Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 5

1 Καιτώρα φώναξε! Να δούμε ποιος θα σου απαντήσει;

Σε ποιον απ’ τους αγγέλους θα στραφείς;

2 Η οργή τον καταστρέφει τον ανόητο,

τον άμυαλο το πάθος τον σκοτώνει.

3 Βέβαια είδα ανόητους να ζουν στη σιγουριά,

μα ξαφνικά το σπίτι τους γκρεμίστηκε.

4 Χάνουνε τα παιδιά τους κάθε στήριγμα

κι εξουθενώνονται μπροστά στους δικαστές,

χωρίς κανείς να τα βοηθήσει.

5 Όσα ο ανόητος θέρισε,

τα τρώνε οι πεινασμένοι·

παίρνουν ακόμα κι όσα είχανε

μέσα στ’ αγκάθια κρύψει·

χυμάνε στ’ αγαθά του άπληστοι.

Προσφυγή στο Θεό

6 Το κακό δεν φυτρώνει από το χώμα,

ούτε βλασταίνει ο πόνος απ’ τη γη·

7 μα ο άνθρωπος δημιουργεί τον πόνο του,

όπως δημιουργεί η φωτιά τις σπίθες,

που στα ψηλά πηδάνε.

8 Εγώ στη θέση σου στον Κύριο θ’ απευθυνόμουν

και την υπόθεσή μου στο Θεό θα την ανέθετα.

9 Είναι τα έργα του μεγάλα κι ανεξιχνίαστα

κι είν’ αναρίθμητα τα θαύματά του.

10 Αυτός στέλνει βροχή στη γη

και με νερό ποτίζει τα χωράφια,

11 τους ταπεινούς υψώνει

και στους θλιμμένους δίνει τη χαρά.

12 Τα σχέδια των πανούργων ματαιώνει

και στην αποτυχία οδηγεί τα έργα τους.

13 Κάνει να πιάνονται οι σοφοί

μέσα στις πανουργίες τους,

και ν’ ανατρέπονται όσα οι ραδιούργοι λογαριάζουν.

14 Μες στο καταμεσήμερο τους δίνει τέτοια τύφλωση,

που ψηλαφώντας να βαδίζουν,

σαν να ’ταν μαύρη νύχτα.

15 Γλιτώνει τον αδύνατο απ’ τις συκοφαντίες τους

κι από των ισχυρών τα χέρια.

16 Έτσι αποκτά ο αδύνατος ελπίδα,

και του άδικου το στόμα κλείνεται.

17 Μακάριος ο άνθρωπος που ο Κύριος τον παιδαγωγεί·

να μην καταφρονείς, λοιπόν,

του Παντοδύναμου τη νουθεσία.

18 Γιατί αυτός πληγώνει,

αλλά και δένει την πληγή,

χτυπάει, αλλά τα χέρια του γιατρεύουν.

19 Από την κάθε δυστυχία θα σε σώσει

όποτε κι αν αυτή σε βρει,

κι ούτε κακό κανένα θα σ’ αγγίξει.

20 Στην πείνα, θα σε σώσει από το θάνατο·

στον πόλεμο, από το χτύπημα του ξίφους.

21 Θα ’σαι προφυλαγμένος απ’ της γλώσσας το μαστίγιο

κι άφοβος, όταν πλησιάζει η καταστροφή.

22 Τον όλεθρο θα τον χλευάσεις και την πείνα,

και τα θεριά της γης

δε θα τα φοβηθείς.

23 Ως και των χωραφιών οι πέτρες

θα συμμαχήσουνε μαζί σου,

κι ειρήνη θα ’χεις με του κάμπου τα θηρία.

24 Θα νιώσεις πως με ειρήνη ζεις

κάτω από τη σκηνή σου·

κι όταν πηγαίνεις να κοιτάξεις τα λιβάδια σου,

δε θα σου λείπει ούτ’ ένα ζωντανό.

25 Θα δεις ν’ αυξάνουν οι απόγονοί σου,

και να πληθαίνουν τα βλαστάρια σου

σαν το χορτάρι του αγρού.

26 Και θα μπεις μες στον τάφο σε βαθιά γεράματα,

όπως οι θημωνιές που τις στοιβάζουν στον καιρό τους.

27 Βλέπεις, εμείς αυτά βαθιά τα μελετήσαμε

κι είναι έτσι όπως σου τα λέμε.

Προσεχτικά άκουσέ τα κι επωφελήσου απ’ αυτά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/5-a0792e17ed83a719aa0849514791962a.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 6

Ο Ιώβ κατακρίνει τους φίλους του

1 Ο Ιώβ απάντησε:

2 Αχ, να μπορούσε η οδύνη μου να ζυγιστεί

κι όλες μου οι συμφορές μαζί

στη ζυγαριά να μπούνε!

3 Θα ’τανε πιο βαριές κι από της θάλασσας την άμμο·

γι’ αυτό κι είναι τα λόγια μου απερίσκεπτα.

4 Του Παντοδύναμου τα βέλη υπάρχουν μέσα μου

και το φαρμάκι τους

έχει το πνεύμα μου ταράξει·

οι τρόμοι με περικυκλώνουν του Θεού.

5 Γαϊδούρι δεν φωνάζει

που ’χει τη χλόη δίπλα του

ούτε μουγκρίζει ταύρος

πλάι στο ξερό χορτάρι του.

6 Αλλά πώς το άνοστο κι’ ανάλατο φαΐ

να φαγωθεί;

Και σαν ποια να ’χει νοστιμιά

τ’ ωμό του αυγού τ’ ασπράδι;

7 Καθώς τ’ αηδιαστικά ετούτα φαγητά,

έτσι είναι και τα βάσανά μου αφόρητα.

8 Ας ήταν να ’χε η προσευχή μου απόκριση,

να μου ’δινε ο Θεός αυτό που του γυρεύω:

9 Αν αποφάσιζε οριστικά να μ’ εξοντώσει

το χέρι του ν’ απλώσει

και το νήμα μου να κόψει της ζωής,

10 τότε θα ’χα τουλάχιστον ετούτη την παρηγοριά,

και θα πηδούσα από χαρά μες στα δεινά

που μου ’δωσε να υποφέρω:

Πως δεν αθέτησα ποτέ μου

του Άγιου Θεού τις προσταγές.

11 Ποια δύναμη έχω να μπορεί να με κρατήσει στη ζωή;

Μα και για ποιο σκοπό να ζω,

όταν δεν έχω ελπίδα;

12 Μήπως την αντοχή έχω του βράχου,

ή μήπως από μέταλλο είν’ οι σάρκες μου;

13 Κανένα στήριγμα μέσα μου δεν υπάρχει·

κι έχει μακριά μου φύγει κάθε βοήθεια.

14 Ο απελπισμένος έχει ανάγκη από φίλους σπλαχνικούς,

το σέβας του για να μη χάσει στον Παντοδύναμο.

15 Οι φίλοι μου όμως με ξεγέλασαν

καθώς τ’ απατηλά ποτάμια,

καθώς οι χείμαρροι που η κοίτη τους στεγνώνει

όταν δε βρέχει πια.

16 Όταν οι πάγοι και τα χιόνια λιώνουν την άνοιξη,

ρέματα κατεβάζουν θολωμένα.

17 Μα με τις ζέστες του καλοκαιριού στερεύουνε·

στην πύρα του ήλιου η κοίτη τους μένει στεγνή.

18 Την κοίτη ακολουθώντας των χειμάρρων

τα καραβάνια βγαίνουν απ’ το δρόμο τους

ανοίγονται στην έρημο και χάνονται.

19 Τα καραβάνια απ’ την Ταιμά

για τους χειμάρρους αγναντεύουνε·

οι ταξιδιώτες από τη Σαβά

σ’ αυτούς ελπίζουν.

20 Αλλά απογοητεύονται

κάθε φορά που μάταια φτάνουν ως εκεί.

21 Έτσι είσαστε κι εσείς για μένα τώρα·

τη συμφορά μου την είδατε και φρίξατε.

22 Μήπως σας είπα κάτι να μου δώσετε

ή να δωροδοκήσετε για χάρη μου κανέναν

23 ή να με σώσετε απ’ τα χέρια του εχθρού

ή να μ’ εξαγοράσετε από τα χέρια των τυράννων;

24 Διδάξτε με, λοιπόν, κι εγώ σωπαίνω·

δείξτε μου σε τι έσφαλα.

25 Απ’ τα ειλικρινή σας λόγια

έτοιμος είμαι να πεισθώ!

Μα εσείς μου λέτε κατηγόριες

τέτοιες που δε με πείθουνε,

γιατί δεν είν’ αληθινές.

26 Σκοπεύετε να κατακρίνετε τα λόγια μου;

Μα όσα ο απελπισμένος λέει

είναι του ανέμου λόγια.

27 Εσείς θα φτάνατε να βάλετε στον κλήρο ένα ορφανό,

και να πουλήσετε τον ίδιο σας το φίλο.

28 Κοιτάξτε με κατάματα,

ψέματα δε σας λέω.

29 Πάψτε πια τώρα να με αδικείτε!

Σας ξαναλέω: σταματήστε!

Το δίκιο μου είναι ολοφάνερο!

30 Δεν είναι άδικα αυτά που λέει η γλώσσα μου·

το στόμα μου μιλάει

μόνο για συμφορές.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/6-84e19d96735dcc4efc6c78fa37e63bb9.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 7

Ο Ιώβ παραπονείται στο Θεό

1 Τάχα του ανθρώπου η ζωή πάνω στη γη

δεν είναι μια υποχρεωτική θητεία;

Οι μέρες του δεν είναι μέρες μισθωτού;

2 Ο δούλος λαχταρά λίγη σκιά,

ο κάθε εργάτης το μισθό του περιμένει.

3 Έτσι κι εγώ μήνες και μήνες

πέρασα δίχως νόημα,

νύχτες ατέλειωτες

γεμάτες πόνο.

4 Πλαγιάζω για να κοιμηθώ και σκέφτομαι

πότε να σηκωθώ·

κι η νύχτα δεν τελειώνει·

ως την αυγή στριφογυρνάω άυπνος.

5 Σκουλήκια και κατάξερες πληγές

σκεπάζουνε το σώμα μου·

το δέρμα μου σκίζεται και πυορροεί.

6 Οι μέρες μου τρέχουν πιο γρήγορα

κι απ’ τη σαΐτα του αργαλειού·

φεύγουν και χάνονται χωρίς καμιά ελπίδα.

7 Θυμήσου, Κύριε, πως η ζωή μου

είναι μονάχα μια πνοή,

τα μάτια μου δεν πρόκειται

να ξαναδούν την ευτυχία.

8 Τα μάτια που με βλέπανε δε θα με ξαναδούν.

τα μάτια σου θα με ζητούν,

μα εγώ δε θα υπάρχω.

9 Όπως το σύννεφο σκορπάει και χάνεται,

έτσι κι όποιος στον άδη κατεβαίνει

δεν ανεβαίνει πια·

10 σπίτι του δεν ξανάρχεται

κι ο τόπος του δεν τον αναγνωρίζει.

11 Λοιπόν δε θα κρατήσω

κι άλλο κλειστό το στόμα μου·

μέσ’ απ’ την αγωνία της καρδιάς μου θα μιλήσω,

μέσ’ απ’ την πίκρα της ψυχής μου θα παραπονεθώ.

12 Τι είμ’ εγώ; Θάλασσα ή κήτος θαλασσινό

και μου ’βαλες φρουρά;

13 Εκεί που λέω πως θα μ’ ανακουφίσει το κρεβάτι μου

και πως το στρώμα μου τον πόνο μου θα τον πραΰνει,

14 εσύ με εφιάλτες με φοβίζεις

και με τρομάζεις με οράματα.

15 Έτσι έχω προτιμότερο τον απαγχονισμό,

καλύτερο το θάνατο παρά τον πόνο.

16 Απαύδησα! Δεν πρόκειται να ζήσω εγώ αιώνια.

Παράτησέ με! Μια πνοή είν’ η ζωή μου όλη κι όλη.

17 Τι είναι ο άνθρωπος

που τόσο να τον λογαριάζεις

και τόση να του δίνεις προσοχή;

18 Κάθε πρωί να σκύβεις πάνω του

και να τον δοκιμάζεις

κάθε στιγμή;

19 Πότε θα σταματήσεις να με παρακολουθείς,

και θα μ’ αφήσεις να καταπιώ το σάλιο μου;

20 Αν έσφαλα χωρίς να το γνωρίζω,

εσένα σε τι σ’ έβλαψα, το φύλακα του ανθρώπου;

Γιατί μ’ έβαλες στόχο σου;

Τόσο σου είμαι βάρος;

21 Την αμαρτία μου να συγχωρήσεις δεν μπορείς;

την ανομία μου να σβήσεις;

Αφού σε λίγο θα πλαγιάζω μες στο χώμα

κι αν με γυρεύεις, δε θα υπάρχω πια.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/7-abcf1d4e5ae82b1c12e65ae7f67734dd.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 8

Ο Βιλδάδ βεβαιώνει για τη δικαιοσύνη του Θεού

1 Τότε είπε ο Βιλδάδ ο Σουχίτης:

2 Ως πότε έτσι θα μιλάς

και θα ’ναι τα λεγόμενά σου

δίχως νόημα;

3 Μήπως το δίκιο το αντιστρέφει ο Θεός;

Μήπως στρεβλώνει ο Παντοδύναμος τη δικαιοσύνη;

4 Αν τα παιδιά σου αμάρτησαν ενώπιόν του,

τους έκανε να υποστούνε τις συνέπειες.

5 Αλλά αν εσύ προσφύγεις στο Θεό

και δεηθείς στον Παντοδύναμο,

6 αν είσαι καθαρός και τίμιος,

σίγουρα τότε θα νοιαστεί για σένα

και θ’ αποκαταστήσει αντάξια το σπίτι σου.

7 Η αρχική σου ευημερία

θα σου φανεί πολύ μικρή

μπρος στην πολύ μεγάλη που σου μέλλεται.

8 Ρώτησε τις προηγούμενες γενιές

και πρόσεξε την πείρα των προγόνων τους.

9 Εμείς είμαστε χτεσινοί

και τίποτα δεν ξέρουμε·

πάνω στη γη σαν τη σκιά περνά η ζωή μας.

10 Αυτοί όμως θα σε διδάξουν και θα σου μιλήσουν·

από την πείρα τους θ’ αντλήσουνε τα λόγια τους.

11 Μπορεί έξω απ’ τους βάλτους

να βλαστήσει ο πάπυρος;

Μπορεί χωρίς νερό

να μεγαλώσει το καλάμι;

12 Ενώ είν’ ακόμα πάνω στον ανθό του

και πριν να ’ρθεί ο καιρός του να το κόψουνε,

χωρίς νερό ξεραίνεται

πριν από κάθε άλλο χορτάρι.

13 Έτσι συμβαίνει και σ’ εκείνους όλους

που το Θεό ξεχνούν·

και χάνεται του ασεβή η ελπίδα.

14 Η σιγουριά του είναι μια λεπτή κλωστή,

είν’ η ελπίδα του ιστός αράχνης.

15 Αν στηριχτεί ο ασεβής στο νήμα της αράχνης

να τον κρατήσει δεν μπορεί·

κι αν γαντζωθεί απάνω του

εκείνο δεν θ’ αντέξει.

16 Να τον, ο ασεβής, στον ήλιο αντίκρυ, όλο χυμούς,

μέσα στον κήπο απλώνει τα κλαδιά του.

17 Τυλίγονται στις πέτρες πάνω οι ρίζες του

και βρίσκει στήριγμα ανάμεσα στους βράχους.

18 Μ’ αν τον απομακρύνουν απ’ τον τόπο του,

κανείς δε θα μπορεί να πει

πού ήταν φυτεμένος.

19 Τέτοια είν’ η μοίρα καθώς βλέπεις, του ασεβή·

κι εκεί στη θέση του άλλοι θα βλαστήσουν.

20 Μα δε θ’ αφήσει ο Θεός

ποτέ τον ευσεβή,

ενώ βοήθεια στους κακούς

δεν πρόκειται να δώσει.

21 Θα φέρει ο Θεός ξανά

το γέλιο, Ιώβ, στα χείλη σου!

Το στόμα σου θα το γεμίσει

κραυγές χαράς.

22 Αυτοί όμως που σε μισούν θα καταντροπιαστούνε·

κι η κατοικία των ασεβών

αύριο θα χαθεί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/8-b2da011507d66d184f5b423805216d08.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 9

Αδυναμία του Ιώβ ν’ απαντήσει στο Θεό

1 Ο Ιώβ αποκρίθηκε:

2 Πως έτσι έχουν τα πράγματα

καλά το ξέρω.

Μα πώς μπορεί ένας άνθρωπος

να δικαιωθεί μπρος στο Θεό;

3 Αν κάποιος θα ’θελε μ’ αυτόν ν’ αντιδικήσει,

δε θα μπορούσε να του απαντήσει

στις χίλιες ούτε μια φορά.

4 Είν’ ο Θεός σοφός στο νου

κι έχει μεγάλη δύναμη·

ποιος θα του πάει ενάντια και δε θα ζημιωθεί;

5 Ξάφνου, χωρίς να το ’χει πει,

μετατοπίζει τα βουνά·

και πάνω στο θυμό του τ’ αναποδογυρίζει.

6 Κουνάει τη γη απ’ τον τόπο της

και τρέμουν τα στηρίγματά της.

7 Δίνει στον ήλιο προσταγή, κι αυτός δεν ανατέλλει·

τ’ αστέρια τα κλειδώνει

και δεν τ’ αφήνει να φανούν.

8 Αυτός μονάχος του τον ουρανό τεντώνει

και περπατάει πάνω

στα κύματα της θάλασσας.

9 Έφτιαξε τη Μεγάλη Άρκτο, τον Ωρίωνα,

τις Πλειάδες και του νότου τους αστερισμούς.

10 Κάνει μεγάλα έργα κι ανεξιχνίαστα

και θαύματα αναρίθμητα.

11 Περνάει πλάι μου ο Θεός και δεν τον βλέπω,

με προσπερνάει δίχως να τον αισθανθώ.

12 Παίρνει ό,τι θέλει,

ποιος μπορεί να τον ’μποδίσει;

Ποιος θα τολμήσει να του πει:

«Ε, τι κάνεις εκεί;»

13 Ο Θεός το θυμό του δεν τον συγκρατεί·

στα πόδια του στέκουν σκυμμένοι

της Ραάβ οι ακόλουθοι.

14 Πώς, λοιπόν, θα μπορούσα εγώ να του απαντήσω;

Ποια να διαλέξω λόγια να του αντιταχθώ;

15 Έχω δίκιο, μα δεν μπορώ

να το απαιτήσω.

Πώς να παρακαλέσω να μου δείξει έλεος,

αυτός που έχει ήδη αποφασίσει την καταδίκη μου;

16 Ακόμα κι αν δεχότανε μαζί μου να διαλεχθεί

μπορώ να πιστέψω πως θα με άκουγε;

17 Αυτός με τον ανεμοστρόβιλο με συντρίβει,

και δίχως λόγο

μού πληθαίνει τις πληγές·

18 αναπνοή να πάρω δε μ’ αφήνει,

με πίκρες μού γεμίζει τη ζωή.

19 Στη δύναμη να καταφύγω;

Αυτός είναι ο δυνατότερος!

Να καταφύγω στη δικαιοσύνη;

Ποιος θα θελήσει

να με καλέσει στο δικαστήριο;

20 Είμαι αθώος, είμαι δίκαιος

μα ό,τι κι αν πω

μοιάζει να μ’ ενοχοποιεί, να με καταδικάζει.

21-22 Είμαι αθώος! Και τί μ’ αυτό;

Για μένα πια δεν έχει σημασία,

για τούτο και μιλώ.

Κι αν ήτανε να διακινδυνεύσω τη ζωή μου,

όσο κι αν έχω δίκιο

αυτό δε με βοηθά.

Είτε αθώο είτ’ ένοχο,

ο Θεός θα μ’ αφανίσει.

23 Όταν μια μάστιγα θανατική ξεσπάει άξαφνα,

αυτός γελάει με την αμηχανία των αθώων.

24 Τη γη παρέδωσε στων ασεβών τα χέρια

και τύφλωσε τους δικαστές,

το δίκιο να μην μπορούνε να το δουν.

Αν όλ’ αυτά δεν είν’ απ’ το Θεό,

τότε από ποιον είναι;

25 Τρέχουν οι μέρες μου

κι από δρομέα γοργότερα.

Φεύγουν· δε φέρνουν τίποτα καλό.

26 Γλιστρούν σαν βάρκες από πάπυρο, ελαφρές,

σαν τον αητό που ορμάει

πάνω στη λεία του.

27 Προσπαθώ να ξεχάσω την οδύνη μου,

να διώξω του προσώπου μου το πένθος

για να μοιάζω χαρούμενος.

28 Όμως, τα βάσανά μου συλλογιέμαι και τρομάζω·

γιατί το ξέρω πως δεν πρόκειται

γι’ αθώο ο Θεός να με παραδεχτεί.

29 Λοιπόν με θέλει να ’μαι ένοχος·

τότε γιατί μάταια να κοπιάζω

αθώος να αποδειχτώ;

30 Κι αν με νερό πλυθώ από χιόνι,

κι αν μ’ αλισίβα καθαρίσω τα χέρια μου,

31 αυτός θα με βουτήξει μες στη λάσπη,

έτσι που και τα ίδια μου τα ρούχα να με σιχαθούν.

32 Αχ, αν ήταν άνθρωπος ο Θεός, όπως εγώ,

για να του απαντήσω

και ν’ αντιδικήσουμε!

33 Τουλάχιστον αν υπήρχε ανάμεσά μας διαιτητής,

το χέρι του να βάλει πάνω και στους δυό μας

και να μας κρίνει!

34 Τότε πια θα ’παυε ο Θεός να με χτυπά

και δε θα τον φοβόμουν,

35 θα του μιλούσα θαρρετά.

Μα στην περίπτωσή μου,

αυτός κρατάει την εξουσία

κι εγώ είμαι μόνος με το δίκιο μου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/9-efd3d287a25078c60a47cd657ccca126.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 10

Παράπονο του Ιώβ για την κατάστασή του

1 Σιχάθηκα τη ζωή μου·

και το παράπονό μου δε διστάζω να το πω,

μέσ’ απ’ την πίκρα της ψυχής μου να μιλήσω.

2 Λέω στο Θεό: «Μη με καταδικάσεις!

Δείξε μου, για ποιο πράγμα με κατηγορείς.

3 Υπάρχει λόγος να με βασανίζεις;

Να ’χεις στην καταφρόνια το έργο που δημιούργησες

και να ευνοείς τα σχέδια των ασεβών;

4 Ανθρώπινα είν’ τα μάτια σου;

Βλέπεις κι εσύ καθώς οι ανθρώποι βλέπουν;

5 Είν’ η ζωή σου σαν του ανθρώπου λιγοστή,

τα χρόνια σου σαν τα δικά του χρόνια,

6 και ψάχνεις συνεχώς

να βρεις την ανομία μου,

και ερευνάς ν’ ανακαλύψεις κάθε μου αμαρτία;

7 Αφού καλά το ξέρεις πως δεν είμαι ένοχος

και πως κανένας δεν μπορεί

από τα χέρια σου να με γλιτώσει.

8 »Τα χέρια τα δικά σου με σχημάτισαν

και μ’ έπλασαν·

και τώρα αυτά τα ίδια σου τα χέρια

ζητάνε να με καταστρέψουν;

9 Θυμήσου, σε παρακαλώ, πως από χώμα μ’ έπλασες·

και τώρα θέλεις πάλι να με κάνεις χώμα;

10 Καθώς το γάλα μ’ έχυσες,

και με σχημάτισες έτσι όπως πήζουν το τυρί.

11 Με ύφανες με κόκαλα και τένοντες

και μ’ έντυσες με σάρκα και με δέρμα.

12 Ζωή μού χάρισες και σταθερή αγάπη,

και στη ζωή με κράτησε η φροντίδα σου.

13 Μα τώρα ξέρω τι σχεδίαζες για μένα

και τι κρυφά λογάριαζες:

14 Αν αμαρτήσω, να με πιάσεις

και να μη συγχωρήσεις την παρανομία μου.

15 Αλίμονό μου αν είμαι ένοχος!

Κι αν είμαι αθώος πάλι δεν τολμώ

να υψώσω το κεφάλι.

Ταλαίπωρος εγώ

και καταντροπιασμένος!

16 Αν κάνω να σηκώσω το κεφάλι,

σαν το λιοντάρι με κυνηγάς

και με συνθλίβεις

με την περισσευούμενή σου δύναμη.

17 Έχεις πάντα εναντίον μου καινούριους μάρτυρες,

η οργή σου πάνω μου ολοένα και πληθαίνει·

μου επιτίθεσαι με νέες συμφορές.

18 »Γιατί απ’ τη μήτρα μ’ άφησες να βγω;

Θα πέθαινα και δε θα μ’ είχε δει

ανθρώπου μάτι.

19 Θα ’τανε σαν να μην υπήρξα,

κι απ’ τη κοιλιά στον τάφο μου

θα ’χα μεταφερθεί.

20 Λίγη μου μένει πια ζωή.

Πάρε από μένα τις ταλαιπωρίες

κι άσε με λίγη ανάπαυση να βρω,

21 πριν πάω εκεί απ’ όπου πια δε θα γυρίσω,

στου σκοταδιού τη χώρα και της σκιάς,

22 στη χώρα όπου βαθύτατο σκοτάδι βασιλεύει και σύγχυση,

όπου ακόμα και το φως

είναι σαν το σκοτάδι!»

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/10-deb5e281ae4ddb75cd3a8005643922f9.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 11

Ο Σωφάρ κατηγορεί τον Ιώβ

1 Τότε μίλησε ο Σωφάρ, ο Νααμαθίτης.

2 Αυτός ο χείμαρρος των λόγων

θα μείνει αναπάντητος;

Όταν μιλάει κανείς πολύ

θα πει πως έχει δίκιο;

3 Λες πως οι φλυαρίες σου

θα μας αποστομώσουν;

Πώς μπορείς τάχα να χλευάζεις

χωρίς επίπληξη καμιά;

4 Είπες ότι σωστά είναι τα λόγια σου

και πως είσαι άμεμπτος ενώπιον του Θεού.

5 Αχ! Και να μίλαγε ο Θεός ο ίδιος

και ν’ άνοιγε τα χείλη του

για να σου απαντήσει όπως σου πρέπει!

6 Για να σου φανερώσει της σοφίας τα μυστικά

αυτά που είναι πολύ βαθιά

για τη δική μας γνώση.

Τότε θα καταλάβαινες

πως παραβλέπει ο Θεός πολλά απ’ τ’ ανομήματά σου.

7 Θαρρείς ότι μπορείς τα βάθη να νοήσεις του Θεού,

τα μυστικά να εξιχνιάσεις του Παντοδύναμου;

8 Είναι ψηλότερα κι από τον ουρανό·

σαν τι μπορείς να κάνεις;

Και πιο βαθιά από τον άδη·

να μάθεις τι μπορείς;

9 Σ’ έκταση ξεπερνούν τη γη,

κι είναι πλατύτερα, απ’ τη θάλασσα.

10 Αν ο Θεός περάσει και συλλάβει κάποιον,

και τονε φέρει μπρος στο δικαστήριο,

ποιος μπορεί να του αντισταθεί;

11 Εκείνος που καλά γνωρίζει τους πανούργους

δε θα μπορούσε να διακρίνει το δόλο τους;

12 Μα ο ανόητος, σοφός να γίνει δεν μπορεί·

όπως δεν γίνεται ένα άγριο γαϊδουράκι

ήμερο να γεννηθεί.

13 Στρέψε, Ιώβ, την καρδιά σου στο Θεό

και παρακλητικά σ’ αυτόν

τα χέρια σου άπλωσέ τα.

14 Πρώτα όμως απ’ την ανομία καθάρισ’ τα

και μην αφήσεις την αδικία

άλλο στο σπίτι σου να μένει.

15 Τότε χωρίς καμιά ενοχή θα τον κοιτάς στα μάτια το Θεό·

θα είσαι ακλόνητος

και δίχως διόλου φόβο.

16 Τότε θα λησμονήσεις την ταλαιπωρία σου·

θα ’ναι στη μνήμη σου

όπως τα νερά,

που κύλησαν και φύγαν.

17 Θα γίνει φωτεινότερη η ζωή σου

κι από τη λάμψη του μεσημεριού,

κι οι σκοτεινές της ώρες θα ’ναι

σαν τη λαμπρότητα του πρωινού.

18 Θα ζεις με ασφάλεια,

με μια καινούρια ελπίδα·

ακόμα και ταπεινωμένος

θα μπορείς ήσυχος να κοιμάσαι.

19 Θα πέφτεις για ν’ αναπαυτείς

και δε θα ’ναι κανείς να σε τρομάξει·

απεναντίας, την εύνοιά σου,

πολλοί θα τη ζητούν.

20 Όμως οι ασεβείς θα κουραστούν,

μάταια γυρεύοντας βοήθεια·

η μόνη τους ελπίδα θα ’ναι ο θάνατος.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/11-059ae48c31de5af1d5327939589c09a4.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 12

Ο Ιώβ μιλάει για τη δύναμη και τη σοφία του Θεού

1 Ο Ιώβ απάντησε:

2 Είσαστε, αλήθεια, πολύ έξυπνοι!

Όταν εσείς πεθάνετε θα λείψει κι η σοφία.

3 Αλλά κι εγώ έχω σύνεση όπως κι εσείς,

δεν είμαι διόλου κατώτερός σας·

ετούτα όλα που είπατε

ποιος τάχα δεν τα ξέρει;

4 Έγινα ο περίγελως των φίλων μου, εγώ

που άλλοτε παρακαλούσα το Θεό

κι εκείνος μου απαντούσε.

Περίγελως ο δίκαιος κι ο άμεμπτος!

5 Ο ευτυχισμένος σκέφτεται

πως στο δυστυχισμένο

ταιριάζει η περιφρόνηση.

Να σπρώξει δεν διστάζει

εκείνον που τα πόδια του δεν τον βαστούν!

6 Αλλά στα σπίτια των ληστών καλά περνούν,

κι είναι ασφαλείς αυτοί,

που το Θεό εξοργίζουν·

κατάφεραν στη διάθεσή τους να ’χουν το Θεό!

7 Ωστόσο ρώτησε τα ζώα,

θα σε διδάξουν·

ρώτησε τα πουλιά

και θα σου πουν·

8 μίλα στη γη

και θα σου δώσει μάθημα·

της θάλασσας τα ψάρια

θα σου διηγηθούνε.

9 Ποιο απ’ όλα αυτά δεν ξέρει

πως το ’πλασε το χέρι του Θεού;

10 Στο χέρι του είναι η ζωή

κάθε πλάσματος ζωντανού,

και κάθε ανθρώπου η πνοή προέρχεται απ’ αυτόν.

11 Το αυτί διακρίνει τις κουβέντες,

όπως καταλαβαίνει ο ουρανίσκος

τη γεύση της τροφής.

12 Λένε πως βρίσκεις στους γερόντους τη σοφία,

στους ηλικιωμένους σύνεση.

13 Μα στο Θεό ανήκει όλη η σοφία

κι όλη η σύνεση,

κι ακόμα έχει τη δύναμη και ξέρει να ενεργεί.

14 Ό,τι αυτός γκρεμίζει

δεν ξαναχτίζεται·

κι όποιον κλείσει στη φυλακή

δε θα ελευθερωθεί.

15 Κρατάει τη βροχή, κι όλα ξεραίνονται·

ελευθερώνει τα νερά

και πλημμυρίζει η γη.

16 Δική του είν’ η δύναμη και η σοφία·

δικός του είναι κι εκείνος που πλανιέται

κι εκείνος που πλανά.

17 Αυτός κάνει τους πρόκριτους

να περπατούν ξυπόλητοι,

και τους κριτές απομωραίνει.

18 Την εξουσία των βασιλιάδων καταλύει

και στην αιχμαλωσία τούς οδηγεί.

19 Κάνει τους ιερείς να περπατούν ξυπόλητοι,

και προκαλεί των ισχυρών την πτώση.

20 Παίρνει το λόγο απ’ τους ρήτορες τους ικανούς

κι από τους γέροντες τη σύνεση.

21 Ρίχνει την καταφρόνια πάνω στους άρχοντες

και παίρνει από τους ισχυρούς την εξουσία.

22 Γυμνώνει τις αβύσσους απ’ τα σκότη τους

κι ό,τι βρισκόταν στη σκιά

στο φως το φέρνει.

23 Λαούς τούς ανυψώνει

ή τους καταστρέφει·

κάνει ένα έθνος ν’ απλωθεί

κι έπειτα να χαθεί.

24 Παίρνει τη φρόνηση από τους ηγεμόνες των λαών της γης,

και τους αφήνει να περιπλανιούνται

σε δίχως μονοπάτια ερημιές,

25 να ψηλαφούνε δίχως φως μες στο σκοτάδι,

και σαν τους μεθυσμένους να παραπατούν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/12-b568dba3810c084cf6c34389a36d4ce6.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 13

Ο Ιώβ υποστηρίζει την ακεραιότητά του

1 Να, λοιπόν, που όλ’ αυτά τα ’δαν τα μάτια μου·

τ’ ακούσανε τ’ αυτιά μου

και τα κατάλαβα.

2 Όλα όσα εσείς ξέρετε, όμοια κι εγώ τα ξέρω·

κατώτερος δεν είμ’ εγώ από σας.

3 Εγώ όμως θέλω να μιλήσω στον Παντοδύναμο,

να υπερασπιστώ τον εαυτό μου

μπρος στο Θεό.

4 Αλλά εσείς με ψέματα

την άγνοιά σας τη σκεπάζετε

κι είσαστε όλοι σας ψευτογιατροί.

5 Μακάρι να σωπαίνατε!

Τότε μπορεί και να σας παίρναν για σοφούς.

6 Ακούστε λοιπόν τώρα την απολογία μου,

στα λόγια μου δώστε την προσοχή σας:

7 Θαρρείτε πως υπερασπίζεστε το Θεό

διαστρέφοντας τα πράγματα,

και ψέματα για χάρη του θα πείτε;

8 Θα ’σαστε μεροληπτικοί γι’ αυτόν,

και θα του γίνετε συνήγοροι;

9 Θα σας έβγαινε σε καλό αν σας διερευνούσε;

Θα τον εξαπατούσατε, όπως κανείς εξαπατά έναν άνθρωπο;

10 Σίγουρα θα σας τιμωρήσει αυστηρά

αν έστω και κρυφά μεροληπτείτε.

11 Δε σας τρομάζει η μεγαλοσύνη του;

ο φόβος του δε σας ταράζει;

12 Τα σοφά λόγια σας είναι καθώς η στάχτη·

τα επιχειρήματά σας καταρρέουν

σαν σκεύη πήλινα.

13 Σωπάστε εσείς, λοιπόν, κι αφήστε με

να μιλήσω κι εγώ·

κι ας πέσουν πάνω μου οι συνέπειες.

14 Ας γίνει ό,τι θέλει. Πρόθυμος είμ’ εγώ

να παίξω τη ζωή μου.

15 Το μόνο πράγμα που μπορώ να ελπίζω απ’ το Θεό,

είναι ο θάνατός μου.

Μα πριν πεθάνω,

μπρος του θα υπερασπιστώ το δίκιο μου.

16 Αυτό θα ’ναι για μένα η σωτηρία μου,

γιατί κανένας άνομος δε θα τολμούσε

μπροστά του να εμφανιστεί.

17 Και τώρα, ακούστε όσα έχω να σας πω

και δώστε προσοχή σ’ αυτά

που θα σας εξηγήσω.

18 Έτοιμος είμαι την υπόθεσή μου

να υπερασπιστώ·

γιατί καλά το ξέρω πως έχω δίκιο.

19 Ποιος είναι που θα μ’ αποδείξει ένοχο;

Τότ’ εγώ θα σωπάσω

και το θάνατο θα δεχτώ.

20 Μόνο δυο πράγματα παραχώρησέ μου, Θεέ μου,

κι εγώ από μπροστά σου δε θα κρυφτώ:

21 Πάρε το χέρι σου από πάνω μου,

ο φόβος σου να μη με τρομάζει.

22 Έπειτα, πάρε εσύ το λόγο

κι εγώ θα σου αποκρίνομαι·

ή εγώ να μιλήσω κι απάντησέ μου εσύ.

23 Πόσες είν’ οι ανομίες κι οι αμαρτίες μου;

Τις παραβάσεις δείξε μου

και τα κρίματά μου.

24 Γιατί το πρόσωπό σου κρύβεις

κι εχθρό σου με θαρρείς;

25 Θες να τρομάξεις ένα φύλλο ανεμόδαρτο;

θες να τα βάλεις μ’ ένα άχυρο ξερό;

26 Μου καταμαρτυρείς πικρές κατηγορίες

και μου καταλογίζεις τις αμαρτίες της νιότης μου.

27 Με περιορίζεις,

με παρακολουθείς όπου κι αν πάω,

σημειώνεις ακόμα και τα ίχνη μου.

28 Καθώς το σάπιο ξύλο καταστρέφομαι,

σαν ρούχο σκοροφαγωμένο.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/13-666c0ebc25f0a74d7636dc708a5b3114.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 14

Ο Ιώβ στοχάζεται τη συντομία της ζωής

1 Αδύναμος και αβοήθητος γεννιέται ο άνθρωπος

και λίγα χρόνια ζει

γεμάτα στενοχώριες.

2 Σαν το λουλούδι ανθίζει

και έπειτα μαραίνεται·

φεύγει και χάνεται σαν τη σκιά.

3 Κι όλα αυτά Κύριε, εσύ, τα παρακολουθείς!

Και με τραβάς σε δίκη να με κρίνεις!

4 Αλλά εσύ πρέπει να το ξέρεις

πως ο άνθρωπος είν’ ακάθαρτος.

Και πως τίποτα καθαρό

δεν προέρχεται απ’ αυτόν.

5 Αφού οι μέρες του είναι μετρημένες,

κι αριθμημένοι από σένα οι μήνες του,

αφού του έβαλες όρια

που να τα ξεπεράσει δεν μπορεί!

6 Πάρε απ’ αυτόν το βλέμμα σου

για να μπορέσει να ησυχάσει,

άσ’ του αυτή την ελάχιστη χαρά μες στη ζωή.

7 Ελπίδα έχει ακόμα κι ένα δέντρο όταν κοπεί,

πως θα ξαναβλαστήσει

και πως ποτέ δε θα του λείψουν οι τρυφεροί βλαστοί.

8 Ακόμη κι αν η ρίζα του γεράσει μες στη γη

και νεκρωθεί το κούτσουρο

μέσα στο χώμα,

9 μόλις νιώσει νερό, θ’ αναβλαστήσει,

και σαν το νιόφυτο θα βγάλει νέα κλαδιά.

10 Μα ο άνθρωπος πεθαίνει,

κι ετούτο είναι το τέλος του·

όταν το πνεύμα του τ’ αφήσει,

αυός πού θα βρεθεί;

11 Μπορεί μια μέρα τα νερά από τη λίμνη να χαθούνε,

και να στερέψουν τα ποτάμια,

να ξεραθούν.

12 Αλλά ο άνθρωπος πεθαίνει

και δεν ξανασηκώνεται.

Πιο εύκολο είν’ ο ουρανός να εξαφανιστεί

παρά ένας πεθαμένος να ξυπνήσει

κι από τον ύπνο του να σηκωθεί.

13 Αχ, και να μ’ έκρυβες στον άδη, Κύριε,

κι εκεί να μ’ άφηνες κρυμμένον

ώσπου ο θυμός σου να διαβεί,

και να μου όριζες τη μέρα

που θα με ξαναθυμηθείς.

14 Αλλά εκείνος που πεθαίνει,

γίνεται να ξανάρθει στη ζωή;

Όλες τις μέρες της ζωής μου

θα υπέμενα τις συμφορές,

αν έλπιζα πως θ’ άλλαζα κατάσταση.

15 Θα με καλούσες,

κι εγώ θα σου απαντούσα·

και θα ’χες πόθο για να δεις, το πλάσμα σου.

16 Θα πρόσεχες το κάθε βήμα μου

μα δε θα μου κατέγραφες τα κρίματα.

17 Αντίθετα· τις παραβάσεις μου

μέσα σε σάκο θα τις σφράγιζες

και θα μου σκέπαζες κάθε παρανομία.

18 Βουνά γκρεμίζονται και χάνονται

βράχοι απ’ τη θέση τους μετακινούνται,

19 τα νερά τρών’ ακόμα και τις πέτρες·

κι η μπόρα παρασέρνει τα χώματα της γης·

παρόμοια καταστρέφεις

του ανθρώπου την ελπίδα εσύ.

20 Ρίχνεις τον άνθρωπο στη γη και χάνεται·

την όψη του παραμορφώνεις με το θάνατο,

τον διώχνεις μακριά.

21 Αν τα παιδιά του τα τιμούν,

αυτός δεν το μαθαίνει·

αν τα καταφρονούν,

αυτός δεν ξέρει τίποτα.

22 Μονάχα του κορμιού του την οδύνη αισθάνεται,

μόνο γι’ αυτόν τον ίδιο

θλίβεται η ψυχή του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/14-1e3732df3288bf2f523e882f4260468c.mp3?version_id=173—