Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 31 [30]

Κύριε, εσύ είσαι η προστασία μου

1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.

2 Σ’ εσένα, Κύριε, κατέφυγα·

ποτέ ας μη ντροπιαστώ·

σώσε με, εσύ που είσαι δίκαιος.

3 Δείξε μου τη φροντίδα σου,

τώρα ελευθέρωσέ με·

γίνε πανίσχυρος προστάτης μου,

το καταφύγιό μου,

για να με σώσεις.

4 Εσύ ’σαι βράχος μου και προστασία μου,

αφού υπάρχεις·

μ’ οδηγείς και με φροντίζεις.

5 Βγάλε με απ’ την παγίδα που για μένα έστησαν·

γιατί εσύ ’σαι η δύναμή μου.

6 Όποτε άφησα στα χέρια σου το πνεύμα μου,

Κύριε, με λύτρωσες,

Θεέ αληθινέ.

7 Τους απεχθάνομαι αυτούς που σέβονται τα τιποτένια είδωλα·

αλλά εγώ στον Κύριο

στήριξα την ελπίδα μου.

8 Αγάλλομαι και χαίρομαι

από το έλεός σου·

είδες με κατανόηση την αθλιότητά μου

και ξέρεις της ψυχής μου το άγχος.

9 Δε μ’ εγκατέλειψες στα χέρια των εχθρών μου·

και μου εξασφάλισες την άνεση να φύγω.

10 Ελέησέ με, Κύριε,

γιατί είμαι σε αγωνία·

μάτια, ψυχή και σάρκα μου

τα ζάρωσε ο μόχθος.

11 Κατέστρεψαν

η θλίψη τη ζωή μου

κι οι στεναγμοί τα χρόνια μου·

τη δύναμή μου σκόρπισαν οι ταλαιπωρίες·

ακόμα και τα κόκαλά μου φθάρηκαν.

12 Απ’ όλους τους εχθρούς μου

ονειδιζόμουν

και χλευαζόμουν απ’ τους γείτονές μου,

για τους γνωστούς μου ήμουν θέαμα φοβερό

κι όσοι με βλέπαν έξω, φεύγαν’ από μπρος μου.

13 Σαν να ’μουνα ένας νεκρός οι άνθρωποι με ξέχασαν,

σαν να ’μουνα ένα σπασμένο βάζο.

14 Άκουσα ψίθυρο πολλών

–τρόμους από τριγύρω–

καθώς αυτοί μαζί σχεδίαζαν

ενάντια σ’ εμένα·

να μ’ αφαιρέσουν τη ζωή

ήταν η πρόθεσή τους.

15 Αλλά εγώ σ’ εσένα έλπισα,

Κύριε,

«είσαι Θεός μου», είπα.

16 Στην εξουσία σου τα χρόνια μου είναι·

σώσε με,

από τα χέρια των εχθρών μου

κι εκείνων που με κατατρέχουν.

17 Δείξε την παρουσία σου

στο δούλο σου·

σώσε με, χάρη στην πιστή σου αγάπη.

18 Κύριε,

ας μην ντροπιαστώ

που σε επικαλούμαι·

ας ντροπιαστούν οι ασεβείς,

στον άδη ας σωπάσουν.

19 Ας βουβαθούν τα χείλη αυτά τα ψεύτικα,

που λέν’ λόγια σκληρά

στον δίκαιο ενάντια με περιφρόνηση και υπεροψία.

20 Πόσο μεγάλη, Κύριε, η αγαθότητά σου,

που τη φυλάς για κείνους που σε σέβονται!

Όλοι μπορούν να δουν πως τη χαρίζεις

σ’ εκείνους που σ’ εσένα ελπίζουνε.

21 Προφυλαγμένους τους κρατάς

στη σιγουριά της παρουσίας σου

απ’ των ανθρώπων τις συκοφαντίες·

τους προστατεύεις μέσα στη σκηνή σου

από τις επιθέσεις των εχθρών τους.

22 Ευλογημένος να ’ναι ο Κύριος,

που έκανε σ’ εμένα το θαύμα της αγάπης του

την ώρα του αποκλεισμού μου.

23 Κι εγώ μέσα στην αγωνία μου είχα πει:

«Μ’ έδιωξε απ’ τη φροντίδα του».

Εσύ όμως άκουσες της δέησής μου τη φωνή

όταν βοήθεια ζήτησα από σένα.

24 Αγαπάτε τον Κύριο,

οι ευσεβείς του όλοι!

Ο Κύριος φροντίζει τους πιστούς·

και τιμωρεί πολύ σκληρά

αυτούς που φέρνονται μ’ αλαζονεία.

25 Γίνετε ανδρείοι

και με γενναία καρδιά,

όλοι που ελπίζετε στον Κύριο.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/31-6db79d7784d1c09e60257b67f9e4b1e0.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 32 [31]

Η ευτυχία εκείνου που έλαβε άφεση

1 Του Δαβίδ· Μασχίλ.

Μακάριος είν’ εκείνος

που του αφέθηκε

αμέλειας παραστράτημα,

του συγχωρήθηκε αμαρτία συνειδητή.

2 Μακάριος ο άνθρωπος,

όταν δεν του καταλογίζει

ο Κύριος αμάρτημα·

κι είναι ανύπαρκτος στο πνεύμα του ο δόλος.

3 Κύριε, όταν σώπασα,

φθάρηκαν τα οστά μου

από τον ολοήμερο αναστεναγμό.

4 Γιατί μέρα και νύχτα έπεσε

βαριά η τιμωρία σου σ’ εμένα·

σαν το χωράφι έγινα το άνυδρο

στου καλοκαιριού τη θέρμη.

(Διάψαλμα)

5 Την αμαρτία μου σου γνώρισα,

δεν έκρυψα την ενοχή μου.

«Στον Κύριο» σκέφτηκα,

«θα εξομολογηθώ τα παραπτώματά μου».

κι εσύ εξάλειψες την ενοχή της αμαρτίας μου.

(Διάψαλμα).

6 Για τούτο, ας προσεύχεται

κάθε ευσεβής σ’ εσένα,

στις δύσκολες στιγμές.

Σαν γίνει ο κατακλυσμός,

κοντά του δε θα φτάσει.

7 Εσύ είσαι, Κύριε, ο κρυψώνας μου,

με προστατεύεις απ’ τη θλίψη

και τη γυρίζεις σε αλαλαγμούς χαράς.

(Διάψαλμα)

8 Μου λες:

«Σύνεση θα σου δώσω,

θα σου διδάξω την οδό

που πρέπει να βαδίζεις·

θα σε ορμηνεύω,

η προσοχή μου θα ’ναι πάνω σου.

9 Μη γίνεσαι σαν άλογο και σαν μουλάρι

ασύνετος,

που χαλινάρι και χαλκά χρειάζονται

για να μπορέσουν να ’ρθουνε κοντά σου».

10 Πολλά του ασεβή τα μαστιγώματα,

μα κείνον που στον Κύριο ελπίζει

η αγάπη του τον περιζώνει.

11 Χαρείτε για τον Κύριο, δίκαιοι, κι ευφρανθείτε·

κι όλοι εσείς οι άδολοι

φωνάξτε από χαρά!

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/32-4932002fcd512dc5caabdf0cdb95979f.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 33 [32]

Ύμνος στο δημιουργό και σωτήρα

1 Ευφρανθείτε δίκαιοι για τον Κύριο!

Στους τίμιους ανθρώπους ταιριάζει να υμνούν.

2 Με κιθάρα ευχαριστήστε τον Κύριο!

Με ψαλτήρι δεκάχορδο ψάλτε σ’ αυτόν.

3 Τραγουδήστε του ένα νέο τραγούδι!

Κάντε ωραία να ηχήσουν

τα όργανά σας κι οι φωνές.

4 Γιατί είν’ σωστά τα λόγια του Κυρίου·

κι αληθινά τα έργα του.

5 Αγαπά τη δικαιοσύνη και την ευθύτητα·

η αγάπη του Κυρίου γεμίζει τη γη.

6 Με του Κυρίου το λόγο έγιναν οι ουρανοί·

με την πνοή απ’ το στόμα του

οι αμέτρητες δυνάμεις τους.

7 Μάζεψε τα νερά των θαλασσών καθώς σε ασκί·

έκλεισε μες στ’ αμπάρια των ωκεανών τα βάθη.

8 Τον Κύριο ας τον φοβάται όλη η γη·

κι ας τρέμουνε μπροστά του

της οικουμένης όλοι οι κάτοικοι!

9 Γιατί αυτός είπε και έγιναν·

πρόσταξε αυτός και θεμελιώθηκαν.

10 Ο Κύριος ματαιώνει τις προθέσεις

των ειδωλολατρών·

των λαών τα σχέδια

τ’ ανατρέπει.

11 Του Κυρίου οι προθέσεις διαρκούν αιώνια,

τα σχέδια της βούλησής του

σ’ όλες τις γενιές.

12 Μακάριο το έθνος που ο Κύριος είν’ ο Θεός του·

ευτυχισμένος ο λαός που αυτός τον διάλεξε

να ’ναι δικός του.

13 Από τον ουρανό κοιτάζει ο Κύριος

και βλέπει όλους τους ανθρώπους.

14 Από της κατοικίας του τον τόπο

εποπτεύει

όλους τους κατοίκους της γης.

15 Εκείνος που διαπλάθει τις καρδιές τους

κι όλα τα έργα τους τα ξέρει.

16 Δεν είν’ απ’ τον πολύ στρατό

που σώζεται ο βασιλιάς·

δεν είν’ απ’ την περίσσια δύναμη

που ο γενναίος γλιτώνει.

17 Ανήμπορο είναι τ’ άλογο

να εξασφαλίσει σωτηρία·

όλη του η σφριγηλότητα

τη λύτρωση δεν φέρνει.

18 Αλλά να που ο Κύριος φροντίζει για τους ευσεβείς,

για κείνους που ελπίζουν στη σταθερή αγάπη του.

19 Ώστε ν’ αρπάζει τη ζωή τους απ’ το θάνατο·

να τους κρατάει ζωντανούς

την εποχή της πείνας.

20 Στον Κύριο ελπίζει η ψυχή μας·

αυτός βοηθός μας

και προστασία μας!

21 Χάρη σ’ εκείνον χαίρεται η καρδιά μας·

αφού εμπιστευόμαστε στην άγια παρουσία του.

22 Ας έρθει, Κύριε, πάνω μας η αγάπη σου,

καθώς εμείς ελπίζουμε σ’ εσένα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/33-76abdaef0efb6840297af70e142c6ee3.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 34 [33]

Ο Κύριος με λύτρωσε απ’ όλους μου τους φόβους

1 Ψαλμός του Δαβίδ, όταν προσποιήθηκε τον παράφρονα στο βασιλιά Αβιμέλεχκι αυτός τον ελευθέρωσε και γλίτωσε.

2 Θα ευλογώ τον Κύριο κάθε στιγμή·

θα είναι ο ύμνος του στο στόμα μου για πάντα!

3 Τον Κύριο δοξάζει όλη η ύπαρξή μου·

οι καταπιεσμένοι ας τ’ ακούσουν κι ας χαρούν.

4 Ψάλτε μαζί μου τη μεγαλοσύνη του Κυρίου,

όλοι μαζί το όνομά του ας το δοξάσουμε!

5 Τον Κύριο αποζήτησα και μ’ αποκρίθηκε,

με λύτρωσε απ’ όλους μου τους φόβους.

6 Όσοι σ’ εκείνον στρέφουνε το βλέμμα τους

από χαρά ακτινοβολούν·

δεν πρόκειται να βγούνε γελασμένοι.

7 Φώναξε ο δύστυχος κι ο Κύριος τον άκουσε·

κι απ’ όλες του τις θλίψεις

τον γλιτώνει.

8 Στρατοπεδεύει του Κυρίου ο άγγελος

ολόγυρα σ’ εκείνους που τον σέβονται

και τους γλιτώνει απ’ τον κίνδυνο.

9 Λάβετε πείρα μόνοι σας και δείτε

πόσο είναι καλός ο Κύριος·

ευτυχισμένος ο άνθρωπος

που σ’ αυτόν καταφεύγει!

10 Τον Κύριο σεβαστείτε, οι άγιοί του·

τίποτα δεν στερούνται

όσοι τον σέβονται.

11 Πλούσιοισε φτώχεια ξέπεσαν και πείνασαν·

όμως αυτοί που αναζητούν τον Κύριο

κανένα δε θα στερηθούν απ’ όλα τ’ αγαθά.

12 Ελάτε νέοι, ακούστε με· κι εγώ θα σας διδάξω

του Κυρίου το σέβας.

13 Αν θέλετε να τη χαρείτε τη ζωή,

χρόνια να ζήσετε πολλά κι ευτυχισμένα·

14 τη γλώσσα σας φυλάξτε απ’ το κακό

κι από κουβέντες δολερές

τα χείλη σας.

15 Φύγετε πέρα απ’ το κακό και κάντε το καλό,

αποζητήστε την ειρήνη

και επιδιώξτε την.

16 Τους δίκαιους ο Κύριος τους προσέχει

κι ακούει τις ικεσίες τους.

17 Μα σκέφτεται ενάντια σ’ αυτούς που πράττουν το κακό·

για να εξαλείψει από τη γη

ως και τη θύμησή τους.

18 Υψώνουν τη φωνή στον Κύριο οι δίκαιοι

κι εκείνος τους ακούει·

τους λευτερώνει

απ’ όλα τους τα βάσανα.

19 Ο Κύριος είναι κοντά στους αποθαρρημένους

και σώζει αυτούς που βρίσκονται σε απόγνωση.

20 Πολλά του δίκαιου τα δεινά,

μα απ’ όλ’ αυτά ο Κύριος

τον γλιτώνει.

21 Περιφρουρεί όλη την ύπαρξή του:

Ούτ’ ένα κόκαλό του δεν θα συντριβεί.

22 Τον ασεβή η κακία θα τον σκοτώσει

και θα τιμωρηθούν όσοι μισούν τον δίκαιο.

23 Λυτρώνει ο Κύριος των δικών του τη ζωή,

κι όσοι σ’ αυτόν ελπίζουν

δε θα τιμωρηθούν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/34-df8388261ac10dc7108bd1c272113046.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 35 [34]

Ικεσία του αθώου που τον σύρουν σε δίκη

1 Ψαλμός του Δαβίδ.

Κύριε, κρίνε εκείνους που με κατακρίνουν·

πολέμησε όσους με πολεμούν.

2 Πάρε ασπίδα κι όπλο κι έλα βοήθησέ με.

3 Σύρε κοντάρι για ν’ ανακόψεις εκείνους που με καταδιώκουν·

πες στην ψυχή μου:

«Η σωτηρία σου είμ’ εγώ».

4 Ας νικηθούν κι ας ντροπιαστούν αυτοί που θέλουνε

να πάρουν τη ζωή μου!

Ας πισωστρέψουν κόκκινοι από ντροπή

αυτοί που το κακό μου μελετούν.

5 Ας γίνουνε σαν το άχυρο που το σκορπίζει ο αγέρας·

και του Κυρίου ο άγγελος

ας τους κυνηγά.

6 Ας είναι σκοτεινή κι ολισθηρή η πορεία τους·

και του Κυρίου ο άγγελος

ας τους καταδιώκει.

7 Γιατί αναίτια μου στήσαν την παγίδα τους·

αναίτια σκάψαν λάκκο,

για να μου πάρουν τη ζωή.

8 Στο λάκκο όμως αυτοί θα πέσουν δίχως να το προσμένουνε·

και στην παγίδα που έκρυψαν

οι ίδιοι θα πιαστούνε·

στο λάκκο μέσα θα χαθούν.

9 Κι η ψυχή μου θα νιώσει χαρά για τον Κύριο,

για τη σωτήρια επέμβασή του αγαλλίαση.

10 Όλα τα οστά μου θα το πουν:

Ποιος, Κύριε σαν κι εσένα;

Λυτρώνεις τον αδύναμο από τον δυνατότερό του,

τον δύσμοιρο και τον φτωχό

απ’ τον καταπιεστή του.

11 Μάρτυρες άδικοι παρουσιάστηκαν,

για όσα δεν ήξερα εκείνοι μ’ ανακρίναν.

12 Μου ανταποδώσανε κακό αντί καλό,

ερήμωσε η ψυχή μου.

13 Κι εγώ, όταν ήταν άρρωστοι, είχα φορέσει πένθιμα·

με τη νηστεία ταπεινωνόμουν

και με σκυφτό κεφάλι, την προσευχή μου σιγοψιθύριζα.

14 Σαν να ’τανε για φίλο και γι’ αδερφό μου

πηγαινοερχόμουνα·

σαν να πενθούσα μια μητέρα

θλιμμένος έσκυβα.

15 Αλλά στη συμφορά μου αυτοί χαρήκαν και συνάχθηκαν

–συνάχθηκαν εναντίον μου–

να με συκοφαντήσουν,

και όμως δεν το ήξερα·

με χλεύαζαν χωρίς σταματημό.

16 Αντάμα με τους ασεβείς με χλεύαζαν,

μου τρίζανε τα δόντια.

17 Κύριε,

ως πότε θα τα βλέπεις;

Προστάτεψέ με απ’ τις καταστροφές τους·

από τα λιονταρόπουλα

την ακριβή ζωή μου.

18 Θα σε δοξολογήσω μες σε μεγάλη σύναξη·

ανάμεσα σ’ αμέτρητο λαό

θα σ’ εξυμνήσω.

19 Για μένα ας μη χαίρονται όσοι είν’ εχθροί μου δίχως λόγο·

ας πάψουν με τα μάτια τα νοήματα

όσοι αναίτια με μισούν.

20 Δε μιλάνε ειρηνικά·

και για τους ήσυχους της γης

απάτης λόγια σκέφτονται.

21 Φλυάρησαν σε βάρος μου και είπαν:

«Είδαμ’ εμείς τι έκανες!»

22 Εσύ όμως, Κύριε, είδες· μη μείνεις σιωπηλός.

Κύριέ μου, μη μ’ αφήνεις!

23 Ξύπνα και σήκω κι υπερασπίσου με·

Θεέ και Κύριέ μου,

πάρε το μέρος μου!

24 Κρίνε με σύμφωνα με τη δικαιοσύνη σου,

Κύριε και Θεέ μου,

για να μη χαίρονται για μένα.

25 Και να μη σκέφτονται στο βάθος τους:

«Μπράβο μας, τον νικήσαμε».

Και να μη λένε: «Τον κατάπιαμε».

26 Ας ντρέπονται όλοι τους κι ας κοκκινίζουν,

όσοι για τα παθήματά μου χαίρονται·

ας σκεπαστούνε με ντροπή κι ονειδισμό

όσοι αλαζονικά περνούν μπροστά μου.

27 Ας ευφρανθούνε κι ας χαρούν αυτοί

που χαίρονται για τη δικαίωσή μου·

κι ας λένε συνεχώς:

«Μεγάλος είν’ ο Κύριος!

Επιθυμεί την ευτυχία του εκλεκτού του».

28 Κι η γλώσσα μου θα διηγιέται τη δικαιοσύνη σου·

όλη τη μέρα θα σ’ εξυμνεί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/35-f1213c4e94e887632dc7325225d976eb.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 36 [35]

Εσύ είσαι, Κύριε, η πηγή της ζωής

1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ, δούλου του Κυρίου.

2 Η παρανομία του ασεβή βαθιά είναι στην καρδιά του·

φόβος Θεού σ’ εκείνον δεν υπάρχει.

3 Και τόσο αυτοθαυμάζεται ώστε το κρίμα του δε βλέπει

για να το αποστραφεί.

4 Τα λόγια του στο στόμα του είν’ ανομία και δόλος·

έπαψε να ’χει επίγνωση

και το καλό να κάνει.

5 Όταν πλαγιάζει, την ανομία σκέφτεται·

ακολουθεί ένα δρόμο που δεν είν’ ο σωστός,

και το κακό δεν το απορρίπτει.

6 Κύριε, ως τους ουρανούς η αγάπη σου·

η αλήθεια σου ως τα σύννεφα.

7 Η δικαιοσύνη σου σαν τα ψηλά βουνά

κι η δίκαιη κρίση σου σαν άβυσσος μεγάλη·

ανθρώπους σώζεις, Κύριε, και ζώα.

8 Πόσο πολύτιμη η αγάπη σου, Θεέ!

Οι άνθρωποι καταφεύγουν στον ίσκιο απ’ τις φτερούγες σου.

9 Χορταίνουν απ’ τον πλούτο του σπιτιού σου

κι απ’ το ποτάμι τούς ποτίζεις της ευδαιμονίας σου.

10 Γιατί εσύ ’σαι της ζωής το κεφαλόβρυσο·

βλέπουμε φως από το φως σου.

11 Μην πάψεις να σκορπίζεις το έλεός σου

σ’ αυτούς που σε γνωρίζουν·

και τη δικαιοσύνη σου

στις έντιμες καρδιές.

12 Πόδι αλαζόνα ας μη με καταπατήσει,

κι ας μη με καταδιώξει

χέρι ασεβών.

13 Δείτε πού πέσαν όσοι στο κακό δουλεύαν·

καταγκρεμίστηκαν

και δεν μπορούν να σηκωθούν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/36-2d5239c6a8452ea0702da18325e6132d.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 37 [36]

Μην αγαναχτείς όταν θριαμβεύουν οι κακοί

1 Του Δαβίδ.

Μην αγανακτείς με τους κακούς·

μη ζηλεύεις όσους την ανομία πράττουν.

2 Γιατί καθώς η χλόη, γρήγορα μαραίνονται·

ξεραίνονται καθώς το τρυφερό χορτάρι.

3 Έλπιζε στον Κύριο και κάνε το καλό·

κατοίκησε στη χώρα

κι απόλαυσε τη σιγουριά.

4 Ζήτα την ευτυχία σου στον Κύριο

και θα σου δώσει

ό,τι η καρδιά σου λαχταρά.

5 Δώσε στον Κύριο τη ζωή σου·

έλπισε σ’ αυτόν

κι εκείνος θα φροντίσει.

6 Θα κάνει τη δικαιοσύνη σου να λάμψει σαν το φως

το δίκιο σου, σαν μέρα μεσημέρι.

7 Στον Κύριο σιωπηλά εγκαταλείψου

και έλπισε σ’ αυτόν.

Μην αγανακτείς για κείνον που στη ζωή του ευτυχεί·

για έναν άνθρωπο που κάνει ανομίες.

8 Ηρέμησε και πάψε τους θυμούς!

Μην εξανίστασαι· αυτό δε βγαίνει παρά σε κακό.

9 Γιατ’ οι κακοί θ’ αφανιστούν·

μα εκείνοι που στον Κύριο ελπίζουνε

τη χώρα θα την κατακτήσουν.

10 Σε λίγο δεν θα υπάρχει ασεβής·

και θα ζητάς τον τόπο του

μα δε θα τονε βρίσκεις.

11 Αλλά οι πράοι θα κατακτήσουνε τη χώρα

και θ’ απολαύσουν άφθονη ειρήνη.

12 Συνωμοτεί ο ασεβής σε βάρος του δικαίου·

τρίζει τα δόντια του

εναντίον του.

13 Ο Κύριος γελάει μαζί του γιατί ξέρει πως έρχεται

της τιμωρίας του η μέρα.

14 Οι ασεβείς σέρνουν σπαθιά, τεντώνουνε τα τόξα τους,

να ρίξουν κάτω τον φτωχό και τον αδύνατο·

να σφάξουνε αυτούς που ζούνε τίμια.

15 Μα το σπαθί τους στην καρδιά τους θά μπει·

θα τσακιστούν τα τόξα τους.

16 Καλύτερα τα λίγα του δικαίου,

παρά ο πολύς ο πλούτος των ασεβών.

17 Γιατί η δύναμη των ασεβών θα συντριφθεί,

ενώ ο Κύριος τους δίκαιους τους στηρίζει.

18 Γνωρίζει ο Κύριος τις μέρες των τελείων·

θα διαρκούν για πάντα τ’ αγαθά τους.

19 Δε θα ντροπιάζονται σε χρόνους δύσκολους·

και θα χορταίνουν τον καιρό της πείνας.

20 Αλλά οι κακοί θ’ αφανιστούν,

οι αντίθετοι στον Κύριο,

καθώς η ομορφιά του αγρού·

θα διαλυθούνε σαν καπνός

και θα χαθούν.

21 Δανείζεται ο ασεβής και πίσω δεν τα δίνει·

μα ο δίκαιος είν’ απλόχερος και δίνει.

22 Γιατί όσους ο Κύριος ευλογεί, αυτοί

κατέχουνε τη χώρα·

κι όσους εκείνος καταριέται

εξαφανίζονται απ’ αυτήν.

23 Ο Κύριος κάνει σταθερά τα βήματα του ανθρώπου

κι εγκρίνει την πορεία του.

24 Αν πέφτει,

στην πτώση του δε μένει,

γιατί ο Κύριος

απ’ το χέρι τον κρατάει.

25 Νιος ήμουνα και γέρασα

αλλά δεν είδα δίκαιο

εγκαταλειμμένο·

κι ούτε είδα τα παιδιά του

να ζητιανεύουν το ψωμί.

26 Καθημερινά δανείζει κι ελεεί·

και τα παιδιά του

είναι μια ευλογία.

27 Φύγε απ’ το κακό και κάνε το καλό,

και θα μείνεις παντοτινά στη χώρα.

28 Γιατί αγαπάει ο Κύριος το σωστό

και δεν εγκαταλείπει τους οσίους του,

τους προστατεύει αιώνια·

αλλ’ οι απόγονοι των ασεβών θα εξαφανιστούν.

29 Οι δίκαιοι θα κατακτήσουνε τη χώρα·

σ’ αυτήν θα κατοικούν για πάντα.

30 Του δίκαιου το στόμα σοφία ψιθυρίζει·

η γλώσσα του λέει το σωστό.

31 Ο νόμος του Θεού του μες στην καρδιά του·

τα βήματά του διόλου δε γλιστρούν.

32 Παραμονεύει ο ασεβής τον δίκαιο·

γυρεύει να τον θανατώσει.

33 Μα ο Κύριος στα χέρια του δεν του τον παραδίνει·

κι όταν δικάζεται δεν τον αφήνει

να καταδικαστεί.

34 Στον Κύριο έλπισε, το δρόμο του ακολούθησε·

θα σε υψώσει

τη χώρα να κατέχεις

και θα δεις τους ασεβείς να εξαφανίζονται.

35 Είδα τον ασεβή να καταχράται την εξουσία του,

να υψώνεται σαν κέδρος του Λιβάνου,

ν’ απλώνεται καθώς αναρριχητικό φυτό.

36 Και πάλι πέρασακαι να που δεν υπήρχε·

τον αναζήτησα,

κι ούτε που βρέθηκε.

37 Κοίτα προσεκτικά τον τέλειο, δες τον ευθύ τον άνθρωπο:

Έχει απογόνους πάντοτε ο άνθρωπος της ειρήνης.

38 Αλλά οι αμαρτωλοί όλοι αντάμα θα χαθούν

κι οι απόγονοι των ασεβών

θα φύγουν απ’ τη μέση.

39 Η σωτηρία των δικαίων από τον Κύριο έρχεται·

η προστασία τους

στον καιρό της θλίψης.

40 Τους βοηθάει ο Κύριος και τους λυτρώνει·

τους λευτερώνει απ’ τους κακούς,

τους σώζει,

γιατί σ’ αυτόν κατέφυγαν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/37-903862efa2e22375efbff874c2d7ab2c.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 38 [37]

Προσευχή αρρώστου που αναγνωρίζει τα σφάλματά του

1 Ψαλμός του Δαβίδ· αναμνηστικός.

2 Κύριε, μη μ’ επιπλήξεις πάνω στην οργή σου·

και πάνω στο θυμό σου

μη με τιμωρήσεις.

3 Γιατί με διαπέρασαν τα βέλη σου·

και με πιέζει η δύναμή σου.

4 Δεν έχει υγεία το κορμί μου, γιατί οργίστηκες·

πονούν τα κόκαλά μου όλα, γιατί αμάρτησα.

5 Οι ανομίες μου σωρεύτηκαν ψηλότερα απ’ το κεφάλι μου·

καθώς φορτίο βαρύ με καταπιέζουν.

6 Βρώμισαν και σαπίσαν οι πληγές μου,

απ’ την ανοησία μου.

7 Ταλαιπωρήθηκα, κυρτώθηκα εντελώς·

θλιμμένος περπατώ όλη τη μέρα.

8 Τα σπλάχνα μου είναι γεμάτα φλόγωση·

και δεν υπάρχει υγεία

στο κορμί μου.

9 Φθάρηκα και τσακίστηκα ολότελα·

κραυγάζω από τον πόνο της καρδιάς μου.

10 Κύριε, εσύ γνωρίζεις όλη τη λαχτάρα μου,

κι ο στεναγμός μου δε σου είναι κρυφός.

11 Χτυπάει η καρδιά μου ανάστατη,

μ’ άφησε η δύναμή μου·

ως και το φως ακόμα των ματιών μου

το ’χασα κι αυτό.

12 Φίλοι και γνώριμοι δεν μου συμπαραστάθηκαν στα βάσανά μου·

κι οι πιο δικοί μου με κρατάνε σε απόσταση.

13 Αυτοί που τη ζωή μου επιβουλεύονται

μου στήνουνε παγίδες·

αυτοί που θέλουν να με βλάψουν

πως θα με καταστρέψουν απειλούν

κι απάτες σχεδιάζουν όλη μέρα.

14 Αλλά εγώ κάνω τον κουφό, πως δεν ακούω·

και τον μουγγό,

που να μιλήσει δεν μπορεί.

15 Είμαι σαν ένας άνθρωπος που δεν ακούει τίποτα·

κι απόκριση στο στόμα του δεν έχει.

16 Γιατί σ’ εσένα, Κύριε έλπισα·

εσύ θα μου αποκριθείς,

Κύριέ μου, Θεέ μου.

17 Είπα: «Ας μη χαρούν μ’ εμένα οι εχθροί μου

κι ας μη καυχιούνται εναντίον μου

όταν το πόδι μου γλιστράει».

18 Εγώ είμαι έτοιμος να πέσω,

κι ο πόνος μου παντοτινά

είν’ υπαρκτός.

19 Την ανομία μου δημόσια την ομολογώ

κι η αμαρτία μου

στο άγχος με βυθίζει.

20 Όλο ζωή και δύναμη οι εχθροί μου

και πλήθος όσοι αναίτια

με μισούν,

21 κι όσοι κακό αντί καλό μού ανταποδίνουν·

μ’ εχθρεύονται που επιδιώκω το καλό.

22 Μη μ’ εγκαταλείπεις, Κύριε·

Θεέ μου, μη φεύγεις μακριά μου.

23 Έλα γοργά και βοήθησέ με,

Κύριε και σωτήρα μου!

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/38-1693580b29a4db12f33c3659f4dec277.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 39 [38]

Δώσε μου ανάπαυλα, η ζωή είναι τόσο σύντομη…

1 Στον πρωτοψάλτη, τον Ιεδουθούν.Ψαλμός του Δαβίδ.

2 Είπα:

«Θα ’μαι προσεκτικός στο πώς πορεύομαι,

ώστε η γλώσσα μου να μη με κάνει κι αμαρτάνω·

θα βάλω φίμωτρο στο στόμα μου

όσο μπροστά μου θα ’ναι ο ασεβής».

3 Άφωνος έγινα, βουβός,

–ούτε καλό δεν έλεγα–

κι ο πόνος μου δυνάμωνε.

4 Γέμισε αγωνία η καρδιά μου·

καθώς συλλογιζόμουν

φούντωνε η αγωνία μου·

ωσότου λύθηκε η γλώσσα μου και είπα:

5 «Φανέρωσέ μου, Κύριε, το τέλος μου,

και πόσες θα ’ναι οι μέρες της ζωής μου·

ώστε να ξέρω πόσο είμαι φθαρτός».

6 Τι λίγο που έκανες να διαρκεί η ζωή μου!

Μπροστά σου η ύπαρξή μου ένα τίποτα·

κι αέρα φύσημα η στερεότητα του ανθρώπου.

(Διάψαλμα)

7 Και να, σαν τη σκιά ο άνθρωπος πορεύεται,

άνεμος είν’ ο πλούτος που σωρεύει,

χωρίς να ξέρει ποιος θα τον συνάξει.

8 Και τώρα τι προσμένω, Κύριε;

σ’ εσένα την ελπίδα μου στηρίζω.

9 Λύτρωσέ με απ’ όλες τις ανομίες μου·

στη χλεύη του ανόητου

μη μ’ αφήσεις.

10 Σώπασα· το στόμα δεν ανοίγω,

γιατί εσύ μ’ έφερες εδώ που βρίσκομαι.

11 Στρέψε μακριά από μένα τα πλήγματά σου·

κάτω απ’ το στιβαρό σου χέρι

εγώ αφανίστηκα.

12 Κολάζοντας την ανομία τον άνθρωπο παιδαγωγείς,

και κατατρώς όπως ο σκόρος

ό,τι έχει πιο πολύτιμο.

Πνοή τ’ ανέμου, αλήθεια, αυτό είναι ο κάθε άνθρωπος.

(Διάψαλμα)

13 Την προσευχή μου, Κύριε, άκουσε,

πρόσεξε την κραυγή μου·

στα δάκρυά μου μη σωπαίνεις,

γιατί είμαι μόνο ένας φιλοξενούμενός σου,

ξένος, χωρίς δικαιώματα,

σαν όλους τους προγόνους μου.

14 Άσε με απ’ το βλέμμα σου κι ευχάριστα θα νιώσω·

πριν φύγω και δεν υπάρχω πια.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/39-ce9993318d358e47d04abb299105b140.mp3?version_id=173—

Categories
ΨΑΛΜΟΙ

ΨΑΛΜΟΙ 40 [39]

Ας μάθουν όλοι το τι έκανες για μένα!

1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.

2 Αδιάκοπα στον Κύριο έλπιζα κι αυτός με πρόσεξε

κι άκουσε την κραυγή μου.

3 Μ’ ανέσυρε από το λάκκο της φθοράς,

απ’ της λάσπης το βούρκο·

τα πόδια μου τα στήριξε

πάνω στο βράχο,

τα βήματά μου στέριωσε.

4 Στο στόμα μου έβαλε καινούριο ένα τραγούδι,

για το Θεό μας δοξολόγημα·

πολλοί θα δουν, θα ευλαβηθούν,

στον Κύριο θα ελπίσουν.

5 Μακάριος ο άνθρωπος, που ’χει στον Κύριο την ελπίδα του,

και προς τους μάταιους δε στρέφεται

κι όσους δουλεύουνε στο ψέμα.

6 Πληθώρα, Κύριε, Θεέ μας, τα έργα σου τα θαυμαστά,

κι όσα σχεδίασες για χάρη μας.

Κανένας δε συγκρίνεται μ’ εσένα!

Να τ’ αναγγείλω θα ’θελα και να τα πω,

είν’ όμως αναρίθμητα.

7 Θυσίες και προσφορές δεν θέλησες,

μου ’δωσες την επίγνωση·

δε ζήτησες ολοκαυτώματα

ούτε θυσίες εξιλέωσης.

8 Τότε είπα: «Να με, ήρθα».

Στου βιβλίου τον κύλινδρο για μένα γράφει.

9 Να κάνω ό,τι είν’ ευχάριστο σ’ εσένα,

Θεέ μου, επιθύμησα·

ο νόμος σου να ’ναι στο βάθος της καρδιάς μου.

10 Διαλάλησα τη δικαιοσύνη σου σε σύναξη μεγάλη,

να που τα χείλια μου δεν τα ’κλεισα·

Κύριε, εσύ το ξέρεις.

11 Τη δικαιοσύνη σου δεν έκρυψα στα βάθη της καρδιάς μου,

κήρυξα την πιστότητά σου και τη βοήθειά σου·

δεν κράτησα κρυμμένη την αγάπη σου

ούτε και την αλήθεια σου σε σύναξη μεγάλη.

12 Μην εμποδίσεις εσύ, Κύριε, την ευσπλαχνία σου σ’ εμένα·

η αγάπη σου κι η αλήθεια σου

ας με φρουρούν παντοτινά.

13 Γιατί πέσαν απάνω μου δεινά που δε μετριούνται,

με πήραν οι ανομίες μου και δεν μπορώ να δω·

–πιότερες κι από τα μαλλιά της κεφαλής μου–

και μ’ εγκατέλειψε το θάρρος μου.

14 Κύριε, στέρξε να με σώσεις·

τάχυνε, Κύριε,

να με βοηθήσεις.

15 Ας ντροπιαστούν όλοι μαζί κι ας εξουθενωθούν

αυτοί που θέλουν ν’ αφαιρέσουν τη ζωή μου·

ατιμασμένοι ας πισωστρέψουν

αυτοί που με τη δυστυχία μου χαίρονται.

16 Ας μείνουν άναυδοι απ’ το αίσχος τους

όσοι για μένα λέν’:

«καλά να πάθει».

17 Ας ευφρανθούν και ας χαρούν κοντά σου

όλοι όσοι σε ζητάνε, Κύριε,

και πάντα ας λένε:

«Μεγάλος είν’ ο Κύριος!»

όσοι αγαπούν τη σωτηρία που χαρίζεις.

18 Εγώ είμαι άθλιος και φτωχός,

μη με ξεχάσεις, όμως, Κύριε.

Εσύ ’σαι βοηθός μου κι ελευθερωτής,

Θεέ μου, μην αργήσεις.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/40-7d037ad6c8004bc1cec6c3f385f168fe.mp3?version_id=173—