Categories
ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ)

ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ) 8

Οι οικογένειες που συνόδευσαν τον Έσδρα

1 Ακολουθεί πίνακας των αρχηγών των συγγενειών, που έφυγαν μαζί μου από τη Βαβυλώνα τον καιρό της βασιλείας του Αρταξέρξη:

2 Ο Γηρσών, από τη συγγένεια του Φινεές, ο Δανιήλ, από τη συγγένεια του Ιθάμαρ και ο Χαττούς, γιος του Σεχανία, από τη συγγένεια του Δαβίδ.

3 Ο Ζαχαρίας, από τη συγγένεια του Φαρώς, και μαζί του ήταν καταγεγραμμένοι εκατόν πενήντα άντρες·

4 ο Ελιωεναΐ, γιος του Ζεραχία, από τη συγγένεια του Φαχάθ-Μωάβ, με διακόσιους άντρες·

5 ο Σεχανίας, γιος του Ιααζιήλ, από τη συγγένεια του Ζαττού,με τριακόσιους άντρες·

6 ο Εβέδ, γιος του Ιωνάθαν, από τη συγγένεια του Αδίν, με πενήντα άντρες·

7 ο Ιεσαΐας, γιος του Γοθολία, από τη συγγένεια του Ελάμ, με εβδομήντα άντρες·

8 ο Ζεβαδίας, γιος του Μιχαήλ, από τη συγγένεια του Σεφατία, με ογδόντα άντρες·

9 ο Οβαδίας, γιος του Ιεχιήλ, από τη συγγένεια του Ιωάβ, με διακόσιους δεκαοκτώ άντρες·

10 ο Σελωμείθ, γιος του Ιωσηφία, από τη συγγένεια του Βανί,με εκατόν εξήντα άντρες·

11 ο Ζαχαρίας, γιος του Βεβαΐ, από τη συγγένεια του Βεβαΐ, με είκοσι οκτώ άντρες·

12 ο Ιωχανάν, γιος του Ακκατάν, από τη συγγένεια του Αζγάδ, με εκατόν δέκα άντρες·

13 οι Ελιφαλέτ, Ιεϊήλ και Σεμαΐα, νεότεροι απόγονοι από τη συγγένεια του Αδωνικάμ, με εξήντα άντρες·

14 ο Ουθαΐ και ο Ζαββούδ, από τη συγγένεια του Βιγβαΐ, με εβδομήντα άντρες.

Ο Έσδρας συγκεντρώνει λευίτες και υπηρέτες του ναού

15 Όλους αυτούς τους συγκέντρωσα στον ποταμό που περνάει από την Ααβάκι εκεί κατασκηνώσαμε τρεις μέρες. Είδα ότι ανάμεσα στο λαό υπήρχαν ιερείς, αλλά δε βρήκα κανένα λευίτη.

16 Τότε κάλεσα τους αρχηγούς Ελεάζαρ, Αριήλ, Σεμαΐα, Αλωνάμ, Ιαρίβ, Ελνάθαμ, Νάθαν, Ζαχαρία και Μεσουλλάμ, και τους δασκάλους Ιωϊαρίβ και Ελνάθαμ,

17 και τους έστειλα στον Ιδδώ, αρχηγό της κοινότητας Χασιφία· προηγουμένως τους είπα τι να πουν στον Ιδδώ και στους συντρόφους του,τους υπηρέτες του ναού που κατοικούσαν στην περιοχή Χασιφία, ώστε να μας στείλουν υπηρέτες για το ναό του Θεού μας.

18 Χάρη στην εύνοια του Θεού απέναντί μας, αυτοί συμφώνησαν και μας έστειλαν έναν άντρα σοφό, το Σερεβία, από τη συγγένεια του Μααλί και απόγονο του Λευί, γιου του Ιακώβ, μαζί με τους γιους του και τους συγγενείς του συνολικά δεκαοκτώ άντρες·

19 επίσης μας έστειλαν το Χασαβία και μαζί του τον Ιεσαΐα, από τη συγγένεια του Μεραρί, με τους συγγενείς του και τους γιους του, είκοσι άντρες.

20 Κι από το κατώτερο προσωπικό του ναού, μάς έστειλαν διακόσιους είκοσι άντρες, απογόνους υπηρετών του ναού, που ο Δαβίδ και οι αξιωματούχοι του τους είχαν διορίσει στην υπηρεσία των λευιτών. Όλοι αυτοί ήταν καταγεγραμμένοι ονομαστικά.

Προετοιμασία για την επιστροφή

21 Τότε εκεί κοντά στον ποταμό Ααβά κήρυξα νηστεία, για να ταπεινωθούμε ενώπιον του Θεού μας και να του ζητήσουμε να προστατεύσει εμάς, τα παιδιά μας και τα υπάρχοντά μας.

22 Ντράπηκα να ζητήσω από το βασιλιά στρατιωτική δύναμη και ιππείς για να μας προστατεύσουν στο δρόμο μας από τους εχθρούς μας· του είχαμε πει ότι το χέρι του Θεού μας προστατεύει όλους εκείνους που τον αναζητούν με αγαθή πρόθεση, και η οργή του ξεσπάει με δύναμη ενάντια σ’ εκείνους που τον εγκαταλείπουν.

23 Νηστέψαμε, λοιπόν, και παρακαλέσαμε το Θεό μας να μας προστατεύσει· κι αυτός άκουσε την παράκλησή μας.

24 Μετά ξεχώρισα δώδεκα από τους διευθύνοντες ιερείς, καθώς και τους Ζεραχία και Χασαβία και μαζί μ’ αυτούς δέκα άντρες από τους συγγενείς τους.

25 Τους ζύγισα το ασήμι, το χρυσάφι και τα σκεύη που είχαν προσφέρει για το ναό του Θεού μας ο βασιλιάς, οι σύμβουλοι και οι άρχοντές του, καθώς και όλοι οι Ισραηλίτες που βρίσκονταν στη χώρα.

26 Τους μέτρησα εξακόσια πενήντα ασημένια τάλαντα, εκατό ασημένια σκεύη και εκατό τάλαντα χρυσά·

27 είκοσι χρυσά δοχεία αξίας χιλίων δαρεικώνκαι δύο σκεύη καμωμένα από ωραίο λαμπερό χαλκό· τόσο πολύτιμα έμοιαζαν, σαν να ήταν από χρυσάφι.

28 Τους είπα: «Όπως εσείς είστε αφιερωμένοι στην υπηρεσία του Κυρίου, έτσι και τα σκεύη είναι κι αυτά αφιερωμένα στον Κύριο. Αυτό το ασήμι και το χρυσάφι είναι προαιρετική προσφορά στον Κύριο, το Θεό των προγόνων μας.

29 Φυλάξτε τα, λοιπόν, με προσοχή, ωσότου τα μετρήσετε μπροστά στους προϊσταμένους των ιερέων και των λευιτών, και στους αρχηγούς των συγγενειών του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, στα παραοικοδομήματα του ναού του Κυρίου».

30 Έτσι, οι ιερείς και οι λευίτες παρέλαβαν το ασήμι, το χρυσάφι και τα πολύτιμα σκεύη, για να τα μεταφέρουν στην Ιερουσαλήμ, στο ναό του Θεού μας.

Άφιξη στην Ιερουσαλήμ

31 Τη δωδέκατη μέρα του πρώτου μήνα φύγαμε από τον ποταμό Ααβά για να πάμε στην Ιερουσαλήμ. Ο Θεός ήταν μαζί μας και μας προστάτευε στο δρόμο από τις ενέδρες των εχθρών μας.

32 Φτάσαμε στην Ιερουσαλήμ και ξεκουραστήκαμε εκεί τρεις μέρες.

33 Την τέταρτη μέρα μετρήσαμε το ασήμι, το χρυσάφι και τα πολύτιμα σκεύη στο ναό του Θεού μας και τα παραδώσαμε στον ιερέα Μερημώθ, γιο του Ουρία. Μαζί του ήταν παρών ο Ελεάζαρ, γιος του Φινεές κι επίσης οι λευίτες Ιωζαβάδ, γιος του Ιησού και Νωαδίας, γιος του Βιννούι.

34 Τα πάντα μετρήθηκαν και ζυγίστηκαν και το βάρος τους καταγράφτηκε.

35 Τότε αυτοί που είχαν έρθει από την αιχμαλωσία πρόσφεραν ολοκαυτώματα στο Θεό του Ισραήλ, δώδεκα μοσχάρια, για όλες τις φυλές των Ισραηλιτών, ενενήντα έξι κριάρια, εβδομήντα εφτά αρνιά, δώδεκα τράγους, για την εξιλέωση της αμαρτίας. Όλα αυτά τα ζώα κάηκαν εντελώς προς τιμήν του Κυρίου.

36 Επίσης επέδωσαν τα βασιλικά διατάγματα στους σατράπες και στους κυβερνήτες της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη·κι αυτοί πρόσφεραν τη βοήθειά τους στο λαό σε ό,τι αφορούσε το ναό του Θεού.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/EZR/8-aa8c07d8fea85cc0e0d831f981829707.mp3?version_id=173—

Categories
ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ)

ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ) 9

Ο Έσδρας πληροφορείται για τους μικτούς γάμους

1 Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, με πλησίασαν μερικοί άρχοντες του λαού και μου είπαν: «Οι ιερείς, οι λευίτες και ο υπόλοιπος λαός του Ισραήλ έχουν δεχτεί τις επιδράσεις των άλλων λαών αυτής εδώ της χώρας. Τηρούν τα βδελυρά έθιμα των Χαναναίων, των Χετταίων, των Φερεζαίων, των Ιεβουσαίων, των Αμμωνιτών, των Μωαβιτών, των Αιγυπτίων και των Αμορραίων.

2 Αυτό συνέβη γιατί οι Ισραηλίτες και τα παιδιά τους έχουν πάρει γυναίκες από τις κόρες αυτών των λαών κι έτσι ο λαός του Θεού έχει έρθει σε επιμειξία με τους πληθυσμούς αυτής της χώρας· οι άρχοντες μάλιστα και οι αξιωματούχοι πρωτοστατούν σ’ αυτήν την απιστία».

3 Όταν άκουσα αυτά τα πράγματα, έσκισα τα ρούχα μουκαι το μανδύα μου, ξερίζωσα τα μαλλιά και τα γένια μου και κάθισα σε μια μεριά φοβερά ταραγμένος.

4 Γύρω μου συγκεντρώθηκαν όλοι όσοι έτρεμαν την κρίση του Θεού του Ισραήλ για την απιστία αυτών που είχαν γυρίσει από την αιχμαλωσία, ενώ εγώ καθόμουν σε μια μεριά ταραγμένος ως την ώρα της βραδινής θυσίας.

5 Όταν έφτασε η ώρα της βραδινής θυσίας σηκώθηκα από ’κει που είχα πέσει ταπεινωμένος και με σχισμένα τα ρούχα μου και το μανδύα μου έπεσα στα γόνατα, άπλωσα τα χέρια μου στον Κύριο, το Θεό μου,

6 και είπα: «Θεέ μου, είμαι φοβερά ταραγμένος και ντρέπομαι να σηκώσω τα μάτια μου σ’ εσένα, γιατί οι ανομίες μας έχουν γίνει τόσες πολλές, που μας έπνιξαν· η ενοχή μας έχει γίνει σωρός, που φτάνει μέχρι τον ουρανό.

7 Από τον καιρό των προγόνων μας μέχρι σήμερα, η ενοχή μας ήταν πάντα μεγάλη. Εξαιτίας των ανομιών μας ο λαός μας, οι βασιλιάδες μας και οι ιερείς μας παραδοθήκαμε στην εξουσία των βασιλιάδων των χωρών αυτών. Και μέχρι σήμερα μας κατέσφαζαν, μας είχαν αιχμαλώτους, μας λεηλατούσαν και μας εξευτέλιζαν.

8 Αλλά εδώ και λίγον καιρό εσύ Κύριε, Θεέ μας, μας έδειξες την εύνοιά σου, και σ’ ένα υπόλοιπο από μας που επέζησε του επέτρεψες να εγκατασταθεί μόνιμα στον άγιο τόπο σου. Έτσι αναζωογόνησες τις καρδιές μας και μας έδωσες χαρά για λίγον καιρό μέσα στη σκλαβιά μας.

9 Πράγματι είμαστε δούλοι! Αλλά εσύ, Θεέ μας, δε μας εγκατέλειψες στη δουλεία μας. Επειδή μας αγαπάς, προκάλεσες την εύνοια του βασιλιά των Περσών για μας, ώστε να μπορέσουμε να ξαναχτίσουμε το ναό σου, ν’ αναστηλώσουμε τα ερείπιά του κι έτσι να βρίσκουμε ένα ασφαλές καταφύγιο στην Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ.

10 Τώρα όμως, Θεέ μας, τι να πούμε, που μετά απ’ όλα αυτά εμείς έχουμε λησμονήσει τις εντολές

11 που μας έδωσες με τους δούλους σου, τους προφήτες; Πράγματι, μας είχες πει τότε: “η χώρα που πάτε να κατακτήσετε είναι ακάθαρτη, μολυσμένη από τους λαούς της περιοχής. Την έχουν γεμίσει με τα βδελυρά τους είδωλα από τη μιαν άκρη ως την άλλη.

12 Γι’ αυτό δεν θα δίνετε τις κόρες σας στους γιους τους για γυναίκες, ούτε θα παίρνετε τις κόρες τους για γυναίκες στους γιους σας. Δε θα επιδιώξετε ποτέ την ειρήνη τους και το καλό τους, αν θέλετε να γίνετε ισχυροί, ν’ απολαμβάνετε τα αγαθά της χώρας και να την αφήσετε στους γιους σας κληρονομιά παντοτινή”.

13 Κι όμως, εσύ, Θεέ μας, δε μας τιμώρησες όσο μας άξιζε για τις παρανομίες μας, αλλά επέτρεψες να επιζήσουμε ελεύθεροι όλοι εμείς, που τώρα βρισκόμαστε εδώ. Μετά, όμως, απ’ όσα μας έχουν βρει εξαιτίας των αμαρτιών μας και της μεγάλης ενοχής μας,

14 πώς να παραβούμε πάλι τις εντολές σου και να συνάψουμε μικτούς γάμους με τους λαούς που τηρούν όλα αυτά τα βδελυρά έθιμα; Δεν θα οργιζόσουν εναντίον μας, σε σημείο να μας καταστρέψεις εντελώς και κανένας από μας να μην επιζήσει;

15 Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, εσύ είσαι δίκαιος, γιατί επέτρεψες να επιβιώσει ένα υπόλοιπο από μας. Και σήμερα εμείς στεκόμαστε εδώ ένοχοι ενώπιόν σου, που κανένας δε θα μπορούσε να σταθεί μπροστά σου σε τέτοια κατάσταση».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/EZR/9-886f10f4a4fe910f2dc058325f981135.mp3?version_id=173—

Categories
ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ)

ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ) 10

Απομάκρυνση των αλλοεθνών γυναικών και παιδιών

1 Ενώ ο Έσδρας προσευχόταν γονατιστός μπροστά στο ναό του Θεού, και ζητούσε με κλάματα συγχώρηση, συγκεντρώθηκαν γύρω του μεγάλο πλήθος αντρών, γυναικών και παιδιών από το λαό. Κι όλος αυτός ο κόσμος έκλαιγε γοερά.

2 Τότε ο Σεχανίας, γιος του Ιεχιήλ, από τη συγγένεια του Ελάμ, πήρε το λόγο και είπε στον Έσδρα: «Αμαρτήσαμε στο Θεό μας, γιατί έχουμε πάρει αλλοεθνείς γυναίκες, από τους λαούς αυτής εδώ της χώρας. Υπάρχει όμως ακόμα ελπίδα για τους Ισραηλίτες.

3 Γι’ αυτό δίνουμε υπόσχεση στο Θεό μας να διώξουμε όλες τις αλλοεθνείς γυναίκες και τα παιδιά τους, σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε ο Κύριος κι εκείνοι που τηρούν με σεβασμό τις εντολές του. Ας εφαρμοστεί ο νόμος του Θεού μας.

4 Αυτό όμως είναι δικό σου έργο. Ξεκίνα, λοιπόν, κι εμείς είμαστε μαζί σου. Πάρε θάρρος και πράξε!»

5 Τότε ο Έσδρας όρκισε τους επικεφαλής των ιερέων-λευιτών και ολόκληρου του Ισραήλ ότι θα πράξουν σύμφωνα με όσα πρότεινε ο Σεχανίας. Κι αυτοί ορκίστηκαν.

6 Μετά ο Έσδρας έφυγε από την αυλή του ναού του Θεού και πήγε και διανυκτέρευσε στο δωμάτιο του Ιωχανάν, γιου του Ελιασείβ. Όλη τη νύχτα δεν έφαγε ούτε ήπιε αλλά θρηνούσε συνέχεια για την παράβαση που είχαν κάνει αυτοί που γύρισαν από την αιχμαλωσία.

7 Έπειτα κυκλοφόρησαν μια διακήρυξη στην Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ, σε όσους είχαν επιστρέψει από παλιά από την αιχμαλωσία και τους όριζαν να συγκεντρωθούν στην Ιερουσαλήμ.

8 Κι αν κάποιος δεν θα ερχόταν μέσα σε τρεις μέρες, σύμφωνα με τη διαταγή των αρχόντων και των ευγενών, θα δημευόταν η περιουσία του και ο ίδιος θα αποκλειόταν από την κοινότητα.

9 Έτσι, μέσα σε τρεις μέρες, συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ όλοι οι άντρες των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν, την εικοστή μέρα του ένατου μήνα. Όλος ο λαός κάθισε στον ανοιχτό χώρο του ναού του Θεού, τρέμοντας εξαιτίας αυτής της υπόθεσης αλλά και εξαιτίας της δυνατής βροχής.

10 Ο ιερέας Έσδρας σηκώθηκε και τους είπε: «Εσείς έχετε αμαρτήσει που πήρατε αλλοεθνείς γυναίκες, με συνέπεια να προσθέσετε ενοχές σ’ όλο το λαό του Ισραήλ.

11 Τώρα, όμως, δοξάστε τον Κύριο, το Θεό των προγόνων σας, και εφαρμόστε το θέλημά του. Αποχωριστείτε από τους λαούς αυτής της χώρας και διώξτε τις αλλοεθνείς γυναίκες».

12 Όλη η συνάθροιση αποκρίθηκε με δυνατές φωνές: «Έτσι είναι! Θα πράξουμε όπως προστάζεις.

13 Αλλά εδώ ο κόσμος είναι πολύς και είμαστε στην εποχή των βροχών· δεν μπορούμε να παραμείνουμε σε ανοιχτό χώρο. Εξάλλου η παράνομη αυτή υπόθεση δεν είναι δυνατόν να τακτοποιηθεί σε μία ή δύο μέρες, γιατί είμαστε πολλοί που έχουμε εμπλακεί σ’ αυτήν.

14 Ας εκπροσωπήσουν τη συνέλευση οι αρχηγοί μας· και όλοι όσοι έχουν πάρει αλλοεθνείς γυναίκες ας έρθουν σ’ αυτούς μια ορισμένη μέρα μαζί με τους πρεσβυτέρους και τους δικαστές της πόλης τους. Έτσι θα σταματήσει ο φοβερός θυμός του Θεού μας εναντίον μας γι’ αυτή μας την πράξη».

15 Μόνον ο Ιωνάθαν, γιος του Ασαήλ και ο Ιαχζεΐας, γιος του Τικβά, αντέδρασαν σ’ αυτή την πρόταση, και τους υποστήριζαν ο Μεσουλλάμ και ο λευίτης Σαββεθάι.

16 Όλοι οι άλλοι Ισραηλίτες που είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσία, τη δέχτηκαν. Ο ιερέας Έσδρας διάλεξε για βοηθούς του τους αρχηγούς των συγγενειών, τον καθένα ονομαστικά. Και την πρώτη μέρα του δέκατου μήνα συνεδρίασαν για να εξετάσουν το ζήτημα.

17 Την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα του επόμενου χρόνου είχαν τελειώσει με τη διερεύνηση όλων των περιπτώσεων που Ισραηλίτες είχαν πάρει γυναίκες αλλοεθνείς.

Κατάλογος των Ισραηλιτών που είχαν αλλοεθνείς γυναίκες

18 Οι ιερείς που βρέθηκε να έχουν πάρει αλλοεθνείς γυναίκες ήταν οι εξής:

Από τη συγγένεια του Ιησού, γιου του Ιωσαδάκ, και των αδερφών του, οι Μαασεΐας, Ελιέζερ, Ιαρίβ και Γεδαλίας.

19 Αυτοί έδωσαν τα χέρια και υποσχέθηκαν να διώξουν τις γυναίκες τους κι επίσης θυσίασαν ένα κριάρι από το κοπάδι τους για την εξιλέωση της ενοχής τους.

20 Από τη συγγένεια του Ιμμήρ, ο Ανανί και ο Ζεβαδίας.

21 Από τη συγγένεια του Χαρίμ, οι Μαασεΐας, Ηλίας, Σεμαΐας, Ιεχιήλ και Ουζίας.

22 Από τη συγγένεια του Φασχούρ, οι Ελιωεναΐ, Μαασεΐας, Ισμαήλ, Ναθαναήλ, Ιωζαβάδ και Ελασά.

23 Λευίτες: οι Ιωζαβάδ, Σιμεΐ, Κελαΐας (που ονομαζόταν και Κελιτά), Πεθαχίας, Ιούδας και Ελιέζερ.

24 Από τους ψάλτες ο Ελιασείβ, και θυρωροί οι Σαλλούμ, Τελέμ και Ουρεί.

25 Ο υπόλοιπος λαός: Από τη συγγένεια του Φαρώς, οι Ραμίας, Ιζζίας, Μαλκίας, Μιαμίν, Ελεάζαρ, Μαλκίας και Βεναΐας.

26 Από τη συγγένεια του Ελάμ, οι Ματτανίας, Ζαχαρίας, Ιεχιήλ, Αβδίας, Ιερεμώθ και Ηλίας.

27 Από τη συγγένεια του Ζαττού, οι Ελιωεναΐ, Ελιασείβ, Ματαναΐ, Ιερεμώθ, Ζαβάδ και Αζιζά.

28 Από τη συγγένεια του Βεβαΐ, οι Ιωχανάν, Ανανίας, Ζαββαΐ και Αθλαΐ.

29 Από τη συγγένεια του Βανί, οι Μεσουλλάμ, Μαλλούχ, Αδαΐας, Ιασούβ, Σεάλ και Ιεραμώθ.

30 Από τη συγγένεια του Φαχάθ-Μωάβ, οι Αδνά, Χελάλ, Βεναΐας, Μαασεΐας, Ματτανίας, Βεσαλεήλ, Βινούι και Μανασσής.

31 Από τη συγγένεια του Χαρίμ, οι Ελιέζερ, Ισσίας, Μαλκίας, Σεμαΐας, Συμεών,

32 Βενιαμίν, Μαλλούχ και Σεμαρίας.

33 Από τη συγγένεια του Χασούμ, οι Ματαναΐ, Ματατά, Ζαβάδ, Ελιφέλετ, Ιερεμαΐ, Μανασσής και Σιμεΐ.

34 Από τη συγγένεια του Βανί, οι Μααδαΐας, Αμράμ, Ουήλ,

35 Βεναΐας, Βεδαΐας, Κελλουΐ,

36 Βανίας, Μερημώθ, Ελιασείβ,

37 Ματτανίας, Ματαναΐ και Ιαασώ.

38 Από τη συγγένεια του Βινούι, οι Σιμεΐ,

39 Σελεμίας, Νάθαν, Αδαΐας,

40 Μαχναδεβαΐ, Σασαΐ, Σαραΐ,

41 Αζαρεήλ, Σελεμίας, Σεμαρίας,

42 Σαλλούμ, Αμαρίας και Ιωσήφ.

43 Από τη συγγένεια του Νεβώ, οι Ιεϊήλ, Ματαθίας, Ζαβάδ, Ζεβινά, Ιαδαύ, Ιωήλ και Βεναΐας.

44 Όλοι αυτοί είχαν πάρει αλλοεθνείς γυναίκες· μερικοί μάλιστα είχαν αποκτήσει και παιδιά απ’ αυτές.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/EZR/10-91402690f36e6ae2709aed17e146b1d1.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 1

1 Έργα του Νεεμία, γιου του Χαχαλία.

Ο Νεεμίας αρχίζει την αναφορά του

Το μήνα Χισλεύ, του εικοστού έτους της βασιλείας του Αρταξέρξη,ενώ βρισκόμουν στα Σούσα, την πρωτεύουσα,

2 ήρθε από την Ιουδαία ο συμπατριώτης μου Ανανί με μερικούς άντρες. Τους ρώτησα για τους Ιουδαίους που επέζησαν και είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσία, καθώς και για την Ιερουσαλήμ.

3 Εκείνοι μου απάντησαν: «Όσοι επέζησαν από την αιχμαλωσία κι έχουν εγκατασταθεί πάλι στον τόπο τους, βρίσκονται σε μεγάλη δυστυχία και ταπείνωση· το τείχος της Ιερουσαλήμ είναι ερειπωμένο και οι πύλες της έχουν καταστραφεί από τη φωτιά».

4 Όταν άκουσα αυτά τα λόγια, έπεσα σε βαρύτατο πένθος για μέρες πολλές. Προσευχήθηκα στο Θεό του ουρανού

5 και είπα:

«Κύριε, Θεέ του ουρανού, μεγάλε και φοβερέ, εσύ τηρείς τη διαθήκη σου και δείχνεις την αγάπη σου σ’ εκείνους που σε αγαπούν και εφαρμόζουν τις εντολές σου.

6 Στρέψε, λοιπόν, το βλέμμα σου σ’ εμένα το δούλο σου κι άκουσε προσεκτικά την προσευχή που μέρα και νύχτα τώρα σου απευθύνω για μας τους Ισραηλίτες, τους δούλους σου, και σου ζητώ συγχώρηση για τις αμαρτίες που έχουμε διαπράξει. Πραγματικά, κι εγώ και οι πρόγονοί μου αμαρτήσαμε.

7 Ασεβήσαμε εναντίον σου και δεν τηρήσαμε τις εντολές σου, τους νόμους σου και τα προστάγματά σου, αυτά που έδωσες στο Μωυσή, το δούλο σου.

8 Θυμήσου όμως, σε παρακαλώ, το λόγο που είπες στο Μωυσή, το δούλο σου: “αν απιστήσετε, θα σας διασκορπίσω ανάμεσα στα έθνη·

9 αν όμως μετά επιστρέψετε σ’ εμένα και φροντίσετε να εφαρμόσετε τις εντολές μου, τότε, ακόμη κι αν είστε διασκορπισμένοι ως τις άκρες του κόσμου, θα σας ξαναφέρω από ’κει και θα σας συγκεντρώσω στον τόπο που έχω διαλέξει για να με λατρεύουν”.

10 Αυτοί εδώ είναι δούλοι σου και λαός σου, που εσύ τους απελευθέρωσες με τη μεγάλη, την ακαταμάχητη δύναμή σου.

11 Σε παρακαλώ, Κύριε, άκουσε την προσευχή τη δική μου και των άλλων δούλων σου, που με χαρά σε τιμούν. Χάρισέ μου τώρα την επιτυχία και κάνε ο βασιλιάς να με αντιμετωπίσει ευνοϊκά».

Εκείνη την εποχή εγώ ήμουν οινοχόοςτου βασιλιά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/1-7c322ea7e6d33ae5a93ada3ca9fa3b36.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 2

Ο Νεεμίας αποστέλλεται στην Ιερουσαλήμ

1 Το μήνα Νισάν του εικοστού έτους της βασιλείας του Αρταξέρξη, μια μέρα που ο βασιλιάς καθόταν στο τραπέζι, πήρα ως οινοχόος το κρασί και του το πρόσφερα· ποτέ άλλοτε δεν είχα παρουσιαστεί λυπημένος μπροστά του.

2 Έτσι, ο βασιλιάς με ρώτησε: «Φαίνεσαι κακόκεφος· γιατί; Αφού δεν είσαι άρρωστος· άρα, σίγουρα κάποια στενοχώρια είναι».

Τότε φοβήθηκα πολύ,

3 και του απάντησα: «Βασιλιά μου, να ζεις αιώνια! Μα πώς να μην είμαι κακόκεφος, αφού η πόλη μου, ο τόπος των τάφων των προγόνων μου, είναι ερημωμένη και οι πύλες της κατεστραμμένες απ’ τη φωτιά;»

4 Ο βασιλιάς με ρώτησε: «Τι ζητάς λοιπόν;» Τότε εγώ προσευχήθηκα στο Θεό του ουρανού,

5 κι απάντησα στο βασιλιά: «Αν το βρίσκεις σωστό, βασιλιά, κι αν ο δούλος σου έχω κερδίσει την εύνοιά σου, τότε στείλε με στην Ιουδαία, στην πόλη των τάφων των προγόνων μου, να την ξαναχτίσω».

6 Ο βασιλιάς έχοντας τη βασίλισσα καθισμένη δίπλα του, με ρώτησε: «Και πόσον καιρό θα διαρκέσει η αποστολή σου; Πότε θα γυρίσεις;» Ο βασιλιάς δεχόταν, λοιπόν να με αφήσει να φύγω, κι εγώ του έδωσα την ημερομηνία της επιστροφής μου.

7 Του είπα ακόμη: «Αν συμφωνείς, βασιλιά, ας μου δοθούν επιστολές προς τους κυβερνήτες της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη,για να μου επιτρέψουν να περάσω από ’κει και να φτάσω στην Ιουδαία.

8 Επίσης, μια επιστολή για τον Ασάφ, τον υπεύθυνο του βασιλικού δάσους, ώστε να μου δώσει ξυλεία για τις πύλες του φρουρίου του ναού, για το τείχος της πόλης και για το σπίτι όπου θα μείνω». Ο βασιλιάς μού έδωσε ό,τι του ζήτησα, γιατί με προστάτευε το χέρι του Θεού.

9 Ήρθα, λοιπόν, στους κυβερνήτες της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη και τους έδωσα τις επιστολές του βασιλιά, ο οποίος είχε στείλει αξιωματικούς του στρατού και ιππικό για να με συνοδέψουν.

10 Βέβαια, ο Σανβαλλάτ ο Χωρωνίτης και ο βοηθός του, ο Τωβίας ο Αμμωνίτης, πολύ δυσαρεστήθηκαν όταν άκουσαν ότι κάποιος είχε έρθει να εργαστεί για το καλό των Ισραηλιτών.

Ο Νεεμίας προτρέπει το λαό να ανοικοδομήσουν τα τείχη

11 Αφού ήρθα στην Ιερουσαλήμ, έμεινα εκεί τρεις μέρες.

12 Τη νύχτα σηκώθηκα εγώ και μαζί μου μερικοί άντρες, χωρίς να πω σε κανέναν τι είχε βάλει ο Θεός μου στο νου μου να κάνω για την Ιερουσαλήμ· δεν είχα μαζί μου άλλο υποζύγιο, εκτός από κείνο που μετέφερε εμένα.

13 Μέσα στη νύχτα, βγήκα από την πόλη και περνώντας από την πύλη της Κοιλάδας κατευθύνθηκα προς την πηγή του Δράκοντα και προς την πύλη της Κοπρίας κι εξέταζα τα ερειπωμένα τείχη της Ιερουσαλήμ και τις πύλες της, που είχαν καταστραφεί απ’ τη φωτιά.

14 Πέρασα κοντά από την πύλη της Πηγής κι από τη δεξαμενή του βασιλιάαλλά το ζώο μου δεν έβρισκε πια τόπο για να περάσει.

15 Έτσι, πάντα μέσα στη νύχτα, ανέβηκα από το χείμαρρο των Κέδρων συνεχίζοντας την εξέταση του τείχους· έπειτα έκανα στροφή και γύρισα πίσω πάλι από την πύλη της Κοιλάδας.

16 Οι αξιωματούχοι της πόλης δεν ήξεραν πού είχα πάει και τι έκανα.

Δεν είχα πει ακόμα τίποτα στους Ιουδαίους ούτε στους ιερείς ούτε στους ευγενείς και στους αξιωματούχους, ούτε σε κανέναν άλλον από κείνους που θα εκτελούσαν το έργο της ανοικοδόμησης.

17 Τώρα όμως τους είπα: «Βλέπετε σε τι δυστυχία βρισκόμαστε: Η Ιερουσαλήμ είναι ερειπωμένη και οι πύλες της έχουν καταστραφεί απ’ τη φωτιά. Εμπρός, λοιπόν, ας ξαναχτίσουμε τα τείχη της Ιερουσαλήμ, για να πάψουν πια να μας καταφρονούν».

18 Τους διηγήθηκα πώς με προστάτεψε ο Θεός μου και τους μετέφερα τα λόγια που μου είχε πει ο βασιλιάς. Τότε εκείνοι απάντησαν: «Εμπρός, ας ξεκινήσουμε το έργο της ανοικοδόμησης!» Έτσι πήραν θάρρος και προετοιμάστηκαν για το καλό αυτό έργο.

19 Αλλά ο Σανβαλλάτ ο Χωρωνίτης κι ο βοηθός του ο Τωβίας ο Αμμωνίτης, και ο Γησέμ ο Άραβας, όταν άκουσαν τι επρόκειτο να κάνουμε, γέλασαν σε βάρος μας και μας είπαν περιφρονητικά: «Τι πάτε να κάνετε; Θα επαναστατήσετε εναντίον του βασιλιά;»

20 Τότε εγώ τους έδωσα αυτήν την απάντηση: «Ο Θεός του ουρανού θα κάνει να επιτύχουμε! Εμείς, οι δούλοι του, θα ξεκινήσουμε την ανοικοδόμηση. Αλλά εσείς δεν θα έχετε πια δικαίωμα κατοχής στην Ιερουσαλήμ, ούτε θ’ ασκείτε καμιά εξουσία. Κι ούτε θα σας θυμάται κανένας στην πόλη».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/2-f3e57cad2bf4fb1cfa317d5383b7d9ab.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 3

Οι τομείς που καθορίστηκαν για την επισκευή

1 Τότε ο αρχιερέας Ελιασείβ ξεκίνησε την ανοικοδόμηση μαζί με τους άλλους ιερείς. Ξανάχτισαν την Προβατική πύλη, την καθαγίασαν και τοποθέτησαν τα θυρόφυλλά της. Επίσης καθαγίασαν το τείχος ως τον πύργο των Εκατό και ως τον πύργο του Ανανεήλ.

2 Πλάι σ’ αυτούς έχτιζαν οι κάτοικοι της Ιεριχώ.

Πλάι σ’ αυτούς έχτιζε ο Ζακκούρ, γιος του Ιμρί.

3 Η συγγένεια του Ασσεναά έχτισαν την πύλη των Ιχθύωνκαι τοποθέτησαν τα δοκάρια της, τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές της και τις αμπάρες της.

4 Δίπλα επιδιόρθωνε ο Μερεμώθ, γιος του Ουρία κι εγγονός του Ακκώς.

Δίπλα έκανε επισκευές ο Μεσουλλάμ, γιος του Βαραχία κι εγγονός του Μεσεζαβεήλ.

Πλάι του επιδιόρθωνε ο Σαδώκ, γιος του Βαανά.

5 Πιο πέρα από αυτούς έκαναν επισκευές οι Τεκωάτες, αν και οι πρόκριτοί τους αρνούνταν να εκτελέσουν τις εντολές των προϊσταμένων τους.

6 Ο Ιοϊαδά, γιος του Φασεάχ, και ο Μεσουλλάμ, γιος του Βεσωδία, επισκεύασαν την Παλαιά πύλη.Τοποθέτησαν τα δοκάρια της και έβαλαν τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της.

7 Παραδίπλα έκανε επισκευές ο Μελαθίας ο Γαβαωνίτης και ο Ιαδών ο Μερωνοθίτης, επίσης και άλλοι κάτοικοι της Γαβαών και της Μισπά, οι οποίοι ανήκαν στη δικαιοδοσία του κυβερνήτη της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη.

8 Πιο πέρα επισκεύαζε ο Ουζιήλ, γιος του Αραΐα, χρυσοχόος.

Παραδίπλα ο Ανανίας, της συντεχνίας των αρωματοποιών· αυτοί αποκατέστησαν το προτείχισμα της Ιερουσαλήμ ως ένα σημείο που το τείχος πλαταίνει.

9 Πιο πέρα έκανε επισκευές ο Ρεφαΐας, γιος του Χουρ, αρχηγός της μισής περιοχής της Ιερουσαλήμ.

10 Πιο πέρα επισκεύαζε ο Ιεδαΐας, γιος του Χαρουμάφ, απέναντι στο σπίτι του.

Παραδίπλα επισκεύαζε ο Χατούς, γιος του Χασαβνία.

11 Ο Μαλκίας, γιος του Χαρίμ, και ο Χασσούβ, γιος του Φαχάθ-Μωάβ, επιδιόρθωναν ένα άλλο τμήμα, ως τον πύργο των Φούρνων.

12 Πιο πέρα έκανε επισκευές ο Σαλλούμ, γιος του Αλλωχής, αρχηγός της άλλης μισής περιοχής της Ιερουσαλήμ, μαζί με τις θυγατέρες του.

13 Ο Χανούν και οι κάτοικοι της Ζανωάχ επιδιόρθωσαν την πύλη της Κοιλάδας. Την ξανάχτισαν και τοποθέτησαν τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της, ως την «πύλη της Κοπρίας».

14 Ο Μαλκίας, γιος του Ρηχάβ και αρχηγός της περιοχής Βαιθ-Ακαρέμ, μαζί με τους γιους του, επισκεύασε την πύλη της Κοπρίας· την ξανάχτισε κι έβαλε τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της.

15 Την πύλη της Πηγής την επιδιόρθωσε ο Σαλλούμ, γιος του Κολ-Χοζέ και αρχηγός της περιοχής της Μισπά· την ξανάχτισε κι έβαλε τη στέγη της, τοποθέτησε τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της· επίσης επιδιόρθωσε το τείχος της δεξαμενής του Σελά.

16 Πιο πέρα απ’ αυτόν, ο Νεεμίας, γιος του Αζβούκ και αρχηγός της μισής περιοχής της Βαιθ-Σουρ, επιδιόρθωσε ως απέναντι από τους τάφους του Δαβίδ και των απογόνων του και ως την τεχνητή δεξαμενή της βασιλικής φρουράς.

17 Πλάι σ’ αυτόν έκαναν επισκευές οι λευίτες: Ο Ρεχούμ, γιος του Βανί και πιο πέρα ο Χασαβίας, αρχηγός της μισής περιοχής της Κεϊλά, για την περιοχή του.

18 Πιο πέρα επιδιόρθωναν άλλοι λευίτες υπό τον Βαβαΐ, που ήταν γιος του Χεναδάδ και αρχηγός του άλλου μισού της Κεϊλά.

19 Πέρα απ’ αυτόν, ο Εζέρ, γιος του Ιησού και αρχηγός της Μισπά, επισκεύαζε ένα άλλο τμήμα, στην ανωφέρεια, απέναντι από το οπλοποιείο, εκεί που το τείχος στρίβει.

20 Πλάι σ’ αυτόν, ο Βαρούχ, γιος του Ζαββαΐ, επισκεύαζε ένα άλλο τμήμα από τη γωνία του τείχους ως την πόρτα του σπιτιού του αρχιερέα Ελιασείβ.

21 Παραπέρα ο Μερημώθ, γιος του Ουρία κι εγγονός του Ακκώς, επιδιόρθωνε ένα άλλο τμήμα: από την πόρτα του σπιτιού του Ελιασείβ ως το τέλος του σπιτιού.

22 Πλάι σ’ αυτόν επισκεύαζαν οι ιερείς που κατοικούσαν στην περιοχή.

23 Πιο πέρα απ’ αυτούς, ο Βενιαμίν και ο Χασσούβ επιδιόρθωναν το τμήμα απέναντι από το σπίτι τους.

Πλάι στο σπίτι του έκανε επισκευές δίπλα σ’ αυτούς ο Αζαρίας, γιος του Μαασεΐα κι εγγονός του Ανανία.

24 Πιο πέρα απ’ αυτόν ο Βανί, γιος του Χεναδάδ, επισκεύαζε ένα άλλο τμήμα, από το σπίτι του Αζαρία ως τη γωνία του τείχους.

25 Ο Παλάλ, γιος του Ουζαΐ, επιδιόρθωνε το τμήμα της γωνίας και τον πύργο που ορθώνεται από πάνω, απέναντι από τα ανάκτορα, δίπλα στην αυλή της φρουράς.

Πιο πέρα απ’ αυτόν εργαζόταν ο Πεδαΐας, γιος του Φαρώς.

26 Οι υπηρέτες του ναού, που κατοικούσαν στη συνοικία της Οφήλ, επιδιόρθωναν μέχρι τον πύργο που προεξείχε, ανατολικά της «πύλης των Υδάτων».

27 Πιο πέρα, οι Τεκωάτες επισκεύαζαν το επόμενο τμήμα απέναντι από τον ψηλό πύργο που προεξείχε, ως το τείχος της Οφήλ.

28 Οι ιερείς επισκεύαζαν πάνω από την πύλη των Αλόγων,καθένας μπροστά από το σπίτι του.

29 Παραδίπλα απ’ αυτούς ο Σαδώκ, γιος του Ιμμέρ, επιδιόρθωνε απέναντι από το σπίτι του.

Πλάι σ’ αυτόν επισκεύαζε ο Σεμαΐας, γιος του Σεχανία και φύλακας της ανατολικής πύλης.

30 Δίπλα σ’ αυτόν ο Ανανίας, γιος του Σελεμία, και ο Χανούν, έκτος γιος του Σαλάφ, επισκεύαζαν άλλο τμήμα.

Παραπέρα ο Μεσουλλάμ, γιος του Βαραχία, επισκεύαζε ένα τμήμα απέναντι από το δωμάτιό του.

31 Πιο πέρα απ’ αυτόν ο Μαλκίας, ο χρυσοχόος, επιδιόρθωνε ένα τμήμα που έφτανε ως το σπίτι των υπηρετών του ναού και των εμπόρων, απέναντι από την πύλη του Μιφκάδ ως το παρατηρητήριο στη γωνία του τείχους.

32 Ανάμεσα στο παρατηρητήριο και στην Προβατική πύληέκαναν επισκευές άλλοι χρυσοχόοι και έμποροι.

33 Αλλάο Σανβαλλάτ, όταν άκουσε ότι εμείς οι Ιουδαίοι ξαναχτίζαμε το τείχος, οργίστηκε κι άρχισε να μας περιγελάει.

Τα σχέδια των αντιπάλων ματαιώνονται

34 Δήλωσε, λοιπόν, ο Σανβαλλάτ μπροστά στους συμπατριώτες του και στο στρατό της Σαμάρειας: «Τι προσπαθούν να κάνουν αυτοί οι ταλαίπωροι Ιουδαίοι; Λέτε να ολοκληρώσουν το έργο τους και να προσφέρουν κιόλας θυσίες; Θα τελειώσουν άραγε μέσα σε μία μέρα; Αλλά μπορούν να ξαναζωντανέψουν τις πέτρες που παίρνουν από τους σωρούς των καμένων ερειπίων;»

35 Τότε ο Τωβίας ο Αμμωνίτης, που ήταν κοντά του, είπε: «Ε, καλά τώρα! Αυτοί ό,τι και να χτίσουν, μια αλεπού ν’ ανεβεί εκεί, θα γκρεμίσει το πέτρινο τείχος τους».

36 «Αλλά εσύ, Θεέ μας», είπα εγώ, «άκουσέ μας, τώρα που εκείνοι μας περιγελούν. Στρέψε τον εμπαιγμό τους εναντίον τους και κάνε να συρθούν αυτοί αιχμάλωτοι, παραδομένοι στην ντροπή.

37 Μη λησμονήσεις την ενοχή τους, και μην παραβλέψεις την αμαρτία τους, γιατί πρόσβαλαν εμάς που χτίζουμε το τείχος».

38 Έτσι ολοκληρώσαμε σύντομα την ανοικοδόμηση του τείχους ως το μισό του ύψους του, γιατί ο λαός εργαζόταν με όλη την καρδιά του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/3-557c81a8aa42b3f5cd61e7b94b92ffe1.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 4

1 Ο Σανβαλλάτ,ο Τωβίας, οι Άραβες, οι Αμμωνίτες και οι κάτοικοι της Ασδώδ, όταν άκουσαν ότι η επισκευή των τειχών της Ιερουσαλήμ προχωρούσε και ότι τα ρήγματα άρχισαν να κλείνουν, αγανάκτησαν.

2 Έτσι, συνωμότησαν να έρθουν όλοι μαζί και να πολεμήσουν εναντίον της Ιερουσαλήμ και να μας φέρουν αναστάτωση.

3 Τότε εμείς προσευχηθήκαμε στο Θεό μας και τοποθετήσαμε φρουρά για να μας προστατεύει από αυτούς, μέρα και νύχτα.

4 Ωστόσο ο λαός του Ιούδα τραγουδούσε:

«Σιγά σιγά η δύναμη των εργατών μας φεύγει

κι είναι μεγάλος απ’ τα γκρεμίσματα ο σωρός.

Δε θα μπορέσουμε ποτέ ξανά

να χτίσουμε το τείχος, όπως ήταν παλιά».

5 Οι εχθροί μας εξάλλου σκέφτονταν να μας ριχτούν αιφνιδιαστικά, χωρίς εμείς να τους αντιληφθούμε, και να μας σκοτώσουν για να μας αποτρέψουν από το έργο μας.

6 Οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν κοντά στους εχθρούς μας, ήρθαν τουλάχιστον δέκα φορές και μας ειδοποίησαν: «Από όλα τα μέρη όπου αυτοί κατοικούν, θα έρθουν εναντίον μας».

7 Τότε, στα χαμηλά μέρη του χώρου, πίσω από το τείχος, στα σημεία που δεν είχε ακόμα τελειώσει η ανοικοδόμηση, τοποθέτησα το λαό κατά συγγένειες, οπλισμένους με ξίφη, δόρατα και τόξα.

8 Κι επειδή έβλεπα την αγωνία τους, σηκώθηκα και είπα στους προκρίτους, στους αξιωματούχους και στον υπόλοιπο λαό: «Μην τους φοβάστε αυτούς! Θυμηθείτε τον Κύριο, τον μεγάλο και φοβερό, και πολεμήστε για τους συμπατριώτες σας, τους γιους σας, τις κόρες σας, τις γυναίκες σας και τα σπίτια σας».

Η ανοικοδόμηση των τειχών με την προστασία των όπλων

9 Οι εχθροί μας έμαθαν ότι είμαστε πληροφορημένοι και ότι ο Θεός είχε ματαιώσει έτσι τα σχέδιά τους. Τότε όλοι μας επιστρέψαμε στο τείχος, ο καθένας στην εργασία του.

10 Από τότε, οι μισοί από τους ανθρώπους μας εργάζονταν στο έργο και οι άλλοι μισοί κρατούσαν τις λόγχες, τις ασπίδες, τα τόξα και τους θώρακες· οι αρχηγοί είχαν τη γενική εποπτεία σ’ όλο το λαό της Ιουδαίας

11 που έχτιζαν το τείχος. Οι αχθοφόροι εργάζονταν με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσαν το ακόντιό τους.

12 Καθένας από τους χτίστες δούλευε έχοντας το ξίφος του ζωσμένο στη μέση του· ο σαλπιγκτής ήταν πλάι μου, έτοιμος να σαλπίσει.

13 Τότε είπα στους πρόκριτους, στους αξιωματούχους και στον υπόλοιπο λαό: «Το έργο είναι μεγάλο και εκτεταμένο κι εμείς είμαστε διασκορπισμένοι στο τείχος, ο ένας μακριά από τον άλλον.

14 Όπου και να βρίσκεστε, όταν ακούσετε τη σάλπιγγα, συγκεντρωθείτε γύρω μας· και ο Θεός μας θα πολεμήσει για μας».

15 Έτσι συνεχίσαμε την εργασία, ενώ οι μισοί κρατούσαν τις ασπίδες από τα χαράματα, ώσπου να φανούν τ’ αστέρια.

16 Πρόσταξα ακόμη το λαό εκείνη την περίοδο όλοι οι επικεφαλής με τους βοηθούς τους να διανυκτερεύουν μέσα στην Ιερουσαλήμ, ώστε τη νύχτα να φυλάνε την πόλη ενώ την ημέρα θα εργάζονταν.

17 Έτσι, ούτε εγώ, ούτε οι σύντροφοί μου, ούτε οι υπηρέτες μου, ούτε οι άντρες της φρουράς μου δε βγάζαμε ποτέ τα ρούχα μας. Και καθένας μας κρατούσε τα όπλα στο χέρι του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/4-a1b4a1550c6c403e7bb6bac09a6182b8.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 5

Απαλλαγή από τα χρέη

1 Ανάμεσα στο λαό άρχισε να δημιουργείται μεγάλη δυσαρέσκεια. Άντρες και γυναίκες συνάχθηκαν και παραπονιούνταν ενάντια σε ορισμένους συμπατριώτες τους, Ιουδαίους:

2 «Τα παιδιά μας κι εμείς είμαστε πολυάριθμοι και χρειαζόμαστε στάρι να φάμε για να μην πεθάνουμε!»

3 Άλλοι έλεγαν: «Έχουμε βάλει υποθήκη τα χωράφια μας, τ’ αμπέλια μας και τα σπίτια μας για να προμηθευτούμε στάρι και να μην πεινάσουμε!»

4 Τέλος άλλοι έλεγαν: «Κι εμείς έχουμε δανειστεί χρήματα για να πληρώσουμε το φόρο του βασιλιά και βάλαμε υποθήκη τα χωράφια μας και τ’ αμπέλια μας.

5 Ίδιο έθνος είμαστε με τους συμπατριώτες μας! Τα παιδιά μας αξίζουν το ίδιο με τα δικά τους τα παιδιά! Κι όμως εμείς υποχρεωνόμαστε να στείλουμε τα παιδιά μας δούλους –μερικές μάλιστα από τις κόρες μας έχουν ήδη γίνει δούλες. Και δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, αφού τα χωράφια μας και τ’ αμπέλια μας ανήκουν σε άλλους».

6 Όταν άκουσα αυτά τα λόγια και τα παράπονά τους, οργίστηκα πάρα πολύ.

7 Εξέτασα προσεκτικά την υπόθεση και αποφάσισα να επιπλήξω τους προύχοντες και τους αξιωματούχους, που δάνειζαν με τόκο τους συμπατριώτες τους.Κάλεσα, λοιπόν, μεγάλη δημόσια συγκέντρωση εναντίον τους,

8 και τους είπα: «Εμείς, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, εξαγοράσαμε τους συμπατριώτες μας τους Ιουδαίους, που είχαν πουληθεί δούλοι στα έθνη. Κι έρχεστε τώρα εσείς κι εξαναγκάζετε τους συμπατριώτες σας να πουληθούν σ’ εσάς, και το κάνετε αυτό σε ανθρώπους του λαού μας!» Αυτοί σώπαιναν, γιατί δεν είχαν τι να απαντήσουν.

9 Τότε πρόσθεσα: «Αυτό που κάνετε δεν είναι σωστό. Πρέπει να ζείτε με φόβο Θεού, αν θέλετε ν’ αποφύγετε τον εμπαιγμό από τα εχθρικά μας έθνη!

10 Εγώ και οι συγγενείς μου και οι συνεργάτες μου έχουμε δανείσει χρήματα και σιτάρι σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά θα παραιτηθούμε απ’ αυτή μας την απαίτηση.

11 Επιστρέψτε τους κι εσείς αμέσως τα χωράφια τους, τα αμπέλια τους, τα λιοστάσια τους και τα σπίτια τους, και παραιτηθείτε από τα χρήματα, το σιτάρι, το κρασί και το λάδι, που τους ζητάτε».

12 Εκείνοι απάντησαν: «Θα τους επιστρέψουμε ό,τι τους έχουμε πάρει και δε θα ζητήσουμε πια τίποτε απ’ αυτούς· θα κάνουμε όπως ακριβώς το είπες». Κάλεσα, λοιπόν, τους ιερείς και όρκισα τους αξιωματούχους ότι θα κάνουν ό,τι υποσχέθηκαν.

13 Μετά τίναξα τη ζώνη μου και είπα: «Έτσι να ξετινάξει ο Θεός το σπίτι του και τα υπάρχοντά του από καθέναν που δε θα τηρήσει αυτή την υπόσχεση· έτσι να ξετιναχτεί κι ο ίδιος και να πτωχεύσει».

Και όλος ο λαός είπε: «Αμήν», και δόξασαν το Θεό. Κι όλοι τους τήρησαν την υπόσχεσή τους.

14 Επίσης, από την ημέρα που διορίστηκα κυβερνήτης στην Ιουδαία, εγώ και οι συγγενείς μου δεν κάναμε χρήση της επιχορήγησης που μπορούσα να έχω ως κυβερνήτης. Αυτό διήρκεσε δώδεκα χρόνια, δηλαδή από το εικοστό ως το τριακοστό δεύτερο έτος της βασιλείας του Αρταξέρξη.

15 Οι προηγούμενοι από μένα κυβερνήτες επιβάρυναν το λαό κι έπαιρναν απ’ αυτόν κάθε μέρα σαράντα ασημένιους σίκλους για τροφή και κρασί. Επίσης οι άνθρωποί τους τυραννούσαν το λαό. Εγώ όμως δεν φέρθηκα έτσι, γιατί φοβόμουν το Θεό.

16 Αντίθετα, εργάστηκα προσωπικά μ’ επιμονή στο έργο της ανοικοδόμησης του τείχους και δεν αγόρασα χωράφια· και όλοι οι συνεργάτες μου συμμετείχαν στην εργασία του τείχους.

17 Στο τραπέζι μου κάθονταν εκατόν πενήντα άντρες Ιουδαίοι και αξιωματούχοι, χώρια εκείνοι που μας έρχονταν από τα γύρω έθνη.

18 Το φαγητό που ετοιμαζόταν κάθε μέρα ήταν ένα μοσχάρι, έξι εκλεκτά πρόβατα και διάφορα πουλερικά· επίσης κάθε δέκα μέρες μού δινόταν άφθονο κρασί κάθε είδους, όλα με δικά μου έξοδα. Κι όμως ποτέ δε ζήτησα την τροφή που δικαιούμην ως κυβερνήτης, γιατί ο λαός αυτός δούλευε πάρα πολύ σκληρά.

19 Θυμήσου, Θεέ μου, όλα όσα έχω κάνει γι’ αυτόν το λαό και δείξε μου την εύνοιά σου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/5-b2411dbf603dd4ccab65914fbb7a687a.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 6

Συνωμοσία των αντιπάλων του Νεεμία

1 Ο Σανβαλλάτ, ο Τωβίας, ο Άραβας Γησέμ και οι άλλοι εχθροί μας πληροφορήθηκαν ότι εγώ ξανάχτισα το τείχος και δεν υπήρχε ρήγμα σ’ αυτό, αν και ως τότε δεν είχαν ακόμα τοποθετηθεί οι θύρες των πυλών.

2 Τότε ο Σανβαλλάτ και ο Γησέμ μου έστειλαν μήνυμα και με προσκαλούσαν να συναντηθούμε σ’ ένα χωριό της πεδιάδας Ωνώ. Αυτοί όμως σχεδίαζαν να μου κάνουν κακό.

3 Γι’ αυτό κι εγώ τους έστειλα την ακόλουθη απάντηση: «Έχω ακόμα πολλή δουλειά να κάνω και δεν μπορώ να έρθω· αν την αφήσω για να έρθω σ’ εσάς, η εργασία της ανοικοδόμησης θα σταματήσει».

4 Το ίδιο μήνυμα μου το έστειλαν τέσσερις φορές και κάθε φορά τους έδινα την ίδια απάντηση.

5 Τότε ο Σανβαλλάτ μου ξανάστειλε για πέμπτη φορά το μήνυμα με κάποιον συνεργάτη του, ο οποίος κρατούσε ένα ανοιχτό γράμμα στο χέρι του.

6 Το γράμμα έλεγε:

«Έχει ακουστεί στα γύρω έθνη –και ο Γησέμ το βεβαιώνει– ότι εσύ και οι Ιουδαίοι σκέφτεστε να κάνετε επανάσταση και γι’ αυτό ξαναχτίζετε το τείχος· σύμφωνα μάλιστα μ’ αυτές τις πληροφορίες εσύ θα γίνεις βασιλιάς τους.

7 Επίσης έχεις βάλει προφήτες να διακηρύττουν για σένα στην Ιερουσαλήμ, ότι υπάρχει ήδη βασιλιάς στην Ιουδαία. Τώρα, λοιπόν, αφού όλα αυτά θα τα πληροφορηθεί ο βασιλιάς, έλα να σκεφτούμε μαζί την όλη κατάσταση».

8 Εγώ όμως του απάντησα: «Τίποτε απ’ όσα λες δεν έχει συμβεί· είναι όλα κατασκευάσματα της φαντασίας σου».

9 Εκείνοι ήθελαν να μας φοβίσουν ελπίζοντας ότι θα σταματήσουμε την εργασία και δε θα ολοκληρωνόταν η ανοικοδόμηση.

Και προσευχόμουν: «Τώρα, όμως, δώσε μου δύναμη, Θεέ μου!»

10 Έπειτα πήγα στο σπίτι του προφήτη Σεμαΐα, ο οποίος ήταν γιος του Δελαΐα κι εγγονός του Μεεταβεήλ, γιατί αυτός εμποδιζόταν να έρθει σ’ εμένα. «Έλα», μου είπε, «να κρυφτούμε οι δυο μας στο ναό του Θεού, στο βάθος του αγιαστηρίου. Να κλείσουμε κιόλας τις θύρες του ναού, γιατί αυτοί θα έρθουν τη νύχτα να σε σκοτώσουν».

11 Εγώ, όμως, απάντησα: «Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος σαν κι εμένα να δραπετεύσει; Ποιος άνθρωπος του δικού μου επιπέδου θα κατέφευγε ποτέ στο ναό για να σώσει τη ζωή του; Δεν έρχομαι».

12 Είχα καταλάβει ότι δεν τον είχε στείλει ο Θεός, αλλά η προφητεία εκείνη ήταν εναντίον μου, γιατί ο Τωβίας κι ο Σανβαλλάτ τον είχαν πληρώσει να την πει.

13 Είχε πληρωθεί για να με φοβίσει, ώστε να κάνω κάποια ενέργεια και ν’ αμαρτήσω. Ύστερα θ’ αποκτούσα κακό όνομα κι εκείνοι θα μπορούσαν να με δυσφημίσουν.

14 «Θεέ μου», προσευχήθηκα, «να θυμάσαι πάντα τις πράξεις αυτές του Τωβία και του Σανβαλλάτ, την προφήτισσα Νωαδία και τους υπόλοιπους προφήτες που προσπάθησαν να με τρομοκρατήσουν».

Η αποπεράτωση του τείχους

15 Την εικοστή πέμπτη μέρα του μήνα Ελούλ συμπληρώθηκε το τείχος σε διάστημα πενήντα δύο ημερών.

16 Όταν το πληροφορήθηκαν οι εχθροί μας και το είδαν τα γύρω μας έθνη, κατέπεσε πολύ το ηθικό τους, γιατί αναγνώρισαν ότι όλη αυτή η εργασία είχε γίνει με τη βοήθεια του Θεού μας.

17 Εκείνη την εποχή υπήρχε έντονη ανταλλαγή αλληλογραφίας ανάμεσα στους προκρίτους της Ιουδαίας και στον Τωβία.

18 Πράγματι, στην Ιουδαία πολλοί του είχαν ορκιστεί αφοσίωση, γιατί αυτός ήταν γαμπρός του Σεχανία, γιου του Αράχ· εξάλλου ο γιος του ο Ιωχανάν είχε πάρει γυναίκα την κόρη του Μεσουλλάμ, γιου του Βαραχία.

19 Μιλούσαν γι’ αυτόν επαινετικά μπροστά μου και παράλληλα μετέφεραν σ’ αυτόν τα λόγια μου. Κι ο ίδιος ο Τωβίας μού έστειλε επιστολές για να με εκφοβίσει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/6-8e9394581ed8b4fa27316f62f4f928d6.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 7

Ο Νεεμίας τοποθετεί φρουρές στην Ιερουσαλήμ

1 Όταν αποπερατώθηκε το τείχος και τοποθετήθηκαν τα θυρόφυλλα, διόρισα τους θυρωρούς, τους ψάλτες και τους λευίτες στα καθήκοντά τους.

2 Ανέθεσα τη διοίκηση της Ιερουσαλήμ στον αδερφό μου τον Ανανία, καθώς και στον Ανανία το στρατιωτικό διοικητή του φρουρίου, άνθρωπο έμπιστο, που σεβόταν το Θεό περισσότερο από ό,τι πολλοί άλλοι.

3 Τους είπα: «Δε θ’ ανοίγετε τις πύλες της Ιερουσαλήμ πριν ζεστάνει ο ήλιος· και θα τις κλείνετε και θα τις ασφαλίζετε καλά το βράδυ, πριν ο λαός πάει για ύπνο. Θα τοποθετήσετε φρουρούς από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, άλλους σε σκοπιές και άλλους σε περιπολίες σ’ όλη την περιοχή γύρω από τα σπίτια τους».

Κατάλογος των αιχμαλώτων που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία

4 Η πόλη της Ιερουσαλήμ ήταν τότε ευρύχωρη κι εκτεταμένη· οι κάτοικοί της ήταν λιγοστοί και δεν είχαν χτιστεί ακόμα πολλά σπίτια.

5 Εκείνη την εποχή ο Θεός μου μού έβαλε την ιδέα να συγκεντρώσω τους προκρίτους, τους αξιωματούχους και τον υπόλοιπο λαό, για να κάνω απογραφή του λαού. Βρήκα, λοιπόν, τους γενεαλογικούς καταλόγους εκείνων που είχαν έρθει πρώτοι από την αιχμαλωσία, κι εκεί ήταν καταχωρημένα τα εξής:

6 Οι παρακάτω είναι οι πολίτες της επαρχίας της Ιουδαίας, που γύρισαν από την αιχμαλωσία, αυτοί που ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλιάς της Βαβυλώνας, τους είχε πάρει αιχμαλώτους. Όλοι αυτοί επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και στην Ιουδαία, καθένας στην πόλη του.

7 Στην πορεία της επιστροφής αρχηγοί τους ήταν οι Ζοροβάβελ, Ιησού, Νεεμίας, Αζαρίας, Ρααμίας, Ναχαμανί, Μαρδοχαίος, Βιλσάν, Μισπερέθ, Βιγβαΐ, Νεχούμ και Βαανά.

Ακολουθεί κατάλογος κατά συγγένειες με τον αριθμό των αντρών του λαού του Ισραήλ που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία:

8 Η συγγένεια του Φαρώς, δύο χιλιάδες εκατόν εβδομήντα δύο άντρες·

9 του Σεφατία, τριακόσιοι εβδομήντα δύο·

10 του Αράχ, εξακόσιοι πενήντα δύο·

11 του Φαχάθ-Μωάβ, δηλαδή οι απόγονοι του Ιησού και του Ιωάβ, δύο χιλιάδες οχτακόσιοι δεκαοχτώ·

12 του Ελάμ, χίλιοι διακόσιοι πενήντα τέσσερις·

13 του Ζαττού, οχτακόσιοι σαράντα πέντε·

14 του Ζακάι, εφτακόσιοι εξήντα·

15 του Βινούι, εξακόσιοι σαράντα οχτώ·

16 του Βεβαΐ, εξακόσιοι είκοσι οχτώ·

17 του Αζγάδ, δύο χιλιάδες τριακόσιοι είκοσι δύο·

18 του Αδωνικάμ, εξακόσιοι εξήντα εφτά·

19 του Βιγβαΐ, δύο χιλιάδες εξήντα εφτά·

20 του Αδίν, εξακόσιοι πενήντα πέντε·

21 του Ατέρ, δηλαδή του Εζεκία, ενενήντα οχτώ·

22 του Χασούμ, τριακόσιοι είκοσι οχτώ·

23 του Βεσαΐ, τριακόσιοι είκοσι τέσσερις·

24 του Χαρίφ, εκατόν δώδεκα

25 και του Γαβαών, ενενήντα πέντε.

26 Πίνακας κατά πόλεις στις οποίες είχαν ζήσει οι πρόγονοι εκείνων που επέστρεψαν:

Από τη Βηθλεέμ και τη Νετωφά, εκατόν ογδόντα οχτώ άντρες·

27 από την Αναθώθ, εκατόν είκοσι οχτώ·

28 από τη Βαιθ-Αζμαβέθ, σαράντα δύο·

29 από την Κιριάθ-Ιαρίμ, την Κεφιρά και τη Βερώθ, εφτακόσιοι σαράντα τρεις·

30 από τη Ραμά και τη Γεβά, εξακόσιοι είκοσι ένας·

31 από τη Μιχμάς, εκατόν είκοσι δύο·

32 από τη Βαιθήλ και τη Γαι, εκατόν είκοσι τρεις·

33 από μια άλλη πόλη Νεβώ, πενήντα δύο·

34 οι απόγονοι ενός άλλου Ελάμ, χίλιοι διακόσιοι πενήντα τέσσερις·

35 οι απόγονοι του Χαρίμ, τριακόσιοι είκοσι·

36 από την Ιεριχώ, τριακόσιοι σαράντα πέντε·

37 από τη Λοδ, τη Χαδίδ και την Ωνώ, εφτακόσιοι είκοσι ένας

38 κι από τη Σεναά, τρεις χιλιάδες εννιακόσιοι τριάντα.

39 Ακολουθεί πίνακας των ιερατικών συγγενειών, που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία:

Η συγγένεια του Ιεδαΐα (απόγονοι του Ιησού), εννιακόσιοι εβδομήντα τρεις άντρες·

40 του Ιμμήρ, χίλιοι πενήντα δύο·

41 του Πασχούρ, χίλιοι διακόσιοι σαράντα εφτά

42 και του Χαρίμ, χίλιοι δεκαεφτά.

43 Οι συγγένειες των λευιτών που επέστρεψαν ήταν:

Του Ιησού και του Καδμιήλ (απόγονοι του Ωδευά), εβδομήντα τέσσερις άντρες.

44 Την ομάδα των ψαλτών την αποτελούσαν οι απόγονοι του Ασάφ, εκατόν σαράντα οχτώ άντρες.

45 Οι συγγένειες των θυρωρών ήταν:

Του Σαλλούμ, του Ατέρ, του Ταλμών, του Ακκούβ, του Χατιτά και του Σωβαΐ, εκατόν τριάντα οχτώ.

46 Οι συγγένειες των υπηρετών του ναού ήταν:

Του Σιχά, του Χασουφά, του Ταββαώθ·

47 του Κερώς, του Σιαά, του Φαδών,

48 του Λεβανά, του Χαγαβά, του Σαλμαΐ,

49 του Χανάν, του Γιδδήλ, του Γαχάρ,

50 του Ρεαΐα, του Ρεσίν, του Νεκωδά,

51 του Γαζζάμ, του Ουζζά, του Φασεάχ,

52 του Βεσαΐ, του Μεουνίμ, του Νεφουσίμ,

53 του Βακββούκ, του Χακουφά, του Χαρχώρ,

54 του Βασλούθ, του Μεχιδά, του Χαρσά,

55 του Βαρκώς, του Σίσερα, του Θάμαχ,

56 του Νεσιάχ και του Χατιφά.

57 Οι συγγένειες των δούλων του Σολομώνταήταν:

Του Σωταΐ, του Σωφέρεθ, του Φερουδά,

58 του Ιααλά, του Δαρκών, του Γιδδήλ,

59 του Σεφατία, του Χαττίλ, του Φοχερέθ-Σεβαΐμ, του Αμών.

60 Όλοι μαζί οι απόγονοι των υπηρετών του ναού και των δούλων του Σολομώντα ήταν τριακόσιοι ενενήντα δύο·

61 Από τις πόλεις Τελ-Μελάχ, Τελ-Χαρσά, Χερούβ-Αδδών και Ιμμέρ επέστρεψαν ιερατικές συγγένειες, οι οποίες όμως δεν μπόρεσαν να φέρουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τις οικογένειες των προγόνων τους, ώστε ν’ αποδείξουν ότι κατάγονταν από Ισραηλίτες.

62 Αυτοί ήταν απόγονοι του Δελαΐα, του Τωβία και του Νεκωδά, σύνολο εξακόσιοι σαράντα δύο άντρες.

63 Το ίδιο συνέβη με ορισμένους άλλους απογόνους ιερέων: Του Χαβαΐα, του Ακκώς, του Βαρζιλλαΐ (ο οποίος ονομαζόταν έτσι, γιατί είχε πάρει γυναίκα του μια από τις κόρες του Γαλααδίτη Βαρζιλλαΐ).

64 Όλοι αυτοί αναζήτησαν την εγγραφή τους στους γενεαλογικούς καταλόγους των προγόνων τους, αλλά δε βρέθηκαν εκεί· έτσι αποκλείστηκαν από την ιεροσύνη.

65 Ο ίδιος ο κυβερνήτης Τιρσαθά τους απαγόρευσε να τρώνε από τις αγιότατες προσφορές, ωσότου ένας ιερέας συμβουλευτεί τα Ουρίμ και τα Θουμμίμ.

66 Όλη η σύναξη μαζί έφτανε τους σαράντα δύο χιλιάδες τριακόσιους εξήντα άντρες,

67 εκτός από τους δούλους τους, άντρες και γυναίκες, που έφταναν τις εφτά χιλιάδες τριακόσια τριάντα εφτά άτομα· επίσης υπήρχαν διακόσιοι σαράντα πέντε ψάλτες και ψάλτριες.

68 Μαζί τους είχαν τετρακόσιες τριάντα πέντε καμήλες και έξι χιλιάδες εφτακόσια είκοσι γαϊδούρια.

69 Μερικοί αρχηγοί οικογενειών έκαναν προαιρετικές εισφορές για το έργο της ανοικοδόμησης. Ο κυβερνήτης έδωσε στο θησαυροφυλάκιο χίλιους χρυσούς δαρεικούς,πενήντα κύπελλα και πεντακόσιες τριάντα ιερατικές στολές.

70 Και άλλοι από τους αρχηγούς των οικογενειών έδωσαν στο θησαυροφυλάκιο για το έργο είκοσι χιλιάδες χρυσούς δαρεικούς και δύο χιλιάδες διακόσιες ασημένιες μνες.

71 Ο υπόλοιπος λαός έδωσε είκοσι χιλιάδες χρυσούς δαρεικούς, δύο χιλιάδες ασημένιες μνες και εξήντα εφτά ιερατικές στολές.

72 Οι ιερείς, οι λευίτες, οι θυρωροί, οι ψάλτες και μερικοί από το λαό, όπως υπηρέτες του ναού, και όλοι οι υπόλοιποι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στις πόλεις τους.

Όταν έφτασε ο έβδομος μήνας του χρόνου όλοι οι Ισραηλίτες είχαν πια εγκατασταθεί στις πόλεις τους.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/7-746388096ea976e46d0d138d44d4b152.mp3?version_id=173—