Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 11

Ο λαός δεν κράτησε τις υποσχέσεις του

1 Ο Κύριος έδωσε σ’ εμένα τον Ιερεμία το παρακάτω μήνυμα:

2 «Ακούστε της διαθήκης μου τους όρους! Μίλα στο λαό του Ιούδα, στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ,

3 και πες τους καθαρά ότι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, διακηρύττει: “καταραμένος να ’ναι όποιος δεν τηρεί της διαθήκης μου τους όρους!”

4 Και να ποια είναι η διαθήκη που έκανα με τους προγόνους σας, όταν τους έβγαλα από την κόλαση της Αιγύπτου:Τους είπα ότι αν σ’ εμένα υπακούσουν και πράξουν όλα αυτά που τους διέταξα, τότε αυτοί θα είναι λαός μου κι εγώ Θεός τους.

5 Με την προϋπόθεση αυτή θα εκπλήρωνα την υπόσχεση που είχα δώσει με όρκο στους προγόνους σας, τη χώρα να τους δώσω που ρέει γάλα και μέλι. Έτσι έχετε εσείς σήμερα αυτή τη χώρα».

Τότε εγώ απάντησα: «Έτσι είναι, Κύριε».

6 Ύστερα ο Κύριος μου είπε: «Κήρυξε αυτό το μήνυμα που θα σου πω στις πόλεις του Ιούδα και μες στους δρόμους της Ιερουσαλήμ: “ακούστε τους όρους της διαθήκης αυτής και τηρήστε τους.

7 Κατηγορηματικά, επίμονα κι επανειλημμένα προειδοποίησα τους προγόνους σας, από τότε που τους έβγαλα από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα να υπακούουν σ’ εμένα.

8 Αλλά αυτοί δεν υπάκουσαν ούτε δώσανε καμιά προσοχή. Ακολούθησαν τις επιθυμίες της πονηρής καρδιάς τους· γι’ αυτό και τους τιμώρησα, σύμφωνα με τους όρους αυτής της διαθήκης, που τους είχα διατάξει να την εφαρμόσουν αλλά εκείνοι δεν την εφάρμοσαν”».

9 Μου είπε ακόμα ο Κύριος: «Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα συνωμοτήσαν εναντίον μου.

10 Επέστρεψαν στις ανομίες των προπατόρων τους, που είχαν αρνηθεί να υπακούσουν τα λόγια μου. Έτσι κι αυτοί ακολούθησαν άλλους θεούς και τους λάτρεψαν. Οι Ισραηλίτες και οι κάτοικοι του Ιούδα παρέβηκαν τη διαθήκη μου που είχα συνάψει με τους προγόνους τους».

11 Γι’ αυτό ο Κύριος λέει: «Θα τους φέρω τέτοια καταστροφή, που να μην μπορούν να ξεφύγουν. Θα μου φωνάζουν για βοήθεια, αλλά δε θα τους ακούω.

12 Τότε οι πόλεις του Ιούδα κι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ θα πάνε να ζητήσουν βοήθεια απ’ τους θεούς στους οποίους προσφέρουν θυσίες, αλλά αυτοί δε θα τους σώσουν τον καιρό της καταστροφής τους.

13 Γιατί όσες είναι οι πόλεις του Ιούδα, τόσοι είναι και οι θεοί τους· και όσοι είναι οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ τόσα είναι και τα θυσιαστήρια όπου έχουν τοποθετηθεί τα αισχρά είδωλα του Βάαλ, στα οποία προσφέρουνε θυσίες.

14 Γι’ αυτό, Ιερεμία, μην προσεύχεσαι σ’ εμένα για τούτον το λαό· μη με παρακαλείς τόσο γι’ αυτόν. Δεν πρόκειται να τους ακούσω, όταν σ’ εμένα θα προσεύχονται τον καιρό της καταστροφής τους».

Ο Ισραήλ, το ελαιόδεντρο του Κυρίου

15 «Ο αγαπημένος μου λαός παίζει άσχημο παιχνίδι», λέει ο Κύριος. «Τι δουλειά έχουν αυτοί στο ναό μου; Μήπως νομίζουν ότι με τις θυσίες τους θα αποτρέψουν την καταστροφή κι ότι σύντομα μετά θα αλαλάζουν από χαρά;»

16 Όμορφη, καταπράσινη και καρποφόρα ελιά σε ονόμασε ο Κύριος· αλλά μες σε μεγάλο θόρυβο φωτιά θα βάλει στο φύλλωμά σου και τα κλαδιά σου θα κατακαούν.

17 Ο Κύριος του σύμπαντος, εκείνος που σε φύτεψε, αυτός και θα σε καταστρέψει· γιατί εσείς οι Ισραηλίτες και του Ιούδα οι κάτοικοι τον εαυτό σας βλάψατε κάνοντας το κακό, αφού εξοργίσατε τον Κύριο με τις θυσίες σας στο Βάαλ.

Ο Ιερεμίας απειλείται από τους δικούς του

18 Ο Κύριος με πληροφόρησε και τότε έμαθα τι σχεδίαζαν εναντίον μου.

19 Εγώ ήμουν σαν το πρόβατο που είναι ήμερο, ακόμη κι όταν το οδηγούνε στη σφαγή, γιατί δεν ήξερα τα σχέδια τα κακά που ετοιμάζαν εναντίον μου. «Ελάτε», λέγανε, «να κόψουμε το δέντρο πάνω στον καρπό του! Να τον βγάλουμε από τη μέση και κανείς να μην τον θυμάται πια».

20 Αλλά, εσύ που κρίνεις δίκαια, Κύριε του σύμπαντος, και εξετάζεις τα αισθήματα και τις σκέψεις των ανθρώπων, κάνε να δω το πώς εσύ θα τους εκδικηθείς· σ’ εσένα έχω εμπιστευθεί την υπόθεσή μου.

21 Οι άντρες της Αναθώθ, γυρεύουν να με θανατώσουν και μου λένε: «Μην προφητέψεις στ’ όνομα του Κυρίου, για να μη σε σκοτώσουμε».

22 Γι’ αυτό ο Κύριος του σύμπαντος λέει γι’ αυτούς: «Εγώ θα τους τιμωρήσω! Οι νέοι τους θα σκοτωθούν στον πόλεμο, οι γιοι και οι κόρες τους θα πεθάνουν από πείνα.

23 Κανένας δε θα ζήσει, από τους άντρες της Αναθώθ, όταν θα επέμβω εναντίον τους για να τους καταστρέψω».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/11-89050c50f8fe7d9aca77c8b02fcc7933.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 12

Ο Ιερεμίας ρωτάει τον Κύριο

1 Κύριε, εσύ είσαι δίκαιος. Πώς μπορώ να διαμαρτυρηθώ εναντίον σου; Όμως θέλω να σε ρωτήσω κάτι σχετικά με τη δικαιοσύνη: Γιατί ευτυχούν οι ασεβείς; Γιατί είναι ασφαλείς όλοι οι άπιστοι;

2 Τους φύτεψες και ρίζωσαν, αυξήθηκαν και καρποφόρησαν. Το όνομά σου είναι πάντοτε στα χείλη τους, αλλά η καρδιά τους είναι μακριά από σένα.

3 Εσύ, Κύριε, με γνωρίζεις και βλέπεις τα όσα κάνω· με δοκίμασες αν είμαι δικός σου. Σύρε τους σαν τα πρόβατα για τη σφαγή κι ετοίμασέ τους για τη μέρα της σφαγής τους.

4 Ως πότε θα παραμένει άνυδρη η χώρα και θα ξεραίνεται το χορτάρι στα χωράφια; Για την κακία των κατοίκων της καταστράφηκαν τα ζώα και τα πουλιά στη χώρα, γιατί αυτοί οι άνθρωποι σκέφτηκαν ότι ο Θεός δεν μπορεί να δει το μέλλον τους.

5 Ο Κύριος λέει: «Αν κουράζεσαι όταν παραβγαίνεις με τους πεζούς, πως θα μπορέσεις να παραβγείς με τ’ άλογα; Αν μόνο στην πεδιάδα νιώθεις βολικά, τι θα κάνεις στη λόχμη του Ιορδάνη;

6 »Ακόμη και τ’ αδέρφια σου κι οι συγγενείς σου σε εγκατέλειψαν, και εναντίον σου συνωμοτούν. Μην τους πιστέψεις, ακόμη κι αν με καλοσύνη σου μιλούν».

Ο Θεός εγκαταλείπει το λαό του

7 Ο Κύριος είπε: «Εγκατέλειψα τον Ισραήλ· απέρριψα τον ίδιο μου το λαό· παρέδωσα την αγαπημένη μου πόλη στην εξουσία των εχθρών της.

8 Ο λαός μου βρυχήθηκε εναντίον μου σαν το λιοντάρι μες στο δάσος· γι’ αυτό μού έγινε αντιπαθής.

9 »Έγινε ο λαός μου σαν ένα ποικιλόχρωμο πουλί, που το κυκλώνουνε τ’ αρπαχτικά τα όρνια. Εμπρός! Φωνάξτε νά ’ρθουν όλα τα άγρια θηρία· για το συμπόσιο να συγκεντρωθούνε.

10 Πολλοί ξένοι βοσκοί κατέστρεψαν το αμπέλι μου, ποδοπατήσαν τα χωράφια μου, μετέτρεψαν σε απαίσια έρημο τους θαυμαστούς αγρούς μου.

11 Η χώρα απλώνεται μπροστά μου ερημωμένη και αξιολύπητη. Όλη η χώρα ερημώθηκε, γιατί κανείς δε νοιάστηκε για τις προειδοποιήσεις μου.

12 »Πάνω σε κάθε λόφο της ερήμου φάνηκαν λεηλατητές, γιατί το ξίφος του Κυρίου θερίζει από τη μια άκρη της χώρας ως την άλλη· κανείς δεν πρόκειται να γλιτώσει.

13 Σιτάρι έσπειραν μα θέρισαν αγκάθια· κουράστηκαν μα τίποτα δεν απόλαυσαν. Η σοδειά τους τούς απογοήτευσε. Ο θυμός ο φοβερός του Κυρίου όλα τα αφάνισε».

Ο Ιούδας και οι γειτονικοί λαοί

14 Ο Κύριος λέει: «Όλους τους κακούς γείτονες του λαού μου, του Ισραήλ, που απλώνουν χέρι στη χώρα που του έχω δώσει, θα τους ξεριζώσω από τη γη τους· αλλά θα ξεριζώσω απ’ ανάμεσά τους και όσους ανήκουν στον Ιούδα.

15 Κι αφού τους ξεριζώσω, πάλι θα τους ελεήσω όλους και θα τους ξαναφέρω καθέναν στη δική του χώρα και στη δική του ιδιοκτησία.

16 Αυτοί δίδαξαν το λαό μου να ορκίζεται στο Βάαλ· αλλά αν μάθουνε καλά την πίστη του λαού μου, και μάλιστα να υπόσχονται με όρκο στο όνομά μου “μα τον αληθινό Θεό”, τότε θα επιτρέψω να κατοικούν ανάμεσα στο λαό μου.

17 Αν όμως κάποιο έθνος δεν υπακούσει, θα το ξεριζώσω εντελώς και θα το καταστρέψω. Εγώ το λέω ο Κύριος».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/12-129f2df8dbc165daab3e144e0974cf79.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 13

Ο Ιερεμίας και η λινή ζώνη

1 Ο Κύριος μου είπε: «Πήγαινε ν’ αγοράσεις ένα λινό ζωνάρι και τύλιξε μ’ αυτό τους γοφούς σου κατάσαρκα, αλλά χωρίς να το πλύνεις».

2 Αγόρασα, λοιπόν, το ζωνάρι, όπως μου είπε ο Κύριος, και το τύλιξα στους γοφούς μου.

3 Έπειτα ο Κύριος μου μίλησε πάλι και μου είπε:

4 «Πάρε το ζωνάρι που αγόρασες και το τύλιξες στους γοφούς σου, και πήγαινε στο χείμαρρο Φάρακαι κρύψε το εκεί σε μια σχισμή του βράχου».

5 Πήγα, λοιπόν, και την έκρυψα στον Φάρα, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου.

6 Μετά από πολλές μέρες μου είπε ο Κύριος: «Πήγαινε στον Φάρα και πάρε το ζωνάρι που σε διέταξα να το κρύψεις εκεί».

7 Πήγα λοιπόν στον Φάρα, έσκαψα και πήρα το ζωνάρι από το μέρος που το είχα κρύψει· ήταν όμως φθαρμένο και άχρηστο.

8-9 Τότε μου είπε ο Κύριος: «Έτσι θα καταρρακώσω τη δόξα για την οποία περηφανεύονται οι κάτοικοι του Ιούδα, τη μεγάλη περηφάνια της Ιερουσαλήμ.

10 Ο κακός αυτός λαός αρνείται να υπακούσει στα λόγια μου και παρασύρεται απ’ τις αδυναμίες της καρδιάς του· ακολουθεί άλλους θεούς, τους λατρεύει και τους προσκυνά. Γι’ αυτό θα γίνει σαν το άχρηστο ζωνάρι.

11 Αλλά όπως το ζωνάρι τυλίγεται κατάσαρκα στους γοφούς, έτσι ήθελα να προσκολληθεί σ’ εμένα η φυλή του Ισραήλ και η φυλή του Ιούδα», λέει ο Κύριος, «για να είναι λαός μου, το καύχημά μου και να μου προσδίδουν δόξα και τιμή. Αλλά αυτοί δε με υπάκουσαν».

Η παραβολή των σταμνιών με το κρασί

12 Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ με διέταξε: «Πες στο λαό εκ μέρους μου ότι κάθε στάμνα μπορεί να γεμίσει με κρασί. Όταν αυτοί σου απαντήσουν: “το ξέρουμε καλά πως όλες οι στάμνες μπορούν να γεμίσουν με κρασί!”

13 τότε θα τους πεις ότι εγώ ο Κύριος λέω: Θα ποτίσω με κρασί όλους τους κατοίκους αυτής της χώρας, τους βασιλιάδες που είναι απόγονοι του Δαβίδ, τους ιερείς και τους προφήτες και όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ώσπου να μεθύσουν.

14 Θα τους συντρίψω όπως τα σταμνιά, ρίχνοντας τον ένα πάνω στον άλλον, τους πατέρες και τους γιους μαζί. Δε θα τους σπλαχνιστώ, δε θα τους λυπηθώ ούτε και θα τους ελεήσω· θα τους καταστρέψω! Εγώ το λέω, ο Κύριος».

Η τελευταία επείγουσα προειδοποίηση

15 Ακούστε και προσέξτε! Μην περηφανεύεστε. Ο Κύριος σας μιλάει.

16 Δοξάστε τον Κύριο, το Θεό σας, προτού σας στείλει το σκοτάδι και σκοντάψουνε τα πόδια σας στα βουνά. Προσμένατε το φως, αλλά ο Κύριος θα το μετατρέψει σε σκιά θανάτου και σε σκοτάδι ζοφερό.

17 Αν δεν δώσετε προσοχή σ’ αυτή την προειδοποίηση, θα κλάψω κάπου απόμερα για την αλαζονεία σας. Πικρά θα κλάψω κι άφθονα δάκρυα θα χύσω, γιατί οδηγείται στην αιχμαλωσία του Κυρίου ο λαός.

Προφητεία εναντίον του Ιωαχίν

18 Πείτε στο βασιλιά και στη βασιλομήτορα: «Ταπεινωθείτε! Κατεβείτε από το θρόνο σας, γιατί έχουνε κιόλας πέσει απ’ τα κεφάλια σας τα δοξασμένα στέμματα.

19 Οι πόλεις του νότιου τμήματος του Ιούδα έχουν αποκλειστεί, κανένας δεν θα μπορεί δρόμο ν’ ανοίξει ως εκεί· όλοι οι κάτοικοι του Ιούδα έχουνε στην αιχμαλωσία συρθεί».

Η ατίμωση της Ιερουσαλήμ

20 Ιερουσαλήμ, τα μάτια σήκωσε και δες· από το βορράέρχονται οι εχθροί σου! Τι θα συμβεί στις πόλεις του Ιούδα; Σου δόθηκαν ωσάν κοπάδι ωραία πρόβατα, που γι’ αυτά υπερηφανευόσουν.

21 Και τι θα πεις όταν ο Κύριος σε υποτάξει στους εχθρούς σου, που τους θεωρούσες φίλους σου; Οι πόνοι θα σε πιάσουν, σαν τη γυναίκα που γεννάει.

22 Κι αν αναρωτηθείς: «Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά σ’ εμένα;» Είναι για τις πολλές τις αμαρτίες σου που σου σηκώνουν τα φορέματα και σε βιάζουν.

23 Ο Κύριος λέει: «Μπορεί ν’ αλλάξει ο μαύρος το χρώμα του ή η λεοπάρδαλη τα στίγματά της; Άλλο τόσο κι εσείς μπορείτε ν’ αλλάξετε και να κάνετε το καλό, τώρα που έχετε μάθει να κάνετε το κακό.

24 Θα σας διασκορπίσω σαν το άχυρο, που της ερήμου ο άνεμος το παίρνει.

25 »Αυτός είναι ο κλήρος σου, η μερίδα που σου έδωσα», λέει ο Κύριος· «επειδή με ξέχασες κι έδωσες πίστη στα είδωλα.

26 Γι’ αυτό εγώ ο ίδιος θα σηκώσω ως το πρόσωπό σου τα φορέματά σου και θα φανεί η ντροπή της γύμνιας σου.

27 Βαρέθηκα πια τις μοιχείες σου, τα χρεμετίσματά σου, τις αισχρές πορνείες σου και τα είδωλά σου πάνω στους λόφους και μέσα στους αγρούς. Αλίμονό σου, Ιερουσαλήμ! Πότε πια θα καθαριστείς απ’ αυτά τα μολύσματα;»

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/13-f8ef54f6ada820ba9a95b148f8cce245.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 14

1 Λόγια του Κυρίου προς τον Ιερεμία σχετικά με την ανομβρία.

2 Όλος ο Ιούδας πενθεί και οι πόλεις του αργοπεθαίνουν. Οι κάτοικοί του κάθονται καταγής θρηνώντας, η Ιερουσαλήμ φωνάζει για βοήθεια.

3 Οι ευγενείς της στέλνουν τους υπηρέτες για νερό. Εκείνοι έρχονται στις δεξαμενές, αλλά νερό δε βρίσκουν· επιστρέφουν με τα δοχεία τους αδειανά, το κεφάλι σκεπασμένο, απογοητευμένοι κι αποθαρρημένοι.

4 Η γη έχει σκάσει από την έλλειψη βροχής, οι γεωργοί απελπισμένοι έχουν σκεπάσει κι αυτοί πένθιμα το κεφάλι τους.

5 Ακόμα και το ελάφι γεννάει στο χωράφι και αφήνει το μικρό του εκεί, γιατί χορτάρι δεν υπάρχει.

6 Τ’ άγρια γαϊδούρια στέκονται στα ψηλώματα και τον αέρα οσμίζονται σαν τα τσακάλια· τα μάτια τους κουράζονται να ψάχνουν για χορτάρι, γιατί δε βρίσκουν πουθενά.

7 «Κύριε, οι ανομίες μας μαρτυρούν εναντίον μας! Βοήθησέ μας όμως, όπως μας υποσχέθηκες. Πολλές είναι οι αποστασίες μας, σ’ εσένα έχουμε αμαρτήσει.

8 Εσύ η μόνη ελπίδα του Ισραήλ, ο σωτήρας του στον καιρό της θλίψης, γιατί φέρνεσαι σαν να είσαι ξένος για τη χώρα, σαν ταξιδιώτης, που απλώς τη νύχτα του περνά σ’ αυτήν;

9 Γιατί στέκεις σαν αποσβολωμένος, σαν πολεμιστής αφοπλισμένος, που να βοηθήσει δεν μπορεί; Αλλά εσύ, Κύριε, είσαι ανάμεσά μας και σ’ εσένα ανήκουμε. Μη μας εγκαταλείψεις!»

Απαγόρευση στον Ιερεμία να προσεύχεται για τον λαό του

10 Ο Κύριος μου είπε γι’ αυτό το λαό: «Επειδή τους αρέσει να περιπλανιούνται ξέφρενοι, γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος, δεν είμαι ευχαριστημένος μαζί τους· δε θα ξεχάσω την ανομία τους και θα τιμωρήσω τις αμαρτίες τους.

11 Μην προσεύχεσαι πια για το λαό αυτόν να τελειώσει η δυστυχία του», μου είπε.

12 «Κι αν ακόμα νηστέψουνε δε θ’ ακούσω την ικεσία τους· ακόμη κι αν προσφέρουν ολοκαυτώματα κι αναίμακτες προσφορές, δε θα ευχαριστηθώ μ’ αυτές αλλά θα κάνω να εξοντωθούν με πόλεμο, με πείνα και με αρρώστια».

13 Τότε εγώ είπα: «Αχ, Κύριε, Θεέ! Οι προφήτες τούς λένε ότι δε θα δούνε πόλεμο, ούτε πείνα και τους υπόσχονται παντοτινή ειρήνη σ’ αυτό τον τόπο».

14 Κι ο Κύριος μου απάντησε: «Οι προφήτες αυτοί λένε ψέματα. Δεν είν’ αλήθεια ότι προφητεύουν στο όνομά μου. Δεν τους έστειλα εγώ ούτε τους πρόσταξα ούτε τους μίλησα εγώ. Σας μιλάνε για ψεύτικα οράματα και χρησμούς· σας λένε ανώφελα πράγματα, τα παραπλανητικά επινοήματα της φαντασίας τους.

15 Γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος, προαναγγέλλω τι θα κάνω σ’ αυτούς τους προφήτες, που λένε ότι δε θα ’ρθει πόλεμος και πείνα στη χώρα: Με πόλεμο και με πείνα θα τους θανατώσω τους προφήτες αυτούς.

16 Το ίδιο και ο λαός που κάθεται κι ακούει τις προφητείες τους: Τα πτώματά τους θα διασκορπιστούν στους δρόμους της Ιερουσαλήμ εξαιτίας της πείνας και του πολέμου –τα πτώματα των γυναικών τους και των παιδιών τους. Και κανένας δε θα βρίσκεται για να τους θάψει. Εγώ θα τους τιμωρήσω για την κακία τους».

Ο Ιερεμίας παραδέχεται τις ανομίες του λαού του

17 Ο Κύριος μου είπε ακόμη: «Πες τους αυτά τα λόγια: Τα μάτια μου χύνουν δάκρυα μέρα νύχτα ασταμάτητα, γιατί ο λαός μου πληγώθηκε βαριά και χτυπήθηκε σκληρά.

18 Βγαίνω στην πεδιάδα, βλέπω τους σκοτωμένους στον πόλεμο· μπαίνω στην πόλη, βλέπω τους νεκρούς από την πείνα. Ακόμα κι οι προφήτες και οι ιερείς τριγυρίζουν αδιάφοροι στη χώρα».

19 Εγώ απάντησα: «Κύριε, απέρριψες τελείως όλο τον Ιούδα; Μισείς το όρος της Σιών; Γιατί μας πλήγωσες και δεν μπορούμε να θεραπευτούμε; Περιμέναμε την ειρήνη, αλλά δεν ήρθε κανένα αγαθό· ελπίζαμε γιατρειά, αλλά μας βρήκε τρόμος.

20 Αναγνωρίζουμε την ασέβειά μας και την ανομία των προγόνων μας· αμαρτήσαμε ενώπιόν σου.

21 Μη μας περιφρονήσεις, για να μη δυσφημιστεί το όνομά σου. Μην καταστρέψεις το δοξασμένο θρόνο σου.Θυμήσου τη διαθήκη που έκανες μαζί μας· μην την αθετήσεις.

22 Οι θεοί των εθνών δεν δίνουν τη βροχή· οι ουρανοί από μόνοι τους καταιγίδες δε στέλνουν. Κύριε, Θεέ μας, σ’ εσένα ελπίζουμε, γιατί εσύ είσαι ο μόνος που τα κάνεις όλα αυτά».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/14-35cfd79b0afeac6536335b7f65a9adc6.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 15

Η αμετάκλητη καταδίκη

1 Αλλά ο Κύριος μου είπε: «Ακόμη κι αν ο Μωυσής και ο Σαμουήλ με παρακαλούσαν, δε θα έπαιρνα το μέρος του λαού αυτού. Διώξ’ τους να φύγουνε μακριά μου.

2 Κι αν σε ρωτήσουν, “που θα πάμε;” απάντησέ τους ότι εγώ ο Κύριος λέω: Καθένας θα πεθάνει με τον τρόπο που έχει καταδικαστεί: άλλοι από πανώλη, άλλοι στον πόλεμο, άλλοι από την πείνα κι άλλοι στην αιχμαλωσία.

3 Με τέσσερις φοβερούς τρόπους θα τους τιμωρήσω: Το ξίφος θα τους σκοτώσει, τα σκυλιά θα τραβολογάνε τα πτώματά τους, οι γύπες και οι ύαινες θα τα φάνε και θα τα εξαφανίσουν.

4 Με όλα τούτα θα τρομάξουν τα βασίλεια της γης. Αυτή θα είναι η τιμωρία για όσα έκανε στην Ιερουσαλήμ ο Μανασσής, γιος του Εζεκία και βασιλιάς του Ιούδα».

Δεν υπάρχει έλεος για την Ιερουσαλήμ

5 «Ποιος λοιπόν θα σε σπλαχνιστεί, Ιερουσαλήμ;» λέει ο Κύριος. «Ποιος θα σε λυπηθεί και θα ’ρθει να σε ρωτήσει τι κάνεις;

6 Εσύ με αποστράφηκες και μ’ εγκατέλειψες. Γι’ αυτό κι εγώ σε τιμώρησα και σε κατέστρεψα· βαρέθηκα να σε συγχωρώ.

7 Πήγα στις πόλεις της χώρας και τις διασκόρπισα στον αέρα με το λιχνιστήρι. Θανάτωσα τα παιδιά και κατέστρεψα το λαό μου, γιατί δεν άφησαν τον κακό τρόπο που ζούσαν.

8 Έκανα τις χήρες περισσότερες απ’ όση είναι η άμμος στην ακροθαλασσιά. Το μεσημέρι οι μανάδες έμαθαν για τους γιους τους ότι σκοτώθηκαν στη μάχη και ξαφνικά τις κυρίεψε αγωνία και τρόμος.

9 Η γυναίκα που είχε γεννήσει εφτά γιους απέμεινε μόνη· της κόπηκε η ανάσα. Ο ήλιος της βασίλεψε το καταμεσήμερο. Είναι ντροπιασμένη και συντριμμένη. Τους υπόλοιπους όμως που ζουν ως τώρα θα τους παραδώσω στα ξίφη των εχθρών τους», λέει ο Κύριος.

Ο Ιερεμίας παραπονιέται – Ο Θεός τον βεβαιώνει για την αποστολή του

10 Αλίμονο μάνα μου! Γιατί με γέννησες; Όλοι στη χώρα τα βάζουν μαζί μου και με κατακρίνουν. Ούτε δάνεισα ούτε δανείστηκα και όμως όλοι τους με καταριούνται.

11 Καταραμένος να ’μαι, Κύριε, αν δεν σε υπηρέτησα σωστά κι αν δεν σε παρακάλεσα ακόμη και για τους εχθρούς μου, στον καιρό της καταπίεσης και της συμφοράς τους!

12 (Μπορεί κανείς να συντρίψει το σίδερο, το σίδερο από το βορρά, το ανακατεμένο με μπρούτζο;)

13 Ο Κύριος απάντησε: «Λαέ του Ιούδα, τα υπάρχοντά σου και τους θησαυρούς σου θα τα παραδώσω στη λεηλασία. Αυτό θα είναι το τίμημα για όλες τις αμαρτίες που έχεις διαπράξει παντού στη χώρα.

14 Θα σε κάνω σκλάβο των εχθρών σου σε μια χώρα που δεν ξέρεις τίποτε γι’ αυτήν, γιατί ο θυμός μου θα ξεσπάσει σαν τη φωτιά και θα σε κάψει».

15 Τότε απάντησα: «Εσύ, Κύριε, γνωρίζεις. Θυμήσου με και βοήθησέ με να εκδικηθώ τους διώκτες μου. Μην είσαι ανεκτικός μ’ αυτούς, γιατί αλλιώς θα με σκοτώσουν. Γνωρίζεις ότι εξαιτίας σου με κορόιδεψαν.

16 Καθώς μιλούσες, άκουσα προσεκτικά τα λόγια σου. Κάθε σου λέξη ήταν για μένα χαρά και ευτυχία στην καρδιά μου, γιατί εγώ ανήκω σ’ εσένα, Κύριε του σύμπαντος.

17 Δεν κάθισα σε συμπόσιο ανθρώπων που διασκεδάζουν, για να ευχαριστηθώ. Αλλά εσύ μου ’δωσες τη δύναμη να καθίσω παράμερα, γεμάτος απ’ την αγανάκτησή σου εναντίον τους.

18 Ο πόνος μου είναι παντοτινός και η πληγή μου αθεράπευτη. Στηρίζω τις ελπίδες μου σ’ εσένα, αλλά εσύ με απογοήτευσες, όπως ο χείμαρρος που του στερεύουν τα νερά το καλοκαίρι».

19 Τότε ο Κύριος μου είπε: «Αν επιστρέψεις σ’ εμένα θα σε δεχτώ και θα μπορείς να με υπηρετείς και πάλι· και αν πάψεις να λες ανοησίες και ζυγίζεις τα λόγια σου, θα ξαναγίνεις το στόμα μου. Οι άνθρωποι πρέπει να ακούν εσένα· όχι εσύ αυτούς.

20 Θα σε κάνω να σταθείς αντίκρυ στο λαό αυτό σαν οχυρό, χάλκινο τείχος. Θα σε πολεμήσουν, αλλά δε θα μπορέσουν να σε νικήσουν, γιατί εγώ θα είμαι μαζί σου για να σε διατηρώ ασφαλή.

21 Θα σε αρπάξω από τα νύχια των κακών, από την εξουσία των καταπιεστών θα σε γλιτώσω. Εγώ το λέω, ο Κύριος».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/15-63c39401c5410711700eaec3caf87145.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 16

Ο Ιερεμίας πρότυπο των επικείμενων κρίσεων

1 Ο Κύριος απευθύνθηκε σ’ εμένα και μου είπε:

2 «Μην πάρεις γυναίκα και μην αποκτήσεις καθόλου παιδιά σ’ αυτόν τον τόπο.

3 Γιατί εγώ, ο Κύριος θα σου πω τι θα συμβεί στα παιδιά που θα γεννηθούν σ’ αυτή τη χώρα, καθώς και στους γονείς τους:

4 Θα πεθάνουν από φοβερή αρρώστια· δε θα υπάρχει κανείς να τους πενθήσει και να τους θάψει· τα πτώματά τους θα μένουν εκτεθειμένα στο χώμα σαν κοπριά. Θα σκοτωθούν στον πόλεμο ή θα πεθάνουν απ’ την πείνα· τα πτώματά τους θα χρησιμέψουν για τροφή στους γύπες και στις ύαινες.

5 »Μην μπεις σε σπίτι που πενθούν·» μου λέει, «μην πας να πενθήσεις μαζί τους ούτε να τους εκφράσεις τη λύπη σου, γιατί εγώ απέσυρα από το λαό αυτόν τη φιλία μου, την αγάπη μου και την ευσπλαχνία μου.

6 Πλούσιοι και φτωχοί, όλοι θα πεθάνουν σ’ αυτή τη χώρα. Κανείς δε θα τους θάψει ούτε θα τους θρηνήσει· κανείς δε θα κάνει εντομές στο σώμα του ούτε θα ξυρίσει το κεφάλι του για να εκφράσει τη λύπη του γι’ αυτούς.

7 Κανένας δε θα μείνει να φάει μαζί τους στο νεκρόδειπνο, να τους προσφέρει ένα ποτήρι παρηγοριάς, ακόμη κι αν είναι ο πατέρας τους ή η μάνα τους που πέθαναν.

8 »Μην μπεις σε σπίτι που γίνεται συμπόσιο και μην καθίσεις να φας και να πιεις μαζί τους.

9 Εγώ, ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέω: Θα κάνω να σωπάσουν στον τόπο αυτό οι θόρυβοι των πανηγυριών, οι κραυγές της χαράς και τα τραγούδια των νιόπαντρων· κι εσείς θα επιζήσετε για να το δείτε.

10 »Όταν θ’ αναγγείλεις στο λαό όλα αυτά που σου λέω, εκείνοι θα σε ρωτήσουν: “γιατί ο Κύριος μας απειλεί μ’ αυτό το μεγάλο κακό; Ποια είναι η ανομία μας και ποια αμαρτία κάναμε απέναντι στον Κύριο, το Θεό μας;”

11 Τότε θα τους απαντήσεις: “οι πρόγονοί σας με αποστραφήκαν”, λέει ο Κύριος. “Ακολούθησαν άλλους θεούς, τους λάτρεψαν και τους προσκύνησαν κι εμένα μ’ εγκατέλειψαν και δεν τήρησαν το νόμο μου.

12 Αλλά κι εσείς κάνατε ακόμα χειρότερα απ’ τους προγόνους σας, γιατί ακολουθήσατε καθένας σας τις επιθυμίες της πονηρής καρδιάς του και δεν υπακούσατε σ’ εμένα.

13 Γι’ αυτό κι εγώ θα σας διώξω απ’ αυτή τη χώρα και θα σας παραπετάξω σε μια χώρα που δεν τη γνωρίσατε ποτέ ούτε εσείς ούτε οι πρόγονοί σας. Εκεί θα είστε υποχρεωμένοι να λατρεύετε άλλους θεούς, μέρα και νύχτα· αλλά τότε δε θα σας δείξω καμιά συμπόνια”».

Η μελλοντική επιστροφή από την εξορία

14 «Έρχονται μέρες», λέει ο Κύριος,«που δε θα λένε πια “μα τον αληθινό Θεό, που έβγαλε τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο”,

15 αλλά θα λένε: “μα τον αληθινό Θεό, που έβγαλε τους Ισραηλίτες από τη χώρα του βορράκι από τις άλλες χώρες όπου τους είχε διασκορπίσει”. Πράγματι θα τους φέρω πάλι πίσω στη χώρα τους, που την είχα δώσει στους προγόνους τους».

Η σύλληψη όλων των ενόχων

16 «Θα στείλω πολλούς ψαράδες», λέει ο Κύριος, «που θα συλλάβουν το λαό του Ιούδα. Έπειτα θα στείλω πολλούς κυνηγούς, που θα τον καταδιώκουν πάνω σε κάθε βουνό και λόφο, και στις σχισμές των βράχων.

17 Βλέπω όλες του τις πράξεις· τίποτα δε μένει από μένα κρυφό, ούτε μπορούν οι ανομίες τους να ξεφύγουν απ’ τη ματιά μου.

18 Πρώτα απ’ όλα θ’ ανταποδώσω πλήρως και χωρίς κανένα συμβιβασμό την αμαρτία τους, γιατί μόλυναν τη χώρα μου με τα νεκρά είδωλά τους και έστησαν αυτά τα βδελύγματα παντού».

Ο αληθινός Θεός τελικά αναγνωρίζεται από όλους

19 Κύριε, εσύ μου δίνεις δύναμη, με προστατεύεις και σ’ εσένα καταφεύγω όταν θλίβομαι. Σ’ εσένα θα ’ρθουν οι λαοί από τα πέρατα της γης και θα πουν: «Βέβαια, οι θεοί που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά ψεύτικα, μάταια κι άχρηστα είδωλα.

20 Είναι δυνατόν κανείς να κατασκευάσει τους θεούς του; Αυτά τα κατασκευάσματα δεν είναι θεοί».

21 «Πράγματι», λέει ο Κύριος, «αυτή τη φορά θα κάνω τους ανθρώπους να γνωρίσουν καλά τη μεγάλη μου δύναμη· τότε θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/16-be8a4d713df59f531c314f1a64fe5770.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 17

Ο Κύριος καταγγέλλει την αμαρτία του λαού του Ιούδα

1 Ο Κύριος λέει: «Η αμαρτία σου, λαέ του Ιούδα, είναι γραμμένη με γραφίδα σιδερένια, χαραγμένη με διαμαντόπετρα πάνω στην πλάκα της καρδιάς σας και στα κέρατα των θυσιαστηρίων σας.

2 Ώστε και τα παιδιά σας να θυμούνται τα θυσιαστήριά σας, τις ιερές ξύλινες στήλες σας κάτω από τα πράσινα δέντρα πάνω στους ψηλούς λόφους,

3 στα όρη και στις πεδιάδες. Κι εγώ θα δώσω τα πλούτη σας κι όλους τους θησαυρούς σας λάφυρο στους εχθρούς σας. Αυτό θα είναι το τίμημα για τις αμαρτίες σας που έχετε διαπράξει σ’ όλη την χώρα.

4 Θα σας διώξω από την χώρα που σας την έδωσα ιδιοκτησία σας. Θα σας υποδουλώσω στους εχθρούς σας, σε μια χώρα που δεν τη γνωρίζετε, γιατί κάνατε το θυμό μου φωτιά που άναψε και καίει για πάντα».

Η ψεύτικη και η αληθινή ασφάλεια

5 Ο Κύριος λέει:

«Καταραμένος ο άνθρωπος που σε άνθρωπο ελπίζει, που από μένα απομακρύνεται και στηρίζεται σε ανθρώπινη δύναμη.

6 Θα είναι σαν το θάμνο στην έρημο: Μένει εκεί στα βράχια της ερήμου, σε τόπο άγονοκαι ακατοίκητο· ποτέ του δε θα δει καλό.

7 Ευλογημένος όμως είν’ ο άνθρωπος που ελπίζει σ’ εμένα και μ’ εμπιστεύεται.

8 Θα είναι σαν το δέντρο το φυτεμένο κοντά στα νερά· απλώνει τις ρίζες του προς το ποτάμι και δε φοβάται όταν έρχεται ο καύσωνας αλλά μένουν τα φύλλα του καταπράσινα· αδιαφορεί για τον καιρό της ξηρασίας κι αδιάκοπα καρποφορεί.

9 »Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς! Είναι τόσο απατηλή και αδιόρθωτη· ποιος μπορεί να τη γνωρίσει σε βάθος;

10 Εγώ ο Κύριος εξερευνώ τα βάθη της καρδιάς, γνωρίζω τις πιο μύχιες επιθυμίες του ανθρώπου, για ν’ ανταποδώσω στον καθένα ανάλογα με τη ζωή του και με τα έργα του.

11 »Ο άνθρωπος που κερδίζει πλούτη με αδικίες, μοιάζει με πέρδικα που ξένα αυγά κλωσάει κι ύστερα την εγκαταλείπουν οι νεοσσοί. Έτσι τα πλούτη του θα τον αφήσουν στης ζωής του τα μισά, και στα στερνά του θα αποδειχτεί ανόητος».

Ο Κύριος μόνη πηγή ζωής

12 Δοξασμένος θρόνος, που ανέκαθεν από τον κόσμο όλο υπερέχει, αυτός είν’ ο ναός μας!

13 Εσύ, Κύριε, είσαι η ελπίδα του Ισραήλ· όλοι όσοι σ’ εγκαταλείπουν θα ντροπιαστούν· θα εξαφανιστούν σαν τα ονόματα που γράφονται στο χώμα, γιατί εγκατέλειψαν τον Κύριο, την πηγή του νερού της ζωής.

Προσευχή του Ιερεμία

14 Κύριε, δε θα γιατρευτώ, αν εσύ δε με γιατρέψεις· δε θα σωθώ, αν εσύ δε με σώσεις· γιατί εσύ είσαι αυτός που σε δοξολογώ.

15 Οι άνθρωποι μου λένε: «Πού είναι οι απειλές του Κυρίου; Ας πραγματοποιηθούν λοιπόν!»

16 Εγώ, όμως, Κύριε δεν αρνήθηκα ποτέ να κάνω ό,τι με πρόσταξες. Ποτέ μου δεν ευχήθηκα να ’ρθει η μέρα της συμφοράς. Εσύ γνωρίζεις ακριβώς αυτά που έχω πει.

17 Μη γίνεσαι, λοιπόν για μένα αιτία τρόμου, εσύ που είσαι η προστασία μου τη μέρα της καταστροφής.

18 Οι διώκτες μου ας ντροπιαστούνε κι όχι εγώ· αυτούς ας πιάσει τρόμος κι όχι εμένα. Πάνω τους ρίξε εσύ της συμφοράς τη μέρα, κατάστρεψέ τους εντελώς.

Η τήρηση του Σαββάτου

19 Ο Κύριος με διέταξε να πάω να σταθώ στην κύρια πύλη της πόλης,απ’ την οποία οι βασιλιάδες του Ιούδα μπαινοβγαίνουν, καθώς και σ’ όλες τις άλλες πύλες της Ιερουσαλήμ,

20 και να τους πω: «Ακούστε το λόγο του Κυρίου, βασιλιάδες και όλος ο λαός του Ιούδα και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, που διαβαίνετε αυτές τις πύλες.

21 »Ο Κύριος λέει: Αν αγαπάτε τη ζωή σας, μη σηκώνετε φορτία και μην τα μεταφέρετε μέσα από τις πύλες της Ιερουσαλήμ μέρα Σάββατο.

22 Το Σάββατο μη βγάζετε φορτία από τα σπίτια σας και μην κάνετε καμιά εργασία, αλλά να θεωρείτε άγια αυτή τη μέρα που ανήκει αποκλειστικά σ’ εμένα, όπως έχω διατάξει τους προγόνους σας.

23 Εκείνοι όμως δεν άκουσαν ούτε έδωσαν καμιά σημασία· πείσμωσαν και δε με υπάκουσαν ούτε δέχτηκαν συμβουλές.

24 »Ακούστε με όμως εσείς! Μην περνάτε κανένα φορτίο μέσα από τις πύλες της πόλης αυτής το Σάββατο, και γενικά μην κάνετε καμιά εργασία αυτή την ημέρα· να τη θεωρείτε άγια μέρα.

25 Τότε θα μπουν μέσα από τις πύλες της πόλης αυτής βασιλιάδες κι άρχοντες της δυναστείας του Δαβίδ. Μαζί με το λαό του Ιούδα και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, θα είν’ ανεβασμένοι σε άμαξες κι άλογα, κι η Ιερουσαλήμ θα είναι πάντα γεμάτη κατοίκους.

26 Θα έρθουν άνθρωποι από τις πόλεις του Ιούδα και από τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, απ’ την περιοχή της φυλής του Βενιαμίν, απ’ τα λοφώδη μέρη, απ’ τα βουνά και τις νότιες περιοχές, και θα προσφέρουν ολοκαυτώματα και θυσίες, αναίμακτες προσφορές, θυμιάματα κι ευχαριστήριες θυσίες στο ναό του Κυρίου.

27 Αλλά αν δεν με υπακούσετε και δε θεωρήσετε αγία τη μέρα του Σαββάτου, αλλά σηκώνετε φορτία και τα μεταφέρετε το Σάββατο μέσα από τις πύλες της Ιερουσαλήμ, τότε θ’ ανάψω φωτιά στις πύλες της πόλης, που θα κατακάψει τα παλάτια της και κανείς δε θα μπορέσει να τη σβήσει».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/17-0d5f82ea1d46006f6f7c839619fd4144.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 18

Ο Ιερεμίας στο σπίτι του αγγειοπλάστη

1 Ο Κύριος απευθύνθηκε σ’ εμένα, τον Ιερεμία, και μου είπε:

2 «Κατέβα αμέσως στο σπίτι του αγγειοπλάστη κι εκεί θ’ ακούσεις τι έχω να σου πω».

3 Κατέβηκα στο σπίτι του αγγειοπλάστη, κι αυτός εργαζόταν στον τροχό.

4 Χάλασε όμως το αγγείο που έφτιαχνε με τα χέρια του, και τότε αυτός ξανάφτιαξε απ’ τον πηλό άλλο αγγείο και του έδωσε τη μορφή που ήθελε ο ίδιος.

5 Τότε ο Κύριος μου είπε:

6 «Ισραηλίτες, δεν μπορώ τάχα να σας μεταχειριστώ όπως μεταχειρίζεται αυτός ο αγγειοπλάστης τον πηλό με τα χέρια του; Έτσι είστε κι εσείς στα δικά μου χέρια.

7 Κάποτε εξαγγέλλω για ένα έθνος ή βασίλειο ότι θα το ξεριζώσω, θα το ανασκάψω και θα το καταστρέψω.

8 Αν το έθνος εκείνο, που εναντίον του μίλησα, αφήσει την κακία του, τότε θα αφήσω κι εγώ τις απειλές μου εναντίον του.

9 Άλλοτε πάλι εξαγγέλλω για ένα έθνος ή βασίλειο ότι θα το χτίσω και θα το φυτέψω.

10 Αν το έθνος εκείνο κάνει ό,τι εγώ θεωρώ κακό και δε με υπακούσει, τότε θα ανακαλέσω το καλό που είχα σκεφτεί να του κάνω.

11 »Πες λοιπόν τώρα εκ μέρους μου στο λαό του Ιούδα και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ: “εγώ σχεδιάζω μια συμφορά εναντίον σας και την προετοιμάζω. Επιστρέψτε, λοιπόν, ο καθένας σας από τον κακό του δρόμο και διορθώστε τη συμπεριφορά σας και τις πράξεις σας”.

12 Αυτοί όμως θα απαντήσουν: “άσ’ τον να λέει! Εμείς θα κάνουμε το δικό μας· και θα πεισμώνουμε όσο μας κάνει κέφι”».

Ο Ισραήλ λησμόνησε τον Κύριό του

13 Γι’ αυτό, ο Κύριος λέει: «Ρωτήστε, λοιπόν, ανάμεσα στα έθνη ποιος άκουσε κάτι παρόμοιο. Ο λαός του Ισραήλ έκανε απίστευτα και ανήκουστα πράγματα.

14 Μπορεί να εξαφανιστεί το χιόνι απ’ του Λιβάνου τις άγριες κι απόκρημνες κορυφές; Μπορούνε τα βαθιά ποτάμια να στερέψουν, που φέρνουν από μακριά κρύα, τρεχούμενα νερά;

15 Κι όμως εμένα με ξέχασε ο λαός μου. Θυμίαμα πρόσφεραν στα είδωλα, στους δρόμους τους σκοντάψαν· ξεστράτισαν απ’ τα παλιά τα μονοπάτια και περπατήσανε σε δρόμους που δεν είχαν χαραχθεί.

16 Έτσι οδηγήσανε τη χώρα τους στην ερήμωση. Στη θέα τους οι περαστικοί ανατριχιάζουν και το κεφάλι τους γυρίζουν με αποστροφή.

17 Θα διασκορπίσω το λαό μου μπρος στους εχθρούς, όπως σκορπίζει ο ανατολικός ο άνεμος τη σκόνη. Την ημέρα της καταστροφής τους θα στρέψω σ’ αυτούς τα νώτα μου, όχι το πρόσωπό μου».

Συνωμοσία εναντίον του Ιερεμία – Προσευχή του προφήτη

18 Είπανε κάποιοι: «Ελάτε να σχεδιάσουμε κάτι εναντίον του Ιερεμία. Λέει ψέματα. Οι ιερείς δεν θα πάψουν να διδάσκουν το νόμο, οι σοφοί να δίνουν συμβουλές, οι προφήτες να φανερώνουν το λόγο του Θεού. Ελάτε να τον χτυπήσουμε με τα ίδια του τα λόγια· τίποτε απ’ όσα λέει να μην προσέξουμε».

19 Πρόσεξέ με, Κύριε, και άκουσε τι λένε αυτοί που με εχθρεύονται.

20 Είναι σωστό να μου ανταποδοθεί κακό αντί για καλό; Αυτοί όμως μου ’σκαψαν το λάκκο. Θυμήσου ότι στάθηκα μπροστά σου και μίλησα εγώ για χάρη τους, για να σταματήσεις να είσαι θυμωμένος μαζί τους.

21 Γι’ αυτό άσε τα παιδιά τους να πεινάσουν και στείλε τους να σκοτωθούν στον πόλεμο· να μείνουν άτεκνες και χήρες οι γυναίκες τους· οι γέροι τους από θανατικό ας πεθάνουν κι οι νέοι τους στη μάχη να χαθούν.

22 Ας ακουστούν κραυγές από τα σπίτια τους, όταν θα φέρεις ξαφνικά εναντίον τους ένοπλες συμμορίες, γιατί σκάψανε λάκκο να με πιάσουνε και στήσανε παγίδες για να μπλεχτούν τα πόδια μου.

23 Αλλά εσύ, Κύριε, γνωρίζεις όλα τους τα σχέδια για να με θανατώσουν. Μη συγχωρήσεις την ανομία τους, μην πάψεις να θυμάσαι την αμαρτία τους. Ας καταρρεύσουν όλοι τους μπροστά σου και πάρε εσύ εκδίκηση όταν θα είσαι οργισμένος.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/18-75a69117d748fa8e2f5820e69899bcbe.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 19

Η σπασμένη στάμνα

1 Ο Κύριος μου είπε: «Πήγαινε ν’ αγοράσεις μια πήλινη στάμνα. Πάρε μαζί σου μερικούς από τους πρεσβυτέρους του λαού κι από τους ιερείς.

2 Έπειτα πήγαινε μαζί τους στην κοιλάδα Εννόμ, έξω απ’ των Συντριμμιών την πύλη κι εκεί ανάγγειλε το μήνυμα που θα σου πω.

3 »Θα τους πεις: “το λόγο ακούστε του Κυρίου, οι βασιλιάδες του Ιούδα κι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Λέει ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ: Θα προξενήσω τέτοιες συμφορές σ’ αυτόν τον τόπο, ώστε όποιος τ’ ακούει να του έρχεται ζάλη.

4 Έπειδή με εγκατέλειψαν και μόλυναν τον τόπο αυτό και πρόσφεραν θυμίαμα εδώ σε ξένους θεούς, που δεν τους γνώριζαν ούτε αυτοί ούτε οι πρόγονοί τους ούτε του Ιούδα οι βασιλιάδες, και γέμισαν τον τόπο αυτό με αίμα αθώων ανθρώπων.

5 Στο Βάαλ καθιέρωσαν τόπους λατρευτικούς, να του προσφέρουν τα παιδιά τους ολοκαύτωμα, πράγμα που ποτέ μου δεν τους διέταξα ούτε που σκέφτηκα να τους το ζητήσω.

6 Για τούτο έρχονται μέρες, που αυτός εδώ ο τόπος δε θα ονομάζεται πια Τοφέθ ούτε κοιλάδα Εννόμ, αλλά Σφαγής πεδιάδα.

7 Θα ματαιώσω εδώ τα σχέδια των κατοίκων του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ· θα τους κάνω να πέσουν από το ξίφος των ανελέητων εχθρών και τα πτώματά τους θα τα δώσω τροφή στους γύπες και στις ύαινες.

8 Θα ερημώσω αυτή την πόλη και στη θέα της θ’ ανατριχιάζουν οι περαστικοί και θα φεύγουνε με αποστροφή μπροστά στις συμφορές της.

9 Οι ανελέητοι εχθροί τους θα τους πολιορκήσουν και τον κλοιό θα σφίξουν τόσο πολύ, που ο ένας θα τρώει τον άλλο· θα φάνε ακόμα και τις σάρκες των ίδιων των παιδιών τους”.

10 »Τότε, εσύ Ιερεμία, θα σπάσεις τη στάμνα μπροστά στους άντρες που θα σε ακολουθούν.

11 Και θα τους πεις ότι εγώ ο Κύριος του σύμπαντος λέω: “όπως σπάζει κανείς την πήλινη στάμνα του αγγειοπλάστη και δεν είναι πια δυνατόν να επιδιορθωθεί, έτσι θα συντρίψω κι εγώ αυτόν το λαό κι αυτή την πόλη. Και θα τους θάβουνε ακόμα και στην Τοφέθ, γιατί δε θα υπάρχει αλλού τόπος για την ταφή τους.

12 Θα κάνω να υποστεί η πόλη αυτή και οι κάτοικοί της τα ίδια που γίναν’ στην Τοφέθ.

13 Όλα τα σπίτια της Ιερουσαλήμ και τα παλάτια των βασιλιάδων του Ιούδα, που στις στέγες τους πρόσφεραν θυμίαμα στ’ αστέρια του ουρανού και έκαναν σπονδές σε θεούς ξένους, θα μολυνθούν από τα πτώματα όπως η Τοφέθ”».

Ο Ιερεμίας στη φυλακή

14 Όταν επέστρεψε ο Ιερεμίας από την Τοφέθ, όπου ο Κύριος τον είχε στείλει να προφητέψει, στάθηκε στην αυλή του ναού του Κυρίου και είπε σ’ όλο το λαό:

15 «Ο Κύριος του σύμπαντος, ο Θεός του Ισραήλ, λέει: “θα φέρω στην πόλη ετούτη και στα περίχωρά της όλα τα δεινά που ανάγγειλα εναντίον της, γιατί δείξαν’ ισχυρογνωμοσύνη και δεν υπάκουσαν στα λόγια μου”».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/19-b5929254831c87f706592166ccf4cf69.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 20

1 Ο ιερέας Πασχούρ, γιος του Ιμρί και επόπτης του ναού του Κυρίου, άκουσε τον Ιερεμία να προφητεύει με τα παραπάνω λόγια.

2 Τότε διέταξε να χτυπήσουν τον προφήτη και να τον βάλουν στην ξυλοπέδη, που βρισκόταν στην άνω πύλη του Βενιαμίν, κοντά στο ναό του Κυρίου.

3 Την άλλη μέρα έβγαλε ο Πασχούρ τον Ιερεμία από την ξυλοπέδη και αυτός του είπε: «Ο Κύριος δεν θα σε ονομάζει πια “Πασχούρ” αλλά “Μαγόρ-Μισσαβίβ” (Τρόμος από Παντού).

4 Ο Κύριος λέει: “θα προξενήσω σ’ εσένα και σ’ όλους τους φίλους σου τρόμο. Θα θανατωθούν μπροστά στα μάτια σου από τα ξίφη των εχθρών τους. Θα παραδώσω όλους τους κατοίκους του Ιούδα στα χέρια του βασιλιά της Βαβυλώνας και θα τους οδηγήσει αιχμαλώτους στη χώρα του ή θα τους θανατώσει.

5 Θα δώσω όλο τον πλούτο αυτής της πόλης, τις περιουσίες των κατοίκων της, τα πολύτιμα αντικείμενά της κι όλους τους θησαυρούς των βασιλιάδων του Ιούδα στα χέρια των εχθρών τους· αυτοί θα τους λεηλατήσουν και θα τους μεταφέρουν αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα.

6 Κι εσύ, Πασχούρ, και όλη η οικογένειά σου θα πάτε στην αιχμαλωσία, στη Βαβυλώνα, κι εκεί θα πεθάνεις και θα ταφείς εσύ και όλοι οι φίλοι σου, στους οποίους προφήτεψες ψέματα”».

Ο Ιερεμίας παραπονιέται στο Θεό

7 Με δελέασες Κύριε, και σου παραδόθηκα. Με άρπαξες με δύναμη και βγήκες νικητής. Εμένα έχουν στόχο πάντα οι χλευασμοί τους. Όλοι με ειρωνεύονται.

8 Κάθε φορά που εξαγγέλλω του Κυρίου το λόγο, θα πρέπει να φωνάζω «βία! αρπαγή!» Γι’ αυτό με κοροϊδεύουν και με περιφρονούν αδιάκοπα.

9 Αλλά όταν λέω μέσα μου: «Ας ξεχάσω τον Κύριο· ας μην ξαναμιλήσω εξ ονόματός του», τότε ο λόγος σου στην καρδιά μου γίνεται φωτιά, που καίει βαθιά στα κόκαλά μου. Απόκαμα να τον συγκρατώ –δεν αντέχω πια.

10 Άκουσα πολλούς να ψιθυρίζουν: «Ο Τρόμος από Παντού.Πάμε να τον καταγγείλουμε στις αρχές!» Όλοι οι φίλοι μου παραφύλαγαν να βρουν το αδύνατο σημείο μου κι έλεγαν: «Κάτι απερίσκεπτο θα πει· και τότε θα τον παγιδέψουμε και θα τον εκδικηθούμε».

11 Αλλά εσύ, Κύριε, είσαι στο πλευρό μου ωσάν γενναίος πολεμιστής. Για τούτο κι όσοι με καταδιώκουν θ’ αποτύχουν· δε θα μπορέσουν να με νικήσουν. Θα καταντροπιαστούν που απέτυχαν τα σχεδιά τους, κι αυτή η ντροπή τους θα κρατήσει αιώνια· δε θα λησμονηθεί ποτέ.

12 Εσύ, Κύριε του σύμπαντος, που διακρίνεις ποιοι σου είναι πιστοί και γνωρίζεις τις επιθυμίες τους και τις σκέψεις τους, κάνε να δω την εκδίκησή σου που θα ’ρθει πάνω τους, γιατί σ’ εσένα ανέθεσα την υπόθεσή μου.

13 Ψάλτε στον Κύριο! Τον Κύριο δοξολογήστε, γιατί απ’ τα χέρια των κακών ανθρώπων γλίτωσε τον φτωχό.

14 Καταραμένη η μέρα που γεννήθηκα! Ας ήταν να χαθεί η μέρα που η μάνα μου μ’ έφερε στη ζωή. Ας πάψει να ’ναι ευλογημένη.

15 Καταραμένος να ’ναι ο άνθρωπος που έφερε στον πατέρα μου τα συχαρίκια και του είπε: «απόχτησες παιδί και είναι αγόρι!» και του ’δωσε πολλή χαρά.

16 Ας γίνει ο άνθρωπος αυτός καθώς οι πόλεις που ο Κύριος τις κατέστρεψε αμετάκλητα. Ας φτάνουνε στ’ αυτιά του οιμωγές πόνου το πρωί, κραυγές μάχης το μεσημέρι.

17 Γιατί να μην πεθάνω μες στην κοιλιά της μάνας μου; Γιατί δεν έγινε αυτή για μένα τάφος, να με βαστάξει μέσα της παντοτινά;

18 Γιατί να βγω απ’ την κοιλιά της μάνας μου; Να βλέπω λύπες και ταλαιπωρίες και να τελειώσω τη ζωή μου στην ντροπή;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/20-e4ff4af277092777d9e9f062473df28b.mp3?version_id=173—