Categories
ΘΡΗΝΟΙ

ΘΡΗΝΟΙ 1

Θλίψη για την αιχμαλωσία της Σιών

1 Αχ, αλίμονο, πώς έμεινε έρημη

η πόλη που είχε άλλοτε τόσο πολύ λαό!

Αυτή που ήταν ονομαστή στα έθνη ανάμεσα

απόμεινε σαν χήρα·

των πόλεων η πριγκίπισσα υποδουλώθηκε.

2 Κλαίει και κλαίει όλη τη νύχτα αδιάκοπα,

τα δάκρυα τα μάγουλά της αυλακώνουν.

Απ’ όλους που την αγαπήσανε κανείς

δε βρίσκεται να την παρηγορήσει.

Όλοι οι φίλοι της την εγκατέλειψαν·

της έγιναν εχθροί.

3 Μετά τη θλίψη και το βάρος της δουλείας,

ο λαός του Ιούδα στην αιχμαλωσία σύρθηκε.

Τώρα μένει στα έθνη ανάμεσα και ησυχία δε βρίσκει·

οι διώκτες του τον φέραν σε αδιέξοδο

τον πίεσαν σκληρά.

4 Οι δρόμοι που οδηγούνε στη Σιών πενθούν,

γιατί κανείς πια στις γιορτές δεν έρχεται.

Ερημωθήκαν όλες της οι πύλες,

οι ιερείς της πικρά αναστενάζουνε,

θλίβονται οι κόρες της,

κι η ίδια πολύ είναι πικραμένη.

5 Οι αντίπαλοί της πάνω της κυριάρχησαν,

οι εχθροί της ζουν ευτυχισμένοι,

γιατί ο Κύριος την ταλαιπώρησε για τις πολλές της ανομίες.

Τα νεαρά παιδιά της τα ’διωξε ο εχθρός

και πορευθήκαν στην αιχμαλωσία.

6 Κι η πόλη της Σιών όλη τη δόξα της την έχασε·

οι άρχοντές της γίνανε σαν ελάφια

που δε βρίσκουν τροφή·

κι είναι σχεδόν χαμένη η δύναμή τους,

καθώς τρέχουνε να ξεφύγουν απ’ το διώκτη τους.

7 Η Ιερουσαλήμ στης δυστυχίας της

και στης κατάπτωσης τις μέρες

θυμάται όλη τη λαμπρότητα

που είχε τον παλιό καιρό.

Όταν όμως ο λαός της έπεσε στα χέρια του εχθρού

ούτ’ ένας δεν βρέθηκε να τη βοηθήσει.

Την κοίταζαν οι εχθροί της και γελούσαν

βλέποντας την κατάντια της.

8 Η Ιερουσαλήμ αμάρτησε πολύ,

γι’ αυτό κι έγινε καταγέλαστη.

Όλοι όσοι την εκτιμούσαν, τώρα την περιφρονούν,

γιατί βλέπουν τη γύμνια της·

κι αυτή αναστενάζει

κι από την άλλη στρέφεται μεριά.

9 Το φόρεμά της φέρνει τα ίχνη της ντροπής της·

τέτοιο τέλος δεν τό ’χε ποτέ φανταστεί.

Έπεσε τόσο χαμηλά, χωρίς ούτ’ ένας να βρεθεί

να την παρηγορήσει.

Φωνάζει η πόλη: «Κύριε, δες τη θλίψη μου·

άκου τον πώς καυχιέται ο εχθρός μου!»

10 Ο εχθρός το χέρι του άπλωσε

σ’ όλους τους θησαυρούς της·

κι αυτή είδε το ναό της να πατούν,

τα έθνη εκείνα που είχε προστάξει ο Κύριος

να μη μπουν μέσα στην κοινότητά του.

11 Αναστενάζουν όλοι της οι κάτοικοι,

ψωμί ζητούν·

δίνουνε τα στολίδια τους, για να ’βρουν τροφή,

έτσι που στη ζωή να κρατηθούνε.

Η πόλη φωνάζει: «Κύριε, κοίταξε,

δες πόσο είμαι καταφρονεμένη!»

12 Κράζει προς τους διαβάτες:

«Αχ, όλοι εσείς, κοιτάξτε με και πέστε αν υπάρχει

πόνος σαν το δικό μου πόνο, που μου εδόθη,

και που μ’ αυτόν ο Κύριος με βασάνισε

τη μέρα της φοβερής του οργής.

13 Από ψηλά έριξε φωτιά στα κόκαλά μου

και τα κατέστρεψε·

δίχτυ στα πόδια μου άπλωσε,

κάτω με πέταξε, μ’ έκανε νά υποφέρω,

για πάντα να πονώ.

14 Έκανε ο Κύριος ζυγό τις αμαρτίες μου,

τις έσφιξε γερά απάνω στο λαιμό μου,

έτσι η δύναμή μου ατόνησε.

Ο Κύριος με παρέδωσε στα χέρια εκείνων,

που δεν μπορώ να τους αντισταθώ.

15 Ο Κύριος μακριά μου απέρριψε

όλους τους άντρες μου, τους ισχυρούς·

πλήθος συγκέντρωσε εναντίον μου,

για να συντρίψει τους πολεμιστές μου.

Πάτησαν του Ιούδα το λαό

καθώς στο πατητήρι τα σταφύλια.

16 Γι’ αυτό εγώ κλαίω· τα μάτια δάκρυα πλημμυρίζουν,

γιατ’ είναι μακριά μου ο παρηγορητής μου

εκείνος που θα μου ξανάδινε ζωή·

αφανιστήκαν τα παιδιά μου,

γιατί ο εχθρός ήταν πολύ ισχυρός».

17 Τα χέρια της άπλωσε ικετευτικά η Σιών,

αλλά κανείς δεν την παρηγορεί·

ο Κύριος επιστράτευσε στον Ιακώβ ενάντια

τους γύρω του εχθρούς·

η Ιερουσαλήμ έγινε μισητή γι’ αυτούς.

18 «Ο Κύριος έχει δίκιο που έτσι μου φέρεται,

γιατί εναντιώθηκα στους λόγους του.

Ακούστε όμως όλοι εσείς εδώ οι λαοί,

κοιτάξτε με στον πόνο μου.

Οι κοπελιές μου και τα παλικάρια μου

φύγαν για την αιχμαλωσία.

19 Κάλεσα αυτούς που με είχαν αγαπήσει

αλλά με πρόδωσαν·

οι ιερείς μου κι οι πρεσβύτεροί μου

στην πόλη πέθαναν γυρεύοντας τροφή,

για να πάρουν δυνάμεις.

20 Κοίταξε, Κύριε, πόσο πολύ υποφέρω·

φλογίζονται τα σπλάχνα μου,

μέσα μου αναταράζεται η καρδιά μου,

τόσο πολύ που σου εναντιώθηκα.

Έξω αφανίζει τα παιδιά μου το ξίφος,

και μέσα το θανατικό.

21 Οι εχθροί μου μ’ άκουσαν ν’ αναστενάζω!

Αλλά κανείς να με παρηγορήσει δεν υπάρχει.

Όλοι τους άκουσαν και χάρηκαν

για την καταστροφή που μου προξένησες εσύ.

Ας έρθει η ημέρα που εξάγγειλες,

για να υποφέρουνε κι αυτοί όπως εγώ.

22 Μην παραβλέψεις την κακία τους· Κύριε,

και σ’ αυτούς κάνε ότι έκανες σ’ εμένα,

για όλες τις αμαρτίες μου.

Γιατί πολλοί ’ναι οι αναστεναγμοί μου,

κι είν’ η καρδιά μου ανήμπορη».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LAM/1-1eae263ae4086282fd425be8af48e390.mp3?version_id=173—

Categories
ΘΡΗΝΟΙ

ΘΡΗΝΟΙ 2

Οι θλίψεις της Σιών προέρχονται από τον Κύριο

1 Αλίμονο, πώς εξευτέλισε ο Κύριος πάνω στο θυμό του

την πόλη της Σιών!

Τη δόξα του Ισραήλ την έριξε από τον ουρανό στη γη·

τη μέρα της οργής του δεν λογάριασε

του θρόνου του το υποπόδιο –το ναό.

2 Ο Κύριος δίχως οίκτο κατέστρεψε όλα του Ιακώβ τα κτήματα·

γκρέμισε πάνω στο θυμό του τα οχυρά του λαού του Ιούδα·

έριξε κάτω στο έδαφος και ταπείνωσε

το βασιλιά τους και τους άρχοντές του.

3 Θυμό γεμάτος τσάκισε

όλη του Ισραήλ τη δύναμη·

το χέρι το δεξί του το αποτράβηξε,

όταν ήρθε ο εχθρός

και άναψε στον Ιακώβ φωτιά μεγάλη,

που όλα τριγύρω τα εξαφάνισε.

4 Τέντωσε σαν εχθρός το τόξο του,

το βέλος στέριωσε στο χέρι το δεξί του

και σαν αντίπαλος χτύπησε

καθετί που τα μάτια μας ευχαριστούσε·

σαν φωτιά το θυμό του ξέχυσε

στη σκηνή πάνω της πόλης της Σιών.

5 Ο Κύριος σαν εχθρός μας έγινε!

Κατέστρεψε τον Ισραήλ,

κατέστρεψε όλα του τ’ ανάκτορα,

γκρέμισε τα οχυρά του,

κι έφερε στο λαό του Ιούδα

θλίψεις και στεναγμούς.

6 Ξήλωσε το ναό του σαν να ήταν παράγκα σε κήπο,

διέλυσε τη γιορταστική σύναξή του.

Ο Κύριος έκανε το λαό της Σιών

να λησμονήσει και γιορτές και Σάββατα,

και στην έξαψη πάνω της οργής του

αποδοκίμασε και το βασιλιά και τους ιερείς.

7 Ο Κύριος κατεδάφισε το θυσιαστήριό του,

το ναό του τον περιφρόνησε,

σε χέρια εχθρικά παρέδωσε

της πόλης τα τείχη.

Φωνές εχθρών ακούστηκαν στον οίκο του Κυρίου,

όπως ηχούσαν τον καιρό της δικής μας γιορτής.

8 Ο Κύριος είχε σκεφτεί το τείχος να γκρεμίσει

της πόλης της Σιών·

τέντωσε γύρω της σχοινί με αποφασιστικότητα,

ώσπου να φέρει την καταστροφή.

Έκανε και το πρόχωμα και το τείχος να πενθήσουν·

έπεσαν και τα δυο μαζί.

9 Οι πύλες της Σιών σωριάστηκαν στη γη·

τους μοχλούς της τους κομμάτιασε.

Ο βασιλιάς κι οι άρχοντές της βρίσκονται

αιχμάλωτοι ανάμεσα στα έθνη·

οι ιερείς της πια το νόμο δεν διδάσκουν·

ούτε οι προφήτες της παίρνουν αποκαλύψεις

με οράματα απ’ τον Κύριο.

10 Οι πρεσβύτεροι της Σιών

κάθονται χάμω σιωπηλοί,

ρίχνουνε στάχτη πάνω στο κεφάλι τους,

φοράνε ρούχα πένθιμα.

Οι κόρες της Ιερουσαλήμ

με θλίψη γέρνουν το κεφάλι τους στη γη.

11 Τα μάτια μου μαράθηκαν από τα δάκρυα,

αναταράχτηκαν τα σπλάχνα μου,

δεν μπορώ να κρύψω την απελπισία μου

μπρος στου λαού μου την κατάρρευση,

ενώ πεθαίνουνε τα βρέφη και τα νήπια

στης πολιτείας τα σοκάκια.

12 Φωνάζουν στις μανάδες τους,

γιατί πεινάνε και διψούν·

σαν τους τραυματίες λιποθυμούν

στης πολιτείας τα σοκάκια,

και ξεψυχούν στην αγκαλιά της μάνας τους.

13 Αγαπημένη Ιερουσαλήμ, με τι να σε συγκρίνω;

με τι να πω πως είσαι όμοια;

και με τι να σε παραβάλω

και πώς να σε παρηγορήσω, πόλη της Σιών;

Η συμφορά σου είναι μεγάλη σαν τη θάλασσα·

ποιος θα μπορούσε απ’ αυτήν να σε γιατρέψει;

14 Όσα οι προφήτες σου είδανε για σένα

ήταν οράσεις ψεύτικες κι απατηλές.

Δε σου φανέρωσαν την ανομία σου,

για ν’ αποτρέψουν έτσι την αιχμαλωσία σου,

αλλά σου δώσαν ψεύτικους χρησμούς, παραπλανητικούς.

15 Όλοι όσοι περνούν στο δρόμο κατά ’δω

χτυπούν χαιρέκακα τα χέρια τους,

κουνάνε το κεφάλι για τα ερείπια της Ιερουσαλήμ

σιγανά τραγουδώντας:

«Αυτή είναι η πόλη που την ονομάζανε

της ομορφιάς αποκορύφωμα,

χαρά όλης της γης;»

16 Όλοι οι εχθροί σου σε κακολογούν·

σφυρίζουν, τρίζουνε τα δόντια

και φωνάζουν:

«Την καταστρέψαμε! Αυτή είναι η ημέρα

που περιμέναμε·

ήρθε, την είδαμε!»

17 Ο Κύριος έκανε ό,τι είχε αποφασίσει,

ξεπλήρωσε τις απειλές

που είχε εξαγγείλει από καιρό·

ανελέητος όλα τα κατέστρεψε,

έκανε τον εχθρό σου να χαρεί για σένα,

τους αντιπάλους σου τους έκανε να θριαμβεύσουν.

18 Πόλη της Σιών, τα τείχη σου ας φωνάξουνε

στον Κύριο να σ’ ελεήσει!

Άσε να τρέξουνε σαν χείμαρρος

μέρα και νύχτα ακούραστα τα δάκρυά σου,

τα μάτια σου χωρίς σταματημό.

19 Σήκω πάλι και πάλι μες στη νύχτα

και πες τον πόνο σου στον Κύριο.

Ξέχυσε την καρδιά σου σαν νερό μπροστά του,

ύψωσε προς αυτόν δεητικά τα χέρια σου,

και παρακάλεσε για των παιδιών σου τη ζωή,

για τα παιδιά που από την πείνα ξεψυχούν

στις άκριες των δρόμων.

20 Κοίταξε, Κύριε, και δες σε ποιον τα έκανες αυτά!

Ήταν σωστό να τρώνε οι γυναίκες τα παιδιά τους

που τα γεννήσαν και τα περιποιήθηκαν;

να θανατώνονται οι ιερείς και οι προφήτες

και μάλιστα μες στο αγιαστήριό σου;

21 Παιδιά και γέροντες είναι στο χώμα ξαπλωμένοι·

το ξίφος θέρισε τα παλικάρια και τις κοπελιές μου·

τη μέρα της οργής σου τους θανάτωσες,

χωρίς συμπόνια τους σφαγίασες.

22 Σαν να ’τανε μέρα γιορτής

από παντού τους φοβερούς εχθρούς μου

μάζεψες,

κι ούτ’ ένας δεν διασώθηκε ούτε ξέφυγε,

τη μέρα, Κύριε, της οργής σου.

Όλα μου τα παιδιά που τα μεγάλωσα και τα περιποιήθηκα

ο εχθρός μού τα εξολόθρεψε.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LAM/2-607d2058fd740c5c93eacc6ebac38624.mp3?version_id=173—

Categories
ΘΡΗΝΟΙ

ΘΡΗΝΟΙ 3

Ελπίδα στο έλεος του Θεού για αποκατάσταση

1 Εγώ είμαι ο άνθρωπος που γνώρισε τη δυστυχία

απ’ το ραβδί της οργής του Κυρίου.

2 Με έσυρε και μ’ έφερε μέσ’ στο βαθύ σκοτάδι, όχι στο φως.

3 Όλο εμένα χτυπάει καθημερινά.

4 Βασάνισε τη σάρκα και το δέρμα μου

και σύντριψε τα κόκαλά μου·

5 με απέκλεισε από παντού,

με περιστοίχισε με πίκρα και με πόνο.

6 Να ζήσω μέσα στο σκοτάδι μ’ έβαλε,

σαν τους νεκρούς του παρελθόντος.

7 Σε τείχη μέσα μ’ έκλεισε και δεν μπορώ να βγω·

μου ’κανε πιο βαριές τις αλυσίδες μου.

8 Ακόμη κι όταν με φωνές τον ικετεύω,

πνίγει την προσευχή μου

για να μη φτάσει ως αυτόν.

9 Τους δρόμους μου τους έφραξε με πέτρες πελεκητές

κι έτσι ακολούθησα λαθεμένο μονοπάτι.

10 Για μένα έγινε σαν αρκούδα

και σαν λιοντάρι που ενεδρεύει.

11 Μ’ έβγαλε απ’ το δρόμο μου

και μ’ έκανε κομμάτια,

με αφάνισε.

12 Το τόξο μου το τέντωσε

και για σημάδι μ’ έβαλε στο βέλος του.

13 Τα βέλη όλα της φαρέτρας μου

τα έμπηξε στα νεφρά μου.

14 Έγινα του λαού μου ο περίγελως,

το αδιάκοπο, χλευαστικό τραγούδι τους.

15 Πίκρες με χόρτασε,

με πότισε φαρμάκι.

16 Χαλίκια με τα δόντια μου με έκανε να φάω.

Μ’ έριξε μες στη στάχτη,

17 μου πήρε την ειρήνη της ψυχής μου,

τι είναι ευτυχία το λησμόνησα,

18 και είπα: «Χάθηκε η δύναμή μου,

αυτή η ελπίδα που ερχόταν απ’ τον Κύριο».

19 Ν’ αναλογίζομαι τη θλίψη και την ταλαιπωρία μου

είναι δηλητήριο και χολή.

20 Αδιάκοπα τα σκέφτομαι και θλίβεται η ψυχή μου.

21 Μα η ελπίδα έρχεται ετούτο όταν θυμάμαι:

22 πως του Κυρίου η ευσπλαχνία δεν εξαντλήθηκε,

ούτε και τέλειωσε το έλεός του.

23 Την κάθε αυγή ξαναγεννιούνται·

κι είν’ η πιστότητά του απέραντη.

24 Είπα: «Ο Κύριος για μένα είναι το παν,

γι’ αυτό και θα ’χω την ελπίδα μου σ’ αυτόν».

25 Ο Κύριος είναι καλός σ’ όποιον τον εμπιστεύεται,

σ’ αυτόν που τον αναζητάει.

26 Είναι καλό να περιμένει κάποιος σιωπηλά

από τον Κύριο τη βοήθεια.

27 Καλό είναι για τον άνθρωπο

να ’χει απ’ τα νιάτα του υπομείνει δυσκολίες.

28 Ας περιμένει κι ας σιωπά,

αφού ο Κύριος τις επιτρέπει.

29 Ας ταπεινώνεται ως τη γη· ίσως υπάρχει ακόμα ελπίδα.

30 Και τα χτυπήματα ας τα δέχεται,

τις ταπεινώσεις ας τις υπομένει.

31 Γιατί ο Κύριος δεν θα τον ταλαιπωρεί για πάντα.

32 Κι όταν τις στενοχώριες δίνει,

πάλι γίνεται σπλαχνικός·

τόσο είναι μεγάλη η αγαθότητά του.

33 Δε χαίρεται όταν στενοχωρεί

κι όταν πικραίνει τους ανθρώπους.

34 Όταν ποδοπατιούνται

της χώρας μας οι αιχμάλωτοι,

35 όταν στα μάτια του Υψίστου μπρος

καταπατιέται το δίκιο ενός ανθρώπου,

36 όταν στο δικαστήριο κάποιος αδικείται,

αυτά ο Κύριος τάχα δεν τα βλέπει;

37 Ποιος είν’ αυτός που όταν πει κάτι, γίνεται;

Ο Κύριος δεν είναι εκείνος που προστάζει;

38 Αν κάτι γίνεται κακό ή κάτι καλό,

ο Ύψιστος το πρόσταξε!

39 Για ποιο πράγμα ο άνθρωπος μπορεί να παραπονεθεί,

αφού, παρόλα του τα λάθη,

βρίσκεται ακόμα στη ζωή;

40 Ας εξετάσουμε τον τρόπο της ζωής μας

κι ας τον διερευνήσουμε,

στον Κύριο ας επιστρέψουμε.

41 Καρδιές και χέρια στο Θεό του ουρανού ας υψώσουμε,

κι ας του προσευχηθούμε:

42 «Αμαρτήσαμε, αποστατήσαμε

κι εσύ ακόμα δε μας το συγχώρησες!

43 Σε κατέλαβε ο θυμός σου και μας καταδίωξες,

δίχως συμπόνια μάς εξόντωσες.

44 Με σύννεφο σκεπάστηκες,

έτσι που να μην μπορεί να το περάσει η προσευχή μας.

45 Μας έκανες σκουπίδια,

βδέλυγμα στους λαούς ανάμεσα.

46 Όλοι οι εχθροί μας με τα λόγια τους

μας κοροϊδεύουν.

47 Τρόμος και θάνατος έπεσε πάνω μας,

ερήμωση και καταστροφή.

48 Χειμάρρους δάκρυα κατεβάζουνε τα μάτια μου,

γιατί ο λαός μου καταστράφηκε!

49 Τα μάτια μου γίναν πηγές αστέρευτες χωρίς σταματημό,

50 ωσότου ο Κύριος να σκύψει

από τα ουράνια και να δει.

51 Τα μάτια μου με κάνουν και πονώ

από το συνεχές κλάμα για την πόλη μου.

52 «Εκείνοι που χωρίς λόγο μ’ εχθρεύονται,

με καταδίωξαν σαν να ’μουνα πετούμενο.

53 Μ’ έριξαν ζωντανό μες σ’ ένα λάκκο

και κλείσαν με μια πλάκα το άνοιγμα.

54 Τα νερά έφτασαν στο λαιμό μου

και μέσα μου είπα:

“χάθηκα!”

55 Επικαλέστηκα το όνομά σου, Κύριε,

απ’ τα βαθιά του λάκκου.

56 Είπα: “το αυτί σου μην το κλείσεις

στο στεναγμό μου, στην κραυγή μου”.

Και τη φωνή μου εσύ την άκουσες.

57 Όταν σε φώναξα ήρθες κοντά

και μού ’πες: “μη φοβάσαι!”

58 Έγινες υπερασπιστής μου, Κύριε, στη δίκη μου,

έσωσες τη ζωή μου.

59 Κύριε, ξέρεις το άδικο που μού ’γινε·

απόδωσέ μου δικαιοσύνη!

60 Είδες όλο το μίσος τους,

όλα τα πονηρά τους σχέδια εναντίον μου.

61 Άκουσες, Κύριε, τις προσβολές τους,

όλα τα πονηρά τους σχέδια εναντίον μου.

62 Τα λόγια των εχθρών μου και οι σκέψεις τους

είν’ εναντίον μου όλη την ημέρα.

63 Κοίτα τους: είτε κάθονται είτε σηκώνονται,

εγώ είμαι το ειρωνικό τους το τραγούδι.

64 Κύριε, ανταπόδωσέ τους σύμφωνα με τα έργα τους.

65 Σκλήρυνε την καρδιά τους·

ας πέσει πάνω τους η κατάρα σου.

66 Μες στην οργή σου καταδίωξέ τους,

κι από τη γη εξαφάνισέ τους, Κύριε».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LAM/3-13acc724be22049adc1f2a086f4428fb.mp3?version_id=173—

Categories
ΘΡΗΝΟΙ

ΘΡΗΝΟΙ 4

Τέλος της τιμωρίας της Σιών

1 Αλίμονο, πώς το χρυσάφι θάμπωσε,

πώς αλλοιώθηκε το καθαρό χρυσάφι!

Οι πέτρες οι ιερέςδιασκορπίστηκαν

στου κάθε δρόμου τις γωνιές!

2 Οι νέοι της Σιών που ήταν πολύτιμοι

και μέτραγαν το βάρος τους σε καθαρό χρυσάφι

τώρα σαν σκεύη λογαριάζονται πήλινα

σαν κοινά έργα αγγειοπλάστη.

3 Και τα τσακάλια ακόμη στα μικρά τους

δίνουν το γάλα τους και τα φροντίζουνε.

Μα οι γυναίκες του λαού μου γίνανε σκληρές

κι αδιάφορες σαν στρουθοκάμηλοι στην έρημο.

4 Κολλάει η γλώσσα των βρεφών

στον ουρανίσκο από τη δίψα·

ψωμί ζητάνε τα παιδιά,

κι ούτ’ ένας δεν υπάρχει να τους δώσει.

5 Αυτοί που τρέφονταν με φαγητά εκλεκτά

στους δρόμους ξεψυχούν από την πείνα·

αυτοί που ανατράφηκαν με πολυτέλειες,

κείτονται τώρα στην κοπριά.

6 Η διαστροφή του λαού μου ήταν χειρότερη

ακόμη κι απ’ την αμαρτία των Σοδόμων,

που με μιας καταστράφηκαν,

χωρίς τη μεσολάβηση χεριών.

7 Οι άρχοντές μας έλαμπαν πιο καθαροί απ’ το χιόνι,

κι από το γάλα πιο λευκοί·

πιο ροδαλή κι απ’ το κοράλλι η όψη τους·

οι φλέβες τους σωστό ζαφείρι.

8 Τώρα έγινε η όψη τους πιο σκοτεινή κι απ’ την καπνιά·

μέσα στους δρόμους δεν μπορείς να τους αναγνωρίσεις.

Στα κόκαλά τους κόλλησε το δέρμα τους,

έγινε ξερό σαν ξύλο.

9 Πιο τυχεροί όσοι με ξίφος θανατώθηκαν,

παρά εκείνοι που πεθάναν απ’ την πείνα,

που υπέκυψαν εξαντλημένοι απ’ το λιμό.

10 Γυναίκες που είναι από τη φύση σπλαχνικές,

έψησαν με τα ίδια τους τα χέρια τα παιδιά τους,

για να τραφούν σ’ εκείνη την πανωλεθρία του λαού μου.

11 Ο Κύριος εξάντλησε όλο του το θυμό!

Ξεχείλισε η φλόγα της οργής του

κι άναψε στη Σιών φωτιά·

η πόλη κατακάηκε μέχρι τα θέμελά της.

12 Κανείς δεν θα το πίστευε, ούτε της γης οι βασιλιάδες

ούτε κανείς στον κόσμο,

πως θα ’μπαινε κατακτητής ο εχθρός

στης Ιερουσαλήμ τις πύλες.

13 Αιτία για την καταστροφή της πόλης

είναι οι αμαρτίες των προφητών της,

των ιερέων της οι αμαρτίες,

που τους δικαίους καταδίκαζαν.

14 Σαν τους τυφλούς στους δρόμους τρίκλιζαν,

στο αίμα βουτηγμένοι,

έτσι που δεν μπορούσε πια κανείς

τα ρούχα τους ν’ αγγίξει.

15 «Φύγετε, ακάθαρτοι!» τους φώναζαν.

«Φύγετε! Τίποτα μην αγγίζετε!»

Έτσι φεύγανε και περιπλανιούνταν·

Μα και τα έθνη έλεγαν:

«Δε μπορούν αυτοί μαζί μας πια να κατοικούν».

16 Ο ίδιος ο Κύριος τους διασκόρπισε,

δε θέλει πια να τους βοηθάει·

Σέβας πια δεν υπάρχει για τους ιερείς,

ούτ’ ευσπλαχνία για τους γέροντες.

17 Τα μάτια μας απόκαμαν να καρτερούν

μάταια μια βοήθεια που δε θα ’ρθει·

προσμέναμε αγναντεύοντας απ’ τις σκοπιές μας

ένα έθνος, που δεν μπορεί να σώσει.

18 Παραμονεύουνε τα χνάρια μας οι εχθροί,

έτσι που δεν μπορούμε ούτε στο δρόμο μας να βγούμε.

Τελείωσαν οι μέρες μας, το τέλος μας πλησιάζει,

ήρθε, είν’ εδώ.

19 Εκείνοι που μας καταδίωκαν

γίναν πιο γρήγοροι κι απ’ τους αετούς·

μας κυνηγήσαν πάνω στα βουνά,

παραμονέψανε για μας στην έρημο.

20 Ο βασιλιάς μας, του Κυρίου ο εκλεκτός,

που απ’ αυτόν κρεμόταν η ζωή μας,

έπεσε στις παγίδες τους·

αυτός, που λέγαμε πως

στη σκιά του θα ζήσουμε στα έθνη ανάμεσα.

21 Χαρείτε και πανηγυρίσετε, Εδωμίτες,

εσείς που κατοικείτε στη χώρα της Ουζ!

Μα και σ’ εσάς θα φτάσει της κρίσης το ποτήρι

και θα μεθύσετε και θα ξεγυμνωθείτε.

22 Πόλη της Σιών, τελείωσε η τιμωρία σου!

Δε θα σε ξαναστείλει ο Κύριος στην αιχμαλωσία.

Όσο για σας όμως Εδωμίτες,

θα τιμωρήσει ο Κύριος την ανομία σας,

τις αμαρτίες σας θα τις αποκαλύψει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LAM/4-ec5e35f8de7c11dc01d6e42d176416d7.mp3?version_id=173—

Categories
ΘΡΗΝΟΙ

ΘΡΗΝΟΙ 5

Προσευχή για έλεος

1 Θυμήσου, Κύριε, τι μας συνέβηκε·

κοίτα να δεις και μόνος σου την προσβολή μας!

2 Τη χώρα που μας έδωσες την πήραν οι αλλοεθνείς,

τα σπίτια μας οι ξένοι.

3 Μείναμε ορφανοί χωρίς πατέρα,

έγιναν χήρες οι μανάδες μας.

4 Πληρώνουμε για το νερό που πίνουμε

και πρέπει ν’ αγοράζουμε τα ξύλα της φωτιάς μας.

5 Οι διώκτες μας μάς κάθισαν στον τράχηλο·

δυνάμεις πια δεν έχουμε

και δεν υπάρχει ανάπαυση για μας.

6 Απλώσαμε ικετευτικά τα χέρια μας στην Αίγυπτο,

στην Ασσυρία, για να χορτάσουμε ψωμί.

7 Οι πρόγονοί μας αμαρτήσανε·

αυτοί όμως δεν υπάρχουν πια,

κι εμείς σηκώνουμε το βάρος των κριμάτων τους.

8 Οι δούλοι έγιναν τώρα αφεντικά μας·

κανείς δεν μας γλιτώνει από τα χέρια τους.

9 Τη ζωή μας τη διακινδυνεύουμε

για να μαζέψουμε τη συγκομιδή μας,

μας απειλούνε της ερήμου οι ληστές.

10 Καίει το δέρμα μας σαν να ’μαστε σε κλίβανο·

τόσο μας βασανίζει η πείνα.

11 Γυναίκες της Σιών κακοποιήθηκαν,

παρθένες μες στις πόλεις του Ιούδα.

12 Πήραν τους άρχοντες της πόλης και τους κρέμασαν,

στους γέροντες δεν δείξανε κανένα σεβασμό.

13 Οι νέοι γυρίζουνε σαν σκλάβοι τη μυλόπετρα,

και τα παιδιά κάτω απ’ το φόρτωμα των ξύλων

γονατίζουν.

14 Οι γέροντες δεν κάθονται στην πύλη πια

να συσκεφθούν,

οι νέοι δεν παίζουν πια τη μουσική τους.

15 Έπαψε της καρδιάς μας η χαρά,

σε πένθος μεταβλήθηκε ο χορός μας.

16 Της δόξας το στεφάνι έπεσε απ’ το κεφάλι μας·

αλίμονο σε μας, γιατί αμαρτήσαμε!

17 Γι’ αυτό ατόνησε η καρδιά μας·

γι’ αυτό θολώσανε τα μάτια μας·

18 γιατί το όρος Σιών γέμισε ερείπια

κι απάνω του τρέχουν αλεπούδες.

19 Εσύ, όμως, Κύριε, αιώνια βασιλεύεις,

μένει ο θρόνος σου από γενιά σ’ άλλη γενιά.

20 Γιατί θέλεις για πάντα να μας λησμονήσεις,

να μας εγκαταλείψεις για όλη τη ζωή μας;

21 Φέρε μας, Κύριε, πάλι κοντά σου

και θα επιστρέψουμε·

δώσε μας πάλι τη ζωή, όπως παλιά.

22 Μήπως μας έχεις εντελώς εγκαταλείψει;

ή μήπως είναι ο θυμός σου εναντίον μας ασίγαστος;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LAM/5-cd976b743be50d70d10016cd6ee2cfd4.mp3?version_id=173—