Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 21

Ο Ιώβ παρουσιάζει την ευημερία του ασεβή

1 Ο Ιώβ απάντησε:

2 Ακούστε, δώστε προσοχή στα λόγια μου,

κι ετούτο ας είναι η παρηγόρια σας σ’ εμένα.

3 Κάντε υπομονή ώσπου να μιλήσω,

κι όταν θα ’χω μιλήσει

ειρωνευθείτε με.

4 Μήπως ενάντια σ’ άνθρωπο παραπονιέμαι;

Έτσι έχω κάθε λόγο να ’μαι ανυπόμονος.

5 Κοιτάξτε με και θα τρομάξετε

και θ’ απομείνετε απορημένοι και βουβοί.

6 Όταν το σκέφτομαι τα γόνατά μου λύνονται

και φρίκη με κυριεύει.

7 Γιατί ο Θεός αφήνει να ζουν οι ασεβείς,

να φτάνουν ως τα γερατειά

και τ’ αγαθά τους να πληθαίνουν;

8 Βλέπουνε να στεριώνουνε μαζί τους τα παιδιά τους,

να μεγαλώνουν μπρος στα μάτια τους

τα εγγόνια τους.

9 Ζούνε στα σπίτια τους σιγουρεμένα, δίχως φόβο,

και το μαστίγιο του Θεού

δεν πέφτει πάνω τους.

10 Πάντα είναι σφριγηλός και γόνιμος ο ταύρος τους·

η αγελάδα τους χωρίς αποβολές γεννάει.

11 Αφήνουνε να τρέχουν λεύτερα τα παιδιά τους

σαν τα πρόβατα

κι ολόχαρα χορεύουνε τα νιάτα.

12 Τραγούδια λέν’ με τύμπανα και με κιθάρες,

και με τον ήχο της φλογέρας χαίρονται.

13 Περνούν ευτυχισμένα τη ζωή τους

κι ανώδυνα πεθαίνουν μέσα σε μια στιγμή.

14 Ωστόσο λένε στο Θεό: «Άσε μας ήσυχους!

Δε θέλουμε να μάθουμε το θέλημά σου.

15 Τόσο είσαι παντοδύναμος ώστε να σε υπακούμε;

Τι θα κερδίσουμε σ’ εσένα

αν προσευχόμαστε;»

16 Θαρρούνε πως η ευτυχία είναι στο χέρι τους.

Μακριά από μένα, ωστόσο, τέτοιου είδους λογισμοί.

17 Είδες ποτέ να σβήνει το λυχνάρι

της ζωής των ασεβών;

είδες ποτέ να τους χτυπήσει δυστυχία;

Πότε τους ετιμώρησε μες στο θυμό του ο Θεός;

18 Πότε γίνανε τάχα σαν άχυρο στον άνεμο;

πότε σαν να ’ταν σκύβαλα

τους άρπαξε η καταιγίδα;

19 Εσείς λέτε πως ο Θεός φυλάει για τα παιδιά

την τιμωρία που ταιριάζει στον πατέρα.

Αλλά δεν είν’ αυτό σωστό.

Όχι! Ο ίδιος ο ένοχος, πρέπει να τιμωρείται·

για να του γίνει μάθημα.

20 Να δει με τα ίδια του τα μάτια

την καταστροφή του,

κι απ’ την οργή

του Παντοδύναμου να πιει.

21 Δε νοιάζεται τι μέλλει στα παιδιά του,

μετά το θάνατό του, να συμβεί.

22 Μα είν’ ανάγκη το Θεό να τον διδάξουμε,

αυτόν που κρίνει ως και τους αγγέλους;

23 Ο ένας σε καλή διατηρείται υγεία

μέχρι την τελευταία του στιγμή·

24 έχει γερά, καλοθρεμμένα μέλη

και κόκαλα όλο δύναμη.

25 Κι ο άλλος πεθαίνει με την πίκρα στην ψυχή,

γιατί ποτέ δε χάρηκε την ευτυχία.

26 Κι οι δυο στο χώμα βρίσκονται θαμμένοι·

στρατιές σκουλήκια τούς σκεπάζουν και τους δύο.

27 Ω! Ναι, ξέρω καλά τι συλλογίζεστε

και τις πανούργες σκέψεις σας για μένα.

28 Ρωτάτε: «Πού κατέληξε

ο πλούσιος ο άνομος;

το σπίτι του τι τάχα έχει απογίνει;»

29 Μα δε ρωτάτε τους ταξιδεμένους;

κι όσα διηγούνται δεν τ’ ακούσατε;

30 Τη μέρα της καταστροφής

γλιτώνει ο ασεβής,

τη μέρα της οργής ξεφεύγει.

31 Ποιος θα τολμήσει κατά πρόσωπο

να του ελέγξει τη διαγωγή;

και ποιος αυτά που έπραξε να του τ’ ανταποδώσει;

32 Όταν πεθάνει, με πομπή μεγάλη τον κηδεύουν

και βάζουνε στον τάφο του τιμητική φρουρά.

33 Πολλοί πηγαίνουνε μπροστά απ’ το φέρετρό του

κι άλλοι αναρίθμητοι ακολουθούν.

Ακόμα και το χώμα είν’ ελαφρό από πάνω του.

34 Κι ύστερα εσείς κάθεστε και μου λέτε

ανόητες παρηγοριές.

Όλα όσα αραδιάζετε είν’ ένα ψέμα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/21-17cd0ff29d2858289d661879ac9de645.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 22

Ο Ελιφάζ κατακρίνει τον Ιώβ για μεγάλη ασέβεια

1 Τότε μίλησε ο Ελιφάζ, ο Ταιμανίτης.

2 Μπορεί τάχα ο άνθρωπος

χρήσιμος να ’ναι στο Θεό;

Μονάχα τον εαυτό του μπορεί να ωφελήσει,

αν έχει φρόνηση.

3 Τι έχει να ωφεληθεί ο Παντοδύναμος,

αν είσαι δίκαιος εσύ;

Κι αν έχεις άψογη ζωή εκείνος τι κερδίζει;

4 Μήπως θαρρείς πως επειδή είσαι ευσεβής

γι’ αυτό σε τιμωρεί

και σε δικάζει;

5 Όχι γι’ αυτό, αλλά επειδή μεγάλη είν’ η κακία σου

κι οι ανομίες οι δικές σου

δε μετριούνται.

6 Πήρες παράνομο ενέχυρο απ’ το φτωχό συμπατριώτη σου

και το μοναδικό

του στέρησες το ρούχο.

7 Δεν πότισες νερό τον διψασμένο

κι αρνήθηκες στον πεινασμένο το ψωμί.

8 Επειδή είσαι ισχυρός κυρίεψες όλη τη χώρα.

κι είχες το θράσος

να εγκατασταθείς σ’ αυτήν.

9 Αρνήθηκες τις χήρες να βοηθήσεις

κι εκμεταλλεύτηκες

τα απροστάτευτα ορφανά.

10 Γι’ αυτό και σε κυκλώνουνε παγίδες

και σε ταράζει φόβος ξαφνικός.

11 Τόσο πολύ σκοτείνιασε γύρω σου που δε βλέπεις·

και σε σκεπάζουνε πλημμύρα τα νερά.

12 Δε βρίσκεται τάχα ο Θεός πάνω ψηλά στους ουρανούς;

Και δες σε πόσο ύψος είναι τ’ άστρα!

13 Για τούτο κι εσύ λες:

«Τάχα τι ξέρει ο Θεός;

μπορεί μέσ’ απ’ τα σκοτεινά σύννεφα

να μας κρίνει;»

14 Λες πως τα νέφη τα πυκνά δεν τον αφήνουνε να δει,

καθώς τις άκρες τ’ ουρανού

τις γυροφέρνει;

15 Θέλεις τους δρόμους τους παλιούς ν’ ακολουθήσεις,

που βάδισαν οι άνομοι;

16 Αυτοί οι άνθρωποι χάθηκαν πριν την ώρα τους

και τα θεμέλια τους

ο χείμαρρος τα πήρε.

17 Λέγανε στο Θεό: «Φύγε μακριά μας!»

και «τι μπορεί να κάνει

για μας ο Παντοδύναμος;»

18 Κι όμως, αυτός γέμιζε μ’ αγαθά τα σπίτια τους.

Αλλά μακριά επίσης κι από μένα

τέτοιου είδους λογισμοί.

19 Οι δίκαιοι βλέπουνε την πτώση των κακών

και χαίρονται.

Τους ειρωνεύονται οι αθώοι:

20 «Να που χαθήκαν όσα απόκτησαν οι εχθροί μας

κι ό,τι απόμεινε απ’ αυτούς

το ’φαγε η φωτιά».

21 Λοιπόν σταμάτα σαν εχθρό να βλέπεις το Θεό!

Κάνε μαζί του ειρήνη κι έτσι την ευτυχία θα βρεις.

22 Δέξου τη διδαχή απ’ το στόμα του

και θρόνιασε τα λόγια του

μες στην καρδιά σου.

23 Γύρισε πίσω στον Παντοδύναμο

και θα σε ανορθώσει.

Διώξε μακριά την αδικία

από το σπίτι σου,

24 πέταξε το χρυσάφι σου στο χώμα

και ρίξε στα χαλίκια των χειμάρρων το μάλαμα της Οφείρ.

25 Και θα ’ναι ο Παντοδύναμος χρυσάφι σου

κι ασήμι σου σωρός.

26 Τότε στον Παντοδύναμο θα βρίσκεις αγαλλίαση

και θα κοιτάς μ’ εμπιστοσύνη το Θεό.

27 Θα τον παρακαλείς κι αυτός θα σε ακούει·

κι εσύ θα εκπληρώνεις

ό,τι του έταξες.

28 Ό,τι αποφασίζεις θα το πετυχαίνεις

και φως θα καταυγάζει

τα μονοπάτια σου.

29 Σ’ αυτούς που ’χουν καταβληθεί

θα μπορείς να τους λες να σηκωθούνε,

γιατί τον συντριμμένο

τον σώζει ο Θεός.

30 Θα ελευθερώσει ακόμα και τον ένοχο·

για χάρη σου, αν η ζωή σου είν’ καθαρή,

θα τον λυτρώσει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/22-94e9f06d8d97cc6c31d4c3f16cd2ac7c.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 23

Ο Ιώβ ζητάει να κριθεί η υπόθεσή του ενώπιον του Θεού

1 Ο Ιώβ αποκρίθηκε:

2 Μ’ όλο που προσπαθώ τους στεναγμούς μου να τους πνίξω,

δεν μπορώ στον εαυτό μου

να επιβληθώ.

3 Αχ, να ’ξερα το Θεό πού να τον βρω

και πώς κοντά στο θρόνο του

να φτάσω!

4 Τότε θα έφερνα το δίκιο μου μπροστά του,

θα γέμιζα το στόμα μου

μ’ επιχειρήματα.

5 Ήθελα να ’ξερα τι θα μου

αποκρινόταν·

να ’βλεπα σαν τι θα ’χε να μου πει.

6 Θα ’βαζε όλη του τη δύναμη να μ’ αντικρούσει;

Όχι· μόνο θα μ’ άκουγε με προσοχή.

7 Ξεκάθαρα μαζί του θα μιλούσα

σαν κάποιος που είναι άμεμπτος·

θα μου αναγνώριζε το δίκιο μου

κι αυτός ακόμα,

που ’ναι ο κριτής μου.

8 Αλλά πηγαίνω στην ανατολή

κι αυτός δεν είν’ εκεί·

στη δύση πάω, μα δεν τον βρίσκω.

9 Και τον γυρεύω στο βορρά, μα δεν μπορώ να τον ιδώ·

γυρνώ στο νότο

και δεν τον διακρίνω.

10 Κι όμως αυτός ξέρει το δρόμο

που βαδίζω εγώ·

κι όταν με δοκιμάσει θα με βρει

σαν καθαρό χρυσάφι.

11 Ακολουθώ πιστά τα βήματά του·

τις εντολές του τήρησα

χωρίς παρέκκλιση καμιά.

12 Δεν έφυγα μακριά απ’ τις προσταγές του·

τα λόγια του μες την καρδιά μουτα ’κρυψα.

13 Ωστόσο αυτός, μονάχα αυτός αποφασίζει!

Ποιος τάχα θα του αντιταχθεί;

Αυτό που επιθυμεί, αυτό και κάνει.

14 Θα εκπληρώσει ό,τι αποφάσισε για μένα

κι ακόμα τόσα σχέδια που μου ’χει φυλαγμένα.

15 Γι’ αυτό με παραλύει η παρουσία του

κι όσο το συλλογίζομαι

πιότερο τον φοβάμαι.

16 Ο Θεός μού πήρε την απαντοχή μου,

η δύναμή του με τρομοκρατεί.

17 Αυτός μ’ εξουθενώνει, όχι το σκότος,

κι ας είναι γύρω μου πυκνό

και δεν μπορώ να δω.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/23-ab09595a474a3e960d76c099fd1263c2.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 24

Γιατί ο Θεός αφήνει ασύδοτους τους αμαρτωλούς;

1 Γιατί δεν καθορίζει ο Παντοδύναμος της κρίσης τον καιρό,

ώστε οι δικοί του να τον δούνε

πώς δικάζει;

2 Οι άδικοι μετακινούν τα σύνορα

των χωραφιών,

ξένα κοπάδια αρπάζουνε

και στους δικούς τους κάμπους

τα βοσκάνε.

3 Παίρνουνε το γαϊδούρι απ’ τα ορφανά,

από τη χήρα αρπάζουν για

ενέχυρο το βόδι.

4 Παραμερίζουν τους φτωχούς στο δρόμο

κι όλους τους άπορους της χώρας

τους αναγκάζουνε να καταχωνιαστούν.

5 Και να που οι άμοιροι, σαν τα γαϊδούρια τ’ άγρια,

στην έρημο τραβούν απ’ την αυγή για να δουλέψουν,

να βρουν τροφή.

Και περιμένουν απ’ την έρημο να θρέψει τα παιδιά τους.

6 Μαζεύουν ό,τι απ’ το θέρο απόμεινε

στου πλούσιου το χωράφι

κι ό,τι απ’ τον τρύγοαπόμεινε στ’ αμπέλι του.

7 Γυμνοί περνούν τη νύχτα τους

και δίχως σκέπασμα,

από την παγωνιά να τους φυλάξει.

8 Μουσκεύουν πάνω στα βουνά απ’ τις νεροποντές,

στους βράχους πλάι στριμώχνονται

για να προστατευτούνε.

9 Αρπάζουνε το βρέφος που θηλάζει

οι άδικοι από τη χήρα μάνα του

και παίρνουν από το φτωχό

για ενέχυρο το ρούχο.

10 Έτσι οι φτωχοί δεν έχουν να ντυθούν·

γυμνοί πορεύονται

κι ενώ πεινούν,

φορτώνονται των πλούσιων τα δεμάτια.

11 Στων πλούσιων τα λιοτριβιά βγάζουν αυτοί το λάδι,

στα πατητήρια τους πατούν

κι ωστόσο αυτοί διψούν.

12 Στις πολιτείες οι δύστυχοι στενάζουν,

των πληγωμένων φθάνει ο ρόγχος στον ουρανό.

Μα ο Θεός δεν νοιάζεται για όλον αυτό τον παραλογισμό.

13 Όσοι είν’ υπαίτιοι γι’ αυτά, εχθρεύονται το φως,

τους δρόμους τους δικούς του

δεν τους ξέρουν

κι ούτε βαδίζουνε στα μονοπάτια του.

14 Στο χάραμα σηκώνεται ο φονιάς,

σκοτώνει τον φτωχό και τον αδύναμο,

και γίνεται τη νύχτα κλέφτης.

15 Βλέπει ο μοιχός πότε το σούρουπο θα ’ρθεί·

κάλυμμα ρίχνει μπρος στο πρόσωπό του

κι έτσι νομίζει πως κανείς δε θα τον δει.

16 Τη νύχτα οι κλέφτες μπαίνουν μες στα σπίτια

αλλά τη μέρα κρύβονται

και τ’ αποφεύγουνε το φως.

17 Για όλους αυτούς η μέρα αρχίζει

όταν νυχτώνει

και το σκοτάδι τρόμο δεν τους προκαλεί.

18 Τους ασεβείς τους παίρνει το ποτάμι,

καταραμένα είν’ τα χωράφια τους·

στ’ αμπέλια τους δε θα γυρίσει πια κανείς.

19 Όπως το χιόνι ο καύσωνας το λιώνει

και το ρουφάει η ξεραμένη γη,

έτσι κι ο άδης καταπίνει

αυτόν που αμάρτησε.

20 Τον λησμονάει ακόμα κι η ίδια του η μάνα

και γίνεται των σκουληκιών τροφή.

Κανένας πια για κείνον δε μιλάει.

Έτσι σαν δέντρο η αδικία έχει κοπεί.

21 Κι αυτά επειδή άσκημα φέρθηκε στις στείρες

και άφησε τις χήρες ανυπεράσπιστες.

22 Μα έχει ο Θεός τη δύναμη

τους ισχυρούς να τους σαρώνει·

ορθώνεται κι εκείνοι χάνουν

κάθε βεβαιότητα ζωής.

23 Κάποτε τους αφήνει να ζούνε σε ασφάλεια,

κι ωστόσο παρακολουθούν τα μάτια του

τον τρόπο της ζωής τους.

24 Για λίγο υψώνονται, μα ύστερα πια τίποτα·

μαραίνονται σαν τα κομμένα τ’ άνθη·

πέφτουν στη γη σαν στάχυα που τα θέρισαν.

25 Έτσι δεν είναι;

ποιος μπορεί να με διαψεύσει

και ν’ αποδείξει το αντίθετο;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/24-e6b964f610c6d319cbd88647d3641857.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 25

Ο Βιλδάδ αρνείται ότι ο άνθρωπος μπορεί να δικαιωθεί μπροστά στο Θεό

1 Μετά μίλησε ο Βιλδάδ, ο Σουχίτης.

2 Έχει ο Θεός υπέρτατη και τρομερή εξουσία·

ειρήνη επιβάλλει

στο ουράνιο του βασίλειο.

3 Τις στρατιές του ποιος μπορεί να τις μετρήσει;

τάχα για ποιον δεν ανατέλλει ο ήλιος του;

4 Πώς μπορεί να δικαιωθεί μπρος στο Θεό ένας άνθρωπος,

και πώς γυναίκας γέννημα

να πει πως είναι καθαρός;

5 Γι’ αυτόν και το φεγγάρι ακόμα δεν είναι λαμπερό

ούτε των αστεριών το φως καθάριο.

6 Τι ’ναι, λοιπόν, μπρος στο Θεό ο άνθρωπος ο τιποτένιος;

τι ’ναι στα μάτια του αυτό το σκουληκάκι;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/25-9c83d4374f1efef9e2b335dd00b9a34c.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 26

Ο Ιώβ διακηρύττει την εξουσία του Θεού

1 Ο Ιώβ αποκρίθηκε:

2 Σπουδαία βοήθεια έδωσες εσύ σ’ έναν αδύναμο,

στήριγμα σ’ έναν εξουθενωμένο σαν εμένα!

3 Σπουδαίες δίνεις συμβουλές σ’ εμένα, τον ασύνετο,

κι όλη σου τη σοφία μου χαρίζεις!

4 Αλλά σε ποιον τα λόγια σου απευθύνονται

και ποιος σ’ εμπνέει έτσι να μιλάς;

5 Τρέμουνε των νεκρών τα πνεύματα

κάτω απ’ των ωκεανών τα βάθη.

6 Γυμνός μπρος στο Θεό είν’ ο άδης,

κι ο κάτω κόσμος δίχως κάλυμμα.

7 Αυτός πάνω από το κενό τον ουρανό τεντώνει,

τη γη κρεμάει πάνω απ’ το τίποτα.

8 Κλείνει μέσα στα νέφη τη βροχή

και δεν τ’ αφήνει να σκιστούν από το βάρος της.

9 Το θρόνο του σκεπάζει με πυκνά μαύρα σύννεφα,

με τρόπο που να μην μπορεί

κανένας να τον δει.

10 Χάραξε κύκλο γύρω στης θάλασσας την επιφάνεια

κι έτσι έβαλε όρια

ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι.

11 Τρέμουν οι στύλοι τ’ ουρανού

και συγκλονίζονται απ’ τις απειλές του.

12 Τη θάλασσα με την ισχύ του την υπόταξε

και με την αξιοσύνη του

σύντριψε τη Ραάβ.

13 Με τη δική του την πνοή καθάρισαν οι ουρανοί

και το δικό του χέρι εξόντωσε

το γοργοσάλευτο το φίδι.

14 Όμως αυτά δεν είναι παρά ελάχιστα

απ’ τα μεγάλα έργα του,

που την ηχώ τους μόνο

ακούσαμε αμυδρά.

Μα το πραγματικό το μέγεθος της δύναμής του

ποιος θα μπορέσει μες στο νου να το χωρέσει;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/26-56cfa6089ffb1ea417800fddcdbc415e.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 27

Ο Ιώβ περιγράφει το μέλλον του ασεβή

1 Ο Ιώβ εξακολούθησε την ομιλία του.

2 Μα τον αληθινό Θεό, τον Παντοδύναμο,

που αρνείται να μου δώσει δίκιο

και μου πικραίνει τη ζωή!

3 Όσο μου δίνει ο Θεός λίγη ζωή

και τη δική του την πνοή για ν’ ανασαίνω,

4 τα χείλη μου δε θα προφέρουν τίποτε άδικο

κι η γλώσσα μου ποτέ δε θα πει ψέμα.

5 Ποτέ μου εγώ δε θα σας δώσω δίκιο·

κι ως του θανάτου μου τη μέρα θα επιμένω

πως είμαι αθώος.

6 Το δίκιο μου υποστηρίζω και δε σκοπεύω να παραιτηθώ·

μες στη ζωή μου ολάκερη για τίποτα

δε με κατηγορεί η συνείδησή μου.

Ο Θεός τιμωρεί τους ασεβείς

7 Ας έχει ο εχθρός μου, ο αντίπαλός μου,

τη μοίρα του ασεβή

και του παράνομου!

8 Τι μένει πια στον ασεβή,

όταν του κόβει ο Θεός το νήμα της ζωής του;

9 Δεν πρόκειται να τον ακούσει ο Θεός

όταν μονάχα στον καιρό της θλίψης του

φωνάζει για βοήθεια.

10 Θα ’πρεπε στο Θεό τον παντοδύναμο

να βρίσκει τη χαρά του

και πάντα να προσεύχεται σ’ αυτόν.

11 Εγώ θα σας διδάξω του Θεού τη δύναμη·

τα σχέδια του Παντοδύναμου

δε θα σας κρύψω.

12 Άλλωστε όλοι εσείς καλά τα ξέρετε·

γιατί, λοιπόν, τα λόγια σας

τόσο είναι κούφια;

13 Ναποιο μερίδιο θα ’χει ο ασεβής απ’ το Θεό

και ποια θα λάβουν τιμωρία οι τύραννοι από τον Παντοδύναμο:

14 Όσο πολλά κι αν είναι τα παιδιά του,

στον πόλεμο θα σκοτωθούν·

και το ψωμί η γενιά του

δεν θα το χορτάσει.

15 Αυτούς που θ’ απομείνουν

θα τους βρει θανατικό,

χωρίς ούτε κι οι χήρες τους

να τους μοιρολογήσουν.

16 Κι αν συσσωρεύει ασήμι σαν το χώμα

και φορεσιές μαζεύει πέρα απ’ όσες χρειάζεται,

17 αυτός μαζεύει, μα θα τις φορέσει ο δίκαιος

και το ασήμι ο αθώος θα το πάρει.

18 Χτίζει ο ασεβής το σπίτι του όπως ο σκόρος:

εύθραυστο·

σαν την αχυροκαλυβίτσα του αγροφύλακα.

19 Πλούσιος πέφτει για να κοιμηθεί

μέσα στο σπίτι του,

κι ώσπου τα μάτια του ν’ ανοίξει,

το σπίτι έχει χαθεί.

20 Οι φόβοι τον προφταίνουν σαν πλημμύρα

και μες στη νύχτα τον αρπάζει η θύελλα.

21 Φυσάει σιρόκος, τον σηκώνει

και τον παίρνει·

βίαια τον αρπάζει από το σπίτι του.

22 Πάνω του δίχως λύπηση ορμά

κι εκείνος προσπαθεί να του ξεφύγει.

23 Ουρλιάζει και σφυρίζει πίσω απ’ τον ασεβή

καθώς εκείνος τρέχει·

και τον τρομοκρατεί με χαστουκίσματα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/27-0a51b9d452fcdaa07658cc338fddf037.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 28

Πού είναι η σοφία;

1 Τα ορυχεία είναι γνωστά όπου το ασήμι βγαίνει,

τα μέρη όπου το χρυσάφι καθαρίζεται.

2 Βγάζει ο άνθρωπος τον σίδηρο απ’ το χώμα

και λιώνει από την πέτρα το χαλκό.

3 Στις σκοτεινές στοές των ορυχείων φέρνει φως

κι αναζητάει μέσα στης γης τα έγκατα το πέτρωμα,

στην αφεγγιά και στο βαθύ σκοτάδι.

4 Ανοίγει σήραγγες από τον κόσμο μακριά,

σ’ άγνωστα για τους ταξιδιώτες μέρη

και με σκοινιά κρέμεται στο κενό.

5 Η γη απ’ όπου βγαίνει το ψωμί

ανασκαλεύεται μέσα στα βάθη της,

λες και την πέρασε φωτιά.

6 Ζαφείρια έχουν οι πέτρες της

και σκόνη από χρυσάφι.

7 Τα μονοπάτια της αυτά δεν τα γνωρίζουνε τ’ αρπαχτικά πουλιά·

και μάτι γερακιού δεν τα ’δε.

8 Περήφανα θηρία δεν τα πάτησαν,

δεν τα περπάτησε λιοντάρι.

9 Μονάχα ο άνθρωπος χτυπάει το γρανιτένιο βράχο

κι αναποδογυρίζει

απ’ τα συθέμελά τους τα βουνά.

10 Στοές ανοίγει μες στους βράχους

κι ανακαλύπτει κάθε τι πολύτιμο το μάτι του.

11 Φράζει τις διαρροές στα υπόγεια ρεύματα

και ό,τι κρύβεται εκεί

στο φως το φέρνει.

12 Μα, τη σοφία πού μπορεί κανένας να τη βρει;

και πού να βρίσκεται η πηγή της φρόνησης;

13 Ο άνθρωπος δεν ξέρει την αξία της·

δε βρίσκεται στων ζωντανών τη χώρα.

14 Λέει ο απύθμενος ωκεανός:

«Δεν την έχω εγώ».

Κι η θάλασσα κι εκείνη λέει:

«Δε βρίσκεται σ’ εμένα».

15 Δε γίνεται ν’ αγοραστεί

με καθαρό χρυσάφι

ούτε και με καντάρια ασήμι να αποκτηθεί.

16 Δεν μπορεί σε αξία να συγκριθεί

με το χρυσάφι της Οφείρ,

ούτε με τον πολύτιμο τον όνυχα και το ζαφείρι.

17 Ούτε χρυσάφι ούτε γυαλί

μπορεί σε αξία να τη φτάσει·

με χρυσαφένιο τάσι

δεν μπορεί ν’ ανταλλαχθεί.

18 Κοράλλια, αν πεις, και κρύσταλλα

δε λογαριάζονται.

Πιότερο αξίζει η σοφία, παρά πολύτιμα μαργαριτάρια.

19 Δε φτάνει την αξία της το αιθιοπικό τοπάζι

και με το καθαρό χρυσάφι δε συγκρίνεται.

20 Λοιπόν, από πού έρχεται η σοφία;

πού βρίσκεται η φρόνηση;

21 Κρύβεται απ’ τα βλέμματα όλων των ζωντανών,

ακόμα κι από τ’ ουρανού τα πετεινά ξεφεύγει.

22 Ο θάνατος κι ο άδης λένε:

«Μονάχα η φήμη της στ’ αυτιά μας

έχει φτάσει».

23 Μόνο ο Θεός το δρόμο της γνωρίζει

και ξέρει αυτός πού η σοφία βρίσκεται.

24 Γιατί εκείνος βλέπει ως και τα πέρατα της γης

κι όλα κάτω απ’ τον ουρανό

τα διακρίνει.

25 Όταν έδινε αυτός στον άνεμο το βάρος του

και των νερών καθόριζε τον όγκο,

26 όταν τους νόμους όριζε για τη βροχή

και για τον κεραυνό χάραζε δρόμο,

27 τότε είδε τη σοφία και την αξιολόγησε,

την αναγνώρισε για θησαυρό

και να μείνει τη δέχτηκε μαζί του.

28 Κατόπιν ο Θεός είπε στον άνθρωπο:

«Ο σεβασμός στον Κύριο

αυτό είν’ η σοφία

και του κακού η αποφυγή

είναι η φρόνηση».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/28-06912c5cee654b872810a585731fe43d.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 29

Ο Ιώβ αναθυμάται την παλιά του ευτυχία

1 Ο Ιώβ πήρε πάλι το λόγο και είπε:

2 Μακάρι να ’μουνα όπως τους περασμένους μήνες,

όπως τις μέρες

που με φύλαγε ο Θεός!

3 Όταν η καλοσύνη του φώτιζε σαν λυχνάρι

πάνω από το κεφάλι μου

και με το φως του βάδιζα

μες στο σκοτάδι.

4 Τότε ήμουν στις ημέρες της ακμής μου,

και ο Θεός προστάτευε το σπίτι μου.

5 Ο Παντοδύναμος ήταν μαζί μου ακόμα

και τα παιδιά μου όλα ήταν τριγύρω μου.

6 Τα ζωντανά μου έβγαζαν το γάλα ποταμούς

και τα βραχώδη εδάφη μού ’διναν

χειμάρρους από λάδι.

7 Πήγαινα τότε στην πλατεία,

πλάι στης πόλης την πύλη,

στων πρεσβυτέρων εκαθόμουν τη συνάθροιση,

8 κι οι νέοι μ’ εβλέπαν

και μου κάναν’ τόπο·

σηκώνονταν κι οι ηλικιωμένοι

κι όρθιοι από σέβας στέκονταν.

9 Παύανε να μιλούν οι πρόκριτοι

και πρόσταζε σιγή

το δάχτυλο στα χείλη.

10 Χανόταν των αρχόντων η φωνή

κι η γλώσσα τους στον ουρανίσκο τους κολλούσε.

11 Όποιος τα λόγια μου άκουγε, με μακάριζε·

όποιος τα έργα μου έβλεπε,

με επαινούσε.

12 Γιατί βοηθούσα τον φτωχό, που προστασία γύρευε,

και τα ορφανά,

που στήριγμα δεν είχαν.

13 Αυτοί που ήταν περίπου ετοιμοθάνατοι

για τη βοήθειά μου μού δίναν’ την ευχή τους·

κι έκανα χήρες να αισθάνονται ασφάλεια και χαρά.

14 Είχα στολή μου τη δικαιοσύνη,

μανδύα και κάλυμμα της κεφαλής μου είχα το δίκαιο.

15 Ήμουν τα μάτια των τυφλών

και των χωλών τα πόδια.

16 Πατέρας ήμουν των φτωχών

και φρόντιζα να βρουν το δίκιο τους οι ξένοι.

17 Τσάκιζα τους κυνόδοντες του αδίκου

κι από τα δόντια του τη λεία τού τραβούσα.

18 Σκεφτόμουν πως πολύχρονος θα ζήσω,

όπως ο φοίνικας

κι ότι όπως αυτός

μες στη φωλιά μου θα πεθάνω.

19 Έλεγα πως ήμουν δεντρί,

που στα νερά τις ρίζες του βυθίζει

και που τη νύχτα κάθεται

στα κλώνια του η δροσιά.

20 Πως θα ’χω, έλεγα, δόξα που διαρκώς θ’ ανανεώνεται

και θα ’χω δύναμη να δρω

σαν καλοτεντωμένο τόξο.

21 Όταν μιλούσα μ’ άκουγαν με προσμονή

και σώπαιναν για να δεχτούν τη συμβουλή μου.

22 Κι όταν τελείωνα κανείς δεν είχε κάτι άλλο να πει·

τα λόγια μου σαν τη δροσιά

απάνω τους σταλάζαν.

23 Τα πρόσμεναν καθώς προσμένουν τη βροχή

και μ’ ανοιχτό το στόμα τους

καθώς σ’ όψιμη μπόρα.

24 Όταν τους χαμογέλαγα εμπιστοσύνη αποκτούσαν

και φιλικά αν τους κοίταζα

χαιρόντουσαν κι αυτοί.

25 Τους οδηγούσα και καθόριζα το δρόμο τους,

καθώς ο βασιλιάς

στην κεφαλή της στρατιάς του,

καθώς εκείνος που τους λυπημένους παρηγορεί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/29-eabf1b202226009bc126c620ba68c3c2.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 30

Ο Ιώβ θρηνεί για την τωρινή του αθλιότητα

1 Τώρα όμως έχω γίνει ο περίγελως

ανθρώπων που ’ναι νεότεροί μου

και που οι πατεράδες τους

ήταν πιο καταφρονεμένοι

κι από του κοπαδιού μου τα σκυλιά.

2 Τι να τους έκανα άλλωστε,

αφού στα χέρια δύναμη δεν είχαν;

3 Εξαντλημένοι απ’ τις στερήσεις κι απ’ την πείνα

έφευγαν στην κατάξερη τη γη

τη σκοτεινή, κατεστραμμένη κι έρημη.

4 Γύρω απ’ τους θάμνους αρμυρήθρες μάζευαν

και τρώγανε τις ρίζες απ’ τα σπάρτα.

5 Τους διώχναν μέσ’ απ’ την κοινότητα

και φώναζαν ξωπίσω τους,

όπως στους κλέφτες.

6 Στ’ απόκρημνα φαράγγια κατοικούσαν,

στης γης τις τρύπες

και στων βράχων τις σπηλιές.

7 Σαν ζώα φώναζαν ανάμεσα στους θάμνους

και συγκεντρώνονταν

κάτω απ’ τις αγκαθιές.

8 Άνθρωποι ποταποί και κακοφημισμένοι,

αποδιωγμένοι από τη χώρα μακριά.

9 Μα να που τώρα μ’ έκαναν τραγούδι περιπαιχτικό

και θέμα για να συζητούν

και να χλευάζουν.

10 Μ’ αποστροφή με βλέπουν, μ’ αποφεύγουν

και δε διστάζουν να με φτύσουν κατά πρόσωπο.

11 Χαλάρωσε του τόξου μου τη χορδή ο Θεός,

μ’ άφησε ανυπεράσπιστον·

γι’ αυτό κι εκείνοι καταπάνω μου

αχαλίνωτοι ορμήσαν.

12 Το φιδομάνι με χτυπάει κατακέφαλα,

με αναγκάζουνε να υποχωρήσω·

για να μ’ εξουθενώσουν

προχώματα ετοιμάζουνε.

13 Όλες τις διεξόδους μου τις έκοψαν

και προσπαθούνε να με καταστρέψουν

χωρίς να ’χουν ανάγκη

να τους βοηθά κανείς.

14 Χύνονται απ’ των οχυρών μου τις ρωγμές

κι ορμούν απάνω μου

μέσ’ από τα ερείπια.

15 Ο φόβος με κυρίεψε·

έφυγε σαν ανέμου φύσημα η αξιοπρέπειά μου

και πέρασε η ευτυχία μου σαν σύννεφο.

16 Και τώρα πλησιάζω να πεθάνω·

της δυστυχίας οι μέρες με πολιορκούν.

17 Τη νύχτα οι πόνοι διαπερνούν τα κόκαλά μου

που λες και θέλουν

απ’ το σώμα μου να βγουν·

τα νεύρα μου δεν βρίσκουν ησυχία.

18 Ο Θεός με άδραξε από το ρούχο μου,

με σφίγγει καθώς το περιλαίμιο του χιτώνα μου.

19 Μέσα στη λάσπη μ’ έριξε

κι έγινα σαν το χώμα και τη στάχτη.

20 Θεέ μου, σου φωνάζω, μα συ δεν μου αποκρίνεσαι·

μπροστά σου στέκομαι,

μα εσύ με τη ματιά σου με καρφώνεις.

21 Έγινες ανελέητος για μένα

και με χτυπάς με της γροθιάς σου όλη τη δύναμη.

22 Μ’ αφήνεις να με πάρει στην ορμή του ο άνεμος,

να με συντρίψει

η μανιασμένη καταιγίδα.

23 Το ξέρω πως στο θάνατο με φέρνεις,

στον τόπο της συνάντησης όλων των ζωντανών.

24 Έναν σωρό ερείπια δεν μπορεί πια κανείς να τον στηρίξει.

Πριν καταρρεύσω εντελώς, ας έρθει βοηθός μου ο Θεός.

25 Μήπως δεν έκλαψα γι’ αυτούς,

που ήτανε σκληρή η ζωή τους;

και μήπως δεν λυπήθηκα για τους φτωχούς;

26 Την ευτυχία έλπιζα κι η δυστυχία ήρθε·

με βρήκε το σκοτάδι,

ενώ περίμενα το φως.

27 Αναταράζονται τα σπλάχνα μου, στιγμή δεν ησυχάζουν·

δύστυχες μέρες μ’ ηύραν αναπάντεχα.

28 Θλιμμένος περπατώ χωρίς χαράς αχτίδα·

μες στου λαού σηκώνομαι τη σύναξη

βοήθεια να ζητήσω με κραυγές.

29 Των τσακαλιών έγινα αδερφός

και των στρουθοκαμήλων σύντροφος.

30 Μαύρισε πια το δέρμα μου και ξεκολλά από πάνω μου·

τα κόκαλά μου ο πυρετός τα καίει.

31 Έγινε θρήνος το τραγούδι της κιθάρας μου,

και του αυλού μου ο ήχος κλάμα γοερό.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/30-165cf4c72bfda2c2f31a131be019cdee.mp3?version_id=173—