Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 21

Οι απόγονοι του Σαούλ θανατώνονται

1 Την εποχή που βασίλευε ο Δαβίδ, έπεσε πείνα στη χώρα και κράτησε τρία συνεχή χρόνια. Ο Δαβίδ ρώτησε σχετικά τον Κύριο κι ο Κύριος του αποκρίθηκε: «Αυτό έγινε εξαιτίας των φόνων που έκανε ο Σαούλ και οι δικοί του, όταν έδωσε διαταγή να θανατωθούν οι Γαβαωνίτες».

2 (Οι Γαβαωνίτες δεν ήταν Ισραηλίτες, αλλά υπολείμματα των Αμορραίων. Οι Ισραηλίτες τούς είχαν υποσχεθεί με όρκο να τους αφήσουν στη ζωή. Αλλά ο Σαούλ, από υπερβολικό ζήλο για το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα, είχε επιδιώξει κάποτε να τους σκοτώσει).

3 Κάλεσε, λοιπόν, ο βασιλιάς Δαβίδ τους Γαβαωνίτες και τους ρώτησε: «Τι μπορώ να κάνω για σας; Πώς μπορώ να επανορθώσω το κακό που πάθατε, ώστε να σταματήσετε να καταριέστε το λαό του Κυρίου και να τον ευλογήσετε;»

4 Οι Γαβαωνίτες του απάντησαν: «Η διαφορά μας με το Σαούλ και την οικογένειά του δεν είναι για μας υπόθεση που κανονίζεται με ασήμι και χρυσάφι, ούτε θέλουμε να σκοτώσεις για χάρη μας κανέναν από τους Ισραηλίτες». Ο Δαβίδ απάντησε: «Πείτε μου τι θέλετε, κι εγώ θα σας το κάνω».

5 Οι Γαβαωνίτες του απάντησαν: «Αυτός ο άνθρωπος μας κατέστρεψε και σκόπευε να μας εξοντώσει και να μας εξαφανίσει απ’ όλη την περιοχή του Ισραήλ.

6 Ας μας παραδοθούν, λοιπόν, εφτά άντρες από τους απογόνους του να τους κρεμάσουμε ενώπιον του Κυρίου, στη Γιβεά, την πόλη όπου κατοικούσε ο Σαούλ, ο εκλεκτός του Κυρίου». Ο βασιλιάς απάντησε: «Θα σας τους παραδώσω».

7 Ο Δαβίδ όμως εξαίρεσε το Μεμφιβοσθέ, γιο του Ιωνάθαν κι εγγονό του Σαούλ, επειδή Δαβίδ και Ιωνάθαν είχαν δώσει σχετικό όρκο μεταξύ τους, στο όνομα του Κυρίου.

8 Διέταξε, λοιπόν, να βρουν τον Αρμωνί και το Μεμφιβοσθέ, που ήταν γιοι της Ρισπά, κόρης του Αϊά, και τους είχε γεννήσει στο Σαούλ, καθώς και τους πέντε γιους της Μιχάλ,κόρης του Σαούλ, που τους είχε γεννήσει στον Αδριήλ γιο του Βαρζιλλαΐ, του Μεχολαθίτη,

9 και τους παρέδωσε στους Γαβαωνίτες. Εκείνοι τους κρέμασαν στο βουνό, κοντά στη Γιβεά, ενώπιον του Κυρίου, και πέθαναν και οι εφτά μαζί. Η εκτέλεση έγινε τις πρώτες μέρες του θερισμού των κριθαριών.

10 Η Ρισπά, κόρη του Αϊά, έστρωσε το πένθιμο φόρεμά της πάνω στο βράχο, κάθισε πάνω του και δεν άφηνε τα όρνεα να πλησιάζουν στα πτώματα την ημέρα ή τ’ άγρια θηρία τη νύχτα. Εκεί έμεινε από την αρχή του θερισμού ως τότε που ήρθε από τον ουρανό βροχή πάνω στους νεκρούς.

11 Όταν αναγγέλθηκε στο Δαβίδ αυτό που έκανε η Ρισπά, η παλλακίδα του Σαούλ,

12 διέταξε και πήραν τα οστά του Σαούλ και του Ιωνάθαν, του γιου του, από τους κατοίκους της Ιαβές, στη Γαλαάδ. Οι κάτοικοί της τα είχαν κλέψει από την πλατεία της Βαιθ-Σεάν, όπου τους είχαν κρεμάσει οι Φιλισταίοι, τότε που σκότωσαν το Σαούλ στα όρη Γελβουέ.

13-14 Πήρε, λοιπόν, ο Δαβίδ τα οστά του Σαούλ και του Ιωνάθαν από την Ιαβές και, μαζί με τα οστά αυτών που είχαν κρεμαστεί, τα έθαψαν στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν, στη Σηλά, στον τάφο του Κις, πατέρα του Σαούλ. Κι αφού έκαναν όλα όσα διέταξε ο βασιλιάς, ο Θεός έδειξε πάλι την εύνοιά του στη χώρα και σταμάτησε το λιμό.

Νέοι πόλεμοι του Δαβίδ εναντίον των γιγάντων

15 Ανάμεσα στους Φιλισταίους και στους Ισραηλίτες έγινε πάλι πόλεμος. Ο Δαβίδ βγήκε με το στρατό του στο πεδίο της μάχης, αλλά κουράστηκε.

16 Ένας γίγαντας, ο Ισβί-Βενώβ, που το ακόντιό του ζύγιζε τριακόσιους σίκλους χαλκού και ήταν ζωσμένος ένα καινούργιο σπαθί, όρμησε αποφασισμένος να σκοτώσει το Δαβίδ.

17 Αλλά ο Αβισάι, γιος της Σερουΐας, βοήθησε το Δαβίδ, χτύπησε το Φιλισταίο και τον σκότωσε. Τότε οι στρατιώτες του Δαβίδ τον εξόρκισαν και του είπαν: «Δεν θα βγαίνεις πια μαζί μας στη μάχη για να μη σβήσει η βασιλεία του Ισραήλ».

18 Μετά απ’ αυτά, έγινε πάλι πόλεμος στη Γωβ εναντίον των Φιλισταίων. Εκεί ο Σιββεχαΐ ο Χουσαθίτης, σκότωσε το γίγαντα Σαφ.

19 Σ’ έναν άλλο πόλεμο, που έγινε πάλι στη Γωβ εναντίον των Φιλισταίων, ο Ελχανάν, γιος του Ιαρέ-Ορεγίμ του Βηθλεεμίτη, σκότωσε το Γολιάθ το Γαθίτη, που το ξύλο της λόγχης του ήταν σαν το αντί του αργαλειού.

20 Έγινε, όμως, και πάλι πόλεμος στη Γαθ. Εκεί ήταν ένας γίγαντας εξαδάκτυλος στα χέρια και στα πόδια (συνολικά είχε είκοσι τέσσερα δάκτυλα).

21 Αυτός πρόσβαλλε συνέχεια τους Ισραηλίτες, αλλά ο Ιωνάθαν, γιος του Σαμμά και ανεψιός του Δαβίδ, τον σκότωσε.

22 Και οι τέσσερις αυτοί Φιλισταίοι πολεμιστές ήταν απόγονοι του Ραφά στη Γαθ, και σκοτώθηκαν από το Δαβίδ και τους στρατιώτες του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/21-21fdea965901a68bb7792782e36c5fe4.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 22

Νικητήριος ύμνος του Δαβίδ

1 Όταν ο Κύριος απάλλαξε το Δαβίδ απ’ όλους τους εχθρούς του και από το Σαούλ, ο Δαβίδ του απηύθυνε τον παρακάτω ύμνο:

2 Εσύ είσαι, Κύριε, το καταφύγιό μου,

το φρούριό μου

κι ο ελευθερωτής μου.

3 Θεέ μου εσύ είσ’ ο βράχος μου,

όπου και καταφεύγω·

η ασπίδα μου κι η δύναμη που με λυτρώνει·

είσαι ο ψηλός ο πύργος μου,

το καταφύγιό μου.

Είσ’ ο σωτήρας, που με σώζει από την αδικία.

4 Στον Κύριο ανήκει κάθε ύμνος.

Αυτόν καλώ να με βοηθήσει

κι απ’ τους εχθρούς μου σώζομαι.

5 Κύματα με περικύκλωσαν θανάτου,

ποταμοί ολέθρου με κατατρόμαξαν.

6 Με ζώσαν τα δεσμά του άδη

κι ο θάνατος μου ’στησε τις παγίδες του.

7 Φώναξα μες στη θλίψη μου στον Κύριο,

απ’ το Θεό μου ζήτησα βοήθεια.

Άκουσε τη φωνή μου απ’ το ναό του

κι η έκκλησή μου προς εκείνον για βοήθεια

έγινε δεκτή.

8 Τότε η γη σαλεύτηκε και άρχισε να τρέμει.

Ταράχτηκαν τα ουρανοθέμελα

και σείστηκαν, γιατ’ ήταν οργισμένος.

9 Βγήκε καπνός απ’ τους μυκτήρες του

κι από το στόμα του μια καταλυτική φωτιά

έβγαινε, ανάμικτη με κάρβουνα αναμμένα.

10 Χαμήλωσε τα ουράνια και κατέβηκε,

κάτω απ’ τα πόδια του το σύννεφο του γνόφου.

11 Ανέβηκε στα χερουβίμ και πέταξε,

με τα φτερά εμφανίστηκε του ανέμου.

12 Με το σκοτάδι μια σκηνή τριγύρω του έφτιαξε

με τα πυκνά τα σύννεφα, τα σκοτεινά νερά.

13 Από τη λάμψη, που μπροστά του προχωρούσε

πετιούνταν πυρωμένα κάρβουνα.

14 Από τον ουρανό βρόντηξε ο Κύριος

και τη φωνή του ο Ύψιστος άφησε ν’ ακουστεί.

15 Τα βέλη του ξαπόστειλε

και τους εχθρούς του σκόρπισε,

πλήθος τις αστραπές του έστειλε

και τους κατατρόμαξε.

16 Τότε οι πυθμένες φάνηκαν της θάλασσας,

και ξεσκεπάστηκαν της οικουμένης τα θεμέλια

από την απειλή σου, Κύριε,

κι από την οργισμένη αναπνοή σου.

17 Άπλωσε από ψηλά το χέρι του και μ’ έπιασε,

με τράβηξε απ’ την πλημμύρα των νερών.

18 Από τους δυνατούς εχθρούς μου μ’ ελευθέρωσε,

από τους αντιπάλους μου, που ήταν από μένα πιο ισχυροί.

19 Της συμφοράς μου την ημέρα μ’ αιφνιδίασαν,

αλλά ο Κύριος στάθηκε το στήριγμά μου.

20 Σε τόπο μ’ έβγαλε ανοιχτό, με γλίτωσε,

γιατί με αποδέχεται με καλοσύνη.

21 Ο Κύριος με αντάμειψε, γιατί του στάθηκα πιστός·

μου ανταπόδωσε ό,τι ταιριάζει στην αθωότητά μου.

22 Γιατί ακολούθησα τους δρόμους που μου όρισε ο Κύριος

και στο Θεό μου δεν ασέβησα.

23 Για οδηγό μου είχα όλα του τα προστάγματα

και δεν απομακρύνθηκα απ’ τους νόμους του.

24 Απέναντί του στάθηκα άψογος

και φυλαγόμουν να μην ανομήσω.

25 Ο Κύριος με αντάμειψε

γιατί του στάθηκα πιστός

και για την αθωότητά μου, που την ξέρει.

26 Με τον πιστό, Κύριε, είσαι πιστός,

τέλειος είσαι με τον τέλειο,

27 με τον καθάριο καθαρός·

μα φέρεσαι εχθρικά στον διεστραμμένο.

28 Σώζεις εσύ όλους τους ταπεινωμένους

αλλά μ’ ένα σου βλέμμα τον περήφανο τον ταπεινώνεις.

29 Γιατί εσύ ’σαι, Κύριε, το λυχνάρι μου,

εσύ που το σκοτάδι μου φωτίζεις.

30 Μαζί μ’ εσένα ορμώ σ’ εχθρικό στράτευμα,

με το Θεό μου διασκελίζω τείχος.

31 Τέλειες είναι του Θεού οι ενέργειες

ο λόγος του Κυρίου είν’ αξιόπιστος·

ασπίδα εκείνος γίνεται σ’ όλους που καταφεύγουνε σ’ αυτόν.

32 Γιατί ποιος άλλος είναι Θεός, αν όχι ο Κύριος;

Ποιος είναι βράχος, αν δεν είναι ο Θεός μας;

33 Ο Θεός με προστατεύει σαν οχύρωμα,

κάνει να πετυχαίνει ό,τι επιχειρώ.

34 Κάνει τα πόδια μου σαν ελαφίνας γρήγορα

και με κρατάει όρθιο

στα υψώματα.

35 Γυμνάζει για τον πόλεμο τα χέρια μου

για να τεντώνουν άτρεμα τα μπράτσα μου

το τόξο τ’ ορειχάλκινο.

36 Μου ’δωσες την ασπίδα που μ’ αυτήν με σώζεις,

Στην προσευχή μου η απάντησή σου

με κάνει δυνατό.

37 Εσύ ανοίγεις δρόμο μπρος στα βήματά μου

και σταθερά τα πόδια μου πατούν.

38 Παίρνω κυνήγι τους εχθρούς μου και τους αφανίζω,

και δε γυρίζω πίσω πριν να τους εξοντώσω εντελώς.

39 Τους εξοντώνω, τους συντρίβω·

δε θα μπορέσουν πια να σηκωθούν,

κείτονται καταγής κάτω απ’ τα πόδια μου.

40 Με ζώνεις για τον πόλεμο με δύναμη,

και κάνεις να λυγίζουν κάτωθέ μου

όσοι ξεσηκωθήκαν εναντίον μου.

41 Σε φυγή τρέπεις τους εχθρούς μου από μπρος μου

κι εξολοθρεύω αυτούς που με μισούν.

42 Κοιτάζουν για βοήθεια γύρω τους,

αλλά δεν είν’ κανείς για να τους σώσει·

στον Κύριο φωνάζουν,

μα δεν τους αποκρίνεται.

43 Σκόνη τους κάνω καθώς της γης το χώμα,

σαν να ’ναι λάσπη μες στο δρόμο τούς συνθλίβω,

τους ποδοπατώ.

44 Μ’ έσωσες από τη φιλονικία του λαού μου,

μ’ έκανες αρχηγό εθνών·

λαοί που δεν τους γνώριζα,

έγιναν τώρα υποτελείς μου.

45 Έρχονται ξένοι και με κολακεύουν·

στον πρώτο λόγο μου δείχνονται υπάκουοι.

46 Οι ξένοι καταρρέουν

και βγαίνουν απ’ τα οχυρά τους τρέμοντας.

47 Ο Κύριος ζει!

Ο βράχος μου, ας είναι ευλογημένος

και δοξασμένος ο Θεός,

ο βράχος μου και λυτρωτής μου!

48 Είν’ ο Θεός, που παίρνει εκδίκηση για χάρη μου,

που υποτάσσει κατωθέ μου τους λαούς,

49 και που με σώζει από τους εχθρούς μου.

Κύριε, με υψώνεις πάνω απ’ τους αντιπάλους μου,

μ’ ελευθερώνεις απ’ τους βίαιους ανθρώπους.

50 Γι’ αυτό μέσα στα έθνη θα σε δοξάζω, Κύριε

κι ύμνους θα ψάλλω στ’ όνομά σου.

51 Μεγάλες νίκες δίνει στο βασιλιά του ο Κύριος·

και δείχνει αγάπη για τον εκλεκτό του,

για το Δαβίδ και για τους απογόνους του αιώνια.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/22-171ae87112cc2d238f6dae34a009faf9.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 23

Οι τελευταίοι λόγοι του Δαβίδ

1 Αυτοί είναι οι τελευταίοι λόγοι του Δαβίδ:

Ακούστε το Δαβίδ, γιο του Ιεσσαί,

τον άνθρωπο που ανέβηκε ψηλά,

τον εκλεκτό του Θεού του Ιακώβ,

το γλυκό ψαλμωδό του Ισραήλ.

2 Το Πνεύμα του Κυρίου μιλάει μ’ εμένα

κι ο λόγος του είναι στη γλώσσα μου.

3 Μου είπε ο Θεός του Ισραήλ,

σ’ εμένα μίλησε ο βράχος του Ισραήλ:

«Αυτός που κυβερνάει τους ανθρώπους δίκαια,

αυτός που κυβερνάει με του Θεού το φόβο,

4 είναι καθώς ο ήλιος, που ανατέλλει λαμπερός

σ’ έναν ανέφελο πρωϊνό ουρανό

κι ύστερα κάνουν οι αχτίδες του να βγάζει η γη χορτάρι».

5 Έτσι θα είναι στο Θεό μπροστά οι απόγονοί μου,

αφού μ’ εμένα έκανε αιώνια συμφωνία

σ’ όλα της τα σημεία ρυθμισμένη και σταθερή.

Αυτός μου εξασφαλίζει τη νίκη μου

και πραγματώνει όλες μου τις επιθυμίες.

6 Μα οι κακοί είναι σαν τ’ αγκάθια που τα παραπετούν,

που στο χέρι του κανένας δεν τα πιάνει.

7 Όποιος τ’ αγγίζει πρέπει να ’ναι οπλισμένος

με σιδερένιο άγκιστρο ή ξύλινο κοντάρι·

κι εκεί που τα πετάνε καίγονται εντελώς.

Οι επίλεκτοι πολεμιστές του Δαβίδ και τα κατορθώματά τους

8 Τα ονόματα των επίλεκτων πολεμιστών του Δαβίδ είναι τα ακόλουθα:

Ιοσέβ-Βασεβέθ, ο Ταχκεμωνίτης, αρχηγός μιας ομάδας Τριών Επιλέκτων· αυτός με το ξίφος του σκότωσε σε μια μάχη οκτακόσιους άντρες.

9 Δεύτερος από τους Τρεις Επίλεκτους ήταν ο Ελεάζαρ, γιος του Δωδώ, του Αχωχίτη. Κάποτε αυτός, μαζί με το Δαβίδ, εξευτέλισαν τους Φιλισταίους που είχαν συγκεντρωθεί για να τους πολεμήσουν. Οι άλλοι Ισραηλίτες έφυγαν,

10 αλλά αυτός έμεινε και χτυπούσε τους Φιλισταίους, ωσότου κουράστηκε τόσο, που το χέρι του έπαθε κράμπα και δεν μπορούσε ν’ αφήσει τη λαβή του ξίφους. Ο Κύριος έδωσε μεγάλη νίκη εκείνη την ημέρα. Ο στρατός γύρισε πίσω, εκεί που πολεμούσε ο Ελεάζαρ, αλλά μόνο για να λεηλατήσει.

11 Μετά ακολουθεί ο Σαμμά, γιος του Αγαί, ο Αραρίτης. Κάποτε είχαν συγκεντρωθεί οι Φιλισταίοι στη Λαχάι,σ’ ένα χωράφι σπαρμένο με φακή. Όταν εμφανίστηκαν οι Φιλισταίοι, ο στρατός των Ισραηλιτών τράπηκε σε φυγή.

12 Ο Σαμμά όμως στάθηκε στη μέση του χωραφιού, το υπερασπίστηκε και χτύπησε τους Φιλισταίους. Έτσι ο Κύριος έδωσε μεγάλη νίκη στους Ισραηλίτες.

13 Μια άλλη φορά τρεις από το «σώμα των Τριάντα Επιλέκτων», την εποχή του θερισμού, πήγαν και βρήκαν το Δαβίδ στο σπήλαιο Αδουλλάμ, γιατί ένα στράτευμα των Φιλισταίων είχε στρατοπεδεύσει στην κοιλάδα Ρεφαείμ.

14 Τον καιρό που ο Δαβίδ βρισκόταν στο φρούριό του, η φρουρά των Φιλισταίων ήταν στη Βηθλεέμ.

15 Ο Δαβίδ εκδήλωσε την επιθυμία του και είπε: «Ποιος θα μου φέρει να πιω νερό από το πηγάδι που είναι στην πύλη της Βηθλεέμ;»

16 Τότε οι Τρεις Επίλεκτοι μπήκαν στο στρατόπεδο των Φιλισταίων κι έβγαλαν νερό από το πηγάδι· το πήραν και το έφεραν στο Δαβίδ. Εκείνος όμως δε θέλησε να πιει και το πρόσφερε σπονδή στον Κύριο.

17 «Ποτέ να μην το κάνω αυτό, Κύριε!» είπε. «Αυτό το νερό είναι το αίμα των ανθρώπων που πήγαν να το βρουν με κίνδυνο της ζωής τους». Κι αρνήθηκε να πιει.

Αυτά έκαναν οι Τρεις Επίλεκτοι.

18 Ο Αβισάι, αδερφός του Ιωάβ και γιος της Σερουΐας, ήταν αρχηγός του «σώματος των Τριάντα Επιλέκτων». Αυτός, κραδαίνοντας το ακόντιό του, σκότωσε κάποτε τριακόσιους από τους εχθρούς και απέκτησε μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Τριάντα.

19 Ήταν από τους ενδοξότερους στο σώμα και μάλιστα έγινε αρχηγός τους, αλλά δεν έφτασε τους προηγούμενους τρεις επίλεκτους.

20 Ο Βεναΐας από την Καβσεήλ, γιος του Ιεωϊαδά και εγγονός ενός γενναίου άντρα, άντρας γενναίος κι αυτός, έκανε πολλά κατορθώματα. Αυτός σκότωσε δύο Μωαβίτες πολεμιστές, που ονομάζονταν «Τα Λιοντάρια της Μωάβ». Επίσης, μια μέρα που χιόνιζε, κατέβηκε σ’ ένα λάκκο όπου είχε πέσει ένα λιοντάρι, και το σκότωσε.

21 Ακόμη σκότωσε έναν εντυπωσιακό Αιγύπτιο, οπλισμένον με ακόντιο. Του επιτέθηκε μ’ ένα ραβδί, του άρπαξε το ακόντιο από το χέρι και τον σκότωσε με το ίδιο του το όπλο.

22 Αυτά έκανε ο Βεναΐας κι έγινε ονομαστός ανάμεσα στους Τριάντα Επίλεκτους.

23 Ήταν από τους ενδοξότερους στο σώμα των Τριάντα, αλλά δεν έφτασε τους Τρεις. Ο Δαβίδ τον είχε διορίσει αρχηγό της σωματοφυλακής του.

24 Ο Ασαήλ, επίσης αδερφός του Ιωάβ, ήταν κι αυτός ανάμεσα στους Τριάντα Επίλεκτους. Στο ίδιο σώμα ανήκαν και οι παρακάτω: Ο Ελχανάν, γιος του Δωδώ από τη Βηθλεέμ·

25 ο Σαμμά και ο Ελικά, κι οι δυο τους από τη Χαρώδ·

26 ο Χελής από την Πέλετ· ο Ιρά, γιος του Ικκής, από την Τεκωά·

27 ο Αβιέζερ από την Αναθώθ· ο Μεβουνάι από τη Χουσά·

28 ο Σαλμών από την Αχωχί· ο Μαχράι από τη Νετωφά·

29 ο Χέλεβ, γιος του Βαανά, επίσης από τη Νετωφά· ο Ιτταΐ, γιος του Ριβάι, από τη Γιβεά της φυλής Βενιαμίν·

30 ο Βεναΐας από την Πιραθών· ο Ιδδάι από τις κοιλάδες της Γάας·

31 ο Αβί-Αλβών από τη Βαιθ-Αραβά· ο Αζμάβεθ από τη Βαρχούμ·

32 ο Ελιαχβά από τη Σααλβών· ο Ιωνάθαν, απόγονος του Ιασέν·

33 ο Σαμμά κι ο Αχιάμ, γιος του Σαράρ, κι οι δυο τους από την Αράρ·

34 ο Ελιφέλετ, γιος του Αχασβαΐ, από τη Μααχά· ο Ελιάμ, γιος του Αχιτόφελ, από τη Γιλών·

35 ο Χεσραΐ από τον Κάρμηλο· ο Πααράι από την Αρβά·

36 ο Γιγάλ, γιος του Νάθαν, από τη Σωβά· ο Βανί από τη Γαθ·

37 ο Σέλεκ ο Αμμωνίτης· ο Ναχραΐ από τη Βεερώθ, οπλοφόρος του Ιωάβ, γιου της Σερουΐας·

38 ο Ιρά κι ο Γαρήβ, και οι δυο τους από την Ιέθερ·

39 και ο Ουρίας ο Χετταίος –συνολικά τριάντα εφτά άτομα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/23-407e823731fef8aa1b2a2a6e352b4215.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 24

Ο Δαβίδ παραβαίνει το νόμο του Θεού

1 Μια μέρα ο Κύριος οργίστηκε εκ νέουεναντίον των Ισραηλιτών. Παρακίνησε, λοιπόν, το Δαβίδ εναντίον τους: «Πήγαινε», του είπε, «να μετρήσεις τους άντρες του Ισραήλ και του Ιούδα».

2 Έτσι ο βασιλιάς έδωσε στον αρχιστράτηγο Ιωάβ, που ήταν μαζί του, την ακόλουθη διαταγή: «Πέρνα απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ, από Δαν έως Βέερ-Σεβάκαι κάνε απογραφή του λαού, για να μάθω πόσοι είναι».

3 Ο Ιωάβ είπε στο βασιλιά: «Μακάρι ο Κύριος, ο Θεός σου, να κάνει τώρα το λαό αυτόν εκατό φορές περισσότερον απ’ ό,τι είναι, και να μπορέσεις να το δεις αυτό με τα μάτια σου, κύριέ μου, βασιλιά! Αλλά γιατί επιθυμείς τέτοιο πράγμα;»

4 Επικράτησε όμως η διαταγή που έδωσε ο βασιλιάς στον Ιωάβ και στους άλλους αρχηγούς του στρατεύματος. Έτσι αποχώρησαν όλοι από το παλάτι, για ν’ απογράψουν τον ισραηλιτικό λαό.

5 Πέρασαν τον Ιορδάνη κι άρχισαν από την Αροήρ κι από την πόλη που βρίσκεται στη μέση της κοιλάδας. Πέρασαν από τη φυλή Γαδ με κατεύθυνση προς την Ιαζέρ,

6 μπήκαν στην περιοχή της Γαλαάδ κι έφτασαν στην Κεδές, στη χώρα των Χετταίων.Έπειτα ήρθαν στη Δαν-Ιαάν κι από ’κει προχώρησαν στην περιοχή της Σιδώνας.

7 Έφτασαν στο φρούριο της Τύρου και πέρασαν απ’ όλες τις πόλεις των Ευαίων και των Χαναναίων και βγήκαν νότια του Ιούδα, στη Βέερ-Σεβά.

8 Αφού διήνυσαν όλη τη χώρα, γύρισαν μετά από εννέα μήνες και είκοσι μέρες στην Ιερουσαλήμ.

9 Ο Ιωάβ έδωσε στο βασιλιά τον αριθμό της απογραφής του λαού: Οι φυλές του Ισραήλ απαριθμούσαν οκτακόσιες χιλιάδες αξιόμαχους άντρες και η φυλή Ιούδα πεντακόσιες χιλιάδες άντρες.

Η τιμωρία και οι επιπτώσεις της στο λαό

10 Ξαφνικά όμως, ο Δαβίδ ένιωσε τύψεις στη συνείδησή του, που είχε κάνει απογραφή του λαού, και είπε στον Κύριο: «Αμάρτησα βαριά μ’ αυτό που έκανα! Αναγνωρίζω πόσο ανόητα φέρθηκα. Κύριε, σε παρακαλώ, συγχώρησε την αμαρτία του δούλου σου».

11 Όταν σηκώθηκε ο Δαβίδ το πρωί, είπε ο Κύριος στον προφήτη Γαδ, τον Βλέποντα του βασιλιά:

12 «Πήγαινε και πες στο Δαβίδ εκ μέρους μου τα εξής: Σου προτείνω τρεις ποινές. Διάλεξε μία από αυτές κι εγώ θα την εκτελέσω πάνω σου».

13 Ήρθε λοιπόν ο Γαδ στο Δαβίδ και του είπε: «Τι θέλεις: να έρθει για τρία χρόνια πείνα στη χώρα σου, να φεύγεις επί τρεις μήνες κυνηγημένος από τους εχθρούς σου ή να πέσει θανατικό στη χώρα σου για τρεις μέρες; Σκέψου τώρα και αποφάσισε τι απάντηση θα δώσω σ’ εκείνον που μ’ έστειλε».

14 Ο Δαβίδ απάντησε στο Γαδ: «Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση. Ας πέσω στα χέρια του Κυρίου, γιατί είναι πολυεύσπλαχνος· ας μην πέσω σε ανθρώπινα χέρια».

15 Έτσι ο Κύριος έστειλε μια θανατηφόρα επιδημία στους Ισραηλίτες, η οποία ξέσπασε την εποχή του θερισμού των σιτηρών. Πέθαναν τότε εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι από Δαν έως Βέερ-Σεβά.

16 Όταν όμως ο άγγελος που θανάτωνε το λαό άπλωσε το χέρι του και πάνω από την Ιερουσαλήμ για να την καταστρέψει, ο Κύριος μετάνιωσε για το κακό και είπε στον άγγελο: «Φτάνει! Τράβα το χέρι σου». Εκείνη τη στιγμή ο άγγελος του Κυρίου στεκόταν στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου.

17 Ο Δαβίδ, όταν είδε τον άγγελο να θανατώνει το λαό, είπε στον Κύριο: «Εγώ αμάρτησα και είμαι ένοχος. Αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Χτύπα, λοιπόν, εμένα και την οικογένειά μου».

Ο Δαβίδ και το αλώνι του Ορνά

18 Την ίδια εκείνη μέρα ήρθε ο προφήτης Γαδ στο Δαβίδ και του είπε: «Ανέβα στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου και χτίσε εκεί ένα θυσιαστήριο για τον Κύριο».

19 Πήγε, λοιπόν, ο Δαβίδ σύμφωνα με τη διαταγή που του έδωσε ο Κύριος μέσω του Γαδ.

20 Όταν ο Ορνά είδε το βασιλιά με τους αξιωματούχους του να έρχονται σ’ αυτόν, έτρεξε και προσκύνησε το βασιλιά με το πρόσωπό του στη γη.

21 «Για ποιο λόγο ήρθες, κύριέ μου βασιλιά, στο δούλο σου;» ρώτησε. Ο Δαβίδ απάντησε: «Για να αγοράσω από σένα αυτό εδώ το αλώνι· θέλω να χτίσω ένα θυσιαστήριο στον Κύριο, για να σταματήσει η πληγή που ’χει ξεσπάσει στο λαό».

22 Ο Ορνά απάντησε στο Δαβίδ: «Κύριέ μου, βασιλιά, να τα βόδια μου για το ολοκαύτωμα, να και τα εργαλεία του αλωνίσματος και οι ζυγοί των βοδιών για ξύλα. Είναι όλα στη διάθεσή σου. Πάρε και πρόσφερε ό,τι σου φαίνεται καλό.

23 Σου τα δίνω όλα. Και μακάρι ο Κύριος ο Θεός σου», του είπε ακόμη, «να κάνει δεκτή την προσφορά σου».

24 Αλλά ο βασιλιάς απάντησε στον Ορνά: «Όχι· εγώ θέλω οπωσδήποτε να αγοράσω αυτό το αλώνι με χρήματα. Δε θέλω να προσφέρω στον Κύριο, το Θεό μου, ολοκαυτώματα που δε μου στοίχισαν τίποτα». Έτσι αγόρασε ο Δαβίδ το αλώνι και τα βόδια για πενήντα ασημένιους σίκλους.

25 Έχτισε εκεί θυσιαστήριο για τον Κύριο και πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας. Έτσι ο Κύριος λυπήθηκε τη χώρα και σταμάτησε η πληγή που είχε ξεσπάσει στο λαό Ισραήλ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/24-4443798317e92da99ffddbf801f1bf65.mp3?version_id=173—