Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 1

1 Έργα του Νεεμία, γιου του Χαχαλία.

Ο Νεεμίας αρχίζει την αναφορά του

Το μήνα Χισλεύ, του εικοστού έτους της βασιλείας του Αρταξέρξη,ενώ βρισκόμουν στα Σούσα, την πρωτεύουσα,

2 ήρθε από την Ιουδαία ο συμπατριώτης μου Ανανί με μερικούς άντρες. Τους ρώτησα για τους Ιουδαίους που επέζησαν και είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσία, καθώς και για την Ιερουσαλήμ.

3 Εκείνοι μου απάντησαν: «Όσοι επέζησαν από την αιχμαλωσία κι έχουν εγκατασταθεί πάλι στον τόπο τους, βρίσκονται σε μεγάλη δυστυχία και ταπείνωση· το τείχος της Ιερουσαλήμ είναι ερειπωμένο και οι πύλες της έχουν καταστραφεί από τη φωτιά».

4 Όταν άκουσα αυτά τα λόγια, έπεσα σε βαρύτατο πένθος για μέρες πολλές. Προσευχήθηκα στο Θεό του ουρανού

5 και είπα:

«Κύριε, Θεέ του ουρανού, μεγάλε και φοβερέ, εσύ τηρείς τη διαθήκη σου και δείχνεις την αγάπη σου σ’ εκείνους που σε αγαπούν και εφαρμόζουν τις εντολές σου.

6 Στρέψε, λοιπόν, το βλέμμα σου σ’ εμένα το δούλο σου κι άκουσε προσεκτικά την προσευχή που μέρα και νύχτα τώρα σου απευθύνω για μας τους Ισραηλίτες, τους δούλους σου, και σου ζητώ συγχώρηση για τις αμαρτίες που έχουμε διαπράξει. Πραγματικά, κι εγώ και οι πρόγονοί μου αμαρτήσαμε.

7 Ασεβήσαμε εναντίον σου και δεν τηρήσαμε τις εντολές σου, τους νόμους σου και τα προστάγματά σου, αυτά που έδωσες στο Μωυσή, το δούλο σου.

8 Θυμήσου όμως, σε παρακαλώ, το λόγο που είπες στο Μωυσή, το δούλο σου: “αν απιστήσετε, θα σας διασκορπίσω ανάμεσα στα έθνη·

9 αν όμως μετά επιστρέψετε σ’ εμένα και φροντίσετε να εφαρμόσετε τις εντολές μου, τότε, ακόμη κι αν είστε διασκορπισμένοι ως τις άκρες του κόσμου, θα σας ξαναφέρω από ’κει και θα σας συγκεντρώσω στον τόπο που έχω διαλέξει για να με λατρεύουν”.

10 Αυτοί εδώ είναι δούλοι σου και λαός σου, που εσύ τους απελευθέρωσες με τη μεγάλη, την ακαταμάχητη δύναμή σου.

11 Σε παρακαλώ, Κύριε, άκουσε την προσευχή τη δική μου και των άλλων δούλων σου, που με χαρά σε τιμούν. Χάρισέ μου τώρα την επιτυχία και κάνε ο βασιλιάς να με αντιμετωπίσει ευνοϊκά».

Εκείνη την εποχή εγώ ήμουν οινοχόοςτου βασιλιά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/1-7c322ea7e6d33ae5a93ada3ca9fa3b36.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 2

Ο Νεεμίας αποστέλλεται στην Ιερουσαλήμ

1 Το μήνα Νισάν του εικοστού έτους της βασιλείας του Αρταξέρξη, μια μέρα που ο βασιλιάς καθόταν στο τραπέζι, πήρα ως οινοχόος το κρασί και του το πρόσφερα· ποτέ άλλοτε δεν είχα παρουσιαστεί λυπημένος μπροστά του.

2 Έτσι, ο βασιλιάς με ρώτησε: «Φαίνεσαι κακόκεφος· γιατί; Αφού δεν είσαι άρρωστος· άρα, σίγουρα κάποια στενοχώρια είναι».

Τότε φοβήθηκα πολύ,

3 και του απάντησα: «Βασιλιά μου, να ζεις αιώνια! Μα πώς να μην είμαι κακόκεφος, αφού η πόλη μου, ο τόπος των τάφων των προγόνων μου, είναι ερημωμένη και οι πύλες της κατεστραμμένες απ’ τη φωτιά;»

4 Ο βασιλιάς με ρώτησε: «Τι ζητάς λοιπόν;» Τότε εγώ προσευχήθηκα στο Θεό του ουρανού,

5 κι απάντησα στο βασιλιά: «Αν το βρίσκεις σωστό, βασιλιά, κι αν ο δούλος σου έχω κερδίσει την εύνοιά σου, τότε στείλε με στην Ιουδαία, στην πόλη των τάφων των προγόνων μου, να την ξαναχτίσω».

6 Ο βασιλιάς έχοντας τη βασίλισσα καθισμένη δίπλα του, με ρώτησε: «Και πόσον καιρό θα διαρκέσει η αποστολή σου; Πότε θα γυρίσεις;» Ο βασιλιάς δεχόταν, λοιπόν να με αφήσει να φύγω, κι εγώ του έδωσα την ημερομηνία της επιστροφής μου.

7 Του είπα ακόμη: «Αν συμφωνείς, βασιλιά, ας μου δοθούν επιστολές προς τους κυβερνήτες της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη,για να μου επιτρέψουν να περάσω από ’κει και να φτάσω στην Ιουδαία.

8 Επίσης, μια επιστολή για τον Ασάφ, τον υπεύθυνο του βασιλικού δάσους, ώστε να μου δώσει ξυλεία για τις πύλες του φρουρίου του ναού, για το τείχος της πόλης και για το σπίτι όπου θα μείνω». Ο βασιλιάς μού έδωσε ό,τι του ζήτησα, γιατί με προστάτευε το χέρι του Θεού.

9 Ήρθα, λοιπόν, στους κυβερνήτες της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη και τους έδωσα τις επιστολές του βασιλιά, ο οποίος είχε στείλει αξιωματικούς του στρατού και ιππικό για να με συνοδέψουν.

10 Βέβαια, ο Σανβαλλάτ ο Χωρωνίτης και ο βοηθός του, ο Τωβίας ο Αμμωνίτης, πολύ δυσαρεστήθηκαν όταν άκουσαν ότι κάποιος είχε έρθει να εργαστεί για το καλό των Ισραηλιτών.

Ο Νεεμίας προτρέπει το λαό να ανοικοδομήσουν τα τείχη

11 Αφού ήρθα στην Ιερουσαλήμ, έμεινα εκεί τρεις μέρες.

12 Τη νύχτα σηκώθηκα εγώ και μαζί μου μερικοί άντρες, χωρίς να πω σε κανέναν τι είχε βάλει ο Θεός μου στο νου μου να κάνω για την Ιερουσαλήμ· δεν είχα μαζί μου άλλο υποζύγιο, εκτός από κείνο που μετέφερε εμένα.

13 Μέσα στη νύχτα, βγήκα από την πόλη και περνώντας από την πύλη της Κοιλάδας κατευθύνθηκα προς την πηγή του Δράκοντα και προς την πύλη της Κοπρίας κι εξέταζα τα ερειπωμένα τείχη της Ιερουσαλήμ και τις πύλες της, που είχαν καταστραφεί απ’ τη φωτιά.

14 Πέρασα κοντά από την πύλη της Πηγής κι από τη δεξαμενή του βασιλιάαλλά το ζώο μου δεν έβρισκε πια τόπο για να περάσει.

15 Έτσι, πάντα μέσα στη νύχτα, ανέβηκα από το χείμαρρο των Κέδρων συνεχίζοντας την εξέταση του τείχους· έπειτα έκανα στροφή και γύρισα πίσω πάλι από την πύλη της Κοιλάδας.

16 Οι αξιωματούχοι της πόλης δεν ήξεραν πού είχα πάει και τι έκανα.

Δεν είχα πει ακόμα τίποτα στους Ιουδαίους ούτε στους ιερείς ούτε στους ευγενείς και στους αξιωματούχους, ούτε σε κανέναν άλλον από κείνους που θα εκτελούσαν το έργο της ανοικοδόμησης.

17 Τώρα όμως τους είπα: «Βλέπετε σε τι δυστυχία βρισκόμαστε: Η Ιερουσαλήμ είναι ερειπωμένη και οι πύλες της έχουν καταστραφεί απ’ τη φωτιά. Εμπρός, λοιπόν, ας ξαναχτίσουμε τα τείχη της Ιερουσαλήμ, για να πάψουν πια να μας καταφρονούν».

18 Τους διηγήθηκα πώς με προστάτεψε ο Θεός μου και τους μετέφερα τα λόγια που μου είχε πει ο βασιλιάς. Τότε εκείνοι απάντησαν: «Εμπρός, ας ξεκινήσουμε το έργο της ανοικοδόμησης!» Έτσι πήραν θάρρος και προετοιμάστηκαν για το καλό αυτό έργο.

19 Αλλά ο Σανβαλλάτ ο Χωρωνίτης κι ο βοηθός του ο Τωβίας ο Αμμωνίτης, και ο Γησέμ ο Άραβας, όταν άκουσαν τι επρόκειτο να κάνουμε, γέλασαν σε βάρος μας και μας είπαν περιφρονητικά: «Τι πάτε να κάνετε; Θα επαναστατήσετε εναντίον του βασιλιά;»

20 Τότε εγώ τους έδωσα αυτήν την απάντηση: «Ο Θεός του ουρανού θα κάνει να επιτύχουμε! Εμείς, οι δούλοι του, θα ξεκινήσουμε την ανοικοδόμηση. Αλλά εσείς δεν θα έχετε πια δικαίωμα κατοχής στην Ιερουσαλήμ, ούτε θ’ ασκείτε καμιά εξουσία. Κι ούτε θα σας θυμάται κανένας στην πόλη».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/2-f3e57cad2bf4fb1cfa317d5383b7d9ab.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 3

Οι τομείς που καθορίστηκαν για την επισκευή

1 Τότε ο αρχιερέας Ελιασείβ ξεκίνησε την ανοικοδόμηση μαζί με τους άλλους ιερείς. Ξανάχτισαν την Προβατική πύλη, την καθαγίασαν και τοποθέτησαν τα θυρόφυλλά της. Επίσης καθαγίασαν το τείχος ως τον πύργο των Εκατό και ως τον πύργο του Ανανεήλ.

2 Πλάι σ’ αυτούς έχτιζαν οι κάτοικοι της Ιεριχώ.

Πλάι σ’ αυτούς έχτιζε ο Ζακκούρ, γιος του Ιμρί.

3 Η συγγένεια του Ασσεναά έχτισαν την πύλη των Ιχθύωνκαι τοποθέτησαν τα δοκάρια της, τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές της και τις αμπάρες της.

4 Δίπλα επιδιόρθωνε ο Μερεμώθ, γιος του Ουρία κι εγγονός του Ακκώς.

Δίπλα έκανε επισκευές ο Μεσουλλάμ, γιος του Βαραχία κι εγγονός του Μεσεζαβεήλ.

Πλάι του επιδιόρθωνε ο Σαδώκ, γιος του Βαανά.

5 Πιο πέρα από αυτούς έκαναν επισκευές οι Τεκωάτες, αν και οι πρόκριτοί τους αρνούνταν να εκτελέσουν τις εντολές των προϊσταμένων τους.

6 Ο Ιοϊαδά, γιος του Φασεάχ, και ο Μεσουλλάμ, γιος του Βεσωδία, επισκεύασαν την Παλαιά πύλη.Τοποθέτησαν τα δοκάρια της και έβαλαν τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της.

7 Παραδίπλα έκανε επισκευές ο Μελαθίας ο Γαβαωνίτης και ο Ιαδών ο Μερωνοθίτης, επίσης και άλλοι κάτοικοι της Γαβαών και της Μισπά, οι οποίοι ανήκαν στη δικαιοδοσία του κυβερνήτη της επαρχίας δυτικά του Ευφράτη.

8 Πιο πέρα επισκεύαζε ο Ουζιήλ, γιος του Αραΐα, χρυσοχόος.

Παραδίπλα ο Ανανίας, της συντεχνίας των αρωματοποιών· αυτοί αποκατέστησαν το προτείχισμα της Ιερουσαλήμ ως ένα σημείο που το τείχος πλαταίνει.

9 Πιο πέρα έκανε επισκευές ο Ρεφαΐας, γιος του Χουρ, αρχηγός της μισής περιοχής της Ιερουσαλήμ.

10 Πιο πέρα επισκεύαζε ο Ιεδαΐας, γιος του Χαρουμάφ, απέναντι στο σπίτι του.

Παραδίπλα επισκεύαζε ο Χατούς, γιος του Χασαβνία.

11 Ο Μαλκίας, γιος του Χαρίμ, και ο Χασσούβ, γιος του Φαχάθ-Μωάβ, επιδιόρθωναν ένα άλλο τμήμα, ως τον πύργο των Φούρνων.

12 Πιο πέρα έκανε επισκευές ο Σαλλούμ, γιος του Αλλωχής, αρχηγός της άλλης μισής περιοχής της Ιερουσαλήμ, μαζί με τις θυγατέρες του.

13 Ο Χανούν και οι κάτοικοι της Ζανωάχ επιδιόρθωσαν την πύλη της Κοιλάδας. Την ξανάχτισαν και τοποθέτησαν τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της, ως την «πύλη της Κοπρίας».

14 Ο Μαλκίας, γιος του Ρηχάβ και αρχηγός της περιοχής Βαιθ-Ακαρέμ, μαζί με τους γιους του, επισκεύασε την πύλη της Κοπρίας· την ξανάχτισε κι έβαλε τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της.

15 Την πύλη της Πηγής την επιδιόρθωσε ο Σαλλούμ, γιος του Κολ-Χοζέ και αρχηγός της περιοχής της Μισπά· την ξανάχτισε κι έβαλε τη στέγη της, τοποθέτησε τα θυρόφυλλά της, τις κλειδωνιές και τις αμπάρες της· επίσης επιδιόρθωσε το τείχος της δεξαμενής του Σελά.

16 Πιο πέρα απ’ αυτόν, ο Νεεμίας, γιος του Αζβούκ και αρχηγός της μισής περιοχής της Βαιθ-Σουρ, επιδιόρθωσε ως απέναντι από τους τάφους του Δαβίδ και των απογόνων του και ως την τεχνητή δεξαμενή της βασιλικής φρουράς.

17 Πλάι σ’ αυτόν έκαναν επισκευές οι λευίτες: Ο Ρεχούμ, γιος του Βανί και πιο πέρα ο Χασαβίας, αρχηγός της μισής περιοχής της Κεϊλά, για την περιοχή του.

18 Πιο πέρα επιδιόρθωναν άλλοι λευίτες υπό τον Βαβαΐ, που ήταν γιος του Χεναδάδ και αρχηγός του άλλου μισού της Κεϊλά.

19 Πέρα απ’ αυτόν, ο Εζέρ, γιος του Ιησού και αρχηγός της Μισπά, επισκεύαζε ένα άλλο τμήμα, στην ανωφέρεια, απέναντι από το οπλοποιείο, εκεί που το τείχος στρίβει.

20 Πλάι σ’ αυτόν, ο Βαρούχ, γιος του Ζαββαΐ, επισκεύαζε ένα άλλο τμήμα από τη γωνία του τείχους ως την πόρτα του σπιτιού του αρχιερέα Ελιασείβ.

21 Παραπέρα ο Μερημώθ, γιος του Ουρία κι εγγονός του Ακκώς, επιδιόρθωνε ένα άλλο τμήμα: από την πόρτα του σπιτιού του Ελιασείβ ως το τέλος του σπιτιού.

22 Πλάι σ’ αυτόν επισκεύαζαν οι ιερείς που κατοικούσαν στην περιοχή.

23 Πιο πέρα απ’ αυτούς, ο Βενιαμίν και ο Χασσούβ επιδιόρθωναν το τμήμα απέναντι από το σπίτι τους.

Πλάι στο σπίτι του έκανε επισκευές δίπλα σ’ αυτούς ο Αζαρίας, γιος του Μαασεΐα κι εγγονός του Ανανία.

24 Πιο πέρα απ’ αυτόν ο Βανί, γιος του Χεναδάδ, επισκεύαζε ένα άλλο τμήμα, από το σπίτι του Αζαρία ως τη γωνία του τείχους.

25 Ο Παλάλ, γιος του Ουζαΐ, επιδιόρθωνε το τμήμα της γωνίας και τον πύργο που ορθώνεται από πάνω, απέναντι από τα ανάκτορα, δίπλα στην αυλή της φρουράς.

Πιο πέρα απ’ αυτόν εργαζόταν ο Πεδαΐας, γιος του Φαρώς.

26 Οι υπηρέτες του ναού, που κατοικούσαν στη συνοικία της Οφήλ, επιδιόρθωναν μέχρι τον πύργο που προεξείχε, ανατολικά της «πύλης των Υδάτων».

27 Πιο πέρα, οι Τεκωάτες επισκεύαζαν το επόμενο τμήμα απέναντι από τον ψηλό πύργο που προεξείχε, ως το τείχος της Οφήλ.

28 Οι ιερείς επισκεύαζαν πάνω από την πύλη των Αλόγων,καθένας μπροστά από το σπίτι του.

29 Παραδίπλα απ’ αυτούς ο Σαδώκ, γιος του Ιμμέρ, επιδιόρθωνε απέναντι από το σπίτι του.

Πλάι σ’ αυτόν επισκεύαζε ο Σεμαΐας, γιος του Σεχανία και φύλακας της ανατολικής πύλης.

30 Δίπλα σ’ αυτόν ο Ανανίας, γιος του Σελεμία, και ο Χανούν, έκτος γιος του Σαλάφ, επισκεύαζαν άλλο τμήμα.

Παραπέρα ο Μεσουλλάμ, γιος του Βαραχία, επισκεύαζε ένα τμήμα απέναντι από το δωμάτιό του.

31 Πιο πέρα απ’ αυτόν ο Μαλκίας, ο χρυσοχόος, επιδιόρθωνε ένα τμήμα που έφτανε ως το σπίτι των υπηρετών του ναού και των εμπόρων, απέναντι από την πύλη του Μιφκάδ ως το παρατηρητήριο στη γωνία του τείχους.

32 Ανάμεσα στο παρατηρητήριο και στην Προβατική πύληέκαναν επισκευές άλλοι χρυσοχόοι και έμποροι.

33 Αλλάο Σανβαλλάτ, όταν άκουσε ότι εμείς οι Ιουδαίοι ξαναχτίζαμε το τείχος, οργίστηκε κι άρχισε να μας περιγελάει.

Τα σχέδια των αντιπάλων ματαιώνονται

34 Δήλωσε, λοιπόν, ο Σανβαλλάτ μπροστά στους συμπατριώτες του και στο στρατό της Σαμάρειας: «Τι προσπαθούν να κάνουν αυτοί οι ταλαίπωροι Ιουδαίοι; Λέτε να ολοκληρώσουν το έργο τους και να προσφέρουν κιόλας θυσίες; Θα τελειώσουν άραγε μέσα σε μία μέρα; Αλλά μπορούν να ξαναζωντανέψουν τις πέτρες που παίρνουν από τους σωρούς των καμένων ερειπίων;»

35 Τότε ο Τωβίας ο Αμμωνίτης, που ήταν κοντά του, είπε: «Ε, καλά τώρα! Αυτοί ό,τι και να χτίσουν, μια αλεπού ν’ ανεβεί εκεί, θα γκρεμίσει το πέτρινο τείχος τους».

36 «Αλλά εσύ, Θεέ μας», είπα εγώ, «άκουσέ μας, τώρα που εκείνοι μας περιγελούν. Στρέψε τον εμπαιγμό τους εναντίον τους και κάνε να συρθούν αυτοί αιχμάλωτοι, παραδομένοι στην ντροπή.

37 Μη λησμονήσεις την ενοχή τους, και μην παραβλέψεις την αμαρτία τους, γιατί πρόσβαλαν εμάς που χτίζουμε το τείχος».

38 Έτσι ολοκληρώσαμε σύντομα την ανοικοδόμηση του τείχους ως το μισό του ύψους του, γιατί ο λαός εργαζόταν με όλη την καρδιά του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/3-557c81a8aa42b3f5cd61e7b94b92ffe1.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 4

1 Ο Σανβαλλάτ,ο Τωβίας, οι Άραβες, οι Αμμωνίτες και οι κάτοικοι της Ασδώδ, όταν άκουσαν ότι η επισκευή των τειχών της Ιερουσαλήμ προχωρούσε και ότι τα ρήγματα άρχισαν να κλείνουν, αγανάκτησαν.

2 Έτσι, συνωμότησαν να έρθουν όλοι μαζί και να πολεμήσουν εναντίον της Ιερουσαλήμ και να μας φέρουν αναστάτωση.

3 Τότε εμείς προσευχηθήκαμε στο Θεό μας και τοποθετήσαμε φρουρά για να μας προστατεύει από αυτούς, μέρα και νύχτα.

4 Ωστόσο ο λαός του Ιούδα τραγουδούσε:

«Σιγά σιγά η δύναμη των εργατών μας φεύγει

κι είναι μεγάλος απ’ τα γκρεμίσματα ο σωρός.

Δε θα μπορέσουμε ποτέ ξανά

να χτίσουμε το τείχος, όπως ήταν παλιά».

5 Οι εχθροί μας εξάλλου σκέφτονταν να μας ριχτούν αιφνιδιαστικά, χωρίς εμείς να τους αντιληφθούμε, και να μας σκοτώσουν για να μας αποτρέψουν από το έργο μας.

6 Οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν κοντά στους εχθρούς μας, ήρθαν τουλάχιστον δέκα φορές και μας ειδοποίησαν: «Από όλα τα μέρη όπου αυτοί κατοικούν, θα έρθουν εναντίον μας».

7 Τότε, στα χαμηλά μέρη του χώρου, πίσω από το τείχος, στα σημεία που δεν είχε ακόμα τελειώσει η ανοικοδόμηση, τοποθέτησα το λαό κατά συγγένειες, οπλισμένους με ξίφη, δόρατα και τόξα.

8 Κι επειδή έβλεπα την αγωνία τους, σηκώθηκα και είπα στους προκρίτους, στους αξιωματούχους και στον υπόλοιπο λαό: «Μην τους φοβάστε αυτούς! Θυμηθείτε τον Κύριο, τον μεγάλο και φοβερό, και πολεμήστε για τους συμπατριώτες σας, τους γιους σας, τις κόρες σας, τις γυναίκες σας και τα σπίτια σας».

Η ανοικοδόμηση των τειχών με την προστασία των όπλων

9 Οι εχθροί μας έμαθαν ότι είμαστε πληροφορημένοι και ότι ο Θεός είχε ματαιώσει έτσι τα σχέδιά τους. Τότε όλοι μας επιστρέψαμε στο τείχος, ο καθένας στην εργασία του.

10 Από τότε, οι μισοί από τους ανθρώπους μας εργάζονταν στο έργο και οι άλλοι μισοί κρατούσαν τις λόγχες, τις ασπίδες, τα τόξα και τους θώρακες· οι αρχηγοί είχαν τη γενική εποπτεία σ’ όλο το λαό της Ιουδαίας

11 που έχτιζαν το τείχος. Οι αχθοφόροι εργάζονταν με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσαν το ακόντιό τους.

12 Καθένας από τους χτίστες δούλευε έχοντας το ξίφος του ζωσμένο στη μέση του· ο σαλπιγκτής ήταν πλάι μου, έτοιμος να σαλπίσει.

13 Τότε είπα στους πρόκριτους, στους αξιωματούχους και στον υπόλοιπο λαό: «Το έργο είναι μεγάλο και εκτεταμένο κι εμείς είμαστε διασκορπισμένοι στο τείχος, ο ένας μακριά από τον άλλον.

14 Όπου και να βρίσκεστε, όταν ακούσετε τη σάλπιγγα, συγκεντρωθείτε γύρω μας· και ο Θεός μας θα πολεμήσει για μας».

15 Έτσι συνεχίσαμε την εργασία, ενώ οι μισοί κρατούσαν τις ασπίδες από τα χαράματα, ώσπου να φανούν τ’ αστέρια.

16 Πρόσταξα ακόμη το λαό εκείνη την περίοδο όλοι οι επικεφαλής με τους βοηθούς τους να διανυκτερεύουν μέσα στην Ιερουσαλήμ, ώστε τη νύχτα να φυλάνε την πόλη ενώ την ημέρα θα εργάζονταν.

17 Έτσι, ούτε εγώ, ούτε οι σύντροφοί μου, ούτε οι υπηρέτες μου, ούτε οι άντρες της φρουράς μου δε βγάζαμε ποτέ τα ρούχα μας. Και καθένας μας κρατούσε τα όπλα στο χέρι του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/4-a1b4a1550c6c403e7bb6bac09a6182b8.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 5

Απαλλαγή από τα χρέη

1 Ανάμεσα στο λαό άρχισε να δημιουργείται μεγάλη δυσαρέσκεια. Άντρες και γυναίκες συνάχθηκαν και παραπονιούνταν ενάντια σε ορισμένους συμπατριώτες τους, Ιουδαίους:

2 «Τα παιδιά μας κι εμείς είμαστε πολυάριθμοι και χρειαζόμαστε στάρι να φάμε για να μην πεθάνουμε!»

3 Άλλοι έλεγαν: «Έχουμε βάλει υποθήκη τα χωράφια μας, τ’ αμπέλια μας και τα σπίτια μας για να προμηθευτούμε στάρι και να μην πεινάσουμε!»

4 Τέλος άλλοι έλεγαν: «Κι εμείς έχουμε δανειστεί χρήματα για να πληρώσουμε το φόρο του βασιλιά και βάλαμε υποθήκη τα χωράφια μας και τ’ αμπέλια μας.

5 Ίδιο έθνος είμαστε με τους συμπατριώτες μας! Τα παιδιά μας αξίζουν το ίδιο με τα δικά τους τα παιδιά! Κι όμως εμείς υποχρεωνόμαστε να στείλουμε τα παιδιά μας δούλους –μερικές μάλιστα από τις κόρες μας έχουν ήδη γίνει δούλες. Και δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, αφού τα χωράφια μας και τ’ αμπέλια μας ανήκουν σε άλλους».

6 Όταν άκουσα αυτά τα λόγια και τα παράπονά τους, οργίστηκα πάρα πολύ.

7 Εξέτασα προσεκτικά την υπόθεση και αποφάσισα να επιπλήξω τους προύχοντες και τους αξιωματούχους, που δάνειζαν με τόκο τους συμπατριώτες τους.Κάλεσα, λοιπόν, μεγάλη δημόσια συγκέντρωση εναντίον τους,

8 και τους είπα: «Εμείς, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, εξαγοράσαμε τους συμπατριώτες μας τους Ιουδαίους, που είχαν πουληθεί δούλοι στα έθνη. Κι έρχεστε τώρα εσείς κι εξαναγκάζετε τους συμπατριώτες σας να πουληθούν σ’ εσάς, και το κάνετε αυτό σε ανθρώπους του λαού μας!» Αυτοί σώπαιναν, γιατί δεν είχαν τι να απαντήσουν.

9 Τότε πρόσθεσα: «Αυτό που κάνετε δεν είναι σωστό. Πρέπει να ζείτε με φόβο Θεού, αν θέλετε ν’ αποφύγετε τον εμπαιγμό από τα εχθρικά μας έθνη!

10 Εγώ και οι συγγενείς μου και οι συνεργάτες μου έχουμε δανείσει χρήματα και σιτάρι σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά θα παραιτηθούμε απ’ αυτή μας την απαίτηση.

11 Επιστρέψτε τους κι εσείς αμέσως τα χωράφια τους, τα αμπέλια τους, τα λιοστάσια τους και τα σπίτια τους, και παραιτηθείτε από τα χρήματα, το σιτάρι, το κρασί και το λάδι, που τους ζητάτε».

12 Εκείνοι απάντησαν: «Θα τους επιστρέψουμε ό,τι τους έχουμε πάρει και δε θα ζητήσουμε πια τίποτε απ’ αυτούς· θα κάνουμε όπως ακριβώς το είπες». Κάλεσα, λοιπόν, τους ιερείς και όρκισα τους αξιωματούχους ότι θα κάνουν ό,τι υποσχέθηκαν.

13 Μετά τίναξα τη ζώνη μου και είπα: «Έτσι να ξετινάξει ο Θεός το σπίτι του και τα υπάρχοντά του από καθέναν που δε θα τηρήσει αυτή την υπόσχεση· έτσι να ξετιναχτεί κι ο ίδιος και να πτωχεύσει».

Και όλος ο λαός είπε: «Αμήν», και δόξασαν το Θεό. Κι όλοι τους τήρησαν την υπόσχεσή τους.

14 Επίσης, από την ημέρα που διορίστηκα κυβερνήτης στην Ιουδαία, εγώ και οι συγγενείς μου δεν κάναμε χρήση της επιχορήγησης που μπορούσα να έχω ως κυβερνήτης. Αυτό διήρκεσε δώδεκα χρόνια, δηλαδή από το εικοστό ως το τριακοστό δεύτερο έτος της βασιλείας του Αρταξέρξη.

15 Οι προηγούμενοι από μένα κυβερνήτες επιβάρυναν το λαό κι έπαιρναν απ’ αυτόν κάθε μέρα σαράντα ασημένιους σίκλους για τροφή και κρασί. Επίσης οι άνθρωποί τους τυραννούσαν το λαό. Εγώ όμως δεν φέρθηκα έτσι, γιατί φοβόμουν το Θεό.

16 Αντίθετα, εργάστηκα προσωπικά μ’ επιμονή στο έργο της ανοικοδόμησης του τείχους και δεν αγόρασα χωράφια· και όλοι οι συνεργάτες μου συμμετείχαν στην εργασία του τείχους.

17 Στο τραπέζι μου κάθονταν εκατόν πενήντα άντρες Ιουδαίοι και αξιωματούχοι, χώρια εκείνοι που μας έρχονταν από τα γύρω έθνη.

18 Το φαγητό που ετοιμαζόταν κάθε μέρα ήταν ένα μοσχάρι, έξι εκλεκτά πρόβατα και διάφορα πουλερικά· επίσης κάθε δέκα μέρες μού δινόταν άφθονο κρασί κάθε είδους, όλα με δικά μου έξοδα. Κι όμως ποτέ δε ζήτησα την τροφή που δικαιούμην ως κυβερνήτης, γιατί ο λαός αυτός δούλευε πάρα πολύ σκληρά.

19 Θυμήσου, Θεέ μου, όλα όσα έχω κάνει γι’ αυτόν το λαό και δείξε μου την εύνοιά σου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/5-b2411dbf603dd4ccab65914fbb7a687a.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 6

Συνωμοσία των αντιπάλων του Νεεμία

1 Ο Σανβαλλάτ, ο Τωβίας, ο Άραβας Γησέμ και οι άλλοι εχθροί μας πληροφορήθηκαν ότι εγώ ξανάχτισα το τείχος και δεν υπήρχε ρήγμα σ’ αυτό, αν και ως τότε δεν είχαν ακόμα τοποθετηθεί οι θύρες των πυλών.

2 Τότε ο Σανβαλλάτ και ο Γησέμ μου έστειλαν μήνυμα και με προσκαλούσαν να συναντηθούμε σ’ ένα χωριό της πεδιάδας Ωνώ. Αυτοί όμως σχεδίαζαν να μου κάνουν κακό.

3 Γι’ αυτό κι εγώ τους έστειλα την ακόλουθη απάντηση: «Έχω ακόμα πολλή δουλειά να κάνω και δεν μπορώ να έρθω· αν την αφήσω για να έρθω σ’ εσάς, η εργασία της ανοικοδόμησης θα σταματήσει».

4 Το ίδιο μήνυμα μου το έστειλαν τέσσερις φορές και κάθε φορά τους έδινα την ίδια απάντηση.

5 Τότε ο Σανβαλλάτ μου ξανάστειλε για πέμπτη φορά το μήνυμα με κάποιον συνεργάτη του, ο οποίος κρατούσε ένα ανοιχτό γράμμα στο χέρι του.

6 Το γράμμα έλεγε:

«Έχει ακουστεί στα γύρω έθνη –και ο Γησέμ το βεβαιώνει– ότι εσύ και οι Ιουδαίοι σκέφτεστε να κάνετε επανάσταση και γι’ αυτό ξαναχτίζετε το τείχος· σύμφωνα μάλιστα μ’ αυτές τις πληροφορίες εσύ θα γίνεις βασιλιάς τους.

7 Επίσης έχεις βάλει προφήτες να διακηρύττουν για σένα στην Ιερουσαλήμ, ότι υπάρχει ήδη βασιλιάς στην Ιουδαία. Τώρα, λοιπόν, αφού όλα αυτά θα τα πληροφορηθεί ο βασιλιάς, έλα να σκεφτούμε μαζί την όλη κατάσταση».

8 Εγώ όμως του απάντησα: «Τίποτε απ’ όσα λες δεν έχει συμβεί· είναι όλα κατασκευάσματα της φαντασίας σου».

9 Εκείνοι ήθελαν να μας φοβίσουν ελπίζοντας ότι θα σταματήσουμε την εργασία και δε θα ολοκληρωνόταν η ανοικοδόμηση.

Και προσευχόμουν: «Τώρα, όμως, δώσε μου δύναμη, Θεέ μου!»

10 Έπειτα πήγα στο σπίτι του προφήτη Σεμαΐα, ο οποίος ήταν γιος του Δελαΐα κι εγγονός του Μεεταβεήλ, γιατί αυτός εμποδιζόταν να έρθει σ’ εμένα. «Έλα», μου είπε, «να κρυφτούμε οι δυο μας στο ναό του Θεού, στο βάθος του αγιαστηρίου. Να κλείσουμε κιόλας τις θύρες του ναού, γιατί αυτοί θα έρθουν τη νύχτα να σε σκοτώσουν».

11 Εγώ, όμως, απάντησα: «Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος σαν κι εμένα να δραπετεύσει; Ποιος άνθρωπος του δικού μου επιπέδου θα κατέφευγε ποτέ στο ναό για να σώσει τη ζωή του; Δεν έρχομαι».

12 Είχα καταλάβει ότι δεν τον είχε στείλει ο Θεός, αλλά η προφητεία εκείνη ήταν εναντίον μου, γιατί ο Τωβίας κι ο Σανβαλλάτ τον είχαν πληρώσει να την πει.

13 Είχε πληρωθεί για να με φοβίσει, ώστε να κάνω κάποια ενέργεια και ν’ αμαρτήσω. Ύστερα θ’ αποκτούσα κακό όνομα κι εκείνοι θα μπορούσαν να με δυσφημίσουν.

14 «Θεέ μου», προσευχήθηκα, «να θυμάσαι πάντα τις πράξεις αυτές του Τωβία και του Σανβαλλάτ, την προφήτισσα Νωαδία και τους υπόλοιπους προφήτες που προσπάθησαν να με τρομοκρατήσουν».

Η αποπεράτωση του τείχους

15 Την εικοστή πέμπτη μέρα του μήνα Ελούλ συμπληρώθηκε το τείχος σε διάστημα πενήντα δύο ημερών.

16 Όταν το πληροφορήθηκαν οι εχθροί μας και το είδαν τα γύρω μας έθνη, κατέπεσε πολύ το ηθικό τους, γιατί αναγνώρισαν ότι όλη αυτή η εργασία είχε γίνει με τη βοήθεια του Θεού μας.

17 Εκείνη την εποχή υπήρχε έντονη ανταλλαγή αλληλογραφίας ανάμεσα στους προκρίτους της Ιουδαίας και στον Τωβία.

18 Πράγματι, στην Ιουδαία πολλοί του είχαν ορκιστεί αφοσίωση, γιατί αυτός ήταν γαμπρός του Σεχανία, γιου του Αράχ· εξάλλου ο γιος του ο Ιωχανάν είχε πάρει γυναίκα την κόρη του Μεσουλλάμ, γιου του Βαραχία.

19 Μιλούσαν γι’ αυτόν επαινετικά μπροστά μου και παράλληλα μετέφεραν σ’ αυτόν τα λόγια μου. Κι ο ίδιος ο Τωβίας μού έστειλε επιστολές για να με εκφοβίσει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/6-8e9394581ed8b4fa27316f62f4f928d6.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 7

Ο Νεεμίας τοποθετεί φρουρές στην Ιερουσαλήμ

1 Όταν αποπερατώθηκε το τείχος και τοποθετήθηκαν τα θυρόφυλλα, διόρισα τους θυρωρούς, τους ψάλτες και τους λευίτες στα καθήκοντά τους.

2 Ανέθεσα τη διοίκηση της Ιερουσαλήμ στον αδερφό μου τον Ανανία, καθώς και στον Ανανία το στρατιωτικό διοικητή του φρουρίου, άνθρωπο έμπιστο, που σεβόταν το Θεό περισσότερο από ό,τι πολλοί άλλοι.

3 Τους είπα: «Δε θ’ ανοίγετε τις πύλες της Ιερουσαλήμ πριν ζεστάνει ο ήλιος· και θα τις κλείνετε και θα τις ασφαλίζετε καλά το βράδυ, πριν ο λαός πάει για ύπνο. Θα τοποθετήσετε φρουρούς από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, άλλους σε σκοπιές και άλλους σε περιπολίες σ’ όλη την περιοχή γύρω από τα σπίτια τους».

Κατάλογος των αιχμαλώτων που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία

4 Η πόλη της Ιερουσαλήμ ήταν τότε ευρύχωρη κι εκτεταμένη· οι κάτοικοί της ήταν λιγοστοί και δεν είχαν χτιστεί ακόμα πολλά σπίτια.

5 Εκείνη την εποχή ο Θεός μου μού έβαλε την ιδέα να συγκεντρώσω τους προκρίτους, τους αξιωματούχους και τον υπόλοιπο λαό, για να κάνω απογραφή του λαού. Βρήκα, λοιπόν, τους γενεαλογικούς καταλόγους εκείνων που είχαν έρθει πρώτοι από την αιχμαλωσία, κι εκεί ήταν καταχωρημένα τα εξής:

6 Οι παρακάτω είναι οι πολίτες της επαρχίας της Ιουδαίας, που γύρισαν από την αιχμαλωσία, αυτοί που ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλιάς της Βαβυλώνας, τους είχε πάρει αιχμαλώτους. Όλοι αυτοί επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και στην Ιουδαία, καθένας στην πόλη του.

7 Στην πορεία της επιστροφής αρχηγοί τους ήταν οι Ζοροβάβελ, Ιησού, Νεεμίας, Αζαρίας, Ρααμίας, Ναχαμανί, Μαρδοχαίος, Βιλσάν, Μισπερέθ, Βιγβαΐ, Νεχούμ και Βαανά.

Ακολουθεί κατάλογος κατά συγγένειες με τον αριθμό των αντρών του λαού του Ισραήλ που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία:

8 Η συγγένεια του Φαρώς, δύο χιλιάδες εκατόν εβδομήντα δύο άντρες·

9 του Σεφατία, τριακόσιοι εβδομήντα δύο·

10 του Αράχ, εξακόσιοι πενήντα δύο·

11 του Φαχάθ-Μωάβ, δηλαδή οι απόγονοι του Ιησού και του Ιωάβ, δύο χιλιάδες οχτακόσιοι δεκαοχτώ·

12 του Ελάμ, χίλιοι διακόσιοι πενήντα τέσσερις·

13 του Ζαττού, οχτακόσιοι σαράντα πέντε·

14 του Ζακάι, εφτακόσιοι εξήντα·

15 του Βινούι, εξακόσιοι σαράντα οχτώ·

16 του Βεβαΐ, εξακόσιοι είκοσι οχτώ·

17 του Αζγάδ, δύο χιλιάδες τριακόσιοι είκοσι δύο·

18 του Αδωνικάμ, εξακόσιοι εξήντα εφτά·

19 του Βιγβαΐ, δύο χιλιάδες εξήντα εφτά·

20 του Αδίν, εξακόσιοι πενήντα πέντε·

21 του Ατέρ, δηλαδή του Εζεκία, ενενήντα οχτώ·

22 του Χασούμ, τριακόσιοι είκοσι οχτώ·

23 του Βεσαΐ, τριακόσιοι είκοσι τέσσερις·

24 του Χαρίφ, εκατόν δώδεκα

25 και του Γαβαών, ενενήντα πέντε.

26 Πίνακας κατά πόλεις στις οποίες είχαν ζήσει οι πρόγονοι εκείνων που επέστρεψαν:

Από τη Βηθλεέμ και τη Νετωφά, εκατόν ογδόντα οχτώ άντρες·

27 από την Αναθώθ, εκατόν είκοσι οχτώ·

28 από τη Βαιθ-Αζμαβέθ, σαράντα δύο·

29 από την Κιριάθ-Ιαρίμ, την Κεφιρά και τη Βερώθ, εφτακόσιοι σαράντα τρεις·

30 από τη Ραμά και τη Γεβά, εξακόσιοι είκοσι ένας·

31 από τη Μιχμάς, εκατόν είκοσι δύο·

32 από τη Βαιθήλ και τη Γαι, εκατόν είκοσι τρεις·

33 από μια άλλη πόλη Νεβώ, πενήντα δύο·

34 οι απόγονοι ενός άλλου Ελάμ, χίλιοι διακόσιοι πενήντα τέσσερις·

35 οι απόγονοι του Χαρίμ, τριακόσιοι είκοσι·

36 από την Ιεριχώ, τριακόσιοι σαράντα πέντε·

37 από τη Λοδ, τη Χαδίδ και την Ωνώ, εφτακόσιοι είκοσι ένας

38 κι από τη Σεναά, τρεις χιλιάδες εννιακόσιοι τριάντα.

39 Ακολουθεί πίνακας των ιερατικών συγγενειών, που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία:

Η συγγένεια του Ιεδαΐα (απόγονοι του Ιησού), εννιακόσιοι εβδομήντα τρεις άντρες·

40 του Ιμμήρ, χίλιοι πενήντα δύο·

41 του Πασχούρ, χίλιοι διακόσιοι σαράντα εφτά

42 και του Χαρίμ, χίλιοι δεκαεφτά.

43 Οι συγγένειες των λευιτών που επέστρεψαν ήταν:

Του Ιησού και του Καδμιήλ (απόγονοι του Ωδευά), εβδομήντα τέσσερις άντρες.

44 Την ομάδα των ψαλτών την αποτελούσαν οι απόγονοι του Ασάφ, εκατόν σαράντα οχτώ άντρες.

45 Οι συγγένειες των θυρωρών ήταν:

Του Σαλλούμ, του Ατέρ, του Ταλμών, του Ακκούβ, του Χατιτά και του Σωβαΐ, εκατόν τριάντα οχτώ.

46 Οι συγγένειες των υπηρετών του ναού ήταν:

Του Σιχά, του Χασουφά, του Ταββαώθ·

47 του Κερώς, του Σιαά, του Φαδών,

48 του Λεβανά, του Χαγαβά, του Σαλμαΐ,

49 του Χανάν, του Γιδδήλ, του Γαχάρ,

50 του Ρεαΐα, του Ρεσίν, του Νεκωδά,

51 του Γαζζάμ, του Ουζζά, του Φασεάχ,

52 του Βεσαΐ, του Μεουνίμ, του Νεφουσίμ,

53 του Βακββούκ, του Χακουφά, του Χαρχώρ,

54 του Βασλούθ, του Μεχιδά, του Χαρσά,

55 του Βαρκώς, του Σίσερα, του Θάμαχ,

56 του Νεσιάχ και του Χατιφά.

57 Οι συγγένειες των δούλων του Σολομώνταήταν:

Του Σωταΐ, του Σωφέρεθ, του Φερουδά,

58 του Ιααλά, του Δαρκών, του Γιδδήλ,

59 του Σεφατία, του Χαττίλ, του Φοχερέθ-Σεβαΐμ, του Αμών.

60 Όλοι μαζί οι απόγονοι των υπηρετών του ναού και των δούλων του Σολομώντα ήταν τριακόσιοι ενενήντα δύο·

61 Από τις πόλεις Τελ-Μελάχ, Τελ-Χαρσά, Χερούβ-Αδδών και Ιμμέρ επέστρεψαν ιερατικές συγγένειες, οι οποίες όμως δεν μπόρεσαν να φέρουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τις οικογένειες των προγόνων τους, ώστε ν’ αποδείξουν ότι κατάγονταν από Ισραηλίτες.

62 Αυτοί ήταν απόγονοι του Δελαΐα, του Τωβία και του Νεκωδά, σύνολο εξακόσιοι σαράντα δύο άντρες.

63 Το ίδιο συνέβη με ορισμένους άλλους απογόνους ιερέων: Του Χαβαΐα, του Ακκώς, του Βαρζιλλαΐ (ο οποίος ονομαζόταν έτσι, γιατί είχε πάρει γυναίκα του μια από τις κόρες του Γαλααδίτη Βαρζιλλαΐ).

64 Όλοι αυτοί αναζήτησαν την εγγραφή τους στους γενεαλογικούς καταλόγους των προγόνων τους, αλλά δε βρέθηκαν εκεί· έτσι αποκλείστηκαν από την ιεροσύνη.

65 Ο ίδιος ο κυβερνήτης Τιρσαθά τους απαγόρευσε να τρώνε από τις αγιότατες προσφορές, ωσότου ένας ιερέας συμβουλευτεί τα Ουρίμ και τα Θουμμίμ.

66 Όλη η σύναξη μαζί έφτανε τους σαράντα δύο χιλιάδες τριακόσιους εξήντα άντρες,

67 εκτός από τους δούλους τους, άντρες και γυναίκες, που έφταναν τις εφτά χιλιάδες τριακόσια τριάντα εφτά άτομα· επίσης υπήρχαν διακόσιοι σαράντα πέντε ψάλτες και ψάλτριες.

68 Μαζί τους είχαν τετρακόσιες τριάντα πέντε καμήλες και έξι χιλιάδες εφτακόσια είκοσι γαϊδούρια.

69 Μερικοί αρχηγοί οικογενειών έκαναν προαιρετικές εισφορές για το έργο της ανοικοδόμησης. Ο κυβερνήτης έδωσε στο θησαυροφυλάκιο χίλιους χρυσούς δαρεικούς,πενήντα κύπελλα και πεντακόσιες τριάντα ιερατικές στολές.

70 Και άλλοι από τους αρχηγούς των οικογενειών έδωσαν στο θησαυροφυλάκιο για το έργο είκοσι χιλιάδες χρυσούς δαρεικούς και δύο χιλιάδες διακόσιες ασημένιες μνες.

71 Ο υπόλοιπος λαός έδωσε είκοσι χιλιάδες χρυσούς δαρεικούς, δύο χιλιάδες ασημένιες μνες και εξήντα εφτά ιερατικές στολές.

72 Οι ιερείς, οι λευίτες, οι θυρωροί, οι ψάλτες και μερικοί από το λαό, όπως υπηρέτες του ναού, και όλοι οι υπόλοιποι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στις πόλεις τους.

Όταν έφτασε ο έβδομος μήνας του χρόνου όλοι οι Ισραηλίτες είχαν πια εγκατασταθεί στις πόλεις τους.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/7-746388096ea976e46d0d138d44d4b152.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 8

Ο Έσδρας διαβάζει το νόμο στο λαό

1-3 Την πρώτη μέρα του έβδομου μήνα συγκεντρώθηκε όλος ο λαός με κοινή απόφαση στην πλατεία που βρισκόταν μπροστά στην πύλη των Υδάτων. Εκεί ζήτησαν από τον Έσδρα, τον ιερέα και γνώστη του νόμου, να φέρει στη συγκέντρωση το βιβλίο του νόμου, που ο Κύριος τον είχε δώσει στους Ισραηλίτες μέσω του Μωυσή. Πράγματι, ο Έσδρας τον έφερε μπροστά στη συγκέντρωση, που αποτελείτο από άντρες, γυναίκες και παιδιά, άτομα που μπορούσαν να καταλάβουν αυτά που άκουγαν. Κι από τότε που ανέτειλε ο ήλιος μέχρι το μεσημέρι ο Έσδρας τούς διάβασε από το βιβλίο του νόμου, και όλος ο λαός άκουγε προσεκτικά.

4 Ο Έσδρας στεκόταν πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα, που είχε κατασκευαστεί για την περίσταση. Κοντά του από τα δεξιά στέκονταν οι Ματταθίας, Σεμαΐας, Ανανίας, Ουρίας, Χελκίας και Μαασεΐας· στ’ αριστερά του στέκονταν οι Πεδαΐας, Μισαήλ, Μαλκίας, Χασούμ, Χασβαδανάς, Ζαχαρίας και Μεσουλλάμ.

5 Έτσι όπως στεκόταν ο Έσδρας ψηλότερα απ’ όλο το λαό, άνοιξε το βιβλίο μπροστά τους· κι όταν το άνοιξε, σηκώθηκαν όλοι όρθιοι.

6 Τότε ο Έσδρας δόξασε τον Κύριο, το μεγάλο Θεό, και όλος ο λαός απάντησε «αμήν, αμήν!» υψώνοντας τα χέρια. Ύστερα έσκυψαν τα κεφάλια τους και προσκύνησαν τον Κύριο με το πρόσωπο στη γη.

7 Μετά σηκώθηκαν, και οι λευίτες Ιησούς, Βανί, Σερεβίας, Ιαμείν, Ακκούβ, Σαββεθάι, Ωδίας, Μαασεΐας, Κελιτά, Αζαρίας, Ιωζαβάδ, Ανανίας και Πελαΐας τούς εξηγούσαν το νόμο. Κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του.

8 Τους έκαναν προφορική μετάφρασητου νόμου του Θεού και τους τον εξηγούσαν, για να καταλαβαίνει όλος ο λαός τι τους διάβαζαν.

9 Ο κυβερνήτης Νεεμίας και ο Έσδρας, ιερέας και γνώστης του νόμου, καθώς και οι λευίτες, που εξηγούσαν το κείμενο, είπαν στο λαό: «Η ημέρα αυτή είναι αφιερωμένη στον Κύριο το Θεό σας! Δεν είναι ώρα τώρα για κλάματα και πένθη», γιατί όλος ο λαός έκλαιγε ακούγοντας να διαβάζεται ο νόμος.

10 Ο Νεεμίας είπε ακόμα: «Πηγαίνετε στα σπίτια σας, φάτε από τα πιο εκλεκτά φαγητά, πιείτε γλυκό κρασί και στείλτε μερίδες σ’ όποιον δεν έχει τίποτε να ετοιμάσει! Η σημερινή μέρα είναι αφιερωμένη στον Κύριό μας! Και μη στενοχωριέστε, γιατί η χαρά που δίνει ο Κύριος είναι η δύναμή σας».

11 Το ίδιο και οι λευίτες καθησύχαζαν το λαό λέγοντάς τους: «Ηρεμήστε και μη στενοχωριέστε! Η σημερινή μέρα είναι αφιερωμένη στον Κύριο».

12 Έτσι όλος ο λαός έφυγε και πήγαν σπίτια τους να φάνε και να πιουν· έστειλαν και μερίδες φαγητού σ’ εκείνους που δεν είχαν να ετοιμάσουν τίποτα. Και πανηγύρισαν τη μεγάλη γιορτή, γιατί είχαν καταλάβει τα λόγια που τους εξήγησαν.

Ο λαός γιορτάζει τη Σκηνοπηγία

13 Την επόμενη μέρα, οι αρχηγοί των συγγενειών του λαού, οι ιερείς και οι λευίτες, πήγαν και συνάντησαν τον Έσδρα, το γνώστη του νόμου, για να μάθουν καλύτερα τι διδάσκει ο νόμος.

14 Βρήκαν, λοιπόν, γραμμένο στο νόμο που ο Κύριος είχε δώσει με το Μωυσή, μια διάταξη που έλεγε ότι οι Ισραηλίτες πρέπει να μείνουν προσωρινά σε σκηνές για να γιορτάσουν τη γιορτή της Σκηνοπηγίας τον έβδομο μήνα.

15 Αμέσως τότε έστειλαν διακήρυξη και προσκαλούσαν όλες τις πόλεις τους και την Ιερουσαλήμ: «Βγείτε στα βουνά», τους έλεγαν, «και φέρτε κλαδιά ελιάς, κλαδιά από κυπαρίσσια, από μυρσίνες, από φοινικιές κι από δέντρα πυκνόφυλλα, για να κατασκευάσετε σκηνές, όπως είναι γραμμένο».

16 Βγήκαν, λοιπόν, όλοι και έφεραν κλαδιά και κατασκεύασαν καθένας τη σκηνή του, στις αυλές και στις ταράτσες, στις αυλές του ναού του Θεού, στην πλατεία της πύλης των Υδάτων και στην πλατεία της πύλης του Εφραΐμ.

17 Όλη η κοινότητα, όλοι εκείνοι που είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσία, κατασκεύασαν σκηνές κι έμειναν μέσα σ’ αυτές. Η χαρά τους ήταν πολύ μεγάλη, γιατί από τον καιρό του Ιησού, γιου του Ναυή, μέχρι εκείνη την ημέρα, οι Ισραηλίτες δεν είχαν γιορτάσει τη Σκηνοπηγία.

18 Διάβαζαν από το βιβλίο του νόμου του Θεού κάθε μέρα, από την πρώτη ως την τελευταία της γιορτής, η οποία διήρκεσε εφτά μέρες. Την όγδοη μέρα έγινε επίσημη συνάθροιση, σύμφωνα με την εντολή.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/8-25a5c01aacfeeecb7c2bdd77871dbada.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 9

Ο λαός ομολογεί τα αμαρτήματά του

1 Την εικοστή τέταρτη μέρα του ίδιου μήνα, οι Ισραηλίτες άρχισαν νηστεία. Φορούσαν πένθιμα ρούχα και έριχναν χώμα στο κεφάλι τους.

2 Αυτοί είχαν χωριστεί από όλους τους μη Ιουδαίους που υπήρχαν στην περιοχή τους και είχαν συγκεντρωθεί για να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τις δικές τους και των προγόνων τους.

3 Επί τρεις ώρες στέκονταν όρθιοι στις θέσεις τους κι άκουγαν την ανάγνωση από το βιβλίο του νόμου του Κυρίου, του Θεού τους· και για άλλες τρεις ώρες έμεναν γονατιστοί ενώπιον του Κυρίου του Θεού τους για να του ζητήσουν συγχώρηση.

4 Στο βήμα των λευιτών στάθηκαν ο Ιησούς, ο Βανί, ο Καδμιήλ, ο Σεβανίας, ο Βουννί, ο Σερεβίας, ο Βανί και ο Χενανί και ζήτησαν με δυνατή φωνή τη βοήθεια του Κυρίου, του Θεού τους.

5 Έπειτα οι λευίτες Ιησούς, Καδμιήλ, Βανί, Χασαβνίας, Σερεβίας, Ωδίας, Σεβανίας και Πεθαχίας είπαν:

«Σηκωθείτε και δοξολογήστε τον Κύριο, το Θεό σας, ασταμάτητα! Ας είναι ευλογημένο το ένδοξο όνομά σου, Κύριε, αν κι οποιαδήποτε ανθρώπινη ευλογία και έπαινος είναι φτωχά για σένα!»

6 Μετά όλος ο λαός προσευχήθηκε:

«Εσύ ’σαι ο μόνος Κύριος!

Εσύ έκανες τον απέραντο ουρανό

κι όλα τ’ αστέρια του·

τη γη και ό,τι είναι πάνω της,

τις θάλασσες και ό,τι βρίσκεται σ’ αυτές·

κι εσύ δίνεις στα πάντα τη ζωή.

Τ’ αστέρια του ουρανού εσένα προσκυνούν.

7 »Εσύ είσαι ο Κύριος, ο Θεός,

που διάλεξες τον Άβραμ

κι από την Ούρ, την πόλη των Χαλδαίων,

τον έβγαλες

κι όνομα του ’δωσες Αβραάμ.

8 Κι όταν διαπίστωσες πως σου ήτανε πιστός

διαθήκη σύναψες μαζί του,

για να του δώσεις τη χώρα των Χαναναίων,

των Χετταίων, των Αμορραίων,

των Φερεζαίων, των Ιεβουσαίων και των Γεργεσαίων,

για να ζήσουν οι απόγονοί του εκεί·

και τήρησες τους λόγους σου,

γιατ’ είσαι δίκαιος εσύ.

9 »Είδες τη θλίψη των προγόνων μας στην Αίγυπτο

κι άκουσες την κραυγή τους

στη Θάλασσα την Ερυθρά.

10 Πράγματα θαυμαστά έκανες και σημεία

ενάντια στο Φαραώ

και σ’ όλους τους ανθρώπους του,

ενάντια σ’ όλον το λαό της χώρας του·

γιατ’ ήξερες εσύ πως είχαν

αλαζονικά στους προγόνους μας φερθεί.

Έτσι έγινε το όνομά σου ξακουστό

και τέτοιο είναι μέχρι σήμερα.

11 Εσύ τους άνοιξες τη θάλασσα μπροστά τους

και πέρασαν μέσ’ απ’ αυτήν

σαν να ’τανε στεριά.

Κι εκείνους που τους καταδίωκαν

τους έριξες σαν πέτρα

μες στα βαθιά, τα ορμητικά νερά.

12 Με στήλη νεφέλης τη μέρα τους οδηγούσες

και με στήλη φωτιάς τους φώτιζες

το δρόμο μες στη νύχτα.

13 Κατέβηκες από τον ουρανό, στ’ όρος Σινά

και μίλησες μαζί τους·

τους έδωσες σωστά προστάγματα

και διδαχές αληθινές,

και τέλειους νόμους κι εντολές.

14 Τους έμαθες με το Μωυσή, το δούλο σου,

το άγιο σου το Σάββατο

κι όλες τις άλλες εντολές,

τους θεσμούς και το νόμο.

15 Ψωμί τους έδωσες από τον ουρανό

για να χορτάσουνε την πείνα τους,

κι από το βράχο έβγαλες νερό να ξεδιψάσουν·

τους έστειλες να πάν’ να κατακτήσουνε τη χώρα

που τους είχες τάξει να τους δώσεις.

16 »Οι πρόγονοί μας όμως φέρθηκαν

μ’ αλαζονία και σκληρότητα·

δε θέλησαν τις εντολές σου να τηρήσουν.

17 Αρνήθηκαν να υπακούσουν

και λησμόνησαν τα θαυμαστά σου έργα,

αυτά που έκανες εσύ ανάμεσά τους.

Επαναστατημένοι αποφάσισαν

στην Αίγυπτο και στη δουλεία τους να επιστρέψουν.

Εσύ ωστόσο είσαι Θεός που συγχωρείς,

σπλαχνίζεσαι, δείχνεις υπομονή,

είσαι γεμάτος απεριόριστη αγάπη,

και δεν τους εγκατέλειψες.

18-19 Χυτό μοσχάρι κατασκεύασαν

για να το προσκυνάνε,

κι είπαν: “αυτός είν’ ο Θεός μας

που απ’ την Αίγυπτο μας έβγαλε!”

Τόση έδειξαν ασέβεια μεγάλη.

Μα εσύ, απ’ την πολλή την ευσπλαχία σου,

και τότε ακόμα,

στην έρημο δεν τους εγκατέλειψες.

Στήλη νεφέλης τους οδηγεί στο δρόμο τους τη μέρα,

κι από κοντά τους δεν απομακρύνεται·

το ίδιο και η στήλη της φωτιάς,

που φώτιζε το δρόμο τους τη νύχτα.

20 Το Πνεύμα σου τους έδωσες το αγαθό,

για να τους συμβουλεύει·

το μάννα δεν τους στέρησες να τρώνε,

στη δίψα τους τούς έδωσες νερό.

21 Σαράντα χρόνια μες στην έρημο τους φρόντισες·

τίποτα δε στερήθηκαν·

τα ρούχα τους δεν έλιωσαν

ούτε τα πόδια τους πριστήκαν.

22 »Στην εξουσία τους παρέδωσες

βασίλεια και λαούς,

χώρες που συνορεύανε με τη δική τους.

Κυρίεψαν τη χώρα του Σιχόν, βασιλιά της Εσεβών,

και τη χώρα του Ωγ, βασιλιά της Βασάν.

23 Τους έδωσες παιδιά πολλά

σαν τ’ άστρα του ουρανού

και τα οδήγησες στη Χαναάν,

που ’χες προστάξει τους πατεράδες τους

να πάνε να την κατακτήσουν.

24 Οι γιοι τους μπήκαν και την πήρανε δική τους.

Της χώρας τους κατοίκους, τους Χαναναίους,

τους υποχρέωσες σ’ αυτούς να υποταχθούν

και τους παρέδωσες στην εξουσία τους

τους βασιλιάδες τους και τους λαούς της χώρας,

για να τους μεταχειριστούνε όπως

ήθελαν.

25 Κατέλαβαν οχυρωμένες πόλεις,

εδάφη εύφορα.

Σπίτια αποκτήσανε γεμάτα πλούτη,

με έτοιμα πηγάδια ανοιγμένα,

αμπέλια και λιοστάσια κι άφθονα δέντρα καρποφόρα.

Φάγανε και χορτάσανε,

παχύνανε και ζήσαν’ πλουσιοπάροχα

απ’ την πολλή σου καλοσύνη.

26 »Και μ’ όλα αυτά απείθησαν

και σήκωσαν παντιέρα εναντίον σου!

Αγνόησαν το νόμο σου και τους προφήτες σου,

που τους συμβούλευαν να επιστρέψουνε σ’ εσένα.

»Αυτοί τους σκότωσαν.

Τέτοια σού έδειξαν μεγάλη ασέβεια!

27 Τότε στην εξουσία των εχθρών τους τούς παρέδωσες,

κι αυτοί τους καταδυναστέψανε.

Στον καιρό της θλίψης τους

σ’ εσένα κράξαν’ για βοήθεια

κι εσύ τους άκουσες εκεί στον ουρανό.

Κι απ’ τη μεγάλη σου ευσπλαχνία ελευθερωτές τούς έστειλες,

που τους γλιτώσαν απ’ την εξουσία των εχθρών τους.

28 Αλλά μόλις ησύχασαν από την καταπίεση,

έπραξαν πάλι ό,τι σε δυσαρεστεί.

Τότε τους εγκατέλειψες στην εξουσία των εχθρών τους,

κι εκείνοι τους υπέταξαν.

Και όταν πάλι φώναξαν σ’ εσένα για βοήθεια,

εσύ τους άκουσες από τον ουρανό

και με το έλεός σου πολλές φορές τους ελευθέρωσες.

29 Τους παρακίνησες στο νόμο σου

ν’ αρχίσουν πάλι να υπακούν.

»Αυτοί όμως αλαζονεύτηκαν.

Δεν άκουσαν τις εντολές σου και παραβήκαν τα προστάγματά σου,

που ωστόσο δίνουνε ζωή σ’ αυτόν που τα εκτελεί.

Αδιαφόρησαν·

πάντα ισχυρογνώμονες αρνήθηκαν να σε υπακούσουν.

30 Εσύ για πολλά χρόνια τους ανέχθηκες

και τους συμβούλεψες με τους προφήτες σου,

που τους μιλούσε το δικό σου Πνεύμα.

Και πάλι όμως αυτοί δεν άκουσαν·

γι’ αυτό και τους παρέδωσες στην εξουσία ξένων λαών.

31 Μα απ’ τη μεγάλη σου αγάπη

δεν άφησες τελείως να αφανιστούν

και δεν τους εγκατέλειψες·

γιατί είσαι σπλαχνικός Θεός,

γεμάτος καλοσύνη.

32 »Και τώρα, Θεέ μας, Θεέ μεγάλε,

Θεέ ισχυρέ και φοβερέ,

εσύ που αξιόπιστα τηρείς τη διαθήκη σου

και εκδηλώνεις την αγάπη σου,

μην παραβλέψεις σαν ασήμαντες

όλες εκείνες τις ταλαιπωρίες

που βρήκανε εμάς, τους βασιλιάδες μας,

τους άρχοντές μας, τους ιερείς μας,

τους προφήτες μας, τους προγόνους μας,

όλο το λαό σου,

από την εποχή που μας καταπίεζαν οι βασιλιάδες της Ασσυρίας

μέχρι και σήμερα.

33 Με όλα, βέβαια, αυτά που μας βρήκανε,

εσύ δίκαια μας τιμώρησες·

αποδείχτηκες αξιόπιστος,

ενώ εμείς αμαρτήσαμε.

34 Οι βασιλιάδες μας, οι άρχοντές μας,

οι ιερείς μας και οι πρόγονοί μας

δεν τήρησαν το νόμο σου,

κι αδιαφορήσαν για τις εντολές σου

και για τις νουθεσίες σου.

35 Ακόμα κι όταν έγιναν βασίλειο,

παρ’ όλη τη μεγάλη καλοσύνη που τους έδειξες,

και την ευρύχωρη κι εύφορη χώρα που τους παραχώρησες,

αυτοί δεν σε λατρέψανε

ούτε παράτησαν τα έργα τους τα φαύλα.

36 Έτσι σήμερα εμείς είμαστε δούλοι·

δούλοι μέσα στην ίδια τούτη χώρα,

που είχες δώσει στους προγόνους μας

για ν’ απολαύσουν τους καρπούς και τ’ αγαθά της.

37 Τώρα η άφθονη παραγωγή της πάει στους βασιλιάδες,

που σ’ αυτούς μας υπέταξες εσύ,

γιατί αμαρτήσαμε.

Αυτοί εξουσιάζουνε κι εμάς τους ίδιους

το ίδιο με τα κτήνη μας

κατά πώς αυτοί θέλουν.

Και σε βαθιά βρισκόμαστε απόγνωση».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/9-69b67bab71fb7ab3b627e386945cca00.mp3?version_id=173—

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 10

Συμφωνία του λαού για την τήρηση του νόμου

1 Εξαιτίαςόλων αυτών των γεγονότων, εμείς, ως λαός Ισραήλ, συνάπτουμε επίσημη γραπτή συμφωνία και σ’ αυτήν βάζουν τη υπογραφή τους οι άρχοντές μας, οι λευίτες μας και οι ιερείς μας.

2 Οι πρώτοι που υπέγραψαν ήταν ο κυβερνήτης Νεεμίας, γιος του Χαχαλία, και ο Σεδεκίας.

3 Ακολουθούν οι ιερείς: Σεραΐας, Αζαρίας, Ιερεμίας,

4 Πασχούρ, Αμαρίας, Μαλκίας,

5 Χατούς, Σεβανίας, Μαλλούχ,

6 Χαρίμ, Μεριμώθ, Οβαδίας,

7 Δανιήλ, Γιννεθών, Βαρούχ,

8 Μεσουλλάμ, Αβιά, Μιαμείν,

9 Μααζίας, Βιλγάι και Σεμαΐας.

10 Ακολουθούν οι λευίτες: Ιησούς, γιος του Σεβανία, Βιννούι, απόγονος του Χεναδάδ, ο Καδμιήλ

11 και οι συγγενείς τους: Σεβανίας, Ωδίας, Κελιτά, Πελαΐας, Χανάν,

12 Μιχά, Ρεχώβ, Χασαβίας,

13 Ζακκούρ, Σερεβίας, Σεβανίας,

14 Ωδίας, Βανί και Βενινού.

15 Κι έπειτα οι άρχοντες του λαού: Φαρώς, Φαχάθ-Μωάβ, Ελάμ, Ζαττού, Βανί, Βουννί,

16 Αζγάδ, Βεβαΐ,

17 Αδωνίας, Βιγβαΐ, Αδίν,

18 Ατέρ, Εζεκίας, Αζζούρ,

19 Ωδίας, Χασούμ, Βεσαΐ,

20 Χαρίφ, Αναθώθ, Νεβαΐ,

21 Μαγπίας, Μεσουλλάμ, Εζίρ,

22 Μεσεζεβήλ, Σαδώκ, Ιαδδουά,

23 Πελατίας, Χανάν, Αναΐας,

24 Ωσηέ, Ανανίας, Χασούβ,

25 Αλλωχής, Πιλεχά, Σωβέκ,

26 Ρεχούμ, Χασαβνά, Μαασεΐας,

27 Αχιά, Χανάν, Ανάν,

28 Μαλλούχ, Χαρίμ και Βαανά.

Το περιεχόμενο της δεσμεύσεως

29 Μ’ αυτούς ενώθηκαν όλος ο υπόλοιπος λαός, ιερείς, λευίτες, θυρωροί, ψάλτες, υπηρέτες του νόμου και όλοι εμείς που είχαμε μείνει αποχωρισμένοι από τους ξένους λαούς εκείνης της χώρας στη διάρκεια της αιχμαλωσίας, για να είμαστε αφοσιωμένοι στο νόμο του Θεού, μαζί με τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας, όσα ήταν σε ηλικία που μπορούσαν να μάθουν και να καταλάβουν.

30 Μαζί με τους συγγενείς μας τους προκρίτους ορκιστήκαμε, με ποινή την κατάρα, να βαδίζουμε σύμφωνα με το νόμο του Θεού, που μας τον έδωσε με το Μωυσή, το δούλο του, και να τηρούμε προσεκτικά όλες τις εντολές του Κυρίου μας, τα προστάγματά του και τους νόμους του.

31 Δεν θα δώσουμε τις θυγατέρες μας στους λαούς αυτής εδώ της χώρας, ούτε θα πάρουμε τις θυγατέρες τους για γυναίκες στους γιους μας.

32 Και αν οι λαοί της χώρας φέρουν να πουλήσουν εμπορεύματα ή ο,τιδήποτε τρόφιμα και είναι μέρα Σάββατο ή οποιαδήποτε άλλη αγία μέρα, εμείς δεν θα αγοράσουμε απ’ αυτούς.

Κάθε έβδομο έτος θα τηρούμε την αγρανάπαυση και θα παραιτούμαστε από την είσπραξη οποιουδήποτε χρέους.

33 Αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να συνεισφέρουμε κάθε χρόνο ένα τρίτο του σίκλου χρυσάφι για τα έξοδα λειτουργίας του ναού του Θεού μας:

34 Για τους άρτους της προθέσεως, τις καθημερινές προσφορές των σιτηρών, για τα ολοκαυτώματα, τις θυσίες για τα Σάββατα και τις νουμηνίες, ή για τις άλλες επίσημες γιορτές· τις διάφορες ιερές προσφορές και τις θυσίες εξιλέωσης που προσφέρουν οι Ισραηλίτες, δηλαδή για κάθε εργασία που συντελείται στο ναό του Θεού μας.

35 Επίσης εμείς, οι ιερείς, οι λευίτες και ο υπόλοιπος λαός βάλαμε κλήρο για να καθοριστεί ποιες από τις συγγένειές μας και σε ποιες εποχές του χρόνου θα φροντίζουν να προμηθεύουν ξύλα το ναό του Κυρίου του Θεού μας, για να ανάβουν το θυσιαστήριο του Κυρίου, του Θεού μας, όπως είναι γραμμένο στο νόμο.

36 Αναλάβαμε ακόμα την υποχρέωση να φέρνουμε κάθε χρόνο στο ναό του Κυρίου τα πρωτογεννήματα των χωραφιών μας και των οπωροφόρων δέντρων μας.

37 Επίσης θα φέρνουμε στο ναό του Θεού μας, στους ιερείς που υπηρετούν εκεί, τους πρωτότοκους γιους μας και τα πρωτογέννητα των κτηνών μας, των βοδιών μας και των γιδοπροβάτων μας, όπως είναι γραμμένο στο νόμο.

38 Ακόμη θα φέρνουμε στους ιερείς, στα παραοικοδομήματα του ναού του Θεού μας, το πρώτο ζυμάρι από τα πρώτα σιτάρια μας και τις συνεισφορές μας από τους καρπούς των δέντρων, από το κρασί και από το λάδι.

Τέλος θα φέρνουμε το ένα δέκατο της συγκομιδής των χωραφιών μας στους λευίτες, γιατί αυτοί είναι προσωπικά υπεύθυνοι να μαζεύουν τη δεκάτη σ’ όλες τις αγροτικές πόλεις μας.

39 Ένας ιερέας, απόγονος του Ααρών, θα συνοδεύει τους λευίτες, όταν αυτοί θα μαζεύουν τη δεκάτη. Οι λευίτες θα φέρνουν το ένα δέκατο της δεκάτης στις αποθήκες του ναού του Θεού μας.

40 Οι Ισραηλίτες και οι λευίτες θα φέρνουν τις προσφορές του σιταριού, του κρασιού και του λαδιού στα παραοικοδομήματα του ναού, όπου φυλάσσονται τα σκεύη του θυσιαστηρίου και μένουν οι ιερείς που έχουν υπηρεσία, οι θυρωροί και οι ψάλτες.

Έτσι δεν θα παραμελούμε το ναό του Θεού μας.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/NEH/10-8488eb5893f8ce2d98e5a03cfae3fa26.mp3?version_id=173—