Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 71 [70]

Μη μ’ αρνηθείς στα γηρατειά μου

1 Σ’ εσένα, Κύριε, κατέφυγα·

ποτέ ας μην ντροπιαστώ.

2 Με τη δικαιοσύνη σου

θα με λυτρώσεις και θα μ’ ελευθερώσεις·

την προσοχή σου στρέψε την σ’ εμένα

και σώσε με.

3 Γίνε για μένα

βράχος, για να προστατευτώ,

φρούριο, για να με σώσεις·

γιατί βράχος μου

και φρούριό μου είσ’ εσύ.

4 Θεέ μου, μ’ ελευθέρωσες

απ’ του κακού την εξουσία,

απ’ τη λαβή του αμαρτωλού

και του καταπιεστή.

5 Γιατί εσύ ’σαι, Κύριε, η ελπίδα μου·

από της νιότης μου τα χρόνια, Κύριε,

η εμπιστοσύνη μου.

6 Επάνω σου στηρίχτηκα·

αγέννητος ακόμη, από της μάνας μου τη μήτρα

το καταφύγιό μου είσ’ εσύ·

εσένα υμνώ παντοτινά.

7 Πολλοί νομίζουν ότι μ’ εγκατέλειψες·

αλλά εσύ ’σαι το ισχυρό μου καταφύγιο.

8 Γεμάτο είναι το στόμα μου

απ’ τον ύμνο σου·

όλη τη μέρα απ’ τη μεγαλοπρέπειά σου.

9 Μη μ’ αρνηθείς στα γηρατειά μου·

σαν φεύγει η δύναμή μου

μη μ’ εγκαταλείψεις.

10 Οι εχθροί μου με κακολογούν·

κι αυτοί που κατατρέχουν τη ζωή μου

συσκέπτονται μαζί,

11 λέγοντας: «Τον παράτησε ο Θεός·

καταδιώξτε τον και πιάστε τον,

γιατί δεν έχει αυτός σωτήρα».

12 Θεέ, από μένα μην απομακρύνεσαι·

Θεέ μου, τρέξε να με βοηθήσεις.

13 Ας ντροπιαστούνε κι ας χαθούν

όσοι μ’ επιβουλεύονται,

ας σκεπαστούν μ’ αισχύνη

κι όνειδος

αυτοί που το κακό μου επιδιώκουν.

14 Εγώ όμως πάντα ελπίζω

κι αδιάκοπα θα σε δοξολογώ.

15 Το στόμα μου

θα εξιστορεί τη δικαιοσύνη σου,

όλη τη μέρα τη βοήθειά σου·

γιατί να τις απαριθμήσω δεν μπορώ.

16 Θ’ αναφερθώ στα κατορθώματα Κυρίου

του Θεού·

στο νου θα φέρω τη δικαιοσύνη σου

–μονάχα τη δική σου.

17 Θεέ, απ’ τα νιάτα μου με δίδαξες

και ως τα τώρα διαλαλώ

τα θαυμαστά σου έργα.

18 Ακόμα κι ως τα γερατειά

κι όταν ασπρίσουν τα μαλλιά,

Θεέ, να μη μ’ αφήσεις,

ώσπου τη δύναμή σου να κηρύξω

σ’ ετούτη τη γενιά,

και σ’ όλες που θα ’ρθούνε την ισχύ σου,

19 και τη δικαιοσύνη σου, Θεέ,

ως τα ύψη,

γιατί σπουδαία έργα έκανες·

ποιος είναι όμοιός σου, Θεέ;

20 Εσύ, που θλίψεις μου ’δωσες πολλές

και συμφορές,

μου ξαναδίνεις τη ζωή·

κι από την άβυσσο της γης

επάνω μ’ ανεβάζεις.

21 Το μεγαλείο μου αύξησε

και παρηγόρησέ με πάλι.

22 Κι εγώ θα σε δοξολογήσω

με άρπα·

Θεέ μου, το πόσο είσαι πιστός

με λύρα θα σου ψάλλω,

Άγιε Θεέ του Ισραήλ.

23 Τα χείλη μου θα ψάλλουν με χαρά

γιατί με λύτρωσες·

και η ψυχή που λύτρωσες θα χαίρεται.

24 Η γλώσσα μου

όλη τη μέρα τη δικαιοσύνη σου θα ψιθυρίζει·

γιατί αισχυνθήκαν και ντροπιάστηκαν

όσοι γυρεύουν το κακό μου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/71-a43bc37240200b494fdda5b724865552.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 72 [71]

Προσευχή για να ευλογήσει ο Θεός το βασιλιά

1 Για το Σολομώντα.

Κύριε, την ευθυκρισία σου

δώσε στο βασιλιά·

και τη δικαιοσύνη σου

σ’ αυτόν, που ’ναι κι ο νόμιμος διάδοχος.

2 Ώστε να κυβερνήσει το λαό σου

αμερόληπτα·

και ν’ αποδώσει δικαιοσύνη στους φτωχούς σου.

3 Τα βουνά ας φέρνουνε ειρήνη

στο λαό·

και δίκαιη κρίση οι λόφοι.

4 Του λαού ας κρίνει δίκαια τους φτωχούς,

ο βασιλιάς,

τους γιους ας βοηθάει των αδυνάτων·

σκόνη ας κάνει τους καταπιεστές τους.

5 Ας ζήσει ο βασιλιάς όσο ο ήλιος

κι όσο η σελήνη σ’ όλες τις γενιές.

6 Θα πέσει στα χωράφια σαν δροσιά

σαν τη βροχή όπου τη γη

ποτίζει.

7 Στις μέρες του θα προοδεύει

ο δίκαιος

και πολλή θα ’ναι ειρήνη,

ως τότε που η σελήνη δε θα υπάρχει πια.

8 Και θα κυριαρχήσει

από τη μια ως την άλλη

θάλασσα,

κι από τον ποταμό

ως τα πέρατα της γης.

9 Μπροστά του θα προσπέσουνε

οι νομάδες της ερήμου·

χώμα θα γλείψουν

οι αντίπαλοί του.

10 Οι βασιλιάδες της Θαρσείς

και των χωρών των μακρινών

δώρα θα φέρουν·

θα δώσουν φόρο υποτέλειας

οι βασιλιάδες της Σαβά και της Σεβά.

11 Και θα τον προσκυνήσουν

όλοι οι βασιλιάδες·

όλοι οι λαοί αυτόν

θα υπηρετούν.

12 Αυτός θα ελευθερώσει το φτωχό,

που εκλιπαρεί βοήθεια·

και τον αδύνατο,

που βοηθό δεν έχει.

13 Σπλαχνίζεται φτωχούς και αδυνάτους

και τη ζωή των φτωχών σώζει.

14 Από την καταπίεση

κι από την αδικία

θα εξαγοράσει τις ζωές τους·

το αίμα τους

θα ’ναι στα μάτια του πολύτιμο.

15 Θα ζήσει και θα του δοθεί

απ’ το χρυσάφι της Σαβά,

και θα προσεύχονται γι’ αυτόν

παντοτινά·

όλες τις μέρες θα τον ευλογούν.

16 Και θα υπάρχει αφθονία σταριού στη χώρα,

ίσαμε τις βουνοκορφές,

και σαν τα δάση του Λιβάνου θα κυματίζουνε

τα στάχυα·

και θα ευδοκιμούν οι πόλεις

όμοια με το χορτάρι το άφθονο της γης.

17 Αιώνια ας μείνει τ’ όνομά του

όσο υπάρχει ήλιος,

κι η φήμη του ας ακτινοβολεί.

Ένας στον άλλο ας εύχεται

την ευλογία που έλαβε κι εκείνος·

αυτόν ας μακαρίζουν

όλοι οι λαοί.

18 Ας είναι ευλογημένος

Κύριος, ο Θεός,

του Ισραήλ ο Θεός·

που μόνο εκείνος πράττει

έργα αξιοθαύμαστα.

19 Ευλογημένο το ένδοξό του όνομα

αιώνια,

κι ας είναι όλη η γη

γεμάτη από τη δόξα του,

αμήν και αμήν·

20 Τέλος των προσευχών του Δαβίδ,

γιου του Ιεσσαί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/72-f5c417c46780590186c758efe1240060.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 73 [72]

Όταν φαίνεται πως οι κακοί σε όλα πετυχαίνουν

1 Ψαλμός του Ασάφ.

Πόσο καλός είν’ ο Θεός για τον Ισραήλ,

για όσους έχουν καθαρή καρδιά!

2 Ωστόσο θα κλονίζονταν, παρά λίγο,

τα πόδια μου·

λίγο ακόμη και θα γλίστραγαν τα βήματά μου.

3 Γιατί τους αλαζόνες ζήλεψα,

την ευτυχία βλέποντας των ασεβών.

4 Αυτοί δεν δοκιμάζουν λύπες!

Κι είναι όλο υγεία κι ευεξία το σώμα τους.

5 Οι μόχθοι των θνητών

σ’ εκείνους δεν υπάρχουν·

σκληρά δεν τιμωρούνται

καθώς οι άλλοι άνθρωποι.

6 Για τούτο στο λαιμό τους

σαν περιδέραιο φορούν την έπαρση·

και σαν χιτώνας τούς σκεπάζει η αδικία.

7 Απ’ την αναισθησία πηγάζει η κακία τους

και φαίνονται οι αμαρτωλές επιθυμίες της καρδιάς τους.

8 Ειρωνεύονται τους άλλους, εγκωμιάζουν το κακό,

με αναίδεια μιλάνε κι απειλητικά.

9 Ως και τους ουρανούς τούς έπιασαν στο στόμα τους,

κι η γλώσσα τους τη γη σαρώνει.

10 Για τούτο ξεστρατίζει του Θεού ο λαός

και σ’ αυτούς βρίσκει

ικανοποίηση η δίψα τους.

11 Και λένε: «Πώς θα το ξέρει ο Θεός;»

Κι ακόμη λένε: «Τάχα λαβαίνει γνώση ο Ύψιστος;»

12 Να, αυτοί είναι οι ασεβείς

και οι αιώνια αμέριμνοι:

Αυξάνουνε σε δύναμη.

13 Άραγε άσκοπα καθάρισα, Κύριε, την καρδιά μου

κι έπλυνα τα χέρια μου

για να δείξω την αθωότητά μου;

14 Τιμωρημένος ήμουν κάθε μέρα·

και παιδευόμουν τα πρωινά.

15 Αν συλλογιόμουν: «Θα μιλήσω σαν κι αυτούς»,

τη γενιά τότε των παιδιών σου

θα την πρόδινα.

16 Προσπάθησα το θέμα αυτό να το σκεφτώ

και να το καταλάβω,

αλλά στα μάτια μου φαινόταν πράγμα δύσκολο·

17 ωσότου μπήκα στο άγιο του Θεού

και κατανόησα ποιο θα είν’ το τέλος τους.

18 Αχ, τους έβαλες, αλήθεια, σ’ έδαφος ολισθηρό,

τους έκανες να πέσουν σε ερείπια.

19 Πώς έγιναν σε μια στιγμή συντρίμμια!

Χάθηκαν κι είχαν τέλος τρομερό.

20 Σαν τ’ όνειρο που χάνεται στο ξύπνημα,

έτσι θα εξαφανίσεις, Κύριε, την εικόνα τους,

όταν θα επέμβεις.

21 Όσο καιγόταν η καρδιά μου,

και στα νεφρά μου πόνοι μ’ έσφαζαν,

22 ήμουν ανόητος

και τίποτα δεν καταλάβαινα·

στεκόμουνα μπροστά σου σαν το ζώο.

23 Ωστόσο, εγώ πάντα κοντά σου βρίσκομαι

και με κρατάς απ’ το δεξί μου χέρι.

24 Με τις δικές σου συμβουλές με οδηγείς,

κοντά στη δόξα σου με παίρνεις.

25 Ποιον άλλον έχω, αν όχι εσένανε, στον ουρανό;

Τι άλλο ακόμα να ποθήσω πάνω στη γη

αφού έχω εσένα;

26 Η σάρκα μου εξαντλήθηκε, το ίδιο κι η καρδιά μου

μα της καρδιάς μου βράχος

και μερίδα μου, ο Θεός

για τους αιώνες θα ’ναι.

27 Γιατί να, καταστρέφονται

όσοι από σένα ξεμακραίνουν·

τους εξοντώνεις όλους αυτούς

που σου είναι άπιστοι.

28 Αλλά εγώ, να προσηλώνομαι στο Θεό,

αυτή ’ναι η ευτυχία μου·

την ελπίδα μου απόθεσα στον Κύριο και Θεό,

όλα για να εξιστορώ τα θαυμαστά σου τα έργα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/73-72cf1c11bce2754b43df722bfe924470.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 74 [73]

Επίκληση στο Θεό μπροστά στα ερείπια του ναού

1 Μασχίλ του Ασάφ.

Γιατί, Θεέ, μάς εγκατέλειψες για πάντα;

γιατί απειλείς με την οργή σου

εκείνους που φροντίζεις;

2 Θυμήσου το λαό σου,

που τον απέκτησες απ’ τα πανάρχαια χρόνια,

τη φυλή που εξαγόρασες για ιδιοκτησία σου.

Θυμήσου το όρος της Σιών,

που κατοικία σου το ’κανες.

3 Φέρε τα βήματά σου

σ’ αυτά τα θλιβερά ερείπια·

όλα τα λεηλάτησαν στο ναό οι εχθροί σου.

4 Βρυχήθηκαν οι αντίπαλοί σου

μέσα στο χώρο της λατρείας σου·

κι εκεί υψώσαν τις σημαίες τους.

5 Έμοιαζαν σα να κράδαιναν

τσεκούρια μες στο δάσος.

6 Και μονομιάς έσπασαν όλα τα ξυλόγλυπτα,

χτυπώντας με τσεκούρια και σφυριά.

7 Πυρπόλησαν το αγιαστήριό σου·

ισοπεδώσαν και μολύνανε

την κατοικία της ύπαρξής σου.

8 Και σκέφτηκαν: «Όλους ας τους συντρίψουμε μια κι έξω

κι ας κάψουμε όλους τους τόπους

της λατρείας του Θεού στη χώρα».

9 Δε βλέπουμε πια τα σημεία της παρουσίας σου·

προφήτης δεν υπάρχει πια

κι ούτε κανένας μας γνωρίζει

το πόσο θα κρατήσει αυτό.

10 Θεέ, ως πότε θα ονειδίζει ο καταπιεστής;

θα χλευάζει ο πολέμιος για πάντα τ’ όνομά σου;

11 Γιατί απέσυρες τη δύναμή σου

και μένεις αδρανής;

12 Αλλά εσύ Θεέ είσαι ο βασιλιάς μας από τότε που υπάρχουμε·

εσύ που ενεργείς τη σωτηρία σ’ όλη τη γη.

13 Εσύ, με τη δύναμή σου, διαχώρισες τη θάλασσα·

σύντριψες τα κεφάλια των θαλασσινών δρακόντων.

14 Εσύ τσάκισες του Λεβιάθαν τα κεφάλια·

τον έδωσες τροφή στα ζώα της ερήμου.

15 Εσύ έκανες ν’ αναβρύσουν πηγές και χείμαρροι,

εσύ ποτάμια ξέρανες αστείρευτα.

16 Δική σου είναι η μέρα, δική σου και η νύχτα·

εσύ έκανες τον ήλιο και τ’ αστέρια.

17 Εσύ στερέωσες όλα τα όρια της γης,

καλοκαίρι και χειμώνα, εσύ τα έκανες.

18 Θυμήσου τούτο: Σε περιγελά, Κύριε, ο εχθρός,

κι ένας ανόητος λαός προσβάλλει τ’ όνομά σου.

19 Στα θηρία μην αφήνεις τη ζωή του αθώου σου,

των δύστυχών σου τη ζωή συνέχεια μην ξεχνάς.

20 Επίβλεψε στη διαθήκη σου,

επειδή γέμισαν οι σκοτεινές της γης γωνιές

εστίες αδικίας.

21 Μην αφήνεις να ντροπιαστεί ο καταπιεσμένος·

δώσε ο φτωχός κι ο δύστυχος να υμνούνε τ’ όνομά σου.

22 Σήκω, Θεέ, υπερασπίσου το δίκιο σου·

θυμήσου πώς σε χλεύαζε όλη μέρα ο ασεβής.

23 Μην ξεχνάς τις κραυγές των αντιπάλων σου,

το θόρυβο, που ολοένα εντείνεται,

αυτών που σε μισούν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/74-a5d798cb1b1b5756678beaa69c215e52.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 75 [74]

Ο Θεός είναι ο Κριτής

1 Για τον πρωτοψάλτη· όπως το «αλ-τασχέθ» (μην καταστρέφεις). Ψαλμός του Ασάφ, άσμα.

2 Σ’ ευχαριστούμε, Θεέ,

σ’ ευχαριστούμε!

Τ’ όνομά σου φωνάζουμε,

τα θαυμαστά σου έργα εξιστορούμε.

3 «Στο χρόνο που θα ορίσω εγώ

θα κρίνω με τιμιότητα»,

είπ’ ο Θεός.

4 «Μ’ όλο που σείεται η γη

κι όλοι οι κάτοικοί της τρέμουν,

εγώ στηρίζω τις κολώνες της».

(Διάψαλμα)

5 Είπα στους άφρονες:

«Πάψτε τις αφροσύνες»,

στους ασεβείς:

«Μη γίνεστε υπερόπτες.

6 Μην υπερβάλλετε το κύρος σας,

και μη μιλάτε με θρασύτατη φωνή.

7 Γιατί ούτε απ’ την ανατολή

ούτε απ’ τη δύση·

ούτε απ’ την έρημο,

μα ούτε κι απ’ τα όρη

έρχεται η δίκαιη κρίση.

8 Αλλά ο Θεός είν’ ο κριτής·

τον ένα ταπεινώνει και τον άλλο υψώνει».

9 Στο χέρι του κρατάει ο Κύριος

κούπα με δυνατό κρασί,

που ακόμα αφρίζει·

από την κούπα αυτή κερνάει

όλους της γης τους ασεβείς,

να το ρουφήξουν, να το πιουν

ως το πικρό του κατακάθι.

10 Όμως εγώ θα σ’ εξυμνώ αιώνια·

ωδές θα ψέλνω στο Θεό του Ιακώβ,

11 που θα τσακίσει όλη τη δύναμη

των ασεβών,

και θα υψώσει

των δικαίων τη δύναμη.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/75-8ab7bd43115bae6f699ddb34749f7232.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 76 [75]

Στη Σιών ο Θεός σύντριψε τον πόλεμο

1 Για τον πρωτοψάλτη· με λαούτα. Ψαλμός του Ασάφ, άσμα.

2 Γνωστός στην Ιουδαία ο Θεός·

στον Ισραήλ μεγάλο τ’ όνομά του.

3 Στην Ιερουσαλήμ στήθηκε ο ναός του

κι η κατοικία του στη Σιών.

4 Εκεί του τόξου σύντριψε τα βέλη,

το ξίφος,

την ασπίδα

και τον πόλεμο.

(Διάψαλμα)

5 Εσύ ’σαι μεγαλόπρεπος,

πιο επιβλητικός κι απ’ τα αιώνια τα βουνά.

6 Οι σκληροτράχηλοι λεηλατήθηκαν

κι αποκοιμήθηκαν

τον ύπνο του θανάτου·

κι όλοι οι πολεμιστές

δε βρήκαν δύναμη στα χέρια τους.

7 Από την απειλή σου,

Θεέ του Ιακώβ,

ναρκώθηκαν αμάξια κι άλογα.

8 Εσύ ’σαι φοβερός·

κι όταν οργίζεσαι,

ποιος στέκεται μπροστά σου;

9 Από τον ουρανό άφησες ν’ ακουστεί η κρίση σου·

η γη φοβήθηκε και σώπασε,

10 όταν σηκώθηκε ο Θεός

να κρίνει,

για να σώσει όλους τους δύστυχους της γης.

(Διάψαλμα)

11 Ακόμα κι η μανία των ανθρώπων

σε ύμνο μετατρέπεται για σένα·

κι όσοι απ’ αυτήν ξεφεύγουν,

σαν διάδημα θα σε κοσμούν.

12 Τάματα κάντε κι εκπληρώστε τα

στον Κύριο, το Θεό σας,

όλοι εσείς οι γύρω του

φέρτε δώρα στον τρομερό,

13 σ’ αυτόν που κόβει

τον αέρα των αρχόντων,

και τον φοβούνται οι βασιλιάδες της γης.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/76-d8ed96c264d21f1f0e2a6b23dca6ca3a.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 77 [76]

Μέσα στη θλίψη αναθυμάμαι τα θαυμαστά σου έργα

1 Για τον πρωτοψάλτη· όπως ο Ιεδουθούν.Ψαλμός του Ασάφ.

2 Φωνάζω στο Θεό και κράζω·

φωνάζω στο Θεό και θα μ’ ακούσει.

3 Στης θλίψης μου τη μέρα ζήτησα τον Κύριο·

τη νύχτα ήταν τα χέρια μου απλωμένα

και δεν κουράστηκαν·

αρνήθηκε η ψυχή μου να παρηγορηθεί.

4 Θυμάμαι το Θεό κι αναστενάζω·

σκέφτομαι και λιγοψυχώ.

(Διάψαλμα)

5 Κράτησες άγρυπνα των ματιών μου τα βλέφαρα·

αναστατώθηκα και να μιλήσω δεν μπορώ.

6 Μέρες στοχάστηκα παλιές,

αιώνες, χρόνια·

7 θυμήθηκα και συλλογίστηκα,

μέσα στη νύχτα αναρωτιόμουν

και σκεφτόμουνα:

8 Αιώνια θα μας απορρίπτει ο Κύριος;

δε θα μας είναι πια ευνοϊκός;

9 Σταμάτησε για πάντα η αγάπη του

ή έληξε η επαγγελία του για όλες τις γενιές;

10 Λησμόνησε τους οικτιρμούς του ο Θεός;

Απάνω στην οργή του

μήπως τα σπλάχνα του έκλεισε;

(Διάψαλμα)

11 Κι είπα: «Αυτό είναι το πλήγμα μου:

πως άλλαξε η εύνοια του Υψίστου».

12 Αναπολώ τ’ αξιοθαύμαστά σου έργα, Κύριε,

αναθυμάμαι από παλιά τα θαύματά σου.

13 Στοχάζομαι όλα τα έργα σου·

και μελετώ τ’ ανδραγαθήματά σου.

14 Θεέ,

άγια είναι η κάθε σου ενέργεια·

ποιος Θεός είναι μέγας σαν το Θεό μας;

15 Εσύ ’σαι ο Θεός που κάνεις θαύματα·

γνώρισαν οι λαοί τη δύναμή σου.

16 Με την ισχύ σου το λαό σου λύτρωσες·

τους απογόνους του Ιακώβ και του Ιωσήφ.

(Διάψαλμα)

17 Σε είδαν τα νερά, Θεέ,

τα νερά σε είδαν και φοβήθηκαν

κι οι άβυσσοι ταράχτηκαν.

18 Κατακλυσμός νερών απ’ τα πυκνά τα σύννεφα,

βροντή έδωσαν τα νέφη

κι οι αστραπές σου σκόρπισαν παντού.

19 Η φωνή της βροντής σου

μες στον ανεμοστρόβιλο·

φώτισαν οι αστραπές την οικουμένη,

κλονίζεται και τρέμει η γη.

20 Μέσ’ απ’ τη θάλασσα είναι ο δρόμος σου,

τα μονοπάτια σου στην πλημμύρα·

αλλά τα ίχνη σου δε φάνηκαν.

21 Οδήγησες καθώς κοπάδι το λαό σου

με του Μωυσή το χέρι και του Ααρών.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/77-9809979d711725e41fbac88908fc2fc7.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 78 [77]

Το παρελθόν του Ισραήλ μάθημα που δεν πρέπει να ξεχνιέται

1 Μασχίλτου Ασάφ.

Τη διδαχή μου, λαέ μου, ακροάσου·

πρόσεξε αυτά που θα σου πω.

2 Με παροιμίες θα μιλήσω·

θα πω παλιού καιρού παράδοξα,

3 που ακούσαμε και μάθαμε·

και μας τα διηγήθηκαν οι πατεράδες μας.

4 Δε θα τα κρύψουμε από τους απογόνους τους.

Θα διηγηθούμε στη γενιά που έρχεται

τα ένδοξα του Κυρίου έργα,

τη δύναμή του,

και τα θαύματα που έκανε.

5 Εντολή όρισε στον Ιακώβ

και νόμο θέσπισε στον Ισραήλ,

και ζήτησε από τους προγόνους μας

να τον διδάξουν στα παιδιά τους,

6 ώστε να τον γνωρίσει η επερχόμενη γενιά,

τα παιδιά που ήταν να γεννηθούν,

κι εκείνοι μεγαλώνοντας

να τα ιστορήσουν στα παιδιά τους.

7 Για ν’ αποθέσουν την ελπίδα τους στο Θεό,

να μην ξεχάσουν του Θεού τα θαυμαστά τα έργα

αλλά τις εντολές του να τηρούν.

8 Και να μη γίνουν σαν τους πατεράδες τους

γενιά της ανυπακοής και της αντίρρησης,

γενιά με φρόνημα ασταθές

και που δεν έμεινε στο Θεό πιστή η καρδιά της.

9 Οι Εφραϊμίτες, οπλισμένοι και καλοί τοξότες,

λιποταχτήσαν την ημέρα του αγώνα·

10 δεν τήρησαν τη διαθήκη του Θεού

κι αρνήθηκαν να πορευτούν σύμφωνα με το νόμο του.

11 Λησμόνησαν τα έργα του,

τα θαύματά του που τους έκανε

να δουν.

12 Μπροστά στους πρόγονούς τους έκανε θαύματα·

στην πεδιάδα της Σοάν,στην Αίγυπτο.

13 Τη θάλασσα τη χώρισε και πέρασμα της άνοιξε

κι έστησε καθώς φράγμα τα νερά.

14 Με τη νεφέλη τούς οδήγησε τη μέρα,

κι όλη τη νύχτα με τη λάμψη

της φωτιάς.

15 Έσκισε βράχους μες στην έρημο,

νερό τους έδωσε να πιουν σαν από πηγές αστείρευτες.

16 Ρυάκια έκανε να αναβρύσουν απ’ το βράχο

κι άφησε να ξεχυθούν ποτάμια τα νερά.

17 Αλλά αυτοί συνέχισαν σ’ εκείνον ν’ αμαρτάνουν·

και εναντίον του Υψίστου να ορθώνονται στην έρημο.

18 Τολμήσανε να προκαλέσουν το Θεό,

ζητώντας φαγητό κατά την όρεξή τους.

19 Και τον αμφισβητήσαν·

είπαν· «Μπορεί ο Θεός στην ερημιά

τραπέζι να ετοιμάσει;

20 Πράγματι, χτύπησε το βράχο

και τρέξαν τα νερά και ξεχυθήκαν χείμαρροι·

μπορεί άραγε να δώσει και ψωμί;

ή κρέας να προμηθεύσει το λαό του;»

21 Τ’ άκουσε ο Κύριος κι οργίστηκε

και ξέσπασε η οργή στον Ιακώβ

κι ενάντια στον Ισραήλ θυμός,

22 γιατί δε μείναν στο Θεό πιστοί

και στη σωτηρία του δεν έλπισαν.

23 Μα εκείνος διάταξε τα σύννεφα από πάνω·

κι άνοιξε τους πυλώνες τ’ ουρανού.

24 Πάνω τους έριξε βροχή

το μάννα για τροφή τους,

το στάρι τ’ ουρανού τούς πρόσφερε.

25 Έτσι οι ανθρώποι το ψωμί φάγανε των αγγέλων,

τους έστειλε άφθονη ως τον κορεσμό τροφή.

26 Στον ουρανό τον άνεμο σήκωσε της ανατολής

και με τη δύναμή του έφερε του νοτιά τον άνεμο.

27 Κι έβρεξε πάνω τους το κρέας σαν τη σκόνη,

και σαν της θάλασσας την άμμο τα πουλιά.

28 Έπεσαν μέσα στο στρατόπεδό τους,

γύρω από τις σκηνές,

29 κι έφαγαν και καλοχορτάσανε·

τους έδωσε ό,τι είχαν πεθυμήσει.

30 Πριν όμως κορεστεί η επιθυμία τους,

κι ενώ στο στόμα την τροφή τους

είχαν ακόμα,

31 ξέσπασε πάνω τους του Θεού η οργή

κι εξόντωσε τους πιο σπουδαίους ανάμεσά τους·

αφάνισε τα νιάτα του Ισραήλ.

32 Παρ’ όλα αυτά δεν πάψαν ν’ αμαρτάνουν

και δεν πιστέψανε στα θαύματά του.

33 Και τέλειωσε τις μέρες τους με μια πνοή

και μ’ άξαφνη καταστροφή τα χρόνια τους.

34 Όταν τους εξολόθρευε, τότε τον εζητούσαν,

μετανοούσανε κι επέστρεφαν σ’ αυτόν.

35 Θυμούνταν πως ο Θεός ήταν ο βράχος τους,

ο ύψιστος Θεός ο απελευθερωτής τους.

36 Αλλά με λόγια τον κολάκευαν,

και με τη γλώσσα τον εξαπατούσαν.

37 Η καρδιά τους δε στάθηκε σταθερή μαζί του·

και στη διαθήκη του δεν έμειναν πιστοί.

38 Αλλ’ αυτός είναι σπλαχνικός,

την ανομία συγχωράει και δεν εξοντώνει.

Πολλές φορές το θυμό του συγκράτησε

δεν εκδήλωσε όλη του την οργή.

39 Θυμήθηκε ότι αυτοί ήταν από σάρκα,

άνεμος που παρέρχεται και πίσω δε γυρίζει.

40 Πόσες φορές στην έρημο ξεσηκωθήκαν εναντίον του,

τον λύπησαν στην άνυδρη τη γη!

41 Ξανάρχισαν να προκαλούνε το Θεό,

να πικραίνουν τον Άγιο Θεό του Ισραήλ.

42 Λησμόνησαν τη δύναμή του,

τη μέρα που τους ελευθέρωσε

από την εξουσία του εχθρού·

43 τα θαύματα που έκανε στην Αίγυπτο,

τα θαυμαστά του έργα στην πεδιάδα της Σοάν.

44 Άλλαξε των Αιγυπτίων τα ποτάμια

και τα ’κανε αίμα·

και τα ρυάκια τους δεν ήτανε πια πόσιμα.

45 Μύγες τούς έστειλε και τους κατέφαγαν

και βάτραχους και τους εξολοθρέψαν.

46 Παρέδωσε σ’ ακρίδες τη σοδειά τους

και τον καρπό του μόχθου τους σ’ ακριδομάνες.

47 Με το χαλάζι χάλασε τ’ αμπέλια τους·

και με τον πάγο τις συκιές τους.

48 Παράτησε τα ζωντανά τους στο χαλάζι

και τα κοπάδια τους στους κεραυνούς.

49 Τους έστειλε την πυρωμένη οργή του,

θυμό, μανία και θλίψη,

στρατιά αγγέλων συμφοράς.

50 Άφησε την οργή του ελεύθερη·

δε γλίτωσε απ’ το θάνατο τη ζωή τους

μα στην πανούκλα τούς παρέδωσε.

51 Όλα τα πρωτογέννητα στην Αίγυπτο τα εξόντωσε,

τους πρωτοτόκους στις σκηνές του Χαμ.

52 Κι έβγαλε το λαό του σαν τα πρόβατα,

τους έφερε στην έρημο καθώς κοπάδι.

53 Με ασφάλεια τους οδήγησε

και δε φοβήθηκαν

κι η θάλασσα κατάπιε τους εχθρούς τους.

54 Στη χώρα της αγιότητάς του τους οδήγησε,

στο βουνό ετούτο,

που με τη δύναμή του το απόκτησε.

55 Ειδωλολατρικούς λαούς απόδιωξε από μπρος τους,

τους μοίρασε τη γη κληρονομιά τους·

και στις σκηνές τους μέσα εγκατέστησε

τις φυλές του Ισραήλ.

56 Αυτοί όμως θέλησαν να προκαλέσουν το Θεό τον ύψιστο,

και ορθωθήκαν εναντίον του·

τις εντολές του δεν τις τήρησαν.

57 Απίστησαν και λοξοδρόμησαν

σαν τους προγόνους τους,

ξαστόχησαν σαν το στραβό το τόξο.

58 Τον εξοργίσαν με τους ιερούς τόπους τους

τον πίκραναν γιατί προτίμησαν τ’ ανάγλυφά τους.

59 Άκουσε ο Θεός κι οργίστηκε,

σιχάθηκε βαθιά τον Ισραήλ.

60 Την κατοικία του στη Σιλώ την εγκατέλειψε·

τη σκηνή όπου έμενε

στους ανθρώπους ανάμεσα.

61 Άφησε στην αιχμαλωσία τη δύναμή του

και τη μεγαλοπρέπειά του στον εχθρό.

62 Στη σφαγή το λαό του παρέδωσε

κι οργίστηκε στους κληρονόμους του ενάντια.

63 Κατέκαψε τους νέους τους η φωτιά

κι οι κόρες τους δεν παντρευτήκαν.

64 Με ξίφος θανατώθηκαν οι ιερείς τους

κι οι χήρες τους δεν πένθησαν.

65 Τότε ορθώθηκε σαν απ’ τον ύπνο ο Κύριος·

σαν ήρωας, που τον φαιδρύνει το κρασί.

66 Και τσάκισε τα νώτα των εχθρών,

τους έριξε για πάντα στην ντροπή.

67 Απέρριψε την οικογένεια του Ιωσήφ

και τη φυλή του Εφραΐμ δεν την προτίμησε.

68 Μα διάλεξε του Ιούδα τη φυλή,

το όρος της Σιών, αυτό που αγάπησε.

69 Κι έχτισε σαν τα ουράνια ύψη το ναό του·

και σαν τη γη αιώνια το θεμέλιωσε.

70 Το δούλο του διάλεξε το Δαβίδ,

τον πήρε απ’ τα κοπάδια των προβάτων.

71 Τον κάλεσε από ’κει που ήταν πίσω απ’ το κοπάδι,

για να ποιμαίνει το λαό του τον Ιακώβ,

τον Ισραήλ που του ανήκει.

72 Κι αυτός τους φρόντισε μ’ ευθύτητα καρδιάς

και τους οδήγησε με χέρι έμπειρο.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/78-ceb5a2ca1d324e3cf82148a841f060c3.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 79 [78]

Έλα να μας βοηθήσεις, γιατί πέσαμε πολύ χαμηλά

1 Ψαλμός του Ασάφ.

Θεέ, ειδωλολάτρες κατακτήσανε τη χώρα σου,

μίαναν τον άγιο σου ναό,

μετέβαλαν την Ιερουσαλήμ σ’ ερείπια.

2 Τα πτώματα έδωσαν των δούλων σου

στα όρνια τ’ ουρανού τροφή,

τη σάρκα των πιστών σου

στης γης τ’ αγρίμια.

3 Χύσαν το αίμα τους σαν το νερό

γύρω απ’ την Ιερουσαλήμ

και δεν ήταν κανείς για να τους θάψει.

4 Γίναμε στους γειτόνους μας ντροπή

στους γύρω μας γελοίοι,

καταγέλαστοι.

5 Ως πότε, Κύριε,

θα οργίζεσαι ακατάπαυστα;

θα ’ναι καυτό σαν τη φωτιά το αίτημά σου για αποκλειστικότητα;

6 Σκόρπισε την οργή σου στους ειδωλολάτρες,

που δε σ’ αναγνωρίζουν,

και σε βασίλεια, που δεν επικαλούνται τ’ όνομά σου.

7 Αυτοί κατέφαγαν τον Ιακώβ

κι ερήμωσαν τη χώρα του.

8 Μη μας καταλογίσεις τις ανομίες των προγόνων μας·

ας έρθει να μας προϋπαντήσει η ευσπλαχνία σου,

γιατί δεν έχουμε άλλη απαντοχή.

9 Βοήθησέ μας, Θεέ, σωτήρα μας,

για χάρη κάν’ το της δικής σου δόξας·

σώσε μας και συγχώρησε τις αμαρτίες μας

για την τιμή του ονόματός σου.

10 Γιατί να πουν οι ειδωλολάτρες,

«πού είναι ο Θεός τους»;

Ας μάθουν οι ειδωλολάτρες,

και κάνε να το δούμε με τα μάτια μας,

πως εκδικιέσαι για των δούλων σου το θάνατο.

11 Σ’ εσένα ας φτάσει ο στεναγμός των αιχμαλώτων·

με τη μεγάλη δύναμή σου σώσε

τους μελλοθάνατους.

12 Στους γείτονές μας ανταπόδωσε

εφτά φορές στο σώμα τους,

Κύριε, τον ονειδισμό που σου ’καναν.

13 Κι εμείς, που είμαστε λαός σου

και της βοσκής σου πρόβατα,

αιώνια θα σε υμνούμε·

τον έπαινό σου θ’ απαγγέλλουμε

από γενιά σ’ άλλη γενιά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/79-3fcc06a0d67d19b0adc54ae34fc0cf43.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 80 [79]

Οδηγητή του Ισραήλ άκου μέ προσοχή

1 Για τον πρωτοψάλτη· όπως το «σωσανίμ-εδούθ» (τα κρίνα είναι μάρτυρες). Ψαλμός του Ασάφ.

2 Οδηγητή του Ισραήλ, άκου μέ προσοχή,

εσύ, που κατευθύνεις σαν κοπάδι

τους απογόνους του Ιωσήφ·

εσύ, που ’χεις το θρόνο σου πάνω στα χερουβίμ,

αποκαλύψου!

3 Μπρος στον Εφραΐμ και στον Βενιαμίν

και μπρος στο Μανασσή,

ξύπνα τη δύναμή σου

και έλα να μας σώσεις.

4 Θεέ, φέρε μας πίσω,

το πρόσωπό σου ας λάμψει

και θα σωθούμε.

5 Κύριε, του σύμπαντος Θεέ,

ως πότε θα κρατά η οργή σου

ενάντια στο λαό σου που προσεύχεται;

6 Τους έθρεψες με δακρυοζύμωτο ψωμί,

τους πότισες κούπες γεμάτες δάκρυα.

7 Λεία μάς έκανες, που οι γείτονές μας τη διεκδικούν·

και μας περιγελούν οι εχθροί μας.

8 Φέρε μας πίσω, του σύμπαντος Θεέ,

το βλέμμα σου ευνοϊκό ας πέσει πάνω μας

και θα σωθούμε.

9 Αμπέλι από την Αίγυπτο ξερίζωσες·

λαούς απόδιωξες κι εκεί το φύτεψες.

10 Ετοίμασες το έδαφος για χάρη του,

κι έτσι άπλωσες τις ρίζες του

και γέμισε τη γη.

11 Σκέπασε τα βουνά με τη σκιά του

και τα κλαδιά του σκίασαν

τους κέδρους τους γιγάντιους.

12 Άπλωσε ως τη θάλασσα τις κληματόβεργές του

κι ως το ποτάμι τα βλαστάρια του.

13 Γιατί έριξες τους φράχτες του

και το τρυγάνε όλοι

οι περαστικοί;

14 Ο αγριόχοιρος του δάσους το ρημάζει·

και το αποτρών’ τα ζώα του αγρού.

15 Θεέ του σύμπαντος, γύρνα λοιπόν και πάλι!

Κοίτα απ’ τα ύψη τ’ ουρανού και δες

κι έλα να επισκεφθείς αυτό το αμπέλι.

16 Και στέριωσε ό,τι φύτεψε η ευνοϊκή σου δύναμη

–το γιο που τον κραταίωσες

για σένα.

17 Τον κάψανε με τη φωτιά σαν αποκλάδι·

ας ρημαχτούν μπρος στου προσώπου σου την απειλή.

18 Ας είν’ το χέρι σου πάνω στον άντρα

που ευνοείς,

στο γιο τ’ ανθρώπου οπού για σένα

τον κραταίωσες.

19 Κι εμείς πια δε θα φύγουμε μακριά σου·

διατήρησέ μας ζωντανούς

και τ’ όνομά σου θα φωνάζουμε.

20 Φέρε μας πίσω, Κύριε, του σύμπαντος Θεέ!

Το βλέμμα σου ευνοϊκό ας πέσει πάνω μας,

και θα σωθούμε.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/80-ee3b764cd93864f5d3f2eb7b23b217bc.mp3?version_id=173—