Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 41 [40]

Προσευχή ενός καταδιωγμένου

1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.

2 Μακάριος όποιος νοιάζεται τον αδύναμο·

θα τον λυτρώσει ο Κύριος

στης δυστυχίας τη μέρα.

3 Τον προστατεύει ο Κύριος, του δίνει τη ζωή

και θα τον πουν στη γη ευτυχισμένο·

κι ούτε θα παραδώσει

τη ζωή του στους εχθρούς του.

4 Ο Κύριος τον βοηθά να σηκωθεί

απ’ της αρρώστιας του το στρώμα·

σ’ όλες του τις ασθένειες τον ανακουφίζει.

5 Εγώ είπα: «Δώσ’ μου, Κύριε, το έλεός σου·

γιάτρεψε την ψυχή μου

γιατί σ’ εσένα αμάρτησα».

6 Οι εχθροί μου εναντίον μου

λόγια λαλούν κακόβουλα:

«Αχ, πότε να πεθάνει

και τ’ όνομά του να χαθεί!»

7 Κι αν έρθει κάποιος να με δει,

μου λέει ανοησίες·

μαζεύει στην καρδιά του θέματα για κακογλωσσιά,

φεύγει από μένα και τα διαλαλεί στους δρόμους.

8 Ανάμεσά τους ψιθυρίζουν εναντίον μου

όλοι που με μισούνε·

για μένα σκέφτονται το χειρότερο:

9 «Αγιάτρευτο κακό τον βρήκε.

Τώρα, μια και τον έριξε η αρρώστια,

δε θα μπορέσει πια να σηκωθεί».

10 Κι ο φίλος μου ακόμα ο ακριβός,

που τον εμπιστευόμουν

και τρώγαμε ψωμί μαζί,

μου γύρισε την πλάτη και με κλώτσησε.

11 Εσύ όμως, Κύριε, δωσ’ μου το έλεός σου,

κάνε να σηκωθώ,

κι εγώ θα τους το ξεπληρώσω.

12 Έτσι θα καταλάβω πως έχω την αγάπη σου:

Όταν δε θα καυχιέται

ο εχθρός σε βάρος μου.

13 Αλλά για την ακεραιότητά μου εσύ με στήριξες,

μπροστά στην παρουσία σου

με στέριωσες αιώνια.

14 Ευλογημένος να ’ναι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ,

από πάντα και για παντοτινά!

Αμήν, αμήν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/41-663409b5e5f22c4e43a8e4a1b3dad504.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 42 [41]

Όπως η ελαφίνα αποζητάει

1 Στον πρωτοψάλτη, ψαλμός διδακτικός· για τη συγγένεια του Κορέ.

2 Όπως η ελαφίνα αποζητάει τα τρεχούμενα νερά

έτσι η ψυχή μου σ’ αποζητάει Θεέ μου!

3 Είν’ η ψυχή μου διψασμένη για το Θεό,

για τον αληθινό Θεό.

Πότε θα ’ρθώ να δω το πρόσωπό σου, Θεέ μου;

4 Τα δάκρυά μου είναι ψωμί για μένα μέρα νύχτα,

όταν ακούω να μου λένε ολημερίς,

«πού είναι ο Θεός σου;»

5 Θυμάμαι –και λιώνει μέσα μου η καρδιά–

όταν με ένδοξη, πολυπληθή πορεία

βάδιζα προς τον οίκο του Θεού,

μες σε φωνές χαράς κι ευχαριστίας,

στο θόρυβο των πανηγυριστών.

6 Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις;

Έλπιζε στο Θεό· θα τον υμνήσω πάλι

της ύπαρξής μου το σωτήρα και Θεό μου.

7 Θλίβεται μέσα μου η ψυχή μου·

για τούτο, Κύριε, θα σε θυμηθώ

απ’ του Ιορδάνη τις πηγές,

πλάι στο βουνό Μισάρ,

κι απ’ του Ερμών τα υψώματα.

8 Η μια στην άλλη άβυσσο φωνάζει

με των καταρραχτών σου τη βοή·

όλα τα κύματά σου κι οι φουρτούνες σου

πέρασαν από πάνω μου.

9 Τη μέρα στέλνει ο Κύριος το έλεός του,

κι εγώ θα λέω τη νύχτα το τραγούδι του,

την προσευχή μου στης ζωής μου το Θεό.

10 Θα λέω στο Θεό, στο βράχο μου:

«Γιατί μ’ απολησμόνησες;

γιατί να ζω με λύπη,

κάτω απ’ του εχθρού μου την καταπίεση;»

11 Τσακίζονται τα κόκαλά μου

όταν μ’ εξευτελίζουν οι δυνάστες μου,

καθώς μου λένε ολημερίς,

«πού είναι ο Θεός σου;»

12 Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις;

Έλπιζε στο Θεό· θα τον υμνήσω πάλι

της ύπαρξής μου το σωτήρα και Θεό μου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/42-c0d170ed6c9e8857d79b9294021bebff.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 43 [42]

1 Δικαίωσέ με, Θεέ, πάρε το μέρος μου

ενάντια σ’ ένα έθνος ανελέητο·

απ’ τον απατεώνα γλίτωσέ με κι απ’ τον παράνομο.

2 Αφού εσύ, Θεέ, είσαι η δύναμή μου

γιατί μ’ έδιωξες;

γιατί να ζω με λύπη

κάτω απ’ την καταπίεση του εχθρού;

3 Στείλε το φως και την αλήθεια σου

αυτά να μ’ οδηγούν·

στο άγιο σου βουνό για να με φέρουν

εκεί που κατοικείς.

4 Θα φτάσω ως το θυσιαστήριό σου,

σ’ εσέ τον ίδιο, Θεέ της ευτυχίας μου και της χαράς μου·

και με κιθάρα θα σε υμνολογώ,

Θεέ, Θεέ μου.

5 Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις;

Έλπιζε στο Θεό· θα τον υμνήσω πάλι,

της ύπαρξής μου το σωτήρα

και Θεό μου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/43-7113d3e22150b6f95ca08c2b8db83a7c.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 44 [43]

Κι όμως εσύ μας απέρριψες

1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός διδακτικός· για τη συγγένεια του Κορέ.

2 Με τα ίδια μας τ’ αυτιά ακούσαμε, Θεέ,

όσα μας εξιστόρησαν οι προγονοί μας·

τα έργα που έκανες στις μέρες τους,

σ’ αλλοτινούς καιρούς.

3 Εσύ με τη δική σου δύναμη αλλόπιστους ξερίζωσες,

αυτούς για να φυτέψεις·

για να τους δώσεις άνεση

κατέστρεψες λαούς.

4 Δεν κατακτήσανε τη χώρα αυτή με τα σπαθιά τους,

κι ούτε τους βόηθησαν τα μπράτσα τους,

αλλά η ευνοϊκή σου δύναμη κι η ισχύς·

το φως της παρουσίας σου,

επειδή τους ευνόησες.

5 Εσύ ’σαι βασιλιάς μου, Θεέ μου·

δώσε τη νίκη σου στον Ιακώβ.

6 Μαζί μ’ εσένα

συντρίψαμε τους αντιπάλους μας·

με τη δική σου ύπαρξη κατανικήσαμε

αυτούς που μας επιτεθήκαν.

7 Εγώ δεν εμπιστεύομαι το τόξο μου

ούτε και το σπαθί για να με σώσει.

8 Εσύ μας έσωσες από τους αντιπάλους μας,

εσύ εξουθενώνεις τους εχθρούς μας.

9 Όλη τη μέρα θα σ’ εξυμνούμε Θεέ,

την ύπαρξή σου αιώνια θα δοξάζουμε.

(Διάψαλμα)

10 Εσύ όμως μας απέρριψες, μας ντρόπιασες

και πια δε συμπορεύεσαι με το στρατό μας.

11 Μας έκανες να φύγουμε μπροστά στους αντιπάλους μας

και μας λεηλατήσαν οι εχθροί μας.

12 Μας παραδίνεις σαν αρνιά για τη σφαγή·

μέσα στα έθνη μάς διασκορπίζεις.

13 Πούλησες το λαό σου δίχως τίμημα

και δεν κέρδισες τίποτε απ’ αυτόν.

14 Μας άφησες στη χλεύη των γειτόνων μας,

στο όνειδος όσων μας τριγυρίζουν.

15 Μας έκανες περίγελο στα έθνη·

για μας κουνάνε το κεφάλι ειρωνικά οι λαοί.

16 Ολημερίς θωρώ την καταφρόνια μου·

το πρόσωπό μου το σκεπάζει η ντροπή

17 στ’ άκουσμα της φωνής του χλευαστή του βλάσφημου,

στην παρουσία του εχθρού και του εκδικητή.

18 Αυτά όλα μας βρήκανε

κι εμείς δε σε ξεχάσαμε·

ούτε τη διαθήκη σου προδώσαμε.

19 Και δεν άλλαξε φρόνημα η καρδιά μας,

και δεν ξεστράτισαν τα βήματά μας

από τα μονοπάτια σου,

20 τότε που εσύ μας σύντριψες στων τσακαλιών τον τόπο

και με σκοτάδι θανατερό μας σκέπασες.

21 Αν είχαμε ξεχάσει του Θεού μας την ύπαρξη

κι είχαμε επικαλεσθεί ξένους θεούς,

22 μη δε θα το ’χες μάθει Θεέ,

εσύ, που της καρδιάς τα μυστικά γνωρίζεις;

23 Για σένα καθημερινά μη δε μας εξοντώνουνε;

Μας λογαριάζουν σαν αρνιά για τη σφαγή.

24 Σήκω! Γιατί ησυχάζεις, Κύριε;

Δράσε!

Για πάντα μη μας απωθείς.

25 Την παρουσία σου γιατί την κρύβεις

και λησμονάς τη δυστυχία και την ανάγκη μας;

26 Δες, η ζωή μας έπεσε στο χώμα,

και το κορμί μας κόλλησε στη γη.

27 Σήκω, βοήθησέ μας και λύτρωσέ μας,

συ που μας αγαπάς.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/44-98fb7ae886c29f2bf4517cd1e216cf25.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 45 [44]

Ποίημα για το γάμο του βασιλιά

1 Στον πρωτοψάλτη, όπως το «Σοσανίμ» (τα Κρίνα)· για τη συγγένεια του Κορέ· Μασχίλ· τραγούδι της αγάπης.

2 Μ’ εμπνέουν οι χαρμόσυνες στιγμές,

στο βασιλιά θα πω τα ποιήματά μου·

η γλώσσα μου ωραία θα μιλήσει

σαν πέννα γραμματέα έμπειρου.

3 Είσαι ο ωραιότερος απ’ όλους,

χαριτωμένα λόγια βγαίνουν από το στόμα σου,

για τούτο και σ’ ευλόγησε για πάντα ο Θεός.

4 Ζώσε στη μέση το σπαθί σου, δυνατέ,

μεγαλόπρεπε κι ένδοξε!

5 Δώσε τις μάχες σου λαμπρός,

θριάμβευε για την αλήθεια

και για το δίκιο του αδυνάτου·

οι πράξεις σου τρόμο θα προκαλούν.

6 Τα βέλη σου τα αιχμηρά

την καρδιά των εχθρών του βασιλιά θα διαπερνούνε,

λαοί κάτω από σε θα πέφτουνε.

7 Ο θρόνος σου είναι θρόνος του Θεού

αιώνιος και παντοτινός·

σκήπτρο χρηστής διοίκησης

το σκήπτρο το βασιλικό σου.

8 Δικαιοσύνη αγάπησες

και μίσησες την αδικία·

γι’ αυτό σε διάλεξε ο Θεός,

ο Θεός σου,

σ’ εσένα έδωσε χαρά πιότερη απ’ τους συντρόφους σου.

9 Σμύρνας, κασίας κι αλόης άρωμα

είναι στη φορεσιά σου·

στα φιλντισένια ανάκτορά σου

άρπας σε τέρπουν οι χορδές.

10 Βασιλοκόρες είναι η συνοδεία σου·

στέκει η βασίλισσαστα δεξιά σου

με τα χρυσάφια στολισμένη της Οφείρ.

11 Άκουσε, κόρη μου, και δες,

δώσε την προσοχή σου·

ξέχασε το λαό σου και το σπίτι του πατέρα σου.

12 Ο βασιλιάς επιθυμεί την ομορφιά σου·

ο κύριός σου είν’ αυτός,

προσκύνησε μπροστά του.

13 Της Τύρου οι κόρες με δώρα μπροστά σου θα ’ρθουν,

οι πλούσιοι του λαού θα σε παινέψουν.

14 Όλο μεγαλοπρέπεια η βασιλοκόρη

στα διαμερίσματά της μέσα

με χρυσοΰφαντη τη φορεσιά.

15 Πολύχρωμα ντυμένη θα οδηγηθεί στο βασιλιά·

θα την ακολουθούν παρθένες·

η συνοδεία της σ’ εσένα θα οδηγηθεί.

16 Με αλαλαγμούς και με χαρές

μπαίνουν μέσα στου βασιλιά τ’ ανάκτορα.

17 Τη θέση των προγόνων σου

οι γιοι σου θα την πάρουν,

άρχοντες θα ’ναι μες στη χώρα ολόκληρη.

18 Θα μνημονεύουν τ’ όνομά σου

από γενιά σ’ άλλη γενιά·

γι’ αυτό οι λαοί θα σ’ εξυμνούν

παντοτινά κι αιώνια.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/45-1db75824c10361f4ed35a21348143efa.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 46 [45]

Ο Κύριος του σύμπαντος είναι μαζί μας

1 Στον πρωτοψάλτη· για τη συγγένεια του Κορέ· τραγούδι όπως το «Αλαμώθ» (Παρθένες).

2 Είν’ ο Θεός για μας καταφύγιο και δύναμη·

στάθηκε στις ανάγκες μας

βοήθεια σπουδαία.

3 Γι’ αυτό και δε φοβόμαστε όταν σαλεύει η γη

κι αλλάζουν θέση τα βουνά

στου ωκεανού τα βάθη.

4 Παφλάζουν τα νερά του και ταράζονται·

φουσκώνουν και τραντάζουν τα βουνά.

Μαζί μας είν’ ο Κύριος του σύμπαντος,

πύργος για μας ο Θεός του Ιακώβ.

(Διάψαλμα)

5 Του ποταμού τα παρακλάδια κάνουν ν’ αγάλλεται η πόλη του Θεού·

η αγιότερη ανάμεσα στις κατοικίες του Υψίστου.

6 Στο μέσο της είν’ ο Θεός και δεν κλονίζεται·

θα τη βοηθήσει ο Θεός στο χάραμα της μέρας.

7 Έθνη ταράζονται, βασίλεια κλονίζονται·

αντήχησε η φωνή του και τρόμαξε η γη.

8 Μαζί μας είν’ ο Κύριος του σύμπαντος,

πύργος για μας ο Θεός του Ιακώβ.

(Διάψαλμα)

9 Ελάτε, δείτε του Κυρίου τα έργα,

που καταπληκτικά πράγματα γέμισε τη γη.

10 Πολέμους σταματάει στης γης τα πέρατα,

τόξα τσακίζει και συντρίβει λόγχες

κι ασπίδες καίει στη φωτιά.

11 «Ηρεμήστε», λέει, «και μάθετε

ότι εγώ είμ’ ο Θεός·

ψηλότερα απ’ τα έθνη, ψηλότερα απ’ τη γη».

12 Μαζί μας είν’ ο Κύριος του σύμπαντος,

πύργος για μας ο Θεός του Ιακώβ.

(Διάψαλμα).

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/46-a5c151c3ed1d66440abf76c010cdc233.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 47 [46]

Χειροκροτήστε τον Κύριο, το μεγάλο Βασιλιά

1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός για τη συγγένεια του Κορέ.

2 Όλοι οι λαοί χειροκροτήστε,

μ’ ενθουσιασμού φωνές αλαλάξτε στο Θεό!

3 Γιατί ο Κύριος είναι ύψιστος και φοβερός·

σ’ όλη τη γη αυτοκράτορας.

4 Λαούς σ’ εμάς τους υποτάσσει·

κι υποδουλώνει έθνη σ’ εμάς.

5 Για μας διαλέγει τη δωρεά του,

τη δόξα του Ιακώβ, του αγαπημένου του.

(Διάψαλμα)

6 Στο θρόνο του ανεβαίνει ο Θεός μες στον αλαλαγμό,

ο Κύριος με τον ήχο της σάλπιγγας.

7 Τραγουδήστε το Θεό μας, τραγουδήστε!

Τραγουδήστε το βασιλιά μας, τραγουδήστε!

8 Ο Θεός είναι βασιλιάς σ’ ολόκληρη τη γη,

υμνήστε τον με το πιο ωραίο τραγούδι!

9 Ο Θεός είναι βασιλιάς στα έθνη·

ο Θεός κάθισε στο θρόνο της αγιοσύνης του.

10 Οι άρχοντες των λαών συνάχθηκαν

με το λαό που το Θεό του Αβραάμ λατρεύει·

γιατί η ασφάλεια της γης

βρίσκεται στο Θεό,

σ’ εκείνον που κυριαρχεί απόλυτα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/47-54134ac97686b32fb4b8a46ffb54e800.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 48 [47]

Η πόλη του μεγάλου βασιλιά

1 Τραγούδι, ψαλμός για τη συγγένεια του Κορέ.

2 Μεγάλος είν’ ο Κύριος

κι άξιος πολύ να υμνείται

στην πόλη του Θεού μας,

στο άγιο του βουνό.

3 Το μεγαλόπρεπο βουνό

χαρά της γης ολόκληρης,

τ’ όρος Σιών στη βορινή την άκρη,

η πόλη του μεγάλου βασιλιά.

4 Μέσα στους πύργους της ο Θεός

αναδείχτηκε κάστρο.

5 Οι βασιλιάδες συνασπίστηκαν,

και βάδισαν όλοι μαζί ενάντια στην πόλη.

6 Μα είδαν και ξαφνιάστηκαν·

τρόμαξαν κι άτακτα υποχωρήσαν.

7 Ρίγος εκεί τους έπιασε·

κοιλόπονοι ετοιμόγεννης.

8 Με άνεμο ανατολικό

τα πλοία τα μεγάλα τα συντρίβεις.

9 Όπως τ’ ακούσαμε, έτσι και το ’δαμε

στην πόλη του Κυρίου του σύμπαντος,

στην πόλη του Θεού μας·

ο Θεός θα τη στηρίζει αιώνια.

(Διάψαλμα)

10 Σκεφτόμαστε, Θεέ, το έλεός σου,

στο μέσο του ναού σου.

11 Η εξύμνησή σου Θεέ, όπως και τ’ όνομά σου,

φτάνει ως τα πέρατα της γης.

Νίκη είναι το χέρι σου γεμάτο.

12 Χαίρεται το όρος της Σιών,

αγάλλονται οι πόλειςτου Ιούδα,

για τη δίκαιη κρίση σου, Κύριε.

13 Περιδιαβείτε τη Σιών πάνω στα τείχη της,

τους πύργους της μετρήστε.

14 Θαυμάστε την οχύρωση,

δέστε με προσοχή τ’ ανάκτορά της,

για να τα λέτε στις γενιές που έρχονται.

15 Γιατί αυτός είν’ ο Θεός,

Θεός μας στους αιώνες τους ατέλειωτους

κι αυτός μας οδηγεί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/48-1a795d0d3a15b9a5d8029441db44e4b5.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 49 [48]

Ο άνθρωπος πεθαίνοντας δεν παίρνει τίποτα μαζί του

1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός για τη συγγένεια του Κορέ.

2 Ετούτο ακούστε όλοι οι λαοί·

όλοι της γης οι κάτοικοι προσέξτε,

3 κοινοί κι επίσημοι,

πλούσιοι και φτωχοί μαζί.

4 Λόγια σοφά θα πει το στόμα μου,

και συνετές θα ’ναι οι σκέψεις της καρδιάς μου.

5 Στήνω τ’ αυτί μου στου Κυρίου τη μυστική βουλή

και με τον ήχο της κιθάρας προσπαθώ

το αίνιγμα να λύσω.

6 Γιατί στης συμφοράς τις μέρες να σκιαχτώ

από τη μοχθηρία αυτών

που με καταδιώκουν;

7 από εκείνους στ’ αγαθά τους

που στηρίζονται

και για τα πλούτη τους τ’ αμύθητα καυχιούνται;

8 Κανένας δεν μπορεί κάποιου άλλου

τα χρέη να πληρώσει

ούτε και τα δικά του στο Θεό.

9 Είναι πανάκριβο το λύτρο της ζωής τους

κι ουδέποτε πληρώνεται,

10 ώστε να ζήσουν ως το τέλος·

ποτέ τον τάφο να μη δουν.

11 Καθένας βλέπει πως κι οι σοφοί πεθαίνουν,

χάνονται όπως οι τρελοί κι οι ανόητοι

κι εγκαταλείπουν σ’ άλλους τ’ αγαθά τους.

12 Οι τάφοι τους είναι τα σπίτια τους για πάντα,

η μόνιμη διαμονή τους σ’ όλες τις γενιές·

έστω κι αν είχαν χτήματα στ’ όνομά τους.

13 Ο άνθρωπος μ’ όλες του τις τιμές

δεν είναι βέβαιος τη νύχτα αν θα τη βγάλει·

καθώς τα ζώα που πεθαίνουν, αφανίζεται.

14 Έτσι πορεύονται αυτοί,

σίγουροι για τον εαυτό τους·

κι έτσι τελειώνουν,

ευχαριστημένοι με τη μοίρα τους.

(Διάψαλμα)

15 Μαντρίζονται στον άδη σαν τα πρόβατα,

ο θάνατος τούς πάει να τους βοσκήσει·

θα διαφεντέψουν πάνω τους οι δίκαιοι το πρωί,

θ’ αφανιστεί η μορφή τους,

ο άδης θα ’ναι η κατοικία τους.

16 Αλλά ο Θεός θα σώσει τη ζωή μου·

από τα νύχια του άδη θα με πάρει.

(Διάψαλμα)

17 Μη φοβάσαι που κάποιος πλούτισε,

κι αυξήθηκε η αίγλη του σπιτιού του.

18 Μαζί του δε θα πάρει τίποτ’ απ’ αυτά πεθαίνοντας·

η αίγλη του δεν τον ακολουθεί στον τάφο.

19 Όσο ζούσε μακάριζε τον εαυτό του:

«Σ’ επευφημούν γιατί περνάς καλά!»

20 Όμως κι αυτός θα πάει να βρει

τη γενιά των προγόνων του

και πια ποτέ το φως δε θα το δούνε.

21 Ο άνθρωπος μ’ όλες του τις τιμές,

όταν δεν τα στοχάζεται όλα τούτα,

καθώς τα ζώα που πεθαίνουν, αφανίζεται.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/49-5e219812cbb419e54df1f284c7df53f5.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 50 [49]

Ο Κύριος εμφανίζεται για ν’ αναγγείλει την κρίση του

1 Ψαλμός του Ασάφ.

Θεός θεών ο Κύριος,

μίλησε και κάλεσε τη γη

απ’ την ανατολή του ήλιου ως τη δύση.

2 Απ’ τη Σιών

–της ομορφιάς το στέμμα–

έλαμψε ο Θεός.

3 Θα ’ρθεί ο Θεός μας και δεν θα αδρανήσει·

μπροστά του πάει φωτιά που κατακαίει,

τριγύρω του μεγάλη ανεμοθύελλα.

4 Καλεί τους ουρανούς, καλεί τη γη

σαν μάρτυρες, για να δικάσει το λαό του.

5 «Μαζέψτε μπρος μου τους πιστούς μου»,

είπ’ ο Θεός,

«που δέχτηκαν τη διαθήκη μου

και την επισφραγίσανε

προσφέροντας θυσία».

6 Οι ουρανοί κηρύττουν τη δικαιοσύνη του·

Θεός είναι ο κριτής αυτός.

(Διάψαλμα)

7 «Άκου, λαέ μου, θα μιλήσω·

Ισραήλ, θα μαρτυρήσω εναντίον σου·

εγώ ο Θεός, ο Θεός σου.

8 Θυσίες μού προσφέρεις.

Δε σε κατηγορώ γι’ αυτές·

τα ολοκαυτώματά σου διαρκώς είναι μπροστά μου.

9 Αλλά δε θα δεχτώ μοσχάρι από το στάβλο σου,

ούτε μου χρειάζονται τραγιά απ’ το μαντρί σου.

10 Γιατί δικά μου είναι τα ζώα όλα του δάσους,

τ’ αγρίμια όλα που ζουν απάνω στα βουνά.

11 Γνωρίζω όλα τα πουλιά στις κορυφές ψηλά

κι ό,τι σαλεύει μέσα στους αγρούς σ’ εμένα ανήκει.

12 Αν ήταν να πεινάσω δε θα ερχόμουν να σ’ το πω,

γιατί δική μου είν’ η γη

και ό,τι τη γεμίζει.

13 Μήπως εγώ το κρέας τρώω των βοδιών

και μήπως το αίμα πίνω εγώ των τράγων;

14 Πρόσφερε μάλλον την ευχαριστία σου

σ’ εμένα το Θεό

κι εκπλήρωσε τα τάματά σου

σ’ εμέ τον Ύψιστο.

15 Επικαλέσου με στης θλίψης σου τη μέρα·

θα σε λυτρώσω και θα με δοξάσεις».

(Διάψαλμα)

16 Είπε στον απειθή ο Θεός:

«Τι ωφελεί τις εντολές μου ν’ απαγγέλλεις;

να ’χεις τη διαθήκη μου στο στόμα σου,

17 εσύ, που δεν ανέχεσαι να σε διορθώνω

κι αψήφιστα παίρνεις τα λόγια μου;

18 Όταν βλέπεις τον κλέφτη,

μαζί του συντροφιάζεσαι·

με τους μοιχούς έχεις δοσοληψίες.

19 Για το κακό, το στόμα σου είν’ ορθάνοιχτο·

κι η γλώσσα σου υφαίνει την απάτη.

20 Κάθεσαι και κακολογείς το διπλανό σου

κι αναίσχυντα συκοφαντείς

της μάνας σου το γιο.

21 Αυτά όλα έκανες εσύ, κι εγώ ήμουν σιωπηλός.

Νόμισες μήπως όμοιος ότι έγινα μ’ εσένα;

Αλλά θα σ’ επιπλήξω,

κι όλα θα τ’ αραδιάσω στα μάτια σου μπροστά.

22 »Ετούτα στοχαστείτε τα

εσείς που μ’ έχετε ξεχάσει·

μήπως και σας αρπάξω

και σωτήρας δε βρεθεί.

23 Ευχαριστία,

αυτή είν’ η προσφορά που με δοξάζει·

κι όποιος το δρόμο του ευθύ χαράζει

σ’ αυτόν θα δείξω τη σωτηρία μου».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/50-92b99ef4c7b03b7e6ddd169174d13b07.mp3?version_id=173—