καλύτερα χορτάσαν φαγητά.

32 Ξένος κανείς δεν πέρασε τη νύχτα του στο ύπαιθρο·

στον οδοιπόρο οι πόρτες μου πάντα ήταν ανοιχτές.

33 Ποτέ ανομίες δε χρειάστηκε να κρύψω ή παραπτώματα,

όπως πολλοί το κάνουν.

34 Έτσι τα λόγια των ανθρώπων δε φοβόμουν

ούτε με τρόμαζε του κόσμου η περιφρόνηση,

ώστε να μένω σιωπηλός,

στο σπίτι μου κλεισμένος.

35 Αχ, ας γινόταν κάποιος να μ’ ακούσει!

Μπορώ να υπογράψω ό,τι έχω πει.

Μακάρι να μ’ αποκριθεί ο Παντοδύναμος!

Ας μου ’δειχνε του αντιδίκου μου

την έγγραφη κατηγορία

36 κι εγώ στους ώμους μου πρόθυμα θα τη σήκωνα

και στο κεφάλι θα την έβαζα κορώνα.

37 Για τη ζωή μου θα μιλούσα στο Θεό

με κάθε λεπτομέρεια

και θα μπορούσα να τον βλέπω μες στα μάτια.

38 Αν το χωράφι μου παραπονέθηκε για μένα

κι έκανα εγώ τ’ αυλάκια του να κλάψουνε,

39 επειδή δεν τα φρόντισα

μα πήρα τους καρπούς του,

κι έγινα έτσι ανυπάκουος στο Θεό,

που ’ναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης του,

40 τότε ας φυτρώσουνε αγκάθια αντί για στάρι,

κι αντί κριθάρι αγριοχόρταρα.

Εδώ τελειώνουνε τα λόγια του Ιώβ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/31-edb01545d5d3402016b0f829e970dae6.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 32

Ο Ελιού θεωρεί σωστό ν’ απαντήσει στον Ιώβ

1 Τότε οι τρεις εκείνοι άντρες έπαψαν ν’ απαντούν στον Ιώβ, επειδή θεωρούσε τον εαυτό του δίκαιο.

2 Θύμωσε όμως ο Ελιού, γιος του Βαραχιήλ κι απόγονος του Βουζ, από την οικογένεια του Ραμ, γιατί ο Ιώβ είχε φτάσει να θεωρεί τον εαυτό του πιο δίκαιον κι από το Θεό.

3 Αλλά θύμωσε και με τους τρεις φίλους του Ιώβ, γιατί δεν έβρισκαν τι να του απαντήσουν, για να του αποδείξουν την ενοχή του.

4 Μιας κι εκείνοι ήταν μεγαλύτεροί του, λοιπόν, ο Ελιού περίμενε να τελειώσουν για να μιλήσει στον Ιώβ.

5-6 Όταν όμως είδε πως εκείνοι δεν είχαν καμιά απάντηση, τότε ξέσπασε θυμωμένος και είπε:

Εγώ είμ’ ακόμα νέος κι εσείς γέροντες·

γι’ αυτό φοβόμουνα και δίσταζα

αυτά που σκέφτομαι να σας τα πω.

7 Έλεγα μέσα μου πως θα μιλούσε η ηλικία

και πως σοφία θα δίδασκαν

τα χρόνια τα πολλά.

8 Μα ό,τι κάνει συνετό τον άνθρωπο

είναι το πνεύμα,

είν’ η πνοή που εμφύσησε ο Παντοδύναμος.

9 Οι ηλικιωμένοι δεν είναι πάντα και σοφοί,

ούτε κι οι γέροντες ξέρουνε πάντα

το σωστό ποιο είναι.

10 Γι’ αυτό και τώρα σας γυρεύω να μ’ ακούσετε·

θέλω κι εγώ τη γνώμη μου να σας εκθέσω.

11 Περίμενα να ολοκληρώσετε τους λόγους σας,

παρακολούθησα τα επιχειρήματά σας,

όσο εσείς αναζητούσατε φράσεις σοφές.

12 Σας έδωσα όλη την προσοχή μου,

αλλά κανείς σας τον Ιώβ δεν έπεισε

ούτε τα λόγια του αντέκρουσε κανένας.

13 Και μη θαρρείτε προπαντός πως τη σοφή βρήκατε λύση,

λέγοντας πως δεν είν’ ο άνθρωπος,

μα ο Θεός που θα τον μεταπείσει.

14 Τα λόγια του Ιώβ δεν στόχευαν εμένα·

κι εγώ δεν θα του απαντήσω με τα λόγια σας.

15 Αυτοί ξαφνιάστηκαν, σκεφτόμουν,

και πια δεν αποκρίνονται·

τα λόγια τους τα χάσαν.

16 Να περιμένω όσο εκείνοι δε μιλούν;

Στέκονται εκεί, χωρίς πια ν’ απαντούνε.

17 Με τη σειρά μου κι εγώ θέλω ν’ απαντήσω,

θέλω κι εγώ τη γνώμη μου να πω.

18 Λόγια έχω μέσα μου πολλά.

Το Πνεύμα εντός μου, του Θεού,

με βιάζει να μιλήσω.

19 Μέσα μου γίνεται αναβρασμός,

καθώς του μούστου η ζύμωση μες στο ασκί,

που είν’ έτοιμο να σκάσει.

20 Θα πρέπει να μιλήσω για ν’ ανασάνω ελεύθερα,

το στόμα μου ν’ ανοίξω ν’ αποκριθώ.

21 Δε θα πάρω το μέρος κανενός

κι ούτε κανέναν πρόκειται να κολακέψω.

22 Γιατί δεν ξέρω εγώ να κολακεύω·

αν κάτι τέτοιο έκανα,

ο Πλάστης μου αμέσως θα με τιμωρούσε.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/32-1dab63849420352a6d0a66fd4d113454.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 33

Ο Ελιού κατακρίνει τον Ιώβ

1 Τώρα λοιπόν, Ιώβ, άκου τα λόγια μου,

πρόσεξε όλα όσα έχω να σου πω.

2 Έτοιμος είμαι και αρχίζω να μιλώ.

3 Μιλώ με ήσυχη συνείδηση,

τα χείλη μου την καθαρή αλήθεια θα προφέρουν.

4 Με δημιούργησε το Πνεύμα του Θεού,

του Παντοδύναμου η πνοή,

ζωή μού δίνει.

5 Απάντησέ μου, αν μπορείς.

Να μ’ αντιμετωπίσεις ετοιμάσου,

πάρε τη θέση σου.

6 Εσύ κι εγώ είμαστε όμοιοι μπρος στο Θεό·

κι οι δυο μας από χώμα καμωμένοι.

7 Λοιπόν, δεν έχεις λόγο ν’ αγωνιάς,

δεν πρόκειται να σε κατατροπώσω!

8 Στ’ αυτιά μου αντηχεί ο ήχος της φωνής σου,

όταν αυτά τα λόγια επαναλαμβάνεις:

9 «Εγώ είμαι καθαρός, δεν παρανόμησα·

άμεμπτος είμαι, δίχως αμαρτία.

10 Μα ο Θεός βρίσκει προφάσεις εναντίον μου,

με βλέπει σαν εχθρό του.

11 Με περιορίζει,

όπου κι αν πάω με παρακολουθεί».

12 Όμως σ’ αυτό, Ιώβ, δεν έχεις δίκιο,

πρέπει να σου το πω·

με μέτρα ανθρώπινα δεν μπορείς

το Θεό να τον μετρήσεις.

13 Τότε γιατί να τον κατηγορείς

πως σ’ όλα αυτά τα λόγια σου

δεν απαντάει;

14 Μ’ όλο που ο Θεός μιλάει πολλές φορές

και με ποικίλους τρόπους,

κανείς δεν δίνει προσοχή στα λόγια του.

15 Με όνειρο, με όραμα νυχτερινό,

όταν σε ύπνο βαθύ πέφτουν οι άνθρωποι,

όταν στην κλίνη ξαπλωμένοι αποκοιμιούνται,

16 τότε τους κάνει να καταλαβαίνουν όσα λέει,

κι οριστικά τους προειδοποιεί.

17 Ν’ αποστραφούνε θέλει

τις κακές τους πράξεις

και ν’ απαλλάξει έτσι τον άνθρωπο απ’ την αλαζονεία του.

18 Έτσι θα τον γλιτώσει από τον τάφο

και θα τον προστατέψει να μην πέσει

απάνω στην αιχμή του κονταριού.

19 Ο Θεός προειδοποιεί τον άνθρωπο

με μια αρρώστια που τον ρίχνει στο κρεβάτι,

με πόνους σ’ όλα του τα κόκαλα,

20 ως το σημείο ν’ αηδιάζει το ψωμί,

ακόμα και το πιο εκλεκτό του φαγητό.

21 Η σάρκα του λιώνει και χάνεται,

μπορούν να μετρηθούν τα κόκαλά του·

22 κοντεύει να ’χει το ’να πόδι μες στον τάφο,

λες κι η ζωή του παραδόθηκε στο θάνατο.

23 Ίσως τότε σταθεί στο πλάι του ένας άγγελος,

ένας απ’ τους χιλιάδες του Θεού αγγέλους,

που δείχνουνε στον άνθρωπο το χρέος του.

24 Κι ο άγγελος αυτός ίσως τον σπλαχνιστεί και πει:

«Απάλλαξέ τον, μην τον αφήσεις

να κατέβει μες στον τάφο·

τα λύτρα του πληρώθηκαν».

25 Τότε από σφρίγος νεανικό η σάρκα του τονώνεται,

ξαναγυρνάει στης νιότης του τις μέρες.

26 Στο Θεό προσεύχεται

κι εκείνος του αποκρίνεται·

με χαρά στο Θεό παρουσιάζεται,

το Θεό, που τον έχει και πάλι δεχτεί.

27 Τότε αυτός ομολογεί δημόσια και λέει:

«Αμάρτησα! Το σωστό δεν το ’πραξα,

μα δεν μου το ανταπέδωσε ο Θεός.

28 Με φύλαξε απ’ του να κατεβώ στον τάφο

και στης ζωής με κράτησε το φως».

29 Να, λοιπόν, όλα αυτά που κάνει ο Θεός

πάλι και πάλι για τον κάθε άνθρωπο,

30 ώστε να τον γλιτώσει από το τάφο

και να του ξαναδώσει τη ζωή.

31 Προσεκτικά άκουσέ με, Ιώβ,

σώπασε κι άφησέ με να μιλήσω.

32 Αν έχεις τίποτε να πεις, απάντησέ μου·

πολύ θα ’θελα να παραδεχτώ το δίκιο σου.

33 Αλλ’ άκου με, αν δεν έχεις τι να πεις·

σώπαινε, και σοφία θα σε διδάξω.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/33-b4a33899a651f355eee3215d22edea89.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 34

Ο Ελιού παίρνει το μέρος του Θεού

1 Κι ο Ελιού συνέχισε:

2 Τα λόγια μου ακούστε τα, σοφοί,

δώστε μου προσοχή

εσείς που ’χετε γνώση.

3 Γιατί το αυτί τα λόγια τα διακρίνει,

καθώς γεύεται ο ουρανίσκος την τροφή.

4 Το δίκιο ας ερευνήσουμε,

μαζί ας αναγνωρίσουμε

ποιο το καλό.

5 Από τη μια ο Ιώβ, πως είναι δίκαιος ισχυρίζεται,

και πως του αρνήθηκε το δίκιο του ο Θεός·

6 πως έβγαλε σε βάρος του απόφαση άδικη

και πως το βέλος του τον πλήγωσε θανατερά,

ενώ αυτός δεν είχε αμαρτήσει.

7 Από την άλλη λέτε εσείς:

«Υπάρχει άραγε άνθρωπος άλλος σαν τον Ιώβ,

που το Θεό να βλασφημεί

λες και νεράκι πίνει;

8 Με τους κακούς εξομοιώνεται

και συμπορεύεται

με τους αμαρτωλούς.

9 Λέει πως στον άνθρωπο είν’ ανώφελο

να θέλει το Θεό να ευχαριστήσει».

10 Για τούτο ακούστε με εσείς,

άνθρωποι συνετοί.

Αδύνατο ο Θεός κακό να κάνει

και ν’ αδικήσει ο Παντοδύναμος.

11 Αυτός πληρώνει τον καθένα

σύμφωνα με τα έργα του

και στον καθένα δίνει ανάλογα με τη διαγωγή του.

12 Είναι αλήθεια πως ο Θεός

δεν κάνει το κακό

και πως ο Παντοδύναμος το δίκιο δεν το διαστρέφει.

13 Μην τάχα κάποιος άλλος του εμπιστεύτηκε τη γη;

μην κάποιος άλλος του ’δωσε

το σύμπαν να φροντίζει;

14 Αν ο Θεός σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του

κι έπαιρνε πίσω τη ζωηφόρα του πνοή,

15 τότε ο κάθε ζωντανός οργανισμός θα πέθαινε

και θα γινόταν ο άνθρωπος και πάλι χώμα.

16 Ιώβ, αν έχεις φρόνηση, άκου αυτό·

στα λόγια μου δώσε την προσοχή σου.

17 Κατηγορείς εσύ το Θεό,

τον δίκαιο και το μεγάλο;

νομίζεις πως το δίκιο το εχθρεύεται;

Πώς τότε θα ’ταν δυνατό να κυβερνάει τον κόσμο;

18 Μονάχα αυτός μπορεί να πει στο βασιλιά:

«Είσαι ανάξιος!»

στους άρχοντες: «Είστε ασεβείς!»

19 Μονάχα αυτός δεν παίρνει το μέρος των αρχόντων,

τον πλούσιο δεν τον προτιμάει απ’ τον φτωχό,

γιατ’ είναι όλοι έργα των χεριών του.

20 Πεθαίνουν μες στη νύχτα ξαφνικά·

ο λαός ανταριάζεται

κι οι άρχοντες καταρρέουν.

Χωρίς ανθρώπου χέρι να υψωθεί,

οι τύραννοι χαθήκαν.

21 Γιατί τα μάτια του Θεού βλέπουν

το πώς βιώνει ο άνθρωπος·

και πώς πορεύεται προσέχουν.

22 Σκοτάδι δεν υπάρχει τόσο ζοφερό,

που τους κακούς απ’ το Θεό να κρύψει.

23 Δεν έχει ανάγκη ο Θεός πολύ να ερευνήσει,

για να καλέσει κάποιον μπροστά του να κριθεί.

24 Χωρίς ν’ αρχίσει ανάκριση,

τους ισχυρούς συντρίβει,

κι άλλους βάζει στη θέση τους.

25 Αυτός ξέρει τα έργα τους·

τους ανατρέπει σε μια νύχτα

και συντρίβονται.

26 Καθώς εγκληματίες,

δημόσια τους μαστιγώνει,

27 γιατί απ’ αυτόν απομακρύνθηκαν

κι όλες αγνόησαν τις εντολές του.

28 Έτσι αναγκάσαν τους φτωχούς

και τους αδύνατους,

κραυγές βοήθειας στο Θεό να υψώσουν,

κι εκείνος τη φωνή τους άκουσε.

29 Αντίθετα, αν ο Θεός δεν θέλει ν’ αντιδράσει,

ποιος θα του δώσει άδικο;

Αν θέλει να κρυφτεί, ποιος θα τον δει;

Τι θα μπορούσαν οι λαοί να κάνουν, κι η οικουμένη,

30 αν ήθελε ο Θεός έναν δημαγωγό ασυνείδητο

να τον ορίσει βασιλιά τους;

31 Ίσως πει κάποιος στο Θεό:

«Έπαθα για τα λάθη μου, δε θα ξαναμαρτήσω πια·

32 τα σφάλματα που εγώ δε βλέπω δείξε μου·

έπραξα ίσως το κακό, δε θα το επαναλάβω».

33 Αυτόν θα πρέπει τάχα να τον τιμωρήσει ο Θεός,

σύμφωνα με τη γνώμη σου,

επειδή έτσι εσύ το κρίνεις;

Αφού εσύ αποφασίζεις κι όχι εγώ,

ό,τι νομίζεις πες το!

34 Οι μυαλωμένοι άνθρωποι μαζί μου θα ’ναι σύμφωνοι·

θα πουν, όπως κι οι συνετοί, που με ακούνε:

35 «Μίλησε αστόχαστα ο Ιώβ,

και νόημα τα λόγια του δεν έχουν.

36 Όσα μας λέει ο Ιώβ να εξεταστούνε πρέπει

σε όλο τους το βάθος,

γιατί αποκρίνεται καθώς οι ασεβείς.

37 Προσθέτει έτσι ασέβεια πάνω στην αμαρτία του·

ανάμεσά μας την αμφιβολία σπέρνει

και λέει πολλά ενάντια στο Θεό».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/34-6b65475427ce61a4d9b24b072ccdf9d9.mp3?version_id=173—