Categories
Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄)

Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄) 11

Ο Θεός αποτρέπει τον εμφύλιο πόλεμο

1 Όταν ο Ροβοάμ ήρθε στην Ιερουσαλήμ, συγκέντρωσε απ’ όλη τη φυλή Ιούδα και τη φυλή Βενιαμίν εκατόν ογδόντα χιλιάδες επίλεκτους πολεμιστές, για να χτυπήσουν το βασίλειο του βόρειου Ισραήλ και να εγκαταστήσουν αυτόν βασιλιά, που ήταν γιος του Σολομώντα.

2 Ο Κύριος όμως μίλησε στο Σεμαΐα, τον άνθρωπο του Θεού, και του είπε:

3-4 «Πες εκ μέρους μου στο Ροβοάμ, γιο του Σολομώντα και βασιλιά του Ιούδα, καθώς και σ’ όλο το λαό των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν τα εξής: “μην πάτε να πολεμήσετε τ’ αδέρφια σας, τους Ισραηλίτες. Να γυρίσετε καθένας στο σπίτι του, γιατί εγώ τα αποφάσισα όλα αυτά”».

Εκείνοι, όταν άκουσαν την προσταγή του Κυρίου διαλύθηκαν, χωρίς να επιτεθούν στον Ιεροβοάμ.

Ευημερία του Ροβοάμ

5 Ο Ροβοάμ εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ και οχύρωσε πολλές πόλεις στο νότιο βασίλειο.

6 Ανοικοδόμησε τις πόλεις Βηθλεέμ, Εθάμ, Τεκωά,

7 Βαιθ-Σουρ, Σουκκώθ, Αδουλλάμ,

8 Γαθ, Μαρεσά, Ζιφ,

9 Αδωραΐμ, Λαχίς, Αζεκά,

10 Σωρεά, Αϊαλών και Χεβρών. Όλες αυτές οι οχυρές πόλεις βρίσκονταν στις περιοχές των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν.

11 Ο Ροβοάμ έχτισε γύρω τους ισχυρά τείχη και εγκατέστησε σ’ αυτά φρούραρχους· επίσης γέμισε τις αποθήκες τους με τρόφιμα, λάδι και κρασί.

12 Σε καθεμιά απ’ αυτές τις πόλεις οργάνωσε οπλοστάσιο με ασπίδες και ακόντια· έτσι, χάρη στη στρατηγική θέση τους, είχε υπό την εξουσία του τις φυλές Ιούδα και Βενιαμίν.

Οι ιερείς και οι λευίτες τάσσονται με το Ροβοάμ

13 Οι ιερείς και οι λευίτες, που κατοικούσαν σ’ όλη την περιοχή του Ισραήλ, δηλαδή στο βόρειο βασίλειο, ήρθαν στο Ροβοάμ.

14 Οι λευίτες εγκατέλειψαν τα βοσκοτόπια τους και τα κτήματά τους και ήρθαν στην περιοχή του Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, γιατί ο Ιεροβοάμ και οι διάδοχοί του δεν επρόκειτο να τους επιτρέψουν να υπηρετούν ως ιερείς τον Κύριο.

15 Πράγματι, ο Ιεροβοάμ διόρισε δικούς του ιερείς για να λατρεύει τους τραγόμορφους και μοσχόμορφους θεούς, που ο ίδιος είχε κατασκευάσει, στους ιερούς τόπους.

16 Μετά από τους λευίτες, όλοι όσοι ήθελαν να λατρεύσουν τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, ήρθαν απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, για να θυσιάσουν στον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους.

17 Έτσι ενίσχυσαν το βασίλειο του Ιούδα και ισχυροποίησαν το Ροβοάμ, το γιο του Σολομώντα, για τρία χρόνια, δηλαδή όσον καιρό αυτός ακολουθούσε το παράδειγμα του Δαβίδ και του Σολομώντα.

Η οικογένεια του Ροβοάμ

18 Ο Ροβοάμ πήρε γυναίκα του τη Μαχαλάθ, κόρη του Ιεριμώθ, γιου του Δαβίδ· επίσης πήρε την Αβιαΐλ, κόρη του Ελιάβ, γιου του Ιεσσαί.

19 Η Αβιαΐλ του γέννησε γιους, τον Ιεούς, το Σεμαρία και το Ζάαμ.

20 Μετά απ’ αυτήν ο Ροβοάμ πήρε γυναίκα του τη Μααχά, κόρη του Αβεσσαλώμ, η οποία του γέννησε τον Αβιά, τον Αταΐ, το Ζιζά και τον Σελωμείθ.

21 Συνολικά ο Ροβοάμ πήρε δέκα οχτώ γυναίκες και εξήντα παλλακίδες και απέκτησε είκοσι οχτώ γιους κι εξήντα κόρες. Περισσότερο όμως απ’ όλες τις γυναίκες του και τις παλλακίδες του αγάπησε τη Μααχά.

22 Τον Αβιά, γιο της Μααχά, ο Ροβοάμ τον διόρισε αρχηγό στους αδερφούς του, γιατί είχε σκοπό να τον κάνει βασιλιά.

23 Ο Ροβοάμ φέρθηκε έξυπνα και ανέθεσε σ’ όλους τους άλλους γιους του αρμοδιότητες στις περιοχές των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν και τους διασκόρπισε σ’ όλες τις οχυρωμένες πόλεις. Τους εξασφάλισε άνετη διαβίωση και βρήκε γι’ αυτούς πολλές γυναίκες.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2CH/11-0018be0a9d15fbbf5637c68e42af82a0.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄)

Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄) 12

Εισβολή του Σισάκ στην Ιουδαία

1-2 Όταν ο Ροβοάμ σταθεροποιήθηκε στο θρόνο κι απέκτησε δύναμη, παρεκτράπηκε από το νόμο του Κυρίου, και μαζί μ’ αυτόν απίστησε στον Κύριο όλος ο λαός του Ισραήλ. Γι’ αυτό, το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ, ήρθε ο βασιλιάς της Αιγύπτου Σισάκ,κι επιτέθηκε εναντίον της Ιερουσαλήμ

3 με χίλιες διακόσιες άμαξες και εξήντα χιλιάδες ιππείς. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής ενός αναρίθμητου στρατού που τον αποτελούσαν Λίβυοι, Σουκκίτες και Αιθίοπες.

4 Αφού κυρίεψε τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα, έφτασε και στην Ιερουσαλήμ.

5 Τότε ο προφήτης Σεμαΐας ήρθε στο Ροβοάμ και στους αρχηγούς του Ιούδα, που είχαν συγκεντρωθεί στην Ιερουσαλήμ εξαιτίας του Σισάκ, και τους είπε: «Ο Κύριος λέει: “εσείς μ’ εγκαταλείψατε, γι’ αυτό σας εγκατέλειψα κι εγώ στα χέρια του Σισάκ”».

6 Οι αρχηγοί του Ιούδα κι ο βασιλιάς ταπεινώθηκαν και είπαν: «Ο Κύριος έχει δίκιο!»

7 Όταν το είδε αυτό ο Κύριος, είπε στο Σεμαΐα: «Αυτοί ταπεινώθηκαν. Δεν θα τους καταστρέψω, αλλά θα τους χαρίσω κάποια σωτηρία: η οργή μου δεν θα ξεσπάσει εναντίον της Ιερουσαλήμ με το Σισάκ.

8 Θα γίνουν όμως υποτελείς του, για να δουν τη διαφορά ανάμεσα στη δική μου δουλεία και στη δουλεία των βασιλιάδων της γης».

9 Ο Σισάκ επιτέθηκε στην Ιερουσαλήμ και πήρε τους θησαυρούς του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου. Τα πήρε όλα· πήρε ακόμη και τις χρυσές ασπίδες, που είχε κατασκευάσει ο Σολομών.

10 Ο βασιλιάς Ροβοάμ τις αντικατέστησε με ασπίδες χάλκινες και τις εμπιστεύτηκε στους αρχηγούς των σωματοφυλάκων, που φρουρούσαν την είσοδο του παλατιού του.

11 Κάθε φορά που ο βασιλιάς πήγαινε στο ναό του Κυρίου, οι σωματοφύλακες έρχονταν και τις κρατούσαν. Έπειτα τις επέστρεφαν στο οίκημα των σωματοφυλάκων.

12 Αφού, λοιπόν, ο βασιλιάς ταπεινώθηκε, απομακρύνθηκε απ’ αυτόν ο θυμός του Κυρίου και δεν τον κατέστρεψε εντελώς. Έτσι, τα πράγματα στο βασίλειο του Ιούδα πήγαιναν ακόμη καλά.

Θάνατος του Ροβοάμ

13 Ο βασιλιάς Ροβοάμ απέκτησε και πάλι την ισχύ του στην Ιερουσαλήμ και συνέχισε να βασιλεύει εκεί.

Ήταν σαράντα ενός ετών όταν έγινε βασιλιάς και βασίλεψε δεκαεφτά χρόνια στην Ιερουσαλήμ, την πόλη που ο Κύριος διάλεξε απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ για να λατρεύεται το όνομά του εκεί. Η μητέρα του ήταν Αμμωνίτισσα κι ονομαζόταν Νααμά.

14 Έπραξε όμως ο Ροβοάμ το κακό, γιατί δεν θέλησε να μάθει το θέλημα του Κυρίου.

15 Η ιστορία του Ροβοάμ, από την αρχή ως το τέλος της, καθώς και ο γενεαλογικός του κατάλογος, είναι όλα καταχωρισμένα στα χρονικά του προφήτη Σεμαΐα και του Ιδδώ, του Βλέποντος.

16 Ο Ροβοάμ πέθανε και τον έθαψαν μαζί με τους προγόνους του στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Αβιά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2CH/12-e23d0584eddc21b840673ac2da5df766.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄)

Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄) 13

Η βασιλεία του Αβιά στον Ιούδα

1 Το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ, βασιλιάς στον Ιούδα έγινε ο Αβιά,

2 ο οποίος βασίλεψε τρία χρόνια στην Ιερουσαλήμ.

Η μητέρα του ονομαζόταν Μααχά και ήταν κόρη του Ουριήλ από τη Γιβεά.

Ανάμεσα στον Αβιά και στον Ιεροβοάμ ξέσπασε πόλεμος.

3 Ο Αβιά παρατάχθηκε στη μάχη με τετρακόσιες χιλιάδες άντρες, ικανότατους πολεμιστές. Ο Ιεροβοάμ αντιπαρατάχθηκε με οκτακόσιες χιλιάδες άντρες, επίσης ικανούς πολεμιστές.

4 Ο Αβιά ανέβηκε στο βουνό Σεμαραΐμ, που βρίσκεται στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, και φώναξε:

«Ακούστε με, εσύ Ιεροβοάμ και όλοι οι Ισραηλίτες!

5 Γνωρίζετε ότι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ έδωσε με διαθήκη αμετάκλητηστο Δαβίδ και στους απογόνους του την εξουσία να βασιλεύουν για πάντα σ’ όλο τον Ισραήλ.

6 Αλλά ο Ιεροβοάμ, γιος του Ναβάτ, και δούλος του Σολομώντα, γιου του Δαβίδ, ξεσηκώθηκε κι επαναστάτησε εναντίον του κυρίου του.

7 Μαζί του συντάχθηκαν κάτι ανάξιοι και άχρηστοι άνθρωποι, που παρουσιάζονταν ισχυρότεροι από το Ροβοάμ, γιο του Σολομώντα, όταν ο Ροβοάμ ήταν ακόμα νέος και άπειρος και δεν μπορούσε να τους αντισταθεί.

8 Τώρα εσείς θέλετε ν’ αντισταθείτε στη βασιλεία του Κυρίου, που είναι στα χέρια των απογόνων του Δαβίδ. Είστε πάρα πολλοί και μαζί σας έχετε χρυσά μοσχάρια, που ο Ιεροβοάμ σας τα ’φτιαξε για θεούς.

9 Διώξατε τους ιερείς του Κυρίου, που ήταν απόγονοι του Ααρών, και τους λευίτες, και καθιερώσατε δικούς σας ιερείς, σαν αυτούς των άλλων λαών της γης. Έρχεται ένας και φέρνει έναν ταύρο κι εφτά κριάρια και μπορεί να γίνει ιερέας ανύπαρκτων θεών.

10 Εμείς όμως έχουμε Θεό μας τον Κύριο και δεν τον εγκαταλείψαμε. Οι ιερείς που τον υπηρετούν είναι απόγονοι του Ααρών· και οι λευίτες εξακολουθούν να εκτελούν τις υπηρεσίες τους:

11 Προσφέρουν στον Κύριο κάθε πρωί και κάθε βράδυ ολοκαυτώματα και θυμίαμα ευώδες· τοποθετούν στην καθαρή τράπεζα τους άρτους της προθέσεως και τη χρυσή λυχνία με τους λύχνους της, για να καίνε κάθε βράδυ. Εμείς εκτελούμε την εντολή του Κυρίου του Θεού μας· εσείς όμως τον εγκαταλείψατε.

12 Τώρα, λοιπόν, ο Θεός ο ίδιος είναι μαζί μας αρχηγός! Μαζί μας είναι και οι ιερείς του, για να σαλπίζουν εναντίον σας με σάλπιγγες δυνατές. Μην πολεμάτε εναντίον του Κυρίου, του Θεού των προγόνων σας, Ισραηλίτες! Δε θα πετύχετε τίποτα».

13 Στο μεταξύ ο Ιεροβοάμ είχε στείλει ενέδρα για να πάει πίσω από το στρατό του Ιούδα, ενώ ο υπόλοιπος στρατός του Ισραήλ θα τους αντιμετώπιζαν από μπροστά.

14 Όταν οι άντρες του Ιούδα γύρισαν και είδαν ότι τους χτυπούσαν από μπροστά κι από πίσω, φώναξαν δυνατά στον Κύριο· οι ιερείς σάλπισαν με τις σάλπιγγες,

15 και οι στρατιώτες έβγαλαν πολεμική κραυγή. Αμέσως τότε ο Θεός έκανε τον Ιεροβοάμ και όλο το στρατό του Ισραήλ να υποχωρήσουν μπροστά από τον Αβιά και το στρατό του Ιούδα.

16 Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή όταν φάνηκαν οι άντρες του Ιούδα κι έτσι ο Θεός τους παρέδωσε στην εξουσία τους.

17 Ο Αβιά και ο στρατός του έσφαξαν πολλούς απ’ αυτούς. Σκοτώθηκαν από τους στρατιώτες του Ισραήλ πεντακόσιες χιλιάδες άντρες, δυνατοί πολεμιστές.

18 Έτσι οι Ισραηλίτες ταπεινώθηκαν εκείνο τον καιρό και υπερίσχυσε ο λαός του Ιούδα, επειδή στηρίχτηκαν στον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους.

19 Ο Αβιά καταδίωξε τον Ιεροβοάμ και πήρε απ’ αυτόν μερικές πόλεις: Τη Βαιθήλ, την Ιεσανά και την Εφρών, όλες με τους γύρω συνοικισμούς τους.

20 Τον καιρό του Αβιά ο Ιεροβοάμ δεν ξαναβρήκε ποτέ πια την αρχική δύναμή του. Τελικά ο Κύριος τον χτύπησε και πέθανε.

21 Αντίθετα, ο Αβιά γινόταν όλο και πιο ισχυρός. Πήρε δέκα τέσσερις γυναίκες και απέκτησε είκοσι δύο γιους και δεκαέξι κόρες.

22 Η υπόλοιπη ιστορία του Αβιά είναι γραμμένη στο Μιδράςτου προφήτη Ιδδώ. Εκεί είναι καταχωρισμένες οι πράξεις του και τα λόγια του.

23 Ο βασιλιάς Αβιά πέθανε και τον έθαψαν στην Πόλη Δαβίδ. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ασά· και την εποχή του Ασά η χώρα του Ιούδα ήταν ήσυχη για δέκα χρόνια.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2CH/13-aabb3dbec4e3f724a242f93e6a22ac82.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄)

Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄) 14

Η βασιλεία του Ασά στον Ιούδα

1 Ο Ασά έπραξε ό,τι ήταν σωστό και δίκαιο ενώπιον του Κυρίου του Θεού του:

2 Κατήργησε τα ξένα θυσιαστήρια και τους ιερούς τόπους, γκρέμισε τις ιερές πέτρινες στήλες,

3 και πρόσταξε το λαό του Ιούδα να κάνουν το θέλημα του Κυρίου, του Θεού των προγόνων τους, και να εφαρμόζουν το νόμο και τις εντολές του.

4 Κι επειδή κατήργησε απ’ όλες τις πόλεις του Ιούδα τους ιερούς τόπους και τα θυσιαστήρια, το βασίλειο είχε ειρήνη όσον καιρό ήταν αυτός βασιλιάς.

5 Εκείνη την εποχή κανείς δεν πολεμούσε τον Ασά, γιατί ο ίδιος ο Κύριος του είχε εξασφαλίσει την ειρήνη. Έτσι ο Ασά βρήκε το χρόνο και οχύρωσε πολλές πόλεις στο βασίλειο του Ιούδα.

6 Είπε στο λαό του Ιούδα: Ας κάνουμε επισκευές σ’ αυτές τις πόλεις κι ας χτίσουμε γύρω τους τείχη και πύργους με πόρτες και αμπάρες. Τώρα πια εμείς είμαστε κύριοι της χώρας, γιατί κάναμε το θέλημα του Κυρίου του Θεού μας κι εκείνος μας εξασφάλισε ησυχία από παντού». Έτσι έχτιζαν και πρόκοβαν.

7 Ο βασιλιάς Ασά διέθετε στρατό, τριακόσιες χιλιάδες άντρες από τη φυλή Ιούδα οπλισμένους με ασπίδες και δόρατα, και διακόσιες ογδόντα χιλιάδες άντρες από τη φυλή Βενιαμίν, οπλισμένους με ασπίδες και τόξα. Όλοι αυτοί ήταν ικανότατοι πολεμιστές.

8 Εναντίον τους ήρθε ο Ζαρέ ο Αιθίοπας με ένα εκατομμύριο στρατό και τριακόσιες άμαξες, κι έφτασε μέχρι τη Μαρεσά.

9 Τότε ο Ασά βγήκε να τον αντικρούσει και παρατάχθηκε σε μάχη στην κοιλάδα Σεφαθάκοντά στη Μαρεσά.

10 Επικαλέστηκε τον Κύριο το Θεό του και είπε: «Κύριε, εσύ μπορείς να βοηθάς και τους δυνατούς και τους αδυνάτους. Βοήθησέ μας, τώρα, Κύριε Θεέ μας, γιατί εμείς σ’ εσένα στηριζόμαστε, και στο όνομά σου ερχόμαστε εναντίον όλου αυτού του πλήθους. Κύριε, εσύ είσαι ο Θεός μας· ας μη φανεί κανένας άνθρωπος ισχυρότερος από σένα».

11 Έτσι, όταν ο Ασά με το στρατό του Ιούδα τους επιτεθήκαν, ο Κύριος χτύπησε τους Αιθίοπες και τράπηκαν σε φυγή.

12 Ο στρατός του Ασά τους καταδίωξε μέχρι τα Γέραρα και σκοτώθηκαν Αιθίοπες τόσοι πολλοί, ώστε ήταν αδύνατο πια οι υπόλοιποι ν’ ανασυγκροτηθούν. Είχαν συντριφθεί από τον Κύριο και το στρατό του, οι οποίοι πήραν και πάρα πολλά λάφυρα.

13 Χτύπησαν όλες τις πόλεις γύρω από τα Γέραρα, γιατί ο τρόμος του Κυρίου είχε πέσει βαρύς επάνω τους. Ο στρατός του Ιούδα τις λεηλάτησε όλες, γιατί υπήρχαν πολλά λάφυρα σ’ αυτές.

14 Επίσης χτύπησαν τα μαντριά των κοπαδιών και πήραν πολλά πρόβατα και καμήλες. Έπειτα γύρισαν στην Ιερουσαλήμ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2CH/14-82febfa3ed9ac6e95f58d0e994655534.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄)

Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄) 15

Μεταρρυθμίσεις του Ασά

1 Το Πνεύμα του Θεού ήρθε στον Αζαρία, γιο του Ωδήδ,

2 και βγήκε να συναντήσει τον Ασά. «Άκουσέ με, Ασά», του είπε, «εσύ και όλος ο λαός των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν! Ο Κύριος θα είναι μαζί σας, όταν κι εσείς είστε μαζί του. Αν τον αναζητάτε θα τον βρίσκετε· αν όμως τον εγκαταλείψετε θα σας εγκαταλείψει.

3 Στο παρελθόν οι Ισραηλίτες έμειναν πολύν καιρό χωρίς τον αληθινό Θεό, χωρίς ιερείς να τους διδάσκουν και χωρίς το νόμο.

4 Όταν όμως στην απελπισία τους γύρισαν στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, και τον αναζήτησαν, τον βρήκαν.

5 Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε ασφάλεια στις μετακινήσεις, γιατί υπήρχαν πολλές αναταραχές ανάμεσα στους κατοίκους όλων των χωρών.

6 Ένα έθνος καταστρεφόταν από κάποιο άλλο και μια πόλη από κάποια άλλη, γιατί ο Θεός τούς ταλάνιζε με κάθε είδους δυστυχία.

7 Εσείς όμως τώρα φανείτε δυνατοί και μην αποθαρρύνεστε, γιατί το έργο σας θ’ ανταμειφθεί».

8 Όταν άκουσε ο βασιλιάς Ασά τους προφητικούς αυτούς λόγους του Αζαρία,πήρε θάρρος και εξαφάνισε τα είδωλα από όλη την περιοχή των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν κι από τις πόλεις που είχε κυριεύσει στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ. Έπειτα επισκεύασε το θυσιαστήριο του Κυρίου, που ήταν μπροστά από τον πρόναο.

9 Συγκέντρωσε όλο το λαό των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν κι όσους από τους ανθρώπους των φυλών Εφραΐμ, Μανασσή και Συμεών, ζούσαν στη χώρα του. Πολλοί από τους κατοίκους του Ισραήλ είχαν πάει με το μέρος του, όταν είδαν ότι ο Κύριος, ο Θεός του, ήταν μαζί του.

10 Όλοι αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ τον τρίτο μήνα του δέκατου πέμπτου έτους της βασιλείας του Ασά.

11 Την ημέρα εκείνη θυσίασαν στον Κύριο από τα λάφυρα που είχαν φέρει, εφτακόσια βόδια και εφτά χιλιάδες πρόβατα.

12 Συμφώνησαν να λατρεύουν τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους μ’ όλη τους την καρδιά και την ψυχή.

13 Οποιοσδήποτε, μικρός ή μεγάλος, άντρας ή γυναίκα, δεν θα λάτρευε τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, θα θανατωνόταν.

14 Ορκίστηκαν κιόλας στον Κύριο με δυνατές φωνές, με κραυγές και σάλπιγγες και με κέρατα κριαριών.

15 Όλος ο λαός του Ιούδα χαίρονταν για τον όρκο τους αυτό, που τον είχαν δώσει μ’ όλη τους την καρδιά. Χαίρονταν που αναζήτησαν τον Κύριο μ’ όλη τους την καρδιά και τον είχαν βρει, κι ο Κύριος τους είχε εξασφαλίσει ειρήνη από παντού.

16 Ο βασιλιάς Ασά καθαίρεσε ακόμα και τη Μααχά από το αξίωμα της βασιλομήτορος, γιατί αυτή είχε κατασκευάσει ένα είδωλο της Αστάρτης. Ο Ασά κομμάτιασε το είδωλό της και το έκαψε στο χείμαρρο των Κέδρων.

17 Δεν κατήργησε όμως τους ιερούς τόπους από το βασίλειο του Ισραήλ, μολονότι η καρδιά του ήταν αφοσιωμένη στον Κύριο σε όλη του τη ζωή.

18 Έφερε στο ναό του Κυρίου τα αφιερώματα του πατέρα του και τα δικά του, ασημένια και χρυσά αντικείμενα και διάφορα σκεύη.

19 Δεν έγινε πια πόλεμος μέχρι το τριακοστό πέμπτο έτος της βασιλείας του Ασά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2CH/15-7e2668785d21eb0460a35f2484c426a6.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄)

Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄) 16

Συμμαχία του Ασά με το Βεν-Αδάδ

1 Το τριακοστό έκτο έτος της βασιλείας του Ασά, ο Βασά, βασιλιάς του Ισραήλ, πήγε να πολεμήσει τον Ιούδα και οχύρωσε τη Ραμά, για να εμποδίσει το βασιλιά Ασά και τους κατοίκους του Ιούδα να κυκλοφορούν ελεύθερα από την πλευρά αυτή.

2 Τότε ο Ασά έβγαλε το ασήμι και το χρυσάφι από το θησαυροφυλάκιο του ναού του Κυρίου και του βασιλικού ανακτόρου και τα έστειλε στο Βεν-Αδάδ, βασιλιά των Συρίων, που έμενε στη Δαμασκό, μ’ αυτό το μήνυμα:

3 «Έλα να συνάψουμε συμμαχία εμείς οι δυο, όπως συμμαχία υπήρχε κι ανάμεσα στον πατέρα σου και στον πατέρα μου. Κοίτα το ασήμι και το χρυσάφι που σου έστειλα. Πήγαινε, λοιπόν, να διαλύσεις τη συμμαχία σου με το Βασά, βασιλιά του Ισραήλ, για ν’ αποσύρει το στρατό του από την περιοχή μου».

4 Ο Βεν-Αδάδ δέχτηκε την πρόταση του βασιλιά Ασά κι έστειλε τους στρατηγούς του εναντίον των πόλεων του Ισραήλ. Αυτοί χτύπησαν την Ιιών, τη Δαν και την Αβέλ-Μάιμ και όλες τις πόλεις της φυλής Νεφθαλί όπου αποθήκευαν τις προμήθειες.

5 Όταν το έμαθε ο Βασά, σταμάτησε να οχυρώνει τη Ραμά.

6 Τότε ο βασιλιάς Ασά πήρε όλο το λαό του Ιούδα και σήκωσαν τις πέτρες και τα ξύλα, με τα οποία ο Βασά οχύρωνε τη Ραμά και οχύρωσαν μ’ αυτά τη Γεβά και τη Μισπά.

Ο προφήτης Ανανί

7 Τον καιρό εκείνο ήρθε ο Ανανί, ο Βλέπων, στο βασιλιά του Ιούδα Ασά, και του είπε: «Επειδή στηρίχτηκες στο βασιλιά των Συρίων κι όχι στον Κύριο το Θεό σου, γι’ αυτό θα φύγει από την εξουσία σου το στράτευμα του βασιλιά του Ισραήλ.

8 Οι Αιθίοπες και οι Λίβυες δεν ήταν πολυάριθμο στράτευμα με πάρα πολλές άμαξες και ιππείς; Επειδή όμως τότε στηρίχτηκες στον Κύριο, εκείνος τους παρέδωσε στην εξουσία σου.

9 Τα μάτια του Κυρίου περιτρέχουν όλη τη γη, για να δείξει την παντοδυναμία του σ’ εκείνους που η καρδιά τους είναι ειλικρινής απέναντί του. Αλλά σ’ αυτήν εδώ την περίπτωση έπραξες απερίσκεπτα· γι’ αυτό από ’δω και πέρα θα έχεις πολέμους».

10 Ο Ασά θύμωσε εναντίον του Βλέποντος και τον έκλεισε στη φυλακή, γιατί τον εξόργισαν αυτά που είπε. Επίσης, τον καιρό εκείνο ο Ασά άρχισε να κακομεταχειρίζεται μερικούς από το λαό.

Θάνατος του Ασά

11 Η ιστορία του Ασά, από την αρχή ως το τέλος περιλαμβάνεται στο Βιβλίο των Χρονικών των βασιλιάδων του Ιούδα και του Ισραήλ.

12 Το τριακοστό ένατο έτος της βασιλείας του αρρώστησε. Η αρρώστια του ξεκινούσε από τα πόδια και ήταν πολύ βαριά. Δε ζήτησε όμως ο Ασά στην αρρώστια του βοήθεια από τον Κύριο, αλλά από τους γιατρούς.

13 Πέθανε το τεσσαρακοστό πρώτο έτος της βασιλείας του,

14 και τον έθαψαν σε τάφο που είχε ανοίξει για τον εαυτό του στην Πόλη Δαβίδ. Τον τοποθέτησαν σε φέρετρο γεμάτο από αρώματα και φυτά, και διάφορα είδη αναμειγμένων αρωμάτων και άναψαν προς τιμή του πάρα πολύ μεγάλη επικήδεια φωτιά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2CH/16-885b89be9a4c3d5f66c9449949d01429.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄)

Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄) 17

Εδραίωση της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα

1 Στο θρόνο τον Ασά τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Ιωσαφάτ. Αυτός σταθεροποίησε την εξουσία του στη χώρα του.

2 Τοποθέτησε στρατό σ’ όλες τις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα κι εγκατέστησε φρουρές στη χώρα του και στις πόλεις του Εφραΐμ, που τις είχε κυριεύσει ο πατέρας του ο Ασά.

3 Ο Κύριος ήταν με τον Ιωσαφάτ επειδή ακολούθησε το παράδειγμα των πρώτων χρόνων του πατέρα του και δε λάτρευσε τους θεούς των Χαναναίων.

4 Λάτρευε το Θεό του πατέρα του και βάδιζε σύμφωνα με τις εντολές του· δεν μιμήθηκε τα έργα του βόρειου βασιλείου.

5 Γι’ αυτό ο Κύριος σταθεροποίησε το θρόνο του. Όλος ο λαός του Ιούδα πρόσφερε δώρα στον Ιωσαφάτ ο οποίος απέκτησε πλούτο και δόξα πολλή.

6 Τότε έδειξε περισσότερο ζήλο για τις εντολές του Κυρίου και εξαφάνισε τους ιερούς τόπους και τις ξύλινες λατρευτικές στήλες από το βασίλειο του Ιούδα.

7 Το τρίτο έτος της βασιλείας του ο Ιωσαφάτ έστειλε τους αξιωματούχους του, Βεν-Χαΐλ, Οβαδία, Ζαχαρία, Ναθαναήλ και Μιχαΐα για να διδάξουν στις πόλεις του Ιούδα.

8 Μαζί τους έστειλε και τους λευίτες Σεμαΐα, Νεθανία, Ζεβαδία, Ασαήλ, Σεμίραμωθ, Ιωνάθαν, Αδωνία, Τωβία και Τωβ-Αδωνία κι επίσης τους ιερείς Ελισαμά και Ιωράμ.

9 Αυτοί περιόδευαν όλες τις πόλεις του Ιούδα έχοντας μαζί τους το βιβλίο του νόμου του Κυρίου και δίδασκαν το λαό.

Η δύναμη του Ιωσαφάτ

10 Σ’ όλα τα γειτονικά βασίλεια του Ιούδα είχε πέσει ο φόβος του Κυρίου και δεν πολεμούσαν εναντίον του Ιωσαφάτ.

11 Οι Φιλισταίοι έφερναν στον Ιωσαφάτ διάφορα δώρα και ασήμι για φόρο· ακόμη και Άραβες του έφεραν εφτά χιλιάδες εφτακόσια κριάρια και άλλους τόσους τράγους.

12 Έτσι ο Ιωσαφάτ γινόταν ολοένα και ισχυρότερος. Έχτισε στον Ιούδα φρούρια και πόλεις όπου αποθηκεύονταν μεγάλες ποσότητες προμηθειών.

13 Έκανε πολλά έργα στις πόλεις του βασιλείου του. Στην Ιερουσαλήμ έμεναν οι πιο ανδρείοι πολεμιστές.

14 Αυτοί διαιρούνταν κατά οικογένειες ως εξής: Από τη φυλή Ιούδα χιλίαρχοι ήταν ο Αδνά, αρχηγός τριακοσίων χιλιάδων δυνατών πολεμιστών·

15 ο Ιωχανάν, αρχηγός διακοσίων ογδόντα χιλιάδων αντρών·

16 ο Αμασίας, γιος του Ζιχρί, που ήταν εθελοντής στην υπηρεσία του Κυρίου, αρχηγός διακοσίων χιλιάδων δυνατών πολεμιστών.

17 Από τη φυλή Βενιαμίν ήταν ο Ελιαδά, δυνατός πολεμιστής, αρχηγός σε διακόσιες χιλιάδες τοξότες και ασπιδοφόρους·

18 ο Ιωζαβάδ αρχηγός εκατόν ογδόντα χιλιάδων καλά εξοπλισμένων πολεμιστών.

19 Όλοι αυτοί υπηρετούσαν το βασιλιά σε καιρό πολέμου, εκτός από κείνους, που ο βασιλιάς είχε εγκαταστήσει μόνιμες φρουρές στις οχυρωμένες πόλεις σ’ όλο το βασίλειο του Ιούδα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2CH/17-75862abbab47e053aea18ff0ef61e62d.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄)

Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄) 18

Συμμαχία του Ιωσαφάτ με τον Αχαάβ

1 Ο Ιωσαφάτ απέκτησε πλούτο και δόξα πολλή και συγγένεψε με το βασιλιά Αχαάβ.

2 Μετά από χρόνια πήγε να επισκεφθεί τον Αχαάβ στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ έσφαξε πολλά πρόβατα και βόδια γι’ αυτόν και για την ακολουθία του, με σκοπό να τον πείσει να επιτεθεί μαζί του στη Ραμώθ της Γαλαάδ.

3 Ρώτησε, λοιπόν, ο Αχαάβ, βασιλιάς του Ισραήλ τον Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα: «Έρχεσαι μαζί μου στη Γαλαάδ, να επιτεθούμε στη Ραμώθ;» Ο Ιωσαφάτ του απάντησε: «Εγώ κι εσύ είμαστε ένα –ο λαός μου κι ο λαός σου! Θα πολεμήσω στο πλευρό σου».

4 Μετά όμως πρόσθεσε: «Κατ’ αρχήν, ζήτα, σε παρακαλώ, σήμερα κιόλας συμβουλή από τον Κύριο».

5 Τότε ο βασιλιάς του Ισραήλ συγκέντρωσε τους προφήτες, τετρακόσιους άντρες περίπου,και τους είπε: «Να πάω στη Γαλαάδ να πολεμήσω για να πάρω πίσω τη Ραμώθ ή να την εγκαταλείψω;» Εκείνοι απάντησαν: «Πήγαινε, βασιλιά, κι ο Θεός θα σου παραδώσει την πόλη».

6 Ο Ιωσαφάτ του είπε: «Δεν υπάρχει εδώ κανένας άλλος προφήτης του Κυρίου, για να ρωτήσουμε και μ’ αυτόν;»

7 Ο βασιλιάς του Ισραήλ του απάντησε: «Υπάρχει ακόμα ένας άνθρωπος, που μ’ αυτόν μπορούμε να ρωτήσουμε τον Κύριο, αλλά εγώ τον μισώ, γιατί δεν προφητεύει ποτέ καλό για μένα, παρά μόνο κακό. Είναι ο Μιχαΐας, γιος του Ιμλά». Ο Ιωσαφάτ του απάντησε: «Μη μιλάς έτσι, βασιλιά».

8 Τότε κάλεσε ο βασιλιάς του Ισραήλ έναν ευνούχο και του είπε: «Τρέξε να φέρεις το Μιχαΐα, γιο του Ιμλά».

9 Ο βασιλιάς του Ισραήλ και ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα ήταν καθισμένοι στην πλατεία κοντά στην πύλη της Σαμάρειας καθένας στο θρόνο του, φορώντας τις βασιλικές στολές τους. Κι όλοι οι προφήτες προφήτευαν μπροστά τους.

10 Ο προφήτης Σεδεκίας, γιος του Κεναανά είχε κατασκευάσει κάτι σιδερένια κέρατα κι έλεγε: «Βασιλιά, άκου τι λέει ο Κύριος: Μ’ αυτά θα χτυπήσεις τους Συρίους και θα τους αφανίσεις».

11 Τα ίδια έλεγαν κι όλοι οι προφήτες: «Πήγαινε, βασιλιά, στη Γαλαάδ να πολεμήσεις για ν’ ανακτήσεις τη Ραμώθ. Θα επιτύχεις! Ο Κύριος θα σου παραδώσει την πόλη».

Η προειδοποίηση του Μιχαΐα

12 Στο μεταξύ, ο απεσταλμένος που είχε πάει να καλέσει τον προφήτη Μιχαΐα, του έλεγε: «Όλοι οι προφήτες, ομόφωνα, προφητεύουν καλούς οιωνούς για το βασιλιά. Κοίταξε, λοιπόν, να είναι και η δική σου προφητεία όπως οι δικές τους. Να προφητέψεις ευνοϊκά».

13 Ο Μιχαΐας όμως του απάντησε: «Μα τον αληθινό Θεό, ό,τι μου πει ο Κύριος, αυτό θα αναγγείλω».

14 Όταν παρουσιάστηκε στο βασιλιά, εκείνος του είπε: «Μιχαΐα, να πάμε στη Γαλαάδ να πολεμήσουμε για να πάρουμε πίσω τη Ραμώθ ή να την εγκαταλείψουμε;» Ο Μιχαΐας απάντησε: «Να πάτε, βασιλιά, και θα επιτύχετε. Ο Κύριος θα σου παραδώσει την πόλη».

15 Αλλά ο βασιλιάς τού είπε: «Πόσες φορές πρέπει να σε ορκίσω να μη λες σ’ εμένα παρά μόνο την αλήθεια, στ’ όνομα του Κυρίου;»

16 Τότε κι ο Μιχαΐας απάντησε: «Είδα όλο τον Ισραήλ σκορπισμένο στα βουνά, σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα. Κι είπε ο Κύριος: “αυτοί δεν έχουν πια αρχηγό· ας επιστρέψει καθένας ήσυχα ήσυχα σπίτι του”».

17 Ο βασιλιάς του Ισραήλ είπε στον Ιωσαφάτ: «Δε σου είπα ότι αυτός δεν προφητεύει για μένα καλό παρά κακό;»

18 Ο Μιχαΐας απάντησε: «Ακούστε, λοιπόν, και το λόγο του Κυρίου: Είδα τον Κύριο να κάθεται στο θρόνο και όλα τα ουράνια όντα να στέκονται δεξιά του κι αριστερά του.

19 Είπε, λοιπόν, ο Κύριος: “ποιος θα εξαπατήσει τον Αχαάβ, το βασιλιά του Ισραήλ, και θα τον κάνει να πάει στη Γαλαάδ και να σκοτωθεί στη Ραμώθ;” Ο ένας έλεγε το ένα κι ο άλλος τ’ άλλο.

20 Ώσπου βγήκε ένα πνεύμα και στάθηκε μπροστά στον Κύριο και είπε: “εγώ θα τον εξαπατήσω”. Ο Κύριος το ρώτησε: “με ποιον τρόπο;”

21 “Θα πάω”, είπε, “και θα κάνω όλους τους προφήτες του βασιλιά να του λένε ψέματα”. Τότε ο Κύριος είπε: “πράγματι, έτσι θα τον ξεγελάσεις. Πήγαινε και κάνε κατά πώς είπες. Θα πετύχεις”.

22 Τώρα, λοιπόν, ο Κύριος έχει αφήσει ένα πνεύμα να εμπνέει με ψέματα όλους αυτούς τους προφήτες σου. Αλλά στην πραγματικότητα ο Κύριος έχει αποφασίσει να σε βρει μεγάλο κακό».

23 Τότε ο προφήτης Σεδεκίας, γιος του Κεναανά, πλησίασε και χτύπησε το Μιχαΐα στο σαγόνι. «Από ποιο δρόμο», του είπε, «πέρασε το Πνεύμα του Κυρίου όταν έφυγε από μένα για να μιλήσει σ’ εσένα;»

24 Ο Μιχαΐας απάντησε: «Θα το δεις τη μέρα που θα τρέχεις να κρυφτείς στο πίσω υπνοδωμάτιο του σπιτιού σου».

25 Τότε, ο βασιλιάς του Ισραήλ είπε: «Πιάστε το Μιχαΐα, και παραδώστε τον στον Αμών, το φρούραρχο της πόλης, και στον πρίγκηπα Ιωάς.

26 Θα τους πείτε ότι ο βασιλιάς διατάζει να τον ρίξουν στη φυλακή και να του δίνουν μόνο λίγο ψωμί και λίγο νερό, ωσότου γυρίσω πίσω σώος και αβλαβής».

27 Κι ο Μιχαΐας απάντησε: «Αν εσύ γυρίσεις πίσω γερός, τότε δεν μίλησε μέσω εμού ο Κύριος». Και πρόσθεσε: «Ακούστε το αυτό όλοι οι λαοί».

Η προφητεία του Μιχαΐα επαληθεύεται

28 Έτσι, ο βασιλιάς του Ισραήλ και ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα, πήγαν στη Γαλαάδ για να πολεμήσουν εναντίον της Ραμώθ.

29 Ο βασιλιάς του Ισραήλ είπε στον Ιωσαφάτ: «Εγώ θα μεταμφιεστώ και θα μπω στη μάχη. Εσύ, όμως, φόρεσε κανονικά τη στολή σου». Έτσι ο βασιλιάς του Ισραήλ μπήκε στη μάχη μεταμφιεσμένος.

30 Ο βασιλιάς των Συρίων είχε δώσει στους αρχηγούς των αμαξών του ρητή διαταγή να μη χτυπήσουν κανέναν, ούτε απλό στρατιώτη ούτε αξιωματικό, παρά μόνο το βασιλιά του Ισραήλ».

31 Οι αρχηγοί των αμαξών, όταν είδαν τον Ιωσαφάτ, είπαν: «Σίγουρα αυτός είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ», και τον περικύκλωσαν για να τον χτυπήσουν. Αλλά ο Ιωσαφάτ φώναξε για βοήθεια στον Κύριο κι ο Θεός τον βοήθησε και τους απομάκρυνε απ’ αυτόν.

32 Οι αρχηγοί των αμαξών, όταν είδαν ότι δεν ήταν αυτός ο βασιλιάς του Ισραήλ, σταμάτησαν να τον καταδιώκουν.

33 Αλλά ένας στρατιώτης τέντωσε τυχαία το τόξο του και το βέλος πήγε και χτύπησε τον πραγματικό βασιλιά του Ισραήλ ανάμεσα στις προστατευτικές πλάκες του θώρακα της πανοπλίας του. Τότε ο βασιλιάς είπε στον ηνίοχό του: «Γύρνα τα χαλινάρια και βγάλε με από τη μάχη· πληγώθηκα».

34 Η μάχη όμως ήταν σκληρή εκείνη την ημέρα. Το βασιλιά του Ισραήλ τον στήριζαν να στέκει ορθός στην άμαξα απέναντι από τους Συρίους μέχρι το βράδυ. Κατά τη δύση του ήλιου όμως πέθανε.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2CH/18-71a64299f7459f7224d0d65a66b18700.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄)

Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄) 19

Ο προφήτης Ιηού επιπλήττει τον Ιωσαφάτ

1 Ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα επέστρεψε σώος στο παλάτι του στην Ιερουσαλήμ.

2 Ο προφήτης Ιηού, γιος του Ανανί, βγήκε να τον συναντήσει και του είπε: «Γιατί βοηθάς τον ασεβή; Γιατί αγαπάς αυτούς που μισούν τον Κύριο; Γι’ αυτό η οργή του Κυρίου θα ξεσπάσει εναντίον σου.

3 Όμως έχεις και μερικά καλά: Εξαφάνισες τις ξύλινες λατρευτικές στήλες από τη χώρα και ακολουθείς μ’ όλη σου την καρδιά το θέλημα του Θεού».

Ο Ιωσαφάτ διορίζει δικαστές

4 Ο Ιωσαφάτ κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ. Βγήκε όμως πάλι για περιοδεία ανάμεσα στο λαό, από τη Βέερ-Σεβά μέχρι την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, για να τους παροτρύνει ν’ ακολουθούν τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους.

5 Σε κάθε οχυρωμένη πόλη του βασιλείου του, σ’ όλη τη χώρα, διόρισε δικαστές,

6 και τους είπε: «Προσέξτε καλά σ’ αυτό που θα κάνετε! Δεν θα δικάζετε εξ ονόματος κάποιου ανθρώπου, αλλά εξ ονόματος του Κυρίου, που θα είναι μαζί σας όταν θα βγάζετε μια απόφαση.

7 Να ’χετε φόβο Θεού και να εκτελείτε με προσοχή τα καθήκοντά σας. Ο Κύριος ο Θεός μας δεν κάνει αδικίες, ούτε προσωποληψίες, ούτε δέχεται δωροδοκίες».

8 Επίσης και στην Ιερουσαλήμ ο Ιωσαφάτ διόρισε λευίτες, ιερείς και αρχηγούς συγγενειών του λαού του Ισραήλ, για να εκδικάζουν τις διαφορές των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, κρίνοντας σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου.

9 Τους έδωσε ο ίδιος διαταγή: «Θα ενεργείτε με φόβο Κυρίου, με πίστη, και με ευθυκρισία.

10 Όποια διαφορά παρουσιαστεί σ’ εσάς από τους συμπατριώτες σας, που κατοικούν στις πόλεις, είτε πρόκειται για φόνο είτε για διαφωνία σχετικά με κάποιον νόμο, με εντολή, με διατάγματα ή προστάγματα, εσείς πρέπει να τους συμβουλεύετε, για να μη γίνονται ένοχοι ενώπιον του Κυρίου και πέσει η οργή του πάνω σας και πάνω σ’ αυτούς. Έτσι να ενεργείτε και δεν θα είστε ένοχοι.

11 Ο αρχιερέας Αμαρίας θα σας συμβουλεύει σε κάθε θρησκευτική υπόθεση και ο Ζεβαδίας, γιος του Ισμαήλ και αρχηγός της φυλής Ιούδα, θα σας συμβουλεύει σε κάθε πολιτική υπόθεση· οι λευίτες θα είναι γραμματικοί σας. Να ενεργείτε με θάρρος και ο Κύριος θα είναι με τον δίκαιο».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2CH/19-5d6c26fb7dd6ce93eb449fb898d54eb3.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄)

Β΄ ΧΡΟΝΙΚΩΝ (Ή ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β΄) 20

Νίκη εναντίον των Μωαβιτών και των Αμμωνιτών

1 Μετά απ’ αυτά, οι Μωαβίτες και οι Αμμωνίτες και μαζί τους μερικοί από τους Μιναίουςξεκίνησαν να πολεμήσουν εναντίον του Ιωσαφάτ.

2 Έφεραν λοιπόν στο βασιλιά το μήνυμα: «Έρχεται εναντίον σου πολυάριθμος στρατός», του είπαν, «πέρα από τη Νεκρά Θάλασσα, από τη χώρα των Εδωμιτών.Τώρα αυτοί βρίσκονται στην Χασεσών-Ταμάρ, δηλαδή στην Εν-Γεδί».

3 Ο Ιωσαφάτ φοβήθηκε. Άρχισε να προσεύχεται στον Κύριο και κήρυξε νηστεία σ’ όλο το λαό του Ιούδα.

4 Οι κάτοικοι του Ιούδα ήρθαν απ’ όλες τις πόλεις του βασιλείου στην Ιερουσαλήμ, για να συμβουλευτούν τον Κύριο.

5 Τότε ο Ιωσαφάτ στάθηκε στο μέσο της συγκέντρωσης του λαού του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, στο ναό του Κυρίου, μπροστά στη νέα αυλή,

6 κι έκανε αυτήν την προσευχή:

«Κύριε, Θεέ των προγόνων μας, εσύ είσαι που βασιλεύεις στους ουρανούς, και κυριαρχείς πάνω σε όλα τα βασίλεια των εθνών! Στα χέρια σου είναι η δύναμη και η εξουσία. Κανένας δεν μπορεί να σου αντισταθεί.

7 Εσύ, Θεέ μας, έδιωξες τους κατοίκους της χώρας αυτής μπροστά από το λαό σου τον Ισραήλ και την έδωσες για πάντα στους απογόνους του Αβραάμ, του αγαπημένου σου.

8 Αυτοί εγκαταστάθηκαν στη χώρα κι έχτισαν ένα αγιαστήριο προς τιμήν σου. Και είπαν:

9 “αν μας βρει κανένα κακό, πόλεμος, θεομηνία, πλημμύρα, θανατικό ή πείνα, θα σταθούμε μπροστά σ’ αυτό το ναό, δηλαδή ενώπιόν σου, αφού εσύ λατρεύεσαι σ’ αυτόν, και θα σε επικαλεστούμε μέσα στη θλίψη μας κι εσύ θα μας ακούσεις και θα μας σώσεις”.

10 Τώρα, λοιπόν, δες τους Αμμωνίτες, τους Μωαβίτες και τους Εδωμίτες! Όταν οι Ισραηλίτες βγήκαν από την Αίγυπτο δεν τους άφησες να περάσουν μέσα από τα εδάφη τους, αλλά πέρασαν από μακριά τους και δεν τους κατέστρεψαν.

11 Κι αυτοί εδώ τώρα μας ανταμείβουν με το να έρχονται να μας διώξουν από την κληρονομία σου, που μας την έδωσες για ιδιοκτησία μας.

12 Θεέ μας, δε θα τους τιμωρήσεις; Εμείς δεν έχουμε δύναμη ν’ αντισταθούμε σ’ αυτό το μεγάλο πλήθος, που έρχεται εναντίον μας. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, αλλά τα μάτια μας είναι στραμμένα σ’ εσένα».

13 Όλοι οι κάτοικοι του Ιούδα στέκονταν ενώπιον του Κυρίου με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους.

14 Τότε, εκεί μέσα στη συγκέντρωση, ήρθε το Πνεύμα του Κυρίου στον Ιαχαζιήλ, έναν λευίτη, απόγονο του Ασάφ. (Ήταν γιος του Ζαχαρία γιου του Βεναΐα, γιου του Ιεϊήλ, γιου του Ματθανία).

15 Αυτός είπε: «Προσέξτε όλος ο λαός του Ιούδα, εσείς οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, κι εσύ βασιλιά Ιωσαφάτ! Αυτά λέει σ’ εσάς ο Κύριος: “μη φοβάστε, μη δειλιάζετε από το μεγάλο αυτό πλήθος, γιατί η μάχη δεν είναι δική σας, αλλά του Θεού.

16 Αύριο θα τους επιτεθείτε. Αυτοί έρχονται από την ανωφέρεια Σις. Θα τους συναντήσετε στην άκρη της κοιλάδας, απέναντι από την έρημο Ιερουήλ.

17 Εσείς δεν θα χρειαστεί να πολεμήσετε. Εμφανιστείτε, σταθείτε εκεί και θα δείτε ότι εγώ, ο Κύριος, που είμαι μαζί σας, θα τους νικήσω για λογαριασμό σας. Λαέ του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, μη φοβάστε, μη δειλιάζετε! Αύριο κινηθείτε εναντίον τους, κι ο Κύριος θα είναι μαζί σας”».

18 Έπειτα ο Ιωσαφάτ έσκυψε το πρόσωπό του στη γη και όλος ο λαός του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ έπεσαν ενώπιον του Κυρίου και τον προσκύνησαν.

19 Οι λευΐτες των συγγενειών του Κορέ και του Καάθ σηκώθηκαν και υμνολογούσαν με δυνατή φωνή τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ.

20 Την άλλη μέρα σηκώθηκαν πολύ πρωί και βγήκαν στην έρημο Τεκωά. Καθώς έβγαιναν, ο Ιωσαφάτ στάθηκε και είπε: «Ακούστε με, άντρες του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ: Εμπιστευτείτε τον Κύριο το Θεό σας και θα είστε ασφαλείς. Πιστέψτε στους προφήτες του και θα νικήσετε».

21 Έπειτα, αφού συσκέφθηκε με το λαό, τοποθέτησε μπροστά από τους πολεμιστές ψάλτες με ιερή στολή για να υμνολογούν τον Κύριο, με τον ύμνο: «Δοξολογείτε τον Κύριο, γιατί αιώνια διαρκεί η αγάπη του».

22 Όταν άρχισαν αυτόν τον ύμνο της δοξολογίας, ο Κύριος έστησε ενέδρες εναντίον των Αμμωνιτών, των Μωαβιτών και των Εδωμιτών, που είχαν έρθει να πολεμήσουν τον Ιούδα, και χτυπήθηκαν.

23 Οι Αμμωνίτες και οι Μωαβίτες επιτεθήκαν στους Εδωμίτες, με σκοπό να τους εξολοθρεύσουν και να τους καταστρέψουν εντελώς. Όταν όμως τελείωσαν με τους Εδωμίτες, συγκρούστηκαν μεταξύ τους και αλληλοεξοντώνονταν.

24 Όταν οι άντρες του Ιούδα ήρθαν στη σκοπιά της ερήμου και κοίταξαν προς το πλήθος των εχθρών, είδαν ότι όλοι ήταν νεκρά σώματα, πεσμένα στη γη. Δεν είχε γλιτώσει κανείς.

25 Ο Ιωσαφάτ και ο λαός του ήρθαν να λαφυραγωγήσουν το στρατόπεδο των εχθρών και βρήκαν πάμπολλα κτήνη,πλούτη, ρουχισμόκαι πολύτιμα αντικείμενα, από τα οποία πήραν τόσα πολλά, ώστε δεν μπορούσαν να τα μεταφέρουν. Τρεις μέρες μάζευαν λάφυρα. Τόσα πολλά ήταν.

26 Την τέταρτη μέρα συγκεντρώθηκαν στην κοιλάδα Βεραχά κι εκεί ευλόγησαν τον Κύριο. Γι’ αυτό και ονόμασαν τον τόπο εκείνο «Κοιλάδα Βεραχά» (Κοιλάδα Ευλογίας), κι έτσι ονομάζεται μέχρι σήμερα.

27 Μετά όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα, με αρχηγό τον Ιωσαφάτ, ξεκίνησαν για να γυρίσουν στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη χαρά. Ο Κύριος τους είχε κάνει να χαρούν, γιατί νικήθηκαν οι εχθροί τους.

28 Ήρθαν στην Ιερουσαλήμ, στο ναό του Κυρίου, με άρπες, με κιθάρες και με σάλπιγγες.

29 Όταν τα άλλα βασίλεια πληροφορήθηκαν ότι ο Κύριος πολέμησε εναντίον των εχθρών του Ισραήλ, κυριεύτηκαν από το φόβο του.

30 Έτσι η βασιλεία του Ιωσαφάτ έμεινε ήσυχη, γιατί ο Θεός τού εξασφάλισε ειρήνη από παντού.

Το τέλος της βασιλείας του Ιωσαφάτ

31 Ο Ιωσαφάτ είχε γίνει βασιλιάς του Ιούδα σε ηλικία τριάντα πέντε ετών. Βασίλεψε είκοσι πέντε χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ονομαζόταν Αζουβά και ήταν κόρη του Σιχλί.

32 Ο Ιωσαφάτ έκανε το σωστό ενώπιον του Κυρίου, ακολουθώντας απαρέγκλητα το παράδειγμα του Ασά, του πατέρα του.

33 Αλλά οι ιεροί τόποι δεν καταργήθηκαν τελείως, γιατί ο λαός δεν είχε αφοσιωθεί ολόψυχα στο Θεό των προγόνων του.

34 Η υπόλοιπη ιστορία του Ιωσαφάτ, από την αρχή ως το τέλος, είναι καταχωρισμένη στα Χρονικά του Ιηού, γιου του Ανανί, έργο που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο των βασιλιάδων του Ισραήλ.

35 Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Ιωσαφάτ, βασιλιάς του Ιούδα συμμάχησε με τον Οχοζία, βασιλιά του Ισραήλ, που η συμπεριφορά του ήταν ασεβής.

36 Ο Ιωσαφάτ συμμάχησε μαζί του για να κατασκευάσουν πλοία, που να πηγαίνουν στη Θαρσείς. Η κατασκευή των πλοίων γινόταν στο λιμάνι της Εσιών-Γάβερ.

37 Αλλά ο προφήτης Ελιέζερ, γιος του Δωδαυά από τη Μαρεσά, προφήτεψε εναντίον του Ιωσαφάτ και είπε: «Επειδή συμμάχησες με τον Οχοζία, ο Κύριος θα καταστρέψει τα έργα σου». Έτσι τα πλοία ναυάγησαν και δεν μπόρεσαν να πάνε στη Θαρσείς.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2CH/20-07568faa4ecb5139f3d92b276b345d2d.mp3?version_id=173—