Categories
ΕΣΘΗΡ

ΕΣΘΗΡ 5

Η Εσθήρ ετοιμάζεται να επέμβει

1 Μετά από τρεις μέρες η Εσθήρ φόρεσε τη βασιλική στολή της και στάθηκε στην εσωτερική αυλή των ανακτόρων, απέναντι από την είσοδο της αίθουσας του θρόνου. Ο βασιλιάς καθόταν στο θρόνο του με το πρόσωπο στραμμένο στην ανοιχτή είσοδο.

2 Μόλις είδε τη βασίλισσα Εσθήρ να στέκεται εκεί, διατέθηκε ευνοϊκά απέναντί της και της άπλωσε το χρυσό σκήπτρο που κρατούσε. Τότε η Εσθήρ πλησίασε και άγγιξε την άκρη του σκήπτρου.

3 Ο βασιλιάς τη ρώτησε: «Τι σου συμβαίνει βασίλισσα Εσθήρ; Τι θέλεις; Μέχρι και το μισό μου βασίλειο θα σου δώσω».

4 Η Εσθήρ απάντησε: «Αν ευαρεστείσαι, βασιλιά μου, έλα σήμερα μαζί με τον Αμάν σε γεύμα που έχω ετοιμάσει για να σε τιμήσω».

5 Αμέσως ο βασιλιάς πρόσταξε: «Καλέστε γρήγορα τον Αμάν για να τιμήσουμε την πρόσκληση της Εσθήρ». Έτσι, ο βασιλιάς και ο Αμάν πήγαν στο γεύμα που παρέθεσε η Εσθήρ.

6 Μετά το φαγητό, την ώρα της οινοποσίας, ο βασιλιάς είπε στην Εσθήρ: «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις και θα σου το δώσω –μέχρι και το μισό μου βασίλειο».

7 Η Εσθήρ απάντησε: «Πράγματι έχω μια μεγάλη επιθυμία.

8 Αν λοιπόν έχω κερδίσει την εύνοιά σου, βασιλιά μου, κι αν είσαι τόσο ευμενής απέναντί μου, τότε σε παρακαλώ έλα πάλι αύριο μαζί με τον Αμάν στο γεύμα που θα σας παραθέσω. Και αύριο θα σου ανακοινώσω την επιθυμία μου».

Ο Αμάν σχεδιάζει να κρεμάσει το Μαρδοχαίο

9 Ο Αμάν έφυγε από το γεύμα χαρούμενος και ευδιάθετος. Όταν όμως είδε το Μαρδοχαίο στην πύλη των ανακτόρων, που δε σηκώθηκε ούτε παραμέρισε από μπροστά του, καταλήφθηκε από θυμό εναντίον του.

10 Συγκρατήθηκε όμως και προχώρησε για το σπίτι του. Εκεί προσκάλεσε τους φίλους του και τη γυναίκα του τη Ζέρες.

11 Ο Αμάν τούς διηγήθηκε πόσο πλούσιος ήταν και πόσους γιους είχε. Τους είπε ακόμη πόσο ο βασιλιάς τον είχε δοξάσει και τον είχε προαγάγει πάνω από όλους τους άρχοντες και τους αξιωματούχους του.

12 «Πέρα απ’ αυτά», συνέχισε, «η βασίλισσα δεν κάλεσε κανέναν άλλο να πάει μαζί με το βασιλιά στο γεύμα που παρέθεσε, παρά μόνον εμένα! Και αύριο είμαι πάλι προσκεκλημένος της μαζί με το βασιλιά.

13 Όλα αυτά όμως δεν με ικανοποιούν, όσο βλέπω εκείνο το Μαρδοχαίο, τον Ιουδαίο, να κάθεται στην πύλη των ανακτόρων».

14 Τότε η γυναίκα του και οι φίλοι του τού πρότειναν: «Δώσε διαταγή να φτιάξουν ένα ικρίωμα πενήντα πήχεις ύψος, και το πρωί να μιλήσεις στο βασιλιά και να κρεμάσουν το Μαρδοχαίο απ’ αυτό. Έτσι θα πας ήσυχος μαζί με το βασιλιά στο γεύμα». Η πρόταση άρεσε στον Αμάν και διάταξε να ετοιμάσουν το ικρίωμα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/EST/5-64b40142cdeeaff405945db04276e6e8.mp3?version_id=173—

Categories
ΕΣΘΗΡ

ΕΣΘΗΡ 6

Ο Αμάν εξαναγκάζεται να τιμήσει το Μαρδοχαίο

1 Τη νύχτα εκείνη ο βασιλιάς δεν είχε ύπνο και διάταξε να του φέρουν το Βιβλίο των Χρονικώνκαι να του διαβάσουν.

2 Εκεί που του διάβαζαν, βρήκαν γραμμένο κι εκείνο που είχε αναφέρει ο Μαρδοχαίος κατά των δύο ευνούχων του βασιλιά, των θυρωρών Βιγθάν και Θέρες, οι οποίοι είχαν αποπειραθεί να βλάψουν το βασιλιά Ξέρξη.

3 Τότε ο βασιλιάς ρώτησε: «Τι ανταμοιβή ή τιμητική διάκριση δόθηκε στο Μαρδοχαίο;» Οι υπηρέτες απάντησαν: «Τίποτα».

4 «Ποιος είναι έξω στην αυλή;» ρώτησε ο βασιλιάς. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχε μπει ο Αμάν στην εξωτερική αυλή των ανακτόρων, για να ζητήσει την άδεια του βασιλιά να κρεμάσει το Μαρδοχαίο από το ικρίωμα που του είχε ετοιμάσει.

5 Οι υπηρέτες απάντησαν στο βασιλιά: «Ο Αμάν περιμένει στην αυλή». Κι εκείνος είπε: «Να περάσει».

6 Μπήκε ο Αμάν, κι ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Τι πρέπει να κάνει ένας βασιλιάς, όταν θέλει να τιμήσει κάποιον ιδιαίτερα;» Ο Αμάν σκέφτηκε: «Ποιον άλλο να θέλει να τιμήσει ο βασιλιάς παρά εμένα!»

7 Και απάντησε: «Όταν ένας βασιλιάς θέλει να τιμήσει κάποιον,

8 πρέπει να προσφέρουν σ’ αυτόν μια βασιλική στολή, που να την έχει ήδη φορέσει ο βασιλιάς κι ένα άλογο, που πάνω του να έχει ανέβει ο βασιλιάς, και στο κεφάλι του αλόγου να φορέσουν ένα βασιλικό διάδημα.

9 Ένας από τους πρώτους αξιωματούχους του βασιλιά θα πρέπει να πάρει το άλογο και τη στολή για να ντύσει μ’ αυτήν τον άντρα που θέλει ο βασιλιάς να τιμήσει, και να τον βοηθήσει να ιππεύσει, και να τον οδηγήσει έφιππο στην κεντρική λεωφόρο της πόλης. Να πηγαίνει μπροστά απ’ αυτόν και να φωνάζει: “Έτσι γίνεται σ’ αυτόν που θέλει ο βασιλιάς να τον τιμήσει!”»

10 Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε τον Αμάν: «Τρέξε λοιπόν, πάρε τη στολή και το άλογο, όπως ακριβώς είπες, και κάνε τα όλα αυτά στο Μαρδοχαίο, τον Ιουδαίο, που κάθεται στη βασιλική πύλη. Να μην παραλείψεις τίποτε απ’ όλα όσα πρότεινες».

11 Έτσι ο Αμάν πήρε τη στολή και το άλογο, έντυσε το Μαρδοχαίο και τον βοήθησε να ιππεύσει· μετά τον οδήγησε στην κεντρική λεωφόρο της πόλης και φώναζε μπροστά απ’ αυτόν: «Έτσι γίνεται σ’ αυτόν που θέλει ο βασιλιάς να τον τιμήσει!»

12 Ύστερα ο Μαροδοχαίος γύρισε στη βασιλική πύλη και ο Αμάν έτρεξε στο σπίτι του καλύπτοντας το πρόσωπό του από την ταραχή.

13 Διηγήθηκε στη γυναίκα του και στους φίλους του τα συμβάντα, κι αυτοί οι σοφοί του σύμβουλοι του είπαν: «Αν ο Μαρδοχαίος, με τον οποίο έγιναν όλα αυτά, ανήκει στο έθνος των Ιουδαίων, δεν θα καταφέρεις τίποτε. Η πτώση σου είναι δεδομένη».

Η Εσθήρ αποκαλύπτει στο βασιλιά την καταγωγή της

14 Ενώ αυτοί ακόμα συζητούσαν, ήρθαν οι ευνούχοι του βασιλιά και βιάζονταν να οδηγήσουν τον Αμάν στο γεύμα, που παρέθετε η Εσθήρ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/EST/6-57dc2cf0729ad68e0eacaa4f87f2fc29.mp3?version_id=173—

Categories
ΕΣΘΗΡ

ΕΣΘΗΡ 7

1 Πήγαν λοιπόν ο βασιλιάς και ο Αμάν στο γεύμα.

2 Τη δεύτερη μέρα, εκεί που έπιναν, της είπε πάλι ο βασιλιάς: «Πες μου λοιπόν τώρα, βασίλισσα Εσθήρ, την επιθυμία σου κι εγώ θα σου την εκτελέσω. Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις, μέχρι και το μισό μου βασίλειο!»

3 Η Εσθήρ αποκρίθηκε: «Αν έχω κερδίσει την εύνοιά σου, βασιλιά μου, και αν μου επιτρέπεις να πω το αίτημά μου, σε ικετεύω να χαρίσεις τη ζωή σ’ εμένα και στο λαό μου.

4 Εγώ και ο λαός μου έχουμε πουληθεί στον εξολοθρεμό. Αν είχαμε πουληθεί απλώς ως δούλοι, δε θα έθετα θέμα, γιατί η δυστυχία δεν αξίζει ν’ απασχολεί το βασιλιά. Αλλά είμαστε εδώ για να μας δολοφονήσουν, να μας εξαφανίσουν».

5 Τότε ο βασιλιάς Ξέρξης στράφηκε στη βασίλισσα Εσθήρ και τη ρώτησε: «Ποιος είναι αυτός που τόλμησε κάτι τέτοιο; Πού είναι αυτός που σχεδίασε αυτά τα πράγματα;»

6 Η Εσθήρ απάντησε: «Ο άσπονδος εχθρός μας, είναι αυτός εδώ ο απάνθρωπος Αμάν!»

Τότε ο Αμάν ταράχτηκε μπροστά στο βασιλιά και στη βασίλισσα.

7 Ο βασιλιάς σηκώθηκε από το τραπέζι και βγήκε οργισμένος στον κήπο του παλατιού. Ο Αμάν είχε παραμείνει όρθιος για να παρακαλέσει για τη ζωή του τη βασίλισσα Εσθήρ, γιατί κατάλαβε ότι κάτι κακό θα αποφάσιζε εναντίον του ο βασιλιάς.

Ο Αμάν απαγχονίζεται στη θέση του Μαρδοχαίου

8 Όταν γύρισε ο βασιλιάς από τον κήπο του παλατιού στην αίθουσα του συμποσίου, βρήκε τον Αμάν να είναι πεσμένος πάνω στο ανάκλιντρο της Εσθήρ. Τότε φώναξε με αγανάκτηση: «Πάει να βιάσει ακόμα και τη βασίλισσα μπροστά μου μέσα στο σπίτι μου!» Πριν καλά καλά πει ο βασιλιάς αυτά τα λόγια, ήρθαν οι υπηρέτες και σκέπασαν το πρόσωπο του Αμάν.

9 Ο Αρβονά, ένας από τους ευνούχους, είπε στο βασιλιά: «Στο σπίτι του Αμάν βρίσκεται ένα ικρίωμα πενήντα πήχεις ύψος· το έχει ετοιμάσει για το Μαρδοχαίο, που έσωσε τη ζωή του βασιλιά». Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε: «Κρεμάστε τον σ’ αυτό!»

10 Έτσι κρέμασαν τον Αμάν στο ικρίωμα που είχε ετοιμάσει ο ίδιος για το Μαρδοχαίο. Μετά απ’ αυτό έπαψε η οργή του βασιλιά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/EST/7-bc7b678d6da265c7a47c05f5ac6849c3.mp3?version_id=173—

Categories
ΕΣΘΗΡ

ΕΣΘΗΡ 8

Οι Ιουδαίοι εξουσιοδοτούνται να αμυνθούν

1 Την ίδια μέρα ο βασιλιάς δώρισε την περιουσία του Αμάν, του εχθρού των Ιουδαίων, στη βασίλισσα Εσθήρ. Από τότε επιτράπηκε στο Μαρδοχαίο να παρουσιάζεται στο βασιλιά, γιατί η Εσθήρ φανέρωσε και τη συγγένειά τους.

2 Ο βασιλιάς έβγαλε το σφραγιδόλιθό του, που τον είχε πάρει πίσω από τον Αμάν, και τον έδωσε στο Μαρδοχαίο.Και η Εσθήρ εγκατέστησε το Μαρδοχαίο διαχειριστή στην περιουσία του Αμάν.

3 Η Εσθήρ μίλησε για άλλη μια φορά στο βασιλιά· έπεσε στα πόδια του, θρήνησε και τον ικέτεψε να αποτρέψει την εκτέλεση του κακού σχεδίου, που είχε καταρτίσει ο Αμάν ο Αγαγίτης κατά των Ιουδαίων.

4 Ο βασιλιάς άπλωσε στην Εσθήρ το χρυσό σκήπτρο κι εκείνη σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά του

5 και του είπε: «Αν ευαρεστείσαι, βασιλιά μου, κι αν έχω κερδίσει την εύνοιά σου, αν το εγκρίνεις κι αν ενδιαφέρεσαι για μένα, ας εκδοθεί μια διαταγή ακυρωτική του διατάγματος του Αμάν, γιου του Μεδαθά, του Αγαγίτη, που είχε σκοπό να εξολοθρευτούν οι Ιουδαίοι απ’ όλες τις επαρχίες του βασιλείου σου.

6 Πώς είναι δυνατό να αντικρύσω το κακό που θα βρει το λαό μου και να δω την καταστροφή των συμπατριωτών μου;»

7 Ο βασιλιάς απάντησε στη βασίλισσα Εσθήρ και στο Μαρδοχαίο, τον Ιουδαίο: «Εγώ παραχώρησα στην Εσθήρ την περιουσία του Αμάν κι αυτόν διάταξα και τον κρέμασαν, γιατί συνωμότησε εναντίον των Ιουδαίων.

8 Ένα διάταγμα που γράφτηκε εξ ονόματος του βασιλιά και έχει τη σφραγίδα του δεν μπορεί ν’ ανακληθεί. Εσείς όμως μπορείτε να εκδώσετε άλλο διάταγμα με το όνομά μου και τη σφραγίδα μου, για να σώσετε τους Ιουδαίους».

9 Αμέσως συγκεντρώθηκαν οι γραφείς του βασιλιά, στις είκοσι τρεις του τρίτου μήνα, δηλαδή του Σιβάν, και ο Μαρδοχαίος τους υπαγόρευσε ένα διάταγμα προς τους Ιουδαίους και τους διοικητές, τους επάρχους και τους ανώτατους αξιωματούχους των επαρχιών, οι οποίοι διοικούσαν από τις Ινδίες μέχρι την Αιθιοπία, σε εκατόν είκοσι εφτά επαρχίες. Σε κάθε επαρχία έγραψαν στο δικό της σύστημα γραφής, και σε κάθε λαό στη δική του γλώσσα. Το ίδιο έκαναν και με τους Ιουδαίους.

10 Οι επιστολές γράφτηκαν εξ ονόματος του βασιλιά, σφραγίστηκαν με τη σφραγίδα του και στάλθηκαν στις επαρχίες με έφιππους ταχυδρόμους, καβάλα στα πιο γρήγορα βασιλικά άλογα.

11 Οι επιστολές περιείχαν το εξής διάταγμα: «Δίνεται στους Ιουδαίους κάθε πόλης το δικαίωμα να συγκεντρωθούν και να υπερασπιστούν τη ζωή τους. Αν τους επιτεθούν ένοπλοι οποιασδήποτε εθνικότητας, οι Ιουδαίοι σε κάθε επαρχία, άντρες, γυναίκες και παιδιά, θα μπορούν να αντεπιτεθούν και να εξοντώσουν τους επιτιθέμενους· να τους εξολοθρεύσουν ολοκληρωτικά και να διαρπάσουν τις περιουσίες τους.

12 Το διάταγμα αυτό θα ισχύσει ταυτόχρονα σε όλες τις επαρχίες του βασιλιά Ξέρξη, την ίδια μέρα: στις δεκατρείς του δωδέκατου μήνα, δηλαδή του Αδάρ».

13 Το διάταγμα θα δημοσιευόταν σε κάθε επαρχία και θα γνωστοποιόταν σε όλους τους λαούς της επικράτειας, για να είναι έτοιμοι οι Ιουδαίοι την ημέρα εκείνη να εκδικηθούν τους εχθρούς τους.

14 Οι ταχυδρόμοι έφυγαν με μεγάλη ταχύτητα, καβάλα στα πιο γρήγορα βασιλικά άλογα, σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά. Το διάταγμα δημοσιεύτηκε επίσης και στο φρούριο των Σούσων.

15 Μετά απ’ αυτό, ο Μαρδοχαίος βγήκε από το παλάτι ντυμένος με μεγαλόπρεπη στολή από κυανό και λευκό, με μανδύα από βύσσο και κόκκινη πορφύρα, και με ένα μεγάλο χρυσό διάδημα. Κι όλοι οι κάτοικοι της πόλης των Σούσων ζητωκραύγαζαν με χαρά.

16 Οι Ιουδαίοι στην πόλη πανευτυχείς απολάμβαναν την τιμή που τους έδειχναν.

17 Σε κάθε επαρχία και σε κάθε πόλη που ανακοινωνόταν η βασιλική διαταγή, οι Ιουδαίοι ξεσπούσαν σε πανηγυρισμούς. Διοργάνωναν συμπόσια και γιορτές, και πολλοί από τους άλλους λαούς γίνονταν Ιουδαίοι, γιατί τώρα όλοι φοβούνταν τους Ιουδαίους.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/EST/8-38381ffbbb06b586df5d26da78ba465d.mp3?version_id=173—

Categories
ΕΣΘΗΡ

ΕΣΘΗΡ 9

Οι Ιουδαίοι καταστρέφουν τους εχθρούς τους

1 Έφτασε και η δέκατη τρίτη μέρα του δωδέκατου μήνα, του Αδάρ, οπότε και θα εφαρμοζόταν το διάταγμα του βασιλιά. Οι εχθροί των Ιουδαίων έλπιζαν να θριαμβεύσουν εναντίον τους αλλά συνέβηκε το αντίστροφο: οι Ιουδαίοι θριάμβευσαν ενάντια στους εχθρούς τους.

2 Σε κάθε ιουδαϊκή πόλη, σε όλες τις επαρχίες του βασιλείου, οι Ιουδαίοι οργάνωσαν την επίθεσή τους ενάντια σε όσους ήθελαν να τους βλάψουν. Κανείς δεν τους αντιστάθηκε, γιατί όλοι οι λαοί τούς είχαν φοβηθεί.

3 Όλοι οι ανώτατοι αξιωματούχοι των επαρχιών, οι διοικητές, οι έπαρχοι και οι θησαυροφύλακες του βασιλιά, βοηθούσαν τους Ιουδαίους, γιατί τους είχε καταλάβει ο φόβος του Μαρδοχαίου.

4 Ο Μαρδοχαίος ήταν πια μεγάλος στο ανάκτορο του βασιλιά· η φήμη του διαδιδόταν σ’ όλες τις επαρχίες, καθώς η δύναμή του συνεχώς αύξανε.

5 Οι Ιουδαίοι έκαναν ό,τι ήθελαν εναντίον των εχθρών τους. Τους επιτεθήκαν με ξίφη και τους σκότωσαν.

6 Στο φρούριο των Σούσωνοι Ιουδαίοι σκότωσαν πεντακόσιους άντρες.

7 Επίσης φόνευσαν τον Παρσανδαθά, τον Δαλφών, τον Ασπαθά,

8 τον Ποραθά, τον Αδαλία, τον Αριδαχά,

9 τον Παρμαστά, τον Αρισαΐ, τον Αριδαΐ και τον Φαϊεζθά.

10 Αυτοί ήταν οι δέκα γιοι του εχθρού των Ιουδαίων Αμάν, γιου του Μεδαθά. Δεν πήραν όμως τίποτε από τις περιουσίες τους.

11 Εκείνη την ημέρα ανακοινώθηκε στο βασιλιά ο αριθμός αυτών που φονεύθηκαν στο φρούριο των Σούσων.

12 Τότε είπε ο βασιλιάς στη βασίλισσα Εσθήρ: «Μόνο στο φρούριο των Σούσων οι Ιουδαίοι φόνευσαν πεντακόσιους άντρες, μαζί και τους δέκα γιους του Αμάν. Τι θα πρέπει να έγινε στις επαρχίες! Τι άλλο επιθυμείς; Εγώ θα σου το εκπληρώσω».

13 Η Εσθήρ απάντησε: «Αν το εγκρίνεις, βασιλιά μου, ας επιτραπεί στους Ιουδαίους που κατοικούν στα Σούσα να κάνουν και αύριο όσα έκαναν σήμερα, κι ακόμη να κρεμάσουν δημόσια τα σώματα των γιων του Αμάν».

14 Ο βασιλιάς απάντησε: «Να γίνει». Και εξέδωσε τη σχετική διαταγή στα Σούσα. Κρέμασαν λοιπόν δημόσια τους δέκα γιους του Αμάν,

15 και στις δεκατέσσερις του μήνα Αδάρ οι Ιουδαίοι των Σούσων συγκεντρώθηκαν και φόνευσαν τριακόσους ακόμη άντρες· δεν πήραν όμως τίποτε από τις περιουσίες τους.

16 Οι άλλοι Ιουδαίοι, που κατοικούσαν στις επαρχίες του βασιλείου, συγκεντρώθηκαν κι αυτοί στις δεκατρείς του μήνα Αδάρ και οργάνωσαν την άμυνά τους. Φόνευσαν εβδομήντα πέντε χιλιάδες από τους εχθρούς τους, κι έτσι ησύχασαν απ’ αυτούς· δεν πήραν όμως τίποτε από τις περιουσίες τους.

17 Τη δέκατη τέταρτη μέρα δεν έγιναν σκοτωμοί· την όρισαν να είναι μέρα συμποσίων και χαράς.

18-19 Γι’ αυτό οι Ιουδαίοι των επαρχιών γιορτάζουν τη δέκατη τέταρτη μέρα του μήνα Αδάρ· οργανώνουν συμπόσια και ανταλλάσσουν φαγητά για δώρα. Οι Ιουδαίοι των Σούσων, όμως, που μάχονταν δύο μέρες εναντίον των εχθρών τους, όρισαν τη δέκατη πέμπτη μέρα του μήνα αυτού να είναι ημέρα συμποσίων και χαράς.

Η καθιέρωση της γιορτής των «πουρίμ»

20 Ο Μαρδοχαίος κατέγραψε όλα αυτά τα γεγονότα και έστειλε επιστολές στους Ιουδαίους που κατοικούσαν στις επαρχίες του βασιλιά Ξέρξη, στις κοντινές και στις απομακρυσμένες.

21 Μ’ αυτές τις επιστολές τούς πρόσταζε να καθιερώσουν τη δέκατη τέταρτη και τη δέκατη πέμπτη μέρα του μήνα Αδάρ κάθε χρόνο ως ημέρες γιορτής.

22 Ήταν οι ημέρες που οι Ιουδαίοι απαλλάχτηκαν από τους εχθρούς τους· ήταν ο μήνας που η θλίψη και το πένθος μεταβλήθηκε γι’ αυτούς σε χαρά και γιορτή. Και η διαταγή ήταν να τηρούν αυτές τις ημέρες και να διοργανώνουν γιορτές και συμπόσια, να ανταλλάσσουν μεταξύ τους φαγητά για δώρα, και να στέλνουν φαγητά και στους φτωχούς.

23 Οι Ιουδαίοι ακολούθησαν τις οδηγίες του Μαρδοχαίου κι άρχισαν να γιορτάζουν κάθε χρόνο αυτή τη γιορτή, όπως είχαν κάνει αμέσως μετά τη σωτηρία τους.

24-26 Επειδή ο εχθρός των Ιουδαίων Αμάν, γιος του Μεδαθά, ο Αγαγίτης, όταν σχεδίαζε να εξαφανίσει τελείως τους Ιουδαίους έριξε «πουρ», δηλαδή κλήρο, για να προσδιορίσει την ακριβή ημέρα της καταστροφής τους, οι μέρες εκείνες ονομάζονται γιορτή των «πουρίμ». Όταν το σχέδιο αυτό αποκαλύφθηκε στο βασιλιά, εκείνος πρόσταξε να στραφεί εναντίον του η εξόντωση, που ο Αμάν είχε ετοιμάσει για τους Ιουδαίους· έτσι, κρεμάστηκε ο Αμάν και οι γιοι του.

Εξαιτίας όλων αυτών των γεγονότων και των επιστολών που έστειλε ο Μαρδοχαίος,

27 οι Ιουδαίοι όρισαν να θεωρούνται αυτές οι δυο μέρες κάθε χρόνο την ίδια ημερομηνία επίσημη γιορτή, σύμφωνα με ό,τι είχε νομοθετηθεί. Επίσης οι απόγονοί τους και όσοι θα ακολουθούσαν τη θρησκεία τους, θα έπρεπε κι εκείνοι να τηρούν υποχρεωτικά τη γιορτή.

28 Ορίστηκε κάθε οικογένεια στις μελλοντικές γενιές της, σε όλες τις επαρχίες και τις πόλεις, να τηρεί αυτή τη γιορτή για να θυμάται τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Η γιορτή «των κλήρων» δε θα ’πρεπε να παραμεληθεί από τους Ιουδαίους ή να ξεχαστεί από τους απογόνους τους.

29 Η βασίλισσα Εσθήρ, κόρη του Αβιχαΐλ, και ο Ιουδαίος Μαρδοχαίος έγραψαν δεύτερη επιστολή, για να επικυρώσει η βασίλισσα την προηγούμενη επιστολή, που είχε γράψει ο Μαρδοχαίος σχετικά με τη γιορτή αυτή.

30 Στάλθηκαν επιστολές σ’ όλους τους Ιουδαίους στις εκατόν είκοσι εφτά επαρχίες του βασιλείου του Ξέρξη, με ευχές για ειρήνη και ασφάλεια.

31 Αυτές οι επιστολές είχαν σκοπό να τονίσουν ακόμη μια φορά πως η γιορτή των «κλήρων» ήταν υποχρεωτική ως προς τις ημερομηνίες· επίσης περιλάμβαναν κανόνες για τις νηστείες και τους θρήνους, που θα τηρούσαν αυτοί και τα παιδιά τους, όπως όριζαν ο Μαρδοχαίος και η Εσθήρ.

32 Αυτή η επιστολή της Εσθήρ κατέστησε υποχρεωτικούς όλους τους κανόνες της γιορτής των «κλήρων», και καταχωρίσθηκε σε ειδικό βιβλίο.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/EST/9-c840ddb15d9d1988ca40a1a5af703f3f.mp3?version_id=173—

Categories
ΕΣΘΗΡ

ΕΣΘΗΡ 10

Ο Μαρδοχαίος προστάτης των Ιουδαίων

1 Ο βασιλιάς Ξέρξης επέβαλε υποχρεωτική εργασία παντού στην επικράτειά του.

2 Όλα τα μεγάλα έργα του και οι ηρωικές του πράξεις έχουν καταχωρισθεί στο Βιβλίο των Χρονικώντων βασιλιάδων της Μηδίας και της Περσίας. Επίσης εκεί είναι καταχωρισμένη με κάθε λεπτομέρεια η ιστορία τού πώς ο βασιλιάς έδωσε στο Μαρδοχαίο το υψηλό του αξίωμα.

3 Ο Μαρδοχαίος, ο Ιουδαίος, ήταν δεύτερος στην ιεραρχία μετά το βασιλιά Ξέρξη. Όλοι οι συμπατριώτες του τον αγαπούσαν, γιατί φρόντιζε πάντοτε για το καλό του λαού του κι έκανε τα πάντα για την ευημερία τη δική τους και των απογόνων τους.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/EST/10-a3f3153ae5d9336b51a0a4db739ab73f.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 1

Η ευσέβεια του Ιώβ δοκιμάζεται

1 Στην Αυσίτιδαζούσε κάποτε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ιώβ. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και τέλειος· σεβόταν το Θεό και αποστρεφόταν το κακό.

2 Είχε αποκτήσει εφτά γιους και τρεις θυγατέρες.

3 Είχε επίσης περιουσία εφτά χιλιάδες γιδοπρόβατα, τρεις χιλιάδες καμήλες, πεντακόσια ζευγάρια βόδια, πεντακόσια γαϊδούρια, καθώς και πλήθος υπηρέτες. Ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος απ’ όλους που κατοικούσαν στην Ανατολή.

4 Οι γιοι του συνήθιζαν να πηγαίνουν ο ένας στο σπίτι του άλλου όπου έδιναν συμπόσια, καθένας με τη σειρά του. Έστελναν και καλούσαν και τις τρεις αδερφές τους να φάνε και να πιουν μαζί τους.

5 Κάθε φορά που τέλειωναν τα συμπόσια, τους καλούσε ο Ιώβ και τους εξάγνιζε. Ξυπνούσε τότε νωρίς το πρωί και πρόσφερε από ένα ολοκαύτωμα για τον καθένα τους. «Ίσως τα παιδιά μου αμάρτησαν», σκεφτόταν, «ίσως ασέβησαν με τη σκέψη τους στο Θεό».

6 Μια μέρα που ήρθαν τα ουράνια όντα να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε ανάμεσά τους κι ο σατανάς.

7 Ο Κύριος τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι εσύ;» Κι εκείνος απάντησε: «Περιπλανήθηκα πάνω σ’ όλη τη γη και την περιδιάβηκα».

8 Ο Κύριος του είπε: «Πρόσεξες το δούλο μου, τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πάνω στη γη· είναι άνθρωπος ακέραιος κι ευθύς· με σέβεται κι αποστρέφεται το κακό».

9 Ο σατανάς του απάντησε: «Μήπως με το αζημίωτο σε σέβεται ο Ιώβ;

10 Πάντα τον προστάτευες, αυτόν και το σπίτι του και όλα τα υπάρχοντά του. Ευλόγησες τα έργα του και πληθύνανε τα κοπάδια του στη χώρα.

11 Κάνε, όμως, πως αγγίζεις τα υπάρχοντά του και να δεις αν δημόσια δεν σε βλαστημήσει».

12 Είπε τότε ο Κύριος στο σατανά: «Ορίστε, σου παραδίδω όλα τα υπάρχοντά του· μόνο πάνω στον ίδιο να μην απλώσεις χέρι». Κι ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού.

13 Μια μέρα που οι γιοι και οι κόρες του Ιώβ έτρωγαν κι έπιναν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού τους,

14 φτάνει στον Ιώβ ένας αγγελιοφόρος και του λέει: «Εκεί που τα βόδια όργωναν και τα γαϊδούρια έβοσκαν κοντά τους,

15 όρμησαν Σαβαίοιληστές και τα άρπαξαν! Σκότωσαν τους δούλους σου με τα ξίφη τους και μονάχα εγώ κατάφερα να γλιτώσω, για να σου φέρω τα νέα».

16 Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, έρχεται άλλος αγγελιοφόρος και του λέει: «Φωτιά έπεσε απ’ τον ουρανό κι έκαψε τα πρόβατα και τους δούλους σου! Τα ’κανε όλα στάχτη και μονάχα εγώ κατάφερα να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα».

17 Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, έρχεται κι άλλος και του λέει: «Τρεις ομάδες Χαλδαίωνρίχτηκαν στις καμήλες και τις άρπαξαν! Σκότωσαν τους δούλους σου με τα ξίφη τους και μονάχα εγώ κατάφερα να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα».

18 Ενώ και αυτός μιλούσε ακόμη, έρχεται κι άλλος αγγελιοφόρος και λέει: «Οι γιοι σου και οι θυγατέρες σου έτρωγαν κι έπιναν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού τους.

19 Ξαφνικά φύσηξε άνεμος δυνατός από την άλλη άκρη της ερήμου, χτύπησε το σπίτι από παντού και το γκρέμισε! Τα παιδιά πλακώθηκαν στα ερείπια και σκοτώθηκαν και μόνο εγώ κατάφερα να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα».

20 Τότε σηκώθηκε ο Ιώβ και ξέσκισε το μανδύα του· ξύρισε το κεφάλι του κι έπεσε καταγής.Προσκυνούσε

21 κι έλεγε:

«Γυμνός απ’ την κοιλιά βγήκα της μάνας μου,

γυμνός και θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη.

Ο Κύριος όλα τα ’δωσε,

ο Κύριος και τα πήρε πίσω.

Ευλογημένο να ’ναι τ’ όνομά του!»

22 Έτσι, παρ’ όλες αυτές τις συμφορές, ο Ιώβ δεν αμάρτησε και δεν ξεστόμισε τίποτα το ανάρμοστο ενάντια στο Θεό.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/1-3f7a2432ce316764081fd411e4d5395a.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 2

Ο Ιώβ δοκιμάζεται περισσότερο

1 Μια μέρα που τα ουράνια όντα ήρθαν να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε κι ο σατανάς ανάμεσά τους.

2 Ο Κύριος τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι εσύ;» Κι εκείνος του απάντησε: «Περιπλανήθηκα πάνω σ’ όλη τη γη και την περιδιάβηκα».

3 Ο Κύριος του είπε: «Πρόσεξες το δούλο μου, τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πάνω στη γη· είναι άνθρωπος ακέραιος, ευθύς, με σέβεται και αποστρέφεται το κακό. Παραμένει σταθερός στην ακεραιότητά του κι άδικα εσύ με παρακίνησες να τον καταστρέψω χωρίς κανένα λόγο».

4 «Δεν έκανε δα κι άσχημη δοσοληψία!»απάντησε ο σατανάς. «Όλα όσα έχει ο άνθρωπος τα δίνει για το πετσί του.

5 Κάνε, λοιπόν, πως αγγίζεις το ίδιο του το σώμα και να δεις αν δημόσια δεν σε βλαστημήσει».

6 Είπε τότε ο Κύριος στο σατανά: «Ορίστε, σου τον παραδίδω· μόνο να μην πειράξεις τη ζωή του».

7 Ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού κι έκανε να γεμίσει ο Ιώβ πληγές, από την κορφή ως τα νύχια.

8 Τότε ο Ιώβ πήγε και κάθισε μέσα στις στάχτες και χρησιμοποιούσε ένα κομμάτι κεραμίδι για να ξύνεται.

9 Η γυναίκα του τού έλεγε: «Ακόμα επιμένεις στην ευσέβειά σου; Βλαστήμα το Θεό και πέθανε!»

10 Εκείνος όμως της απαντούσε: «Μιλάς σαν ανόητη! Μόνο τα καλά θα δεχόμαστε απ’ το Θεό; Δεν πρέπει να δεχτούμε και τα άσχημα;»

Επίσκεψη των φίλων του Ιώβ

11 Ο Ιώβ είχε τρεις φίλους: Τον Ελιφάζ τον Ταιμανίτη, το Βιλδάδ τον Σουχίτη και τον Σωφάρ τον Νααμαθίτη. Όταν, λοιπόν, αυτοί οι φίλοι του έμαθαν τη μεγάλη συμφορά που βρήκε τον Ιώβ, ήρθαν καθένας από τον τόπο του και συμφώνησαν να τον επισκεφθούν για να του συμπαρασταθούν και να τον παρηγορήσουν.

12 Καθώς όμως τον είδαν από μακριά δεν τον αναγνώρισαν και ξέσπασαν σε κλάμα γοερό. Ξέσκισαν τα ρούχα τουςκαι σκόρπισαν χώμα στον αέρα και πάνω στα κεφάλια τους.

13 Έπειτα κάθισαν μαζί του καταγής εφτά μερόνυχτα. Κανένας τους δεν του μιλούσε, γιατί έβλεπαν πόσο μεγάλος ήταν ο πόνος του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/2-a93516c7b2e9a2d365c90f31ceb31e09.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 3

Ο Ιώβ θρηνεί για τη γέννησή του

1-2 Τελικά ο Ιώβ άνοιξε το στόμα του κι άρχισε μ’ αυτά τα λόγια να καταριέται τη μέρα που γεννήθηκε:

3 Ας ήταν να χαθεί η μέρα που γεννήθηκα

κι η νύχτα που είδε

τη στιγμή της σύλληψής μου!

4 Η μέρα εκείνη να γενεί σκοτάδι!

Να μην τη θυμηθεί ποτέ

εκεί ψηλά ο Θεός

και ποτέ πια το φως

πάνω της να μη λάμψει.

5 Να τη διεκδικήσει πάλι το σκοτάδι·

να τη σκεπάζουν μαύρα σύννεφα

κι η έκλειψη του ήλιου ας την τρομάζει.

6 Τη νύχτα εκείνη, το σκοτάδι να την καταπιεί·

να μη λογαριαστεί

στου χρόνου τα μερόνυχτα

ούτε μες στων μηνών τους αριθμούς.

7 Η νύχτα εκείνη ας μην είναι γόνιμη

κι ας μην τη διαπεράσει

χαρμόσυνη κραυγή.

8 Να την καταραστούν οι μάγοι που ’χουνε τη δύναμη

τις μέρες να τις καταριούνται,

αυτοί που άφοβα μπορούν

να ξεσηκώνουν τον Λεβιάθαν.

9 Ας μη λάμψουν τ’ αστέρια της αυγής της

κι ας περιμένει μάταια το φως·

ποτέ της να μη δει το γλυκοχάραμα.

10 Γιατί τις πύλες να μην κλείσει

της κοιλιάς της μάνας μου,

για να μη δουν τα μάτια μου τη θλίψη;

11 Γιατί να μην πεθάνω στην κοιλιά της μάνας μου;

Γιατί τουλάχιστον δε χάθηκα στης γέννας τη στιγμή;

12 Γιατί βρεθήκαν γόνατα να με δεχτούν,

μαστοί για να θηλάσω;

13 Θα ’μουνα τώρα ήσυχος στον τάφο μου·

θα κοιμόμουν και θ’ αναπαυόμουνα

14 αντάμα με τους βασιλιάδες

και με τους άρχοντες της γης,

που βάζανε για χάρη τους να χτίζουν πυραμίδες.

15 Θα ήμουν με τους ηγεμόνες που είχαν άφθονο χρυσάφι,

που με ασήμι γέμισαν

τους νεκρικούς θαλάμους τους.

16 Ή πάλι σαν καταχωμένο έκτρωμα

δε θα υπήρχα·

καθώς τα βρέφη που δεν είδανε το φως.

17 Στον τάφο οι ασεβείς παύουν να κάνουν το κακό·

εκεί βρίσκουν κι οι κουρασμένοι ανάπαυση.

18 Βρίσκουν την ησυχία τους και οι δεσμώτες,

χωρίς ν’ ακούνε των φυλάκων τις φωνές.

19 Εκεί αντάμα βρίσκονται κι ο άσημος κι ο ξακουστός,

κι ο δούλος είναι ελεύθερος

από τον κύριό του.

20 Γιατί να συνεχίζει ο κουρασμένος

να βλέπει της ζωής το φως;

Γιατί σε μάκρος να τραβά

η ζωή των πικραμένων;

21 Καρτερούν το θάνατο

κι αυτός δεν έρχεται

και τον γυρεύουν πιότερο

κι από κρυμμένο θησαυρό.

22 Θα ’ταν πανευτυχείς, θα ’ταν πασίχαροι

αν βρίσκαν έναν τάφο.

23 Γιατί να ζει ο άνθρωπος

που στα τυφλά βαδίζει,

που σ’ αδιέξοδο

τον έχει φέρει ο Θεός;

24 Έχω τροφή τους στεναγμούς

και σαν νερό ξεχύνονται οι κραυγές μου·

25 εκείνο που φοβόμουνα με χτύπησε·

κι εκείνο που με τρόμαζε, με βρήκε.

26 Δεν έχω ειρήνη ούτ’ ησυχία

ούτ’ ανάπαυση·

μονάχα ταραχή.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/3-2aac6ac8868a41d574af87d3ebd537cb.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 4

Ο Ελιφάζ επιπλήττει τον Ιώβ

1 Τότε πήρε το λόγο ο Ελιφάζ ο Ταιμανίτης και είπε:

2 Αν σου μιλήσω, μήπως σε λυπήσω;

Ύστερα απ’ όσα είπες,

δεν το αντέχω να σιωπώ!

3 Εσύ νουθέτησες πολλούς

και χέρια ασθενικά δυνάμωσες.

4 Τα λόγια σου στήριζαν

εκείνους που σκοντάφταν,

και τόνωναν τα γόνατα που λύγιζαν.

5 Μα τώρα που ήρθε η σειρά σου,

εσύ δειλιάζεις!

Οι συμφορές σ’ αγγίξανε και τρόμαξες.

6 Η ευσέβειά σου δεν σου δίνει στήριγμα;

και η άμεμπτη ζωή σου

δεν σου προσθέτει ελπίδα;

7 Μήπως θυμάσαι κάποιον αθώο που να χάθηκε,

ή κάποιους τίμιους

που να εξολοθρευτήκαν;

8 Εγώ το ’χω παρατηρήσει:

όσοι καλλιεργούν την αδικία

και σπέρνουνε τη συμφορά,

αυτοί αδικία και συμφορά θερίζουν.

9 Σαν την ανεμοθύελλα ο Θεός

τους καταστρέφει,

τους αφανίζει με τη φοβερή του οργή.

10 Είν’ η φωνή τους σαν του λιονταριού το βρυχηθμό,

αλλά ο Θεός τα δόντια τους συντρίβει.

11 Πεθαίνουν όπως το λιοντάρι,

όταν δε βρίσκει πια τροφή

και τα μικρά του διασκορπίζονται.

Σύγκριση με τον ανόητο θνητό

12 Κάποτε έφτασε σ’ εμένα ένα μήνυμα στα κρυφά,

ένα ελαφρό του ψίθυρο συγκράτησε τ’ αυτί μου,

13 τη νύχτα μέσα στ’ όνειρο,

που οι λογισμοί μπερδεύονται

κι ο λήθαργος θανατερά τυλίγει τους ανθρώπους.

14 Φρίκη και τρόμος με κυρίεψε

κι έτρεμε όλο το κορμί μου.

15 Φύσημα αχνό από το πρόσωπό μου πέρασε,

μ’ έκανε σύγκορμο ν’ ανατριχιάσω.

16 Στάθηκε μπρος μου μια μορφή,

που δεν μπορούσα να την καθορίσω·

κι ύστερα από μικρή σιωπή άκουσα τη φωνή της:

17 «Τάχα είναι δίκαιος ο θνητός μπρος στο Θεό;

Είναι άμεμπτος ο άνθρωπος μπρος στο δημιουργό του;

18 Αφού ο Θεός δεν εμπιστεύεται

ούτε και τους αγγέλους του

και βρίσκει σφάλματα ακόμα και σ’ εκείνους,

19 πόσο μάλλον σ’ αυτά τα χωματένια πλάσματα,

που προέρχονται από τη γη

και που μπορούν να πατηθούν

σαν τα σκουλήκια,

20 που μέσα σε μια μέρα μπορούν ν’ αφανιστούν,

για πάντα να χαθούν,

χωρίς κανείς να το προσέξει!

21 Ο Θεός δίνει τέλος στη ζωή τους·

πεθαίνουν και δεν ξέρουνε το πως».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/4-fba408eea3d637f7d068009b72f2b1c4.mp3?version_id=173—