Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 1

Η ευσέβεια του Ιώβ δοκιμάζεται

1 Στην Αυσίτιδαζούσε κάποτε ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ιώβ. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και τέλειος· σεβόταν το Θεό και αποστρεφόταν το κακό.

2 Είχε αποκτήσει εφτά γιους και τρεις θυγατέρες.

3 Είχε επίσης περιουσία εφτά χιλιάδες γιδοπρόβατα, τρεις χιλιάδες καμήλες, πεντακόσια ζευγάρια βόδια, πεντακόσια γαϊδούρια, καθώς και πλήθος υπηρέτες. Ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος απ’ όλους που κατοικούσαν στην Ανατολή.

4 Οι γιοι του συνήθιζαν να πηγαίνουν ο ένας στο σπίτι του άλλου όπου έδιναν συμπόσια, καθένας με τη σειρά του. Έστελναν και καλούσαν και τις τρεις αδερφές τους να φάνε και να πιουν μαζί τους.

5 Κάθε φορά που τέλειωναν τα συμπόσια, τους καλούσε ο Ιώβ και τους εξάγνιζε. Ξυπνούσε τότε νωρίς το πρωί και πρόσφερε από ένα ολοκαύτωμα για τον καθένα τους. «Ίσως τα παιδιά μου αμάρτησαν», σκεφτόταν, «ίσως ασέβησαν με τη σκέψη τους στο Θεό».

6 Μια μέρα που ήρθαν τα ουράνια όντα να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε ανάμεσά τους κι ο σατανάς.

7 Ο Κύριος τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι εσύ;» Κι εκείνος απάντησε: «Περιπλανήθηκα πάνω σ’ όλη τη γη και την περιδιάβηκα».

8 Ο Κύριος του είπε: «Πρόσεξες το δούλο μου, τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πάνω στη γη· είναι άνθρωπος ακέραιος κι ευθύς· με σέβεται κι αποστρέφεται το κακό».

9 Ο σατανάς του απάντησε: «Μήπως με το αζημίωτο σε σέβεται ο Ιώβ;

10 Πάντα τον προστάτευες, αυτόν και το σπίτι του και όλα τα υπάρχοντά του. Ευλόγησες τα έργα του και πληθύνανε τα κοπάδια του στη χώρα.

11 Κάνε, όμως, πως αγγίζεις τα υπάρχοντά του και να δεις αν δημόσια δεν σε βλαστημήσει».

12 Είπε τότε ο Κύριος στο σατανά: «Ορίστε, σου παραδίδω όλα τα υπάρχοντά του· μόνο πάνω στον ίδιο να μην απλώσεις χέρι». Κι ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού.

13 Μια μέρα που οι γιοι και οι κόρες του Ιώβ έτρωγαν κι έπιναν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού τους,

14 φτάνει στον Ιώβ ένας αγγελιοφόρος και του λέει: «Εκεί που τα βόδια όργωναν και τα γαϊδούρια έβοσκαν κοντά τους,

15 όρμησαν Σαβαίοιληστές και τα άρπαξαν! Σκότωσαν τους δούλους σου με τα ξίφη τους και μονάχα εγώ κατάφερα να γλιτώσω, για να σου φέρω τα νέα».

16 Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, έρχεται άλλος αγγελιοφόρος και του λέει: «Φωτιά έπεσε απ’ τον ουρανό κι έκαψε τα πρόβατα και τους δούλους σου! Τα ’κανε όλα στάχτη και μονάχα εγώ κατάφερα να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα».

17 Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, έρχεται κι άλλος και του λέει: «Τρεις ομάδες Χαλδαίωνρίχτηκαν στις καμήλες και τις άρπαξαν! Σκότωσαν τους δούλους σου με τα ξίφη τους και μονάχα εγώ κατάφερα να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα».

18 Ενώ και αυτός μιλούσε ακόμη, έρχεται κι άλλος αγγελιοφόρος και λέει: «Οι γιοι σου και οι θυγατέρες σου έτρωγαν κι έπιναν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού τους.

19 Ξαφνικά φύσηξε άνεμος δυνατός από την άλλη άκρη της ερήμου, χτύπησε το σπίτι από παντού και το γκρέμισε! Τα παιδιά πλακώθηκαν στα ερείπια και σκοτώθηκαν και μόνο εγώ κατάφερα να γλιτώσω για να σου φέρω τα νέα».

20 Τότε σηκώθηκε ο Ιώβ και ξέσκισε το μανδύα του· ξύρισε το κεφάλι του κι έπεσε καταγής.Προσκυνούσε

21 κι έλεγε:

«Γυμνός απ’ την κοιλιά βγήκα της μάνας μου,

γυμνός και θα γυρίσω πίσω στη μάνα γη.

Ο Κύριος όλα τα ’δωσε,

ο Κύριος και τα πήρε πίσω.

Ευλογημένο να ’ναι τ’ όνομά του!»

22 Έτσι, παρ’ όλες αυτές τις συμφορές, ο Ιώβ δεν αμάρτησε και δεν ξεστόμισε τίποτα το ανάρμοστο ενάντια στο Θεό.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/1-3f7a2432ce316764081fd411e4d5395a.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 2

Ο Ιώβ δοκιμάζεται περισσότερο

1 Μια μέρα που τα ουράνια όντα ήρθαν να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε κι ο σατανάς ανάμεσά τους.

2 Ο Κύριος τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι εσύ;» Κι εκείνος του απάντησε: «Περιπλανήθηκα πάνω σ’ όλη τη γη και την περιδιάβηκα».

3 Ο Κύριος του είπε: «Πρόσεξες το δούλο μου, τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν πάνω στη γη· είναι άνθρωπος ακέραιος, ευθύς, με σέβεται και αποστρέφεται το κακό. Παραμένει σταθερός στην ακεραιότητά του κι άδικα εσύ με παρακίνησες να τον καταστρέψω χωρίς κανένα λόγο».

4 «Δεν έκανε δα κι άσχημη δοσοληψία!»απάντησε ο σατανάς. «Όλα όσα έχει ο άνθρωπος τα δίνει για το πετσί του.

5 Κάνε, λοιπόν, πως αγγίζεις το ίδιο του το σώμα και να δεις αν δημόσια δεν σε βλαστημήσει».

6 Είπε τότε ο Κύριος στο σατανά: «Ορίστε, σου τον παραδίδω· μόνο να μην πειράξεις τη ζωή του».

7 Ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού κι έκανε να γεμίσει ο Ιώβ πληγές, από την κορφή ως τα νύχια.

8 Τότε ο Ιώβ πήγε και κάθισε μέσα στις στάχτες και χρησιμοποιούσε ένα κομμάτι κεραμίδι για να ξύνεται.

9 Η γυναίκα του τού έλεγε: «Ακόμα επιμένεις στην ευσέβειά σου; Βλαστήμα το Θεό και πέθανε!»

10 Εκείνος όμως της απαντούσε: «Μιλάς σαν ανόητη! Μόνο τα καλά θα δεχόμαστε απ’ το Θεό; Δεν πρέπει να δεχτούμε και τα άσχημα;»

Επίσκεψη των φίλων του Ιώβ

11 Ο Ιώβ είχε τρεις φίλους: Τον Ελιφάζ τον Ταιμανίτη, το Βιλδάδ τον Σουχίτη και τον Σωφάρ τον Νααμαθίτη. Όταν, λοιπόν, αυτοί οι φίλοι του έμαθαν τη μεγάλη συμφορά που βρήκε τον Ιώβ, ήρθαν καθένας από τον τόπο του και συμφώνησαν να τον επισκεφθούν για να του συμπαρασταθούν και να τον παρηγορήσουν.

12 Καθώς όμως τον είδαν από μακριά δεν τον αναγνώρισαν και ξέσπασαν σε κλάμα γοερό. Ξέσκισαν τα ρούχα τουςκαι σκόρπισαν χώμα στον αέρα και πάνω στα κεφάλια τους.

13 Έπειτα κάθισαν μαζί του καταγής εφτά μερόνυχτα. Κανένας τους δεν του μιλούσε, γιατί έβλεπαν πόσο μεγάλος ήταν ο πόνος του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/2-a93516c7b2e9a2d365c90f31ceb31e09.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 3

Ο Ιώβ θρηνεί για τη γέννησή του

1-2 Τελικά ο Ιώβ άνοιξε το στόμα του κι άρχισε μ’ αυτά τα λόγια να καταριέται τη μέρα που γεννήθηκε:

3 Ας ήταν να χαθεί η μέρα που γεννήθηκα

κι η νύχτα που είδε

τη στιγμή της σύλληψής μου!

4 Η μέρα εκείνη να γενεί σκοτάδι!

Να μην τη θυμηθεί ποτέ

εκεί ψηλά ο Θεός

και ποτέ πια το φως

πάνω της να μη λάμψει.

5 Να τη διεκδικήσει πάλι το σκοτάδι·

να τη σκεπάζουν μαύρα σύννεφα

κι η έκλειψη του ήλιου ας την τρομάζει.

6 Τη νύχτα εκείνη, το σκοτάδι να την καταπιεί·

να μη λογαριαστεί

στου χρόνου τα μερόνυχτα

ούτε μες στων μηνών τους αριθμούς.

7 Η νύχτα εκείνη ας μην είναι γόνιμη

κι ας μην τη διαπεράσει

χαρμόσυνη κραυγή.

8 Να την καταραστούν οι μάγοι που ’χουνε τη δύναμη

τις μέρες να τις καταριούνται,

αυτοί που άφοβα μπορούν

να ξεσηκώνουν τον Λεβιάθαν.

9 Ας μη λάμψουν τ’ αστέρια της αυγής της

κι ας περιμένει μάταια το φως·

ποτέ της να μη δει το γλυκοχάραμα.

10 Γιατί τις πύλες να μην κλείσει

της κοιλιάς της μάνας μου,

για να μη δουν τα μάτια μου τη θλίψη;

11 Γιατί να μην πεθάνω στην κοιλιά της μάνας μου;

Γιατί τουλάχιστον δε χάθηκα στης γέννας τη στιγμή;

12 Γιατί βρεθήκαν γόνατα να με δεχτούν,

μαστοί για να θηλάσω;

13 Θα ’μουνα τώρα ήσυχος στον τάφο μου·

θα κοιμόμουν και θ’ αναπαυόμουνα

14 αντάμα με τους βασιλιάδες

και με τους άρχοντες της γης,

που βάζανε για χάρη τους να χτίζουν πυραμίδες.

15 Θα ήμουν με τους ηγεμόνες που είχαν άφθονο χρυσάφι,

που με ασήμι γέμισαν

τους νεκρικούς θαλάμους τους.

16 Ή πάλι σαν καταχωμένο έκτρωμα

δε θα υπήρχα·

καθώς τα βρέφη που δεν είδανε το φως.

17 Στον τάφο οι ασεβείς παύουν να κάνουν το κακό·

εκεί βρίσκουν κι οι κουρασμένοι ανάπαυση.

18 Βρίσκουν την ησυχία τους και οι δεσμώτες,

χωρίς ν’ ακούνε των φυλάκων τις φωνές.

19 Εκεί αντάμα βρίσκονται κι ο άσημος κι ο ξακουστός,

κι ο δούλος είναι ελεύθερος

από τον κύριό του.

20 Γιατί να συνεχίζει ο κουρασμένος

να βλέπει της ζωής το φως;

Γιατί σε μάκρος να τραβά

η ζωή των πικραμένων;

21 Καρτερούν το θάνατο

κι αυτός δεν έρχεται

και τον γυρεύουν πιότερο

κι από κρυμμένο θησαυρό.

22 Θα ’ταν πανευτυχείς, θα ’ταν πασίχαροι

αν βρίσκαν έναν τάφο.

23 Γιατί να ζει ο άνθρωπος

που στα τυφλά βαδίζει,

που σ’ αδιέξοδο

τον έχει φέρει ο Θεός;

24 Έχω τροφή τους στεναγμούς

και σαν νερό ξεχύνονται οι κραυγές μου·

25 εκείνο που φοβόμουνα με χτύπησε·

κι εκείνο που με τρόμαζε, με βρήκε.

26 Δεν έχω ειρήνη ούτ’ ησυχία

ούτ’ ανάπαυση·

μονάχα ταραχή.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/3-2aac6ac8868a41d574af87d3ebd537cb.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 4

Ο Ελιφάζ επιπλήττει τον Ιώβ

1 Τότε πήρε το λόγο ο Ελιφάζ ο Ταιμανίτης και είπε:

2 Αν σου μιλήσω, μήπως σε λυπήσω;

Ύστερα απ’ όσα είπες,

δεν το αντέχω να σιωπώ!

3 Εσύ νουθέτησες πολλούς

και χέρια ασθενικά δυνάμωσες.

4 Τα λόγια σου στήριζαν

εκείνους που σκοντάφταν,

και τόνωναν τα γόνατα που λύγιζαν.

5 Μα τώρα που ήρθε η σειρά σου,

εσύ δειλιάζεις!

Οι συμφορές σ’ αγγίξανε και τρόμαξες.

6 Η ευσέβειά σου δεν σου δίνει στήριγμα;

και η άμεμπτη ζωή σου

δεν σου προσθέτει ελπίδα;

7 Μήπως θυμάσαι κάποιον αθώο που να χάθηκε,

ή κάποιους τίμιους

που να εξολοθρευτήκαν;

8 Εγώ το ’χω παρατηρήσει:

όσοι καλλιεργούν την αδικία

και σπέρνουνε τη συμφορά,

αυτοί αδικία και συμφορά θερίζουν.

9 Σαν την ανεμοθύελλα ο Θεός

τους καταστρέφει,

τους αφανίζει με τη φοβερή του οργή.

10 Είν’ η φωνή τους σαν του λιονταριού το βρυχηθμό,

αλλά ο Θεός τα δόντια τους συντρίβει.

11 Πεθαίνουν όπως το λιοντάρι,

όταν δε βρίσκει πια τροφή

και τα μικρά του διασκορπίζονται.

Σύγκριση με τον ανόητο θνητό

12 Κάποτε έφτασε σ’ εμένα ένα μήνυμα στα κρυφά,

ένα ελαφρό του ψίθυρο συγκράτησε τ’ αυτί μου,

13 τη νύχτα μέσα στ’ όνειρο,

που οι λογισμοί μπερδεύονται

κι ο λήθαργος θανατερά τυλίγει τους ανθρώπους.

14 Φρίκη και τρόμος με κυρίεψε

κι έτρεμε όλο το κορμί μου.

15 Φύσημα αχνό από το πρόσωπό μου πέρασε,

μ’ έκανε σύγκορμο ν’ ανατριχιάσω.

16 Στάθηκε μπρος μου μια μορφή,

που δεν μπορούσα να την καθορίσω·

κι ύστερα από μικρή σιωπή άκουσα τη φωνή της:

17 «Τάχα είναι δίκαιος ο θνητός μπρος στο Θεό;

Είναι άμεμπτος ο άνθρωπος μπρος στο δημιουργό του;

18 Αφού ο Θεός δεν εμπιστεύεται

ούτε και τους αγγέλους του

και βρίσκει σφάλματα ακόμα και σ’ εκείνους,

19 πόσο μάλλον σ’ αυτά τα χωματένια πλάσματα,

που προέρχονται από τη γη

και που μπορούν να πατηθούν

σαν τα σκουλήκια,

20 που μέσα σε μια μέρα μπορούν ν’ αφανιστούν,

για πάντα να χαθούν,

χωρίς κανείς να το προσέξει!

21 Ο Θεός δίνει τέλος στη ζωή τους·

πεθαίνουν και δεν ξέρουνε το πως».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/4-fba408eea3d637f7d068009b72f2b1c4.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 5

1 Καιτώρα φώναξε! Να δούμε ποιος θα σου απαντήσει;

Σε ποιον απ’ τους αγγέλους θα στραφείς;

2 Η οργή τον καταστρέφει τον ανόητο,

τον άμυαλο το πάθος τον σκοτώνει.

3 Βέβαια είδα ανόητους να ζουν στη σιγουριά,

μα ξαφνικά το σπίτι τους γκρεμίστηκε.

4 Χάνουνε τα παιδιά τους κάθε στήριγμα

κι εξουθενώνονται μπροστά στους δικαστές,

χωρίς κανείς να τα βοηθήσει.

5 Όσα ο ανόητος θέρισε,

τα τρώνε οι πεινασμένοι·

παίρνουν ακόμα κι όσα είχανε

μέσα στ’ αγκάθια κρύψει·

χυμάνε στ’ αγαθά του άπληστοι.

Προσφυγή στο Θεό

6 Το κακό δεν φυτρώνει από το χώμα,

ούτε βλασταίνει ο πόνος απ’ τη γη·

7 μα ο άνθρωπος δημιουργεί τον πόνο του,

όπως δημιουργεί η φωτιά τις σπίθες,

που στα ψηλά πηδάνε.

8 Εγώ στη θέση σου στον Κύριο θ’ απευθυνόμουν

και την υπόθεσή μου στο Θεό θα την ανέθετα.

9 Είναι τα έργα του μεγάλα κι ανεξιχνίαστα

κι είν’ αναρίθμητα τα θαύματά του.

10 Αυτός στέλνει βροχή στη γη

και με νερό ποτίζει τα χωράφια,

11 τους ταπεινούς υψώνει

και στους θλιμμένους δίνει τη χαρά.

12 Τα σχέδια των πανούργων ματαιώνει

και στην αποτυχία οδηγεί τα έργα τους.

13 Κάνει να πιάνονται οι σοφοί

μέσα στις πανουργίες τους,

και ν’ ανατρέπονται όσα οι ραδιούργοι λογαριάζουν.

14 Μες στο καταμεσήμερο τους δίνει τέτοια τύφλωση,

που ψηλαφώντας να βαδίζουν,

σαν να ’ταν μαύρη νύχτα.

15 Γλιτώνει τον αδύνατο απ’ τις συκοφαντίες τους

κι από των ισχυρών τα χέρια.

16 Έτσι αποκτά ο αδύνατος ελπίδα,

και του άδικου το στόμα κλείνεται.

17 Μακάριος ο άνθρωπος που ο Κύριος τον παιδαγωγεί·

να μην καταφρονείς, λοιπόν,

του Παντοδύναμου τη νουθεσία.

18 Γιατί αυτός πληγώνει,

αλλά και δένει την πληγή,

χτυπάει, αλλά τα χέρια του γιατρεύουν.

19 Από την κάθε δυστυχία θα σε σώσει

όποτε κι αν αυτή σε βρει,

κι ούτε κακό κανένα θα σ’ αγγίξει.

20 Στην πείνα, θα σε σώσει από το θάνατο·

στον πόλεμο, από το χτύπημα του ξίφους.

21 Θα ’σαι προφυλαγμένος απ’ της γλώσσας το μαστίγιο

κι άφοβος, όταν πλησιάζει η καταστροφή.

22 Τον όλεθρο θα τον χλευάσεις και την πείνα,

και τα θεριά της γης

δε θα τα φοβηθείς.

23 Ως και των χωραφιών οι πέτρες

θα συμμαχήσουνε μαζί σου,

κι ειρήνη θα ’χεις με του κάμπου τα θηρία.

24 Θα νιώσεις πως με ειρήνη ζεις

κάτω από τη σκηνή σου·

κι όταν πηγαίνεις να κοιτάξεις τα λιβάδια σου,

δε θα σου λείπει ούτ’ ένα ζωντανό.

25 Θα δεις ν’ αυξάνουν οι απόγονοί σου,

και να πληθαίνουν τα βλαστάρια σου

σαν το χορτάρι του αγρού.

26 Και θα μπεις μες στον τάφο σε βαθιά γεράματα,

όπως οι θημωνιές που τις στοιβάζουν στον καιρό τους.

27 Βλέπεις, εμείς αυτά βαθιά τα μελετήσαμε

κι είναι έτσι όπως σου τα λέμε.

Προσεχτικά άκουσέ τα κι επωφελήσου απ’ αυτά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/5-a0792e17ed83a719aa0849514791962a.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 6

Ο Ιώβ κατακρίνει τους φίλους του

1 Ο Ιώβ απάντησε:

2 Αχ, να μπορούσε η οδύνη μου να ζυγιστεί

κι όλες μου οι συμφορές μαζί

στη ζυγαριά να μπούνε!

3 Θα ’τανε πιο βαριές κι από της θάλασσας την άμμο·

γι’ αυτό κι είναι τα λόγια μου απερίσκεπτα.

4 Του Παντοδύναμου τα βέλη υπάρχουν μέσα μου

και το φαρμάκι τους

έχει το πνεύμα μου ταράξει·

οι τρόμοι με περικυκλώνουν του Θεού.

5 Γαϊδούρι δεν φωνάζει

που ’χει τη χλόη δίπλα του

ούτε μουγκρίζει ταύρος

πλάι στο ξερό χορτάρι του.

6 Αλλά πώς το άνοστο κι’ ανάλατο φαΐ

να φαγωθεί;

Και σαν ποια να ’χει νοστιμιά

τ’ ωμό του αυγού τ’ ασπράδι;

7 Καθώς τ’ αηδιαστικά ετούτα φαγητά,

έτσι είναι και τα βάσανά μου αφόρητα.

8 Ας ήταν να ’χε η προσευχή μου απόκριση,

να μου ’δινε ο Θεός αυτό που του γυρεύω:

9 Αν αποφάσιζε οριστικά να μ’ εξοντώσει

το χέρι του ν’ απλώσει

και το νήμα μου να κόψει της ζωής,

10 τότε θα ’χα τουλάχιστον ετούτη την παρηγοριά,

και θα πηδούσα από χαρά μες στα δεινά

που μου ’δωσε να υποφέρω:

Πως δεν αθέτησα ποτέ μου

του Άγιου Θεού τις προσταγές.

11 Ποια δύναμη έχω να μπορεί να με κρατήσει στη ζωή;

Μα και για ποιο σκοπό να ζω,

όταν δεν έχω ελπίδα;

12 Μήπως την αντοχή έχω του βράχου,

ή μήπως από μέταλλο είν’ οι σάρκες μου;

13 Κανένα στήριγμα μέσα μου δεν υπάρχει·

κι έχει μακριά μου φύγει κάθε βοήθεια.

14 Ο απελπισμένος έχει ανάγκη από φίλους σπλαχνικούς,

το σέβας του για να μη χάσει στον Παντοδύναμο.

15 Οι φίλοι μου όμως με ξεγέλασαν

καθώς τ’ απατηλά ποτάμια,

καθώς οι χείμαρροι που η κοίτη τους στεγνώνει

όταν δε βρέχει πια.

16 Όταν οι πάγοι και τα χιόνια λιώνουν την άνοιξη,

ρέματα κατεβάζουν θολωμένα.

17 Μα με τις ζέστες του καλοκαιριού στερεύουνε·

στην πύρα του ήλιου η κοίτη τους μένει στεγνή.

18 Την κοίτη ακολουθώντας των χειμάρρων

τα καραβάνια βγαίνουν απ’ το δρόμο τους

ανοίγονται στην έρημο και χάνονται.

19 Τα καραβάνια απ’ την Ταιμά

για τους χειμάρρους αγναντεύουνε·

οι ταξιδιώτες από τη Σαβά

σ’ αυτούς ελπίζουν.

20 Αλλά απογοητεύονται

κάθε φορά που μάταια φτάνουν ως εκεί.

21 Έτσι είσαστε κι εσείς για μένα τώρα·

τη συμφορά μου την είδατε και φρίξατε.

22 Μήπως σας είπα κάτι να μου δώσετε

ή να δωροδοκήσετε για χάρη μου κανέναν

23 ή να με σώσετε απ’ τα χέρια του εχθρού

ή να μ’ εξαγοράσετε από τα χέρια των τυράννων;

24 Διδάξτε με, λοιπόν, κι εγώ σωπαίνω·

δείξτε μου σε τι έσφαλα.

25 Απ’ τα ειλικρινή σας λόγια

έτοιμος είμαι να πεισθώ!

Μα εσείς μου λέτε κατηγόριες

τέτοιες που δε με πείθουνε,

γιατί δεν είν’ αληθινές.

26 Σκοπεύετε να κατακρίνετε τα λόγια μου;

Μα όσα ο απελπισμένος λέει

είναι του ανέμου λόγια.

27 Εσείς θα φτάνατε να βάλετε στον κλήρο ένα ορφανό,

και να πουλήσετε τον ίδιο σας το φίλο.

28 Κοιτάξτε με κατάματα,

ψέματα δε σας λέω.

29 Πάψτε πια τώρα να με αδικείτε!

Σας ξαναλέω: σταματήστε!

Το δίκιο μου είναι ολοφάνερο!

30 Δεν είναι άδικα αυτά που λέει η γλώσσα μου·

το στόμα μου μιλάει

μόνο για συμφορές.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/6-84e19d96735dcc4efc6c78fa37e63bb9.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 7

Ο Ιώβ παραπονείται στο Θεό

1 Τάχα του ανθρώπου η ζωή πάνω στη γη

δεν είναι μια υποχρεωτική θητεία;

Οι μέρες του δεν είναι μέρες μισθωτού;

2 Ο δούλος λαχταρά λίγη σκιά,

ο κάθε εργάτης το μισθό του περιμένει.

3 Έτσι κι εγώ μήνες και μήνες

πέρασα δίχως νόημα,

νύχτες ατέλειωτες

γεμάτες πόνο.

4 Πλαγιάζω για να κοιμηθώ και σκέφτομαι

πότε να σηκωθώ·

κι η νύχτα δεν τελειώνει·

ως την αυγή στριφογυρνάω άυπνος.

5 Σκουλήκια και κατάξερες πληγές

σκεπάζουνε το σώμα μου·

το δέρμα μου σκίζεται και πυορροεί.

6 Οι μέρες μου τρέχουν πιο γρήγορα

κι απ’ τη σαΐτα του αργαλειού·

φεύγουν και χάνονται χωρίς καμιά ελπίδα.

7 Θυμήσου, Κύριε, πως η ζωή μου

είναι μονάχα μια πνοή,

τα μάτια μου δεν πρόκειται

να ξαναδούν την ευτυχία.

8 Τα μάτια που με βλέπανε δε θα με ξαναδούν.

τα μάτια σου θα με ζητούν,

μα εγώ δε θα υπάρχω.

9 Όπως το σύννεφο σκορπάει και χάνεται,

έτσι κι όποιος στον άδη κατεβαίνει

δεν ανεβαίνει πια·

10 σπίτι του δεν ξανάρχεται

κι ο τόπος του δεν τον αναγνωρίζει.

11 Λοιπόν δε θα κρατήσω

κι άλλο κλειστό το στόμα μου·

μέσ’ απ’ την αγωνία της καρδιάς μου θα μιλήσω,

μέσ’ απ’ την πίκρα της ψυχής μου θα παραπονεθώ.

12 Τι είμ’ εγώ; Θάλασσα ή κήτος θαλασσινό

και μου ’βαλες φρουρά;

13 Εκεί που λέω πως θα μ’ ανακουφίσει το κρεβάτι μου

και πως το στρώμα μου τον πόνο μου θα τον πραΰνει,

14 εσύ με εφιάλτες με φοβίζεις

και με τρομάζεις με οράματα.

15 Έτσι έχω προτιμότερο τον απαγχονισμό,

καλύτερο το θάνατο παρά τον πόνο.

16 Απαύδησα! Δεν πρόκειται να ζήσω εγώ αιώνια.

Παράτησέ με! Μια πνοή είν’ η ζωή μου όλη κι όλη.

17 Τι είναι ο άνθρωπος

που τόσο να τον λογαριάζεις

και τόση να του δίνεις προσοχή;

18 Κάθε πρωί να σκύβεις πάνω του

και να τον δοκιμάζεις

κάθε στιγμή;

19 Πότε θα σταματήσεις να με παρακολουθείς,

και θα μ’ αφήσεις να καταπιώ το σάλιο μου;

20 Αν έσφαλα χωρίς να το γνωρίζω,

εσένα σε τι σ’ έβλαψα, το φύλακα του ανθρώπου;

Γιατί μ’ έβαλες στόχο σου;

Τόσο σου είμαι βάρος;

21 Την αμαρτία μου να συγχωρήσεις δεν μπορείς;

την ανομία μου να σβήσεις;

Αφού σε λίγο θα πλαγιάζω μες στο χώμα

κι αν με γυρεύεις, δε θα υπάρχω πια.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/7-abcf1d4e5ae82b1c12e65ae7f67734dd.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 8

Ο Βιλδάδ βεβαιώνει για τη δικαιοσύνη του Θεού

1 Τότε είπε ο Βιλδάδ ο Σουχίτης:

2 Ως πότε έτσι θα μιλάς

και θα ’ναι τα λεγόμενά σου

δίχως νόημα;

3 Μήπως το δίκιο το αντιστρέφει ο Θεός;

Μήπως στρεβλώνει ο Παντοδύναμος τη δικαιοσύνη;

4 Αν τα παιδιά σου αμάρτησαν ενώπιόν του,

τους έκανε να υποστούνε τις συνέπειες.

5 Αλλά αν εσύ προσφύγεις στο Θεό

και δεηθείς στον Παντοδύναμο,

6 αν είσαι καθαρός και τίμιος,

σίγουρα τότε θα νοιαστεί για σένα

και θ’ αποκαταστήσει αντάξια το σπίτι σου.

7 Η αρχική σου ευημερία

θα σου φανεί πολύ μικρή

μπρος στην πολύ μεγάλη που σου μέλλεται.

8 Ρώτησε τις προηγούμενες γενιές

και πρόσεξε την πείρα των προγόνων τους.

9 Εμείς είμαστε χτεσινοί

και τίποτα δεν ξέρουμε·

πάνω στη γη σαν τη σκιά περνά η ζωή μας.

10 Αυτοί όμως θα σε διδάξουν και θα σου μιλήσουν·

από την πείρα τους θ’ αντλήσουνε τα λόγια τους.

11 Μπορεί έξω απ’ τους βάλτους

να βλαστήσει ο πάπυρος;

Μπορεί χωρίς νερό

να μεγαλώσει το καλάμι;

12 Ενώ είν’ ακόμα πάνω στον ανθό του

και πριν να ’ρθεί ο καιρός του να το κόψουνε,

χωρίς νερό ξεραίνεται

πριν από κάθε άλλο χορτάρι.

13 Έτσι συμβαίνει και σ’ εκείνους όλους

που το Θεό ξεχνούν·

και χάνεται του ασεβή η ελπίδα.

14 Η σιγουριά του είναι μια λεπτή κλωστή,

είν’ η ελπίδα του ιστός αράχνης.

15 Αν στηριχτεί ο ασεβής στο νήμα της αράχνης

να τον κρατήσει δεν μπορεί·

κι αν γαντζωθεί απάνω του

εκείνο δεν θ’ αντέξει.

16 Να τον, ο ασεβής, στον ήλιο αντίκρυ, όλο χυμούς,

μέσα στον κήπο απλώνει τα κλαδιά του.

17 Τυλίγονται στις πέτρες πάνω οι ρίζες του

και βρίσκει στήριγμα ανάμεσα στους βράχους.

18 Μ’ αν τον απομακρύνουν απ’ τον τόπο του,

κανείς δε θα μπορεί να πει

πού ήταν φυτεμένος.

19 Τέτοια είν’ η μοίρα καθώς βλέπεις, του ασεβή·

κι εκεί στη θέση του άλλοι θα βλαστήσουν.

20 Μα δε θ’ αφήσει ο Θεός

ποτέ τον ευσεβή,

ενώ βοήθεια στους κακούς

δεν πρόκειται να δώσει.

21 Θα φέρει ο Θεός ξανά

το γέλιο, Ιώβ, στα χείλη σου!

Το στόμα σου θα το γεμίσει

κραυγές χαράς.

22 Αυτοί όμως που σε μισούν θα καταντροπιαστούνε·

κι η κατοικία των ασεβών

αύριο θα χαθεί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/8-b2da011507d66d184f5b423805216d08.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 9

Αδυναμία του Ιώβ ν’ απαντήσει στο Θεό

1 Ο Ιώβ αποκρίθηκε:

2 Πως έτσι έχουν τα πράγματα

καλά το ξέρω.

Μα πώς μπορεί ένας άνθρωπος

να δικαιωθεί μπρος στο Θεό;

3 Αν κάποιος θα ’θελε μ’ αυτόν ν’ αντιδικήσει,

δε θα μπορούσε να του απαντήσει

στις χίλιες ούτε μια φορά.

4 Είν’ ο Θεός σοφός στο νου

κι έχει μεγάλη δύναμη·

ποιος θα του πάει ενάντια και δε θα ζημιωθεί;

5 Ξάφνου, χωρίς να το ’χει πει,

μετατοπίζει τα βουνά·

και πάνω στο θυμό του τ’ αναποδογυρίζει.

6 Κουνάει τη γη απ’ τον τόπο της

και τρέμουν τα στηρίγματά της.

7 Δίνει στον ήλιο προσταγή, κι αυτός δεν ανατέλλει·

τ’ αστέρια τα κλειδώνει

και δεν τ’ αφήνει να φανούν.

8 Αυτός μονάχος του τον ουρανό τεντώνει

και περπατάει πάνω

στα κύματα της θάλασσας.

9 Έφτιαξε τη Μεγάλη Άρκτο, τον Ωρίωνα,

τις Πλειάδες και του νότου τους αστερισμούς.

10 Κάνει μεγάλα έργα κι ανεξιχνίαστα

και θαύματα αναρίθμητα.

11 Περνάει πλάι μου ο Θεός και δεν τον βλέπω,

με προσπερνάει δίχως να τον αισθανθώ.

12 Παίρνει ό,τι θέλει,

ποιος μπορεί να τον ’μποδίσει;

Ποιος θα τολμήσει να του πει:

«Ε, τι κάνεις εκεί;»

13 Ο Θεός το θυμό του δεν τον συγκρατεί·

στα πόδια του στέκουν σκυμμένοι

της Ραάβ οι ακόλουθοι.

14 Πώς, λοιπόν, θα μπορούσα εγώ να του απαντήσω;

Ποια να διαλέξω λόγια να του αντιταχθώ;

15 Έχω δίκιο, μα δεν μπορώ

να το απαιτήσω.

Πώς να παρακαλέσω να μου δείξει έλεος,

αυτός που έχει ήδη αποφασίσει την καταδίκη μου;

16 Ακόμα κι αν δεχότανε μαζί μου να διαλεχθεί

μπορώ να πιστέψω πως θα με άκουγε;

17 Αυτός με τον ανεμοστρόβιλο με συντρίβει,

και δίχως λόγο

μού πληθαίνει τις πληγές·

18 αναπνοή να πάρω δε μ’ αφήνει,

με πίκρες μού γεμίζει τη ζωή.

19 Στη δύναμη να καταφύγω;

Αυτός είναι ο δυνατότερος!

Να καταφύγω στη δικαιοσύνη;

Ποιος θα θελήσει

να με καλέσει στο δικαστήριο;

20 Είμαι αθώος, είμαι δίκαιος

μα ό,τι κι αν πω

μοιάζει να μ’ ενοχοποιεί, να με καταδικάζει.

21-22 Είμαι αθώος! Και τί μ’ αυτό;

Για μένα πια δεν έχει σημασία,

για τούτο και μιλώ.

Κι αν ήτανε να διακινδυνεύσω τη ζωή μου,

όσο κι αν έχω δίκιο

αυτό δε με βοηθά.

Είτε αθώο είτ’ ένοχο,

ο Θεός θα μ’ αφανίσει.

23 Όταν μια μάστιγα θανατική ξεσπάει άξαφνα,

αυτός γελάει με την αμηχανία των αθώων.

24 Τη γη παρέδωσε στων ασεβών τα χέρια

και τύφλωσε τους δικαστές,

το δίκιο να μην μπορούνε να το δουν.

Αν όλ’ αυτά δεν είν’ απ’ το Θεό,

τότε από ποιον είναι;

25 Τρέχουν οι μέρες μου

κι από δρομέα γοργότερα.

Φεύγουν· δε φέρνουν τίποτα καλό.

26 Γλιστρούν σαν βάρκες από πάπυρο, ελαφρές,

σαν τον αητό που ορμάει

πάνω στη λεία του.

27 Προσπαθώ να ξεχάσω την οδύνη μου,

να διώξω του προσώπου μου το πένθος

για να μοιάζω χαρούμενος.

28 Όμως, τα βάσανά μου συλλογιέμαι και τρομάζω·

γιατί το ξέρω πως δεν πρόκειται

γι’ αθώο ο Θεός να με παραδεχτεί.

29 Λοιπόν με θέλει να ’μαι ένοχος·

τότε γιατί μάταια να κοπιάζω

αθώος να αποδειχτώ;

30 Κι αν με νερό πλυθώ από χιόνι,

κι αν μ’ αλισίβα καθαρίσω τα χέρια μου,

31 αυτός θα με βουτήξει μες στη λάσπη,

έτσι που και τα ίδια μου τα ρούχα να με σιχαθούν.

32 Αχ, αν ήταν άνθρωπος ο Θεός, όπως εγώ,

για να του απαντήσω

και ν’ αντιδικήσουμε!

33 Τουλάχιστον αν υπήρχε ανάμεσά μας διαιτητής,

το χέρι του να βάλει πάνω και στους δυό μας

και να μας κρίνει!

34 Τότε πια θα ’παυε ο Θεός να με χτυπά

και δε θα τον φοβόμουν,

35 θα του μιλούσα θαρρετά.

Μα στην περίπτωσή μου,

αυτός κρατάει την εξουσία

κι εγώ είμαι μόνος με το δίκιο μου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/9-efd3d287a25078c60a47cd657ccca126.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΩΒ

ΙΩΒ 10

Παράπονο του Ιώβ για την κατάστασή του

1 Σιχάθηκα τη ζωή μου·

και το παράπονό μου δε διστάζω να το πω,

μέσ’ απ’ την πίκρα της ψυχής μου να μιλήσω.

2 Λέω στο Θεό: «Μη με καταδικάσεις!

Δείξε μου, για ποιο πράγμα με κατηγορείς.

3 Υπάρχει λόγος να με βασανίζεις;

Να ’χεις στην καταφρόνια το έργο που δημιούργησες

και να ευνοείς τα σχέδια των ασεβών;

4 Ανθρώπινα είν’ τα μάτια σου;

Βλέπεις κι εσύ καθώς οι ανθρώποι βλέπουν;

5 Είν’ η ζωή σου σαν του ανθρώπου λιγοστή,

τα χρόνια σου σαν τα δικά του χρόνια,

6 και ψάχνεις συνεχώς

να βρεις την ανομία μου,

και ερευνάς ν’ ανακαλύψεις κάθε μου αμαρτία;

7 Αφού καλά το ξέρεις πως δεν είμαι ένοχος

και πως κανένας δεν μπορεί

από τα χέρια σου να με γλιτώσει.

8 »Τα χέρια τα δικά σου με σχημάτισαν

και μ’ έπλασαν·

και τώρα αυτά τα ίδια σου τα χέρια

ζητάνε να με καταστρέψουν;

9 Θυμήσου, σε παρακαλώ, πως από χώμα μ’ έπλασες·

και τώρα θέλεις πάλι να με κάνεις χώμα;

10 Καθώς το γάλα μ’ έχυσες,

και με σχημάτισες έτσι όπως πήζουν το τυρί.

11 Με ύφανες με κόκαλα και τένοντες

και μ’ έντυσες με σάρκα και με δέρμα.

12 Ζωή μού χάρισες και σταθερή αγάπη,

και στη ζωή με κράτησε η φροντίδα σου.

13 Μα τώρα ξέρω τι σχεδίαζες για μένα

και τι κρυφά λογάριαζες:

14 Αν αμαρτήσω, να με πιάσεις

και να μη συγχωρήσεις την παρανομία μου.

15 Αλίμονό μου αν είμαι ένοχος!

Κι αν είμαι αθώος πάλι δεν τολμώ

να υψώσω το κεφάλι.

Ταλαίπωρος εγώ

και καταντροπιασμένος!

16 Αν κάνω να σηκώσω το κεφάλι,

σαν το λιοντάρι με κυνηγάς

και με συνθλίβεις

με την περισσευούμενή σου δύναμη.

17 Έχεις πάντα εναντίον μου καινούριους μάρτυρες,

η οργή σου πάνω μου ολοένα και πληθαίνει·

μου επιτίθεσαι με νέες συμφορές.

18 »Γιατί απ’ τη μήτρα μ’ άφησες να βγω;

Θα πέθαινα και δε θα μ’ είχε δει

ανθρώπου μάτι.

19 Θα ’τανε σαν να μην υπήρξα,

κι απ’ τη κοιλιά στον τάφο μου

θα ’χα μεταφερθεί.

20 Λίγη μου μένει πια ζωή.

Πάρε από μένα τις ταλαιπωρίες

κι άσε με λίγη ανάπαυση να βρω,

21 πριν πάω εκεί απ’ όπου πια δε θα γυρίσω,

στου σκοταδιού τη χώρα και της σκιάς,

22 στη χώρα όπου βαθύτατο σκοτάδι βασιλεύει και σύγχυση,

όπου ακόμα και το φως

είναι σαν το σκοτάδι!»

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JOB/10-deb5e281ae4ddb75cd3a8005643922f9.mp3?version_id=173—