Categories
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄)

Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 13

Ο Δαβίδ παίρνει την κιβωτό από την Κιριάθ-Ιαρίμ

1 Ο Δαβίδ έκανε συμβούλιο με τους χιλίαρχους, τους εκατόνταρχους και με τους άλλους αρχηγούς.

2 Έπειτα μίλησε σ’ όλη τη συνέλευση του λαού του Ισραήλ: «Αν σας φαίνεται καλό», τους είπε, «κι αν είναι θέλημα Κυρίου του Θεού μας, ας στείλουμε μήνυμα στους συμπατριώτες μας, που κατοικούν σ’ όλη τη χώρα του Ισραήλ, κι επίσης στους ιερείς και στους λευίτες στις πόλεις και στα βοσκοτόπια όπου κατοικούν, για να έρθουν όλοι εδώ μαζί μας.

3 Και να φέρουμε εδώ την κιβωτό του Θεού μας, που την είχαμε παραμελήσει την εποχή του Σαούλ».

4 Η συνέλευση συμφώνησε να γίνει έτσι, γιατί η πρόταση φάνηκε σε όλους σωστή.

5 Έτσι ο Δαβίδ κάλεσε τους Ισραηλίτες απ’ όλη την επικράτεια, από τη Σιχώρ στα σύνορα της Αιγύπτου νότια, ως την είσοδο της Χαμάθ, στο βορρά, για να πάρουν την κιβωτό του Θεού από την Κιριάθ-Ιαρίμ.

6 Έπειτα ο Δαβίδ, μαζί με το λαό ανέβηκε στη Βααλά, δηλαδή στην Κιριάθ-Ιαρίμ, στην περιοχή της φυλής Ιούδα, για να σηκώσουν από ’κει την κιβωτό που είναι αφιερωμένη στον Κύριο το Θεό, ο οποίος έχει το θρόνο του πάνω στα χερουβίμ.

7 Πήραν την κιβωτό του Θεού, από το σπίτι του Αμιναδάβ όπου βρισκόταν και την ανέβασαν πάνω σε καινούργια άμαξα, που οδηγούσαν ο Ουζζά και ο Αχιώ.

8 Ο Δαβίδ κι όλοι οι Ισραηλίτες χόρευαν μ’ όλη τους τη δύναμη, τραγουδώντας με συνοδεία από κιθάρες, άρπες, τύμπανα, κύμβαλα και σάλπιγγες, για να τιμήσουν το Θεό.

9 Όταν έφτασαν στο αλώνι του Χειδών, ο Ουζζά άπλωσε το χέρι του για να συγκρατήσει την κιβωτό, γιατί τα βόδια την είχαν γείρει.

10 Αμέσως ο Κύριος οργίστηκε εναντίον του Ουζζά και τον τιμώρησε που τόλμησε ν’ αγγίξει την κιβωτό· πέθανε εκεί ενώπιον του Θεού.

11 Όταν είδε ο Δαβίδ ότι ο Κύριος ξέσπασε πάνω στον Ουζζά και τον έπληξε θανάσιμα, λυπήθηκε, κι ονόμασε τη θέση εκείνη Φαρές-Ουζζά (Θάνατος του Ουζζά), όπως λέγεται μέχρι σήμερα.

12 Εκείνη την ημέρα ο Δαβίδ φοβήθηκε το Θεό και είπε: «Πώς είναι δυνατόν τώρα να πάρω μαζί μου την κιβωτό του Θεού;»

13 Έτσι δεν έφερε την κιβωτό στο σπίτι του, στην Πόλη Δαβίδ, αλλά την πήγε στο σπίτι ενός Γαθίτη, του Ωβήδ-Εδώμ.

14 Η κιβωτός του Θεού έμεινε στο σπίτι του Ωβήδ-Εδώμ τρεις μήνες. Κι ο Κύριος ευλόγησε την οικογένεια αυτού του ανθρώπου και όλα όσα είχε.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1CH/13-2f3c4a6e686a61191a46d6cd7416f4af.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄)

Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 14

Ο Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ

1 Ο Χιράμ, βασιλιάς της Τύρου, έστειλε στο Δαβίδ διπλωματική αντιπροσωπεία. Επίσης του έστειλε ξύλα κέδρων, χτίστες και ξυλουργούς για να του χτίσουν ανάκτορο.

2 Έτσι κατάλαβε ο Δαβίδ ότι ο Κύριος τον είχε καθιερώσει βασιλιά του Ισραήλ και ότι χάρισε δόξα στη βασιλεία του χάρη στο λαό του, τον Ισραήλ.

3 Στην Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ πήρε και άλλες συζύγους κι απέκτησε κι άλλους γιους και κόρες.

4 Τα ονόματα των παιδιών του, που γεννήθηκαν στην Ιερουσαλήμ, είναι: Σαμμουά, Σωβάβ, Νάθαν, Σολομών,

5 Ιβχάρ, Ελισουά, Ελπαλέτ,

6 Νωγά, Νέφεγ, Ιαφιά,

7 Ελισαμά, Βεελιαδά και Ελιφέλετ.

Ο Δαβίδ αποκρούει τις επιθέσεις των Φιλισταίων

8 Όταν έμαθαν οι Φιλισταίοι ότι ο Δαβίδ χρίσθηκε βασιλιάς όλων των Ισραηλιτών, ξεκίνησαν με όλο το στρατό τους για να έρθουν και να τον συλλάβουν.

Το πληροφορήθηκε ο Δαβίδ και ξεκίνησε να τους αντιμετωπίσει.

9 Οι Φιλισταίοι ήρθαν και ξεχύθηκαν στην κοιλάδα Ρεφαείμ.

10 Τότε ο Δαβίδ ρώτησε το Θεό: «Να πάω να πολεμήσω τους Φιλισταίους; Θα τους παραδώσεις στην εξουσία μου;» Ο Κύριος του απάντησε: «Να πας να τους πολεμήσεις· θα τους παραδώσω στην εξουσία σου».

11 Έτσι ο Δαβίδ προχώρησε στη Βάαλ-Περασίμ κι εκεί τους νίκησε. Τότε είπε ο Δαβίδ: «Ο Θεός με το χέρι μου έσπασε τις γραμμές των εχθρών μου, όπως σπάζει η πλημμύρα ένα φράγμα». Γι’ αυτό ονόμασαν τον τόπο εκείνο Βάαλ-Περασίμ (Κυρίαρχος των Ρηγμάτων).

12 Οι Φιλισταίοι φεύγοντας άφησαν εκεί τα ομοιώματα των θεών τους και ο Δαβίδ διέταξε και τα έριξαν στη φωτιά.

13 Οι Φιλισταίοι συγκεντρώθηκαν πάλι και ξεχύθηκαν στην κοιλάδα.

14 Πάλι ο Δαβίδ ρώτησε το Θεό, κι ο Θεός τού απάντησε: «Μην τους επιτεθείς από ’δω, αλλά πήγαινε σε απόσταση από γύρω τους, και πλησίασέ τους από τη μεριά των θάμνων.

15 Όταν ακούσεις θόρυβο βημάτων στις κορυφές των θάμνων, τότε εξαπόλυσε την επίθεση, γιατί εκείνη τη στιγμή εγώ ο Θεός θα βγω μπροστά σου, για να χτυπήσω το στρατό των Φιλισταίων».

16 Ο Δαβίδ έκανε όπως τον διέταξε ο Θεός. Οι Ισραηλίτες μπόρεσαν έτσι να νικήσουν τους Φιλισταίους και να τους καταδιώξουν από τη Γαβαών ως τη Γεζέρ.

17 Από τότε η φήμη του Δαβίδ διαδόθηκε σ’ όλες τις χώρες και ο Κύριος έκανε να τον φοβούνται όλοι οι λαοί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1CH/14-e9ae40819bfe2ead4c3aa4cd51897345.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄)

Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 15

Προετοιμασίες για τη μεταφορά της κιβωτού

1 Ο Δαβίδ έχτισε για τον εαυτό του διάφορες κατοικίες στην Πόλη Δαβίδ. Ετοίμασε κι έναν τόπο όπου έστησε μια σκηνή για να στεγάσει την κιβωτό του Θεού.

2 Τότε είπε: «Κανείς δεν πρέπει να μεταφέρει την κιβωτό του Θεού, εκτός από τους λευίτες. Αυτούς διάλεξε ο Κύριος, για να μεταφέρουν την κιβωτό του και να τον υπηρετούν για πάντα».

3 Έτσι ο Δαβίδ συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες στην Ιερουσαλήμ, για να μεταφέρουν την κιβωτό του Κυρίου στον τόπο που είχε ετοιμάσει γι’ αυτήν.

4 Έπειτα συγκέντρωσε τους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών και τους λευίτες.

5 Από τους απογόνους του Καάθ ήρθε ο Ουριήλ, επικεφαλής εκατόν είκοσι λευιτών.

6 Από τους απογόνους του Μεραρί ήρθε ο Ασαΐας, επικεφαλής διακοσίων είκοσι λευιτών.

7 Από τους απογόνους του Γηρσών, ο Ιωήλ επικεφαλής εκατόν τριάντα λευιτών.

8 Από τους απογόνους του Ελισαφάν, ο Σεμαΐας επικεφαλής διακοσίων λευιτών.

9 Από τους απογόνους του Χεβρών, ο Ελιήλ επικεφαλής ογδόντα λευιτών.

10 Από τους απογόνους του Ουζζιήλ ήρθε ο Αμιναδάβ, επικεφαλής εκατόν δώδεκα λευιτών.

11 Έπειτα ο Δαβίδ κάλεσε τους ιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, μαζί με τους λευΐτες Ουριήλ, Ασαΐα, Ιωήλ, Σεμαΐα, Ελιήλ και Αμιναδάβ,

12 και τους είπε: «Όλοι εσείς που είστε αρχηγοί λευιτικών οικογενειών, πρέπει να καθαριστείτε τελετουργικά, καθώς και οι λευίτες που ήρθαν μαζί σας, και μετά να πάτε να μεταφέρετε την κιβωτό του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, στον τόπο που έχω ετοιμάσει γι’ αυτήν.

13 Την πρώτη φοράδεν τη μεταφέρατε εσείς, και γι’ αυτό ο Κύριος ο Θεός μας έφερε εναντίον μας θανατηφόρο πλήγμα. Είν’ αλήθεια ότι δεν είχαμε φροντίσει γι’ αυτήν σύμφωνα με τις γραπτές εντολές».

14 Έτσι οι ιερείς και οι λευίτες καθαρίστηκαν, προκειμένου να μεταφέρουν την κιβωτό του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ.

15 Τη σήκωσαν οι λευίτες στους ώμους τους με τις δοκούς της, όπως είχε διατάξει ο Μωυσής, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου.

16 Ο Δαβίδ διέταξε τους αρχηγούς των λευιτών να διορίσουν από τις συγγένειές τους τούς ψαλμωδούς για να ψάλλουν, και να τους συνοδεύουν μουσικά όργανα: άρπες, κιθάρες και κύμβαλα, έτσι που οι χαρούμενες ψαλμωδίες ν’ ακούγονται ως πέρα στα βουνά.

17 Διόρισαν, λοιπόν, τον Αιμάν γιο του Ιωήλ, τον Ασάφ γιο του Βερεχία και τον Εθάν γιο του Κουσαΐα, απογόνους του Μεραρί.

18 Μαζί μ’ αυτούς διόρισαν σε δεύτερη θέση, ως θυρωρούς του ναού, τους επίσης λευίτες, Ζαχαρία,Ουζζιήλ, Σεμιραμώθ, Ιεχιήλ, Ουννί, Ελιάβ, Βεναΐα, Μαασεΐα, Ματταθία, Ελιφελεού, Μικνεΐα, Ωβήδ-Εδώμ και Ιεϊήλ.

19 Έτσι οι ψαλμωδοί Αιμάν, Ασάφ και Εθάν, ορίστηκαν να παίζουν τα χάλκινα κύμβαλα με τον οξύ ήχο.

20 Οι Ζαχαρίας, Ιααζιήλ, Σεμιραμώθ, Ιεϊήλ,Ουννί, Ελιάβ, Μαασεΐας και Βεναΐας, ορίστηκαν να παίζουν τις άρπες, σε υψηλούς τόνους.

21 Οι Ματταθίας, Ελιφελεού, Μικνεΐας, Ωβήδ-Εδώμ, Ιεϊήλ και Αζαζίας, ορίστηκαν να παίζουν τις κιθάρες στους χαμηλούς ήχους,και κρατούσαν τον τόνο στο τραγούδι.

22 Ο Κενανίας, λόγω της μουσικής πείρας του, ήταν προϊστάμενος των λευιτών που μετέφεραν την κιβωτό.

23 Ο Βερεχίας και ο Ελκανά βάδιζαν εμπροσθοφυλακή πριν από την κιβωτό.

24 Οι ιερείς Σεβανίας, Ιωσαφάτ, Ναθαναήλ, Αμασαΐ, Ζαχαρίας, Βεναΐας και Ελιέζερ βάδιζαν κι αυτοί μπροστά από την κιβωτό του Θεού σαλπίζοντας με τις σάλπιγγες. Ο Ωβήδ-Εδώμ και ο Ιεχιά ήταν οι οπισθοφύλακες της κιβωτού.

Ο Δαβίδ μεταφέρει την κιβωτό στην Ιερουσαλήμ

25 Ο Δαβίδ, οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και οι χιλίαρχοι πήγαν με χαρά να πάρουν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου από το σπίτι του Ωβήδ-Εδώμ.

26 Ο Θεός προστάτευσε τους λευίτες που μετέφεραν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου και γι’ αυτό του πρόσφεραν θυσία εφτά ταύρους και εφτά κριάρια.

27 Ο Δαβίδ φορούσε στολή από λεπτό λινό ύφασμα, όπως και όλοι οι λευίτες, που σήκωναν την κιβωτό, οι ψάλτες και ο Κενενίας, ο υπεύθυνος για τη μεταφορά. Ο Δαβίδ φορούσε και το εφώδ, που ήταν κι αυτό από λινό ύφασμα.

28 Έτσι όλοι οι Ισραηλίτες μετέφεραν στην Ιερουσαλήμ την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου με αλαλαγμούς, με ήχους κεράτινων και χάλκινων σαλπίγγων, με κύμβαλα, με άρπες και κιθάρες.

29 Ενώ η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου έμπαινε στην Πόλη Δαβίδ, η γυναίκα του η Μιχάλ, κόρη του Σαούλ, έσκυψε από το παράθυρο και είδε το βασιλιά Δαβίδ να χοροπηδάει από τη χαρά του· κι ένιωσε βαθιά περιφρόνηση γι’ αυτόν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1CH/15-ed5bac9077b38c6040f099a1f45f317b.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄)

Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 16

1 Την κιβωτό του Θεού την έφεραν και την τοποθέτησαν στη μέση της σκηνής που είχε στήσει ο Δαβίδ γι’ αυτήν. Τότε πρόσφεραν ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας ενώπιον του Θεού.

2 Αφού τέλειωσε ο Δαβίδ με τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες, ευλόγησε το λαό στο όνομα του Κυρίου.

3 Επίσης διέταξε και μοίρασαν σε κάθε Ισραηλίτη, άντρα και γυναίκα, ένα καρβέλι ψωμί, μια χουρμαδόπιτα και μια σταφιδόπιτα.

4 Ο Δαβίδ όρισε μερικούς λευίτες να λειτουργούν μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου, να δοξάζουν, να ευχαριστούν και να υμνολογούν τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ.

5 Επικεφαλής τους διόρισε τον Ασάφ, με βοηθό του το Ζαχαρία. Επίσης διορίστηκαν οι Ουζζιήλ,Σεμιραμώθ, Ιεχιήλ, Ματταθίας, Ελιάβ, Βεναΐας και Ωβήδ-Εδώμ, οι οποίοι έπαιζαν άρπα και κιθάρα. Ο Ασάφ έπαιζε τα κύμβαλα.

6 Οι ιερείς Βεναΐας και Ουζζιήλ έπαιζαν αδιάκοπα σάλπιγγα μπροστά στην κιβωτό της διαθήκης του Θεού.

Ευχαριστήριος ψαλμός του Δαβίδ

7 Εκείνη την ημέρα ο Δαβίδ για πρώτη φορά παρέδωσε στον Ασάφ και στους συναδέλφους του τον ακόλουθο ψαλμό, για να υμνήσει τον Κύριο:

8 Δοξολογήστε τον Κύριο!

Το όνομά του επικαλείσθε·

γνωρίστε στους λαούς τα έργα του!

9 Ψάλτε σ’ αυτόν, και τραγουδήστε του παιάνες,

όλα αναφέροντας τα θαυμαστά του έργα.

10 Να ’στε περήφανοι για τ’ όνομά του το άγιο!

Όσοι τον Κύριο αναζητούν

ας χαίρεται η καρδιά τους!

11 Τον Κύριο ζητήστε και τη δύναμή του·

γυρεύετε ακατάπαυστα την παρουσία του.

12 Φέρτε στο νου σας τα έργα του τα θαυμαστά,

τα θαύματά του και τις αποφάσεις του,

13 εσείς οι γιοι του Ισραήλ, του δούλου του,

απόγονοι του Ιακώβ, οι εκλεκτοί του.

14 Ο Κύριος, αυτός είν’ ο Θεός μας·

ισχύουν οι αποφάσεις του για ολόκληρη τη γη!

15 Θυμάται στους αιώνες τη διαθήκη του,

τις υποσχέσεις του σε χίλιες γενιές.

16 Ό,τι συμφώνησε με τον Αβραάμ,

και το υποσχέθηκε με όρκο στον Ισαάκ.

17 Το νόμο που ’κανε για τον Ιακώβ,

για τον Ισραήλ αιώνια διαθήκη,

18 όταν του είπε:

«Τη χώρα σού χαρίζω της Χαναάν,

μερίδιο για ιδιοκτησία σας».

19 Εσείς ήσασταν τότε μετρημένοι,

ελάχιστοι και ξένοι στη χώρα αυτή·

20 πηγαίνατε από έθνος

σ’ άλλο έθνος,

από βασίλειο σ’ άλλον λαό.

21 Μα ο Κύριος δεν άφησε κανένα να τους καταπιέσει

και βασιλιάδες προειδοποίησε για χάρη τους,

22 λέγοντας:

«Μην αγγίξετε τους εκλεκτούς μου

και τους προφήτες μου μην τους βλάψετε».

23 Ψάλτε στον Κύριο ολόκληρη η γη,

κηρύξτε κάθε μέρα τη σωτηρία του!

24 Διακηρύξτε τη δόξα του στους ειδωλολάτρες,

στους λαούς όλους τα έργα του τα θαυμαστά.

25 Μέγας είναι ο Κύριος

κι ύμνος μέγας του πρέπει.

Απ’ όλους τους θεούς ο τρομερότερος.

26 Όλοι οι θεοί των λαών

είναι είδωλα·

αλλά μονάχα ο Κύριος ποίησε τα ουράνια.

27 Τον περιβάλλουν δόξα και μεγαλοπρέπεια·

δύναμη και χαρά γεμάτος ο τόπος όπου βρίσκεται.

28 Προσφέρετε στον Κύριο,

λαοί όλων των χωρών,

προσφέρετε στον Κύριο τη δόξα και τη δύναμη.

29 Προσφέρετε δόξα στον Κύριο·

πάρτε τις προσφορές σας

και φέρτε τις μπροστά του.

Προσκυνήστε τον Κύριο στο μεγαλόπρεπο

αγιαστήριό του.

30 Συγκλονιστείτε όλη η γη μπροστά του·

η οικουμένη αμετακίνητη θα μένει

και δε θα σαλευθεί.

31 Οι ουρανοί ας χαίρονται

κι η γη ας αγαλλιάζει!

Ας λένε ανάμεσα στα έθνη:

«Ο Κύριος βασιλεύει!»

32 Η θάλασσα ας ταράζεται

και ό,τι τη γεμίζει·

ας αλαλάζουν οι αγροί

κι όσα φυτρώνουνε σ’ αυτούς!

33 Τότε είναι που θα χαίρονται τα δέντρα όλα του δάσους

μπροστά στον Κύριο,

γιατί έρχεται να κρίνει τη γη.

34 Δοξολογείτε τον Κύριο,

γιατί είναι καλός

κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του.

35 Φωνάξτε του:

«Σώσε μας, Θεέ, σωτήρα μας

και σύναξέ μας,

λευτέρωσέ μας απ’ τα έθνη,

για να δοξολογούμε το άγιο σου το όνομα

και καύχημά μας να ’χουμε πως σε υμνούμε».

36 Ευλογητός ας είναι ο Κύριος,

ο Θεός του Ισραήλ,

από πάντα και για παντοτινά!

Τότε όλος ο λαός φώναξε: «Αμήν» και ύμνησαν τον Κύριο.

Η οργάνωση της λατρείας στην Ιερουσαλήμ και στη Γαβαών

37 Στη συνέχεια ο Δαβίδ έβαλε μπροστά στην κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου τον Ασάφ και τους συναδέλφους του, για να υπηρετούν εκεί αδιάκοπα, σύμφωνα με τις ανάγκες του έργου της κάθε μέρας.

38 Τον Ωβήδ-Εδώμ με εξήντα οχτώ συγγενείς του τους τοποθέτησε θυρωρούς· επίσης και τον Ωβήδ-Εδώμ, γιο του Ιεδουθούν και τον Ωσά.

39 Στον ιερέα Σαδώκ, όμως, και στους ιερείς της οικογένειάς του ανέθεσε την υπηρεσία του αγιαστηρίου του Κυρίου, το οποίο βρισκόταν στον ιερό τόπο της Γαβαών.

40 Εκεί θα έπρεπε να προσφέρουν συνεχώς ολοκαυτώματα στον Κύριο, πάνω στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων πρωί και βράδυ, σύμφωνα με τα γραμμένα στο νόμο του Κυρίου, που δόθηκε στο λαό του Ισραήλ.

41 Μαζί μ’ αυτούς, ο Δαβίδ διόρισε τον Αιμάν, τον Ιεδουθούν και όσους άλλους είχε διαλέξει ονομαστικά για να υμνούν τον Κύριο, που αιώνια διαρκεί η αγάπη του.

42 Ο Αιμάν και ο Ιεδουθούν έπαιζαν τις σάλπιγγες, τα κύμβαλα και τα διάφορα άλλα όργανα και συνόδευαν τους ύμνους που ψάλλονταν στο Θεό. Οι γιοι του Ιεδουθούν ήταν θυρωροί.

43 Έπειτα έφυγε ο λαός, καθένας για το σπίτι του. Ο Δαβίδ γύρισε κι αυτός σπίτι του να χαιρετίσει τους δικούς του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1CH/16-fcfa4b729c9e1af844ea79b5e0e20909.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄)

Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 17

Ο Θεός υπόσχεται στο Δαβίδ αιώνια βασιλεία

1 Ο Δαβίδ είχε πια εγκατασταθεί στο ανάκτορό του. Μια μέρα είπε στον προφήτη Νάθαν: «Εγώ κατοικώ σε παλάτι καμωμένο από κέδρους, ενώ η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου βρίσκεται μέσα σε σκηνή».

2 Ο Νάθαν του απάντησε: «Κάνε αυτό που επιθυμείς, γιατί ο Θεός είναι μαζί σου».

3 Αλλά εκείνη τη νύχτα, ο Θεός μίλησε στο Νάθαν και του είπε:

4 «Πήγαινε και πες εκ μέρους μου στο δούλο μου το Δαβίδ: “δε θα μου χτίσεις εσύ ναό για να κατοικήσω.

5 Εγώ δεν κατοίκησα ποτέ σε ναό, από την ημέρα που έβγαλα τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα· πήγαινα από σκηνή σε σκηνή κι από κατάλυμα σε κατάλυμα.

6 Απ’ όπου κι αν πέρασα με τους Ισραηλίτες, ποτέ μου δεν παραπονέθηκα σε κανέναν από τους Κριτές τους, που τους είχα διατάξει να οδηγούν το λαό μου, ότι δε μου έχτισαν ναό από κέδρους!”

7 »Πες, λοιπόν, στο δούλο μου το Δαβίδ, ότι εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, λέω: “εγώ σε πήρα από το λιβάδι, όπου έβοσκες τα πρόβατα, και σ’ έκανα ηγεμόνα του λαού μου, του Ισραήλ.

8 Ήμουν μαζί σου παντού, όπου πήγαινες, εξαφάνισα όλους τους εχθρούς σου από μπροστά σου και σ’ έκανα ονομαστό, σαν τους μεγάλους της γης.

9 Όρισα για το λαό μου, τον Ισραήλ, έναν τόπο, όπου τον εγκατέστησα μόνιμα. Δε θα μετακινηθεί πια, ούτε άνθρωποι ασεβείς θα τον καταπιέζουν, όπως τον καταπίεζαν στο παρελθόν,

10 την εποχή, που διόριζα σ’ αυτούς Κριτές. Θα υποτάξω όλους τους εχθρούς σου· και σου αναγγέλλω πως εγώ, ο Κύριος, θα σου χτίσω οίκο.

11 Όταν τελειώσουν οι μέρες σου και πεθάνεις, θα αναδείξω διάδοχο μετά από σένα έναν γιο σου, κατ’ ευθείαν απόγονό σου, και θα του δώσω μια σταθερή βασιλεία.

12 Αυτός θα μου χτίσει ναό κι εγώ θα κάνω το θρόνο του ακλόνητο για πάντα.

13 Θα είμαι γι’ αυτόν πατέρας κι εκείνος θα μου είναι γιος. Δε θ’ αποσύρω απ’ αυτόν την εύνοιά μου, όπως την απέσυρα από τον προκάτοχό σου.

14 Αλλά θα τον τοποθετήσω βασιλιά, επικεφαλής του λαού μου, για πάντα κι ο θρόνος του θα παραμένει ακλόνητος παντοτινά!»

15 Ο Νάθαν ανάγγειλε στο Δαβίδ όλους αυτούς τους λόγους και το όραμα.

16 Τότε ο βασιλιάς Δαβίδ μπήκε μέσα στη σκηνή, παρουσιάστηκε ενώπιον του Κυρίου και είπε: «Ποιος είμαι εγώ, Κύριέ μου και Θεέ, και ποια η οικογένειά μου, ώστε να με δοξάσεις τόσο πολύ;

17 Και σαν να το θεώρησες μικρό αυτό, Θεέ μου, μίλησες ακόμα και για το μακρινό μέλλον της οικογένειας του δούλου σου. Μου φέρθηκες, Κύριέ μου και Θεέ, σαν να ήμουν κάποιο σπουδαίο πρόσωπο.

18 Τι περισσότερο θα μπορούσα να σου πω εγώ ο δούλος σου ο Δαβίδ, για την τιμή που μου έκανες; Εσύ βέβαια, γνωρίζεις το δούλο σου.

19 Κύριε, όλα αυτά τα μεγάλα έργα τα πραγματοποίησες για χάρη μου, για μένα το δούλου σου, όπως ακριβώς το ήθελες, για να φανερώσεις την απέραντη μεγαλοσύνη σου.

20 Κύριε, κανείς δεν είναι όπως εσύ, και δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από σένα, όπως ακριβώς το ακούγαμε πάντα να λέγεται.

21 Ποιο άλλο έθνος πάνω στη γη είναι σαν το λαό σου τον Ισραήλ, τον οποίο ένας Θεός ήρθε και τον ελευθέρωσε από την Αίγυπτο για να τον κάνει δικό του λαό; Εσύ μ’ αυτή τη δυναμική σου ενέργεια έκανες το όνομά σου μεγάλο και φοβερό, καθώς εξαφάνιζες τα έθνη στο πέρασμα του λαού σου.

22 Έκανες, Κύριε, το λαό του Ισραήλ δικόν σου για πάντα, κι εσύ έγινες Θεός τους.

23 Και τώρα, Κύριε, ο λόγος που είπες για το δούλο σου και για την οικογένειά του, ας ισχύσει παντοτινά και κάνε όπως είπες.

24 Ας επικρατεί κι ας είναι δοξασμένο το όνομά σου αιώνια, για να λένε ότι ο Κύριος του σύμπαντος, αυτός είναι ο Θεός του Ισραήλ! Κι αυτοί που θα διαδεχτούν το δούλο σου το Δαβίδ στο θρόνο, ας είναι ακλόνητοι ενώπιόν σου.

25 Εσύ ο ίδιος, Θεέ μου, φανέρωσες σ’ εμένα το δούλο σου, ότι θα του οικοδομήσεις οίκο.Γι’ αυτό και ο δούλος σου πήρα το θάρρος να προσευχηθώ εδώ μπροστά σου.

26 Και τώρα, Κύριε, εσύ είσαι ο Θεός κι όλες αυτές τις ευλογίες τις υποσχέθηκες στο δούλο σου.

27 Ευδόκησες να ευλογήσεις την οικογένεια του δούλου σου, ώστε οι απόγονοί μου να βασιλεύουν για πάντα ενώπιόν σου. Γιατί εκείνος που εσύ, Κύριε, τον ευλόγησες, θα ’ναι για πάντα ευλογημένος».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1CH/17-b3c26409a0ab80f0b3f970442e34744a.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄)

Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 18

Ο Δαβίδ υποτάσσει τα γειτονικά έθνη

1 Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Δαβίδ νίκησε τους Φιλισταίους, τους υποδούλωσε και πήρε από την κατοχή τους τη Γαθ και τα περίχωρά της.

2 Επίσης νίκησε τους Μωαβίτες, οι οποίοι έγιναν φόρου υποτελείς στο Δαβίδ.

3 Ο Δαβίδ ακόμα νίκησε τον Αδαδέζερ, βασιλιά της Σωβά, η οποία εκτεινόταν ως τη Χαμάθ, όταν ο τελευταίος πήγαινε να επιβάλει την κυριαρχία του στην περιοχή του ποταμού Ευφράτη.

4 Ο Δαβίδ αιχμαλώτισε απ’ αυτόν χίλιες άμαξες, εφτά χιλιάδες ιππείς και είκοσι χιλιάδες πεζούς. Κράτησε εκατό ζευγάρια άλογα για τις άμαξες και στα υπόλοιπα έκοψε τους τένοντες κάτω από τα γόνατά τους.

5 Οι Σύριοι της Δαμασκού ήρθαν να βοηθήσουν τον Αδαδέζερ, βασιλιά της Σωβά, αλλά ο Δαβίδ τους νίκησε και σκότωσε απ’ αυτούς είκοσι δύο χιλιάδες άντρες.

6 Διόρισε δικούς του κυβερνήτες στους Συρίους της Δαμασκού, κι έγιναν φόρου υποτελείς σ’ αυτόν. Ο Κύριος βοηθούσε το Δαβίδ σε όλες τις εκστρατείες του.

7 Πήρε τις χρυσές ασπίδες, που κρατούσαν οι αξιωματικοί του Αδαδέζερ και τις έφερε στην Ιερουσαλήμ.

8 Επίσης από τις πόλεις του βασιλείου του Αδαδέζερ, Τιβάθ και Χουν, πήρε μεγάλες ποσότητες χαλκού, με τον οποίο ο Σολομών κατασκεύασε τη λεγόμενη χάλκινη θάλασσα, τους στύλους και όλα τα χάλκινα σκεύη του ναού.

9 Όταν ο Τόχου, βασιλιάς της Χαμάθ, έμαθε ότι ο Δαβίδ νίκησε κατά κράτος τον Αδαδέζερ, βασιλιά της Σωβά,

10 έστειλε σ’ αυτόν το γιο του, τον Αδουράμ, για να τον χαιρετίσει και να τον συγχαρεί γι’ αυτή τη νίκη του, γιατί ο Αδαδέζερ ήταν αντίπαλος του Τόχου. Ακόμη ο Τόχου έστειλε στο Δαβίδ χρυσά, ασημένια και χάλκινα σκεύη κάθε λογής.

11 Αυτά ο βασιλιάς Δαβίδ τα αφιέρωσε στον Κύριο, μαζί με το ασήμι και το χρυσάφι που είχε πάρει απ’ όλα τα άλλα έθνη, από τους Εδωμίτες, τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Φιλισταίους και τους Αμαληκίτες.

12 Ο Αβισάι, γιος της Σερουΐας, νίκησε τους Εδωμίτες στην κοιλάδα του Άλατοςκαι σκότωσε απ’ αυτούς δεκαοκτώ χιλιάδες.

13 Τοποθέτησε στρατιωτικούς διοικητές στην Εδώμ και όλοι οι Εδωμίτες έγιναν υποτελείς στο Δαβίδ.

Έτσι ο Κύριος βοηθούσε το Δαβίδ σε όλες του τις εκστρατείες.

Οι ανώτατοι αξιωματούχοι του Δαβίδ

14 Ο Δαβίδ βασίλεψε σε όλο το λαό του Ισραήλ· δίκαζε κι απέδιδε το δίκαιο σε όλους αμερόληπτα.

15 Ο Ιωάβ, γιος της Σερουΐας, ήταν αρχηγός του στρατού και ο Ιωσαφάτ, γιος του Αχιλούδ, ήταν υπομνηματογράφος.

16 Ο Σαδώκ, γιος του Αχιτώβ, και ο Αχιμέλεχ, γιος του Αβιάθαρ, ήταν ιερείς και ο Σουσά ήταν γραμματέας του κράτους.

17 Ο Βεναΐας, γιος του Ιεωϊαδά ήταν αρχηγός των Χερεθαίων και των Φελεθαίων και οι γιοι του Δαβίδ είχαν τα πρώτα αξιώματα στην υπηρεσία του βασιλιά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1CH/18-f85d95602377643de539aa6e27ebf570.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄)

Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 19

Ο βασιλιάς των Αμμωνιτών προσβάλλει τους αγγελιοφόρους του Δαβίδ

1 Μετά από αρκετόν καιρό πέθανε ο Ναχάς, βασιλιάς των Αμμωνιτών, και τον διαδέχτηκε ο γιος του.

2 Τότε είπε ο Δαβίδ: «Θα δείξω καλοσύνη στο Χανούν, γιο του Ναχάς, όπως είχε δείξει και σ’ εμένα καλοσύνη ο πατέρας του». Έτσι έστειλε αξιωματούχους να τον συλλυπηθούν εκ μέρους του για το θάνατο του πατέρα του.

Πράγματι, οι αξιωματούχοι του Δαβίδ πήγαν στη χώρα των Αμμωνιτών, στο Χανούν, για να τον συλλυπηθούν.

3 Οι άρχοντες όμως των Αμμωνιτών είπαν στο Χανούν: «Εσύ πιστεύεις πως ο Δαβίδ ήθελε να τιμήσει τον πατέρα σου και γι’ αυτό σου έστειλε τους ανθρώπους του να σε συλλυπηθεί; Μάλλον τους έστειλε για να εξερευνήσουν τον τόπο, να τον κατασκοπεύσουν, ώστε να μπορέσει μια μέρα να τον κατακτήσει».

4 Έτσι συνέλαβε ο Χανούν τους αξιωματούχους του Δαβίδ, τους ξύρισε τα γένεια, έκοψε απ’ τη μέση και κάτω τα ρούχα τους ως τους μηρούς, και τους έδιωξε πίσω.

5 Πήγαν όμως και πληροφόρησαν το Δαβίδ, τι συνέβηκε στους απεσταλμένους του. Τότε αυτός κατάλαβε πως είχε καταρρακωθεί η τιμή των ανθρώπων του, και τους παράγγειλε με αγγελιοφόρους να μείνουν στην Ιεριχώ ώσπου να μεγαλώσουν τα γένεια τους και μετά να επιστρέψουν.

Νίκη του Δαβίδ ενάντια στη συμμαχία Αμμωνιτών και Συρίων

6 Ο Χανούν και οι Αμμωνίτες κατάλαβαν ότι πια είχαν γίνει μισητοί στο Δαβίδ. Έστειλαν, λοιπόν, χίλια τάλαντα ασήμι, για να μισθώσουν άμαξες και ιππείς από τη Συρία της Άνω Μεσοποταμίας, από τη Μααχά της Συρίας και από τη Σωβά.

7 Μίσθωσαν τριάντα δύο χιλιάδες άμαξες και το βασιλιά της Μααχά μαζί με το στρατό του οι οποίοι ήρθαν και στρατοπέδευσαν μπροστά από τη Μαιδεβά. Οι Αμμωνίτες συγκεντρώθηκαν κι αυτοί από τις πόλεις τους και ήρθαν να πολεμήσουν.

8 Μόλις το ’μαθε ο Δαβίδ, έστειλε εναντίον τους τον αρχιστράτηγο Ιωάβ με όλο το στράτευμα των εκπαιδευμένων πολεμιστών.

9 Οι Αμμωνίτες βγήκαν και παρατάχθηκαν για πόλεμο στην πύλη της πρωτεύουσάς τους· οι βασιλιάδες, που είχαν έρθει για να τους βοηθήσουν παρατάχθηκαν ξέχωρα, έξω στους αγρούς.

10 Όταν είδε ο Ιωάβ ότι επρόκειτο ν’ αντιμετωπίσει επίθεση από μπροστά και από πίσω, παρέταξε τους επίλεκτους άντρες του ισραηλιτικού στρατού απέναντι από τους Συρίους.

11 Το υπόλοιπο του στρατού το έθεσε στις διαταγές του Αβισάι, του αδερφού του. Αυτοί παρατάχθηκαν απέναντι από τους Αμμωνίτες.

12 Ο Ιωάβ είπε στον αδερφό του: «Αν δεις ότι οι Σύριοι με νικούν, θα έρθεις να με βοηθήσεις· κι αν εγώ δω ότι οι Αμμωνίτες σε νικούν, θα έρθω να σε βοηθήσω.

13 Δείξε θάρρος και ας φανούμε ισχυροί για χάρη του λαού μας και για τις πόλεις του Θεού μας. Κι ο Κύριος ας κάνει ό,τι του φαίνεται καλό».

14 Όταν ο Ιωάβ και ο στρατός του προέλασαν για να επιτεθούν στους Συρίους, εκείνοι τράπηκαν σε φυγή.

15 Μόλις είδαν οι Αμμωνίτες ότι οι Σύριοι τράπηκαν σε φυγή, έφυγαν κι αυτοί κυνηγημένοι από τον Αβισάι, τον αδερφό του Ιωάβ, και μπήκαν στην πόλη. Τότε ο Ιωάβ επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.

16 Όταν οι Σύριοι είδαν ότι είχαν νικηθεί από τους Ισραηλίτες, έστειλαν αγγελιοφόρους να κινητοποιήσουν τους Συρίους, που κατοικούσαν πέρα από τον ποταμό Ευφράτη. Αρχηγός τους ήταν ο Σωβάχ, αρχιστράτηγος του Αδαδέζερ.

17 Όταν το ’μαθε ο Δαβίδ, συγκέντρωσε όλο το στρατό των Ισραηλιτών, πέρασε τον Ιορδάνη, τους πρόφτασε και πήρε θέσεις απέναντί τους. Στη μάχη που ακολούθησε,

18 οι Σύριοι κατατροπώθηκαν από τους Ισραηλίτες κι ο Δαβίδ σκότωσε απ’ αυτούς εφτά χιλιάδες οδηγούς αμαξών και σαράντα χιλιάδες πεζούς. Επίσης σκότωσε και το Σωβάχ, τον αρχιστράτηγό τους.

19 Όταν είδαν οι άντρες του Αδαδέζερ ότι νικήθηκαν από τους Ισραηλίτες, συνθηκολόγησαν με το Δαβίδ κι έγιναν υποτελείς του. Από τότε οι Σύριοι δεν επιδίωξαν πια να βοηθήσουν τους Αμμωνίτες.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1CH/19-f151fd6848052cb81b333c4980d77bd8.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄)

Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 20

Η υποδούλωση των Αμμωνιτών

1 Τον επόμενο χρόνο, την εποχή που οι βασιλιάδες συνηθίζουν να κάνουν τις εκστρατείες τους, ο Ιωάβ επικεφαλής του στρατού του πήγε και ερήμωσε τη χώρα των Αμμωνιτών. Έπειτα πήγε και πολιόρκησε τη Ραββά, ενώ ο Δαβίδ έμενε στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιωάβ κατέλαβε τη Ραββά και την κατέστρεψε.

2 Τότε ο Δαβίδ πήρε το στέμμα από το κεφάλι του Μιλκώμ,θεού των Αμμωνιτών, και βρήκε ότι το βάρος του ήταν ένα τάλαντο χρυσό, και πάνω του είχε ένα πολύτιμο πετράδι. Το στέμμα το έβαλαν στο κεφάλι του Δαβίδ, ο οποίος πήρε από την πόλη πάρα πολλά λάφυρα.

3 Έβγαλε από την πόλη τους κατοίκους της και τους έβαλε σε καταναγκαστικές εργασίες, να δουλεύουν με πριόνια, με σιδερένιες κοφτερές αξίνες και με τσεκούρια.Το ίδιο έκανε ο Δαβίδ σ’ όλες τις πόλεις των Αμμωνιτών. Μετά γύρισε στην Ιερουσαλήμ μαζί με το στρατό του.

Μάχες ενάντια στους Φιλισταίους

4 Μετά από αυτά έγινε πόλεμος στη Γεζέρ με τους Φιλισταίους. Τότε ο Σιββεχαΐ από τη Χουσά, σκότωσε το γίγαντα Σιφφαΐ. Έτσι ταπεινώθηκαν οι Φιλισταίοι.

5 Σ’ έναν άλλο πόλεμο με τους Φιλισταίους ο Ελχανάν, γιος του Ιαείρ, σκότωσε το Λαχμί, αδερφό του Γολιάθ του Γαθίτη, που το ξύλο της λόγχης του ήταν σαν αντί αργαλειού.

6 Έγινε, όμως, και πάλι πόλεμος στη Γαθ. Εκεί ήταν ένας γίγαντας τεραστίου αναστήματος, που είχε είκοσι τέσσερα δάχτυλα, από έξι σε κάθε χέρι και σε κάθε πόδι.

7 Αυτός πρόσβαλλε συνέχεια τους Ισραηλίτες, αλλά ο Ιωνάθαν, γιος του Σαμαά, αδερφού του Δαβίδ, τον σκότωσε.

8 Όλοι αυτοί ήταν απόγονοι του Ραφά στη Γαθ και σκοτώθηκαν από το Δαβίδ και τους στρατιώτες του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1CH/20-28fe55f3cbd0319ddec57980172f2b97.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄)

Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 21

Το αμάρτημα του Δαβίδ

1 Μια μέρα ο σατανάς ξεσηκώθηκε ενάντια στους Ισραηλίτες και παρακίνησε το Δαβίδ να απογράψει όλο το λαό.

2 Ο Δαβίδ είπε στον Ιωάβ και στους άλλους αξιωματικούς του στρατού: «Πηγαίνετε να απογράψετε τους Ισραηλίτες, από Δαν έως Βέερ-Σεβάκαι δώστε μου αναφορά, για να μάθω πόσοι είναι».

3 Ο Ιωάβ απάντησε: «Μακάρι ο Κύριος να κάνει το λαό του εκατό φορές μεγαλύτερον από ό,τι είναι. Μήπως, κύριέ μου βασιλιά, δεν είναι όλοι στην υπηρεσία σου; Γιατί, λοιπόν, ζητάς κάτι τέτοιο, κύριέ μου; Γιατί να γίνεις εσύ αιτία παρακοήςγια τους Ισραηλίτες;»

4 Η διαταγή όμως του βασιλιά επιβλήθηκε στον Ιωάβ. Έτσι έφυγε και διάβηκε μέσα απ’ όλο τον Ισραήλ. Μετά γύρισε στην Ιερουσαλήμ

5 κι έδωσε στο Δαβίδ τον αριθμό της απογραφής του λαού: Όλοι οι αξιόμαχοι άντρες του Ισραήλ ήταν ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες· οι αξιόμαχοι άντρες του Ιούδα ήταν τετρακόσιες εβδομήντα χιλιάδες.

6 Τους λευίτες και τους Βενιαμινίτες δεν τους αρίθμησε μαζί μ’ αυτούς, γιατί η διαταγή του βασιλιά ήταν αποκρουστική για τον Ιωάβ.

Ο Θεός τιμωρεί το λαό

7 Ο Θεός όμως δυσαρεστήθηκε μ’ αυτή την ενέργεια και τιμώρησε τους Ισραηλίτες.

8 Ο Δαβίδ είπε στο Θεό: «Αμάρτησα βαριά μ’ αυτό που έκανα! Αναγνωρίζω πόσο ανόητα φέρθηκα. Συγχώρησέ μου, σε παρακαλώ, αυτή την ανομία!»

9 Τότε ο Κύριος μίλησε στο Γαδ, τον Βλέποντα του Δαβίδ, και του είπε:

10 «Πήγαινε και πες στο Δαβίδ εκ μέρους μου τα εξής: Σου προτείνω τρεις ποινές. Διάλεξε μια απ’ αυτές κι εγώ θα την εκτελέσω πάνω σου».

11 Ήρθε, λοιπόν, ο Γαδ στο Δαβίδ και του είπε: «Άκου τι λέει ο Κύριος: Διάλεξε τι θέλεις·

12 τρία χρόνια πείνα· τρεις μήνες ήττες από τους εχθρούς σου και να μην προλαβαίνεις να γλιτώσεις από το ξίφος τους ή για τρεις μέρες το ξίφος του Κυρίου να χτυπάει τη χώρα κι ο εξολοθρευτής άγγελός του να σκορπίζει θανατικό σ’ όλη την έκταση του Ισραήλ; Σκέψου τώρα κι αποφάσισε τι απάντηση θα δώσω σ’ εκείνον που μ’ έστειλε».

13 Ο Δαβίδ απάντησε στο Γαδ: «Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Ας πέσω στα χέρια του Κυρίου, γιατί είναι πολυεύσπλαχνος· ας μην πέσω σε ανθρώπινα χέρια».

14 Έτσι ο Κύριος έστειλε μια θανατηφόρα επιδημία στους Ισραηλίτες και πέθαναν εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι.

15 Ο Θεός έστειλε στην Ιερουσαλήμ έναν εξολοθρευτή άγγελο για να την καταστρέψει. Κι όταν είδε τον άγγελο να την καταστρέφει, μετάνιωσε για το κακό και τον πρόσταξε: «Φτάνει! Τράβα το χέρι σου».

Ο άγγελος του Κυρίου στάθηκε κοντά στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου.

16 Ο Δαβίδ σήκωσε τα μάτια του και είδε τον άγγελο του Κυρίου να στέκεται ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, με γυμνό ξίφος στο χέρι του, στραμμένο προς την Ιερουσαλήμ. Τότε ο Δαβίδ και οι πρεσβύτεροι, ντυμένοι στα πένθιμα, έπεσαν με το πρόσωπο στη γη.

17 Και ο Δαβίδ είπε στο Θεό: «Εγώ διέταξα να απαριθμήσουν το λαό! Εκείνος που αμάρτησε κι ανόμησε, λοιπόν, είμαι εγώ. Αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Χτύπα, λοιπόν, εμένα και την οικογένειά μου, Κύριε Θεέ μου, και όχι να φέρεις αρρώστια στο λαό σου».

18 Τότε ο άγγελος του Κυρίου πρόσταξε το Γαδ: «Πες στο Δαβίδ ν’ ανεβεί στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου και να χτίσει εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο».

19 Πράγματι, ο Δαβίδ πήγε σύμφωνα με τη διαταγή που του έδωσε ο Κύριος μέσω του Γαδ.

20 Ο Ορνά αλώνιζε σιτάρι, όταν γύρισε και είδε τον άγγελο. Οι τέσσερις γιοι του που ήταν μαζί του κρύφτηκαν.

21 Ο Δαβίδ πήγε στον Ορνά, κι αυτός όταν τον είδε βγήκε από το αλώνι και τον προσκύνησε με το πρόσωπό του στη γη.

22 Ο Δαβίδ είπε στον Ορνά: «Δώσε μου τον τόπο του αλωνιού σου για να χτίσω εδώ θυσιαστήριο στον Κύριο· δώστο μου στην πραγματική του αξία, για να σταματήσει η πληγή που ’χει ξεσπάσει στο λαό».

23 Ο Ορνά του απάντησε: «Πάρ’ το δικό σου, κύριέ μου βασιλιά, και κάνε το ό,τι θέλεις. Ορίστε, σου δίνω τα βόδια για τα ολοκαυτώματα, τα αλωνιστικά εργαλεία για τα ξύλα της φωτιάς και το σιτάρι για την αναίμακτη προσφορά· τα δίνω όλα».

24 Αλλά ο βασιλιάς είπε στον Ορνά: «Όχι· θέλω να το αγοράσω στην πραγματική του αξία. Δε θα πάρω για τον Κύριο κάτι που είναι δικό σου, ούτε θα του προσφέρω ολοκαυτώματα που δε μου στοίχισαν τίποτα».

25 Έτσι πλήρωσε ο Δαβίδ στον Ορνά για τον τόπο χρυσάφι, το οποίο ζύγιζε εξακόσιους σίκλους.

26 Εκεί έχτισε θυσιαστήριο στον Κύριο και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας. Επικαλέσθηκε τον Κύριο και ο Κύριος του αποκρίθηκε στέλνοντας φωτιά από τον ουρανό πάνω στο θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος.

27 Τότε ο Κύριος πρόσταξε τον άγγελο να ξαναβάλει το ξίφος στη θήκη του.

28 Ο Δαβίδ κατάλαβε ότι ο Κύριος τον είχε ακούσει που προσευχήθηκε στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου· έτσι από τότε πρόσφερε εκεί θυσίες.

29 Βέβαια, η σκηνή του Κυρίου που είχε κάνει ο Μωυσής στην έρημο και το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων εκείνο τον καιρό βρίσκονταν στον ιερό τόπο στη Γαβαών.

30 Αλλά ο Δαβίδ δεν μπορούσε να πάει εκεί για να συμβουλευτεί τον Κύριο, γιατί τον κατείχε δέος από το ξίφος του αγγέλου του Κυρίου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1CH/21-a15c67a71b036aef8c65b8d5f9c0f53a.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄)

Α΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α΄) 22

1 Γι’ αυτό είπε: «Εδώ θα είναι ο οίκος του Κυρίου του Θεού, κι εδώ θα είναι το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων για τους Ισραηλίτες».

Προετοιμασίες του Δαβίδ για την ανοικοδόμηση του ναού

2 Ο Δαβίδ διέταξε να συγκεντρωθούν οι ξένοι που κατοικούσαν στη χώρα του Ισραήλ και όρισε από αυτούς λιθοτόμους, να πελεκίσουν πέτρες για το χτίσιμο του ναού του Θεού.

3 Ετοίμασε ακόμα σίδερο πολύ για να κατασκευάσει τα καρφιά που χρειάζονταν για τα θυρόφυλλα των πυλών και για τις συνδέσεις, και χαλκό, τόσον που δεν μπορούσε να ζυγιστεί.

4 Επίσης ετοίμασε ξύλα κέδρων άφθονα –οι Σιδώνιοι και οι Τύριοι του τα έφερναν άφθονα.

5 «Ο γιος μου, ο Σολομών», έλεγε, «είναι νέος και άπειρος· και ο ναός που πρόκειται να χτιστεί για τον Κύριο πρέπει να είναι ξακουστός σ’ όλες τις χώρες για το μεγαλείο του και τη λαμπρότητά του. Εγώ λοιπόν θα κάνω τις προετοιμασίες γι’ αυτόν». Έτσι ο Δαβίδ έκανε πολλές προετοιμασίες πριν από το θάνατό του.

6 Κάλεσε το γιο του, το Σολομώντα, και τον διέταξε να χτίσει ναό για τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ.

7 «Γιε μου», του είπε, «εγώ είχα την επιθυμία να χτίσω ναό προς τιμήν του Κυρίου, του Θεού μου.

8 Αλλά ο Κύριος μου είπε: “εσύ έχεις κάνει να χυθεί πολύ αίμα στη διάρκεια των μεγάλων πολέμων που διεξήγαγες. Εξαιτίας, λοιπόν, όλου αυτού του αίματος που έκανες να χυθεί στη γη ενώπιόν μου, δεν θα χτίσεις εσύ ναό στο όνομά μου.

9 Θα αποκτήσεις όμως γιο. Αυτός θα είναι άνθρωπος της ειρήνης και θα τον αφήσω ήσυχο από όλους τους γύρω εχθρούς του. Το όνομά του θα είναι Σολομών και στις μέρες του θα εξασφαλίσω ειρήνη και ησυχία στο λαό του Ισραήλ.

10 Αυτός θα χτίσει ναό στο όνομά μου. Θα είναι γιος μου, κι εγώ θα είμαι πατέρας του, και θα κάνω το θρόνο της βασιλείας του στον Ισραήλ ακλόνητον για πάντα”.

11 Και τώρα, γιε μου, ο Κύριος ο Θεός σου ας είναι μαζί σου, ώστε να κατορθώσεις να χτίσεις το ναό του, όπως ο ίδιος το είπε για σένα.

12 Μόνον εύχομαι ο Κύριος, ο Θεός σου, να σου δίνει διάκριση και φρόνηση, ώστε όταν σε τοποθετήσει βασιλιά στον Ισραήλ, να υπακούς στο νόμο του.

13 Τότε μόνο θα προκόψεις, αν προσέχεις να εφαρμόζεις τους νόμους και τα προστάγματα που έδωσε ο Κύριος στο Μωυσή για τους Ισραηλίτες. Να είσαι θαρραλέος και δυνατός. Μη φοβάσαι, μη δειλιάζεις!

14 Και πρόσεξε· εγώ με τη φτώχεια μου συνάθροισα για το ναό του Κυρίου εκατό χιλιάδες τάλαντα χρυσά και ένα εκατομμύριο τάλαντα ασήμι κι επίσης χαλκό και σίδερο ανυπολόγιστο. Ετοίμασα ακόμα ξύλα και πέτρες. Εσύ θα προσθέσεις τα υπόλοιπα.

15 Έχεις πάρα πολλούς εργάτες, λιθοτόμους, χτίστες και μαραγκούς, και κάθε είδους ειδικούς τεχνίτες για κάθε εργασία.

16 Το χρυσάφι, το ασήμι, ο χαλκός και το σίδερο είναι αμέτρητα. Εμπρός, λοιπόν, ξεκίνα το έργο και ο Κύριος ας είναι μαζί σου».

17-18 Ο Δαβίδ διέταξε όλους τους άρχοντες του Ισραήλ να βοηθήσουν το γιο του, το Σολομώντα. «Μήπως δεν είναι μαζί σας ο Κύριος ο Θεός σας;» τους έλεγε. «Δε σας εξασφάλισε ησυχία από παντού; Παρέδωσε στα χέρια μου τους αρχικούς κατοίκους της χώρας και τώρα όλη η χώρα είναι υποταγμένη στον Κύριο και στο λαό του.

19 Εμπρός, λοιπόν, βάλτε όλη σας την καρδιά και την ψυχή σας στην αναζήτηση του Κυρίου, του Θεού σας. Χτίστε το αγιαστήριο του Κυρίου και Θεού, για να φέρουμε την κιβωτό της διαθήκης του και τα ιερά σκεύη του στο ναό που θα χτιστεί στο όνομά του».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1CH/22-97e9448134808b8a4253e4d4c3f73e76.mp3?version_id=173—