Categories
ΚΡΙΤΑΙ

ΚΡΙΤΑΙ 1

Οι άντρες των φυλών Ιούδα και Συμεών αιχμαλωτίζουν τον Αδωνί-Βεζέκ

1 Μετά το θάνατο του Ιησού, οι Ισραηλίτες ρώτησαν τον Κύριο: «Ποια από τις φυλές μας θα πάει πρώτη να πολεμήσει τους Χαναναίους;»

2 Ο Κύριος απάντησε: «Θα πάνε οι άντρες της φυλής Ιούδα· τους παραδίδω τη χώρα».

3 Τότε οι άντρες της φυλής Ιούδα είπαν στους άντρες της φυλής Συμεών, αδερφού του Ιούδα: «Ελάτε μαζί μας στη χώρα που μας δόθηκε με κλήρο, για να πολεμήσουμε τους Χαναναίους, κι εμείς πάλι θα ’ρθούμε μαζί σας να κατακτήσουμε τη χώρα που κληρώθηκε σ’ εσάς». Έτσι οι άντρες της φυλής Συμεών, πήγαν και πολέμησαν μαζί μ’ εκείνους της φυλής Ιούδα.

4 Ο Κύριος πράγματι τους παρέδωσε τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους και σκότωσαν απ’ αυτούς δέκα χιλιάδες άντρες στη Βεζέκ.

5 Εκεί, μέσα στην πόλη της Βεζέκ, βρήκαν το βασιλιά Αδωνί-Βεζέκ· πολέμησαν εναντίον του και νίκησαν τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους.

6 Ο Αδωνί-Βεζέκ, έφυγε για να σωθεί, αλλά τον καταδίωξαν, τον έπιασαν και του έκοψαν τα μεγάλα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του.

7 Τότε είπε ο Αδωνί-Βεζέκ: «Εβδομήντα βασιλιάδες με κομμένα τα μεγάλα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών τους μάζευαν ό,τι έπεφτε κάτω από το τραπέζι μου. Ό,τι έκανα, ο Θεός τώρα μου το ανταπέδωσε». Τον έφεραν στην Ιερουσαλήμ και πέθανε εκεί.

Οι άντρες του Ιούδα κυριεύουν την Ιερουσαλήμ και τη Χεβρών

8 Οι άντρες της φυλής Ιούδα πολέμησαν εναντίον της Ιερουσαλήμ, την κυρίεψαν, κατέσφαξαν τους κατοίκους της και παρέδωσαν την πόλη στη φωτιά.

9 Έπειτα έφυγαν για να πολεμήσουν τους Χαναναίους που κατοικούσαν στην ορεινή περιοχή, στην νότια περιοχή και κάτω στην πεδιάδα.

10 Χτύπησαν επίσης τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Χεβρών, πόλη που τ’ όνομά της μέχρι τότε ήταν Κιριάθ-Αρβά. Εκεί νίκησαν τις συγγένειες των Σεσαΐ, Αχιμάν και Ταλμαΐ.

Ο Οθνιήλ κυριεύει τη Δεβείρ και παντρεύεται την Αχσά

11 Από ’κει οι άντρες της φυλής Ιούδα έφυγαν για να πολεμήσουν τους κατοίκους της Δεβείρ, που μέχρι τότε τ’ όνομά της ήταν Κιριάθ-Σεφέρ.

12 Ο Χάλεβ έκανε τη διακήρυξη: «Όποιος χτυπήσει την Κιριάθ-Σεφέρ και την κυριέψει, σ’ αυτόν θα δώσω την κόρη μου Αχσά για γυναίκα».

13 Την κυρίεψε ο Οθνιήλ, γιος του Κενεζίτη, νεότερου αδερφού του Χάλεβ, κι έτσι ο Χάλεβ έδωσε σ’ αυτόν την κόρη του για γυναίκα.

14 Την ημέρα του γάμου αυτή ζήτησε από τον Οθνιήλ τη συγκατάθεσή του να γυρέψει απ’ τον πατέρα της ένα χωράφι. Χτύπησε τα χέρια της πάνω από το γαϊδούρι, κι ο Χάλεβ τη ρώτησε: «Τι σου συμβαίνει;»

15 Αυτή του απάντησε: «Θέλω να μου δώσεις ένα δώρο. Η περιοχή που μου παραχώρησες νότια είναι άνυδρη. Γι’ αυτό να μου δώσεις πηγές με νερό». Έτσι ο Χάλεβ της έδωσε τις πηγές στα ορεινά και στα πεδινά.

Οι κατακτήσεις των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν

16 Οι Κεναίοι, απόγονοι του πεθερού του Μωυσή, έφυγαν από την Ιεριχώ, την πόλη με τις φοινικιές, μαζί με τους άντρες της φυλής Ιούδα και πήγαν να εγκατασταθούν στην έρημο του Ιούδα, νότια της Αράδ, ανάμεσα στους Αμαληκίτες.

17 Οι άντρες της φυλής Ιούδα μ’ αυτούς της φυλής Συμεών, αδερφού του Ιούδα, πήγαν και χτύπησαν τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Σεφάθ, και κατέστρεψαν εντελώς την πόλη, η οποία από τότε ονομάστηκε Χορμά (Καταστροφή).

18 Οι άντρες της φυλής Ιούδα κυρίεψαν τη Γάζα, την Ασκάλωνα και την Ακκαρών μαζί με τα περίχωρά τους.

19 Ο Κύριος ήταν μαζί με τους άντρες της φυλής Ιούδα και κυρίεψαν την ορεινή περιοχή. Δεν μπόρεσαν όμως να εκδιώξουν τους κατοίκους της πεδιάδας, γιατί αυτοί είχαν σιδερένιες άμαξες.

20 Στο Χάλεβ έδωσαν τη Χεβρών, όπως είχε διατάξει ο Μωυσής. Κι ο Χάλεβ εκδίωξε τις τρεις συγγένειες των Ανακιτών, που κατοικούσαν εκεί.

21 Οι Βενιαμινίτες όμως δεν μπόρεσαν να εκδιώξουν τους Ιεβουσαίους, που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ, κι έτσι αυτοί ζουν ακόμη μαζί τους στην ίδια πόλη μέχρι σήμερα.

Οι απόγονοι του Ιωσήφ κυριεύουν την Βαιθήλ

22 Οι απόγονοι του Ιωσήφ πήγαν να πολεμήσουν εναντίον της Βαιθήλ, κι ο Κύριος ήταν μαζί τους.

23 Πρώτα, όμως, έστειλαν ανθρώπους να κατασκοπεύσουν την πόλη, που τ’ όνομά της ήταν άλλοτε Λουζ.

24 Οι κατάσκοποι είδαν κάποιον που έβγαινε από την πόλη και του είπαν: «Δείξε μας, σε παρακαλούμε, πώς μπορούμε να εισβάλουμε στην πόλη κι εμείς θα σου φερθούμε με καλοσύνη».

25 Αυτός τους έδειξε τις οχυρές θέσεις της πόλης, κι έτσι οι απόγονοι του Ιωσήφ μπήκαν σ’ αυτήν και κατέσφαξαν τους κατοίκους της. Εκείνο τον άνθρωπο όμως τον άφησαν να φύγει μαζί με όλη του την οικογένεια.

26 Αυτός πήγε στη χώρα των Χετταίων, κι εκεί έχτισε μια πόλη που την ονόμασε επίσης Λουζ. Αυτό είναι το όνομά της μέχρι σήμερα.

Περιοχές όπου δεν επικράτησαν οι Ισραηλίτες

27 Οι απόγονοι του Μανασσή δεν μπόρεσαν κι αυτοί να εκδιώξουν τους κατοίκους από τις πόλεις Βαιθ-Σεάν, Τανάκ, Δωρ, και Μεγιδδώ κι από τα περίχωρά τους. Έτσι οι Χαναναίοι συνέχισαν να κατοικούν σ’ αυτήν την περιοχή.

28 Όταν οι Ισραηλίτες ισχυροποιήθηκαν, υποχρέωσαν τους Χαναναίους να εκτελούν καταναγκαστικά έργα γι’ αυτούς, αλλά δε μπόρεσαν να τους εκδιώξουν εντελώς.

29 Ούτε οι απόγονοι του Εφραΐμ μπόρεσαν να εκδιώξουν τους Χαναναίους που κατοικούσαν στη Γεζέρ, κι έτσι οι Χαναναίοι συνέχισαν να κατοικούν μαζί τους στην πόλη αυτή.

30 Επίσης οι απόγονοι του Ζαβουλών δεν μπόρεσαν κι αυτοί να διώξουν τους κατοίκους της Κιδρών και της Νααλάλ, κι έτσι οι Χαναναίοι συνέχισαν να κατοικούν μαζί τους και να εκτελούν καταναγκαστικά έργα.

31 Ούτε οι απόγονοι του Ασήρ μπόρεσαν να εκδιώξουν τους κατοίκους των πόλεων Ακκώ, Σιδώνα, Ααλάβ, Αχζίβ, Χελβά, Αφίκ και Ρεχώβ.

32 Γι’ αυτό η φυλή Ασήρ αναγκάστηκε να συγκατοικήσει με τους Χαναναίους που ζούσαν στη χώρα.

33 Επίσης οι απόγονοι του Νεφθαλί δεν μπόρεσαν κι αυτοί να διώξουν τους κατοίκους της Βαιθ-Σέμες και της Βαιθ-Ανάθ· έτσι εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στους Χαναναίους που κατοικούσαν στη χώρα, αλλά τους υποχρέωσαν να εκτελούν καταναγκαστικά έργα γι’ αυτούς.

34 Οι Αμορραίοι περιόρισαν τους απογόνους του Δαν στα βουνά και δεν τους άφηναν να κατεβούν στην πεδιάδα.

35 Έτσι, οι Αμορραίοι συνέχισαν να κατοικούν στη Χαρ-Χέρες, στην Αϊαλών και στη Σααλβίμ. Όταν όμως οι απόγονοι του Ιωσήφ, ισχυροποιήθηκαν, τους υποχρέωσαν να εκτελούν καταναγκαστικά έργα γι’ αυτούς.

36 Βόρεια της Σελά, τα νότια σύνορα των Αμορραίων προχωρούσαν μέσα από την ανωφέρεια της Ακραββίμ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JDG/1-ad49b49d16d324023525a6ad78b7ba81.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΡΙΤΑΙ

ΚΡΙΤΑΙ 2

Ο άγγελος του Κυρίου στη Βοχίμ

1 Ο άγγελος του Κυρίου ήρθε από τα Γάλγαλα στη Βοχίμ και είπε στους Ισραηλίτες: «Σας έβγαλα από την Αίγυπτο και σας έφερα στη χώρα που είχα υποσχεθεί με όρκο στους προπάτορές σας. Και έχω διακηρύξει ότι δε θα ακυρώσω ποτέ τη διαθήκη μου μαζί σας,

2 εφόσον εσείς δεν συνάψετε καμιά συνθήκη με τους κατοίκους της χώρας αυτής και καταστρέψετε τα θυσιαστήριά τους. Εσείς όμως δεν υπακούσατε σε όσα σας είπα· γιατί το κάνατε αυτό;

3 Σας δηλώνω λοιπόν: Δε θα διώξω από μπροστά σας τους κατοίκους αυτής της χώρας. Θα είναι εχθροί σας, και οι θεοί τους θα γίνουν παγίδα για σας».

4 Ενώ ο άγγελος του Κυρίου έλεγε αυτά τα λόγια στους Ισραηλίτες, ο λαός φώναζε δυνατά και έκλαιγε.

5 Γι’ αυτό ονόμασαν εκείνο τον τόπο Βοχίμ (Κλαυθμός), και πρόσφεραν εκεί θυσίες στον Κύριο.

Ο θάνατος του Ιησού του Ναυή

6 Όταν ο Ιησούς απέλυσε το λαό, οι Ισραηλίτες πήγαν καθένας στο μερίδιο γης που του ανήκε και έτσι κατέλαβαν τη χώρα.

7 Ο λαός λάτρευε τον Κύριο όσο ζούσε ο Ιησούς και μετά το θάνατό του, όσο ζούσαν οι πρεσβύτεροι, που είχαν δει όλα τα μεγάλα έργα που έκανε ο Κύριος για χάρη των Ισραηλιτών.

8 Ο Ιησούς, γιος του Ναυή, ο δούλος του Κυρίου, πέθανε σε ηλικία εκατόν δέκα ετών.

9 Τον έθαψαν στην περιοχή που του είχε δοθεί με κλήρο, στην Θιμνάθ-Χέρες,στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, βόρεια του όρους Γαάς.

10 Πέθανε επίσης και όλη εκείνη η γενιά κι ύστερα ήρθε άλλη, που δε γνώριζε προσωπικά τον Κύριο ούτε τα έργα που είχε κάνει για χάρη των Ισραηλιτών.

Οι Ισραηλίτες εγκαταλείπουν τον Κύριο

11 Έτσι οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν με τις πράξεις τους τον Κύριο, και λάτρεψαν το Βάαλ.

12 Εγκατέλειψαν τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους, που τους είχε βγάλει από την Αίγυπτο, και λάτρεψαν άλλους θεούς, αυτούς που λάτρευαν οι γύρω τους λαοί· προσκύνησαν αυτούς τους θεούς κι εξόργισαν έτσι τον Κύριο.

13 Εγκατέλειψαν τον Κύριο και λάτρεψαν το Βάαλ και την Αστάρτη,

14 κι ο Κύριος ξέσπασε οργισμένος εναντίον τους. Τους παρέδωσε σε επιδρομείς, οι οποίοι τους ρήμαζαν· τους πούλησε στους γύρω εχθρούς τους και δεν μπορούσαν πια να τους αντιμετωπίσουν.

15 Παντού όπου πήγαιναν να πολεμήσουν, ο Κύριος ήταν εναντίον τους και δε νικούσαν, όπως τους το είχε πει με όρκο. Κι αυτό τους έριχνε σε βαθιά κατάθλιψη.

16 Τότε ο Κύριος τους έδωσε για αρχηγούς Κριτές, οι οποίοι τους γλίτωναν από τους επιδρομείς.

17 Αλλά ούτε στους Κριτές τους υπάκουαν, γιατί επιδίδονταν στη λατρεία άλλων θεών και τους προσκυνούσαν. Πολύ σύντομα ξεστράτισαν από το δρόμο των προγόνων τους, οι οποίοι υπάκουαν στις εντολές του Κυρίου. Ετούτοι δεν τους μιμήθηκαν.

18 Κάθε φορά που ο Κύριος τους έστελνε έναν Κριτή, ήταν ο ίδιος μαζί του και γλίτωνε τους Ισραηλίτες από τους εχθρούς τους όσον καιρό ζούσε ο Κριτής· ο Κύριος τους λυπόταν, όταν οι εκμεταλλευτές και οι καταπιεστές τους τούς έκαναν να στενάζουν.

19 Όταν όμως πέθαινε ο Κριτής, οι Ισραηλίτες ξανάπεφταν στην απιστία, χειρότερη από κείνη των προγόνων τους. Επιδίδονταν στη λατρεία άλλων θεών και τους προσκυνούσαν. Δεν απαρνούνταν τις κακές τους πράξεις και τη διεστραμμένη τους συμπεριφορά.

20 Γι’ αυτό το λόγο ξέσπασε ο Κύριος οργισμένος εναντίον τους και είπε: «Επειδή αυτό το έθνος αθέτησε τη διαθήκη που είχα διατάξει τους προγόνους τους να τη σέβονται, και δε με υπάκουσαν,

21 γι’ αυτό κι εγώ δεν θα διώξω πια από μπροστά τους κανένα από τα έθνη που είχαν παραμείνει στη χώρα τον καιρό που πέθανε ο Ιησούς.

22 Θα χρησιμοποιήσω αυτά τα έθνη για να δοκιμάσω τους Ισραηλίτες αν θα θελήσουν ή όχι ν’ ακολουθήσουν το δρόμο μου και να με υπακούσουν, όπως τον ακολούθησαν οι πρόγονοί τους».

23 Έτσι ο Κύριος άφησε να υπάρχουν στη χώρα τα έθνη εκείνα, που δεν τα είχε παραδώσει στον Ιησού· ο Ιησούς δεν είχε βιαστεί να τα εκδιώξει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JDG/2-fdc974bca4a64b26c3fd746f0c4f58b5.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΡΙΤΑΙ

ΚΡΙΤΑΙ 3

Τα έθνη που παρέμειναν στη χώρα

1 Ο Κύριος άφησε ορισμένα έθνη στη χώρα, για να δοκιμάσει μ’ αυτά τους Ισραηλίτες εκείνους, που δεν είχαν πάρει μέρος σ’ όλους τους πολέμους για την κατάκτηση της Χαναάν.

2 Επίσης ήθελε να μάθουν την τέχνη του πολέμου οι νέες γενιές, τουλάχιστον εκείνες που δεν είχαν ακόμα πολεμήσει. Αυτά, λοιπόν, τα έθνη ήταν:

3 Οι πέντε ηγεμονίες των Φιλισταίων, όλοι οι Χαναναίοι, οι Σιδώνιοι και οι Ευαίοι, που κατοικούσαν στα βουνά του Λιβάνου, από το όρος Βάαλ-Ερμών ως την είσοδο της Χαμάθ.

4 Αυτοί οι λαοί χρησίμευαν στον Κύριο για να δοκιμάζει μ’ αυτούς τους Ισραηλίτες και να βλέπει αν είχαν σκοπό να υπακούσουν στις εντολές που είχε δώσει στους προγόνους τους με το Μωυσή.

5 Έτσι οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στους Χαναναίους, στους Χετταίους, στους Αμορραίους, στους Φερεζαίους, στους Ευαίους και στους Ιεβουσαίους.

6 Πήραν τις κόρες τους για γυναίκες τους, και έδωσαν τις δικές τους κόρες στους γιους εκείνων· και λάτρεψαν τους θεούς τους.

Ο Οθνιήλ

7 Οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν με τις πράξεις τους τον Κύριο το Θεό τους· τον λησμόνησαν και λάτρεψαν το Βάαλ και την Αστάρτη.

8 Γι’ αυτό ο Κύριος ξέσπασε οργισμένος εναντίον τους και τους παρέδωσε στον Κουσάν-Ρισαθαΐμ, βασιλιά της Μεσοποταμίας, κι έγιναν οι Ισραηλίτες υποτελείς στον Κουσάν-Ρισαθαΐμ για οχτώ χρόνια.

9 Τότε οι Ισραηλίτες επικαλέστηκαν τον Κύριο κι αυτός τους έστειλε τον Οθνιήλ, γιο του Κενεζίτη, νεοτέρου αδερφού του Χάλεβ, για να τους ελευθερώσει.

10 Το Πνεύμα του Κυρίου ήρθε στον Οθνιήλ και αναδείχθηκε Κριτής του λαού Ισραήλ. Βγήκε να πολεμήσει τον Κουσάν-Ρισαθαΐμ, βασιλιά της Μεσοποταμίας, κι ο Κύριος τον παρέδωσε στην εξουσία του και τον νίκησε ολοσχερώς.

11 Η χώρα ησύχασε για σαράντα χρόνια. Έπειτα πέθανε ο Οθνιήλ, γιος του Κενεζίτη.

Ο Εούδ

12 Οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο. Γι’ αυτό ο Κύριος οδήγησε εναντίον τους τον Εγλών, βασιλιά της Μωάβ.

13 Αυτός έκανε συμμαχία με τους Αμμωνίτες και τους Αμαληκίτες να επιτεθεί στους Ισραηλίτες, και κυρίεψε την Ιεριχώ, την πόλη με τις φοινικιές.

14 Έτσι οι Ισραηλίτες έγιναν υποτελείς στον Εγλών για δεκαοχτώ χρόνια.

15 Επικαλέστηκαν όμως τον Κύριο, κι αυτός τους έστειλε ελευθερωτή τον Εούδ, γιο του Γηρά, από τη φυλή Βενιαμίν. Ο Εούδ ήταν αριστερόχειρας.

Οι Ισραηλίτες τον έστειλαν να πάει δώρα στον Εγλών, βασιλιά της Μωάβ.

16 Ο Εούδ έφτιαξε ένα δίκοπο ξίφος έναν πήχυ μήκος και το ζώστηκε κάτω από τα ρούχα του, στον δεξιό του μηρό.

17 Έπειτα πήγε να προσφέρει τα δώρα στον Εγλών, ο οποίος ήταν πάρα πολύ παχύς.

18 Αφού τέλειωσε η προσφορά των δώρων, ο Εούδ συνόδεψε τους ανθρώπους που τα είχαν φέρει.

19 Όταν όμως έφτασαν στα αγάλματα των θεών που ήταν στα Γάλγαλα, ο Εούδ γύρισε πίσω και είπε στον Εγλών: «Έχω ένα απόρρητο μήνυμα για σένα, βασιλιά». Ο βασιλιάς διέταξε τότε τους υπηρέτες του να βγουν όλοι έξω.

20 Ο Εούδ πήγε κοντά του –ο βασιλιάς καθόταν μόνος του στο δροσερό ανώγι– και του είπε: «Έχω ένα μήνυμα για σένα απ’ το Θεό». Ο Εγλών σηκώθηκε από το θρόνο του.

21 Τότε ο Εούδ άπλωσε το αριστερό του χέρι και έπιασε το ξίφος, που ήταν στον δεξιό του μηρό και το έχωσε στην κοιλιά του βασιλιά

22 τόσο βαθιά, ώστε μπήκε μέσα του και η λαβή μαζί με τη λεπίδα, και το πάχος ήρθε και έκλεισε από πάνω. Και χωρίς να τραβήξει πίσω το ξίφος βγήκε από το παράθυρο.

23 Βγήκε κι από τον προθάλαμο, αφού πρώτα έκλεισε την πόρτα του δωματίου πίσω του και την κλείδωσε.

24 Όταν πια είχε φύγει, ήρθαν οι δούλοι του βασιλιά· είδαν ότι οι πόρτες ήταν κλειδωμένες και σκέφτηκαν πως θα έκανε την ανάγκη του στο αποχωρητήριο, στο δροσερό ανώγι.

25 Περίμεναν αρκετή ώρα, ώσπου άρχισαν ν’ ανησυχούν που ο Εγλών δεν άνοιγε τις πόρτες του δωματίου. Πήραν τότε το κλειδί, ανοίγουν και τι να δουν: Ο κύριός τους ήταν ξαπλωμένος καταγής νεκρός.

26 Στο μεταξύ ο Εούδ, όσο αυτοί καθυστερούσαν, είχε φύγει· πέρασε τα αγάλματα των θεών και κατέφυγε ασφαλής στη Σεϊραθά.

27 Όταν έφτασε εκεί, σάλπισε με τη σάλπιγγα προς την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ για να συγκεντρώσει τους Ισραηλίτες. Όταν αυτοί κατέβηκαν από το βουνό και ήρθαν μαζί του, ο Εούδ μπήκε επικεφαλής τους

28 και τους είπε: «Ακολουθήστε με, γιατί ο Κύριος θα σας παραδώσει τους εχθρούς σας, τους Μωαβίτες». Τον ακολούθησαν κι έπιασαν τα περάσματα του Ιορδάνη, αντίκρυ στη Μωάβ και δεν άφηναν κανένα να περάσει.

29 Εκείνη την ημέρα σκότωσαν περίπου δέκα χιλιάδες Μωαβίτες. Ήταν όλοι τους ρωμαλέοι και γεροί πολεμιστές, αλλά δε γλίτωσε κανείς τους.

30 Έτσι από κείνη την ημέρα οι Μωαβίτες έγιναν υποτελείς στους Ισραηλίτες και η χώρα ησύχασε για ογδόντα χρόνια.

Ο Σαμγάρ

31 Μετά τον Εούδ, αναδείχθηκε ο Σαμγάρ, γιος του Ανάθ, ο οποίος μ’ ένα βούκεντρο σκότωσε εξακόσιους Φιλισταίους στρατιώτες και ελευθέρωσε κι αυτός το λαό Ισραήλ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JDG/3-77fab687329df9f5cb2edc2436f3ba35.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΡΙΤΑΙ

ΚΡΙΤΑΙ 4

Η Δεβόρα και ο Βαράκ

1 Όταν πέθανε ο Εούδ, οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο.

2 Και ο Κύριος τους παρέδωσε στον Ιαβίν, έναν Χαναναίο βασιλιά, που βασίλευε στην Ασώρ. Αρχηγός του στρατού του ήταν ο Σίσερα, που κατοικούσε στη Χαρώσεθ των Εθνών.

3 Αυτός είχε εννιακόσιες σιδερένιες άμαξεςκαι καταπίεζε σκληρά τους Ισραηλίτες είκοσι ολόκληρα χρόνια. Έτσι οι Ισραηλίτες επικαλέστηκαν τον Κύριο να τους ελευθερώσει.

4 Εκείνο τον καιρό Κριτής του Ισραήλ ήταν η προφήτισσα Δεβόρα, γυναίκα του Λαπιδώθ.

5 Αυτή καθόταν συνήθως κάτω από έναν φοίνικα, που αργότερα ονομάστηκε «Φοίνικας της Δεβόρας», μεταξύ των πόλεων Ραμά και Βαιθήλ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, και οι Ισραηλίτες πήγαιναν σ’ αυτήν για να δικάζει τις υποθέσεις τους.

6 Μια μέρα η Δεβόρα έστειλε και κάλεσε το Βαράκ, γιο του Αβινωάμ, από την Κέδες, στην περιοχή της φυλής Νεφθαλί, και του είπε: «Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, δίνει αυτήν την προσταγή: “πάρε μαζί σου δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Νεφθαλί και Ζαβουλών και πήγαινε στο όρος Θαβώρ.

7 Κι εγώ θα ξεσηκώσω το Σίσερα, αρχιστράτηγο του Ιαβίν, να ’ρθεί να σου επιτεθεί με τις άμαξές του και το πεζικό του στο χείμαρρο Κισών· και θα τον παραδώσω στην εξουσία σου”».

8 Ο Βαράκ της είπε: «Αν έρθεις κι εσύ μαζί μου, θα πάω· αν όχι, δεν πάω».

9 Εκείνη του απάντησε: «Θα έρθω, λοιπόν, μαζί σου. Η εκστρατεία όμως αυτή δε θα φέρει δόξα σ’ εσένα, γιατί ο Κύριος θα παραδώσει το Σίσερα σε μια γυναίκα». Έτσι η Δεβόρα σηκώθηκε και πήγε μαζί με το Βαράκ στην Κέδες.

10 Ο Βαράκ συγκέντρωσε εκεί τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί. Δέκα χιλιάδες άντρες ανέβηκαν στο βουνό ακολουθώντας τον· ανέβηκε και η Δεβόρα μαζί του.

11 Κοντά στην Κέδες ζούσε ο Χέβερ ο Κεναίος. Αυτός είχε αποχωριστεί από τους άλλους Κεναίους, απογόνους του Χοβάβ, ενός συγγενή του Μωυσή και είχε στήσει τη σκηνή του κοντά στη Βελανιδιά Σααναννείμ.

12 Όταν ανάγγειλαν στο Σίσερα ότι ο Βαράκ, γιος του Αβινωάμ, ανέβαινε στο όρος Θαβώρ,

13 αυτός συγκέντρωσε τις εννιακόσιες σιδερένιες άμαξές του, και όλο το στρατό του, και πήγε από τη Χαρώσεθ των Εθνών στον ποταμό Κισών.

14 Τότε είπε η Δεβόρα στο Βαράκ: «Πάμε, γιατί σήμερα ο Κύριος θα σου παραδώσει το Σίσερα· ο Κύριος ο ίδιος βαδίζει μπροστά σου». Ο Βαράκ κατέβηκε από το όρος Θαβώρ με τις δέκα χιλιάδες άντρες πίσω του.

15 Κι όταν αυτός εξαπέλυσε επίθεση, προκάλεσε ο Κύριος σύγχυση στο Σίσερα, στις άμαξές του και στο στρατό του. Ο ίδιος κατέβηκε από το αμάξι του κι έφυγε πεζός.

16 Αλλά ο Βαράκ καταδίωξε τις άμαξες και το στρατό των εχθρών ως τη Χαρώσεθ των Εθνών και κατέσφαξε όλους τους στρατιώτες του Σίσερα. Δεν έμεινε ούτε ένας ζωντανός.

Ο θάνατος του αρχιστρατήγου των αντιπάλων

17 Ο Σίσερα κατέφυγε τρέχοντας στη σκηνή της Ιαήλ, της γυναίκας του Χέβερ του Κεναίου. Εκείνο τον καιρό υπήρχε ειρήνη ανάμεσα στον Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ, και στην οικογένεια του Χέβερ.

18 Η Ιαήλ βγήκε να συναντήσει το Σίσερα και του είπε: «Έλα, κύριέ μου, έλα στη σκηνή μου, μη φοβάσαι». Μπήκε, λοιπόν, στη σκηνή κι αυτή τον έκρυψε με ένα σκέπασμα.

19 Της λέει: «Διψάω· δώσ’ μου σε παρακαλώ να πιω λίγο νερό». Εκείνη άνοιξε το ασκί με το γάλα, του έδωσε να πιει, και τον ξανασκέπασε.

20 Ο Σίσερα της είπε πάλι: «Στάσου στην πόρτα της σκηνής, κι αν έρθουν και σε ρωτήσουν αν υπάρχει εδώ κανείς, εσύ να τους απαντήσεις “όχι”».

21 Αποκαμωμένος καθώς ήταν κοιμήθηκε βαθειά. Τότε η Ιαήλ πήρε έναν πάσσαλο από τη σκηνή κι ένα σφυρί, πλησίασε αθόρυβα κι έμπηξε το παλούκι στο μηνίγγι του, έτσι που καρφώθηκε στη γη κι ο Σίσερα πέθανε.

22 Τότε έφτασε κι ο Βαράκ που καταδίωκε το Σίσερα. Η Ιαήλ βγήκε να τον προϋπαντήσει και του είπε: «Έλα και θα σου δείξω τον άνθρωπο που ζητάς». Ο Βαράκ μπήκε στη σκηνή και είδε το Σίσερα κάτω νεκρό, με το παλούκι στο μηνίγγι του.

23 Έτσι εκείνη την ημέρα μπροστά στους Ισραηλίτες ταπείνωσε ο Θεός τον Ιαβίν, το Χαναναίο βασιλιά.

24 Οι Ισραηλίτες εξαπέλυαν όλο και πιο ορμητικές επιθέσεις εναντίον του, ωσότου τον εξουδετέρωσαν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JDG/4-b3445b95124d42e92f47d6ff3a9086ea.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΡΙΤΑΙ

ΚΡΙΤΑΙ 5

Το τραγούδι της Δεβόρας και του Βαράκ

1 Εκείνη την ημέρα η Δεβόρα και ο Βαράκ, γιος του Αβινωάμ, τραγούδησαν αυτόν τον ύμνο:

2 Τον Κύριο δοξολογήστε,

γιατί καλοί αρχηγοί δίνουν στον Ισραήλ προστάγματα,

γιατί ο λαός πρόθυμος έτρεξε να πολεμήσει.

3 Ακούστε, βασιλιάδες!

Δώστε, ηγεμόνες, προσοχή!

Εγώ στον Κύριο θα τραγουδήσω·

στον Κύριο θα ψάλω,

στο Θεό του Ισραήλ:

4 Κύριε, όταν έβγαινες από το όρος Σηείρ,

όταν ξεκίναγες απ’ της Εδώμ τους κάμπους,

έτρεμε η γη κι οι ουρανοί ταράζονταν

και στάλαζαν τα σύννεφα νερό.

5 Έτρεμαν τα βουνά μπροστά στον Κύριο,

–στον Κύριο του Σινά–

μπρος στου Κυρίου την παρουσία, του Θεού του Ισραήλ.

6 Στις μέρες του Σαμγάρ, γιου του Ανάθ,

στις μέρες της Ιαήλ, τα καραβάνια εξαφανίστηκαν,

κι όσοι ταξίδευαν παίρνανε πλάγιους δρόμους.

7 Αρχηγοί δεν υπήρχαν πια·

καθόλου πια αρχηγοί στου Ισραήλ τη χώρα·

ώσπου εμφανίστηκες εσύ, Δεβόρα,

ώσπου εσύ εμφανίστηκες,

μητέρα για τον Ισραήλ.

8 Νέους διαλέξανε θεούς,

θεούς που δεν τους γνώριζαν.

Σε σαράντα χιλιάδες άντρες στον Ισραήλ

ζήτημα αν εύρισκες μια ασπίδα ή ένα ακόντιο.

9 Είν’ η καρδιά μου με του Ισραήλ τους αρχηγούς,

μ’ εκείνους από τον λαό,

που πρόθυμοι στον πόλεμο ετρέξαν.

Τον Κύριο δοξολογήστε!

10 Εσείς που ιππεύετε στις άσπρες γαϊδουρίτσες,

εσείς που πάνω σε χαλιά καθόσαστε,

κι εσείς που μες στους δρόμους περπατάτε,

σκεφτείτε το.

11 Ακούτε! Φλύαρα πλήθη στα πηγάδια ολόγυρα

διηγούνται του Κυρίου τους θριάμβους,

τις νίκες του λαού του Ισραήλ.

Τότε κατέβη του Κυρίου ο λαός στις πύλες.

12 Εμπρός, εμπρός Δεβόρα!

Εμπρός, εμπρός, τραγούδησε.

Σήκω, Βαράκ, γιε του Αβινωάμ

και ξαναφέρε πίσω τους αιχμαλώτους σου.

13 Τότε πολέμησε ωσάν γενναίος ο Ισραήλ.

Του Κυρίου ο λαός πολέμησαν σαν ήρωες.

14 Οι αρχηγοί του Εφραΐμ βρίσκονται στην πεδιάδα,

πίσω του ο Βενιαμίν με το λαό του.

Και κατεβήκαν αρχηγοί

απ’ τη συγγένεια του Μαχείρ

κι απ’ τη φυλή του Ζαβουλών ακούραστοι αξιωματούχοι.

15 Και του Ισσάχαρ οι αρχηγοί ήταν μαζί με τη Δεβόρα.

Και όπως ο Ισσάχαρ, έτσι και ο Βαράκ

όρμησε να τον κυνηγάει στην πεδιάδα.

Μα στις τάξεις του Ρουβήν μεγάλες συζητήσεις γίνονταν.

16 Γιατί καθόσουν στα μαντριά, Ρουβήν,

ν’ ακούς που τα κοπάδια τους φωνάζουν οι βοσκοί;

Στις τάξεις του Ρουβήν μεγάλες συζητήσεις γίνονταν.

17 Ο Γαλαάδ έμεινε πέρα απ’ τον Ιορδάνη·

ο Δαν γιατί έχει τα πλοία μόνιμη κατοικία του;

Ο Ασήρ καθόταν στην ακρογιαλιά,

κι αναπαυόταν στα λιμάνια του.

18 Ο Ζαβουλών είναι λαός που με το θάνατο έπαιξε

κι ο Νεφθαλί το ίδιο,

στων μαχών τα πεδία.

19 Ήρθαν οι βασιλιάδες και πολέμησαν,

πολέμησαν οι Χαναναίοι βασιλιάδες

στην πολιτεία Τανάχ, κοντά στης Μεγιδδώ τα κεφαλάρια,

αλλά δεν πήραν ασημένια λάφυρα.

20 Από τον ουρανό πολέμησαν τ’ αστέρια,

από τις τροχιές τους πολέμησαν τον Σίσερα.

21 Τους πήρε το ποτάμι του Κισών,

ο Κισών, το πανάρχαιο ποτάμι.

Περπάτησε με δύναμη, ψυχή μου!

22 Τότε μ’ ορμή χτυπήσαν των αλόγων οι οπλές

καθώς καλπάζουν, φεύγοντας οι καβαλάρηδες.

23 «Καταραστείτε τη Μηρώζ»,

είπε ο άγγελος Κυρίου·

«σκληρά καταραστείτε τους κατοίκους της!

Δεν ήρθαν σε βοήθεια του Κυρίου,

δεν πολεμήσανε μαζί με τους γενναίους του ήρωες».

24 Η πιο ευλογημένη ας είναι απ’ τις γυναίκες η Ιαήλ,

του Χέβερ η γυναίκα, του Κεναίου.

Απ’ τις γυναίκες όλες που κατοικούνε σε σκηνές,

αυτή ας είν’ η πιο ευλογημένη.

25 Νερό της ζήτησε ο Σίσερα, κι εκείνη γάλα του ’δωσε·

γάλα ολόπαχο του πρόσφερε μες σε πολύτιμη γαβάθα.

26 Το ’να της χέρι άδραξε τον πάσσαλο

και το δεξί της το σφυρί των εργατών.

Και χτύπησε το Σίσερα, το κεφάλι του το κομμάτιασε·

του τρύπησε απ’ άκρη σ’ άκρη το μηλίγγι.

27 Στα πόδια της αυτός σωριάστηκε,

έπεσε κι εκεί έμεινε.

Μπροστά στα πόδια της σωριάστηκε, έπεσε κάτω.

’Κει που σωριάστηκε, εκεί έμεινε νεκρός.

28 Κοίταζε η μαύρη η μάνα του από το παραθύρι

κι εθρηνολόγα του Σίσερα η μάνα

μέσ’ από το καφασωτό:

«Γιατί αργεί να ’ρθεί η άμαξά του;

Γιατί οι τροχοί του τόσο αργά κυλάνε;»

29 Από τις πριγκιπέσσες της η πιο σοφή τής απαντά,

κι αυτή το ξαναλέει στον εαυτό της:

30 «Σίγουρα, βρήκαν λάφυρα και τα μοιράζονται.

Μια, δυο κοπέλες σκλάβες για κάθε μαχητή,

λάφυρα από υφάσματα πολύχρωμα

για το Σίσερα κεντημένα,

μαντήλι πλουμιστό,

κι από τις δυο του όψεις κεντημένο,

για το λαιμό του νικητή».

31 Έτσι να καταστρέφονται

όλοι οι εχθροί σου, Κύριε·

κι αυτοί που σ’ αγαπούν ας λάμπουνε

καθώς ο ήλιος που ανατέλλει.

Και η χώρα ησύχασε για σαράντα χρόνια.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JDG/5-83a43d29d6a76083a537dce99b0c36a0.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΡΙΤΑΙ

ΚΡΙΤΑΙ 6

Ο Γεδεών

1 Οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι τον Κύριο με τις πράξεις τους κι ο Κύριος τους παρέδωσε στους Μαδιανίτες για εφτά χρόνια.

2 Οι Μαδιανίτες καταπίεζαν σκληρά τους Ισραηλίτες· κι αυτοί για να προστατεύονται έφτιαξαν κρησφύγετα πάνω στα βουνά, σπηλιές και οχυρά.

3 Όποτε οι Ισραηλίτες έσπερναν, οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και διάφοροι νομάδες της Ανατολής έκαναν επιδρομές εναντίον τους.

4 Στρατοπέδευαν στα χωράφια τους και κατέστρεφαν τις καλλιέργειες ως την είσοδο της Γάζας περίπου· επίσης δεν άφηναν στους Ισραηλίτες ούτε πρόβατα ούτε βόδια ούτε γαϊδούρια.

5 Έρχονταν με τα κοπάδια τους και τις σκηνές τους σαν ακρίδες πολυάριθμες· αναρίθμητοι αυτοί και οι καμήλες τους έμπαιναν στη χώρα και την κατέστρεφαν.

6-7 Εξαιτίας, λοιπόν, των Μαδιανιτών οι Ισραηλίτες είχαν τρομερά εξαθλιωθεί και επικαλέστηκαν τον Κύριο. Κι όταν επικαλέστηκαν τον Κύριο,

8 εκείνος τους έστειλε έναν προφήτη, ο οποίος τους είπε: «Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “εγώ σας έβγαλα από την Αίγυπτο, τη χώρα της δουλείας,

9 σας ελευθέρωσα από την εξουσία των Αιγυπτίων και των άλλων καταπιεστών σας· έδιωξα τους εχθρούς σας στο πέρασμά σας κι έδωσα σ’ εσάς τη χώρα τους.

10 Και σας είπα: Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας. Μη λατρέψετε τους θεούς των Αμορραίων, στων οποίων τη χώρα έχετε εγκατασταθεί. Αλλά εσείς δε με υπακούσατε”».

Η κλήση του Γεδεών

11 Τότε ήρθε ο άγγελος του Κυρίου στο χωριό Οφρά και κάθισε κάτω από τη βελανιδιά που ανήκει στον Ιωάς της συγγένειας του Αβιέζερ.Ο γιος του Ιωάς, ο Γεδεών, κοπάνιζε σιτάρι μέσα στο πατητήρι για να το κρύψει από τους Μαδιανίτες.

12 Ο άγγελος του Κυρίου εμφανίστηκε στο Γεδεών και του είπε: «Ο Κύριος είναι μαζί σου, γενναίε πολεμιστή».

13 Ο Γεδεών του απάντησε: «Αχ, κύριέ μου, αν ο Κύριος είναι μαζί μας, γιατί μας βρήκαν όλα αυτά τα δεινά; Και πού είναι εκείνα τα θαυμαστά του έργα που μας διηγούνταν οι πατέρες μας και μας έλεγαν πως ο Κύριος τους είχε βγάλει από την Αίγυπτο; Τώρα ο Κύριος μας εγκατέλειψε και μας έχει παραδώσει στους Μαδιανίτες».

14 Τότε ο Κύριος στράφηκε σ’ αυτόν και του είπε: «Μ’ αυτή τη δύναμη που έχεις, πήγαινε, και θα ελευθερώσεις τον Ισραήλ από τους Μαδιανίτες. Εγώ σε στέλνω».

15 «Μα πώς, κύριέ μου, θα γλιτώσω εγώ τον Ισραήλ;» αποκρίθηκε ο Γεδεών. Η συγγένειά μου είναι η πιο ταπεινή ανάμεσα στη φυλή Μανασσή κι εγώ ο πιο μικρός της οικογένειας του πατέρα μου».

16 Τότε του είπε ο Κύριος: «Ναι, αλλά εγώ θα είμαι μαζί σου, και θα νικήσεις τους Μαδιανίτες σαν να ’ταν ένας μόνον άνθρωπος».

17 Ο Γεδεών του απάντησε: «Λοιπόν: Αν έχω την εύνοιά σου, δώσε μου ένα σημάδι ότι εσύ που μιλάς μαζί μου είσαι ο Κύριος.

18 Μη φύγεις σε παρακαλώ από ’δω, ώσπου να επιστρέψω· πάω να φέρω τη θυσία μου που θέλω να σου προσφέρω».

Κι εκείνος είπε: «Θα μείνω ώσπου να επιστρέψεις».

19 Ο Γεδεών πήγε κι ετοίμασε ένα κατσίκι βραστό κι έφτιαξε άζυμα ψωμιά μ’ ένα εφά αλεύρι. Έβαλε το κρέας σ’ ένα καλάθι και το ζουμί σε μια χύτρα, τα έφερε κάτω από τη βελανιδιά και τα πρόσφερε στον άγγελο του Κυρίου.

20 Ο άγγελος του Θεού τού είπε: «Πάρε το κρέας και τα άζυμα ψωμιά και βάλε τα σ’ εκείνο το βράχο και χύσε πάνω τους το ζουμί». Έτσι κι έκανε.

21 Ο άγγελος του Κυρίου άπλωσε το χέρι του και με την άκρη του ραβδιού του άγγιξε το κρέας και τα άζυμα ψωμιά. Και βγήκε φωτιά από το βράχο κι έκαψε εντελώς το κρέας και τα ψωμιά. Μετά ο άγγελος του Κυρίου έγινε άφαντος.

22 Τότε κατάλαβε ο Γεδεών ότι αυτός ήταν ο άγγελος του Κυρίου, και είπε: «Αχ, Κύριε Θεέ, τρομάζω, γιατί στ’ αλήθεια είδα τον άγγελο του Κυρίου πρόσωπο με πρόσωπο».

23 Κι ο Κύριος του απάντησε: «Ηρέμησε· μη φοβάσαι, δε θα πεθάνεις».

24 Ο Γεδεών έχτισε σ’ εκείνο το σημείο θυσιαστήριο στον Κύριο και το ονόμασε «Ιεοβά-Σαλόμ» (ο Κύριος είναι Ειρήνη). Το θυσιαστήριο σώζεται μέχρι σήμερα στην Οφρά, το χωριό της συγγένειας του Αβιέζερ.

Ο Γεδεών καταστρέφει το ειδωλολατρικό θυσιαστήριο

25 Εκείνη τη νύχτα είπε ο Κύριος στο Γεδεών: «Πάρε τον εφτάχρονο, καλοθρεμμένο ταύρο του πατέρα σου, και κατάστρεψε το θυσιαστήριο του Βάαλ, που έχει χτίσει ο πατέρας σου και κομμάτιασε την ξύλινη λατρευτική στήλη που είναι δίπλα του.

26 Έπειτα χτίσε θυσιαστήριο στον Κύριο, το Θεό σου, στην κορυφή αυτού του βράχου, με στρώσεις λιθαριών, και πρόσφερε τον καλοθρεμμένο ταύρο ολοκαύτωμα με τα ξύλα της λατρευτικής στήλης που θα έχεις κομματιάσει».

27 Τότε ο Γεδεών πήρε δέκα από τους δούλους του, κι έκανε όπως του είπε ο Κύριος. Κι επειδή φοβόταν να το κάνει τη μέρα για να μην τον δουν από την οικογένεια του πατέρα του ή οι συμπολίτες του, το έκανε τη νύχτα.

28 Το πρωί σηκώθηκαν οι άντρες της πόλης και είδαν το θυσιαστήριο του Βάαλ γκρεμισμένο, την ξύλινη λατρευτική στήλη πλάι του κομματιασμένη, κι έναν ταύρο θυσιασμένο πάνω στο νεόκτιστο θυσιαστήριο.

29 Ρωτούσαν, λοιπόν, ο ένας τον άλλον: «Ποιος το ’κανε αυτό;» Ζήτησαν πληροφορίες, ερεύνησαν κι ανακάλυψαν πως ο Γεδεών, ο γιος του Ιωάς, το είχε κάνει.

30 Τότε πήγαν στον Ιωάς και του είπαν: «Βγάλε έξω το γιο σου να θανατωθεί, γιατί γκρέμισε το θυσιαστήριο του Βάαλ και κατακομμάτιασε την ξύλινη λατρευτική στήλη του».

31 Ο Ιωάς όμως απάντησε σ’ όλους αυτούς που είχαν ξεσηκωθεί εναντίον του: «Εσείς θ’ αγωνιστείτε για το Βάαλ; Εσείς θα τον βοηθήσετε; Όποιος αγωνιστεί γι’ αυτόν, θα έχει θανατωθεί ως αύριο το πρωί. Αλλά αν ο Βάαλ είναι πραγματικός θεός, ας πάρει εκδίκηση ο ίδιος για τον εαυτό του, αφού κάποιος του γκρέμισε το θυσιαστήριο».

32 Από τη μέρα εκείνη τον Γεδεών τον ονόμασαν «Ιερουβάαλ» (Ο Βάαλ ας πάρει Εκδίκηση), από τα λόγια που είχε πει ο Ιωάς: «Ας πάρει ο Βάαλ εκδίκηση για τον εαυτό του, αφού κάποιος του γκρέμισε το θυσιαστήριο».

Ο Γεδεών ζητάει σημάδι από το Θεό

33 Οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και οι νομάδες της Ανατολής συνενώθηκαν, πέρασαν τον Ιορδάνη και στρατοπέδευσαν στην Κοιλάδα Ιζρεέλ.

34 Αλλά το Πνεύμα του Κυρίου εμψύχωσε το Γεδεών και σάλπισε με τη σάλπιγγα για να καλέσει τους άντρες της συγγένειας του Αβιέζερ να τον ακολουθήσουν.

35 Έστειλε και αγγελιοφόρους σ’ όλη τη φυλή Μανασσή και την κάλεσε κι αυτήν να τον ακολουθήσει. Έπειτα έστειλε αγγελιοφόρους στις φυλές Ασήρ, Ζαβουλών και Νεφθαλί, και οι άντρες τους ήρθαν κι ενώθηκαν μαζί του.

36 Τότε ο Γεδεών είπε στο Θεό: «Αν θέλεις πράγματι να χρησιμοποιήσεις εμένα για να γλιτώσεις τους Ισραηλίτες, όπως είπες,

37 κοίτα: εγώ θα βάλω στο αλώνι μια τουλούπα μαλλί από πρόβατα. Αν τη νύχτα πέσει η δροσιά μονάχα πάνω στο μαλλί, και το έδαφος τριγύρω μείνει στεγνό, τότε θα καταλάβω ότι θα με χρησιμοποιήσεις για να γλιτώσεις τον Ισραήλ, όπως είπες».

38 Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Γεδεών σηκώθηκε κι έστιψε το μαλλί, βγήκε τόση δροσιά, ώστε γέμισε μια χύτρα νερό.

39 Τότε ο Γεδεών είπε στο Θεό: «Μην οργιστείς εναντίον μου, αν σου ζητήσω κάτι για τελευταία φορά· ας δοκιμάσω, σε παρακαλώ, μονάχα μια φορά ακόμα με το μαλλί. Τώρα, λοιπόν, θέλω να μείνει μόνο το μαλλί στεγνό και να πέσει δροσιά στο έδαφος τριγύρω».

40 Έτσι κι έκανε ο Θεός τη νύχτα εκείνη. Μόνο το μαλλί έμεινε στεγνό, ενώ στο έδαφος τριγύρω έπεσε δροσιά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JDG/6-b99db8f59c84e63c8b6c31e39d06fc79.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΡΙΤΑΙ

ΚΡΙΤΑΙ 7

Ο Γεδεών νικάει τους Μαδιανίτες

1 Νωρίς το πρωί σηκώθηκε ο Γεδεών, που λεγόταν και Ιερουβάαλ, κι ο στρατός που ήταν μαζί του και στρατοπέδευσαν κοντά στην πηγή Αράδ, ενώ το στρατόπεδο των Μαδιανιτών ήταν στα βόρεια της Γιβεάθ-Μορέχ, στην πεδιάδα.

2 Ο Κύριος είπε στο Γεδεών: «Ο στρατός σου είναι πάρα πολύς για να παραδώσω τους Μαδιανίτες στην εξουσία τους. Μπορεί οι Ισραηλίτες να καυχηθούν ότι νίκησαν με τη δική τους δύναμη και ν’ αποδώσουν στον εαυτό τους τη δόξα που θα ανήκει σ’ εμένα.

3 Βγάλε, λοιπόν, τώρα ανακοίνωση να σ’ ακούσουν όλοι και πες τους: “όποιος φοβάται και είναι δειλός ας φύγει απ’ το όρος Γαλαάδ κι ας επιστρέψει στο σπίτι του”». Έτσι έφυγαν είκοσι δύο χιλιάδες άντρες από το στρατό κι έμειναν δέκα χιλιάδες.

4 Ο Κύριος είπε πάλι στο Γεδεών: «Ο στρατός είναι ακόμη πάρα πολύς· οδήγησέ τους στις όχθες του ποταμού κι εκεί θα κάνω εγώ για σένα την επιλογή: Για όποιον σου πω, “να ’ρθεί μαζί σου”, αυτός θα έρθει· και για όποιον σου πω, “να μην έρθει μαζί σου”, αυτός δε θα ’ρθεί».

5 Ο Γεδεών οδήγησε το στρατό στις όχθες του ποταμού. Τότε ο Κύριος του είπε: «Αυτούς που θα πιουν νερό με τη γλώσσα τους, όπως πίνει ο σκύλος, να τους χωρίσεις από κείνους που θα γονατίσουν για να πιουν».

6 Αυτοί που έπιναν νερό με τη γλώσσα τους ήταν τριακόσιοι· όλοι οι υπόλοιποι γονάτισαν για να πιουν.

7 Ο Κύριος είπε στο Γεδεών: «Μόνο με τους τριακόσιους άντρες, που ήπιαν με τη γλώσσα τους, θα σας ελευθερώσω και θα σου παραδώσω τους Μαδιανίτες. Όλοι οι υπόλοιποι ας πάνε στα σπίτια τους».

8 Ο Γεδεών κράτησε τους τριακόσιους άντρες. Όλους τους άλλους Ισραηλίτες τους έστειλε στις σκηνές τους αφού τους πήρε πίσω τις προμήθειες και τις σάλπιγγές τους.

Ο Γεδεών βεβαιώνεται για τη νίκη και επιτίθεται

Το στρατόπεδο των Μαδιανιτών ήταν σε χαμηλότερο σημείο από των Ισραηλιτών.

9 Εκείνη τη νύχτα ο Κύριος είπε στο Γεδεών: «Σήκω, κατέβα να επιτεθείς στο στρατόπεδο, κι εγώ θα σου το παραδώσω.

10 Αν φοβάσαι να επιτεθείς, κατέβα πρώτα μαζί με το δούλο σου τον Φουρά, στο στρατόπεδο,

11 ν’ ακούσεις τι λένε. Μετά θα έχεις το θάρρος να πας και να επιτεθείς». Κατέβηκε, λοιπόν, ο Γεδεών μαζί με το δούλο του, τον Φουρά, ως την προφυλακή του εχθρικού στρατοπέδου.

12 Οι Μαδιανίτες, οι Αμαληκίτες και οι νομάδες της Ανατολής είχαν απλωθεί στην πεδιάδα, αμέτρητοι σαν ακρίδες· αμέτρητες ήταν και οι καμήλες τους, σαν τους κόκκους της άμμου στην ακροθαλασσιά.

13 Όταν έφτασε εκεί ο Γεδεών, ένας στρατιώτης διηγόταν στο σύντροφό του ένα όνειρο, που είχε δει: «Είδα στ’ όνειρό μου», του έλεγε, «ένα κρίθινο καρβέλι ψωμί που κυλούσε μέσα στο στρατόπεδό μας κι έφτασε σε μια σκηνή· τη χτύπησε, την αναποδογύρισε και τη διέλυσε».

14 Ο σύντροφός του τού αποκρίθηκε: «Αυτό δεν συμβολίζει τίποτ’ άλλο, παρά το ξίφος του Γεδεών, γιου του Ιωάς, του Ισραηλίτη. Ο Θεός τού έχει παραδώσει τους Μαδιανίτες και όλο το στρατόπεδο».

15 Ο Γεδεών, όταν άκουσε τη διήγηση του ονείρου και τη σημασία του, προσκύνησε, γύρισε πίσω στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών και φώναξε: «Σηκωθείτε, γιατί ο Κύριος σας έχει παραδώσει το στρατόπεδο των Μαδιανιτών».

16 Μοίρασε τους τριακόσιους άντρες σε τρία μέρη και έδωσε στον καθένα τους από μία σάλπιγγα και μία άδεια στάμνα, με μια λαμπάδα μέσα.

17 Μετά τους είπε: «Θα κοιτάζετε εμένα κι ό,τι κάνω θα κάνετε, από τη στιγμή που θα φτάσω στην άκρη του εχθρικού στρατοπέδου.

18 Όταν σαλπίσω με τη σάλπιγγα εγώ κι αυτοί που είναι μαζί μου, τότε θα σαλπίσετε κι εσείς γύρω από το στρατόπεδο και θα φωνάξετε: “για τον Κύριο και για το Γεδεών”».

19 Λίγο αργότερα την ίδια νύχτα ο Γεδεών και οι εκατό άντρες του έφτασαν στην άκρη του στρατοπέδου, την ώρα που άρχιζε η δεύτερη σκοπιά, μόλις είχαν αλλάξει οι φρουροί. Σάλπισαν τότε με τις σάλπιγγες κι έσπασαν τις στάμνες που κρατούσαν στα χέρια τους.

20 Αμέσως σάλπισαν και τα άλλα δύο τμήματα, έσπασαν τις στάμνες και κρατώντας με το αριστερό τους χέρι τις λαμπάδες και με το δεξί τις σάλπιγγες, σάλπιζαν και φώναζαν: «Για τον Κύριο και για το Γεδεών».

21 Πήραν όλοι θέσεις γύρω από το στρατόπεδο, ενώ μέσα, οι στρατιώτες έτρεχαν, φώναζαν και προσπαθούσαν να διαφύγουν.

22 Όταν σάλπισαν και οι τριακόσιοι με τις σάλπιγγες, ο Κύριος έκανε ώστε μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο ο ένας να στρέψει το ξίφος του εναντίον του άλλου και ν’ αλληλοσκοτωθούν. Όσοι από τους στρατιώτες γλίτωσαν, έφτασαν τρέχοντας ως τη Βαιθ-Ασσιτά, προς την κατεύθυνση της Σερεθά, κι ως την άκρη της Αβέλ-Μεχολά, κοντά στην Ταββάθ.

Οι Εφραϊμίτες βοηθούν στην καταδίωξη των Μαδιανιτών

23 Τότε κάλεσαν τους Ισραηλίτες των φυλών Νεφθαλί, Ασήρ και όλης της φυλής του Μανασσή για να καταδιώξουν τους Μαδιανίτες.

24 Ο Γεδεών έστειλε αγγελιοφόρους σ’ όλη την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ με το εξής μήνυμα: «Κατεβείτε και αποκλείστε τους Μαδιανίτες να μη διαφύγουν! Καταλάβετε πριν απ’ αυτούς τα περάσματα του Ιορδάνη ως τη Βαιθ-Βαρά».

Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, όλοι οι Εφραϊμίτες κι έπιασαν τα περάσματα του Ιορδάνη ως τη Βαιθ-Βαρά.

25 Συνέλαβαν αιχμαλώτους τους δύο αρχηγούς των Μαδιανιτών, τον Ωρήβ και τον Ζεέβ. Τον Ωρήβ τον σκότωσαν στο βράχο Ωρήβ και τον Ζεέβ στο πατητήρι του Ζεέβ· και κατατρόπωσαν τους Μαδιανίτες. Το κεφάλι του Ωρήβ και του Ζεέβ τα έφεραν στο Γεδεών στην άλλη όχθη του Ιορδάνη.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JDG/7-806346d8724a564d9ad309a22a8ea194.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΡΙΤΑΙ

ΚΡΙΤΑΙ 8

Ολοκληρωτική καταστροφή των Μαδιανιτών

1 Οι Εφραϊμίτες είπαν στο Γεδεών: «Τι είναι αυτό που μας έκανες! Γιατί δε μας κάλεσες κι εμάς, όταν πήγαινες να πολεμήσεις εναντίον των Μαδιανιτών;» Και του παραπονιούνταν έντονα γι’ αυτό.

2 Ο Γεδεών τους είπε: «Τι έκανα εγώ σε σύγκριση με τα δικά σας κατορθώματα; Το μικρό αυτό επίτευγμα της φυλής Εφραΐμ δεν είναι καθόλου υποδεέστερο απ’ όσα κατόρθωσε η δική μου συγγένεια του Αβιέζερ.

3 Σ’ εσάς παρέδωσε ο Θεός τους αρχηγούς των Μαδιανιτών, τον Ωρήβ και τον Ζεέρ. Τι έκανα λοιπόν εγώ περισσότερο από σας;» Όταν είπε αυτά τα λόγια ο Γεδεών, σταμάτησε ο θυμός τους εναντίον του.

4 Ο Γεδεών και οι τριακόσιοι άντρες του διάβηκαν τον Ιορδάνη εξαντλημένοι και πεινασμένοι, αλλά συνέχιζαν να καταδιώκουν τον εχθρό.

5 Ο Γεδεών είπε στους κατοίκους της Σουκκώθ: «Δώστε, παρακαλώ, ψωμί στο λαό που με ακολουθεί, γιατί είναι εξαντλημένοι· εγώ θα συνεχίσω την καταδίωξη των βασιλιάδων των Μαδιανιτών Ζεβάχ και Σαλμουννά».

6 Οι άρχοντες όμως της πόλης τού απάντησαν: «Μήπως τους έχεις κιόλας στο χέρι σου το Ζεβάχ και τον Σαλμουννά, για να δώσουμε ψωμί στο στρατό σου;»

7 «Καλά», τους είπε ο Γεδεών· «όταν ο Κύριος θα μου παραδώσει το Ζεβάχ και το Σαλμουννά, τότε θα ξεσκίσω τις σάρκες σας με τ’ αγκάθια και τα τριβόλια της ερήμου».

8 Από ’κει ανέβηκε στη Φανουήλ και μίλησε στους κατοίκους της με τον ίδιο τρόπο, και του απάντησαν κι αυτοί όπως του είχαν απαντήσει οι κάτοικοι της Σουκκώθ.

9 Και ο Γεδεών είπε στους άντρες της Φανουήλ: «Όταν θα επιστρέψω με το καλό, θα καταστρέψω αυτό το φρούριο».

10 Ο Ζεβάχ κι ο Σαλμουννά με τα στρατεύματά τους, περίπου δεκαπέντε χιλιάδες, βρίσκονταν όλοι στην Καρκόρ. Τόσοι είχαν απομείνει από ολόκληρο το στράτευμα των νομάδων της Ανατολής· είχαν σκοτωθεί εκατόν είκοσι χιλιάδες ετοιμοπόλεμοι στρατιώτες.

11 Ο Γεδεών ανέβηκε από το δρόμο που ακολουθούν οι νομάδες, που ζουν σε σκηνές, ανατολικά της Νόβαχ και της Ιογβεά, και χτύπησε τον εχθρικό στρατό, την ώρα που αναπαυόταν.

12 Οι δυο βασιλιάδες των Μαδιανιτών, Ζεβάχ και Σαλμουννά, ξέφυγαν αλλά ο Γεδεών τους καταδίωξε· τους αιχμαλώτισε κι έτσι ο στρατός τους κατατροπώθηκε.

Η εκδίκηση του Γεδεών

13 Καθώς γύριζε από τον πόλεμο ο Γεδεών, γιος του Ιωάς, ακολουθώντας την ανηφόρα της Χέρες,

14 συνέλαβε έναν νεαρό από τους κατοίκους της Σουκκώθ και τον υποχρέωσε να του πει ποιοι ήταν οι άρχοντες της πόλης και οι πρεσβύτεροί της. Εκείνος του έδωσε γραπτώς εβδομήντα εφτά ονόματα.

15 Ύστερα πήγε στους κατοίκους της Σουκκώθ και τους είπε: «Εσείς κάποτε με ειρωνευτήκατε και μου είπατε: “γιατί να δώσουμε ψωμί στους άντρες σου που είν’ εξαντλημένοι; Μήπως έχεις στο χέρι σου τον Ζεβάχ και τον Σαλμουννά;” Ε, λοιπόν, σας έφερα εδώ τον Ζεβάχ και τον Σαλμουννά».

16 Τότε πήρε αγκάθια και τριβόλια από την έρημο και τα χρησιμοποίησε για να τιμωρήσει μ’ αυτά τους πρεσβυτέρους της πόλης.

17 Επίσης κατέστρεψε το φρούριο της Φανουήλ και σκότωσε τους κατοίκους της πόλης.

18 Έπειτα, είπε στον Ζεβάχ και στον Σαλμουννά: «Πώς ήταν αυτοί που σκοτώσατε στη Θαβώρ;» Εκείνοι του απάντησαν: «Ακριβώς όπως εσύ. Καθένας τους έμοιαζε με βασιλόπουλο».

19 Τότε τους είπε: «Αυτοί ήταν τ’ αδέρφια μου, παιδιά της μάνας μου. Μα τον αληθινό Κύριο, αν τους είχατε χαρίσει τη ζωή, εγώ τώρα δε θα σας σκότωνα».

20 Και είπε στον Ιεθέρ, τον πρωτότοκο γιο του: «Εμπρός σκότωσέ τους». Αλλά ο νεαρός δεν έσυρε το ξίφος του, γιατί ήταν ακόμα παιδί και φοβόταν.

21 Τότε ο Ζεβάχ και ο Σαλμουννά είπαν στο Γεδεών: «Έλα, σκότωσέ μας εσύ, γιατί αυτό ταιριάζει να το κάνει ένας πραγματικός άντρας». Έτσι ο Γεδεών όρμησε και σκότωσε τον Ζεβάχ και τον Σαλμουννά και πήρε τα στολίδια που είχαν οι καμήλες τους στο λαιμό τους.

Το χρυσό είδωλο του Γεδεών

22 Ύστερα απ’ αυτά οι Ισραηλίτες είπαν στο Γεδεών: «Γίνε εσύ κυβερνήτης μας, έπειτα ο γιος σου και μετά ο εγγονός σου, γιατί εσύ μας ελευθέρωσες από τους Μαδιανίτες».

23 Ο Γεδεών όμως τους απάντησε: «Δε θα σας κυβερνήσω εγώ, ούτε κι ο γιος μου· ο Κύριος θα σας κυβερνάει».

24 Επίσης τους είπε: «Θα σας ζητήσω μια χάρη: Να μου δώσει ο καθένας ένα σκουλαρίκι από τα λάφυρα που πήρε. Γιατί οι Μαδιανίτες φορούσαν χρυσά σκουλαρίκια, όπως οι νομάδες της ερήμου.

25 Αυτοί απάντησαν: «Ευχαρίστως θα σου τα δώσουμε». Έστρωσαν, λοιπόν, ένα πανωφόρι κι έριχναν εκεί ο καθένας τα σκουλαρίκια από τα λάφυρά του.

26 Το βάρος των χρυσών σκουλαρικιών που ζήτησε ο Γεδεών έφτασε τους χίλιους εφτακόσιους χρυσούς σίκλους, χώρια τα στολίδια και τα κρεμαστά σκουλαρίκια και τα κόκκινα ρούχα που φορούσαν οι βασιλιάδες των Μαδιανιτών, και χώρια οι πολύτιμες αλυσίδες που είχαν οι καμήλες στο λαιμό τους.

27 Μ’ αυτά ο Γεδεών έφτιαξε ένα είδωλο και το τοποθέτησε στην πόλη του, την Οφρά. Όλοι οι Ισραηλίτες άρχισαν να το λατρεύουν εκεί, κι έγινε αυτό παγίδα για το Γεδεών και την οικογένειά του.

28 Οι Μαδιανίτες υποδουλώθηκαν στους Ισραηλίτες και δε σήκωσαν πια κεφάλι. Έτσι ησύχασε η χώρα για σαράντα χρόνια, όσο δηλαδή ζούσε ο Γεδεών.

Ο θάνατος του Γεδεών

29 Ο Ιερουβάαλ,δηλαδή ο Γεδεών, γιος του Ιωάς, πήγε τότε να μείνει στο σπίτι του.

30 Είχε εβδομήντα γιους, δικά του παιδιά, επειδή είχε πολλές γυναίκες.

31 Μια παλλακίδα του, που έμενε στη Συχέμ, του γέννησε κι αυτή γιο και τον ονόμασαν Αβιμέλεχ.

32 Ο Γεδεών, πέθανε σε μεγάλη ηλικία και θάφτηκε στον τάφο του Ιωάς, του πατέρα του, στην Οφρά, την πόλη των Αβιεζεριτών.

33 Μετά το θάνατο του Γεδεών, οι Ισραηλίτες άρχισαν πάλι να λατρεύουν τους Βάαλ κι έκαναν θεό τους το Βάαλ-Βερίθ (Βάαλ της Διαθήκης).

34 Ξέχασαν τον Κύριο, το Θεό τους, που τους είχε ελευθερώσει από όλους τους εχθρούς ολόγυρά τους.

35 Κι ούτε έδειξαν καθόλου ευγνωμοσύνη στην οικογένεια του Ιερουβάαλ, δηλαδή του Γεδεών, για τα όσα καλά είχε κάνει στο λαό Ισραήλ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JDG/8-04e7c1b80ea55185613103bf37ed5962.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΡΙΤΑΙ

ΚΡΙΤΑΙ 9

Ο Αβιμέλεχ

1-2 Ο Αβιμέλεχ, γιος του Ιερουβάαλ, πήγε στη Συχέμ να μιλήσει σε όλη τη συγγένεια της μητέρας του από τη μεριά του πατέρα της. «Μιλήστε, σας παρακαλώ», τους είπε, «να σας ακούσουν όλοι οι κάτοικοι της Συχέμ και ρωτήστε τους: “τι είναι καλύτερο για σας: να σας κυβερνούν εβδομήντα άνθρωποι, δηλαδή όλοι οι γιοι του Ιερουβάαλ, ή να σας κυβερνάει μόνο ένας;” Θυμηθείτε, ακόμα, ότι εγώ είμαι σάρκα σας και αίμα σας».

3 Οι συγγενείς της μητέρας του, ανέφεραν όλα αυτά τα λόγια στους κατοίκους της Συχέμ και πήραν το μέρος του. Έτσι οι Συχεμίτες αποφάσισαν ν’ ακολουθήσουν τον Αβιμέλεχ, γιατί σκέφτηκαν: «Συγγενής μας είναι».

4 Έδωσαν, λοιπόν, στον Αβιμέλεχ εβδομήντα ασημένιους σίκλους από το ναό του Βάαλ-Βερίθ και μίσθωσε κάτι τυχοδιώκτες και άχρηστους τύπους, οι οποίοι έγιναν ακόλουθοί του.

5 Πήγε στο σπίτι του πατέρα του, στην Οφρά, και σκότωσε τους άλλους γιους του Ιερουβάαλ, τους αδερφούς του, εβδομήντα άντρες· τους σκότωσε όλους πάνω στην ίδια πέτρα. Έμεινε μόνο ο Ιωθάμ, ο μικρότερος γιος του Ιερουβάαλ, γιατί κατάφερε να κρυφτεί.

6 Τότε συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της Συχέμ και της Μιλλώ, πήγαν στη Βελανιδιά της Συχέμ, πλάι στην πέτρα που είχε στήσει εκεί ο Ιησούς του Ναυή, κι ανακήρυξαν βασιλιά τον Αβιμέλεχ.

Το αίνιγμα του Ιωθάμ

7 Όταν ανάγγειλαν αυτά τα γεγονότα στον Ιωθάμ, αυτός πήγε και στάθηκε στην κορφή του όρους Γεριζίμ και φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Ακούστε με», είπε, «κάτοικοι της Συχέμ, αν θέλετε και ο Θεός να σας ακούσει!

8 Κάποτε τα δέντρα πήγαν να διαλέξουν ποιον θα χρίσουν βασιλιά τους. Είπαν στην ελιά: “έλα να γίνεις βασιλιάς μας”.

9 Αλλά η ελιά τούς αποκρίθηκε: “ν’ αφήσω εγώ το λάδι που παράγω, που μ’ αυτό τιμούν θεούς κι ανθρώπους για να κυβερνήσω τα δέντρα;”

10 Τότε τα δέντρα είπαν στη συκιά: “έλα εσύ να γίνεις βασιλιάς μας”.

11 Μα κι η συκιά τούς αποκρίθηκε: “ν’ αφήσω εγώ τους ωραίους και γλυκούς καρπούς που κάνω, για να κυβερνήσω τα δέντρα;”

12 Τότε τα δέντρα είπαν στο αμπέλι: “έλα εσύ να γίνεις βασιλιάς μας”.

13 Μα και το αμπέλι τούς αποκρίθηκε: “ν’ αφήσω εγώ το κρασί που βγάζω, που το χαίρονται θεοί και άνθρωποι, για να κυβερνήσω τα δέντρα;”

14 Τότε τα δέντρα είπαν στην αγκαθιά: “έλα εσύ να γίνεις βασιλιάς μας”.

15 Και η αγκαθιά τούς αποκρίθηκε: “αν θέλετε στ’ αλήθεια να με χρίσετε βασιλιά σας, ελάτε να κρυφτείτε στη σκιά μου· αν δεν έρθετε, φωτιά θα βγει από τ’ αγκάθια μου και θα κατακάψει τους κέδρους του Λιβάνου”».

16 «Τώρα, λοιπόν», συνέχισε ο Ιωθάμ, «ενεργήσατε άραγε ειλικρινά και τίμια όταν κάνατε βασιλιά τον Αβιμέλεχ; Φερθήκατε σωστά στον Ιερουβάαλ και στην οικογένειά του; Του δείξατε καθόλου ευγνωμοσύνη για όλα όσα έκανε για σας;

17 Ο πατέρας μου πολέμησε για σας κι έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή του, για να σας ελευθερώσει από τους Μαδιανίτες.

18 Κι εσείς σήμερα ξεσηκωθήκατε ενάντια στην οικογένεια του πατέρα μου, σκοτώσατε τους γιους του, εβδομήντα άντρες, πάνω στην ίδια πέτρα κι ανακηρύξατε βασιλιά των Συχεμιτών τον Αβιμέλεχ, γιο της δούλης του, επειδή είναι συγγενής σας.

19 Αν, λοιπόν, σήμερα ενεργήσατε ειλικρινά και τίμια απέναντι στον Ιερουβάαλ και στην οικογένειά του, τότε να τον χαίρεστε τον Αβιμέλεχ και να σας χαίρεται κι αυτός.

20 Αν όχι, φωτιά θα βγει από τον Αβιμέλεχ και θα κατακάψει τους κατοίκους της Συχέμ και της Μιλλώ· και φωτιά θα βγει από τους κατοίκους της Συχέμ και της Μιλλώ και θα κατακάψει τον Αβιμέλεχ».

21 Μετά ο Ιωθάμ έφυγε με βιάση και κατέφυγε στη Βέερ, μακριά από τον Αβιμέλεχ, τον αδερφό του.

Διαφωνία ανάμεσα στον Αβιμέλεχ και στους Συχεμίτες

22 Ο Αβιμέλεχ κυβέρνησε τον Ισραήλ τρία χρόνια.

23 Έπειτα έστειλε ο Θεός πνεύμα διχόνοιας ανάμεσα σ’ αυτόν και στους κατοίκους της Συχέμ κι επαναστάτησαν εναντίον του.

24 Έτσι θα πλήρωναν όλοι για τα κακουργήματά τους: Ο Αβιμέλεχ για το φόνο στη Συχέμ των εβδομήντα γιων του Ιερουβάαλ, των αδερφών του, και οι Συχεμίτες, γιατί είχαν βοηθήσει τον Αβιμέλεχ να σκοτώσει τους αδερφούς του.

25 Έτσι, για να κάνουν κακό στον Αβιμέλεχ οι Συχεμίτες, έστησαν ενέδρες στα γύρω βουνά και λήστευαν όλους όσοι περνούσαν από το δρόμο κοντά στην πόλη.Και τα ’μαθε αυτά ο Αβιμέλεχ.

26 Μια μέρα ήρθε στη Συχέμ ο Γαάλ, γιος του Εβέδ, με τους συγγενείς του· οι Συχεμίτες του έδειξαν εμπιστοσύνη.

27 Βγήκαν στα χωράφια, τρύγησαν τ’ αμπέλια τους, πάτησαν τα σταφύλια και γιόρτασαν· έπειτα μπήκαν στο ναό του Θεού τους, έφαγαν και ήπιαν, κι έβρισαν τον Αβιμέλεχ:

28 «Ποιος είναι πια αυτός ο Αβιμέλεχ», έλεγε ο Γαάλ, «που εμείς οι Συχεμίτες θα του είμαστε δούλοι; Ένας γιος του Ιερουβάαλ είναι, και κυβερνάει την πόλη μέσω του Ζεβούλ. Εσείς κοιτάξτε να τα ’χετε καλά με το Χαμόρ, τον ιδρυτή της Συχέμ.

29 Αν είχα εγώ αυτό το λαό στα χέρια μου, θα έδιωχνα τον Αβιμέλεχ. Θα του ’λεγα· “πάρε όλο το στρατό σου και βγες να με πολεμήσεις”».

30 Ο Ζεβούλ, ο άρχοντας της πόλης, έμαθε αυτά που είπε ο Γαάλ κι οργίστηκε.

31 Έστειλε, λοιπόν, κρυφά αγγελιοφόρους στον Αβιμέλεχ στην Αρουμά με το εξής μήνυμα: «Ο Γαάλ, γιος του Εβέδ, ήρθε με τους συγγενείς του στη Συχέμ και ξεσηκώνουν την πόλη εναντίον σου.

32 Σήκω, λοιπόν, τη νύχτα με τους άντρες σου και στήσε ενέδρα στην ύπαιθρο.

33 Το πρωί με την ανατολή του ήλιου, θα σηκωθείς νωρίς και θα εξαπολύσεις επίθεση στην πόλη. Κι όταν ο Γαάλ με τους άντρες του βγουν να σε αντιμετωπίσουν, τότε κάνε τους ό,τι περνάει απ’ το χέρι σου».

34 Ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε τη νύχτα μαζί με όλους τους άντρες του κι έστησαν ενέδρα κοντά στην Συχέμ με τέσσερις ομάδες.

35 Όταν ο Γαάλ βγήκε από την πόλη και στάθηκε στην είσοδο της πύλης, τότε σηκώθηκε από την ενέδρα ο Αβιμέλεχ και η ομάδα του.

36 Ο Γαάλ τους είδε και είπε στο Ζεβούλ: «Κοίτα! Λαός κατεβαίνει από τις κορφές των βουνών». Ο Ζεβούλ του είπε: «είναι η σκιά των βουνών κι εσύ την παίρνεις για ανθρώπους».

37 Ο Γαάλ ξαναείπε: «Μα κοίτα, είναι λαός που κατεβαίνει από το βουνό που είναι στο κέντρο της περιοχής, και μια ομάδα έρχεται από τον δρόμο της Βελανιδιάς των Μάντεων».

38 Τότε ο Ζεβούλ του απάντησε: «Πού είναι τώρα τα μεγάλα λόγια που έλεγες: “ποιος είναι ο Αβιμέλεχ, που θα γίνουμε δούλοι του!”; Αυτοί είναι οι άντρες του που περιφρονούσες. Βγες, λοιπόν, τώρα να τον πολεμήσεις».

39 Έτσι, βγήκε ο Γαάλ επικεφαλής των αντρών της Συχέμ και πολέμησε εναντίον του Αβιμέλεχ.

40 Ο Αβιμέλεχ όμως τον έτρεψε σε φυγή και έπεσαν πολλοί θανάσιμα τραυματισμένοι, πριν φτάσουν στην είσοδο της πύλης.

41 Ο Αβιμέλεχ γύρισε στην Αρουμά κι ο Ζεβούλ έδιωξε από τη Συχέμ το Γαάλ και τους συγγενείς του, και τους απαγόρευσε να ξαναγυρίσουν στην πόλη.

Ο Αβιμέλεχ κυριεύει και καταστρέφει τη Συχέμ

42 Την άλλη μέρα οι άντρες της Συχέμ ετοιμάστηκαν να βγουν από την πόλη στους αγρούς. Ο Αβιμέλεχ ειδοποιήθηκε σχετικά,

43 και πήρε τους άντρες του, τους μοίρασε σε τρεις ομάδες και έστησε ενέδρα στην ύπαιθρο. Μόλις είδε το λαό να βγαίνει από την πόλη, όρμησε εναντίον τους και τους χτύπησε.

44 Ο ίδιος και η ομάδα του προχώρησαν προς την πόλη και στάθηκαν στην είσοδο της πύλης, ενώ οι άλλες δύο ομάδες επιτεθήκαν σ’ αυτούς που βρίσκονταν στους αγρούς και τους σκότωσαν.

45 Ο Αβιμέλεχ πολέμησε ενάντια στην πόλη ολόκληρη εκείνη την ημέρα και την κυρίεψε. Σκότωσε τους κατοίκους της, την ερείπωσε και κάλυψε το έδαφός της με αλάτι.

46 Όταν τα ’μαθαν αυτά οι κάτοικοι του φρουρίου της Συχέμ, κλείστηκαν όλοι στο υπόγειο του ναού του Βάαλ-Βερίθ.

47 Όταν ειδοποιήθηκε ο Αβιμέλεχ ότι όλοι οι κάτοικοι του φρουρίου της Συχέμ είχαν συγκεντρωθεί στο υπόγειο του ναού,

48 ανέβηκε μαζί με τους άντρες του στο όρος Σαλμών, έκοψε με το τσεκούρι ένα κλαδί δένδρου, το έβαλε στον ώμο του και τους είπε: «Ό,τι είδατε να κάνω, κάντε το κι εσείς γρήγορα».

49 Έκοψαν λοιπόν όλοι από ένα κλαδί κι ακολούθησαν τον Αβιμέλεχ· έβαλαν τα κλαδιά τους στην είσοδο του υπογείου, τους έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν μαζί μ’ εκείνους που βρίσκονταν στο φρούριο. Έτσι πέθαναν όλοι οι άνθρωποι του φρουρίου της Συχέμ, περίπου χίλιοι άντρες και γυναίκες.

Το τέλος του Αβιμέλεχ

50 Έπειτα ο Αβιμέλεχ πήγε και επιτέθηκε στη Θαιβαίς· πολιόρκησε την πόλη και την κυρίεψε.

51 Υπήρχε όμως ένα ισχυρό φρούριο στο κέντρο της πόλης όπου κατέφυγαν και κλείστηκαν όλοι οι κάτοικοι, άντρες και γυναίκες, κι ανέβηκαν στη στέγη του φρουρίου.

52 Ο Αβιμέλεχ έφτασε στο φρούριο, του επιτέθηκε και πλησίασε στην πύλη για να του βάλει φωτιά.

53 Εκείνη τη στιγμή μια γυναίκα έριξε στο κεφάλι του ένα κομμάτι από μυλόπετρα και του ’σπασε το κρανίο.

54 Τότε ο Αβιμέλεχ φώναξε αμέσως τον νεαρό οπλοφόρο του και του είπε: «Τράβα το ξίφος σου και σκότωσέ με, για να μην πουν ότι με σκότωσε μια γυναίκα». Ο νέος τον διαπέρασε με το ξίφος του και πέθανε.

55 Όταν οι Ισραηλίτες είδαν ότι ο Αβιμέλεχ ήταν νεκρός, γύρισαν καθένας στο σπίτι του.

56 Έτσι ο Θεός έκανε να πέσει πάνω στον Αβιμέλεχ, το κακό που είχε κάνει στον πατέρα του, όταν σκότωσε τους εβδομήντα αδερφούς του.

57 Κι έκανε επίσης ο Θεός να πέσει πάνω στους κατοίκους της Συχέμ όλο το κακό που είχαν κάνει. Έτσι εκπληρώθηκε σ’ αυτούς η κατάρα του Ιωθάμ, γιου του Ιερουβάαλ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JDG/9-c88af227f6bce3ec39b6f869583ee6c1.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΡΙΤΑΙ

ΚΡΙΤΑΙ 10

Ο Τωλά

1 Μετά το θάνατο του Αβιμέλεχ, αναδείχθηκε σωτήρας του λαού Ισραήλ ο Τωλά, γιος του Πουά κι εγγονός του Δωδώ, από τη φυλή Ισσάχαρ· αυτός κατοικούσε στη Σαμίρ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ.

2 Κυβέρνησε τον Ισραήλ είκοσι τρία χρόνια. Έπειτα πέθανε, και τον έθαψαν στη Ζαμίρ.

Ο Ιαΐρ

3 Μετά τον Τωλά εμφανίστηκε ο Ιαΐρ, ο Γαλααδίτης, ο οποίος κυβέρνησε τον Ισραήλ είκοσι δύο χρόνια.

4 Αυτός είχε τριάντα γιους, που ίππευαν σε τριάντα πουλάριακαι είχαν ιδιοκτησία τους τριάντα κεφαλοχώρια. Αυτά μέχρι σήμερα ονομάζονται «Κεφαλοχώρια του Ιαΐρ» και βρίσκονται στην περιοχή της Γαλαάδ.

5 Όταν πέθανε ο Ιαΐρ, τον έθαψαν στην Καμών.

Ο Ιεφθάε

6 Οι Ισραηλίτες έπραξαν πάλι ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο και λάτρεψαν τους Βάαλ και τις Αστάρτες, τους θεούς των Αραμαίων, των Σιδωνίων, των Μωαβιτών, των Αμμωνιτών, και των Φιλισταίων· τον Κύριο τον εγκατέλειψαν και δεν τον λάτρευαν πια.

7 Τότε οργίστηκε ο Κύριος εναντίον των Ισραηλιτών και τους παρέδωσε στους Φιλισταίους και στους Αμμωνίτες.

8 Από τότε και για δεκαοχτώ χρόνια αυτοί καταπίεζαν και τυραννούσαν τους Ισραηλίτες, αυτούς που ήταν εγκατεστημένοι ανατολικά του Ιορδάνη, στην περιοχή της Γαλαάδ, στη χώρα των Αμορραίων.

9 Επίσης οι Αμμωνίτες διάβηκαν τον Ιορδάνη, για να πολεμήσουν εναντίον των φυλών Ιούδα, Βενιαμίν και Εφραΐμ. Έτσι οι Ισραηλίτες βρέθηκαν σε μεγάλη απόγνωση.

10 Τότε επικαλέστηκαν τον Κύριο: «Θεέ μας, αμαρτήσαμε απέναντί σου», του είπαν, «γιατί εγκαταλείψαμε εσένα και λατρέψαμε τους Βάαλ».

11 Ο Κύριος είπε στους Ισραηλίτες: «Δεν σας έσωσα από τους Αιγύπτιους και τους Αμορραίους, από τους Αμμωνίτες και τους Φιλισταίους;

12 Όταν οι Σιδώνιοι, οι Αμαληκίτες και οι Μαδιανίτες σάς καταπίεζαν και μ’ επικαλεστήκατε, εγώ δεν σας ελευθέρωσα τότε απ’ αυτούς;

13 Εσείς όμως με αφήσατε και λατρέψατε άλλους Θεούς. Γι’ αυτό δεν θα σας ελευθερώσω άλλη φορά.

14 Πηγαίνετε και ζητήστε βοήθεια από τους θεούς που διαλέξατε. Αυτοί να σας βοηθήσουν στον καιρό της δυστυχίας σας».

15 Είπαν τότε οι Ισραηλίτες στον Κύριο: «Αμαρτήσαμε· κάνε σ’ εμάς ό,τι σου αρέσει, μόνο ελευθέρωσέ μας, σε παρακαλούμε, σήμερα».

16 Μετά πέταξαν τους ξένους θεούς που είχαν και λάτρεψαν τον Κύριο. Κι εκείνος δεν μπορούσε πια να υπομένει τη δυστυχία τους.

Ο Ιεφθάε γίνεται αρχηγός των Ισραηλιτών

17 Οι Αμμωνίτες συγκεντρώθηκαν για πόλεμο και στρατοπέδευσαν στη Γαλαάδ. Μαζεύτηκαν και οι Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν στη Μισπά.

18 Ο λαός και οι άρχοντες των φυλών που είχαν εγκατασταθεί στη Γαλαάδ, έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα ξεκινήσει τον πόλεμο εναντίον των Αμμωνιτών; Αυτός θα γίνει αρχηγός σ’ όλους τους κατοίκους της Γαλαάδ».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JDG/10-17d6008a9ce572fa304b5c809d7663c9.mp3?version_id=173—