Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 31

Ο Ιώβ ορκίζεται ότι είναι αθώος

1 Έκανα συμφωνία με τα μάτια μου

κόρη ποτέ μ’ επιθυμία να μην κοιτάξω.

2 Αλλιώς, τι θα μπορούσα να προσμένω

από τον παντοδύναμο Θεό;

τι θα μου έστελνε από τα ύψη;

3 Η συμφορά είναι για τον άδικο·

για κείνους που παρανομούν η δυστυχία.

4 Βλέπει ο Θεός το δρόμο που βαδίζω

κι αυτός μετράει όλα μου τα βήματα.

5 Ποτέ μου ψέμα δεν μεταχειρίστηκα

ούτε ποτέ προσπάθησα κάποιον να εξαπατήσω.

6 Ας με ζυγίσει ο Θεός με τέλεια ζυγαριά

και θα δει τότε

την ακεραιότητά μου.

7 Αν ξέφυγε το βήμα μου από το δρόμο το σωστό,

αν παρασύρθηκε απ’ τα μάτια μου η καρδιά μου

κι αν κηλιδώθηκαν από την αδικία τα χέρια μου,

8 τότε αυτά που σπέρνω εγώ

άλλοι ας τ’ απολαύσουν

και τα σπαρτά μου ας ξεριζωθούν.

9 Αν η καρδιά μου από γυναίκα δελεάστηκε

και στήθηκα να καρτερώ στου γείτονα την πόρτα,

10 τότε η γυναίκα μου ας μαγειρεύει

γι’ άλλον άντρα

κι άλλοι μαζί της ας πλαγιάσουν.

11 Γιατί αυτό είν’ ανομία επαίσχυντη

κι αμάρτημα που οι δικαστές

θα ’πρεπε αυστηρά να τιμωρούνε.

12 Είναι φωτιά που κατακαίει και δεν αφήνει τίποτα,

μέχρι τις ρίζες κατατρώει τα σπαρτά μου.

13 Αν κάποτε το δίκιο του δούλου μου ή της δούλης μου παρέβλεψα

στις διαφορές που μπορεί να ’χανε μαζί μου,

14 πώς θα μπορέσω να σταθώ μπρος στο Θεό

και τι θα του αποκριθώ όταν με κρίνει;

15 Γιατί, αυτός που μ’ έπλασε,

μήπως δεν έπλασε κι εκείνους;

ο ίδιος δεν μας εσχημάτισε στη μητρική κοιλιά;

16 Ποτέ μου στους φτωχούς ό,τι ζητούσαν δεν τ’ αρνήθηκα,

ούτε άφησα μες στην απελπισία τις χήρες.

17 Ποτέ δεν έφαγα μονάχος το ψωμί μου,

χωρίς να φάνε απ’ αυτό και τα ορφανά,

18 γιατί εγώ τα μεγάλωσα από μικρά

σαν να ’μουνα πατέρας,

κι από την ώρα που γεννήθηκαν τα καθοδήγησα.

19 Όταν έβλεπα κάποιον που ρούχα δεν είχε να ντυθεί,

έναν φτωχό που σκεπάσματα δεν είχε,

20 του ’δινα από τα πρόβατά μου

μάλλινο ρούχο για να ζεσταθεί

κι αυτός από καρδιάς μ’ ευχαριστούσε.

21 Αν χέρι σήκωσα πάνω σε ορφανό,

επειδή έβλεπα πως είχα

των δικαστών την υποστήριξη,

22 το χέρι μου ας σπάσει απ’ τον αγκώνα,

κι ας ξεκολλήσει από τον ώμο μου.

23 Με τρόμαζε η τιμωρία του Θεού·

μπρος στη μεγαλοσύνη του

ν’ αντέξω δεν μπορούσα.

24 Ποτέ μου το χρυσάφι δεν το εμπιστεύτηκα

ούτε και το λογάριασα ποτέ για σιγουριά μου.

25 Για τα πολλά μου πλούτη δεν περηφανεύτηκα

ούτε για όσα με τα χέρια μου μπόρεσα ν’ αποκτήσω.

26 Κοιτάζοντας τον ήλιο και τη λάμψη του

ή τη μαγευτική πορεία της σελήνης,

27 ποτέ μου ενδόμυχα δεν γοητεύτηκα

ούτε ποτέ λατρευτικά τους έστειλα φιλιά.

28 Αυτό θα ’ταν αμάρτημα, που οι δικαστές το τιμωρούνε,

γιατί θα είχα απαρνηθεί τον ύψιστο Θεό.

29 Ποτέ μου δε χαιρόμουνα όταν ο εχθρός μου υπέφερε

ούτε ευχαριστιόμουνα

κακό σαν τον χτυπούσε.

30 Ποτέ μου ν’ αμαρτήσει δεν άφηνα το στόμα μου,

ζητώντας με κατάρες το χαμό του.

31 Όσοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μου

έχουνε να το λένε,

πως από τα καλύτερα χορτάσαν φαγητά.

32 Ξένος κανείς δεν πέρασε τη νύχτα του στο ύπαιθρο·

στον οδοιπόρο οι πόρτες μου πάντα ήταν ανοιχτές.

33 Ποτέ ανομίες δε χρειάστηκε να κρύψω ή παραπτώματα,

όπως πολλοί το κάνουν.

34 Έτσι τα λόγια των ανθρώπων δε φοβόμουν

ούτε με τρόμαζε του κόσμου η περιφρόνηση,

ώστε να μένω σιωπηλός,

στο σπίτι μου κλεισμένος.

35 Αχ, ας γινόταν κάποιος να μ’ ακούσει!

Μπορώ να υπογράψω ό,τι έχω πει.

Μακάρι να μ’ αποκριθεί ο Παντοδύναμος!

Ας μου ’δειχνε του αντιδίκου μου

την έγγραφη κατηγορία

36 κι εγώ στους ώμους μου πρόθυμα θα τη σήκωνα

και στο κεφάλι θα την έβαζα κορώνα.

37 Για τη ζωή μου θα μιλούσα στο Θεό

με κάθε λεπτομέρεια

και θα μπορούσα να τον βλέπω μες στα μάτια.

38 Αν το χωράφι μου παραπονέθηκε για μένα

κι έκανα εγώ τ’ αυλάκια του να κλάψουνε,

39 επειδή δεν τα φρόντισα

μα πήρα τους καρπούς του,

κι έγινα έτσι ανυπάκουος στο Θεό,

που ’ναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης του,

40 τότε ας φυτρώσουνε αγκάθια αντί για στάρι,

κι αντί κριθάρι αγριοχόρταρα.

Εδώ τελειώνουνε τα λόγια του Ιώβ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/31-edb01545d5d3402016b0f829e970dae6.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 32

Ο Ελιού θεωρεί σωστό ν’ απαντήσει στον Ιώβ

1 Τότε οι τρεις εκείνοι άντρες έπαψαν ν’ απαντούν στον Ιώβ, επειδή θεωρούσε τον εαυτό του δίκαιο.

2 Θύμωσε όμως ο Ελιού, γιος του Βαραχιήλ κι απόγονος του Βουζ, από την οικογένεια του Ραμ, γιατί ο Ιώβ είχε φτάσει να θεωρεί τον εαυτό του πιο δίκαιον κι από το Θεό.

3 Αλλά θύμωσε και με τους τρεις φίλους του Ιώβ, γιατί δεν έβρισκαν τι να του απαντήσουν, για να του αποδείξουν την ενοχή του.

4 Μιας κι εκείνοι ήταν μεγαλύτεροί του, λοιπόν, ο Ελιού περίμενε να τελειώσουν για να μιλήσει στον Ιώβ.

5-6 Όταν όμως είδε πως εκείνοι δεν είχαν καμιά απάντηση, τότε ξέσπασε θυμωμένος και είπε:

Εγώ είμ’ ακόμα νέος κι εσείς γέροντες·

γι’ αυτό φοβόμουνα και δίσταζα

αυτά που σκέφτομαι να σας τα πω.

7 Έλεγα μέσα μου πως θα μιλούσε η ηλικία

και πως σοφία θα δίδασκαν

τα χρόνια τα πολλά.

8 Μα ό,τι κάνει συνετό τον άνθρωπο

είναι το πνεύμα,

είν’ η πνοή που εμφύσησε ο Παντοδύναμος.

9 Οι ηλικιωμένοι δεν είναι πάντα και σοφοί,

ούτε κι οι γέροντες ξέρουνε πάντα

το σωστό ποιο είναι.

10 Γι’ αυτό και τώρα σας γυρεύω να μ’ ακούσετε·

θέλω κι εγώ τη γνώμη μου να σας εκθέσω.

11 Περίμενα να ολοκληρώσετε τους λόγους σας,

παρακολούθησα τα επιχειρήματά σας,

όσο εσείς αναζητούσατε φράσεις σοφές.

12 Σας έδωσα όλη την προσοχή μου,

αλλά κανείς σας τον Ιώβ δεν έπεισε

ούτε τα λόγια του αντέκρουσε κανένας.

13 Και μη θαρρείτε προπαντός πως τη σοφή βρήκατε λύση,

λέγοντας πως δεν είν’ ο άνθρωπος,

μα ο Θεός που θα τον μεταπείσει.

14 Τα λόγια του Ιώβ δεν στόχευαν εμένα·

κι εγώ δεν θα του απαντήσω με τα λόγια σας.

15 Αυτοί ξαφνιάστηκαν, σκεφτόμουν,

και πια δεν αποκρίνονται·

τα λόγια τους τα χάσαν.

16 Να περιμένω όσο εκείνοι δε μιλούν;

Στέκονται εκεί, χωρίς πια ν’ απαντούνε.

17 Με τη σειρά μου κι εγώ θέλω ν’ απαντήσω,

θέλω κι εγώ τη γνώμη μου να πω.

18 Λόγια έχω μέσα μου πολλά.

Το Πνεύμα εντός μου, του Θεού,

με βιάζει να μιλήσω.

19 Μέσα μου γίνεται αναβρασμός,

καθώς του μούστου η ζύμωση μες στο ασκί,

που είν’ έτοιμο να σκάσει.

20 Θα πρέπει να μιλήσω για ν’ ανασάνω ελεύθερα,

το στόμα μου ν’ ανοίξω ν’ αποκριθώ.

21 Δε θα πάρω το μέρος κανενός

κι ούτε κανέναν πρόκειται να κολακέψω.

22 Γιατί δεν ξέρω εγώ να κολακεύω·

αν κάτι τέτοιο έκανα,

ο Πλάστης μου αμέσως θα με τιμωρούσε.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/32-1dab63849420352a6d0a66fd4d113454.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 33

Ο Ελιού κατακρίνει τον Ιώβ

1 Τώρα λοιπόν, Ιώβ, άκου τα λόγια μου,

πρόσεξε όλα όσα έχω να σου πω.

2 Έτοιμος είμαι και αρχίζω να μιλώ.

3 Μιλώ με ήσυχη συνείδηση,

τα χείλη μου την καθαρή αλήθεια θα προφέρουν.

4 Με δημιούργησε το Πνεύμα του Θεού,

του Παντοδύναμου η πνοή,

ζωή μού δίνει.

5 Απάντησέ μου, αν μπορείς.

Να μ’ αντιμετωπίσεις ετοιμάσου,

πάρε τη θέση σου.

6 Εσύ κι εγώ είμαστε όμοιοι μπρος στο Θεό·

κι οι δυο μας από χώμα καμωμένοι.

7 Λοιπόν, δεν έχεις λόγο ν’ αγωνιάς,

δεν πρόκειται να σε κατατροπώσω!

8 Στ’ αυτιά μου αντηχεί ο ήχος της φωνής σου,

όταν αυτά τα λόγια επαναλαμβάνεις:

9 «Εγώ είμαι καθαρός, δεν παρανόμησα·

άμεμπτος είμαι, δίχως αμαρτία.

10 Μα ο Θεός βρίσκει προφάσεις εναντίον μου,

με βλέπει σαν εχθρό του.

11 Με περιορίζει,

όπου κι αν πάω με παρακολουθεί».

12 Όμως σ’ αυτό, Ιώβ, δεν έχεις δίκιο,

πρέπει να σου το πω·

με μέτρα ανθρώπινα δεν μπορείς

το Θεό να τον μετρήσεις.

13 Τότε γιατί να τον κατηγορείς

πως σ’ όλα αυτά τα λόγια σου

δεν απαντάει;

14 Μ’ όλο που ο Θεός μιλάει πολλές φορές

και με ποικίλους τρόπους,

κανείς δεν δίνει προσοχή στα λόγια του.

15 Με όνειρο, με όραμα νυχτερινό,

όταν σε ύπνο βαθύ πέφτουν οι άνθρωποι,

όταν στην κλίνη ξαπλωμένοι αποκοιμιούνται,

16 τότε τους κάνει να καταλαβαίνουν όσα λέει,

κι οριστικά τους προειδοποιεί.

17 Ν’ αποστραφούνε θέλει

τις κακές τους πράξεις

και ν’ απαλλάξει έτσι τον άνθρωπο απ’ την αλαζονεία του.

18 Έτσι θα τον γλιτώσει από τον τάφο

και θα τον προστατέψει να μην πέσει

απάνω στην αιχμή του κονταριού.

19 Ο Θεός προειδοποιεί τον άνθρωπο

με μια αρρώστια που τον ρίχνει στο κρεβάτι,

με πόνους σ’ όλα του τα κόκαλα,

20 ως το σημείο ν’ αηδιάζει το ψωμί,

ακόμα και το πιο εκλεκτό του φαγητό.

21 Η σάρκα του λιώνει και χάνεται,

μπορούν να μετρηθούν τα κόκαλά του·

22 κοντεύει να ’χει το ’να πόδι μες στον τάφο,

λες κι η ζωή του παραδόθηκε στο θάνατο.

23 Ίσως τότε σταθεί στο πλάι του ένας άγγελος,

ένας απ’ τους χιλιάδες του Θεού αγγέλους,

που δείχνουνε στον άνθρωπο το χρέος του.

24 Κι ο άγγελος αυτός ίσως τον σπλαχνιστεί και πει:

«Απάλλαξέ τον, μην τον αφήσεις

να κατέβει μες στον τάφο·

τα λύτρα του πληρώθηκαν».

25 Τότε από σφρίγος νεανικό η σάρκα του τονώνεται,

ξαναγυρνάει στης νιότης του τις μέρες.

26 Στο Θεό προσεύχεται

κι εκείνος του αποκρίνεται·

με χαρά στο Θεό παρουσιάζεται,

το Θεό, που τον έχει και πάλι δεχτεί.

27 Τότε αυτός ομολογεί δημόσια και λέει:

«Αμάρτησα! Το σωστό δεν το ’πραξα,

μα δεν μου το ανταπέδωσε ο Θεός.

28 Με φύλαξε απ’ του να κατεβώ στον τάφο

και στης ζωής με κράτησε το φως».

29 Να, λοιπόν, όλα αυτά που κάνει ο Θεός

πάλι και πάλι για τον κάθε άνθρωπο,

30 ώστε να τον γλιτώσει από το τάφο

και να του ξαναδώσει τη ζωή.

31 Προσεκτικά άκουσέ με, Ιώβ,

σώπασε κι άφησέ με να μιλήσω.

32 Αν έχεις τίποτε να πεις, απάντησέ μου·

πολύ θα ’θελα να παραδεχτώ το δίκιο σου.

33 Αλλ’ άκου με, αν δεν έχεις τι να πεις·

σώπαινε, και σοφία θα σε διδάξω.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/33-b4a33899a651f355eee3215d22edea89.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 34

Ο Ελιού παίρνει το μέρος του Θεού

1 Κι ο Ελιού συνέχισε:

2 Τα λόγια μου ακούστε τα, σοφοί,

δώστε μου προσοχή

εσείς που ’χετε γνώση.

3 Γιατί το αυτί τα λόγια τα διακρίνει,

καθώς γεύεται ο ουρανίσκος την τροφή.

4 Το δίκιο ας ερευνήσουμε,

μαζί ας αναγνωρίσουμε

ποιο το καλό.

5 Από τη μια ο Ιώβ, πως είναι δίκαιος ισχυρίζεται,

και πως του αρνήθηκε το δίκιο του ο Θεός·

6 πως έβγαλε σε βάρος του απόφαση άδικη

και πως το βέλος του τον πλήγωσε θανατερά,

ενώ αυτός δεν είχε αμαρτήσει.

7 Από την άλλη λέτε εσείς:

«Υπάρχει άραγε άνθρωπος άλλος σαν τον Ιώβ,

που το Θεό να βλασφημεί

λες και νεράκι πίνει;

8 Με τους κακούς εξομοιώνεται

και συμπορεύεται

με τους αμαρτωλούς.

9 Λέει πως στον άνθρωπο είν’ ανώφελο

να θέλει το Θεό να ευχαριστήσει».

10 Για τούτο ακούστε με εσείς,

άνθρωποι συνετοί.

Αδύνατο ο Θεός κακό να κάνει

και ν’ αδικήσει ο Παντοδύναμος.

11 Αυτός πληρώνει τον καθένα

σύμφωνα με τα έργα του

και στον καθένα δίνει ανάλογα με τη διαγωγή του.

12 Είναι αλήθεια πως ο Θεός

δεν κάνει το κακό

και πως ο Παντοδύναμος το δίκιο δεν το διαστρέφει.

13 Μην τάχα κάποιος άλλος του εμπιστεύτηκε τη γη;

μην κάποιος άλλος του ’δωσε

το σύμπαν να φροντίζει;

14 Αν ο Θεός σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του

κι έπαιρνε πίσω τη ζωηφόρα του πνοή,

15 τότε ο κάθε ζωντανός οργανισμός θα πέθαινε

και θα γινόταν ο άνθρωπος και πάλι χώμα.

16 Ιώβ, αν έχεις φρόνηση, άκου αυτό·

στα λόγια μου δώσε την προσοχή σου.

17 Κατηγορείς εσύ το Θεό,

τον δίκαιο και το μεγάλο;

νομίζεις πως το δίκιο το εχθρεύεται;

Πώς τότε θα ’ταν δυνατό να κυβερνάει τον κόσμο;

18 Μονάχα αυτός μπορεί να πει στο βασιλιά:

«Είσαι ανάξιος!»

στους άρχοντες: «Είστε ασεβείς!»

19 Μονάχα αυτός δεν παίρνει το μέρος των αρχόντων,

τον πλούσιο δεν τον προτιμάει απ’ τον φτωχό,

γιατ’ είναι όλοι έργα των χεριών του.

20 Πεθαίνουν μες στη νύχτα ξαφνικά·

ο λαός ανταριάζεται

κι οι άρχοντες καταρρέουν.

Χωρίς ανθρώπου χέρι να υψωθεί,

οι τύραννοι χαθήκαν.

21 Γιατί τα μάτια του Θεού βλέπουν

το πώς βιώνει ο άνθρωπος·

και πώς πορεύεται προσέχουν.

22 Σκοτάδι δεν υπάρχει τόσο ζοφερό,

που τους κακούς απ’ το Θεό να κρύψει.

23 Δεν έχει ανάγκη ο Θεός πολύ να ερευνήσει,

για να καλέσει κάποιον μπροστά του να κριθεί.

24 Χωρίς ν’ αρχίσει ανάκριση,

τους ισχυρούς συντρίβει,

κι άλλους βάζει στη θέση τους.

25 Αυτός ξέρει τα έργα τους·

τους ανατρέπει σε μια νύχτα

και συντρίβονται.

26 Καθώς εγκληματίες,

δημόσια τους μαστιγώνει,

27 γιατί απ’ αυτόν απομακρύνθηκαν

κι όλες αγνόησαν τις εντολές του.

28 Έτσι αναγκάσαν τους φτωχούς

και τους αδύνατους,

κραυγές βοήθειας στο Θεό να υψώσουν,

κι εκείνος τη φωνή τους άκουσε.

29 Αντίθετα, αν ο Θεός δεν θέλει ν’ αντιδράσει,

ποιος θα του δώσει άδικο;

Αν θέλει να κρυφτεί, ποιος θα τον δει;

Τι θα μπορούσαν οι λαοί να κάνουν, κι η οικουμένη,

30 αν ήθελε ο Θεός έναν δημαγωγό ασυνείδητο

να τον ορίσει βασιλιά τους;

31 Ίσως πει κάποιος στο Θεό:

«Έπαθα για τα λάθη μου, δε θα ξαναμαρτήσω πια·

32 τα σφάλματα που εγώ δε βλέπω δείξε μου·

έπραξα ίσως το κακό, δε θα το επαναλάβω».

33 Αυτόν θα πρέπει τάχα να τον τιμωρήσει ο Θεός,

σύμφωνα με τη γνώμη σου,

επειδή έτσι εσύ το κρίνεις;

Αφού εσύ αποφασίζεις κι όχι εγώ,

ό,τι νομίζεις πες το!

34 Οι μυαλωμένοι άνθρωποι μαζί μου θα ’ναι σύμφωνοι·

θα πουν, όπως κι οι συνετοί, που με ακούνε:

35 «Μίλησε αστόχαστα ο Ιώβ,

και νόημα τα λόγια του δεν έχουν.

36 Όσα μας λέει ο Ιώβ να εξεταστούνε πρέπει

σε όλο τους το βάθος,

γιατί αποκρίνεται καθώς οι ασεβείς.

37 Προσθέτει έτσι ασέβεια πάνω στην αμαρτία του·

ανάμεσά μας την αμφιβολία σπέρνει

και λέει πολλά ενάντια στο Θεό».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/34-6b65475427ce61a4d9b24b072ccdf9d9.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 35

Κανένας δεν μπορεί να πλησιάσει το Θεό

1 Κι ο Ελιού συνέχισε:

2 Νομίζεις πως είναι σωστό να θέλεις

μπροστά στο Θεό να βγεις αθώος;

3 Και λες: «Τι θα ωφεληθώ, τι θα κερδίσω κι αν δεν αμαρτήσω;»

4 Λοιπόν, εγώ θα σου αποκριθώ,

σ’ εσένα και στους φίλους σου μαζί σου:

5 Για πρόσεξε τον ουρανό και δες·

βλέπεις πόσο τα σύννεφα βρίσκονται

πιο ψηλά από σένα!

6 Αν κάνεις αμαρτίες εσύ,

σε τι το Θεό τον βλάπτεις;

κι αν είναι πολλαπλές οι παραβάσεις σου,

σ’ αυτόν κάνεις κακό;

7 Αν είσαι δίκαιος,

σ’ εκείνον τι προσφέρεις;

ή τι χρειάζεται να λάβει από τα χέρια σου;

8 Θνητούς ανθρώπους σαν εσένα βλάπτει η αμαρτία σου,

κι αυτούς μονάχα το καλό που κάνεις ωφελεί.

9 Όταν καταπιέζονται, στενάζουν·

ζητούν βοήθεια ενάντια στην τυραννία των ισχυρών.

10 Κανένας τους όμως δε στρέφεται

προς το Θεό, το δημιουργό του,

που ελπίδα δίνει σε ώρες σκοτεινές,

11 που μας χαρίζει γνώση περισσότερη

από της γης τα ζώα·

κι απ’ τα πουλιά μάς κάνει πιο σοφούς.

12 Φωνάζουμε για βοήθεια, μα ο Θεός δεν απαντάει,

γιατ’ είμαστε αλαζόνες κι ασεβείς.

13 Φωνάζουν μάταια· ο Θεός δεν ακούει,

ο Παντοδύναμος δεν δίνει προσοχή.

14 Κι εσύ, Ιώβ, λες πως δε βλέπεις το Θεό·

μα κάνε υπομονή,

αυτός γνωρίζει την υπόθεσή σου.

15 Αν τώρα ο θυμός του δεν ξέσπασε ακόμα τιμωρός,

και δεν πολυπροσέχει τις ανοησίες σου,

16 είναι γιατί το στόμα σου

το ανοίγεις άσκεφτα, Ιώβ,

και δίχως σύνεση λες λόγια, κι άλλα λόγια.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/35-1f84fcf0941393df82649f0140a0c655.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 36

Ο Ελιού εγκωμιάζει τη μεγαλοσύνη του Θεού

1 Ο Ελιού συνέχισε την ομιλία του.

2 Κάνε, Ιώβ, λίγη ακόμα υπομονή

μ’ αυτή τη διδαχή μου.

Κάτι έχω ακόμη να προσθέσω,

για να υποστηρίξω το Θεό.

3 Τις γνώσεις μου τις φέρνω από μακριά,

για να δικαιώσω το δημιουργό μου.

4 Είναι η καθαρή αλήθεια ό,τι θα πω·

έχεις μπροστά σου κάποιον

που το θέμα του άριστα το κατέχει.

5 Ναι, ο Θεός είν’ ισχυρός

κι αδιάφορος δεν μένει·

στέκει στις αποφάσεις του αμετακίνητος.

6 Τον ασεβή δεν τον αφήνει στη ζωή·

σ’ όσους καταπιέζονται

το δίκιο τους το δίνει.

7 Τα μάτια του δεν τ’ αποστρέφει από τους δίκαιους·

κι αν κυβερνούν μαζί με βασιλιάδες,

παντοτινά στο θρόνο τούς αφήνει

να δέχονται τιμές.

8 Αλλ’ αν φυλακιστούν

και κάτω απ’ τα δεσμά τους υποφέρουν,

9 είναι για να τους δείξει

ποια τα έργα τους, οι ανομίες τους

και η αλαζονεία.

10 Τους κάνει να προσέχουν

όταν τους προειδοποιεί

και τους καλεί απ’ το κακό να επιστραφούνε.

11 Αν υπακούσουνε και τον υπηρετήσουν

θα ζήσουν τη ζωή τους ως το τέλος

μέσα στην ευτυχία και τη χαρά.

12 Αλλ’ αν δεν υπακούσουν

το χαμό τους προκαλούν

και θα πεθάνουν μες στην αφροσύνη τους.

13 Άνθρωποι με καρδιά ασεβή,

συνέχεια με το Θεό τα βάζουν·

δεν τον παρακαλούν να τους βοηθήσει

όταν τους τιμωρεί.

14 Πεθαίνουν σε ηλικία νεανική

κι είναι τα τέλη της ζωής τους ντροπιασμένα.

15 Μα ο Θεός μες απ’ τη θλίψη τελειοποιεί αυτούς που θλίβονται·

με τις δοκιμασίες τούς διδάσκει.

16 Έτσι κι εσένα, Ιώβ, άλλοτε σ’ είχε γλιτώσει από τη θλίψη,

δίνοντάς σου αντίθετα μεγάλη άνεση.

Ήτανε το τραπέζι σου γεμάτο

από τις πιο εκλεκτές τροφές.

17 Μα τώρα σου έχει αναγγελθεί η καταδίκη σου

και της ασέβειας την πληρωμή λαβαίνεις.

18 Πρόσεξε μη σε φέρει ο θυμός σου σ’ εξέγερση ενάντια στο Θεό·

και μη νομίσεις πως θ’ απαλλαγείς

προσφέροντάς του πλούσια δώρα.

19 Δε θα σου έφτανε όλος σου ο πλούτος·

δε θα σε βοηθούσε το χρυσάφι σου,

ούτε της δύναμής σου όλα τα μέσα.

20 Μην την αποζητάς τη νύχτα εκείνη,

που όλα τα έθνη θα καταστραφούν.

21 Φυλάξου! Μη στραφείς προς το κακό,

ακόμη κι αν θαρρείς

πως προτιμότερο είναι αυτό από τις θλίψεις σου.

Το μεγαλείο του Θεού

22 Βλέπεις, Ιώβ, είναι μεγάλος ο Θεός·

τόση πολλή έχει δύναμη.

Ποιος μπορεί να διδάξει όπως αυτός;

23 Ποιος μπορεί να του υποδείξει τι να κάνει;

ποιος μπορεί να του πει ότι αδίκησε;

24 Μη λησμονάς το έργο του να εγκωμιάζεις,

που με ωδές το εξυμνούν οι άνθρωποι.

25 Όλοι μπορούν να το θαυμάσουν,

έστω κι αν το κοιτάζει ο άνθρωπος μονάχα από μακριά.

26 Βλέπεις, Ιώβ, είναι μεγάλος ο Θεός

κι άπιαστος για τη σκέψη μας.

Αμέτρητος των χρόνων του ο αριθμός.

27 Αυτός συλλέγει του νερού τις στάλες,

ατμό τις κάνει, ομίχλη

ή φτιάχνει τη βροχή,

28 που ξεχειλίζει από τα σύννεφα

και χύνεται πάνω στο πλήθος των ανθρώπων.

29 Μπορεί κανείς να καταλάβει

πώς ξεδιπλώνονται τα σύννεφα,

πώς η βροχή ξεσπάει στο θόλο τ’ ουρανού;

30 Φωτίζει μ’ αστραπές τα σύννεφα,

ενώ της θάλασσας τα βάθη μένουν σκοτεινά.

31 Μ’ αυτόν τον τρόπο κυβερνάει τους λαούς,

τους προμηθεύει άφθονη τροφή.

32 Παίρνει την αστραπή μες στις παλάμες του,

την κατευθύνει σε ορισμένο στόχο.

33 Ο κεραυνός την καταιγίδα προμηνά·

και τα κοπάδια ακόμα νιώθουν ότι πλησιάζει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/36-6fd6eb8213572be461d9ae2ef37ea88a.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 37

1 Μπροστά σ’ αυτά τρομάζει κι η καρδιά μου

και δυνατά χτυπά.

2 Ακούστε, ακούστε του Θεού την τρομερή φωνή

και τη βροντή που βγαίνει από το στόμα του.

3 Την κάνει να κατρακυλάει

σ’ όλο το πλάτος τ’ ουρανού,

την αστραπή του να φωτίζει

τη γη απ’ άκρη σ’ άκρη.

4 Αμέσως έπειτα ξεσπά του βρυχηθμού του η φωνή,

της μεγαλόπρεπης βροντής ο ήχος·

κι όσο η φωνή του ακούγεται,

καινούριες αστραπές εξαποστέλλει.

5 Βροντά ο Θεός με τη φωνή του θαυμαστά,

κάνει έργα μεγαλόπρεπα

που δε χωρούν στο νου μας.

6 Στο χιόνι λέει: «Πέσε στη γη»

και στη βροχή, στην μπόρα:

«Πέσε μ’ ορμή».

7 Έτσι τα έργα των ανθρώπων αναστέλλει,

ώστε ν’ αναγνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι το έργο του.

8 Ακόμη και τ’ αγρίμια γυρεύουν καταφύγιο

και συμμαζεύονται

μες στις σπηλιές τους.

9 Από το νότο έρχονται της καταιγίδας οι άνεμοι

κι απ’ το βορρά η παγωνιά.

10 Απ’ του Θεού το φύσημα δημιουργείται ο πάγος

και του νερού σκληραίνει η επιφάνεια.

11 Φορτώνει ατμούς τα σύννεφα

και τα σκορπίζει αστραπές γεμάτα.

12 Καθώς τα κατευθύνει περιφέρονται,

για να εκτελέσουν ό,τι τα προστάζει,

παντού πάνω στην όψη όλης της γης.

13 Και στέλνει τη βροχή στη γη,

άλλοτε για να τιμωρήσει τους ανθρώπους

κι άλλοτε πάλι για να τους δείξει την καλοσύνη του.

14 Ετούτα πρόσεξέ τα, Ιώβ,

στάσου και σκέψου του Θεού τα θαύματα:

15 Ξέρεις πώς ο Θεός τα διατάζει,

πώς κάνει από τα σύννεφα

να λάμψουν αστραπές;

16 Ξέρεις πώς ταξιδεύουνε μετέωρα τα σύννεφα,

το θαύμα αυτό της τέλειας σοφίας του Θεού;

17 Εσύ νιώθεις καλόβολα μες στα ζεστά τα ρούχα σου,

όταν η ατμόσφαιρα της γης

με τη νοτιά γίνεται πνιγηρή.

18 Μήπως μαζί του τέντωνες το θόλο τον ουράνιο,

που ’ναι σκληρός καθώς χυτός,

μεταλλικός καθρέφτης;

19 Μάθε μας τι ’ναι μπορετό να πούμε στο Θεό;

Βέβαια, τίποτ’ αξιόλογο,

γιατί είν’ ο νους μας στο σκοτάδι.

20 Θα πρέπει να ειδοποιηθεί

όταν εγώ θελήσω να μιλήσω;

Θα πρέπει να του το πει κάποιος,

για να το μάθει;

21 Πολλές φορές το φως δε φτάνει ως εμάς,

γιατί πυκνά τα σύννεφα το κρύβουν.

Μα ξάφνου ο άνεμος φυσά και μονομιάς

ο ουρανός ανοίγει.

22 Απ’ το βορρά έρχεται φως λαμπρό·

φοβερή λάμψη το Θεό τον περιβάλλει.

23 Απρόσιτος σ’ εμάς ο Παντοδύναμος!

Υπέρτατος στη δύναμη, στην κρίση,

στην τέλεια δικαιοσύνη,

που δεν την καταπατεί.

24 Γι’ αυτόν το λόγο οι άνθρωποι τον σέβονται·

κι αυτός κανέναν δεν υπολογίζει

απ’ όσους λέν’ πως τάχα είναι σοφοί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/37-ec9f101e40e297c19f9620adfcc390eb.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 38

Ο Θεός δείχνει στον Ιώβ την άγνοιά του

1 Τότε ο Θεός απάντησε στον Ιώβ μέσα από τον ανεμοστρόβιλο:

2 Ποιος είσ’ εσύ,

που τα δικά μου σχέδια αμφισβητείς;

γιατί μιλάς για πράγματα

που δεν καταλαβαίνεις;

3 Σαν άντρας τώρα, ετοιμάσου· εμπρός!

Εγώ θα σε ρωτάω

κι εσύ θα μου αποκρίνεσαι:

4 Πού ήσουν εσύ, όταν εγώ θεμέλιωνα τη γη;

Πες μου το αν το γνωρίζεις.

5 Ξέρεις ποιος όρισε τις διαστάσεις της;

Ποιος τέντωσε σκοινί να τη μετρήσει;

6 Πάνω σε τι στηρίγματα

μπήκαν τα θέμελά της

ή ποιος της τοποθέτησε το γωνιακό λιθάρι;

7 Τότε όλα τ’ άστρα της αυγής

μαζί τραγούδαγαν,

και σκόρπιζαν κραυγές χαράς

όλα τα ουράνια όντα.

8 Ποιος περιόρισε τη θάλασσα με πύλες,

σαν πρόβαλε απ’ τα μητρικά

σπλάχνα της γης μ’ ορμή;

9 Εγώ την έντυσα με σύννεφα

και τη σπαργάνωσα με ομίχλη.

10 Όρια της χάραξα, την κράτησα

πίσω από πύλες κλειδαμπαρωμένες.

11 Της είπα: «Ως εδώ θα ’ρχεσαι·

ούτε γραμμή πιο πέρα!

Εδώ θα σπάζουν τα περήφανά σου κύματα».

12 Μες στη ζωή σου πρόσταξες ποτέ

τη μέρα να φανεί;

ή μήπως είπες στην αυγή

πού να προβάλει;

13 να πιάσει από τις άκρες της τη γη,

να την τινάξει κι οι ασεβείς να σκορπιστούνε;

14 Στο φως της μέρας τα βουνά

κι οι λαγκαδιές προβάλλουν

σαν τις πτυχές μιας φορεσιάς.

15 Αλλά στο φως

των ασεβών τα έργα δεν ευδοκιμούν·

και κάθε χέρι που υψωνόταν βίαιο

θα πέσει συντριμμένο.

16 Μήπως προχώρησες ως τις πηγές της θάλασσας;

ή μήπως εξερεύνησες τα βάθη της αβύσσου;

17 Σου έδειξε ποτέ κανείς τις πύλες του θανάτου;

ήσουν εκεί απ’ όπου ξεκινά σκοτάδι αιώνιο;

18 Ξέρεις αλήθεια ως ποιο σημείο

εκτείνεται η γη;

Απάντησέ μου αν όλ’ αυτά τα ξέρεις.

19 Ξέρεις το δρόμο για να φτάσεις

στην κατοικία του φωτός;

και ξέρεις το σκοτάδι πού φωλιάζει;

20 Μπορείς τα δυο τους

στου δρόμου τους το τέλος να τα πας,

και πάλι πίσω στην κατοικία τους να τα φέρεις;

21 Το ξέρεις, βέβαια,

γιατί ήσουν τότε γεννημένος,

και φτάνουν σ’ αριθμό μεγάλο οι μέρες σου!

22 Μπήκες ποτέ σου εκεί, το χιόνι που σωρεύεται;

είδες ποτέ τον τόπο

που το χαλάζι αποθηκεύεται;

23 Όλα αυτά τα ’χω φυλαγμένα

για της ανάγκης τους καιρούς

για τις μέρες της μάχης και του πολέμου.

24 Ξέρεις το δρόμο για να πας

εκεί που ο ήλιος ανατέλλει,

εκεί απ’ όπου έρχεται ζεστός

ο άνεμος, ο ανατολικός;

25 Ποιος άνοιξε αυλάκια για να πέφτει η μπόρα;

ποιος δρόμο χάραξε στα νέφη που βροντούν;

26 Ποιος προκαλεί βροχή

στην άδεια στέπα,

στην έρημο, που δεν υπάρχουν άνθρωποι;

27 Ποιος τη στεγνή, τη διψασμένη γη ποτίζει,

και κάνει να φυτρώνει το χορτάρι;

28 Έχει η βροχή πατέρα;

ποιος γέννησε τις στάλες της δροσιάς;

29 Από ποιανού τα σπλάχνα βγήκε ο πάγος;

την πάχνη ποιος τη γέννησε;

30 Αυτά κάνουν τα ύδατα

σαν πέτρα να σκληραίνουν

και να παγώνει η επιφάνεια της θάλασσας.

31 Μπορείς όλες μαζί να δέσεις τις Πλειάδες;

να χαλαρώσεις τις χορδές του Ωρίωνα;

32 Μπορείς να κάνεις να φανούν τα Ζώδια στον καιρό τους

και τη Μεγάλη Άρκτο να οδηγήσεις μ’ όλα της τα μικρά;

33 Ξέρεις τους νόμους που κυβερνούν τους ουρανούς;

ή, μπορείς και στη γη

να τους κάνεις να ισχύουν;

34 Αν με κραυγές τα σύννεφα προστάξεις,

θα ρίξουν τάχα τη βροχή τους πάνω σου;

35 Μπορείς τις αστραπές κάτω στη γη να τις εξακοντίσεις;

Αν τις καλέσεις, απαντούν

στις προσταγές σου;

36 Ποιος λέει στην ίβιδα

πότε θα πλημμυρίσει ο Νείλος;

Πότε θα ξημερώσει,

ποιος το λέει στον πετεινό;

37 Ποιος είναι αρκετά σοφός

τα νέφη να μετρήσει,

τις στάμνες τ’ ουρανού να γείρει για ν’ αδειάσουν,

38 όταν οι χωματένιοι σβώλοι ενώνονται

και γίνεται η γη σκληρή και συμπαγής;

39 Μήπως βρίσκεις εσύ της λέαινας τη λεία;

Μήπως εσύ χορταίνεις τα λιονταρόπουλα,

40 σαν κρύβονται μες στις σπηλιές τους

κι όταν παραμονεύουν στα λημέρια τους;

41 Του κόρακα, ποιος του ετοιμάζει την τροφή του,

όταν φωνάζουν τα μικρά του στο Θεό

και τριγυρνάνε πεινασμένα;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/38-a5dc18752e4cfd69c174b9c9f0b717b7.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 39

1 Ξέρεις την εποχή όπου γεννιούνται οι αίγαγροι;

τις ελαφίνες πρόσεξες

όταν κοιλοπονάνε;

2 Μέτρησες πόσους μήνες κρατάει η εγκυμοσύνη τους;

ξέρεις πότε είν’ ώρα να γεννήσουν;

3 Κάθονται χαμηλά πάνω στα πόδια τους

κι ελευθερώνονται

απ’ τους πόνους τους.

4 Τα μικρά δυναμώνουνε

και μεγαλώνουν μες στους κάμπους·

έπειτα φεύγουν

και δεν ξαναγυρίζουν πια.

5 Ποιος έδωσε ελευθερία στον όναγρο;

ποιος τα δεσμά του έλυσε,

τον άφησε να φύγει;

6 Όρισα κατοικία του τη στέπα,

τον έβαλα να ζήσει στη γη την αρμυρή.

7 Περιγελά της πολιτείας το θόρυβο·

ποτέ κανείς γαϊδουρολάτης δεν μπορεί

να τον εξαναγκάσει να δουλέψει.

8 Στα όρη τριγυρνά, που ’ναι η βοσκή του,

ψάχνει να βρει να φάει όποιο χορτάρι πράσινο.

9 Θαρρείς πως έχει διάθεση τ’ άγριο βουβάλι να σε υπηρετεί

ή να περνά τις νύχτες στο παχνί σου;

10 Θαρρείς πως θα δεχότανε

να το τραβάς με το σκοινί για να οργώσει

και να βολοκοπήσει το χωράφι σου;

11 Μπορείς να βασιστείς στην υπερβολική του δύναμη

και να του εμπιστευτείς

τις πιο βαριές δουλειές σου;

12 Θαρρείς πως θα σου κουβαλήσει τη σοδειά σου

και πως θα τη συνάξει

μες στ’ αλώνι σου;

13 Χτυπάει η στρουθοκάμηλος εύθυμα τα φτερά της,

μα να πετάξει δεν μπορεί καθώς ο πελαργός.

14 Τ’ αυγά της τα εγκαταλείπει καταγής,

τα εμπιστεύεται

στη ζεστασιά της άμμου.

15 Δε σκέφτεται ότι μπορεί κάποιος να τα πατήσει

ή ένα ζώο άγριο να τα λιώσει

κάτω απ’ το πέλμα του.

16 Με τα μικρά της, μάνα είναι σκληρή η στρουθοκάμηλος,

σαν να μην ήτανε δικά της·

κι αδιαφορεί αν χαμένοι πάνε οι κόποι της.

17 Κι αυτό γιατί εγώ σοφία δεν της έδωσα,

ούτε μια στάλα νοημοσύνη.

18 Μα όταν φοβηθεί και πάρει δρόμο τρέχοντας,

ούτ’ άλογο ούτε καβαλλάρης δεν τη φτάνει.

19 Μήπως εσύ έδωσες στο άλογο τη δύναμη

κι έντυσες το λαιμό του με τη χαίτη;

20 Μήπως εσύ άραγε μπορείς

σαν ακρίδα να το κάνεις να πηδάει

και τρόμο να σκορπά με το περήφανο χλιμίντρισμά του;

21 Σκάβει το χώμα στην κοιλάδα όλο χαρά

κι ορμά με δύναμη να αντικρούσει όπλα.

22 Φόβος δεν ξέρει τι θα πει

και δεν τρομάζει,

ούτε οπισθοχωρεί

μπρος στο σπαθί.

23 Τα βέλη στη φαρέτρα κουρταλούν

κι αστράφτουνε η λόγχη και το δόρυ.

24 Τρέμει από έξαψη, ορμά καλπάζοντας μπροστά·

δεν μπορεί να συγκρατηθεί,

όταν η σάλπιγγα αντηχήσει.

25 Στο κάθε σάλπισμα απαντά

μ’ ένα χλιμίντρισμα,

οσμίζεται από μακριά τη μάχη,

τις βροντερές φωνές των αρχηγών

και την πολεμική κραυγή.

26 Απ’ τη δική σου τάχατε σοφία

έμαθε το γεράκι να πετά,

όταν απλώνει τα φτερά του προς το νότο;

27 Μήπως με τη δική σου προσταγή

πετάει ο αετός στα ύψη

και χτίζει τη φωλιά του στα ψηλά;

28 Μέσα στους βράχους κατοικεί

σ’ απόκρημνες κορφές,

σε μέρη απρόσιτα

τη νύχτα του περνάει.

29 Για την τροφή του από ’κει πάνω καιροφυλακτεί·

τα μάτια του από μακριά

την ξεδιακρίνουν.

30 Τροφή για τα μικρά του είν’ το αίμα·

γι’ αυτό όπου το πτώμα,

εκεί κι οι αετοί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/39-fe97d121c5e71203111751d51eb56a48.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 40

1 Ο Κύριος ρώτησε τον Ιώβ:

2 «Θέλεις μ’ εμένα να φιλονικείς, τον Παντοδύναμο;

Θέλεις να συνεχίσεις να μ’ επικρίνεις

ή θα παραιτηθείς;»

Ο Ιώβ αναγνωρίζει την πανσοφία του Θεού

3 Τότε αποκρίθηκε ο Ιώβ στον Κύριο:

4 «Εγώ είμ’ ασήμαντος!

Τι θα μπορούσα να σου αποκριθώ;

Δεν θα τ’ ανοίξω άλλο πια το στόμα μου.

5 Μίλησα πιο πολύ απ’ ό,τι έπρεπε·

δε θα ξαναμιλήσω πια».

Ενδείξεις της δύναμης και της σοφίας του Θεού

6 Τότε απάντησε ο Θεός στον Ιώβ μέσα από τον ανεμοστρόβιλο:

7 Σαν άντρας τώρα σήκω απάνω·

θα σε ρωτάω

και εσύ θα μου αποκρίνεσαι.

8 Θέλεις στ’ αλήθεια ν’ αποδείξεις

πως είμαι άδικος,

πως εγώ κάνω λάθος κι εσύ λες το σωστό;

9 Είσαι το ίδιο σαν εμένα δυνατός;

μπορεί η φωνή σου να βροντά

σαν τη δική μου;

10 Τότε στολίσου με λαμπρότητα κι υπεροχή,

ντύσου με δόξα

και μεγαλοπρέπεια.

11 Άσε το φοβερό θυμό σου να ξεσπάσει·

όλους τους αλαζόνες

μ’ ένα σου βλέμμα ταπείνωσε.

12 Με τη ματιά σου κάν’ τους να υποκύψουν,

αν μπορείς,

και σύντριψε τους ασεβείς εκεί που βρίσκονται.

13 Όλους μέσα στο χώμα καταχώνιασέ τους

κι αφάνισέ τους μες στη γη.

14 Τότε πρώτος εγώ θα σε παινέψω

γιατί θα ’χεις νικήσει

με τη δική σου δύναμη.

15 Κοίτα τον ιπποπόταμο.

Είναι κι αυτός καθώς εσύ, το δημιούργημά μου·

κι αυτός όπως το βόδι

με το χορτάρι τρέφεται.

16 Αλλά δες πόση δύναμη έχει η μέση του,

πόσο γεροί είναι οι μυώνες της κοιλιάς του!

17 Ορθώνεται η ουρά του καθώς του κέδρου ο κορμός,

είναι γεροί σαν παλαμάρια

των μηρών του οι τένοντες.

18 Είναι τα κόκαλά του δυνατά καθώς σωλήνες ορειχάλκινοι,

σαν βέργες σιδερένιες τα πλευρά του.

19 Είν’ ένα αριστούργημα μες στη δημιουργία μου·

μονάχα ο πλάστης του μπορεί να τον δαμάσει.

20 Στα όρη πάνω βρίσκει τη βοσκή του

εκεί που παίζουν όλα τα ζώα τ’ άγρια.

21 Κάτω από τους λωτούς πλαγιάζει,

κρύβεται ανάμεσα στων βάλτων τις καλαμιές.

22 Με τη σκιά τους τον σκεπάζουν οι λωτοί

και βρίσκει καταφύγιο

στις λεύκες του χειμάρρου.

23 Ακόμα κι όταν ανεβαίνουν τα νερά

αυτός την ηρεμία του δεν την χάνει.

Κι αν το ποτάμιμε ορμή μπαίνει στο στόμα του,

ο ιπποπόταμος δεν τρέχει να σωθεί.

24 Ωστόσο μπορεί κάποιος να του αντιταχθεί

και να τον πιάσει;

να του τρυπήσει τα ρουθούνια

και να τον δέσει με σκοινιά;

25 Μπορείς να πιάσεις τον κροκόδειλομε αγκίστρι,

έτσι που με την καθετή

τη γλώσσα του να την τραβήξεις κάτω;

26 Μπορείς σκοινί από βούρλα

να περάσεις στο ρύγχος του

και να τρυπήσεις τα σαγόνια του με γάντζο;

27 Τάχα θα σε θερμοπαρακαλέσει;

θα σου μιλήσει μήπως τρυφερά;

28 Θα κλείσει τάχα συμφωνία μαζί σου

ώστε να μπει στη δούλεψή σου για παντοτινά;

29 Θα ’παιζες τάχατε μαζί με τον κροκόδειλο

όπως μ’ ένα μικρό πουλί;

ή, θα τον έδενες ποτέ με αλυσίδα

να ’χουν οι κόρες σου διασκέδαση;

30 Θαρρείς πως οι ψαράδες θα τον παζαρέψουν

και σε κομμάτια θα τον μοιραστούν οι έμποροι;

31 Μπορείς να κάνεις διάτρητο το δέρμα του με βέλη

και με καμάκια να διαπεράσεις το κεφάλι του;

32 Δοκίμασε να βάλεις πάνω του το χέρι σου·

τη μάχη που θα γίνει

δε θα την ξεχάσεις

και δε θα το τολμήσεις πια.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/40-8249c7225e702612fde7f9d19245ff5b.mp3?version_id=173—