Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 15

Ο Ελιφάζ επιπλήττει τον Ιώβ

1 Τότε μίλησε ο Ελιφάζ, ο Ταιμανίτης.

2 Γιατί ο σοφός με λόγια κούφια αποκρίνεται;

γιατί να λέει κουβέντες του αέρα;

3 Γιατί ν’ απολογείται με λόγια αταίριαστα

και μ’ ομιλίες ανώφελες;

4 Εσύ όπως πας υπονομεύεις την ευσέβεια

και κάθε στοχασμό ευλαβικό τον καταστρέφεις.

5 Τα λόγια σου τα υπαγορεύει η ανομία σου

κι ας βρίσκεις τόσες πονηριές

την αμαρτία σου ν’ αρνιέσαι.

6 Τα ίδια σου τα λόγια σε καταδικάζουν, όχι εγώ·

κι όλα όσα μαρτυρούν τα χείλη σου

εις βάρος σου είναι.

7 Μην είσαι τάχα εσύ ο πρώτος που γεννήθηκε;

ή μήπως πλάστηκες εσύ

πρωτύτερα απ’ τα όρη;

8 Μην τάχα πήρες μέρος στου Θεού τη διάσκεψη;

μην έλαβες σοφία να νιώθεις τα σχέδιά του;

9 Τι ’ναι που ξέρεις κι εμείς δεν το ξέρουμε;

σαν τι κατάλαβες εσύ

που εμάς μας είναι ξένο;

10 Γέροντες είναι ανάμεσά μας

ασπρομάλληδες,

πριν από τον πατέρα σου γεννημένοι.

11 Τόσο πολύ περιφρονείς

τις παρηγορίες που ο Θεός

σου στέλνει με τις φρόνιμες κουβέντες μας;

12 Γιατί με τόσο πάθος αντιδράς

και στη ματιά σου καθρεφτίζεται η οργή σου,

13 όταν στρέφεις την πίκρα σου

ενάντια στο Θεό,

και χύνονται τα λόγια σου

απ’ το στόμα σου ποτάμι;

14 Θέλεις να υποστηρίξεις πως μπορεί

άνθρωπος να βρεθεί που να ’ναι καθαρός,

άνθρωπος που να είναι δίκαιος;

15 Όταν δεν εμπιστεύεται

κανέναν από τους αγγέλους του

όταν ακόμα κι οι ουρανοί

για κείνον καθαροί δεν είναι,

16 πόσο μάλλον ο βδελυρός

και διεφθαρμένος άνθρωπος,

που τόσο φυσικά την αδικία κάνει

λες και νεράκι πίνει!

17 Θέλω, Ιώβ, να σε διδάξω, άκουσέ με!

Θα σου εξιστορήσω αυτά που είδα,

18 εκείνα που μας μάθαν οι σοφοί,

καθώς τα ’χανε πάρει απ’ τους προγόνους τους

και δεν τα κράτησαν κρυμμένα!

19 Σ’ εκείνους αποκλειστικά η χώρα είχε δοθεί

τότε που αλλοεθνής κανείς

δεν είχε ανάμεσά τους εισχωρήσει

να τους απομακρύνει απ’ το Θεό:

20 Σ’ όλη του τη ζωή ο καταπιεστής

από το φόβο τρέμει,

σαν σκέφτεται την τελευταία μέρα του.

21 Τρόμου φωνές μέσα στ’ αυτιά του ηχούν·

κι ενώ έχει ειρήνη,

βλέπει να πέφτει πάνω του ο εξολοθρευτής.

22 Για να ξεφύγει απ’ το σκοτάδι δεν το ελπίζει·

βλέπει κιόλας το ξίφος

πάνω από το κεφάλι του να κρέμεται.

23 Βλέπει το σώμα του να γίνεται

του γυπαετού τροφή,

ξέρει πως είναι έτοιμος για την καταστροφή.

Του σκοταδιού η μέρα

τον παραλύει,

24 η θλίψη κι η αγωνία τον τρομάζουν.

Πάνω του ορμούν καθώς ο βασιλιάς

που είν’ έτοιμος για μάχη.

25 Αυτή είν’ η μοίρα του ανθρώπου

που τη γροθιά του υψώνει στο Θεό

και προκαλεί τον Παντοδύναμο.

26 Ορμάει σκληροτράχηλος ενάντια στο Θεό

προφυλαγμένος πίσω απ’ τη βαριά, μεγάλη ασπίδα του.

27 Στο πρόσωπό του φαίνεται η υγεία

κι όλο το σώμα του γεμάτο είναι σφρίγος.

28 Σπίτια που να κατοικηθούν δεν έπρεπε,

αυτός τα κατοικεί·

πόλεις που έπρεπε να μείνουνε ερείπια,

αυτός τις ξαναχτίζει·

και δε φοβάται την κατάρα που ’χουν απάνω τους.

Έτσι ενάντια στο Θεό πηγαίνεις

και την οργή του προκαλείς.

29 Ό,τι κατέχει αυτός ο άνθρωπος

δε διαρκεί πολύ·

πάνω σ’ αυτή τη γη ποτέ δε θα πλουτίσει.

30 Από τον σκοτεινό δε θα ξεφύγει τον κόσμο των νεκρών.

Μοιάζει με δέντρο που η φωτιά

καίει τα βλαστάρια του·

στο τέλος, του Θεού η πνοή

θα τον πετάξει πέρα.

31 Όποιος τον εαυτό του ξεγελά

με πράγματα απατηλά,

δεν πρέπει ν’ απαγοητεύεται

που απατηλός θα είναι κι ο μισθός του.

32 Πριν φτάσει ακόμα η ώρα του, θα μαραθεί σαν το κλαδί·

δε θα ’χει πια πράσινα φύλλα.

33 Καθώς το κλήμα, άγουρους θα χάσει τους καρπούς του·

θα ’ναι σαν την ελιά

που ρίχνει τ’ άνθη της.

34 Έτσι οι γενιές των ασεβών

θα μείνουν άκληρες

και η φωτιά θα καταφάει τα σπίτια τους

που χτίστηκαν μ’ άνομα μέσα.

35 Όποιος κυοφορεί κακό

τη δυστυχία γεννά·

ό,τι ωριμάζει μέσα του

θα τον απογοητεύσει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/15-5640f7ad3a453ecbfc772a03bf1a33b9.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 16

Παράπονα του Ιώβ για τις ταλαιπωρίες που του δίνει ο Θεός

1 Ο Ιώβ αποκρίθηκε:

2 Λόγια καθώς αυτά, έχω πολλές φορές ακούσει·

είσαστε όλοι θλιβεροί παρηγορητές!

Μου λέτε:

3 «Πότε τ’ αερολογήματά σου θα τελειώσουν

και ποια η ανάγκη πάντα ν’ απαντάς;»

4 Κι εγώ θα ’ξερα να μιλώ καθώς εσείς μιλάτε,

αν ήμουνα στη θέση σας

και στη δική μου εσείς.

Κι εγώ θα ’ξερα να σας κατακλύζω

στα κύματα των λόγων μου

και να κουνάω σαν σοφός την κεφαλή μου.

5 Θα ’ξερα να σας εμψυχώνω με τα λόγια μου

να σας παρηγορώ

μ’ άδειες κουβέντες.

6 Ούτε μιλώντας αλαφρώνει ο πόνος μου

ούτε σιωπώντας λιγοστεύει.

7 Ο Θεός πέτυχε το στόχο του:

μου στέρησε όλους τους δικούς μου.

8 Το πρόσωπό μου το ρυτιδωμένο

και το ισχνό κι αποσκελετωμένο σώμα μου

μοιάζουν να μαρτυρούν την ενοχή μου.

9 Τα βλέμματά του εξακοντίζει εναντίον μου,

τρίζει τα δόντια του

θυμό γεμάτος·

ένα προς ένα μου αποσπάει τα μέλη μου.

10 Οι αντίπαλοί μου με περιγελούν,

προσβλητικά χτυπούν το πρόσωπό μου,

συνάζονται κι ορμούνε καταπάνω μου.

11 Ο Κύριος στους ανόμους με παρέδωσε

μ’ έριξε μες στων ασεβών τα χέρια.

12 Ήσυχος ζούσα κι αυτός με συγκλόνισε,

μ’ άδραξε από τον τράχηλο,

με σύντριψε

και μ’ έστησε για στόχο του.

13 Τα βέλη του ολούθε με κυκλώνουν,

τρυπάει τα νεφρά μου ανελέητα

και η χολή μου χύνεται στη γη.

14 Πληγές μού προξενεί

τη μια πάνω στην άλλη,

σαν τον πολεμιστή όπου στα τείχη ορμά

ρωγμές ν’ ανοίξει.

15 Τα ρούχα μου τα πένθιμα

έγιναν με το δέρμα μου ένα,

και κείτομαι εξουθενωμένος πάνω στο χώμα.

16 Το πρόσωπό μου φλόγωσε απ’ το κλάμα μου,

μαύρες σκιές

τα μάτια μου κυκλώνουν.

17 Κι ωστόσο βία δεν έπραξα

και καθαρή ήταν πάντα η προσευχή μου.

18 Ω γη, μην το σκεπάσεις το αίμα μου,

ας μην κρυφτεί κι έτσι πνιγεί η φωνή του.

19 Πρέπει να υπάρχει κάποιος στον ουρανό

ώστε το δίκιο μου να υποστηρίξει.

20 Οι φίλοι μου μ’ εμπαίζουν,

κι εγώ με δάκρυα στρέφομαι προς το Θεό.

21 Πρέπει ο Θεός ο Φίλος μου

το δίκιο μου να μου το αποδώσει

και ν’ αντικρούσει εκείνον,

τον Εχθρό Θεό.

22 Μα σύντομα, γιατί η αρίθμηση

των χρόνων μου τελειώνει

και θα ’μπω πια στο δρόμο

που δεν έχει γυρισμό.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/16-036bf36834f8a48ba5cd045abc89a114.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 17

Ο Ιώβ γίνεται περίγελως

1 Η ανάσα μου είναι δύσκολη·

ζωή πια δε μ’ απόμεινε,

ο τάφος μου με καρτερεί.

2 Ξέρω πως με περιστοιχίζουν χλευαστές

κι απ’ τις πικρίες που με ποτίζουν, ξαγρυπνάω.

3 Ζητάς μια εγγύηση, Θεέ;

Γίνε εσύ ο εγγυητής μου.

Ποιος άλλος θα δεχότανε για με να εγγυηθεί;

4 Αφού απ’ το νου τους έβγαλες τη φρόνηση

μην τους αφήσεις τώρα να θριαμβεύσουν.

5 Μη γίνεις σαν αυτόν που λέει η παροιμία

ότι καλεί τους φίλους του

και τους μοιράζει δώρα,

ενώ τα μάτια των παιδιών του

με τη λαχτάρα μένουνε.

6 Έγινα ο περίγελως του κόσμου·

εκείνος που τον φτύνουνε στο πρόσωπο.

7 Από τη λύπη θόλωσαν τα μάτια μου

κατάντησα σκιά του εαυτού μου.

8 Όσοι θαρρούν πως είναι δίκαιοι,

μπροστά στη δυστυχία μου σκανδαλίζονται·

κι όσοι πιστεύουνε πως είναι αθώοι

αγανακτούν και πωρωμένο με θαρρούν.

9 Μα όποιος στ’ αλήθεια είναι δίκαιος

από των αλλονών τις κρίσεις δεν κλονίζεται·

κι όποιος τα χέρια του έχει καθαρά

νιώθει η πεποίθησή του να στεριώνει.

10 Όσο για σας, ελάτε φίλοι μου,

ελάτε πάλι όλοι κοντά μου.

Ωστόσο εγώ ανάμεσά σας σοφό ούτ’ έναν δε θα βρω.

11 Οι μέρες μου έφυγαν·

ναυάγησαν τα σχέδιά μου

κι οι πιο ακριβές μου επιθυμίες.

12 Κι όμως μου λένε οι φίλοι μου

πως είναι μέρα η νύχτα μου

και πως το φως είναι κοντά,

ενώ σκοτάδια με τυλίγουν.

13 Να κατοικήσω είν’ η ελπίδα μου στον άδη

και στο σκοτάδι

το κλινάρι μου να στρώσω.

14 Τον κρύο τάφο λέω πατέρα μου,

μητέρα κι αδερφές μου, τα σκουλήκια.

15 Πώς είναι δυνατό λοιπόν

για ελπίδα να μιλά κανείς;

Ποιος μπορεί να διακρίνει

ακόμα κι ένα ίχνος της;

16 Θα καταποντιστεί κι αυτή στα έγκατα του άδη

και θα ξαπλώσει μες στο χώμα μ’ εμένα αντάμα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/17-d601a8b473406895918fb073ae4b6880.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 18

Ο Βιλδάδ περιγράφει την τύχη του ασεβή

1 Μετά μίλησε ο Βιλδάδ, ο Σουχίτης.

2 Ως πότε εσείς δε θα μιλάτε;

Σκεφτείτε, ώστε να μιλήσουμε κι εμείς μετά.

3 Γιατί ο Ιώβ σαν ζώα να μας βλέπει;

Μήπως κι εσείς θαρρείτε

πως είμαστε ανόητοι;

4 Εσύ, Ιώβ, τον εαυτό σου μόνο

βλάφτεις με τη μανία σου.

Θέλεις ν’ αποδειχτεί το δίκιο σου

ακόμα κι όλη αν χρειαστεί να ερημωθεί η γη,

να μετατοπιστούν οι βράχοι.

5 Είναι αλήθεια πως το φως σβήνει του ασεβή

κι η φλόγα πια δε λάμπει στο παραγώνι του.

6 Η φλόγα της ζωής του λιγοστεύει στο λυχνάρι

κάτω απ’ τη στέγη του,

όμοια τελειώνει κι η ευτυχία του.

7 Η άλλοτε σίγουρη περπατησιά του ταλαντεύεται,

πάνω στα ίδια του τα σχέδια ο ασεβής σκοντάφτει.

8 Τα πόδια του τον φέρνουν μες σε δίχτυα,

κι ίσια πηγαίνει μες στα βρόχια να πιαστεί.

9 Το δόκανο απ’ τη φτέρνα τον αρπάζει

και τον κρατάει σφιχτά η θηλιά τον ασεβή.

10 Στη γη κρυμμένο είν’ το σκοινί

που θα τον πιάσει

και στο στρατί του μια παγίδα τον καρτερεί.

11 Ολόγυρά του φόβοι τον τρομάζουν

και καταπόδι τον κυνηγούν.

12 Αυτός, που ήταν δυνατός,

τώρα είναι πεινασμένος·

πλάι του στέκει η αθλιότητα.

13 Η αρρώστια φτάνει, του θανάτου η θυγατέρα,

απάνω σ’ όλο θ’ απλωθεί το σώμα του ασεβή

και θα του καταφάει το δέρμα και τα μέλη.

14 Απ’ του σπιτιού του θα διωχτεί τη σιγουριά

για να τον φέρουνε σ’ αυτόν

που κυβερνά τον κόσμο του θανάτου.

15 Άλλοι τώρα θα κατοικούν στο σπίτι του ασεβή,

που δεν του ανήκει πια·

θειάφιθα σκορπιστεί

πάνω στην κατοικία του.

16 Κάτω οι ρίζες του ξεραίνονται,

πάνω πεθαίνουν τα κλαριά του.

17 Η θύμησή του χάνεται απ’ τη χώρα,

το όνομά του δεν ακούγεται

καθόλου στην περιοχή.

18 Τον σπρώχνουν απ’ το φως μες στο σκοτάδι

κι από την οικουμένη έξω

τον διώχνουνε τον ασεβή.

19 Συγγένεια δεν θα ’χει μέσα στο λαό του,

ούτε κανείς θα του έχει μείνει απόγονος

στα μέρη που κατοίκησε.

20 Θα εκπλαγούν και θα τρομάξουν για τη μοίρα του

από τη δύση ως την ανατολή.

21 Αυτή ’ναι η μοίρα των ανόμων.

Η ίδια και για τον καθένα

που η αδικία τον τραβά

και που Θεό δε λογαριάζει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/18-d0277d029dc9e78ad9fa5564c7fa77bb.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 19

Ο Ιώβ πιστεύει ότι ο Θεός θα τον δικαιώσει

1 Ο Ιώβ απάντησε:

2 Ως πότε θα με βασανίζετε

και με τα λόγια σας θα με ταλαιπωρείτε;

3 Μύριες φορές ως τώρα με προσβάλατε

και που με βασανίζετε

δε νιώθετε ντροπή.

4 Ακόμα κι αν ήταν αλήθεια ότι έσφαλα

το σφάλμα μου βαραίνει μόνο εμένα.

5 Μα εσείς θέλετε να μ’ εξουθενώσετε

ανώτεροι για να αισθανθείτε,

κι απ’ τα παθήματά μου

πως φταίω ν’ αποδείξετε.

6 Δε βλέπετε λοιπόν πως ο Θεός με αδίκησε

και μ’ έχει μες στο δίχτυ του μπλεγμένον;

7 «Βοήθεια», φωνάζω, μα κανείς

δε μου αποκρίνεται·

ζητάω το δίκιο μου,

κανείς δικαιοσύνη ν’ αποδώσει.

8 Φράζει ο Θεός το δρόμο μου

και να περάσω δεν μπορώ·

τα μονοπάτια μου τα κρύβει στο σκοτάδι.

9 Μου παίρνει όλον τον πλούτο μου,

διασύρει την υπόληψή μου.

10 Σα να ’μουν τοίχος με γκρεμίζει απ’ όλες τις μεριές

και καταρρέω·

σαν δέντρο ξεριζώνει την ελπίδα μου.

11 Ξεσπάει του θυμού του η φλόγα πάνω μου,

με λογαριάζει εχθρό του.

12 Όλα του τα στρατεύματα έρχονται μαζεμένα

και κατευθύνονται εναντίον μου,

τριγύρω στη σκηνή μου στρατοπεδεύουν.

13 Τ’ αδέρφια μου από μένα τ’ απομάκρυνε

ως να ’μουν άγνωστος μου φέρνονται οι γνωστοί μου.

14 Οι φίλοι μου κι οι συγγενείς μου

μ’ εγκατέλειψαν·

εκείνοι που τους φιλοξένησα με λησμονήσαν.

15 Οι υπηρέτριές μου ξένο με λογαριάζουνε

και σαν αλλόφυλο με βλέπουν.

16 Καλώ τον υπηρέτη μου

κι αυτός δεν αποκρίνεται,

κάθε φορά που τον χρειάζομαι

θα πρέπει να τον ικετεύω.

17 Δεν υποφέρει την ανάσα μου

η γυναίκα μου

ούτε τ’ αδέρφια μου την αποφορά μου.

18 Και τα μικρά παιδιά ακόμα

δεν με σέβονται·

όταν με δυσκολία σηκώνομαι,

με περιπαίζουν.

19 Οι πιο στενοί μου φίλοι με σιχαίνονται,

κι είναι εναντίον μου εκείνοι

που τους αγαπούσα.

20 Πετσί και κόκαλο έμεινα·

το πρόσωπό μου μοιάζει με κρανίο.

21 Αχ, λυπηθείτε, λυπηθείτε με, εσείς φίλοι μου!

Το χέρι του Θεού μ’ έχει χτυπήσει.

22 Γιατί μου φέρεστε κι εσείς σκληρά όπως ο Θεός;

Τάχα δε μ’ έχετε αρκετά ως τώρα τυραννήσει;

23 Αχ, ας γινόταν να γραφτούν τα λόγια μου

και σε βιβλίο να καταχωριστούνε!

24 Ή σ’ ένα βράχο με κοπίδι να χαραχτούν

και με χυτό μολύβι

να γεμίσουνε τα γράμματα

ώστε να μείνουν ανεξίτηλα για πάντα.

25 Μα όχι! Ξέρω πως ζει ο Θεός, ο υπερασπιστής μου,

και πως θα πει τον τελευταίο λόγο εδώ στη γη.

26 Τώρα που ’χει κουρελιαστεί το δέρμα μου

και σάρκα δεν υπάρχει πια

πάνω στα κόκαλά μου,

τώρα θέλω να δω το Θεό.

27 Τώρα, και με τα ίδια μου τα μάτια

θέλω να τον δω,

αυτόν τον ίδιο κι όχι άλλον, ξένο.

Τα σωθικά μου λιώνουν, μ’ ετούτη τη λαχτάρα.

28 Εσείς στοχάζεστε πώς να με κατατρέξετε

και ποια αιτία να βρείτε

για να μου ρίξετε μομφή.

29 Αλλά θα πρέπει εσείς το ξίφος να φοβάστε

γιατί η μανία σας αξίζει θάνατο.

Και μην ξεχνάτε πως κριτής είν’ ο Θεός.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/19-a2224b83587c51757cf1dc10c2847ca1.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 20

Ο Σωφάρ περιγράφει το μέλλον του ασεβή

1 Τότε μίλησε ο Σωφάρ, ο Νααμαθίτης.

2 Θύελλα μέσα στη καρδιά μου έχει ξεσπάσει.

Μέσα μου βράζει, άλλο δεν μπορώ να κρατηθώ.

3 Ο έλεγχός σου που άκουσα με πρόσβαλε·

αλλά το συνετό μου πνεύμα

την απάντηση μου υπαγορεύει τη σωστή.

4 Καλά το ξέρεις πως από παλιά,

απ’ όταν έβαλε ο Θεός πάνω στη γη τον άνθρωπο,

5 ο θρίαμβος των κακών πολύ δεν διαρκεί·

κι είναι του ασεβή η χαρά

για μια στιγμή μονάχα.

6 Κι αν είν’ ακόμα ικανός

ως τα ουράνια να υψωθεί

και το κεφάλι του τα σύννεφα ν’ αγγίξει,

7 πρέπει να κατεβεί στο λάκο,

σαν τις ακαθαρσίες του

κι οριστικά ν’ αφανιστεί.

Κι όσοι τον ήξεραν θ’ αναρωτιούνται

πού να είναι.

8 Θα σβήσει καθώς τ’ όνειρο ο ασεβής

και πια δε θα τον βρίσκουν·

σαν νυχτερινή οπτασία θα χαθεί.

9 Τα μάτια που τον έβλεπαν

δε θα τον ξαναδούνε,

και θα τον χάσει ο τόπος όπου έμενε.

10 Θ’ αναγκαστούν να ζητιανεύουν τα παιδιά του,

γιατί θα πρέπει να επιστρέψει αυτός τον πλούτο,

που μ’ αδικίες απέκτησε.

11 Ήταν το σώμα του γεμάτο σφρίγος νεανικό,

μα τώρα κείνη η ικμάδα

μαζί του μες στο χώμα κείτεται.

12 Είν’ η κακία στο στόμα του γλυκιά, του ασεβή,

κάτω απ’ τη γλώσσα την κρατά

13 και την αφήνει εκεί αργά να λιώνει,

ώστε η απόλαυση πολύ να διαρκεί.

14 Μα γίνεται πικρή μες στο στομάχι του,

μέσα του αλλάζει σε φαρμάκι οχιάς.

15 Τα πλούτη τα κλεμμένα που κατάπιε θα τα βγάλει·

θα του τα πάρει πίσω με τη βία ο Θεός

ως και το τελευταίο υπόλοιπο.

16 Ό,τι ρουφούσε ήτανε του αστρίτη το φαρμάκι,

θανατηφόρο σαν το δάγκωμα οχιάς.

17 Δεν θα ζήσει να δει της χώρας του τα πλούτη,

το μέλι και το βούτυρο

που θα κυλούν ποτάμι.

18 Δε θ’ απολαύσει ο ασεβής όσα με κόπο κέρδισε

και τ’ αγαθά απ’ τις συναλλαγές του δε θα τα γευτεί·

19 επειδή καταπίεζε τους φτωχούς

και δε νοιαζότανε γι’ αυτούς.

Άρπαζε σπίτια, αντί να τους τα χτίζει.

20 Η απληστία του ασεβή δεν έχει όρια,

κι ωστόσο με τους θησαυρούς του

δε νιώθει ασφαλής.

21 Απ’ την αδηφαγία του τίποτα δε γλιτώνει,

γι’ αυτό ποτέ δεν είναι ευτυχής.

22 Μέσα στην αφθονία θα στερείται·

η αθλιότητα θα πέσει απάνω του βαριά.

23 Θα ’χει αρκετά για να γεμίσει την κοιλιά του,

όταν τη φοβερή του οργή ο Θεός

θα ρίξει σαν χαλάζι πάνω του·

από το γεύμα αυτό επιτέλους θα χορτάσει.

24 Ακόμα κι αν γλιτώσει από το ατσάλινο σπαθί,

χάλκινο τόξο θα τον ρίξει κάτω.

25 Το βέλος το κορμί του ασεβή διαπερνά,

βγαίνει απ’ τη ράχη του,

απ’ την αστραφτερή του αιχμή το αίμα στάζει·

και τότε τρόμος τον κυριεύει θανατερός.

26 Γι’ αυτόν φυλάγονται όλα τα σκοτάδια·

φωτιά, που χέρι ανθρώπινο δεν άναψε

θα τον καταβροχθίσει·

στάχτη θα κάνει καθετί

που στη σκηνή του απόμεινε.

27 Θα φανερώσουν οι ουρανοί την ανομία του,

και θα ξεσηκωθεί η γη

να τον κατηγορήσει.

28 Τα πλούτη του σπιτιού του θα χαθούν,

θα διασκορπιστούνε,

τη μέρα της οργής του Θεού.

29 Αυτή είν’ η ανταπόδοση που θα ’χει ο ασεβής,

αυτός ο κλήρος, που από το Θεό τού ορίστηκε.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/20-1ddb6b71ccad81557f0a31b052f20c6e.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 21

Ο Ιώβ παρουσιάζει την ευημερία του ασεβή

1 Ο Ιώβ απάντησε:

2 Ακούστε, δώστε προσοχή στα λόγια μου,

κι ετούτο ας είναι η παρηγόρια σας σ’ εμένα.

3 Κάντε υπομονή ώσπου να μιλήσω,

κι όταν θα ’χω μιλήσει

ειρωνευθείτε με.

4 Μήπως ενάντια σ’ άνθρωπο παραπονιέμαι;

Έτσι έχω κάθε λόγο να ’μαι ανυπόμονος.

5 Κοιτάξτε με και θα τρομάξετε

και θ’ απομείνετε απορημένοι και βουβοί.

6 Όταν το σκέφτομαι τα γόνατά μου λύνονται

και φρίκη με κυριεύει.

7 Γιατί ο Θεός αφήνει να ζουν οι ασεβείς,

να φτάνουν ως τα γερατειά

και τ’ αγαθά τους να πληθαίνουν;

8 Βλέπουνε να στεριώνουνε μαζί τους τα παιδιά τους,

να μεγαλώνουν μπρος στα μάτια τους

τα εγγόνια τους.

9 Ζούνε στα σπίτια τους σιγουρεμένα, δίχως φόβο,

και το μαστίγιο του Θεού

δεν πέφτει πάνω τους.

10 Πάντα είναι σφριγηλός και γόνιμος ο ταύρος τους·

η αγελάδα τους χωρίς αποβολές γεννάει.

11 Αφήνουνε να τρέχουν λεύτερα τα παιδιά τους

σαν τα πρόβατα

κι ολόχαρα χορεύουνε τα νιάτα.

12 Τραγούδια λέν’ με τύμπανα και με κιθάρες,

και με τον ήχο της φλογέρας χαίρονται.

13 Περνούν ευτυχισμένα τη ζωή τους

κι ανώδυνα πεθαίνουν μέσα σε μια στιγμή.

14 Ωστόσο λένε στο Θεό: «Άσε μας ήσυχους!

Δε θέλουμε να μάθουμε το θέλημά σου.

15 Τόσο είσαι παντοδύναμος ώστε να σε υπακούμε;

Τι θα κερδίσουμε σ’ εσένα

αν προσευχόμαστε;»

16 Θαρρούνε πως η ευτυχία είναι στο χέρι τους.

Μακριά από μένα, ωστόσο, τέτοιου είδους λογισμοί.

17 Είδες ποτέ να σβήνει το λυχνάρι

της ζωής των ασεβών;

είδες ποτέ να τους χτυπήσει δυστυχία;

Πότε τους ετιμώρησε μες στο θυμό του ο Θεός;

18 Πότε γίνανε τάχα σαν άχυρο στον άνεμο;

πότε σαν να ’ταν σκύβαλα

τους άρπαξε η καταιγίδα;

19 Εσείς λέτε πως ο Θεός φυλάει για τα παιδιά

την τιμωρία που ταιριάζει στον πατέρα.

Αλλά δεν είν’ αυτό σωστό.

Όχι! Ο ίδιος ο ένοχος, πρέπει να τιμωρείται·

για να του γίνει μάθημα.

20 Να δει με τα ίδια του τα μάτια

την καταστροφή του,

κι απ’ την οργή

του Παντοδύναμου να πιει.

21 Δε νοιάζεται τι μέλλει στα παιδιά του,

μετά το θάνατό του, να συμβεί.

22 Μα είν’ ανάγκη το Θεό να τον διδάξουμε,

αυτόν που κρίνει ως και τους αγγέλους;

23 Ο ένας σε καλή διατηρείται υγεία

μέχρι την τελευταία του στιγμή·

24 έχει γερά, καλοθρεμμένα μέλη

και κόκαλα όλο δύναμη.

25 Κι ο άλλος πεθαίνει με την πίκρα στην ψυχή,

γιατί ποτέ δε χάρηκε την ευτυχία.

26 Κι οι δυο στο χώμα βρίσκονται θαμμένοι·

στρατιές σκουλήκια τούς σκεπάζουν και τους δύο.

27 Ω! Ναι, ξέρω καλά τι συλλογίζεστε

και τις πανούργες σκέψεις σας για μένα.

28 Ρωτάτε: «Πού κατέληξε

ο πλούσιος ο άνομος;

το σπίτι του τι τάχα έχει απογίνει;»

29 Μα δε ρωτάτε τους ταξιδεμένους;

κι όσα διηγούνται δεν τ’ ακούσατε;

30 Τη μέρα της καταστροφής

γλιτώνει ο ασεβής,

τη μέρα της οργής ξεφεύγει.

31 Ποιος θα τολμήσει κατά πρόσωπο

να του ελέγξει τη διαγωγή;

και ποιος αυτά που έπραξε να του τ’ ανταποδώσει;

32 Όταν πεθάνει, με πομπή μεγάλη τον κηδεύουν

και βάζουνε στον τάφο του τιμητική φρουρά.

33 Πολλοί πηγαίνουνε μπροστά απ’ το φέρετρό του

κι άλλοι αναρίθμητοι ακολουθούν.

Ακόμα και το χώμα είν’ ελαφρό από πάνω του.

34 Κι ύστερα εσείς κάθεστε και μου λέτε

ανόητες παρηγοριές.

Όλα όσα αραδιάζετε είν’ ένα ψέμα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/21-17cd0ff29d2858289d661879ac9de645.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 22

Ο Ελιφάζ κατακρίνει τον Ιώβ για μεγάλη ασέβεια

1 Τότε μίλησε ο Ελιφάζ, ο Ταιμανίτης.

2 Μπορεί τάχα ο άνθρωπος

χρήσιμος να ’ναι στο Θεό;

Μονάχα τον εαυτό του μπορεί να ωφελήσει,

αν έχει φρόνηση.

3 Τι έχει να ωφεληθεί ο Παντοδύναμος,

αν είσαι δίκαιος εσύ;

Κι αν έχεις άψογη ζωή εκείνος τι κερδίζει;

4 Μήπως θαρρείς πως επειδή είσαι ευσεβής

γι’ αυτό σε τιμωρεί

και σε δικάζει;

5 Όχι γι’ αυτό, αλλά επειδή μεγάλη είν’ η κακία σου

κι οι ανομίες οι δικές σου

δε μετριούνται.

6 Πήρες παράνομο ενέχυρο απ’ το φτωχό συμπατριώτη σου

και το μοναδικό

του στέρησες το ρούχο.

7 Δεν πότισες νερό τον διψασμένο

κι αρνήθηκες στον πεινασμένο το ψωμί.

8 Επειδή είσαι ισχυρός κυρίεψες όλη τη χώρα.

κι είχες το θράσος

να εγκατασταθείς σ’ αυτήν.

9 Αρνήθηκες τις χήρες να βοηθήσεις

κι εκμεταλλεύτηκες

τα απροστάτευτα ορφανά.

10 Γι’ αυτό και σε κυκλώνουνε παγίδες

και σε ταράζει φόβος ξαφνικός.

11 Τόσο πολύ σκοτείνιασε γύρω σου που δε βλέπεις·

και σε σκεπάζουνε πλημμύρα τα νερά.

12 Δε βρίσκεται τάχα ο Θεός πάνω ψηλά στους ουρανούς;

Και δες σε πόσο ύψος είναι τ’ άστρα!

13 Για τούτο κι εσύ λες:

«Τάχα τι ξέρει ο Θεός;

μπορεί μέσ’ απ’ τα σκοτεινά σύννεφα

να μας κρίνει;»

14 Λες πως τα νέφη τα πυκνά δεν τον αφήνουνε να δει,

καθώς τις άκρες τ’ ουρανού

τις γυροφέρνει;

15 Θέλεις τους δρόμους τους παλιούς ν’ ακολουθήσεις,

που βάδισαν οι άνομοι;

16 Αυτοί οι άνθρωποι χάθηκαν πριν την ώρα τους

και τα θεμέλια τους

ο χείμαρρος τα πήρε.

17 Λέγανε στο Θεό: «Φύγε μακριά μας!»

και «τι μπορεί να κάνει

για μας ο Παντοδύναμος;»

18 Κι όμως, αυτός γέμιζε μ’ αγαθά τα σπίτια τους.

Αλλά μακριά επίσης κι από μένα

τέτοιου είδους λογισμοί.

19 Οι δίκαιοι βλέπουνε την πτώση των κακών

και χαίρονται.

Τους ειρωνεύονται οι αθώοι:

20 «Να που χαθήκαν όσα απόκτησαν οι εχθροί μας

κι ό,τι απόμεινε απ’ αυτούς

το ’φαγε η φωτιά».

21 Λοιπόν σταμάτα σαν εχθρό να βλέπεις το Θεό!

Κάνε μαζί του ειρήνη κι έτσι την ευτυχία θα βρεις.

22 Δέξου τη διδαχή απ’ το στόμα του

και θρόνιασε τα λόγια του

μες στην καρδιά σου.

23 Γύρισε πίσω στον Παντοδύναμο

και θα σε ανορθώσει.

Διώξε μακριά την αδικία

από το σπίτι σου,

24 πέταξε το χρυσάφι σου στο χώμα

και ρίξε στα χαλίκια των χειμάρρων το μάλαμα της Οφείρ.

25 Και θα ’ναι ο Παντοδύναμος χρυσάφι σου

κι ασήμι σου σωρός.

26 Τότε στον Παντοδύναμο θα βρίσκεις αγαλλίαση

και θα κοιτάς μ’ εμπιστοσύνη το Θεό.

27 Θα τον παρακαλείς κι αυτός θα σε ακούει·

κι εσύ θα εκπληρώνεις

ό,τι του έταξες.

28 Ό,τι αποφασίζεις θα το πετυχαίνεις

και φως θα καταυγάζει

τα μονοπάτια σου.

29 Σ’ αυτούς που ’χουν καταβληθεί

θα μπορείς να τους λες να σηκωθούνε,

γιατί τον συντριμμένο

τον σώζει ο Θεός.

30 Θα ελευθερώσει ακόμα και τον ένοχο·

για χάρη σου, αν η ζωή σου είν’ καθαρή,

θα τον λυτρώσει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/22-94e9f06d8d97cc6c31d4c3f16cd2ac7c.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 23

Ο Ιώβ ζητάει να κριθεί η υπόθεσή του ενώπιον του Θεού

1 Ο Ιώβ αποκρίθηκε:

2 Μ’ όλο που προσπαθώ τους στεναγμούς μου να τους πνίξω,

δεν μπορώ στον εαυτό μου

να επιβληθώ.

3 Αχ, να ’ξερα το Θεό πού να τον βρω

και πώς κοντά στο θρόνο του

να φτάσω!

4 Τότε θα έφερνα το δίκιο μου μπροστά του,

θα γέμιζα το στόμα μου

μ’ επιχειρήματα.

5 Ήθελα να ’ξερα τι θα μου

αποκρινόταν·

να ’βλεπα σαν τι θα ’χε να μου πει.

6 Θα ’βαζε όλη του τη δύναμη να μ’ αντικρούσει;

Όχι· μόνο θα μ’ άκουγε με προσοχή.

7 Ξεκάθαρα μαζί του θα μιλούσα

σαν κάποιος που είναι άμεμπτος·

θα μου αναγνώριζε το δίκιο μου

κι αυτός ακόμα,

που ’ναι ο κριτής μου.

8 Αλλά πηγαίνω στην ανατολή

κι αυτός δεν είν’ εκεί·

στη δύση πάω, μα δεν τον βρίσκω.

9 Και τον γυρεύω στο βορρά, μα δεν μπορώ να τον ιδώ·

γυρνώ στο νότο

και δεν τον διακρίνω.

10 Κι όμως αυτός ξέρει το δρόμο

που βαδίζω εγώ·

κι όταν με δοκιμάσει θα με βρει

σαν καθαρό χρυσάφι.

11 Ακολουθώ πιστά τα βήματά του·

τις εντολές του τήρησα

χωρίς παρέκκλιση καμιά.

12 Δεν έφυγα μακριά απ’ τις προσταγές του·

τα λόγια του μες την καρδιά μουτα ’κρυψα.

13 Ωστόσο αυτός, μονάχα αυτός αποφασίζει!

Ποιος τάχα θα του αντιταχθεί;

Αυτό που επιθυμεί, αυτό και κάνει.

14 Θα εκπληρώσει ό,τι αποφάσισε για μένα

κι ακόμα τόσα σχέδια που μου ’χει φυλαγμένα.

15 Γι’ αυτό με παραλύει η παρουσία του

κι όσο το συλλογίζομαι

πιότερο τον φοβάμαι.

16 Ο Θεός μού πήρε την απαντοχή μου,

η δύναμή του με τρομοκρατεί.

17 Αυτός μ’ εξουθενώνει, όχι το σκότος,

κι ας είναι γύρω μου πυκνό

και δεν μπορώ να δω.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/23-ab09595a474a3e960d76c099fd1263c2.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 24

Γιατί ο Θεός αφήνει ασύδοτους τους αμαρτωλούς;

1 Γιατί δεν καθορίζει ο Παντοδύναμος της κρίσης τον καιρό,

ώστε οι δικοί του να τον δούνε

πώς δικάζει;

2 Οι άδικοι μετακινούν τα σύνορα

των χωραφιών,

ξένα κοπάδια αρπάζουνε

και στους δικούς τους κάμπους

τα βοσκάνε.

3 Παίρνουνε το γαϊδούρι απ’ τα ορφανά,

από τη χήρα αρπάζουν για

ενέχυρο το βόδι.

4 Παραμερίζουν τους φτωχούς στο δρόμο

κι όλους τους άπορους της χώρας

τους αναγκάζουνε να καταχωνιαστούν.

5 Και να που οι άμοιροι, σαν τα γαϊδούρια τ’ άγρια,

στην έρημο τραβούν απ’ την αυγή για να δουλέψουν,

να βρουν τροφή.

Και περιμένουν απ’ την έρημο να θρέψει τα παιδιά τους.

6 Μαζεύουν ό,τι απ’ το θέρο απόμεινε

στου πλούσιου το χωράφι

κι ό,τι απ’ τον τρύγοαπόμεινε στ’ αμπέλι του.

7 Γυμνοί περνούν τη νύχτα τους

και δίχως σκέπασμα,

από την παγωνιά να τους φυλάξει.

8 Μουσκεύουν πάνω στα βουνά απ’ τις νεροποντές,

στους βράχους πλάι στριμώχνονται

για να προστατευτούνε.

9 Αρπάζουνε το βρέφος που θηλάζει

οι άδικοι από τη χήρα μάνα του

και παίρνουν από το φτωχό

για ενέχυρο το ρούχο.

10 Έτσι οι φτωχοί δεν έχουν να ντυθούν·

γυμνοί πορεύονται

κι ενώ πεινούν,

φορτώνονται των πλούσιων τα δεμάτια.

11 Στων πλούσιων τα λιοτριβιά βγάζουν αυτοί το λάδι,

στα πατητήρια τους πατούν

κι ωστόσο αυτοί διψούν.

12 Στις πολιτείες οι δύστυχοι στενάζουν,

των πληγωμένων φθάνει ο ρόγχος στον ουρανό.

Μα ο Θεός δεν νοιάζεται για όλον αυτό τον παραλογισμό.

13 Όσοι είν’ υπαίτιοι γι’ αυτά, εχθρεύονται το φως,

τους δρόμους τους δικούς του

δεν τους ξέρουν

κι ούτε βαδίζουνε στα μονοπάτια του.

14 Στο χάραμα σηκώνεται ο φονιάς,

σκοτώνει τον φτωχό και τον αδύναμο,

και γίνεται τη νύχτα κλέφτης.

15 Βλέπει ο μοιχός πότε το σούρουπο θα ’ρθεί·

κάλυμμα ρίχνει μπρος στο πρόσωπό του

κι έτσι νομίζει πως κανείς δε θα τον δει.

16 Τη νύχτα οι κλέφτες μπαίνουν μες στα σπίτια

αλλά τη μέρα κρύβονται

και τ’ αποφεύγουνε το φως.

17 Για όλους αυτούς η μέρα αρχίζει

όταν νυχτώνει

και το σκοτάδι τρόμο δεν τους προκαλεί.

18 Τους ασεβείς τους παίρνει το ποτάμι,

καταραμένα είν’ τα χωράφια τους·

στ’ αμπέλια τους δε θα γυρίσει πια κανείς.

19 Όπως το χιόνι ο καύσωνας το λιώνει

και το ρουφάει η ξεραμένη γη,

έτσι κι ο άδης καταπίνει

αυτόν που αμάρτησε.

20 Τον λησμονάει ακόμα κι η ίδια του η μάνα

και γίνεται των σκουληκιών τροφή.

Κανένας πια για κείνον δε μιλάει.

Έτσι σαν δέντρο η αδικία έχει κοπεί.

21 Κι αυτά επειδή άσκημα φέρθηκε στις στείρες

και άφησε τις χήρες ανυπεράσπιστες.

22 Μα έχει ο Θεός τη δύναμη

τους ισχυρούς να τους σαρώνει·

ορθώνεται κι εκείνοι χάνουν

κάθε βεβαιότητα ζωής.

23 Κάποτε τους αφήνει να ζούνε σε ασφάλεια,

κι ωστόσο παρακολουθούν τα μάτια του

τον τρόπο της ζωής τους.

24 Για λίγο υψώνονται, μα ύστερα πια τίποτα·

μαραίνονται σαν τα κομμένα τ’ άνθη·

πέφτουν στη γη σαν στάχυα που τα θέρισαν.

25 Έτσι δεν είναι;

ποιος μπορεί να με διαψεύσει

και ν’ αποδείξει το αντίθετο;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/24-e6b964f610c6d319cbd88647d3641857.mp3?version_id=173—