Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 31

Ο Ιακώβ φεύγει από το Λάβαν

1 Μια μέρα ο Ιακώβ άκουσε τα παιδιά του Λάβαν να λένε: «Ο Ιακώβ τα πήρε όλα όσα είχε ο πατέρας μας· από την περιουσία του πατέρα μας έκανε όλον αυτό τον πλούτο».

2 Πρόσεξε επίσης ο Ιακώβ ότι ο Λάβαν δεν του φερνόταν πια όπως πρώτα.

3 Τότε, είπε ο Κύριος στον Ιακώβ: «Γύρνα στη χώρα των προγόνων σου, εκεί όπου γεννήθηκες, κι εγώ θα είμαι μαζί σου».

4 Ο Ιακώβ έστειλε και κάλεσε τη Ραχήλ και τη Λεία στους αγρούς, εκεί που έβοσκε τα κοπάδια του,

5 και τους είπε: «Βλέπω ότι ο πατέρας σας δε μου φέρνεται πια όπως πρώτα. Ο Θεός όμως του πατέρα μου ήταν πάντα μαζί μου.

6 Εσείς οι ίδιες ξέρετε ότι δούλεψα στον πατέρα σας με όλη μου τη δύναμη.

7 Αλλά εκείνος με εξαπάτησε και μου άλλαξε δέκα φορές το μισθό μου. Κι όμως, ο Θεός δεν τον άφησε να μου κάνει κακό.

8 Όταν έλεγε “όσα έχουν στίγματα θα είναι η αμοιβή σου”, τότε όλα τα κοπάδια γεννούσαν με στίγματα. Όταν έλεγε “τα ραβδωτά θα είναι η αμοιβή σου”, όλα τα κοπάδια γεννούσαν ραβδωτά.

9 Έτσι πήρε ο Θεός τα πρόβατα από τον πατέρα σας και τα έδωσε σ’ εμένα.

10 Την εποχή που ζευγάρωναν τα κοπάδια, είδα στον ύπνο μου ότι τα κριάρια που ανέβαιναν στις προβατίνες ήταν ραβδωτά, διάστικτα και παρδαλά.

11 Ο άγγελος του Θεού μού είπε μέσα στο όνειρο: “Ιακώβ” κι απάντησα: “Ορίστε”.

12 “Κοίτα ένα γύρω”, μου είπε, “και δες: Όλα τα κριάρια που ανεβαίνουν στις προβατίνες είναι ραβδωτά, διάστικτα και παρδαλά· είδα, πράγματι, αυτά που σου έκανε ο Λάβαν.

13 Εγώ είμαι ο Θεός της Βαιθήλ, που του αφιέρωσες εκεί μια ιερή στήλη και του έκανες τάξιμο. Τώρα, λοιπόν σήκω και φύγε από τη χώρα αυτή και γύρνα στην πατρίδα σου”».

14 Η Ραχήλ και η Λεία αποκρίθηκαν: «Μήπως έχουμε εμείς πια μερίδιο στην κληρονομιά από το σπίτι του πατέρα μας;

15 Εμάς μας θεωρεί ξένες· μας πούλησε κι ύστερα έφαγε τα χρήματά μας.

16 Όλη η περιουσία που ο Θεός αφαίρεσε απ’ τον πατέρα μας ανήκει σ’ εμάς και στα παιδιά μας. Τώρα λοιπόν κάνε ό,τι σου είπε ο Θεός».

17 Τότε ο Ιακώβ ανέβασε τους γιους του και τις γυναίκες του στις καμήλες,

18 πήρε κι όλα τα κοπάδια του και όλα τα υπάρχοντά του που τα είχε αποκτήσει στη Μεσοποταμία και ξεκίνησε να πάει στον Ισαάκ, τον πατέρα του, στη Χαναάν.

19 Ο Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατά του και η Ραχήλ επωφελήθηκε κι έκλεψε τα ειδώλια του πατέρα της.

20 Ο Ιακώβ εξαπάτησε το Λάβαν τον Αραμαίο, γιατί έφυγε χωρίς να του το αναγγείλει.

21 Έφυγε βιαστικά μαζί με όλα όσα του ανήκαν. Πέρασε τον ποταμό Ευφράτη και κατευθύνθηκε προς τα βουνά της Γαλαάδ.

Ο Λάβαν καταδιώκει τον Ιακώβ

22 Μετά από τρεις μέρες ανάγγειλαν στο Λάβαν τον Αραμαίο ότι ο Ιακώβ είχε φύγει.

23 Τότε αυτός πήρε μαζί του τους συγγενείς του και καταδίωξε τον Ιακώβ εφτά μέρες δρόμο, και τον πρόφτασε στα βουνά της Γαλαάδ.

24 Ο Θεός όμως την ίδια εκείνη νύχτα του παρουσιάστηκε στ’ όνειρό του και του είπε: «Πρόσεξε, να μην πεις στον Ιακώβ ούτε καλό ούτε κακό».

25 Πρόφτασε λοιπόν ο Λάβαν τον Ιακώβ, όταν εκείνος είχε κατασκηνώσει στα βουνά. Ο Λάβαν με τους συγγενείς του κατασκήνωσε κι αυτός στα βουνά της Γαλαάδ.

26 Ο Λάβαν άρχισε να ρωτάει τον Ιακώβ: «Γιατί με ξεγέλασες και πήρες μαζί σου τις θυγατέρες μου, σαν να ήταν αιχμάλωτες πολέμου;

27 Γιατί έφυγες κρυφά και με εξαπάτησες; Γιατί δεν με ειδοποίησες να σε ξεπροβοδίσω με γιορτές και με τραγούδια, με τύμπανα και με κιθάρες;

28 Γιατί δε μ’ άφησες να φιλήσω τα εγγόνια μου και τις κόρες μου; Φέρθηκες ανόητα!

29 Θα μπορούσα να σου κάνω κακό. Αλλά ο Θεός του πατέρα σου μου είπε χτες τη νύχτα: “Πρόσεξε να μην πεις στον Ιακώβ ούτε καλό ούτε κακό”.

30 Τώρα λοιπόν έφυγες γιατί νοστάλγησες πολύ το σπίτι του πατέρα σου. Γιατί όμως έκλεψες τους θεούς μου;»

31 Ο Ιακώβ αποκρίθηκε στο Λάβαν: «Φοβήθηκα, και σκέφτηκα ότι θα μου έπαιρνες τις θυγατέρες σου.

32 Αλλά εκείνος στον οποίο θα βρεις τους θεούς σου δε θα ζήσει. Ψάξε εδώ μπροστά στους συγγενείς μας και ό,τι είναι δικό σου και το έχω εγώ, πάρ’ το». Αλλά ο Ιακώβ δεν ήξερε ότι η Ραχήλ ήταν που είχε κλέψει τους θεούς.

33 Ο Λάβαν πήγε στη σκηνή του Ιακώβ, στη σκηνή της Λείας και στη σκηνή των δύο δούλων γυναικών, αλλά δε βρήκε τίποτε. Όταν βγήκε από τη σκηνή της Λείας μπήκε στη σκηνή της Ραχήλ.

34 Η Ραχήλ είχε πάρει τα ειδώλια, τα είχε βάλει κάτω από το σαμάρι της καμήλας και είχε καθίσει από πάνω. Ο Λάβαν έψαξε όλη τη σκηνή αλλά δε βρήκε τίποτα.

35 Η Ραχήλ είπε στον πατέρα της: «Μη θυμώσεις, κύριέ μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ μπροστά σου, αλλά έχω την περίοδό μου». Ο Λάβαν έψαξε αλλά δε βρήκε τα είδωλα.

36 Θύμωσε λοιπόν ο Ιακώβ κι άρχισε να φιλονικεί με το Λάβαν: «Ποια είναι η ανομία μου», του λέει, «και ποια η αμαρτία μου που με καταδιώκεις;

37 Έψαξες όλα μου τα υπάρχοντα. Βρήκες τίποτε που ν’ ανήκει στο σπίτι σου; Βάλ’ τα μπροστά στους δικούς μου συγγενείς και στους δικούς σου για να κρίνουν ανάμεσά μας.

38 Είκοσι χρόνια τώρα είμαι μαζί σου. Οι προβατίνες σου και οι κατσίκες σου ποτέ δεν απέβαλαν, κι ένα κριάρι απ’ τα κοπάδια σου ποτέ δεν έφαγα.

39 Ποτέ δε σου έφερα ένα κατασπαραγμένο ζωντανό· εγώ σου το αντικαθιστούσα από τα δικά μου. Από μένα ζητούσες αυτό που μου έκλεβαν, είτε τη μέρα είτε τη νύχτα.

40 Την ημέρα μ’ έτρωγε η ζέστη και τη νύχτα το κρύο. Είχα χάσει τον ύπνο μου.

41 Είκοσι χρόνια τώρα είμαι στο σπίτι σου. Δεκατέσσερα χρόνια σού δούλεψα για τις δύο κόρες σου και έξι για τα κοπάδια σου, κι άλλαξες δέκα φορές την αμοιβή μου.

42 Αν ο Θεός του προπάτορά μου του Αβραάμ, ο Θεός που τον τρέμει ο Ισαάκ, δεν ήταν μαζί μου, ασφαλώς τώρα θα με ξαπόστελνες με χέρια αδειανά. Αλλά ο Θεός είδε την ταλαιπωρία και τους κόπους μου, κι έβγαλε κρίση χτες τη νύχτα».

Η συμφωνία μεταξύ Ιακώβ και Λάβαν

43 Ο Λάβαν αποκρίθηκε στον Ιακώβ: «Οι κόρες αυτές είναι κόρες μου, κι αυτά τα παιδιά παιδιά μου· τα κοπάδια σου είναι κοπάδια μου και καθετί που βλέπεις ανήκει σ’ εμένα. Κι όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τις θυγατέρες μου και για τα παιδιά, που έφεραν στον κόσμο!

44 Έλα τώρα λοιπόν να κάνουμε μια συμφωνία εγώ κι εσύ, κι ας βάλουμε κάτι για μνημείο ανάμεσά μας».

45 Πήρε τότε ο Ιακώβ ένα λιθάρι και το έστησε για αναμνηστική στήλη.

46 «Μαζέψτε πέτρες», είπε στους συγγενείς του. Εκείνοι μάζεψαν πέτρες και έκαναν ένα σωρό, και έφαγαν εκεί, απάνω στο σωρό.

47 Ο Λάβαν ονόμασε το σωρό εκείνο Ιεγάρ-Σαχαδουθά,κι ο Ιακώβ τον ονόμασε Γαλεέδ.

48 Ο Λάβαν είπε: «Ο σωρός αυτός οι πέτρες ας είναι σήμερα μάρτυρας ανάμεσά μας». Γι’ αυτό η τοποθεσία ονομάστηκε Γαλεέδ.

49 Ο Λάβαν επίσης είπε: «Ο Κύριος ας επιβλέπει ανάμεσά μας όταν χωρίσουμε ο ένας από τον άλλο». Έτσι ονόμασαν την τοποθεσία και Μισπά.

50 «Αν κακομεταχειριστείς τις κόρες μου ή αν πάρεις κι άλλες γυναίκες εκτός από τις κόρες μου, ακόμη κι αν κανένας μάρτυρας δεν θα βρίσκεται μπροστά, σκέψου ότι ο Θεός θα είναι μάρτυρας ανάμεσά μας».

51 Ο Λάβαν είπε στον Ιακώβ: «Να ο σωρός αυτός, και η στήλη, που έστησα ανάμεσά μας.

52 Μάρτυρας θα είναι και ο σωρός και η στήλη, ότι εγώ δε θα τα διαβώ προς εσένα ούτε εσύ θα τα διαβείς προς εμένα με κακό σκοπό.

53 Ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ναχώρας κρίνει μεταξύ μας».

Και έδωσε όρκο ο Ιακώβ στο Θεό που τον έτρεμε ο πατέρας του ο Ισαάκ.

54 Μετά πρόσφερε θυσία πάνω στο βουνό, και κάλεσε τους συγγενείς του να φάνε όλοι μαζί. Έφαγαν και πέρασαν τη νύχτα στο βουνό.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/GEN/31-949c7439c243ebf302f2f40c3f1f52ab.mp3?version_id=173—

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 32

1 Ο Λάβαν σηκώθηκε το πρωί, φίλησε τα εγγόνια του και τις κόρες του και τους ευλόγησε. Ύστερα έφυγε και γύρισε στον τόπο του.

Ο Ιακώβ ετοιμάζεται να συναντήσει τον αδερφό του

2 Ο Ιακώβ εξακολούθησε το δρόμο του. Τότε τον συνάντησαν άγγελοι του Θεού.

3 Μόλις τους είδε είπε: «Στρατόπεδο του Θεού θα είν’ αυτό!» Κι ονόμασε τον τόπο εκείνο Μαχαναΐμ.

4 Ο Ιακώβ έστειλε αγγελιοφόρους να προπορευτούν προς τον Ησαύ, τον αδερφό του, στη χώρα Σηείρ, στους αγρούς της Εδώμ,

5 και τους διέταξε να του πουν εκ μέρους του: «Κύριέ μου Ησαύ, εγώ ο Ιακώβ ο δούλος σου έμεινα κοντά στο Λάβαν μέχρι σήμερα.

6 Απέκτησα βόδια, γαϊδούρια και πρόβατα, δούλους και δούλες. Και τώρα στέλνω να σου το αναγγείλω, κυριέ μου, για να κερδίσω την εύνοιά σου».

7 Οι αγγελιοφόροι γύρισαν στον Ιακώβ και του είπαν: «Πήγαμε στον αδερφό σου τον Ησαύ αλλά κι εκείνος έρχεται να σε συναντήσει με τετρακόσιους άντρες μαζί του».

8 Ο Ιακώβ φοβήθηκε πάρα πολύ και τον έπιασε αγωνία. Χώρισε λοιπόν σε δύο στρατόπεδα τους ανθρώπους που ήταν μαζί του, τα πρόβατα, τα βόδια και τις καμήλες.

9 Και σκέφτηκε: «Αν ο Ησαύ έρθει και χτυπήσει το ένα τμήμα, το άλλο θα μπορέσει να διαφύγει».

10 Ύστερα ο Ιακώβ προσευχήθηκε: «Θεέ του προπάτορά μου Αβραάμ και του πατέρα μου Ισαάκ, Κύριε, εσύ μου είπες να γυρίσω στη χώρα μου και στους συγγενείς μου και ότι εσύ θα κάνεις να πάνε όλα καλά για μένα.

11 Δεν αξίζω όλη αυτή την αγάπη και την πιστότητα που έδειξες στο δούλο σου. Πέρασα τον Ιορδάνη έχοντας μόνο το ραβδί μου· και τώρα έχω αυτά τα δύο στρατόπεδα.

12 Γλίτωσέ με τώρα λοιπόν από τον αδερφό μου τον Ησαύ. Φοβάμαι, μήπως έρθει και με σκοτώσει και δεν αφήσει ούτε τις γυναίκες ούτε τα παιδιά.

13 Εσύ είπες ότι θα κάνεις να πάνε όλα καλά για μένα, και θα κάνεις τους απογόνους μου σαν την άμμο της θάλασσας, που από την πληθώρα της δεν μπορεί να μετρηθεί».

14 Ο Ιακώβ πέρασε εκεί τη νύχτα εκείνη. Από τα υπάρχοντά του ξεχώρισε ένα μέρος για δώρο στον αδερφό του τον Ησαύ:

15 Διακόσιες κατσίκες και είκοσι τράγους, διακόσιες προβατίνες και είκοσι κριάρια,

16 τριάντα καμήλες που θήλαζαν τα μικρά τους, σαράντα αγελάδες και δέκα ταύρους, είκοσι θηλυκά γαϊδούρια και δέκα πουλάρια.

17 Τα παρέδωσε στους δούλους του, κάθε κοπάδι χωριστά, και τους είπε: «Περάστε εσείς μπροστά, κι αφήστε απόσταση ανάμεσα στα κοπάδια».

18 «Όταν σε συναντήσει ο αδερφός μου ο Ησαύ», διέταξε τον πρώτο, «και σε ρωτήσει τίνος είσαι, πού πηγαίνεις και σε ποιον ανήκουν αυτά που είναι μπροστά σου,

19 θα απαντήσεις: “ανήκω στο δούλο σου τον Ιακώβ. Αυτά είναι ένα δώρο που στέλνει στον κύριό μου τον Ησαύ, και έρχεται κι ο ίδιος πίσω μας”».

20 Την ίδια διαταγή έδωσε και στο δεύτερο και στον τρίτο και σε όλους όσοι συνόδευαν τα κοπάδια: «Έτσι θα μιλήσετε στον Ησαύ όταν τον συναντήσετε.

21 Θα του πείτε: “Ο δούλος σου ο Ιακώβ έρχεται κι εκείνος πίσω μας”». Στην πραγματικότητα σκεφτόταν: «Ας τον καλοπιάσω με τα δώρα που θα προπορεύονται, και μετά να τον συναντήσω. Ίσως μου φερθεί φιλικά».

22 Πέρασαν λοιπόν μπροστά απ’ αυτόν τα δώρα, ενώ ο ίδιος έμεινε εκείνη τη νύχτα στο στρατόπεδο.

Η πάλη του Ιακώβ

23 Την ίδια εκείνη νύχτα ο Ιακώβ σηκώθηκε και πήρε τις δυο γυναίκες του, τις δυο δούλες του και τους έντεκα γιους του και τους πέρασε από το χείμαρρο του Ιαβόκαντίπερα.

24 Μαζί μ’ αυτούς πέρασε από το χείμαρρο και όλα τα υπάρχοντά του.

25 Εκείνος έμεινε πίσω μόνος.

Τότε πάλεψε κάποιος μαζί του ως την αυγή.

26 Όταν είδε ότι δεν μπορούσε να νικήσει τον Ιακώβ, τον χτύπησε καθώς πάλευαν στην κλείδωση του μηρού του και εξαρθρώθηκε ο γοφός του.

27 Τότε ο άνθρωπος του είπε: «Άφησέ με! Ξημέρωσε». Αλλά ο Ιακώβ απάντησε: «Δε θα σε αφήσω αν δεν με ευλογήσεις».

28 Εκείνος τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Κι απάντησε: «Ιακώβ».

29 «Το όνομά σου» του λέει, «δε θα είναι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ,γιατί αγωνίστηκες με το Θεό και τους ανθρώπους και νίκησες».

30 Ο Ιακώβ τον ρώτησε: «Πες μου το όνομά σου». Κι εκείνος είπε: «Τι ζητάς το όνομά μου;» Και τον ευλόγησε εκεί.

31 Τότε ο Ιακώβ είπε: «Είδα το Θεό κατά πρόσωπο κι ακόμα ζω!» Κι ονόμασε τον τόπο εκείνο Φανουήλ.

32 Ο ήλιος έβγαινε όταν ο Ιακώβ περνούσε τη Φανουήλ, και κούτσαινε στην κλείδωση του μηρού.

33 Γι’ αυτό οι Ισραηλίτες μέχρι σήμερα δεν τρώνε το μέρος εκείνο γύρω από την κλείδωση του μηρού, γιατί εκεί χτυπήθηκε ο Ιακώβ, στο ισχιακό νεύρο.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/GEN/32-0775111df6cecba1ec1f7f0a079a8b7a.mp3?version_id=173—

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 33

Συμφιλίωση Ιακώβ και Ησαύ

1 Ο Ιακώβ κοίταξε πέρα και είδε τον Ησαύ να έρχεται με τετρακόσιους άντρες μαζί του. Τότε μοίρασε τα παιδιά στη Λεία, στη Ραχήλ και στις δύο δούλες.

2 Έβαλε μπροστά τις δούλες με τα παιδιά τους, έπειτα τη Λεία με τα παιδιά της, και ύστερα τη Ραχήλ με τον Ιωσήφ.

3 Ο ίδιος πέρασε μπροστά και προσκύνησε στη γη εφτά φορές πριν πλησιάσει τον αδερφό του.

4 Τότε ο Ησαύ έτρεξε να τον συναντήσει και τον αγκάλιασε· έπεσε στο λαιμό του και τον φιλούσε κι έκλαιγαν μαζί.

5 Όταν σήκωσε τα μάτια του και είδε τις γυναίκες με τα παιδιά ρώτησε: «Τι σου είναι αυτά;» Ο Ιακώβ απάντησε: «Είναι τα παιδιά που χάρισε ο Θεός στο δούλο σου».

6 Πλησίασαν οι δούλες με τα παιδιά τους και προσκύνησαν,

7 έπειτα πλησίασε η Λεία με τα παιδιά της και προσκύνησαν, τέλος πλησίασε ο Ιωσήφ με τη Ραχήλ και προσκύνησαν κι αυτοί.

8 Ο Ησαύ ρώτησε τον αδερφό του: «Τι σκόπευες να κάνεις με όλο εκείνο το πλήθος που συνάντησα;» Ο Ιακώβ απάντησε: «Ήθελα να κερδίσω την εύνοιά σου, κύριέ μου».

9 Ο Ησαύ του είπε: «Έχω αρκετά, αδερφέ μου! Κράτησέ τα· σου ανήκουν».

10 «Όχι, σε παρακαλώ!» του απάντησε ο Ιακώβ. «Αν έχω κερδίσει την εύνοιά σου, δέξου τα δώρα μου. Γιατί όταν είδα το πρόσωπό σου, ήταν σαν να είδα το πρόσωπο του Θεού. Τόσο καλά με δέχτηκες.

11 Δέξου λοιπόν τα δώρα που σου έφερα, γιατί ο Θεός με βοήθησε και έχω απ’ όλα». Και επέμενε τόσο, ώστε ο Ησαύ τα δέχτηκε.

12 Τότε ο Ησαύ είπε: «Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, κι ας πάμε. Εγώ θα έρχομαι μαζί σου».

13 Ο Ιακώβ όμως του απάντησε: «Ξέρεις, κύριέ μου, ότι τα παιδιά είναι αδύνατα, και ότι τα πρόβατα και τα μοσχάρια που θηλάζουν χρειάζονται φροντίδα· έστω και μία μέρα αν κουραστούν, όλα τα κοπάδια θα ψοφήσουν.

14 Πήγαινε εσύ, κύριέ μου, μπροστά απ’ το δούλο σου. Εγώ θα προχωρώ σιγά, σύμφωνα με το βάδισμα των ζώων, που θα προπορεύονται, και με το βάδισμα των παιδιών, ωσότου σε φτάσω στη Σηείρ».

15 Ο Ησαύ είπε: «Να σου αφήσω ένα τμήμα από τους άντρες που είναι μαζί μου». Αλλά ο Ιακώβ απάντησε: «Τι χρειάζεται; Φτάνει μόνο που κέρδισα την εύνοια του κυρίου μου».

16 Ο Ησαύ πήρε την ίδια μέρα το δρόμο της επιστροφής στη Σηείρ.

17 Ο Ιακώβ όμως προχώρησε προς τη Σουκκώθ, όπου έχτισε σπίτι για τον εαυτό του και έφτιαξε μαντριά για τα κοπάδια του. Γι’ αυτό ο τόπος ονομάστηκε Σουκκώθ.

18 Ο Ιακώβ επιστρέφοντας απ’ τη Μεσοποταμία έφτασε ασφαλής στην πόλη Συχέμ, που βρίσκεται στη Χαναάν. Εκεί κατασκήνωσε κοντά στην πόλη,

19 σ’ ένα τμήμα γης που το αγόρασε γιά εκατό νομίσματααπό τους απογόνους του Χαμώρ, πατέρα του Συχέμ.

20 Εκεί έστησε θυσιαστήριο και το ονόμασε «Ο Θεός είναι Θεός του Ισραήλ».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/GEN/33-77ce4c2ea8532f202734c2e4af97113e.mp3?version_id=173—

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 34

Εκδίκηση για την ατίμωση της Δείνας

1 Μια μέρα η Δείνα, η κόρη που η Λεία είχε γεννήσει στον Ιακώβ, βγήκε για να δει τα κορίτσια της περιοχής.

2 Την είδε κι ο Συχέμ, ο γιος του Χαμώρ του Ευαίου, του άρχοντα της περιοχής· την πήρε λοιπόν και πλάγιασε μαζί της και τη βίασε.

3 Τη συμπάθησε όμως πολύ τη Δείνα· το αγάπησε το κορίτσι και μίλησε στην καρδιά του.

4 Και είπε ο Συχέμ στον πατέρα του: «Πάρε μου το κορίτσι αυτό για γυναίκα μου».

5 Ο Ιακώβ έμαθε ότι ο Συχέμ είχε ατιμάσει την κόρη του τη Δείνα, αλλά επειδή οι γιοι του ήταν με τα κοπάδια στους αγρούς, δεν είπε τίποτα ωσότου επέστρεψαν.

6 Ο Χαμώρ, πατέρας του Συχέμ, πήγε στον Ιακώβ για να του μιλήσει.

7 Όταν οι γιοι του Ιακώβ γύρισαν από τους αγρούς και έμαθαν τα καθέκαστα, τους κατέλαβε μεγάλη οργή και αγανάκτηση για το Συχέμ. Πλάγιασε με την κόρη του Ιακώβ ατιμάζοντας έτσι ολόκληρη την οικογένεια του Ισραήλ. Τέτοιο πράγμα δεν έπρεπε να γίνει.

8 Ο Χαμώρ όμως τους έλεγε: «Ο Συχέμ, ο γιος μου, συμπάθησε πολύ την κόρη σας. Δεχτείτε να του τη δώσετε για γυναίκα.

9 Συγγενέψτε μαζί μας. Δώστε μας τις κόρες σας και πάρτε τις δικές μας.

10 Κατοικήστε εδώ μαζί μας. Η χώρα είναι στη διάθεσή σας. Εγκατασταθείτε σ’ αυτήν, κινηθείτε ελεύθερα σ’ αυτήν και αποκτήστε πλούτο απ’ αυτήν».

11 Ο Συχέμ ο ίδιος έλεγε στον πατέρα του κοριτσιού και στ’ αδέρφια της: «Την εύνοιά σας να κερδίσω και ό,τι μου ζητήσετε θα το δώσω.

12 Αυξήστε όσο θέλετε το τίμημα της νύφης και τα δώρα, και θα σας τα δώσω –ό,τι κι αν μου ζητήσετε. Δώστε μου όμως την κοπέλα για γυναίκα».

13 Επειδή ο Συχέμ είχε ατιμάσει την αδερφή τους τη Δείνα, τα παιδιά του Ιακώβ απάντησαν στο Συχέμ και στον πατέρα του το Χαμώρ με πονηριά:

14 «Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό», τους είπαν, «να δώσουμε δηλαδή την αδερφή μας σε άνθρωπο απερίτμητο, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ντροπή για μας.

15 Μόνο μ’ αυτόν τον όρο θα συγκατατεθούμε: Να γίνετε όπως κι εμείς· δηλαδή κάθε αρσενικό σας να περιτμηθεί.

16 Τότε θα σας δώσουμε τις κόρες μας και θα πάρουμε τις δικές σας για γυναίκες· θα κατοικήσουμε μαζί σας και θα γίνουμε ένας λαός.

17 Αν όμως δε δεχτείτε να περιτμηθείτε, θα πάρουμε την κόρη μας και θα φύγουμε».

18 Τα λόγια τους αυτά φάνηκαν σωστά στο Χαμώρ και στο Συχέμ, το γιο του.

19 Ο νέος δεν δίστασε να το κάνει αυτό, γιατί αγαπούσε την κόρη του Ιακώβ. Ο ίδιος ήταν ο πιο σπουδαίος σ’ όλη την οικογένεια του πατέρα του.

20 Πήγαν λοιπόν ο Χαμώρ και ο γιος του ο Συχέμ στην πύλη της πόλης τους και μίλησαν στους άντρες της:

21 «Οι άνθρωποι αυτοί», τους είπαν, «έχουν ειρηνικές διαθέσεις απέναντί μας. Ας εγκατασταθούν στη χώρα μας κι ας κινηθούν ελεύθερα σ’ αυτήν. Η χώρα μας είναι αρκετά μεγάλη και γι’ αυτούς. Θα παίρνουμε γυναίκες τις κόρες τους και θα τους δίνουμε τις κόρες μας.

22 Αλλά οι άνθρωποι αυτοί θα δεχτούν να κατοικήσουν μαζί μας και να γίνουμε ένας λαός μονάχα με μία προϋπόθεση: Ότι όλα τα αρσενικά μας θα περιτμηθούν όπως είναι κι αυτοί περιτμημένοι.

23 Τα κοπάδια τους, τα υπάρχοντά τους και τα ζώα τους θα είναι όλα δικά μας, αρκεί να δεχτούμε τον όρο τους και να κατοικήσουν μαζί μας».

24 Όλοι οι άντρες της πόλης, όλοι όσοι διάβαιναν την πύλη της, υπάκουσαν στον Χαμώρ και στο Συχέμ, το γιο του, και έκαναν περιτομή σε όλα τα αρσενικά τους.

25 Αλλά την τρίτη μέρα, ενώ είχαν ακόμη πόνους, οι δυο γιοι του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευί, αδερφοί της Δείνας, πήραν τα ξίφη τους, μπήκαν στην ανυποψίαστη πόλη και έσφαξαν όλους τους άντρες.

26 Έσφαξαν και το Χαμώρ και το Συχέμ το γιο του, πήραν τη Δείνα από το σπίτι του Συχέμ και έφυγαν.

27 Οι υπόλοιποι γιοι του Ιακώβ όρμησαν στα πτώματα και λεηλάτησαν την πόλη, γιατί οι κάτοικοί της είχαν ατιμάσει την αδερφή τους.

28 Τους πήραν τα πρόβατά τους, τα βόδια τους, τα γαϊδούρια τους και ό,τι υπήρχε στην πόλη και στους αγρούς.

29 Πήραν για λάφυρα όλα τους τα υπάρχοντα, τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους, κι άρπαξαν ό,τι βρήκαν στα σπίτια.

30 Αλλά ο Ιακώβ είπε στο Συμεών και στο Λευί: «Δυστυχία μού φέρατε, γιατί με κάνατε μισητό στους κατοίκους της χώρας, στους Χαναναίους και στους Φερεζαίους. Εγώ έχω λίγους ανθρώπους, ενώ αυτοί μπορούν να συνασπιστούν εναντίον μου και να με χτυπήσουν, και να καταστραφώ εγώ και το σπίτι μου».

31 Κι εκείνοι του απάντησαν: «Έπρεπε να μεταχειριστούν σαν πόρνη την αδερφή μας;»

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/GEN/34-7bd62e01ee0d1a953b6dee05f7a35991.mp3?version_id=173—

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 35

Ο Θεός ευλογεί τον Ιακώβ στη Βαιθήλ

1 Ο Θεός είπε στον Ιακώβ: «Σήκω, πήγαινε στη Βαιθήλ και μείνε εκεί. Και χτίσε εκεί θυσιαστήριο σ’ εμένα το Θεό, που σου φανερώθηκα όταν έφευγες για να γλιτώσεις απ’ τον αδερφό σου τον Ησαύ».

2 Τότε ο Ιακώβ είπε στην οικογένειά του και σ’ όλους όσοι ήταν μαζί του: «Πετάξτε τους ξένους θεούς που βρίσκονται ανάμεσά μας. Καθαριστείτε, αλλάξτε ρούχα

3 κι ας ετοιμαστούμε ν’ ανεβούμε στη Βαιθήλ. Εκεί θα χτίσω θυσιαστήριο στο Θεό που με άκουσε τις μέρες της θλίψης μου και που ήταν μαζί μου στο δρόμο που πορεύτηκα».

4 Εκείνοι έδωσαν στον Ιακώβ όλους τους ξένους θεούς που είχαν στην κατοχή τους και τα σκουλαρίκια που κρεμούσαν στ’ αυτιά τους, κι ο Ιακώβ τα έθαψε κάτω απ’ τη βελανιδιά που ήταν κοντά στη Συχέμ.

5 Έπειτα έφυγαν. Και φόβος Θεού απλώθηκε στις πόλεις γύρω τους· γι’ αυτό δεν καταδίωξαν τους γιους του Ιακώβ.

6 Έτσι ο Ιακώβ και όλος ο λαός που ήταν μαζί του, έφτασαν στη Λουζ, δηλαδή στη Βαιθήλ, στη χώρα της Χαναάν.

7 Εκεί ο Ιακώβ έχτισε θυσιαστήριο, και ονόμασε την τοποθεσία «Θεός της Βαιθήλ», γιατί εκεί του αποκαλύφθηκε ο Θεός, όταν έφευγε για να γλιτώσει από τον αδερφό του.

8 Εκείνη την εποχή πέθανε η Δεβόρα, η τροφός της Ρεβέκκας, και την έθαψαν νότια της Βαιθήλ, κάτω απ’ τη βελανιδιά, που έκτοτε την ονόμασαν «Βελανιδιά των Θρήνων».

9 Ο Θεός εμφανίστηκε πάλι στον Ιακώβ, όταν επέστρεφε από τη Μεσοποταμία και τον ευλόγησε:

10 «Το όνομά σου είναι Ιακώβ», του είπε. «Δε θα ονομάζεσαι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ».Έτσι ο Θεός τον ονόμασε Ισραήλ.

11 Επίσης του είπε: «Εγώ είμαι ο Ελ-Σαδδάι (Θεός παντοκράτορας). Πολυάριθμοι να είναι οι απόγονοί σου. Από σένα θα βγει λαός και άθροισμα λαών, και βασιλιάδες θα προέλθουν από σένα.

12 Σ’ εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω τη χώρα που έδωσα στον Αβραάμ και στον Ισαάκ».

13 Μετά ο Θεός απομακρύνθηκε από τον τόπο όπου μιλούσε με τον Ιακώβ.

14 Ο Ιακώβ έστησε μια λίθινη στήλη στον τόπο όπου είχε μιλήσει μαζί του ο Θεός, και πάνω σ’ αυτήν πρόσφερε σπονδή και έχυσε λάδι.

15 Και ονόμασε τον τόπο εκείνο Βαιθήλ.

Θάνατος της Ραχήλ

16 Στη συνέχεια ο Ιακώβ και η οικογένειά του έφυγαν από τη Βαιθήλ, και ενώ έμενε ακόμα μικρή απόσταση για να φτάσουν στην Εφραθά, ήρθε η ώρα της Ραχήλ να γεννήσει· είχε δύσκολη γέννα.

17 Όταν οι πόνοι της γέννας είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα, η μαμή τής είπε: «Μη φοβάσαι, έκανες πάλι αγόρι».

18 Τη στιγμή που έβγαινε η ψυχή της, γιατί τελικά πέθανε, τον ονόμασε Βεν-Ονί,αλλά ο πατέρας του τον ονόμασε Βενιαμίν.

19 Πέθανε η Ραχήλ, και την έθαψαν στο δρόμο προς την Εφραθά, δηλαδή στη Βηθλεέμ.

20 Ο Ιακώβ έστησε πάνω στον τάφο της μια λίθινη στήλη. Είναι η λίθινη στήλη του τάφου της Ραχήλ, που σώζεται μέχρι σήμερα.

21 Μετά ο Ισραήλ έφυγε από ’κει και κατασκήνωσε πέρα από τη Μιγδάλ-Έδερ.

Οι γιοι του Ιακώβ

22 Την εποχή που ο Ισραήλ έμενε σ’ αυτήν τη χώρα, ο Ρουβήν πήγε και πλάγιασε με τη Βαλλά, την παλλακίδα του πατέρα του, και το ’μαθε αυτό ο Ισραήλ. Οι γιοι του Ιακώβ ήταν δώδεκα:

23 Ο Ρουβήν, που ήταν πρωτότοκος, ο Συμεών, ο Λευί, ο Ιούδας, ο Ισσάχαρ και ο Ζαβουλών από τη Λεία.

24 Ο Ιωσήφ και ο Βενιαμίν, από τη Ραχήλ.

25 Ο Δαν και ο Νεφθαλί από τη Βαλλά, δούλη της Ραχήλ,

26 και ο Γαδ κι ο Ασήρ από τη Ζελφά, δούλη της Λείας. Αυτοί είναι οι γιοι που απέκτησε ο Ιακώβ στη Μεσοποταμία.

Θάνατος του Ισαάκ

27 Ο Ιακώβ ήρθε στον πατέρα του τον Ισαάκ στη Μαμβρή, κοντά στην Κιριάθ-Αρβά, δηλαδή στη Χεβρών. Εδώ είχαν κατοικήσει ως ξένοι ο Αβραάμ και ο Ισαάκ.

28 Ο Ισαάκ έζησε εκατόν ογδόντα χρόνια.

29 Πέθανε και πήγε μαζί με τους νεκρούς του λαού του γέροντας και μακροήμερος. Τον έθαψαν οι γιοι του ο Ησαύ και ο Ιακώβ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/GEN/35-67aff37524afb621a7d69e85c9333dd4.mp3?version_id=173—

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 36

Οι απόγονοι του Ησαύ

1 Αυτές εδώ είναι οι γενεαλογίες του Ησαύ, δηλαδή του Εδώμ:

2 Ο Ησαύ πήρε γυναίκες από τις κοπέλες της Χαναάν, την Αδά, κόρη του Αιλών του Χετταίου, την Ολιβαμά, κόρη του Ανά και εγγονή του Σιβεγών του Ευαίου,

3 και τη Βασεμάθ, κόρη του Ισμαήλ και αδερφή του Νεβαϊώθ.

4 Η Αδά γέννησε στον Ησαύ τον Ελιφάζ, η Βασεμάθ γέννησε το Ρεγουήλ,

5 και η Ολιβαμά γέννησε τον Ιεούς, τον Ιεγλάμ και τον Κορέ. Αυτοί είναι οι γιοι που απέκτησε ο Ησαύ στη Χαναάν.

6 Ο Ησαύ πήρε τις γυναίκες του, τους γιους του και τις θυγατέρες του, όλους όσοι ήταν στο σπίτι του, τα κοπάδια του, όλα τα ζώα του και όλη την περιουσία που είχε αποκτήσει στη Χαναάν, και πήγε να μείνει σε άλλη χώρα, μακριά από τον αδερφό του τον Ιακώβ.

7 Η περιουσία τους ήταν τόσο πολύ μεγάλη, ώστε δεν μπορούσαν να κατοικήσουν μαζί, και η χώρα όπου έμεναν ως ξένοι δεν ήταν δυνατό να τους χωρέσει απ’ τα πολλά κοπάδια τους.

8 Έτσι ο Ησαύ κατοίκησε στα βουνά Σηείρ. Ο Ησαύ είναι ο Εδώμ.

9 Αυτές εδώ είναι οι γενεαλογίες του Ησαύ, του γενάρχη των Εδωμιτών, στα βουνά Σηείρ.

10 Τα ονόματα των γιων του Ησαύ είναι: Ελιφάζ και Ρεγουήλ από τις γυναίκες του Αδά και Βασεμάθ αντίστοιχα.

11 Οι γιοι του Ελιφάζ είναι ο Θαιμάν, ο Ωμάρ, ο Σεφώ, ο Γαετάμ και ο Κενάζ.

12 Η Τιμνά ήταν παλλακή του Ελιφάζ και του γέννησε τον Αμαλήκ. Αυτοί ήταν εγγονοί της Αδά, γυναίκας του Ησαύ.

13 Οι γιοι του Ρεγουήλ είναι ο Ναχάθ, ο Ζεράχ, ο Σαμμά και ο Μιζζά. Αυτοί ήταν εγγονοί της Βασεμάθ, γυναίκας του Ησαύ.

14 Αυτοί εδώ είναι οι γιοι της Ολιβαμά, κόρης του Ανά και εγγονής του Σιβεγών, γυναίκας του Ησαύ: του γέννησε τον Ιεούς, τον Ιεγλάμ και τον Κορέ.

15-16 Αυτοί εδώ είναι οι αρχηγοί των φυλών που προήλθαν από τον Ησαύ: Θαιμάν, Ωμάρ, Σεφώ, Κενάζ, Κορέ, Γαετάμ, Αμαλήκ. Είναι γιοι του Ελιφάζ, πρωτοτόκου του Ησαύ από τη γυναίκα του την Αδά, και ζούσαν στη χώρα της Εδώμ.

17 Οι αρχηγοί Ναχάθ, Ζεράχ, Σαμμά, Μιζζά, που κατοικούσαν στη χώρα της Εδώμ, ήταν γιοι του Ρεγουήλ και εγγονοί της Βασεμάθ, γυναίκας του Ησαύ.

18 Οι αρχηγοί Ιεούς, Ιεγλάμ και Κορέ ήταν γιοι του Ησαύ από τη γυναίκα του την Ολιβαμά, κόρη του Ανά.

19 Όλοι αυτοί λοιπόν ήταν γιοι του Ησαύ και αρχηγοί των φυλών που προήλθαν απ’ αυτούς. Αυτοί αποτελούν τους Εδωμίτες.

Οι απόγονοι του Σηείρ

20-21 Οι πρώτοι κάτοικοι της χώρας του Εδώμ ήταν οι απόγονοι του Σηείρ του Χορραίου. Οι αρχηγοί των Χορραίων ήταν ο Λωτάν, ο Σωβάλ, ο Σιβεγών, ο Ανά, ο Δισών, ο Εσέρ και ο Δισάν, γιοι του Σηείρ.

22 Οι γιοι του Λωτάν ήταν ο Χορρί και ο Αιμάμ. Αδερφή του Λωτάν ήταν η Τιμνά.

23 Οι γιοι του Σωβάλ ήταν ο Αλβάν, ο Μαναχάθ, ο Αιβάλ, ο Σεφώ και ο Ωνάμ.

24 Οι γιοι του Σιβεγών ήταν ο Αϊά και ο Ανά. Ο Ανά είν’ εκείνος που βρήκε πηγές στην έρημο, όταν έβοσκε τα γαϊδούρια του Σιβεγών του πατέρα του.

25 Τα παιδιά του Ανά ήταν ο γιος του ο Δισών και η κόρη του η Ολιβαμά.

26 Οι γιοι του Δισών είναι ο Χεμδάν, ο Εσβάν, ο Ιθράν και ο Χεράν.

27 Οι γιοι του Αισέρ είναι ο Βιλάν, ο Ζααβάν και ο Ακάν.

28 Οι γιοι του Δισάν είναι ο Ουτς και ο Αράν.

29-30 Οι αρχηγοί των φυλών των Χορραίων στη χώρα Σηείρ είναι ο Λωτάν, ο Σωβάλ, ο Σιβεγών, ο Ανά, ο Δισών, ο Αισέρ και ο Δισάν.

Οι βασιλιάδες των Εδωμιτών

31-39 Αυτοί εδώ είναι οι βασιλιάδες που βασίλεψαν διαδοχικά στην Εδώμ, πριν αναδειχθεί βασιλιάς στους Ισραηλίτες:

Ο Βελά, γιος του Βεώρ, στην πόλη Διναβά.

Ο Ιωβάβ, γιος του Ζαράχ, από τη Βοσρά.

Ο Χουσάμ από τη χώρα των Θαιμανιτών.

Ο Αδάδ, γιος του Βεδάδ, στην πόλη Αβίθ· αυτός νίκησε τους Μαδιανίτες στους αγρούς της Μωάβ.

Ο Σαμλά από τη Μαρσεκά.

Ο Σαούλ από τη Ρεχωβώθ, κοντά στον ποταμό.

Ο Βάαλ-Χανάν, γιος του Αχβώρ.

Ο Αδάρ στην πόλη Παού. Η γυναίκα του ονομαζόταν Μεεταβεήλ· ήταν κόρη του Ματραΐδ και εγγονή του Με-Ζαάβ.

Οι φυλές των Εδωμιτών

40-43 Οι αρχηγοί των φυλών των Εδωμιτών είναι οι Τιμνά, Αλβά, Ιεθέθ, Ολιβαμά, Ηλάς, Πινών, Κενάζ, Θαιμάν, Μιβσάρ, Μαγεδιήλ, Ιράν. Όλοι αυτοί κατοίκησαν σε διάφορες περιοχές με τις φυλές τους στη χώρα που κατέλαβαν, και έδωσαν στις περιοχές το όνομα της φυλής τους. Ο Ησαύ ήταν ο γενάρχης τους.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/GEN/36-f15a6e5f5c386e877f7cde64c3aff9f5.mp3?version_id=173—

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 37

Ο Ιωσήφ και τα αδέρφια του

1 Ο Ιακώβ κατοικούσε στη Χαναάν, εκεί όπου είχε μείνει και ο πατέρας του ως ξένος.

2 Αυτές είναι οι διηγήσεις για την οικογένειά του:

Ο γιος του ο Ιωσήφ, όταν ήταν ακόμη παιδί δεκαεφτά ετών, έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τους αδερφούς του, τους γιους της Βαλλάς και της Ζελφάς, γυναικών του πατέρα του. Κι ο Ιωσήφ ανέφερε στον πατέρα τους την κακή τους φήμη.

3 Ο Ισραήλ περισσότερο απ’ όλα τα παιδιά του αγαπούσε τον Ιωσήφ, γιατί τον είχε αποκτήσει στα γηρατειά του. Γι’ αυτό και του έκανε έναν πολύχρωμο χιτώνα.

4 Όταν είδαν οι αδερφοί του ότι ο πατέρας του τον αγαπούσε περισσότερο από όλους τους, άρχισαν να τον μισούν· δεν μπορούσαν πια να του φέρονται φιλικά.

5 Κάποτε ο Ιωσήφ είδε ένα όνειρο και το διηγήθηκε στους αδερφούς του, κι εκείνοι τότε τον μίσησαν ακόμη περισσότερο.

6 «Ακούστε ένα όνειρο που είδα!» τους είπε.

7 «Δέναμε, λέει, δεμάτια από άχυρα καταμεσίς στους αγρούς. Ξάφνου το δικό μου δεμάτι σηκώθηκε και στάθηκε όρθιο, και τα δικά σας δεμάτια περικύκλωσαν και προσκύνησαν το δικό μου».

8 Τότε τ’ αδέρφια του τού είπαν: «Σιγά μη βασιλέψεις κιόλας σ’ εμάς και μας γίνεις κι άρχοντας!» Και τον μισούσαν ακόμα περισσότερο για τα όνειρά του και για τα λόγια του.

9 Είδε ακόμη ένα όνειρο και το διηγήθηκε στους αδερφούς του: «Είδα κι άλλο όνειρο», τους είπε. «Ο ήλιος, λέει, και το φεγγάρι και έντεκα αστέρια με προσκυνούσαν».

10 Το όνειρο αυτό, εκτός από τους αδερφούς του, το διηγήθηκε και στον πατέρα του. Εκείνος τον μάλωσε και του είπε: «Τι σημαίνει αυτό το όνειρο που είδες; Μήπως τάχα θα έρθουμε εγώ, η μητέρα σου και τ’ αδέρφια σου να πέσουμε στη γη και να σε προσκυνήσουμε;»

11 Τ’ αδέρφια του λοιπόν τον φθόνησαν, ενώ ο πατέρας του συγκρατούσε στη μνήμη του αυτά τα όνειρα.

Ο Ιωσήφ πουλιέται στην Αίγυπτο

12 Μια μέρα, τα αδέρφια του Ιωσήφ είχαν πάει να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατέρα τους στη Συχέμ.

13 Τότε είπε ο Ισραήλ στον Ιωσήφ: «Τ’ αδέρφια σου βόσκουν τα πρόβατα στη Συχέμ. Έλα να σε στείλω σ’ αυτούς». Κι εκείνος του απάντησε: «Είμαι πρόθυμος».

14 «Πήγαινε λοιπόν», του είπε, «δες αν είναι καλά τ’ αδέρφια σου και τα πρόβατα, και φέρε μου τα νέα».

Τον έστειλε, κι ο Ιωσήφ πήγε απ’ την Κοιλάδα της Χεβρών στη Συχέμ.

15 Καθώς περιπλανιόταν στα χωράφια, τον συνάντησε κάποιος και τον ρώτησε: «Τι ψάχνεις;»

16 Ο Ιωσήφ απάντησε: «Ψάχνω για τ’ αδέρφια μου. Μπορείς να μου πεις πού βόσκουν τα κοπάδια;»

17 Ο άνθρωπος του είπε: «Έφυγαν από ’δω, γιατί τους άκουσα να λένε: “πάμε προς τη Δωθάν”». Ο Ιωσήφ ακολούθησε τα ίχνη τους και τους βρήκε στη Δωθάν.

18 Μόλις εκείνοι τον είδαν από μακριά και πριν ακόμα τους πλησιάσει, κατέστρωσαν σχέδιο να τον σκοτώσουν.

19 «Να, έρχεται αυτός που βλέπει τα όνειρα», είπαν μεταξύ τους.

20 «Μπρος λοιπόν να τον σκοτώσουμε και να τον ρίξουμε σ’ ένα ξεροπήγαδο. Μετά θα πούμε ότι τον κατασπάραξε ένα άγριο θηρίο. Και να δούμε τότε τι θ’ απογίνουν τα όνειρά του!»

21 Όταν το άκουσε αυτό ο Ρουβήν, προσπάθησε να τον γλιτώσει απ’ τα χέρια τους και τους είπε: «Ας μην του στερήσουμε τη ζωή».

22 Και πρόσθεσε: «Μη χύσετε αίμα. Ρίξτε τον σ’ αυτό το ξεροπήγαδο, εδώ στην έρημο, αλλά χέρι μη βάλετε πάνω του» –είχε σκοπό να τον ελευθερώσει και να τον πάει πίσω στον πατέρα του.

23 Όταν ο Ιωσήφ έφτασε κοντά στ’ αδέρφια του, του έβγαλαν τον πολύχρωμο χιτώνα που φορούσε,

24 και τον πήραν και τον έριξαν σ’ ένα πηγάδι. Αυτό το πηγάδι ήταν άδειο, δεν είχε νερό.

25 Ύστερα κάθισαν να φάνε. Καθώς κοίταζαν τριγύρω, είδαν καραβάνια Ισμαηλιτών να έρχονται από τη Γαλαάδ. Μετέφεραν με τις καμήλες τους αρώματα, μαστίχα και λάβδανο, και πήγαιναν να τα πουλήσουν στην Αίγυπτο.

26 Τότε είπε ο Ιούδας στους αδερφούς του: «Τι θα κερδίσουμε αν σκοτώσουμε τον αδερφό μας και αποκρύψουμε το θάνατό του;

27 Ας τον πουλήσουμε σ’ εκείνους τους Ισμαηλίτες κι ας μη βάλουμε χέρι πάνω του, γιατί είναι αδερφός μας και αίμα μας». Και τον άκουσαν οι αδερφοί του.

28 Καθώς, λοιπόν, περνούσαν οι Μαδιανίτες έμποροι, ανέβασαν τον Ιωσήφ απ’ το πηγάδι και τον πούλησαν για είκοσι σίκλους ασήμι στους Ισμαηλίτες· εκείνοι τον μετέφεραν στην Αίγυπτο.

29 Όταν γύρισε ο Ρουβήν πίσω στο πηγάδι κι ο Ιωσήφ δεν ήταν πια εκεί, έσκισε τα ρούχα του.

30 Πήγε στ’ αδέρφια του και τους είπε: «Το παιδί δεν είν’ εκεί! Τι θα κάνω τώρα, που είμαι υπεύθυνος γι’ αυτό;»

31 Εκείνοι πήραν το χιτώνα του Ιωσήφ, έσφαξαν ένα κατσίκι και τον έβαψαν με το αίμα.

32 Μετά έστειλαν τον πολύχρωμο χιτώνα και τον παρουσίασαν στον πατέρα τους, και του μήνυσαν: «Κοίτα τι βρήκαμε. Μπορείς ν’ αναγνωρίσεις αν αυτό είναι ο χιτώνας του γιου σου;»

33 Ο Ιακώβ τον αναγνώρισε και είπε: «Ο χιτώνας του παιδιού μου! Κάποιο άγριο θηρίο τον έφαγε. Πάει, κατασπαράχτηκε ο Ιωσήφ!»

34 Έσκισε τότε τα ρούχα του,φόρεσε στη μέση του ένα πένθιμο τρίχινο ρούχο και θρηνολογούσε το παιδί του για πολύν καιρό.

35 Ήρθαν κι όλα τα παιδιά του και οι θυγατέρες του να τον παρηγορήσουν. Αλλά αυτός ήταν απαρηγόρητος κι έλεγε: «Πενθώντας θα κατεβώ στο παιδί μου στον άδη» –και συνέχεια τον έκλαιγε.

36 Οι Μαδιανίτες πούλησαν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, στον Πετεφρή, τον αυλικό του Φαραώ, που ήταν και αρχηγός της σωματοφυλακής του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/GEN/37-20879dd57e924d7f18fc64ee18967c09.mp3?version_id=173—

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 38

Ο Ιούδας και η Ταμάρ

1 Εκείνον τον καιρό ο Ιούδας έφυγε από τ’ αδέρφια του και εγκαταστάθηκε κοντά σ’ έναν Οδολλαμίτη, που λεγόταν Ιράς.

2 Εκεί ο Ιούδας είδε την κόρη κάποιου Χαναναίου, που τον έλεγαν Σουά, την πήρε γυναίκα του και πλάγιασε μαζί της.

3 Εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε γιο που τον ονόμασε Ηρ.

4 Έμεινε και πάλι έγκυος και γέννησε γιο που τον ονόμασε Αυνάν.

5 Και ξαναγέννησε γιο και τον ονόμασε Σηλά. Ο Ιούδας βρισκόταν στη Χαζβί όταν γεννήθηκε ο Σηλά.

6 Για τον πρωτότοκο γιο του τον Ηρ ο Ιούδας τού πήρε σύζυγο μια γυναίκα, που ονομαζόταν Ταμάρ.

7 Ο Ηρ όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, και ο Κύριος τον θανάτωσε.

8 Τότε ο Ιούδας είπε στον Αυνάν: «Πήγαινε στη γυναίκα του αδερφού σου και εκπλήρωσε το καθήκον σου ως αδερφός του άντρα της, να δώσεις απόγονο στον αδερφό σου».

9 Ο Αυνάν, επειδή ήξερε ότι ο απόγονος δε θα ανήκε σ’ αυτόν, κάθε φορά που πλάγιαζε με τη γυναίκα του αδερφού του, έριχνε το σπέρμα στη γη, για να μη δώσει απόγονο στον αδερφό του.

10 Αυτό που έκανε όμως δυσαρέστησε τον Κύριο, γι’ αυτό τον θανάτωσε κι αυτόν.

11 Τότε ο Ιούδας είπε στην Ταμάρ τη νύφη του: «Μείνε χήρα στο σπίτι του πατέρα σου, ώσπου να μεγαλώσει ο γιος μου ο Σηλά»–γιατί φοβήθηκε μήπως θανατωθεί κι αυτός όπως τ’ αδέρφια του. Έτσι, η Ταμάρ πήγε κι έμεινε στο σπίτι του πατέρα της.

12 Μετά από καιρό, πέθανε η γυναίκα του Ιούδα, κόρη του Σουά. Όταν τελείωσε το πένθος, ο Ιούδας πήγε μαζί με το φίλο του τον Ιρά τον Οδολλαμίτη στην Τιμνά, να δει αυτούς που κούρευαν τα κοπάδια του.

13 Ειδοποίησαν λοιπόν την Ταμάρ ότι ο πεθερός της ανέβαινε στην Τιμνά για το κούρεμα των κοπαδιών.

14 Τότε εκείνη έβγαλε τα φορέματα της χηρείας της, σκεπάστηκε με πέπλο, καλλωπίστηκε και κάθισε στο σημείο όπου ο δρόμος που οδηγεί στην Τιμνά διασταυρώνεται με το δρόμο προς την Αιναΐμ· γιατί έβλεπε ότι ο Σηλά είχε μεγαλώσει αλλά δεν του την είχαν δώσει για γυναίκα.

15 Ο Ιούδας όταν την είδε τη νόμισε για πόρνη, γιατί είχε σκεπασμένο το πρόσωπό της.

16 Πήγε λοιπόν προς το μέρος της και της είπε: «Άσε με να πλαγιάσω μαζί σου». Δεν την αναγνώριζε βέβαια ότι ήταν νύφη του. Εκείνη όμως του είπε: «Τι θα μου δώσεις για να πλαγιάσεις μαζί μου;»

17 Αυτός απάντησε: «Θα σου στείλω ένα κατσίκι από το κοπάδι μου». «Σύμφωνοι», του λέει εκείνη, «αλλά θα μου αφήσεις ένα ενέχυρο ώσπου να μου στείλεις το κατσίκι».

18 Εκείνος τη ρώτησε: «Τι ενέχυρο να σου δώσω;» Και του απάντησε: «Το δαχτυλίδι σου με το σφραγιδόλιθο, το περιλαίμιό σου και το ραβδί που κρατάς στο χέρι σου». Της τα έδωσε και πήγε μαζί της, κι εκείνη έμεινε έγκυος απ’ αυτόν.

19 Έπειτα σηκώθηκε κι έφυγε· έβγαλε το πέπλο από πάνω της, και ξαναφόρεσε τα φορέματα της χηρείας της.

20 Ο Ιούδας έστειλε το κατσίκι με το φίλο του τον Οδολλαμίτη για να πάρει πίσω τα ενέχυρα από τη γυναίκα, αλλά εκείνος δεν τη βρήκε.

21 Ρώτησε τους ανθρώπους του τόπου εκεί: «Πού είν’ εκείνη η πόρνη που καθόταν στην Αιναΐμ, πλάι στο δρόμο;» Αλλά αυτοί του απάντησαν: «Δεν ήταν εδώ καμιά πόρνη».

22 Τότε γύρισε πίσω στον Ιούδα και του είπε: «Δεν τη βρήκα· κι οι άνθρωποι του τόπου εκείνου μου είπαν ότι δεν ήταν εκεί καμιά πόρνη».

23 Ο Ιούδας είπε: «Ας τα κρατήσει· μόνο να μη γελοιοποιηθούμε. Εγώ το κατσίκι το ’στειλα αλλά εσύ δεν τη βρήκες».

24 Μετά από τρεις περίπου μήνες, ήρθαν και είπαν στον Ιούδα: «Η νύφη σου η Ταμάρ πόρνεψε, και μάλιστα έμεινε έγκυος από την πορνεία της». Τότε ο Ιούδας είπε: «Βγάλτε την έξω από την πόλη για να καεί».

25 Την ώρα που την οδηγούσαν έξω, έστειλε να πουν στον πεθερό της: «Από τον άντρα που του ανήκουν αυτά τα πράγματα, απ’ αυτόν είμαι έγκυος. Αναγνώρισε, λοιπόν», του λέει, «ποιανού είναι αυτό το περιλαίμιο, το ραβδί και το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθο;»

26 Ο Ιούδας τα αναγνώρισε και είπε: «Αυτή είναι πιο δίκαιη από μένα, γιατί δεν την έδωσα στο Σηλά το γιο μου για γυναίκα». Και δεν ξαναπλάγιασε μαζί της.

27 Όταν ήρθε ο καιρός να γεννήσει η Ταμάρ, βρέθηκαν δίδυμα στην κοιλιά της.

28 Την ώρα της γέννας, το ένα παιδί έβγαλε έξω το χέρι του. Η μαμή το έπιασε και του έδεσε ένα κόκκινο νήμα, και είπε: «Αυτός βγήκε πρώτος».

29 Εκείνος όμως τράβηξε το χέρι του κι αμέσως βγήκε ο αδερφός του. Τότε η μαμή είπε: «Τι σκίσιμο έκανες!» Γι’ αυτό τον ονόμασαν Φαρές.

30 Έπειτα βγήκε ο αδερφός του, που είχε στο χέρι του το κόκκινο νήμα και τον ονόμασαν Ζαράχ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/GEN/38-6d0b011df547a8356540c1d6782a7af5.mp3?version_id=173—

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 39

Ο Ιωσήφ και η σύζυγος του Πετεφρή

1 Όταν οι Ισμαηλίτες έφεραν τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, τον αγόρασε απ’ αυτούς ο Πετεφρής ο Αιγύπτιος, αξιωματούχος του Φαραώ και αρχηγός των σωματοφυλάκων.

2 Ο Κύριος όμως ήταν μαζί με τον Ιωσήφ, κι αποδείχτηκε άνθρωπος ικανός. Έμενε στο σπίτι του αφεντικού του τού Αιγυπτίου.

3 Το αφεντικό του είδε ότι ο Κύριος ήταν μαζί του και πως αυτός με τη βοήθεια του Κυρίου πετύχαινε κάθε έργο που αναλάμβανε.

4 Έτσι ο Ιωσήφ κέρδισε την εύνοια του αφεντικού του, κι εκείνος τον έκανε επιστάτη στο σπίτι του· όλα τα υπάρχοντά του τα εμπιστεύτηκε στα χέρια του.

5 Από τότε που τον έκανε επιστάτη στο σπίτι του και στην περιουσία του, ο Κύριος ευλόγησε το σπίτι, τα υπάρχοντα και τα κτήματα του Αιγυπτίου, εξαιτίας του Ιωσήφ.

6 Ο Πετεφρής είχε αφήσει όλα του τα υπάρχοντα στα χέρια του Ιωσήφ, και ενόσω είχε εκείνον, δε φρόντιζε για τίποτε εκτός απ’ την τροφή που έτρωγε.

Ο Ιωσήφ είχε ωραίο παράστημα κι όμορφο πρόσωπο.

7 Ύστερα από τα γεγονότα εκείνα, η γυναίκα του αφεντικού του έριξε τα μάτια της στον Ιωσήφ και του είπε: «Έλα να πλαγιάσεις μαζί μου».

8 Αλλά εκείνος αρνήθηκε και της είπε: «Ο αφέντης μου δε φροντίζει για τίποτε σ’ αυτό το σπίτι ενόσω είμ’ εγώ, και όλη του την περιουσία την έχει εμπιστευθεί στα χέρια μου.

9 Δεν έχει άλλος μεγαλύτερη δύναμη από μένα στο σπίτι αυτό. Τίποτα δε μου στέρησε, εκτός από σένα, που είσαι γυναίκα του. Πώς θα μπορούσα να κάνω ένα τόσο μεγάλο κακό και ν’ αμαρτήσω στο Θεό;»

10 Αυτή εξακολούθησε να προκαλεί κάθε μέρα τον Ιωσήφ, αλλά εκείνος δεν πειθόταν να πάει μαζί της.

11 Κάποια μέρα ο Ιωσήφ ήρθε στο σπίτι για να κάνει την εργασία του, και κανείς από τους υπηρέτες του σπιτιού δεν ήταν εκεί.

12 Τότε εκείνη τον άρπαξε απ’ τα ρούχα και του έλεγε: «Έλα να πλαγιάσεις μαζί μου». Εκείνος, όμως, έτρεξε και βγήκε έξω αφήνοντας το ρούχο του στα χέρια της.

13 Όταν αυτή είδε ότι το ρούχο του Ιωσήφ είχε μείνει στο χέρι της κι εκείνος είχε φύγει έξω,

14 φώναξε τους υπηρέτες του σπιτιού της και τους είπε: «Βλέπετε; Ο άντρας μου μας έφερε έναν Εβραίο να παίξει μαζί μας! Ήρθε εδώ να πλαγιάσει μαζί μου κι εγώ έβαλα τις φωνές.

15 Μόλις αυτός είδε ότι άρχισα να φωνάζω, έτρεξε έξω κι άφησε το ρούχο του εδώ».

16 Η γυναίκα κράτησε το ρούχο του Ιωσήφ ως την ώρα που γύρισε στο σπίτι το αφεντικό του.

17 Τότε του διηγήθηκε την ίδια ιστορία: «Ο δούλος ο Εβραίος που μας έφερες ήρθε εδώ για να παίξει μαζί μου.

18 Αλλά μόλις εγώ άρχισα να φωνάζω, έτρεξε έξω κι άφησε εδώ δίπλα το ρούχο του».

19 Όταν ο Πετεφρής άκουσε τη γυναίκα του να του λέει: «αυτά μου έκανε ο δούλος σου», άναψε απ’ το θυμό του.

20 Έδωσε διαταγή να πιάσουν τον Ιωσήφ και να τον βάλουν στη φυλακή, όπου κρατούνται οι φυλακισμένοι του βασιλιά. Έτσι ο Ιωσήφ έμεινε εκεί στη φυλακή.

21 Ο Κύριος όμως ήταν μαζί του και τον ελέησε, ώστε να κερδίσει την εύνοια του αρχιδεσμοφύλακα.

22 Εκείνος εμπιστεύτηκε στον Ιωσήφ όλους τους κρατούμενους, και καθετί που γινόταν στη φυλακή αυτός το φρόντιζε.

23 Ο αρχιδεσμοφύλακας δεν νοιαζόταν για τίποτα απ’ όσα είχε αναλάβει ο Ιωσήφ, γιατί ο Κύριος ήταν μαζί του, και με τη βοήθεια του Κυρίου κάθε έργο που αναλάμβανε πετύχαινε.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/GEN/39-cf30401a4720b64d8b70b1f50f990d31.mp3?version_id=173—

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 40

Ο Ιωσήφ εξηγεί τα όνειρα των φυλακισμένων

1 Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, ο οινοχόος του βασιλιά της Αιγύπτου και ο αρχιαρτοποιός, έκαναν κάτι που πρόσβαλε τον κύριό τους το βασιλιά.

2 Ο Φαραώ οργίστηκε εναντίον των δύο αυτών αυλικών του,

3 και τους έβαλε σε περιορισμό στο σπίτι του αρχηγού των σωματοφυλάκων, στη φυλακή, στο μέρος όπου ήταν φυλακισμένος και ο Ιωσήφ.

4 Έμειναν σε περιορισμό αρκετόν καιρό και ο αρχηγός των σωματοφυλάκων τοποθέτησε κοντά τους τον Ιωσήφ για να τους υπηρετεί.

5 Μια νύχτα, τόσο ο οινοχόος όσο και ο αρχιαρτοποιός είδαν εκεί στη φυλακή από ένα όνειρο, με τη δική του ξεχωριστή σημασία το καθένα.

6 Το πρωί, όταν ο Ιωσήφ ήρθε να τους δει, πρόσεξε ότι ήταν ταραγμένοι.

7 Τους ρώτησε λοιπόν, «Γιατί σήμερα τα πρόσωπά σας είναι σκυθρωπά;»

8 «Είδαμε ένα όνειρο», του αποκρίθηκαν, «και δεν υπάρχει κανείς να το εξηγήσει». Τότε ο Ιωσήφ τους είπε: «Στο Θεό δεν ανήκει κάθε εξήγηση; Διηγηθείτε το λοιπόν σ’ εμένα».

9 Ο οινοχόος τού είπε: «Στο όνειρό μου είδα μπροστά μου ένα κλήμα,

10 με τρεις κληματόβεργες. Το κλήμα βλάστησε, άνθισε, και τα τσαμπιά του έγιναν ώριμα σταφύλια.

11 Στα χέρια μου κρατούσα το ποτήρι του Φαραώ. Πήρα τα σταφύλια, τα έστιψα στο ποτήρι του και του το έδωσα στα χέρια».

12 Ο Ιωσήφ τού είπε: «Να ποια είναι η εξήγηση του ονείρου: Οι τρεις κληματόβεργες είναι τρεις μέρες.

13 Τρεις μέρες ακόμη κι ο Φαραώ θα σε εξυψώσει και θα σε αποκαταστήσει στη θέση σου. Τότε θα του δίνεις το ποτήρι στο χέρι του, όπως έκανες και πρωτύτερα, που ήσουν ο οινοχόος του.

14 Αλλά θυμήσου κι εμένα, όταν όλα θα έχουν πάει για σένα καλά, και δείξε μου καλοσύνη. Μίλησε για μένα στο Φαραώ και βγάλε με απ’ αυτό εδώ το μέρος.

15 Με άρπαξαν απ’ τη χώρα των Εβραίων κι εδώ δεν έκανα τίποτε για να με ρίξουν στη φυλακή».

16 Ο αρχιαρτοποιός είδε ότι η εξήγηση που έδωσε ο Ιωσήφ ήταν ευνοϊκή, και του είπε: «Κι εγώ είδα στο όνειρό μου ότι είχα τρία καλάθια με αρτοσκευάσματα πάνω στο κεφάλι μου.

17 Στο πάνω καλάθι ήταν διάφορα γλυκίσματα για το Φαραώ, απ’ αυτά που ψήνονται στο φούρνο, αλλά τα πουλιά τα έτρωγαν απ’ το καλάθι που ήταν πάνω στο κεφάλι μου».

18 Ο Ιωσήφ τού αποκρίθηκε: «Να ποια είναι η εξήγηση: Τα τρία καλάθια είναι τρεις μέρες.

19 Τρεις μέρες ακόμα και ο Φαραώ θα σου πάρει το κεφάλι, θα σε κρεμάσει σ’ ένα ξύλο και τα πουλιά θα τρώνε τις σάρκες σου».

20 Την τρίτη μέρα, που ήταν τα γενέθλια του Φαραώ, αυτός παρέθεσε δείπνο σ’ όλους τους αυλικούς του. Θυμήθηκε τότε τον οινοχόο και τον αρχιαρτοποιό ανάμεσα στους αυλικούς του.

21 Τον οινοχόο τον αποκατέστησε στο αξίωμά του, κι εκείνος έδωσε πάλι το ποτήρι στο χέρι του Φαραώ.

22 Τον αρχιαρτοποιό όμως τον κρέμασε, όπως ακριβώς τους είχε εξηγήσει ο Ιωσήφ.

23 Αλλά ο οινοχόος δε θυμήθηκε τον Ιωσήφ· τον είχε ξεχάσει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/GEN/40-c72e3ae416248e106e1788a5ff8f2923.mp3?version_id=173—