Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 11

Ο Σωφάρ κατηγορεί τον Ιώβ

1 Τότε μίλησε ο Σωφάρ, ο Νααμαθίτης.

2 Αυτός ο χείμαρρος των λόγων

θα μείνει αναπάντητος;

Όταν μιλάει κανείς πολύ

θα πει πως έχει δίκιο;

3 Λες πως οι φλυαρίες σου

θα μας αποστομώσουν;

Πώς μπορείς τάχα να χλευάζεις

χωρίς επίπληξη καμιά;

4 Είπες ότι σωστά είναι τα λόγια σου

και πως είσαι άμεμπτος ενώπιον του Θεού.

5 Αχ! Και να μίλαγε ο Θεός ο ίδιος

και ν’ άνοιγε τα χείλη του

για να σου απαντήσει όπως σου πρέπει!

6 Για να σου φανερώσει της σοφίας τα μυστικά

αυτά που είναι πολύ βαθιά

για τη δική μας γνώση.

Τότε θα καταλάβαινες

πως παραβλέπει ο Θεός πολλά απ’ τ’ ανομήματά σου.

7 Θαρρείς ότι μπορείς τα βάθη να νοήσεις του Θεού,

τα μυστικά να εξιχνιάσεις του Παντοδύναμου;

8 Είναι ψηλότερα κι από τον ουρανό·

σαν τι μπορείς να κάνεις;

Και πιο βαθιά από τον άδη·

να μάθεις τι μπορείς;

9 Σ’ έκταση ξεπερνούν τη γη,

κι είναι πλατύτερα, απ’ τη θάλασσα.

10 Αν ο Θεός περάσει και συλλάβει κάποιον,

και τονε φέρει μπρος στο δικαστήριο,

ποιος μπορεί να του αντισταθεί;

11 Εκείνος που καλά γνωρίζει τους πανούργους

δε θα μπορούσε να διακρίνει το δόλο τους;

12 Μα ο ανόητος, σοφός να γίνει δεν μπορεί·

όπως δεν γίνεται ένα άγριο γαϊδουράκι

ήμερο να γεννηθεί.

13 Στρέψε, Ιώβ, την καρδιά σου στο Θεό

και παρακλητικά σ’ αυτόν

τα χέρια σου άπλωσέ τα.

14 Πρώτα όμως απ’ την ανομία καθάρισ’ τα

και μην αφήσεις την αδικία

άλλο στο σπίτι σου να μένει.

15 Τότε χωρίς καμιά ενοχή θα τον κοιτάς στα μάτια το Θεό·

θα είσαι ακλόνητος

και δίχως διόλου φόβο.

16 Τότε θα λησμονήσεις την ταλαιπωρία σου·

θα ’ναι στη μνήμη σου

όπως τα νερά,

που κύλησαν και φύγαν.

17 Θα γίνει φωτεινότερη η ζωή σου

κι από τη λάμψη του μεσημεριού,

κι οι σκοτεινές της ώρες θα ’ναι

σαν τη λαμπρότητα του πρωινού.

18 Θα ζεις με ασφάλεια,

με μια καινούρια ελπίδα·

ακόμα και ταπεινωμένος

θα μπορείς ήσυχος να κοιμάσαι.

19 Θα πέφτεις για ν’ αναπαυτείς

και δε θα ’ναι κανείς να σε τρομάξει·

απεναντίας, την εύνοιά σου,

πολλοί θα τη ζητούν.

20 Όμως οι ασεβείς θα κουραστούν,

μάταια γυρεύοντας βοήθεια·

η μόνη τους ελπίδα θα ’ναι ο θάνατος.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/11-059ae48c31de5af1d5327939589c09a4.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 12

Ο Ιώβ μιλάει για τη δύναμη και τη σοφία του Θεού

1 Ο Ιώβ απάντησε:

2 Είσαστε, αλήθεια, πολύ έξυπνοι!

Όταν εσείς πεθάνετε θα λείψει κι η σοφία.

3 Αλλά κι εγώ έχω σύνεση όπως κι εσείς,

δεν είμαι διόλου κατώτερός σας·

ετούτα όλα που είπατε

ποιος τάχα δεν τα ξέρει;

4 Έγινα ο περίγελως των φίλων μου, εγώ

που άλλοτε παρακαλούσα το Θεό

κι εκείνος μου απαντούσε.

Περίγελως ο δίκαιος κι ο άμεμπτος!

5 Ο ευτυχισμένος σκέφτεται

πως στο δυστυχισμένο

ταιριάζει η περιφρόνηση.

Να σπρώξει δεν διστάζει

εκείνον που τα πόδια του δεν τον βαστούν!

6 Αλλά στα σπίτια των ληστών καλά περνούν,

κι είναι ασφαλείς αυτοί,

που το Θεό εξοργίζουν·

κατάφεραν στη διάθεσή τους να ’χουν το Θεό!

7 Ωστόσο ρώτησε τα ζώα,

θα σε διδάξουν·

ρώτησε τα πουλιά

και θα σου πουν·

8 μίλα στη γη

και θα σου δώσει μάθημα·

της θάλασσας τα ψάρια

θα σου διηγηθούνε.

9 Ποιο απ’ όλα αυτά δεν ξέρει

πως το ’πλασε το χέρι του Θεού;

10 Στο χέρι του είναι η ζωή

κάθε πλάσματος ζωντανού,

και κάθε ανθρώπου η πνοή προέρχεται απ’ αυτόν.

11 Το αυτί διακρίνει τις κουβέντες,

όπως καταλαβαίνει ο ουρανίσκος

τη γεύση της τροφής.

12 Λένε πως βρίσκεις στους γερόντους τη σοφία,

στους ηλικιωμένους σύνεση.

13 Μα στο Θεό ανήκει όλη η σοφία

κι όλη η σύνεση,

κι ακόμα έχει τη δύναμη και ξέρει να ενεργεί.

14 Ό,τι αυτός γκρεμίζει

δεν ξαναχτίζεται·

κι όποιον κλείσει στη φυλακή

δε θα ελευθερωθεί.

15 Κρατάει τη βροχή, κι όλα ξεραίνονται·

ελευθερώνει τα νερά

και πλημμυρίζει η γη.

16 Δική του είν’ η δύναμη και η σοφία·

δικός του είναι κι εκείνος που πλανιέται

κι εκείνος που πλανά.

17 Αυτός κάνει τους πρόκριτους

να περπατούν ξυπόλητοι,

και τους κριτές απομωραίνει.

18 Την εξουσία των βασιλιάδων καταλύει

και στην αιχμαλωσία τούς οδηγεί.

19 Κάνει τους ιερείς να περπατούν ξυπόλητοι,

και προκαλεί των ισχυρών την πτώση.

20 Παίρνει το λόγο απ’ τους ρήτορες τους ικανούς

κι από τους γέροντες τη σύνεση.

21 Ρίχνει την καταφρόνια πάνω στους άρχοντες

και παίρνει από τους ισχυρούς την εξουσία.

22 Γυμνώνει τις αβύσσους απ’ τα σκότη τους

κι ό,τι βρισκόταν στη σκιά

στο φως το φέρνει.

23 Λαούς τούς ανυψώνει

ή τους καταστρέφει·

κάνει ένα έθνος ν’ απλωθεί

κι έπειτα να χαθεί.

24 Παίρνει τη φρόνηση από τους ηγεμόνες των λαών της γης,

και τους αφήνει να περιπλανιούνται

σε δίχως μονοπάτια ερημιές,

25 να ψηλαφούνε δίχως φως μες στο σκοτάδι,

και σαν τους μεθυσμένους να παραπατούν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/12-b568dba3810c084cf6c34389a36d4ce6.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 13

Ο Ιώβ υποστηρίζει την ακεραιότητά του

1 Να, λοιπόν, που όλ’ αυτά τα ’δαν τα μάτια μου·

τ’ ακούσανε τ’ αυτιά μου

και τα κατάλαβα.

2 Όλα όσα εσείς ξέρετε, όμοια κι εγώ τα ξέρω·

κατώτερος δεν είμ’ εγώ από σας.

3 Εγώ όμως θέλω να μιλήσω στον Παντοδύναμο,

να υπερασπιστώ τον εαυτό μου

μπρος στο Θεό.

4 Αλλά εσείς με ψέματα

την άγνοιά σας τη σκεπάζετε

κι είσαστε όλοι σας ψευτογιατροί.

5 Μακάρι να σωπαίνατε!

Τότε μπορεί και να σας παίρναν για σοφούς.

6 Ακούστε λοιπόν τώρα την απολογία μου,

στα λόγια μου δώστε την προσοχή σας:

7 Θαρρείτε πως υπερασπίζεστε το Θεό

διαστρέφοντας τα πράγματα,

και ψέματα για χάρη του θα πείτε;

8 Θα ’σαστε μεροληπτικοί γι’ αυτόν,

και θα του γίνετε συνήγοροι;

9 Θα σας έβγαινε σε καλό αν σας διερευνούσε;

Θα τον εξαπατούσατε, όπως κανείς εξαπατά έναν άνθρωπο;

10 Σίγουρα θα σας τιμωρήσει αυστηρά

αν έστω και κρυφά μεροληπτείτε.

11 Δε σας τρομάζει η μεγαλοσύνη του;

ο φόβος του δε σας ταράζει;

12 Τα σοφά λόγια σας είναι καθώς η στάχτη·

τα επιχειρήματά σας καταρρέουν

σαν σκεύη πήλινα.

13 Σωπάστε εσείς, λοιπόν, κι αφήστε με

να μιλήσω κι εγώ·

κι ας πέσουν πάνω μου οι συνέπειες.

14 Ας γίνει ό,τι θέλει. Πρόθυμος είμ’ εγώ

να παίξω τη ζωή μου.

15 Το μόνο πράγμα που μπορώ να ελπίζω απ’ το Θεό,

είναι ο θάνατός μου.

Μα πριν πεθάνω,

μπρος του θα υπερασπιστώ το δίκιο μου.

16 Αυτό θα ’ναι για μένα η σωτηρία μου,

γιατί κανένας άνομος δε θα τολμούσε

μπροστά του να εμφανιστεί.

17 Και τώρα, ακούστε όσα έχω να σας πω

και δώστε προσοχή σ’ αυτά

που θα σας εξηγήσω.

18 Έτοιμος είμαι την υπόθεσή μου

να υπερασπιστώ·

γιατί καλά το ξέρω πως έχω δίκιο.

19 Ποιος είναι που θα μ’ αποδείξει ένοχο;

Τότ’ εγώ θα σωπάσω

και το θάνατο θα δεχτώ.

20 Μόνο δυο πράγματα παραχώρησέ μου, Θεέ μου,

κι εγώ από μπροστά σου δε θα κρυφτώ:

21 Πάρε το χέρι σου από πάνω μου,

ο φόβος σου να μη με τρομάζει.

22 Έπειτα, πάρε εσύ το λόγο

κι εγώ θα σου αποκρίνομαι·

ή εγώ να μιλήσω κι απάντησέ μου εσύ.

23 Πόσες είν’ οι ανομίες κι οι αμαρτίες μου;

Τις παραβάσεις δείξε μου

και τα κρίματά μου.

24 Γιατί το πρόσωπό σου κρύβεις

κι εχθρό σου με θαρρείς;

25 Θες να τρομάξεις ένα φύλλο ανεμόδαρτο;

θες να τα βάλεις μ’ ένα άχυρο ξερό;

26 Μου καταμαρτυρείς πικρές κατηγορίες

και μου καταλογίζεις τις αμαρτίες της νιότης μου.

27 Με περιορίζεις,

με παρακολουθείς όπου κι αν πάω,

σημειώνεις ακόμα και τα ίχνη μου.

28 Καθώς το σάπιο ξύλο καταστρέφομαι,

σαν ρούχο σκοροφαγωμένο.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/13-666c0ebc25f0a74d7636dc708a5b3114.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 14

Ο Ιώβ στοχάζεται τη συντομία της ζωής

1 Αδύναμος και αβοήθητος γεννιέται ο άνθρωπος

και λίγα χρόνια ζει

γεμάτα στενοχώριες.

2 Σαν το λουλούδι ανθίζει

και έπειτα μαραίνεται·

φεύγει και χάνεται σαν τη σκιά.

3 Κι όλα αυτά Κύριε, εσύ, τα παρακολουθείς!

Και με τραβάς σε δίκη να με κρίνεις!

4 Αλλά εσύ πρέπει να το ξέρεις

πως ο άνθρωπος είν’ ακάθαρτος.

Και πως τίποτα καθαρό

δεν προέρχεται απ’ αυτόν.

5 Αφού οι μέρες του είναι μετρημένες,

κι αριθμημένοι από σένα οι μήνες του,

αφού του έβαλες όρια

που να τα ξεπεράσει δεν μπορεί!

6 Πάρε απ’ αυτόν το βλέμμα σου

για να μπορέσει να ησυχάσει,

άσ’ του αυτή την ελάχιστη χαρά μες στη ζωή.

7 Ελπίδα έχει ακόμα κι ένα δέντρο όταν κοπεί,

πως θα ξαναβλαστήσει

και πως ποτέ δε θα του λείψουν οι τρυφεροί βλαστοί.

8 Ακόμη κι αν η ρίζα του γεράσει μες στη γη

και νεκρωθεί το κούτσουρο

μέσα στο χώμα,

9 μόλις νιώσει νερό, θ’ αναβλαστήσει,

και σαν το νιόφυτο θα βγάλει νέα κλαδιά.

10 Μα ο άνθρωπος πεθαίνει,

κι ετούτο είναι το τέλος του·

όταν το πνεύμα του τ’ αφήσει,

αυός πού θα βρεθεί;

11 Μπορεί μια μέρα τα νερά από τη λίμνη να χαθούνε,

και να στερέψουν τα ποτάμια,

να ξεραθούν.

12 Αλλά ο άνθρωπος πεθαίνει

και δεν ξανασηκώνεται.

Πιο εύκολο είν’ ο ουρανός να εξαφανιστεί

παρά ένας πεθαμένος να ξυπνήσει

κι από τον ύπνο του να σηκωθεί.

13 Αχ, και να μ’ έκρυβες στον άδη, Κύριε,

κι εκεί να μ’ άφηνες κρυμμένον

ώσπου ο θυμός σου να διαβεί,

και να μου όριζες τη μέρα

που θα με ξαναθυμηθείς.

14 Αλλά εκείνος που πεθαίνει,

γίνεται να ξανάρθει στη ζωή;

Όλες τις μέρες της ζωής μου

θα υπέμενα τις συμφορές,

αν έλπιζα πως θ’ άλλαζα κατάσταση.

15 Θα με καλούσες,

κι εγώ θα σου απαντούσα·

και θα ’χες πόθο για να δεις, το πλάσμα σου.

16 Θα πρόσεχες το κάθε βήμα μου

μα δε θα μου κατέγραφες τα κρίματα.

17 Αντίθετα· τις παραβάσεις μου

μέσα σε σάκο θα τις σφράγιζες

και θα μου σκέπαζες κάθε παρανομία.

18 Βουνά γκρεμίζονται και χάνονται

βράχοι απ’ τη θέση τους μετακινούνται,

19 τα νερά τρών’ ακόμα και τις πέτρες·

κι η μπόρα παρασέρνει τα χώματα της γης·

παρόμοια καταστρέφεις

του ανθρώπου την ελπίδα εσύ.

20 Ρίχνεις τον άνθρωπο στη γη και χάνεται·

την όψη του παραμορφώνεις με το θάνατο,

τον διώχνεις μακριά.

21 Αν τα παιδιά του τα τιμούν,

αυτός δεν το μαθαίνει·

αν τα καταφρονούν,

αυτός δεν ξέρει τίποτα.

22 Μονάχα του κορμιού του την οδύνη αισθάνεται,

μόνο γι’ αυτόν τον ίδιο

θλίβεται η ψυχή του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/14-1e3732df3288bf2f523e882f4260468c.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 15

Ο Ελιφάζ επιπλήττει τον Ιώβ

1 Τότε μίλησε ο Ελιφάζ, ο Ταιμανίτης.

2 Γιατί ο σοφός με λόγια κούφια αποκρίνεται;

γιατί να λέει κουβέντες του αέρα;

3 Γιατί ν’ απολογείται με λόγια αταίριαστα

και μ’ ομιλίες ανώφελες;

4 Εσύ όπως πας υπονομεύεις την ευσέβεια

και κάθε στοχασμό ευλαβικό τον καταστρέφεις.

5 Τα λόγια σου τα υπαγορεύει η ανομία σου

κι ας βρίσκεις τόσες πονηριές

την αμαρτία σου ν’ αρνιέσαι.

6 Τα ίδια σου τα λόγια σε καταδικάζουν, όχι εγώ·

κι όλα όσα μαρτυρούν τα χείλη σου

εις βάρος σου είναι.

7 Μην είσαι τάχα εσύ ο πρώτος που γεννήθηκε;

ή μήπως πλάστηκες εσύ

πρωτύτερα απ’ τα όρη;

8 Μην τάχα πήρες μέρος στου Θεού τη διάσκεψη;

μην έλαβες σοφία να νιώθεις τα σχέδιά του;

9 Τι ’ναι που ξέρεις κι εμείς δεν το ξέρουμε;

σαν τι κατάλαβες εσύ

που εμάς μας είναι ξένο;

10 Γέροντες είναι ανάμεσά μας

ασπρομάλληδες,

πριν από τον πατέρα σου γεννημένοι.

11 Τόσο πολύ περιφρονείς

τις παρηγορίες που ο Θεός

σου στέλνει με τις φρόνιμες κουβέντες μας;

12 Γιατί με τόσο πάθος αντιδράς

και στη ματιά σου καθρεφτίζεται η οργή σου,

13 όταν στρέφεις την πίκρα σου

ενάντια στο Θεό,

και χύνονται τα λόγια σου

απ’ το στόμα σου ποτάμι;

14 Θέλεις να υποστηρίξεις πως μπορεί

άνθρωπος να βρεθεί που να ’ναι καθαρός,

άνθρωπος που να είναι δίκαιος;

15 Όταν δεν εμπιστεύεται

κανέναν από τους αγγέλους του

όταν ακόμα κι οι ουρανοί

για κείνον καθαροί δεν είναι,

16 πόσο μάλλον ο βδελυρός

και διεφθαρμένος άνθρωπος,

που τόσο φυσικά την αδικία κάνει

λες και νεράκι πίνει!

17 Θέλω, Ιώβ, να σε διδάξω, άκουσέ με!

Θα σου εξιστορήσω αυτά που είδα,

18 εκείνα που μας μάθαν οι σοφοί,

καθώς τα ’χανε πάρει απ’ τους προγόνους τους

και δεν τα κράτησαν κρυμμένα!

19 Σ’ εκείνους αποκλειστικά η χώρα είχε δοθεί

τότε που αλλοεθνής κανείς

δεν είχε ανάμεσά τους εισχωρήσει

να τους απομακρύνει απ’ το Θεό:

20 Σ’ όλη του τη ζωή ο καταπιεστής

από το φόβο τρέμει,

σαν σκέφτεται την τελευταία μέρα του.

21 Τρόμου φωνές μέσα στ’ αυτιά του ηχούν·

κι ενώ έχει ειρήνη,

βλέπει να πέφτει πάνω του ο εξολοθρευτής.

22 Για να ξεφύγει απ’ το σκοτάδι δεν το ελπίζει·

βλέπει κιόλας το ξίφος

πάνω από το κεφάλι του να κρέμεται.

23 Βλέπει το σώμα του να γίνεται

του γυπαετού τροφή,

ξέρει πως είναι έτοιμος για την καταστροφή.

Του σκοταδιού η μέρα

τον παραλύει,

24 η θλίψη κι η αγωνία τον τρομάζουν.

Πάνω του ορμούν καθώς ο βασιλιάς

που είν’ έτοιμος για μάχη.

25 Αυτή είν’ η μοίρα του ανθρώπου

που τη γροθιά του υψώνει στο Θεό

και προκαλεί τον Παντοδύναμο.

26 Ορμάει σκληροτράχηλος ενάντια στο Θεό

προφυλαγμένος πίσω απ’ τη βαριά, μεγάλη ασπίδα του.

27 Στο πρόσωπό του φαίνεται η υγεία

κι όλο το σώμα του γεμάτο είναι σφρίγος.

28 Σπίτια που να κατοικηθούν δεν έπρεπε,

αυτός τα κατοικεί·

πόλεις που έπρεπε να μείνουνε ερείπια,

αυτός τις ξαναχτίζει·

και δε φοβάται την κατάρα που ’χουν απάνω τους.

Έτσι ενάντια στο Θεό πηγαίνεις

και την οργή του προκαλείς.

29 Ό,τι κατέχει αυτός ο άνθρωπος

δε διαρκεί πολύ·

πάνω σ’ αυτή τη γη ποτέ δε θα πλουτίσει.

30 Από τον σκοτεινό δε θα ξεφύγει τον κόσμο των νεκρών.

Μοιάζει με δέντρο που η φωτιά

καίει τα βλαστάρια του·

στο τέλος, του Θεού η πνοή

θα τον πετάξει πέρα.

31 Όποιος τον εαυτό του ξεγελά

με πράγματα απατηλά,

δεν πρέπει ν’ απαγοητεύεται

που απατηλός θα είναι κι ο μισθός του.

32 Πριν φτάσει ακόμα η ώρα του, θα μαραθεί σαν το κλαδί·

δε θα ’χει πια πράσινα φύλλα.

33 Καθώς το κλήμα, άγουρους θα χάσει τους καρπούς του·

θα ’ναι σαν την ελιά

που ρίχνει τ’ άνθη της.

34 Έτσι οι γενιές των ασεβών

θα μείνουν άκληρες

και η φωτιά θα καταφάει τα σπίτια τους

που χτίστηκαν μ’ άνομα μέσα.

35 Όποιος κυοφορεί κακό

τη δυστυχία γεννά·

ό,τι ωριμάζει μέσα του

θα τον απογοητεύσει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/15-5640f7ad3a453ecbfc772a03bf1a33b9.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 16

Παράπονα του Ιώβ για τις ταλαιπωρίες που του δίνει ο Θεός

1 Ο Ιώβ αποκρίθηκε:

2 Λόγια καθώς αυτά, έχω πολλές φορές ακούσει·

είσαστε όλοι θλιβεροί παρηγορητές!

Μου λέτε:

3 «Πότε τ’ αερολογήματά σου θα τελειώσουν

και ποια η ανάγκη πάντα ν’ απαντάς;»

4 Κι εγώ θα ’ξερα να μιλώ καθώς εσείς μιλάτε,

αν ήμουνα στη θέση σας

και στη δική μου εσείς.

Κι εγώ θα ’ξερα να σας κατακλύζω

στα κύματα των λόγων μου

και να κουνάω σαν σοφός την κεφαλή μου.

5 Θα ’ξερα να σας εμψυχώνω με τα λόγια μου

να σας παρηγορώ

μ’ άδειες κουβέντες.

6 Ούτε μιλώντας αλαφρώνει ο πόνος μου

ούτε σιωπώντας λιγοστεύει.

7 Ο Θεός πέτυχε το στόχο του:

μου στέρησε όλους τους δικούς μου.

8 Το πρόσωπό μου το ρυτιδωμένο

και το ισχνό κι αποσκελετωμένο σώμα μου

μοιάζουν να μαρτυρούν την ενοχή μου.

9 Τα βλέμματά του εξακοντίζει εναντίον μου,

τρίζει τα δόντια του

θυμό γεμάτος·

ένα προς ένα μου αποσπάει τα μέλη μου.

10 Οι αντίπαλοί μου με περιγελούν,

προσβλητικά χτυπούν το πρόσωπό μου,

συνάζονται κι ορμούνε καταπάνω μου.

11 Ο Κύριος στους ανόμους με παρέδωσε

μ’ έριξε μες στων ασεβών τα χέρια.

12 Ήσυχος ζούσα κι αυτός με συγκλόνισε,

μ’ άδραξε από τον τράχηλο,

με σύντριψε

και μ’ έστησε για στόχο του.

13 Τα βέλη του ολούθε με κυκλώνουν,

τρυπάει τα νεφρά μου ανελέητα

και η χολή μου χύνεται στη γη.

14 Πληγές μού προξενεί

τη μια πάνω στην άλλη,

σαν τον πολεμιστή όπου στα τείχη ορμά

ρωγμές ν’ ανοίξει.

15 Τα ρούχα μου τα πένθιμα

έγιναν με το δέρμα μου ένα,

και κείτομαι εξουθενωμένος πάνω στο χώμα.

16 Το πρόσωπό μου φλόγωσε απ’ το κλάμα μου,

μαύρες σκιές

τα μάτια μου κυκλώνουν.

17 Κι ωστόσο βία δεν έπραξα

και καθαρή ήταν πάντα η προσευχή μου.

18 Ω γη, μην το σκεπάσεις το αίμα μου,

ας μην κρυφτεί κι έτσι πνιγεί η φωνή του.

19 Πρέπει να υπάρχει κάποιος στον ουρανό

ώστε το δίκιο μου να υποστηρίξει.

20 Οι φίλοι μου μ’ εμπαίζουν,

κι εγώ με δάκρυα στρέφομαι προς το Θεό.

21 Πρέπει ο Θεός ο Φίλος μου

το δίκιο μου να μου το αποδώσει

και ν’ αντικρούσει εκείνον,

τον Εχθρό Θεό.

22 Μα σύντομα, γιατί η αρίθμηση

των χρόνων μου τελειώνει

και θα ’μπω πια στο δρόμο

που δεν έχει γυρισμό.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/16-036bf36834f8a48ba5cd045abc89a114.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 17

Ο Ιώβ γίνεται περίγελως

1 Η ανάσα μου είναι δύσκολη·

ζωή πια δε μ’ απόμεινε,

ο τάφος μου με καρτερεί.

2 Ξέρω πως με περιστοιχίζουν χλευαστές

κι απ’ τις πικρίες που με ποτίζουν, ξαγρυπνάω.

3 Ζητάς μια εγγύηση, Θεέ;

Γίνε εσύ ο εγγυητής μου.

Ποιος άλλος θα δεχότανε για με να εγγυηθεί;

4 Αφού απ’ το νου τους έβγαλες τη φρόνηση

μην τους αφήσεις τώρα να θριαμβεύσουν.

5 Μη γίνεις σαν αυτόν που λέει η παροιμία

ότι καλεί τους φίλους του

και τους μοιράζει δώρα,

ενώ τα μάτια των παιδιών του

με τη λαχτάρα μένουνε.

6 Έγινα ο περίγελως του κόσμου·

εκείνος που τον φτύνουνε στο πρόσωπο.

7 Από τη λύπη θόλωσαν τα μάτια μου

κατάντησα σκιά του εαυτού μου.

8 Όσοι θαρρούν πως είναι δίκαιοι,

μπροστά στη δυστυχία μου σκανδαλίζονται·

κι όσοι πιστεύουνε πως είναι αθώοι

αγανακτούν και πωρωμένο με θαρρούν.

9 Μα όποιος στ’ αλήθεια είναι δίκαιος

από των αλλονών τις κρίσεις δεν κλονίζεται·

κι όποιος τα χέρια του έχει καθαρά

νιώθει η πεποίθησή του να στεριώνει.

10 Όσο για σας, ελάτε φίλοι μου,

ελάτε πάλι όλοι κοντά μου.

Ωστόσο εγώ ανάμεσά σας σοφό ούτ’ έναν δε θα βρω.

11 Οι μέρες μου έφυγαν·

ναυάγησαν τα σχέδιά μου

κι οι πιο ακριβές μου επιθυμίες.

12 Κι όμως μου λένε οι φίλοι μου

πως είναι μέρα η νύχτα μου

και πως το φως είναι κοντά,

ενώ σκοτάδια με τυλίγουν.

13 Να κατοικήσω είν’ η ελπίδα μου στον άδη

και στο σκοτάδι

το κλινάρι μου να στρώσω.

14 Τον κρύο τάφο λέω πατέρα μου,

μητέρα κι αδερφές μου, τα σκουλήκια.

15 Πώς είναι δυνατό λοιπόν

για ελπίδα να μιλά κανείς;

Ποιος μπορεί να διακρίνει

ακόμα κι ένα ίχνος της;

16 Θα καταποντιστεί κι αυτή στα έγκατα του άδη

και θα ξαπλώσει μες στο χώμα μ’ εμένα αντάμα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/17-d601a8b473406895918fb073ae4b6880.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 18

Ο Βιλδάδ περιγράφει την τύχη του ασεβή

1 Μετά μίλησε ο Βιλδάδ, ο Σουχίτης.

2 Ως πότε εσείς δε θα μιλάτε;

Σκεφτείτε, ώστε να μιλήσουμε κι εμείς μετά.

3 Γιατί ο Ιώβ σαν ζώα να μας βλέπει;

Μήπως κι εσείς θαρρείτε

πως είμαστε ανόητοι;

4 Εσύ, Ιώβ, τον εαυτό σου μόνο

βλάφτεις με τη μανία σου.

Θέλεις ν’ αποδειχτεί το δίκιο σου

ακόμα κι όλη αν χρειαστεί να ερημωθεί η γη,

να μετατοπιστούν οι βράχοι.

5 Είναι αλήθεια πως το φως σβήνει του ασεβή

κι η φλόγα πια δε λάμπει στο παραγώνι του.

6 Η φλόγα της ζωής του λιγοστεύει στο λυχνάρι

κάτω απ’ τη στέγη του,

όμοια τελειώνει κι η ευτυχία του.

7 Η άλλοτε σίγουρη περπατησιά του ταλαντεύεται,

πάνω στα ίδια του τα σχέδια ο ασεβής σκοντάφτει.

8 Τα πόδια του τον φέρνουν μες σε δίχτυα,

κι ίσια πηγαίνει μες στα βρόχια να πιαστεί.

9 Το δόκανο απ’ τη φτέρνα τον αρπάζει

και τον κρατάει σφιχτά η θηλιά τον ασεβή.

10 Στη γη κρυμμένο είν’ το σκοινί

που θα τον πιάσει

και στο στρατί του μια παγίδα τον καρτερεί.

11 Ολόγυρά του φόβοι τον τρομάζουν

και καταπόδι τον κυνηγούν.

12 Αυτός, που ήταν δυνατός,

τώρα είναι πεινασμένος·

πλάι του στέκει η αθλιότητα.

13 Η αρρώστια φτάνει, του θανάτου η θυγατέρα,

απάνω σ’ όλο θ’ απλωθεί το σώμα του ασεβή

και θα του καταφάει το δέρμα και τα μέλη.

14 Απ’ του σπιτιού του θα διωχτεί τη σιγουριά

για να τον φέρουνε σ’ αυτόν

που κυβερνά τον κόσμο του θανάτου.

15 Άλλοι τώρα θα κατοικούν στο σπίτι του ασεβή,

που δεν του ανήκει πια·

θειάφιθα σκορπιστεί

πάνω στην κατοικία του.

16 Κάτω οι ρίζες του ξεραίνονται,

πάνω πεθαίνουν τα κλαριά του.

17 Η θύμησή του χάνεται απ’ τη χώρα,

το όνομά του δεν ακούγεται

καθόλου στην περιοχή.

18 Τον σπρώχνουν απ’ το φως μες στο σκοτάδι

κι από την οικουμένη έξω

τον διώχνουνε τον ασεβή.

19 Συγγένεια δεν θα ’χει μέσα στο λαό του,

ούτε κανείς θα του έχει μείνει απόγονος

στα μέρη που κατοίκησε.

20 Θα εκπλαγούν και θα τρομάξουν για τη μοίρα του

από τη δύση ως την ανατολή.

21 Αυτή ’ναι η μοίρα των ανόμων.

Η ίδια και για τον καθένα

που η αδικία τον τραβά

και που Θεό δε λογαριάζει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/18-d0277d029dc9e78ad9fa5564c7fa77bb.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 19

Ο Ιώβ πιστεύει ότι ο Θεός θα τον δικαιώσει

1 Ο Ιώβ απάντησε:

2 Ως πότε θα με βασανίζετε

και με τα λόγια σας θα με ταλαιπωρείτε;

3 Μύριες φορές ως τώρα με προσβάλατε

και που με βασανίζετε

δε νιώθετε ντροπή.

4 Ακόμα κι αν ήταν αλήθεια ότι έσφαλα

το σφάλμα μου βαραίνει μόνο εμένα.

5 Μα εσείς θέλετε να μ’ εξουθενώσετε

ανώτεροι για να αισθανθείτε,

κι απ’ τα παθήματά μου

πως φταίω ν’ αποδείξετε.

6 Δε βλέπετε λοιπόν πως ο Θεός με αδίκησε

και μ’ έχει μες στο δίχτυ του μπλεγμένον;

7 «Βοήθεια», φωνάζω, μα κανείς

δε μου αποκρίνεται·

ζητάω το δίκιο μου,

κανείς δικαιοσύνη ν’ αποδώσει.

8 Φράζει ο Θεός το δρόμο μου

και να περάσω δεν μπορώ·

τα μονοπάτια μου τα κρύβει στο σκοτάδι.

9 Μου παίρνει όλον τον πλούτο μου,

διασύρει την υπόληψή μου.

10 Σα να ’μουν τοίχος με γκρεμίζει απ’ όλες τις μεριές

και καταρρέω·

σαν δέντρο ξεριζώνει την ελπίδα μου.

11 Ξεσπάει του θυμού του η φλόγα πάνω μου,

με λογαριάζει εχθρό του.

12 Όλα του τα στρατεύματα έρχονται μαζεμένα

και κατευθύνονται εναντίον μου,

τριγύρω στη σκηνή μου στρατοπεδεύουν.

13 Τ’ αδέρφια μου από μένα τ’ απομάκρυνε

ως να ’μουν άγνωστος μου φέρνονται οι γνωστοί μου.

14 Οι φίλοι μου κι οι συγγενείς μου

μ’ εγκατέλειψαν·

εκείνοι που τους φιλοξένησα με λησμονήσαν.

15 Οι υπηρέτριές μου ξένο με λογαριάζουνε

και σαν αλλόφυλο με βλέπουν.

16 Καλώ τον υπηρέτη μου

κι αυτός δεν αποκρίνεται,

κάθε φορά που τον χρειάζομαι

θα πρέπει να τον ικετεύω.

17 Δεν υποφέρει την ανάσα μου

η γυναίκα μου

ούτε τ’ αδέρφια μου την αποφορά μου.

18 Και τα μικρά παιδιά ακόμα

δεν με σέβονται·

όταν με δυσκολία σηκώνομαι,

με περιπαίζουν.

19 Οι πιο στενοί μου φίλοι με σιχαίνονται,

κι είναι εναντίον μου εκείνοι

που τους αγαπούσα.

20 Πετσί και κόκαλο έμεινα·

το πρόσωπό μου μοιάζει με κρανίο.

21 Αχ, λυπηθείτε, λυπηθείτε με, εσείς φίλοι μου!

Το χέρι του Θεού μ’ έχει χτυπήσει.

22 Γιατί μου φέρεστε κι εσείς σκληρά όπως ο Θεός;

Τάχα δε μ’ έχετε αρκετά ως τώρα τυραννήσει;

23 Αχ, ας γινόταν να γραφτούν τα λόγια μου

και σε βιβλίο να καταχωριστούνε!

24 Ή σ’ ένα βράχο με κοπίδι να χαραχτούν

και με χυτό μολύβι

να γεμίσουνε τα γράμματα

ώστε να μείνουν ανεξίτηλα για πάντα.

25 Μα όχι! Ξέρω πως ζει ο Θεός, ο υπερασπιστής μου,

και πως θα πει τον τελευταίο λόγο εδώ στη γη.

26 Τώρα που ’χει κουρελιαστεί το δέρμα μου

και σάρκα δεν υπάρχει πια

πάνω στα κόκαλά μου,

τώρα θέλω να δω το Θεό.

27 Τώρα, και με τα ίδια μου τα μάτια

θέλω να τον δω,

αυτόν τον ίδιο κι όχι άλλον, ξένο.

Τα σωθικά μου λιώνουν, μ’ ετούτη τη λαχτάρα.

28 Εσείς στοχάζεστε πώς να με κατατρέξετε

και ποια αιτία να βρείτε

για να μου ρίξετε μομφή.

29 Αλλά θα πρέπει εσείς το ξίφος να φοβάστε

γιατί η μανία σας αξίζει θάνατο.

Και μην ξεχνάτε πως κριτής είν’ ο Θεός.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/19-a2224b83587c51757cf1dc10c2847ca1.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 20

Ο Σωφάρ περιγράφει το μέλλον του ασεβή

1 Τότε μίλησε ο Σωφάρ, ο Νααμαθίτης.

2 Θύελλα μέσα στη καρδιά μου έχει ξεσπάσει.

Μέσα μου βράζει, άλλο δεν μπορώ να κρατηθώ.

3 Ο έλεγχός σου που άκουσα με πρόσβαλε·

αλλά το συνετό μου πνεύμα

την απάντηση μου υπαγορεύει τη σωστή.

4 Καλά το ξέρεις πως από παλιά,

απ’ όταν έβαλε ο Θεός πάνω στη γη τον άνθρωπο,

5 ο θρίαμβος των κακών πολύ δεν διαρκεί·

κι είναι του ασεβή η χαρά

για μια στιγμή μονάχα.

6 Κι αν είν’ ακόμα ικανός

ως τα ουράνια να υψωθεί

και το κεφάλι του τα σύννεφα ν’ αγγίξει,

7 πρέπει να κατεβεί στο λάκο,

σαν τις ακαθαρσίες του

κι οριστικά ν’ αφανιστεί.

Κι όσοι τον ήξεραν θ’ αναρωτιούνται

πού να είναι.

8 Θα σβήσει καθώς τ’ όνειρο ο ασεβής

και πια δε θα τον βρίσκουν·

σαν νυχτερινή οπτασία θα χαθεί.

9 Τα μάτια που τον έβλεπαν

δε θα τον ξαναδούνε,

και θα τον χάσει ο τόπος όπου έμενε.

10 Θ’ αναγκαστούν να ζητιανεύουν τα παιδιά του,

γιατί θα πρέπει να επιστρέψει αυτός τον πλούτο,

που μ’ αδικίες απέκτησε.

11 Ήταν το σώμα του γεμάτο σφρίγος νεανικό,

μα τώρα κείνη η ικμάδα

μαζί του μες στο χώμα κείτεται.

12 Είν’ η κακία στο στόμα του γλυκιά, του ασεβή,

κάτω απ’ τη γλώσσα την κρατά

13 και την αφήνει εκεί αργά να λιώνει,

ώστε η απόλαυση πολύ να διαρκεί.

14 Μα γίνεται πικρή μες στο στομάχι του,

μέσα του αλλάζει σε φαρμάκι οχιάς.

15 Τα πλούτη τα κλεμμένα που κατάπιε θα τα βγάλει·

θα του τα πάρει πίσω με τη βία ο Θεός

ως και το τελευταίο υπόλοιπο.

16 Ό,τι ρουφούσε ήτανε του αστρίτη το φαρμάκι,

θανατηφόρο σαν το δάγκωμα οχιάς.

17 Δεν θα ζήσει να δει της χώρας του τα πλούτη,

το μέλι και το βούτυρο

που θα κυλούν ποτάμι.

18 Δε θ’ απολαύσει ο ασεβής όσα με κόπο κέρδισε

και τ’ αγαθά απ’ τις συναλλαγές του δε θα τα γευτεί·

19 επειδή καταπίεζε τους φτωχούς

και δε νοιαζότανε γι’ αυτούς.

Άρπαζε σπίτια, αντί να τους τα χτίζει.

20 Η απληστία του ασεβή δεν έχει όρια,

κι ωστόσο με τους θησαυρούς του

δε νιώθει ασφαλής.

21 Απ’ την αδηφαγία του τίποτα δε γλιτώνει,

γι’ αυτό ποτέ δεν είναι ευτυχής.

22 Μέσα στην αφθονία θα στερείται·

η αθλιότητα θα πέσει απάνω του βαριά.

23 Θα ’χει αρκετά για να γεμίσει την κοιλιά του,

όταν τη φοβερή του οργή ο Θεός

θα ρίξει σαν χαλάζι πάνω του·

από το γεύμα αυτό επιτέλους θα χορτάσει.

24 Ακόμα κι αν γλιτώσει από το ατσάλινο σπαθί,

χάλκινο τόξο θα τον ρίξει κάτω.

25 Το βέλος το κορμί του ασεβή διαπερνά,

βγαίνει απ’ τη ράχη του,

απ’ την αστραφτερή του αιχμή το αίμα στάζει·

και τότε τρόμος τον κυριεύει θανατερός.

26 Γι’ αυτόν φυλάγονται όλα τα σκοτάδια·

φωτιά, που χέρι ανθρώπινο δεν άναψε

θα τον καταβροχθίσει·

στάχτη θα κάνει καθετί

που στη σκηνή του απόμεινε.

27 Θα φανερώσουν οι ουρανοί την ανομία του,

και θα ξεσηκωθεί η γη

να τον κατηγορήσει.

28 Τα πλούτη του σπιτιού του θα χαθούν,

θα διασκορπιστούνε,

τη μέρα της οργής του Θεού.

29 Αυτή είν’ η ανταπόδοση που θα ’χει ο ασεβής,

αυτός ο κλήρος, που από το Θεό τού ορίστηκε.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/20-1ddb6b71ccad81557f0a31b052f20c6e.mp3?version_id=173—