Το παρελθόν του Ισραήλ μάθημα που δεν πρέπει να ξεχνιέται
1 Μασχίλτου Ασάφ.
Τη διδαχή μου, λαέ μου, ακροάσου·
πρόσεξε αυτά που θα σου πω.
2 Με παροιμίες θα μιλήσω·
θα πω παλιού καιρού παράδοξα,
3 που ακούσαμε και μάθαμε·
και μας τα διηγήθηκαν οι πατεράδες μας.
4 Δε θα τα κρύψουμε από τους απογόνους τους.
Θα διηγηθούμε στη γενιά που έρχεται
τα ένδοξα του Κυρίου έργα,
τη δύναμή του,
και τα θαύματα που έκανε.
5 Εντολή όρισε στον Ιακώβ
και νόμο θέσπισε στον Ισραήλ,
και ζήτησε από τους προγόνους μας
να τον διδάξουν στα παιδιά τους,
6 ώστε να τον γνωρίσει η επερχόμενη γενιά,
τα παιδιά που ήταν να γεννηθούν,
κι εκείνοι μεγαλώνοντας
να τα ιστορήσουν στα παιδιά τους.
7 Για ν’ αποθέσουν την ελπίδα τους στο Θεό,
να μην ξεχάσουν του Θεού τα θαυμαστά τα έργα
αλλά τις εντολές του να τηρούν.
8 Και να μη γίνουν σαν τους πατεράδες τους
γενιά της ανυπακοής και της αντίρρησης,
γενιά με φρόνημα ασταθές
και που δεν έμεινε στο Θεό πιστή η καρδιά της.
9 Οι Εφραϊμίτες, οπλισμένοι και καλοί τοξότες,
λιποταχτήσαν την ημέρα του αγώνα·
10 δεν τήρησαν τη διαθήκη του Θεού
κι αρνήθηκαν να πορευτούν σύμφωνα με το νόμο του.
11 Λησμόνησαν τα έργα του,
τα θαύματά του που τους έκανε
να δουν.
12 Μπροστά στους πρόγονούς τους έκανε θαύματα·
στην πεδιάδα της Σοάν,στην Αίγυπτο.
13 Τη θάλασσα τη χώρισε και πέρασμα της άνοιξε
κι έστησε καθώς φράγμα τα νερά.
14 Με τη νεφέλη τούς οδήγησε τη μέρα,
κι όλη τη νύχτα με τη λάμψη
της φωτιάς.
15 Έσκισε βράχους μες στην έρημο,
νερό τους έδωσε να πιουν σαν από πηγές αστείρευτες.
16 Ρυάκια έκανε να αναβρύσουν απ’ το βράχο
κι άφησε να ξεχυθούν ποτάμια τα νερά.
17 Αλλά αυτοί συνέχισαν σ’ εκείνον ν’ αμαρτάνουν·
και εναντίον του Υψίστου να ορθώνονται στην έρημο.
18 Τολμήσανε να προκαλέσουν το Θεό,
ζητώντας φαγητό κατά την όρεξή τους.
19 Και τον αμφισβητήσαν·
είπαν· «Μπορεί ο Θεός στην ερημιά
τραπέζι να ετοιμάσει;
20 Πράγματι, χτύπησε το βράχο
και τρέξαν τα νερά και ξεχυθήκαν χείμαρροι·
μπορεί άραγε να δώσει και ψωμί;
ή κρέας να προμηθεύσει το λαό του;»
21 Τ’ άκουσε ο Κύριος κι οργίστηκε
και ξέσπασε η οργή στον Ιακώβ
κι ενάντια στον Ισραήλ θυμός,
22 γιατί δε μείναν στο Θεό πιστοί
και στη σωτηρία του δεν έλπισαν.
23 Μα εκείνος διάταξε τα σύννεφα από πάνω·
κι άνοιξε τους πυλώνες τ’ ουρανού.
24 Πάνω τους έριξε βροχή
το μάννα για τροφή τους,
το στάρι τ’ ουρανού τούς πρόσφερε.
25 Έτσι οι ανθρώποι το ψωμί φάγανε των αγγέλων,
τους έστειλε άφθονη ως τον κορεσμό τροφή.
26 Στον ουρανό τον άνεμο σήκωσε της ανατολής
και με τη δύναμή του έφερε του νοτιά τον άνεμο.
27 Κι έβρεξε πάνω τους το κρέας σαν τη σκόνη,
και σαν της θάλασσας την άμμο τα πουλιά.
28 Έπεσαν μέσα στο στρατόπεδό τους,
γύρω από τις σκηνές,
29 κι έφαγαν και καλοχορτάσανε·
τους έδωσε ό,τι είχαν πεθυμήσει.
30 Πριν όμως κορεστεί η επιθυμία τους,
κι ενώ στο στόμα την τροφή τους
είχαν ακόμα,
31 ξέσπασε πάνω τους του Θεού η οργή
κι εξόντωσε τους πιο σπουδαίους ανάμεσά τους·
αφάνισε τα νιάτα του Ισραήλ.
32 Παρ’ όλα αυτά δεν πάψαν ν’ αμαρτάνουν
και δεν πιστέψανε στα θαύματά του.
33 Και τέλειωσε τις μέρες τους με μια πνοή
και μ’ άξαφνη καταστροφή τα χρόνια τους.
34 Όταν τους εξολόθρευε, τότε τον εζητούσαν,
μετανοούσανε κι επέστρεφαν σ’ αυτόν.
35 Θυμούνταν πως ο Θεός ήταν ο βράχος τους,
ο ύψιστος Θεός ο απελευθερωτής τους.
36 Αλλά με λόγια τον κολάκευαν,
και με τη γλώσσα τον εξαπατούσαν.
37 Η καρδιά τους δε στάθηκε σταθερή μαζί του·
και στη διαθήκη του δεν έμειναν πιστοί.
38 Αλλ’ αυτός είναι σπλαχνικός,
την ανομία συγχωράει και δεν εξοντώνει.
Πολλές φορές το θυμό του συγκράτησε
δεν εκδήλωσε όλη του την οργή.
39 Θυμήθηκε ότι αυτοί ήταν από σάρκα,
άνεμος που παρέρχεται και πίσω δε γυρίζει.
40 Πόσες φορές στην έρημο ξεσηκωθήκαν εναντίον του,
τον λύπησαν στην άνυδρη τη γη!
41 Ξανάρχισαν να προκαλούνε το Θεό,
να πικραίνουν τον Άγιο Θεό του Ισραήλ.
42 Λησμόνησαν τη δύναμή του,
τη μέρα που τους ελευθέρωσε
από την εξουσία του εχθρού·
43 τα θαύματα που έκανε στην Αίγυπτο,
τα θαυμαστά του έργα στην πεδιάδα της Σοάν.
44 Άλλαξε των Αιγυπτίων τα ποτάμια
και τα ’κανε αίμα·
και τα ρυάκια τους δεν ήτανε πια πόσιμα.
45 Μύγες τούς έστειλε και τους κατέφαγαν
και βάτραχους και τους εξολοθρέψαν.
46 Παρέδωσε σ’ ακρίδες τη σοδειά τους
και τον καρπό του μόχθου τους σ’ ακριδομάνες.
47 Με το χαλάζι χάλασε τ’ αμπέλια τους·
και με τον πάγο τις συκιές τους.
48 Παράτησε τα ζωντανά τους στο χαλάζι
και τα κοπάδια τους στους κεραυνούς.
49 Τους έστειλε την πυρωμένη οργή του,
θυμό, μανία και θλίψη,
στρατιά αγγέλων συμφοράς.
50 Άφησε την οργή του ελεύθερη·
δε γλίτωσε απ’ το θάνατο τη ζωή τους
μα στην πανούκλα τούς παρέδωσε.
51 Όλα τα πρωτογέννητα στην Αίγυπτο τα εξόντωσε,
τους πρωτοτόκους στις σκηνές του Χαμ.
52 Κι έβγαλε το λαό του σαν τα πρόβατα,
τους έφερε στην έρημο καθώς κοπάδι.
53 Με ασφάλεια τους οδήγησε
και δε φοβήθηκαν
κι η θάλασσα κατάπιε τους εχθρούς τους.
54 Στη χώρα της αγιότητάς του τους οδήγησε,
στο βουνό ετούτο,
που με τη δύναμή του το απόκτησε.
55 Ειδωλολατρικούς λαούς απόδιωξε από μπρος τους,
τους μοίρασε τη γη κληρονομιά τους·
και στις σκηνές τους μέσα εγκατέστησε
τις φυλές του Ισραήλ.
56 Αυτοί όμως θέλησαν να προκαλέσουν το Θεό τον ύψιστο,
και ορθωθήκαν εναντίον του·
τις εντολές του δεν τις τήρησαν.
57 Απίστησαν και λοξοδρόμησαν
σαν τους προγόνους τους,
ξαστόχησαν σαν το στραβό το τόξο.
58 Τον εξοργίσαν με τους ιερούς τόπους τους
τον πίκραναν γιατί προτίμησαν τ’ ανάγλυφά τους.
59 Άκουσε ο Θεός κι οργίστηκε,
σιχάθηκε βαθιά τον Ισραήλ.
60 Την κατοικία του στη Σιλώ την εγκατέλειψε·
τη σκηνή όπου έμενε
στους ανθρώπους ανάμεσα.
61 Άφησε στην αιχμαλωσία τη δύναμή του
και τη μεγαλοπρέπειά του στον εχθρό.
62 Στη σφαγή το λαό του παρέδωσε
κι οργίστηκε στους κληρονόμους του ενάντια.
63 Κατέκαψε τους νέους τους η φωτιά
κι οι κόρες τους δεν παντρευτήκαν.
64 Με ξίφος θανατώθηκαν οι ιερείς τους
κι οι χήρες τους δεν πένθησαν.
65 Τότε ορθώθηκε σαν απ’ τον ύπνο ο Κύριος·
σαν ήρωας, που τον φαιδρύνει το κρασί.
66 Και τσάκισε τα νώτα των εχθρών,
τους έριξε για πάντα στην ντροπή.
67 Απέρριψε την οικογένεια του Ιωσήφ
και τη φυλή του Εφραΐμ δεν την προτίμησε.
68 Μα διάλεξε του Ιούδα τη φυλή,
το όρος της Σιών, αυτό που αγάπησε.
69 Κι έχτισε σαν τα ουράνια ύψη το ναό του·
και σαν τη γη αιώνια το θεμέλιωσε.
70 Το δούλο του διάλεξε το Δαβίδ,
τον πήρε απ’ τα κοπάδια των προβάτων.
71 Τον κάλεσε από ’κει που ήταν πίσω απ’ το κοπάδι,
για να ποιμαίνει το λαό του τον Ιακώβ,
τον Ισραήλ που του ανήκει.
72 Κι αυτός τους φρόντισε μ’ ευθύτητα καρδιάς
και τους οδήγησε με χέρι έμπειρο.
—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/78-ceb5a2ca1d324e3cf82148a841f060c3.mp3?version_id=173—