Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 21

1 Ο Δαβίδ σηκώθηκε κι έφυγε, ενώ ο Ιωνάθαν γύρισε στην πόλη.

Ο Δαβίδ δραπετεύει από το Σαούλ

2 Ο Δαβίδ έφτασε στη Νωβ, στον ιερέα Αχιμέλεχ. Ο Αχιμέλεχ φοβισμένος πήγε να τον προϋπαντήσει. «Γιατί ήρθες μόνος σου, χωρίς συνοδεία;» τον ρώτησε.

3 Ο Δαβίδ του απάντησε: «Με στέλνει ο βασιλιάς. Μου ανέθεσε μια υπόθεση και με διέταξε να μη μάθει κανείς τίποτε γι’ αυτήν. Γι’ αυτό κι εγώ διέταξα τους άντρες μου να με περιμένουν σ’ ένα ορισμένο σημείο.

4 Τώρα, λοιπόν, από τρόφιμα τι έχεις; Δώσε μου πέντε καρβέλια ή ό,τι άλλο σου βρίσκεται».

5 «Δεν έχω κοινό ψωμί», του απάντησε ο ιερέας, «αλλά ψωμί αγιασμένο,αρκεί οι άντρες να έχουν φυλαχτεί καθαροί, τουλάχιστον από γυναίκα».

6 Ο Δαβίδ του απάντησε: «Και βέβαια! Ήταν αδύνατο να πλησιάσουμε γυναίκα από τότε που ξεκινήσαμε, εδώ και τρεις μέρες. Τα σώματα των αντρών μου είναι πάντα καθαρά, έστω κι αν πηγαίνουμε σε μια συνηθισμένη αποστολή. Πολύ περισσότερο σήμερα που έχουμε ειδική αποστολή».

7 Έτσι του έδωσε ο ιερέας το αγιασμένο ψωμί. Δεν υπήρχε εκεί άλλο, εκτός από τους άρτους της προθέσεως, οι οποίοι μόλις είχαν αντικατασταθεί, και στη θέση τους είχαν τοποθετηθεί φρέσκα ψωμιά ενώπιον του Κυρίου.

8 Εκείνη τη μέρα βρισκόταν εκεί στο αγιαστήριο ένας δούλος του Σαούλ, που ονομαζόταν Δωέγ· ήταν Εδωμίτης και αρχηγός των βοσκών του Σαούλ.

9 Ο Δαβίδ είπε στον Αχιμέλεχ: «Μήπως σου βρίσκεται εδώ κανένα ακόντιο ή ξίφος; Δεν πήρα μαζί μου ούτε το ξίφος μου ούτε τα όπλα μου, γιατί η υπόθεση του βασιλιά ήταν κατεπείγουσα».

10 «Είναι το ξίφος του Γολιάθ, του Φιλισταίου», του απάντησε ο ιερέας, «που τον σκότωσες στην Κοιλάδα Ηλά. Το ’χω εδώ τυλιγμένο σ’ έναν μανδύα, πίσω από το εφώδ. Αν θέλεις πάρ’ το. Δεν υπάρχει άλλο εκτός απ’ αυτό».

«Δώσ’ μου το», είπε ο Δαβίδ. «Δεν υπάρχει καλύτερο απ’ αυτό».

Ο Δαβίδ καταφεύγει στο βασιλιά των Φιλισταίων

11 Την ίδια εκείνη μέρα ο Δαβίδ συνέχισε τη φυγή του από το Σαούλ, ώσπου έφτασε στον Αχίς, βασιλιά της Γαθ.

12 Οι αξιωματούχοι του Αχίς είπαν στο βασιλιά τους: «Αυτός δεν είναι ο Δαβίδ, ο βασιλιάς της χώρας του Ισραήλ; Δεν είναι γι’ αυτόν που οι γυναίκες καθώς χόρευαν έλεγαν:

Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες

μα ο Δαβίδ μυριάδες;»

13 Ο Δαβίδ κατάλαβε τη βαρύτητα που είχαν αυτά τα λόγια, κι άρχισε να φοβάται πάρα πολύ τον Αχίς.

14 Έκανε, λοιπόν, τον τρελό μπροστά τους, συμπεριφερόταν σαν ανόητος όταν τον πιάνανε, χάραζε σχήματα πάνω στις πόρτες κι άφηνε το σάλιο του να τρέχει πάνω στα γένεια του.

15 Είπε λοιπόν ο Αχίς στους αξιωματούχους του: «Δε βλέπετε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός; Τι μου τον φέρατε;

16 Μήπως έχω ανάγκη από τέτοιους και τον φέρατε για να κάνει τις τρέλες του μπροστά μου; Ήταν ανάγκη να ’ρθεί στο ανάκτορό μου;»

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/21-4fd9837885e7dee53d1435af5f879a94.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 22

Η σφαγή των ιερέων της Νωβ

1 Ο Δαβίδ έφυγε κι από ’κει και βρήκε καταφύγιο στο σπήλαιο Αδουλλάμ. Όταν το ’μαθαν οι αδερφοί του και όλοι οι συγγενείς του πατέρα του, πήγαν και τον βρήκαν εκεί.

2 Επίσης συγκεντρώθηκαν κοντά του όλοι οι καταπιεσμένοι, όλοι όσοι χρωστούσαν χρήματα, όλοι οι δυσαρεστημένοι· κι έγινε αρχηγός τους. Ήταν μαζί του περίπου τετρακόσιοι άντρες.

3 Από ’κει ο Δαβίδ έφυγε για τη Μισπά της Μωάβ και είπε στο βασιλιά της χώρας: «Σε παρακαλώ, ας μείνουν οι γονείς μου κοντά σας, ώσπου να δω τι θα κάνει για μένα ο Θεός».

4 Έτσι τους έφερε στο βασιλιά της Μωάβ και έμειναν εκεί όσον καιρό ο Δαβίδ ζούσε στη σπηλιά.

5 Μια μέρα ο προφήτης Γαδ είπε στο Δαβίδ: «Μη μείνεις άλλο στη σπηλιά. Φύγε και πήγαινε στην περιοχή του Ιούδα». Έτσι έφυγε ο Δαβίδ κι έφτασε στο δάσος Αρέθ.

6 Εκείνο τον καιρό ο Σαούλ βρισκόταν στη Γιβεά. Μια μέρα καθόταν κάτω από μια αρμυρίκη στο λόφο, κρατώντας το ακόντιο στο χέρι του, κι όλοι οι αξιωματούχοι του στέκονταν γύρω του. Εκεί έμαθε πως ανακαλύφθηκε ο Δαβίδ, καθώς και όλοι οι άντρες που τον ακολουθούσαν.

7 Είπε τότε ο Σαούλ στους δικούς του: «Ακούστε με, Βενιαμινίτες. Μήπως ο γιος του Ιεσσαί θα σας δώσει χωράφια και αμπέλια ή θα σας κάνει χιλίαρχους κι εκατόνταρχους;

8 Γιατί, λοιπόν, όλοι σας συνωμοτήσατε εναντίον μου; Δε βρέθηκε κανένας να μου φανερώσει ότι ο γιος μου είχε συνδεθεί με το γιο του Ιεσσαί; Κανένας σας δε βρέθηκε να με συμπαθεί και να με ειδοποιήσει, ότι ο γιος μου ξεσήκωσε το δούλο μου εναντίον μου; Να, λοιπόν, που σήμερα αυτός παραμονεύει να με σκοτώσει!»

9 Ο Δωέγ, ο Εδωμίτης, αρχηγός των δούλων του Σαούλ, του απάντησε: «Εγώ είδα το γιο του Ιεσσαί όταν ήρθε στη Νωβ, στον Αχιμέλεχ, το γιο του Αχιτούβ.

10 Ο Αχιμέλεχ συμβουλεύτηκε τον Κύριο γι’ αυτόν και του έδωσε τρόφιμα και το ξίφος του Γολιάθ, του Φιλισταίου».

11 Τότε έστειλε ο βασιλιάς να καλέσουν τον ιερέα Αχιμέλεχ κι όλη την οικογένεια του πατέρα του, που ήταν ιερείς στη Νωβ. Ήρθαν όλοι τους και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά.

12 Ο Σαούλ είπε: «Άκουσε, λοιπόν, γιε του Αχιτούβ». Εκείνος απάντησε: «Ορίστε, κύριέ μου».

13 «Γιατί συνωμοτήσατε εναντίον μου», του είπε ο βασιλιάς, «εσύ κι ο γιος του Ιεσσαί, και του έδωσες ψωμί και ξίφος, και συμβουλεύτηκες το Θεό γι’ αυτόν, ώστε να ξεσηκωθεί εναντίον μου και σήμερα να παραμονεύει να με σκοτώσει;»

14 Ο Αχιμέλεχ του απάντησε: «Ποιος απ’ όλους τους δούλους σου σού είναι πιστός σαν το Δαβίδ; Είναι γαμπρός του βασιλιά, αρχηγός της σωματοφυλακής σου κι απολαμβάνει μεγάλης τιμής στο ανάκτορό σου.

15 Μήπως ήταν η πρώτη φορά που συμβουλεύτηκα το Θεό γι’ αυτόν; Όχι βέβαια! Μην καταλογίζεις, λοιπόν βασιλιά μου, ευθύνες στο δούλο σου ούτε σε κανέναν από την οικογένεια του πατέρα μου. Ο δούλος σου δεν ήξερα τίποτε για όλη αυτή την υπόθεση».

16 Ο βασιλιάς όμως απάντησε: «Εξάπαντος θα πεθάνεις, Αχιμέλεχ, εσύ και όλη η οικογένεια του πατέρα σου».

17 Μετά είπε στους σωματοφύλακες που στέκονταν γύρω του: «Πηγαίνετε και σκοτώστε τους ιερείς του Κυρίου, γιατί βοήθησαν το Δαβίδ! Ήξεραν ότι αυτός προσπαθούσε να δραπετεύσει και δε μου το φανέρωσαν».

Αλλά οι σωματοφύλακες του Σαούλ δε θέλησαν ν’ απλώσουν χέρι στους ιερείς του Κυρίου και να τους σκοτώσουν.

18 Τότε είπε ο βασιλιάς στο Δωέγ τον Εδωμίτη: «Πήγαινε εσύ και σκότωσε τους ιερείς». Έτσι πήγε ο Δωέγ και τους σκότωσε. Εκείνη την ημέρα ο Σαούλ θανάτωσε ογδόντα πέντε άντρες, που φορούσαν το λινό εφώδ.

19 Επίσης ο Σαούλ παρέδωσε στη σφαγή όλους τους κατοίκους της Νωβ, της πόλης των ιερέων· θανάτωσε άντρες, γυναίκες, παιδιά και νήπια, βόδια, γαϊδούρια και πρόβατα.

20 Γλίτωσε όμως ο Αβιάθαρ, ένας από τους γιους του Αχιμέλεχ και εγγονός του Αχιτούβ. Αυτός πήγε στο Δαβίδ

21 και του ανάγγειλε ότι ο Σαούλ σκότωσε τους ιερείς του Κυρίου.

22 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Αβιάθαρ: «Το κατάλαβα εγώ εκείνη την ημέρα, όταν είδα το Δωέγ, τον Εδωμίτη, να είναι εκεί, ότι αυτός οπωσδήποτε θα με πρόδιδε στο Σαούλ. Εγώ είμαι υπεύθυνος για όλους τους ανθρώπους της οικογένειας του πατέρα σου.

23 Μείνε κοντά μου και μη φοβάσαι. Αυτός που γυρεύει να σκοτώσει εσένα θέλει να σκοτώσει κι εμένα. Κοντά μου όμως θα είσαι ασφαλής».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/22-372ba1444c618bc55093fef38a3f1893.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 23

Ο Δαβίδ σώζει την Κεϊλά

1 Μια μέρα έφεραν στο Δαβίδ την είδηση: «Οι Φιλισταίοι έκαναν επίθεση στην Κεϊλά και λεηλατούν τ’ αλώνια της».

2 Τότε ρώτησε ο Δαβίδ τον Κύριο: «Να πάω να χτυπήσω αυτούς του Φιλισταίους;» Ο Κύριος του απάντησε: «Πήγαινε, χτύπα τους και σώσε την Κεϊλά».

3 Αλλά οι άντρες του Δαβίδ του είπαν: «Εμείς είμαστε εδώ στην περιοχή του Ιούδα και πάλι φοβόμαστε· πόσο μάλλον αν πάμε στην Κεϊλά να πολεμήσουμε το στρατό των Φιλισταίων!»

4 Έτσι ο Δαβίδ ξαναρώτησε τον Κύριο, κι ο Κύριος του απάντησε: «Σήκω, κατέβα στην Κεϊλά, γιατί εγώ θα παραδώσω τους Φιλισταίους στην εξουσία σου».

5 Τότε ο Δαβίδ και οι άντρες του πήγαν στην Κεϊλά και πολέμησαν τους Φιλισταίους· άρπαξαν τα ζώα τους και σκότωσαν πολλούς απ’ αυτούς. Έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τους κατοίκους της πόλης.

6 Όταν ο γιος του Αχιμέλεχ, ο Αβιάθαρ κατέφυγε στο Δαβίδ, στην Κεϊλά, είχε πάρει μαζί του και το εφώδ.

7 Όταν έφεραν στο Σαούλ την είδηση ότι ο Δαβίδ έφτασε στην Κεϊλά, ο Σαούλ είπε: «Ο Θεός τον παρέδωσε στην εξουσία μου! Αφού μπήκε σε πόλη με πύλες και αμπάρες, σίγουρα έχει αποκλειστεί».

8 Έτσι κάλεσε όλο το στρατό του σε πόλεμο, να πάνε στην Κεϊλά και να πολιορκήσουν το Δαβίδ και τους άντρες του.

9 Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Σαούλ σχεδιάζει κακό εναντίον του, είπε στον Αβιάθαρ, τον ιερέα: «Φέρε το εφώδ».

10 Μετά είπε: «Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, εγώ ο δούλος σου άκουσα ότι ο Σαούλ θέλει να έρθει στην Κεϊλά και να καταστρέψει την πόλη εξαιτίας μου.

11 Θα με παραδώσουν σ’ αυτόν οι κάτοικοι της Κεϊλά; Θα έρθει ο Σαούλ, όπως άκουσα; Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, απάντησε, σε παρακαλώ, στο δούλο σου». Κι ο Κύριος απάντησε: «Θα έρθει».

12 «Θα παραδώσουν οι κάτοικοι της Κεϊλά εμένα και τους άντρες μου στο Σαούλ;» ρώτησε ξανά. Κι ο Κύριος απάντησε: «Θα σας παραδώσουν».

13 Έτσι ο Δαβίδ και οι άντρες του, περίπου εξακόσιοι, σηκώθηκαν κι έφυγαν από την Κεϊλά και άρχισαν πάλι να περιπλανιούνται όπως πρώτα. Σαν έφτασε η είδηση στο Σαούλ ότι ο Δαβίδ έφυγε από την Κεϊλά, ματαίωσε την εκστρατεία.

Ο Δαβίδ κρύβεται στα βουνά

14 Ο Δαβίδ περιπλανιόταν στην έρημο Ζιφ· κι έμενε σε σπηλιές στην ορεινή περιοχή. Ο Σαούλ τον αναζητούσε καθημερινά, αλλά ο Θεός δεν επέτρεπε να πέσει ο Δαβίδ στα χέρια του.

15 Ήξερε ο Δαβίδ ότι ο Σαούλ τον έψαχνε να τον σκοτώσει.

Ενώ ο Δαβίδ έμενε στην έρημο Ζιφ, στη Χορεσά,

16 πήγε εκεί και τον βρήκε ο Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ, και του έδωσε θάρρος στο όνομα του Θεού.

17 «Μη φοβάσαι!» του είπε. «Δε θα σε βρει ο πατέρας μου. Εσύ θα γίνεις βασιλιάς του Ισραήλ, κι εγώ θα είμαι ο δεύτερος, μετά από σένα! Αυτό το ξέρει κι ο πατέρας μου».

18 Έτσι, έκαναν οι δυό τους συμφωνία φιλίας ενώπιον του Κυρίου. Μετά ο Ιωνάθαν γύρισε στο σπίτι του κι ο Δαβίδ έμεινε στη Χορεσά.

19 Ανέβηκαν όμως οι Ζιφίτες στο Σαούλ, στη Γιβεά, και του είπαν: «Το ξέρεις ότι ο Δαβίδ κρύβεται σ’ εμάς, στις σπηλιές κοντά στη Χορεσά, στο λόφο Χαχιλά, νότια της ερήμου;

20 Έλα, λοιπόν, τώρα, αφού αυτό ολόψυχα επιθυμείς, βασιλιά, κι είναι δουλειά δική μας να σου τον παραδώσουμε».

21 Ο Σαούλ απάντησε: «Ο Κύριος να σας ευλογεί, που μου δείξατε τη συμπάθειά σας!

22 Εμπρός, λοιπόν, πηγαίνετε να μάθετε καλύτερα τον τόπο που κρύβεται και ποιος τον είδε εκεί. Γιατί μου έχουν πει ότι είναι πολύ πανούργος.

23 Ψάξτε να βρείτε όλες τις κρυψώνες όπου μπορεί να κρύβεται, και γυρίστε σ’ εμένα όταν οι πληροφορίες σας θα είναι απόλυτα εξακριβωμένες. Τότε θα έρθω μαζί σας. Και αν βρίσκεται μέσα στη χώρα, εγώ θα εξερευνήσω σπιθαμή προς σπιθαμή τα εδάφη του Ιούδα και θα τον ανακαλύψω».

24 Έτσι οι Ζιφίτες άφησαν το Σαούλ και πήγαν πριν απ’ αυτόν στην πόλη τους. Ο Δαβίδ όμως και οι άντρες του βρίσκονταν στα χαμηλά μέρη της ερήμου Μαών, νότια της στέπας.

25 Ο Σαούλ και οι άντρες του βγήκαν ν’ αναζητήσουν το Δαβίδ. Αλλά αυτός ειδοποιήθηκε και κατέβηκε να μείνει μέσα σ’ ένα μεγάλο βράχο στην έρημο Μαών. Το ’μαθε ο Σαούλ και τον καταδίωξε εκεί.

26 Ο Σαούλ εκινείτο με το στρατό του στη μια πλαγιά του βουνού ενώ ο Δαβίδ με τους άντρες του στην άλλη. Έτρεχαν να γλιτώσουν από το Σαούλ, γιατί αυτός κόντευε να τους περικυκλώσει με τους άντρες του και να τους συλλάβει.

27 Έφτασε όμως ένας αγγελιοφόρος και είπε στο Σαούλ: «Έλα γρήγορα, γιατί οι Φιλισταίοι εισβάλλουν στη χώρα».

28 Έτσι σταμάτησε ο Σαούλ την καταδίωξη του Δαβίδ και πήγε να πολεμήσει τους Φιλισταίους. Γι’ αυτό ονόμασαν τον τόπο εκείνο Σελά-Αμμαλεκώθ (Βράχος Διαιρέσεων).

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/23-79bbdc04fc8986e2a7386133f4a9c2a6.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 24

1 Ο Δαβίδ έφυγε από κείνη την περιοχή και πήγε να μείνει στις σπηλιές της Εν-Γεδί.

Ο Δαβίδ αποφεύγει να σκοτώσει το Σαούλ

2 Όταν γύρισε ο Σαούλ από την καταδίωξη των Φιλισταίων, του έφεραν την είδηση: «Ο Δαβίδ βρίσκεται στην έρημο της Εν-Γεδί».

3 Τότε αυτός πήρε απ’ όλους τους Ισραηλίτες τρεις χιλιάδες επίλεκτους άντρες και πήγε να ψάξει για το Δαβίδ και τους άντρες του κοντά στους Βράχους των Αγριοκάτσικων.

4 Όταν έφτασε στα μαντριά των προβάτων, κοντά στο δρόμο, μπήκε σε μια σπηλιά για την φυσική του ανάγκη. Αλλά ο Δαβίδ και οι άντρες του είχαν τρυπώσει στο εσωτερικό της σπηλιάς.

5 Τότε οι άντρες του Δαβίδ του είπαν: «Σήμερα είναι η μέρα, για την οποία ο Κύριος σου είπε: Θα σου παραδώσω τον εχθρό σου και θα του φερθείς όπως νομίζεις». Ο Δαβίδ σηκώθηκε κι έκοψε κρυφά την άκρη από το μανδύα του Σαούλ.

6 Αλλά αμέσως μετά τον έλεγξε η συνείδησή του γι’ αυτό που έκανε.

7 «Ο Κύριος να με τιμωρήσει», είπε στους άντρες του, «αν κάνω στον εκλεκτό του Κυρίου αυτά που μου λέτε και ν’ απλώσω χέρι πάνω του· είναι ο εκλεκτός του Κυρίου».

8 Έτσι, μ’ αυτά τα λόγια απέτρεψε τους ανθρώπους του και δεν τους άφησε να επιτεθούν στο Σαούλ.

Σε λίγο ο Σαούλ έφυγε από τη σπηλιά και συνέχισε το δρόμο του.

9 Ο Δαβίδ σηκώθηκε, βγήκε από τη σπηλιά και φώναξε πίσω από το Σαούλ: «Κύριέ μου, βασιλιά!» Ο Σαούλ γύρισε πίσω του να δει κι ο Δαβίδ γονάτισε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε.

10 «Γιατί ακούς αυτούς που σου λένε ότι ο Δαβίδ ζητάει το κακό σου;» του φώναξε.

11 «Να, σήμερα είδες με τα μάτια σου ότι ο Κύριος σε παρέδωσε στα χέρια μου μέσα στη σπηλιά! Μερικοί μού είπαν να σε σκοτώσω, αλλά εγώ σε λυπήθηκα και τους είπα ότι δεν πρόκειται ν’ απλώσω το χέρι μου πάνω στον κύριό μου, γιατί αυτός είναι ο εκλεκτός του Κυρίου.

12 Κοίτα, πατέρα μου, κοίτα την άκρη του μανδύα σου που την κρατώ στο χέρι μου. Έκοψα την άκρη από το μανδύα σου, εσένα όμως δεν σε σκότωσα. Βλέπεις, λοιπόν, ότι δεν έχω πρόθεση ούτε να σε βλάψω, ούτε να επαναστατήσω εναντίον σου. Βλέπεις ότι δεν αμάρτησα εναντίον σου, ενώ εσύ ζητάς ευκαιρία για να μου στερήσεις τη ζωή.

13 Ο Κύριος ας κρίνει τη διαφορά μας κι ο Κύριος ας πάρει εκδίκηση για λογαριασμό μου. Εγώ όμως ποτέ δε θα στραφώ εναντίον σου.

14 Μια παλιά παροιμία λέει:

Απ’ τους κακούς μόνο κακία βγαίνει

μα εγώ δε θα στραφώ εναντίον σου.

15 Ποιον βγαίνεις να κυνηγήσεις, βασιλιά του Ισραήλ; Ποιον καταδιώκεις; Ένα ψόφιο σκυλί, έναν ψύλλο!

16 Ο Κύριος ας έρθει κριτής κι ας κρίνει ανάμεσα σ’ εμάς τους δυο. Ας εξετάσει κι ας δικαιώσει την υπόθεσή μου και ας με γλιτώσει από την καταδίωξή σου».

17 Όταν ο Δαβίδ τέλειωσε μ’ αυτά που έλεγε στο Σαούλ, εκείνος ρώτησε: «Η φωνή σου είν’ αυτή, γιε μου Δαβίδ;» Και ξέσπασε σε δυνατό κλάμα.

18 «Εσύ είσαι δικαιότερος από μένα», του είπε μετά. «Εσύ μου έκανες καλό, ενώ εγώ σου ανταπέδωσα κακό.

19 Σήμερα μου απέδειξες την καλοσύνη σου, γιατί ενώ ο Κύριος με παρέδωσε στα χέρια σου, εσύ δεν με σκότωσες.

20 Ποιος αφήνει τον εχθρό του, όταν τον βρει μπροστά του, να συνεχίσει το δρόμο του ανενόχλητος; Ο Κύριος να σου ανταποδώσει το καλό που μου έκανες σήμερα.

21 Ξέρω καλά ότι οπωσδήποτε εσύ θα βασιλέψεις κι ότι στα χέρια σου το βασίλειο του Ισραήλ θα είναι ακλόνητο.

22 Τώρα, λοιπόν, ορκίσου μου στον Κύριο ότι δε θα εξαφανίσεις τη μνήμη μου και τη μνήμη της οικογένειας του πατέρα μου σκοτώνοντας τους απογόνους μου».

23 Ο Δαβίδ έδωσε όρκο στο Σαούλ. Μετά ο Σαούλ γύρισε στο σπίτι του, ενώ ο Δαβίδ και οι άντρες του ανέβηκαν στη σπηλιά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/24-3a4f47f62e429fbb66ec2aa619bcee5c.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 25

Θάνατος του Σαμουήλ

1 Εκείνο τον καιρό πέθανε ο Σαμουήλ. Όλοι οι Ισραηλίτες συγκεντρώθηκαν κι έκαναν θρήνο γι’ αυτόν· τον έθαψαν στο σπίτι του, στη Ραμά. Μετά ο Δαβίδ κατέβηκε στην έρημο Φαράν.

Δαβίδ και Αβιγαία

2-4 Στη Μαών ζούσε κάποιος από τη συγγένεια του Χάλεβ, που είχε τα κτήματά του στη γειτονική πόλη Κάρμηλο. Το όνομά του ήταν Ναβάλ και ήταν πάρα πολύ πλούσιος, με τρεις χιλιάδες πρόβατα και χίλια γίδια. Η γυναίκα του, έξυπνη και με ωραία εμφάνιση, ονομαζόταν Αβιγαία. Ο ίδιος ήταν σκληρός και κακός άνθρωπος.

Στην έρημο που βρισκόταν ο Δαβίδ, έμαθε ότι ο Ναβάλ είχε πάει στον Κάρμηλο να κουρέψει τα πρόβατά του.

5 Έστειλε λοιπόν δέκα νέους και τους είπε: «Ανεβείτε στον Κάρμηλο, στο Ναβάλ και χαιρετήστε τον εκ μέρους μου,

6 μ’ αυτά τα λόγια: “να ’σαι πολύχρονος κι όλα να σου πηγαίνουν καλά στην οικογένειά σου και σ’ όλα σου τα υπάρχοντα!

7 Ο Δαβίδ άκουσε πως έχεις εκεί κουρευτές προβάτων. Αλλά να ξέρεις ότι τους βοσκούς σου που ήταν μαζί μας στον Κάρμηλο όλο αυτόν τον καιρό δεν τους πειράξαμε, και τίποτε απ’ όσα είχαν δε χάθηκε.

8 Ρώτησέ τους και θα σου το βεβαιώσουν. Ο Δαβίδ ζητάει να έχουμε την εύνοιά σου, σήμερα που είναι μέρα γιορτής και ήρθαμε σ’ εσένα. Δώσε μας, σε παρακαλούμε, ό,τι μπορείς στους δούλους σου και στο γιο σου το Δαβίδ”».

9 Ήρθαν, λοιπόν, οι νέοι του Δαβίδ και είπαν εκ μέρους του στο Ναβάλ όλα αυτά τα λόγια και περίμεναν την απάντησή του.

10 Αλλά ο Ναβάλ τους αποκρίθηκε: «Ποιος είν’ αυτός ο Δαβίδ, ο γιος του Ιεσσαί; Πολλοί δούλοι δραπετεύουν σήμερα από τ’ αφεντικά τους.

11 Είμαι υποχρεωμένος εγώ να πάρω το ψωμί μου και το κρασί μου και τα σφαχτά που ετοίμασα για τους κουρευτές μου και να τα δώσω σ’ ανθρώπους που δεν τους ξέρω από πού είναι;»

12 Οι νέοι πήραν πάλι το δρόμο της επιστροφής, κι ήρθαν και διαβίβασαν στο Δαβίδ όλα αυτά τα λόγια.

13 Τότε ο Δαβίδ είπε στους άντρες του: «Ζωστείτε τα σπαθιά σας». Τα ζώστηκαν. Ζώστηκε κι εκείνος το δικό του, και τον ακολούθησαν περίπου τετρακόσιοι άντρες, ενώ διακόσιοι έμειναν στις αποσκευές.

14 Ένας από τους δούλους του Ναβάλ ειδοποίησε την Αβιγαία, τη γυναίκα του αφεντικού του. «Ο Δαβίδ», της είπε, «έστειλε αγγελιοφόρους από την έρημο να χαιρετήσουν τον κύριό μας, αλλά εκείνος τους έβρισε.

15 Εμάς οι άνθρωποι μας φάνηκαν πολύ καλοί. Δε μας έβλαψαν κι ούτε χάσαμε τίποτε όλο τον καιρό που τους συναναστρεφόμασταν, όταν ήμασταν στα λιβάδια.

16 Αυτοί ήταν γύρω μας σαν τείχος νύχτα και μέρα, όλο τον καιρό που βόσκαμε μαζί τους τα πρόβατα.

17 Τώρα, λοιπόν, σκέψου κάτι και κοίτα τι θα κάνεις, γιατί σίγουρα έχει αποφασιστεί κάτι κακό εναντίον του κυρίου μας και της οικογένειάς του. Αλλά αυτός είναι τόσο κακός, που κανένας δεν μπορεί να του μιλήσει».

18 Τότε έτρεξε η Αβιγαία και πήρε διακόσια καρβέλια ψωμί, δυό ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα έτοιμα σφαγμένα, πέντε γαβάθες ψημένο στάρι, εκατό τσαμπιά ξερή σταφίδα και διακόσιες αρμαθιές ξηρά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια.

19 «Προχωρήστε εσείς μπροστά από μένα», είπε στους δούλους της, «κι εγώ θα σας ακολουθώ». Αλλά στον άντρα της το Ναβάλ δεν είπε τίποτα.

20 Ενώ αυτή κατέβαινε καβάλα στο γαϊδούρι της, κρυμμένη πίσω από ένα ύψωμα, ο Δαβίδ και οι άντρες του έρχονταν προς το μέρος της και συναντήθηκαν.

21 Όλο αυτό το διάστημα ο Δαβίδ σκεφτόταν: «Πράγματι, μάταια φύλαγα τα υπάρχοντα αυτουνού στην έρημο, να μη χαθεί τίποτε. Αυτός τώρα μου ανταποδίδει κακό για το καλό που του ’κανα.

22 Ο Θεός να με τιμωρήσει, αν αφήσω εγώ απ’ όλα τα υπάρχοντά του ένα αρσενικό ζωντανό ως αύριο το πρωί!»

23 Η Αβιγαία μόλις είδε το Δαβίδ, κατέβηκε βιαστικά από το γαϊδούρι, έσκυψε το κεφάλι της μπροστά του και τον προσκύνησε ως το έδαφος.

24 Έπεσε στα πόδια του και του είπε: «Δικό μου, κύριέ μου, είναι το φταίξιμο. Άσε τη δούλη σου να σου μιλήσω κι άκουσέ με.

25 Μην πάρεις, κύριέ μου, στα σοβαρά τον κακό αυτό άνθρωπο, το Ναβάλ. Αυτός είναι Ναβάλ–όνομα και πράγμα. Η ανοησία είναι το χαρακτηριστικό του. Εγώ όμως, η δούλη σου, δεν είδα τους νέους σου που μας έστειλες.

26 »Και τώρα, κύριέ μου, σε βεβαιώνω ότι, όπως είναι αλήθεια πως ο Κύριος υπάρχει και πως εσύ ζεις, έτσι είναι αλήθεια ότι ο Κύριος σε εμπόδισε να κάνεις φόνο και να πάρεις εκδίκηση εσύ ο ίδιος. Είθε να καταντήσουν σαν το Ναβάλ οι εχθροί σου κι αυτοί που θέλουν το κακό σου, κύριέ μου!

27 Το δώρο αυτό που σου ’φερα η δούλη σου, ας δοθεί στους άντρες που σε ακολουθούν, κύριέ μου.

28 Συγχώρησε, σε παρακαλώ, το παράπτωμα της δούλης σου! Ξέρω καλά, κύριέ μου, πως ο Κύριος θα δώσει οπωσδήποτε τη βασιλεία στους δικούς σου απογόνους για πάντα, γιατί πολεμάς γι’ αυτόν· και κακό δε θα σε βρει στη ζωή σου.

29 Κάποιος σε καταδιώκει και προσπαθεί να σε σκοτώσει, κύριέ μου, αλλά η ζωή σου είναι προστατευμένη κοντά στον Κύριο, το Θεό σου. Αυτός θα ξετινάξει τη ζωή των εχθρών σου σαν με σφεντόνα.

30 Όταν ο Κύριος πραγματοποιήσει όλες τις ευεργεσίες του που σου έχει υποσχεθεί και σε κάνει αρχηγό στον Ισραήλ,

31 τότε, κύριέ μου, δε θα υποφέρεις από τις τύψεις της συνείδησής σου, ότι σκότωσες χωρίς λόγο ή ότι πήρες εσύ ο ίδιος εκδίκηση για τον εαυτό σου. Ωστόσο, όταν ο Κύριος θα σ’ έχει ευεργετήσει, θυμήσου με κι εμένα, τη δούλη σου».

32 Τότε ο Δαβίδ είπε στην Αβιγαία: «Ευλογημένος ας είναι ο Θεός του Ισραήλ, που σ’ έστειλε σήμερα να με συναντήσεις!

33 Ευλογημένη η φρόνησή σου και ευλογημένη εσύ, που μ’ εμπόδισες να κάνω φόνο σήμερα και να πάρω εκδίκηση εγώ για τον εαυτό μου!

34 Πράγματι είναι αληθινός ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, που με εμπόδισε να σου κάνω κακό! Αν δεν έτρεχες να ’ρθεις να με συναντήσεις, δε θα ’μενε στον Ναβάλ κανένα αρσενικό ως την αυγή».

35 Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και της είπε: «Γύρνα ξένοιαστη στο σπίτι σου. Βλέπεις, εγώ υποχώρησα στα λόγια σου και τίμησα το πρόσωπό σου».

36 Όταν η Αβιγαία γύρισε στον Ναβάλ, εκείνος είχε φαγοπότι στο σπίτι του σαν να ήταν συμπόσιο βασιλικό. Ο ίδιος είχε ’ρθεί στο κέφι και ήταν τύφλα στο μεθύσι. Γι’ αυτό δεν του είπε τίποτα ως την αυγή.

37 Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Ναβάλ είχε πια ξεμεθύσει, η γυναίκα του τού διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε αυτός έπαθε συμφόρηση και παρέλυσε.

38 Μετά από δέκα περίπου μέρες, ο Κύριος έστειλε στον Ναβάλ καινούριο πλήγμα και πέθανε.

39 Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Ναβάλ πέθανε, είπε: «Ευλογημένος ας είναι ο Κύριος, που εκδικήθηκε την προσβολή που μου έκανε ο Ναβάλ κι εμπόδισε το δούλο του να κάνω κάποιο κακό! Ο Κύριος έστρεψε την κακία του Ναβάλ στο ίδιο του το κεφάλι». Κι έστειλε ο Δαβίδ ανθρώπους να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του.

40 Ήρθαν οι δούλοι του στην Αβιγαία στην πόλη Κάρμηλο και της είπαν: «Ο Δαβίδ μας έστειλε σ’ εσένα για να σε πάρει γυναίκα του».

41 Εκείνη σηκώθηκε κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής. «Δούλη του είμαι», είπε, «που θα γίνω υπηρέτρια έτοιμη να πλύνει τα πόδια των δούλων του κυρίου μου».

42 Η Αβιγαία σηκώθηκε βιαστικά, ανέβηκε στο γαϊδούρι και ξεκίνησε με συνοδεία τις υπηρέτριές της. Ακολούθησε τους αγγελιοφόρους του Δαβίδ και έγινε γυναίκα του.

43 Ο Δαβίδ πήρε επίσης και την Αχινοάμ από την Ιζρεέλ, και ήταν και οι δύο τους γυναίκες του.

44 Στο μεταξύ ο Σαούλ την κόρη του τη Μιχάλ, γυναίκα του Δαβίδ, την έδωσε στον Φαλτί, γιο του Λαΐς από τη Γαλλίμ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/25-467826f1ea5adf1296dc958dd73b2702.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 26

Ο Δαβίδ αποφεύγει να σκοτώσει τον Σαούλ στη Ζιφ

1 Οι Ζιφίτες ήρθαν στο Σαούλ, στη Γιβεά, και του είπαν: «Ξέρεις ότι ο Δαβίδ κρύβεται στο λόφο Χαχιλά, απέναντι στη στέπα;»

2 Ο Σαούλ τότε σηκώθηκε και κατέβηκε στην έρημο Ζιφ με τρεις χιλιάδες επίλεκτους Ισραηλίτες, για να ψάξει για το Δαβίδ.

3 Στρατοπέδευσε στο λόφο Χαχιλά, κοντά στο δρόμο. Όταν ο Δαβίδ, που έμενε στην έρημο, άκουσε πως ο Σαούλ τον αναζητούσε εκεί,

4 έστειλε κατασκόπους να πάρουν σίγουρες πληροφορίες κι έμαθε ότι ο Σαούλ πράγματι είχε φτάσει εκεί.

5 Τότε σηκώθηκε κι ήρθε στην τοποθεσία όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Σαούλ. Είδε και τον τόπο όπου κοιμόταν ο Σαούλ κι ο Αβενήρ, γιος του Νηρ, ο αρχιστράτηγός του. Ο Σαούλ κοιμόταν στη μέση του στρατοπέδου, ενώ οι στρατιώτες είχαν κατασκηνώσει γύρω του.

6 Τότε κάλεσε τον Αχιμέλεχ το Χετταίο και τον Αβισάι, γιο της Σερουΐας κι αδερφό του Ιωάβ. «Ποιος θα κατέβει μαζί μου», τους είπε, «στο στρατόπεδο του Σαούλ;» Ο Αβισάι απάντησε: «Κατεβαίνω εγώ μαζί σου».

7 Έτσι ήρθαν ο Δαβίδ και ο Αβισάι στο στρατόπεδο τη νύχτα, και είδαν το Σαούλ που κοιμόταν στο κέντρο του στρατοπέδου, με το ακόντιό του μπηγμένο στο έδαφος, πλάι στο κεφάλι του. Ο Αβενήρ και οι άλλοι στρατιώτες κοιμόνταν γύρω του.

8 Τότε είπε ο Αβισάι στο Δαβίδ: «Απόψε ο Θεός παρέδωσε τον εχθρό σου στα χέρια σου. Άσε με τώρα να τον καρφώσω στη γη με το ακόντιο μ’ ένα χτύπημα. Δεν θα χρειαστεί να τον χτυπήσω δεύτερη φορά».

9 Αλλά ο Δαβίδ του είπε: «Μην τον σκοτώσεις· γιατί ποιος θ’ απλώσει χέρι εναντίον του εκλεκτού του Κυρίου και θα μείνει ατιμώρητος;

10 Σε βεβαιώνω στο όνομα του αληθινού Θεού πως ο Κύριος ο ίδιος θα θέσει τέρμα στη ζωή του Σαούλ, είτε πεθάνει από φυσικό θάνατο, είτε σκοτωθεί στο πεδίο της μάχης.

11 Ο Κύριος να με φυλάξει να μην απλώσω το χέρι μου εναντίον του εκλεκτού του! Τώρα, λοιπόν, πάρε το ακόντιο, που είναι κοντά στο κεφάλι του και το δοχείο με το νερό και πάμε να φύγουμε».

12 Έτσι πήρε ο Δαβίδ το ακόντιο και το δοχείο με το νερό, που ήταν κοντά στο κεφάλι του Σαούλ, και έφυγαν. Κανένας δεν είδε και κανένας δεν κατάλαβε τίποτα, ούτε ξύπνησε κανείς. Όλοι τους κοιμόνταν, γιατί ο Κύριος τους είχε κάνει να πέσουν σε ύπνο βαθύ.

13 Ο Δαβίδ πέρασε από την άλλη μεριά της κοιλάδας και στάθηκε στην κορυφή του βουνού, σε μεγάλη απόσταση από το στρατόπεδο του Σαούλ.

14 Τότε φώναξε στο στρατό και στον Αβενήρ, γιο του Νηρ: «Δεν απαντάς, Αβενήρ;» Κι ο Αβενήρ απάντησε: «Ποιος είσ’ εσύ που φωνάζεις στο βασιλιά;»

15 Ο Δαβίδ του λέει: «Δεν είσαι άντρας εσύ; Μα δεν υπάρχει καλύτερος στρατιώτης από σένα στον Ισραήλ! Γιατί, λοιπόν, δε φύλαξες τον κύριό σου, το βασιλιά; Κάποιος ήρθε να τον σκοτώσει.

16 Δεν ήταν σωστό αυτό που έκανες. Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό ότι θα πεθάνετε όλοι σας, γιατί δε φυλάξατε τον κύριό σας, τον εκλεκτό του Κυρίου. Και τώρα ψάξε να βρεις πού είναι το ακόντιο του βασιλιά και το δοχείο με το νερό, που ήταν πλάι στο κεφάλι του!»

17 Ο Σαούλ αναγνώρισε τη φωνή του Δαβίδ και φώναξε: «Η φωνή σου είν’ αυτή, γιε μου, Δαβίδ;» Ο Δαβίδ απάντησε: «Η φωνή μου είναι, κύριέ μου, βασιλιά.

18 Γιατί, κύριέ μου, καταδιώκεις εμένα το δούλο σου;» του λέει. «Τι έκανα; τι κακό σκέφτηκα;

19 Τώρα, λοιπόν, άκουσε σε παρακαλώ το δούλο σου, κύριέ μου βασιλιά: Αν ο Κύριος σε παρακίνησε εναντίον μου, ας τον εξευμενίσουμε με μια θυσία. Αν όμως σε παρακινούν άνθρωποι, ας είναι καταραμένοι ενώπιον του Κυρίου, γιατί με καταδιώκουν σήμερα, και δε μ’ αφήνουν να ζήσω ήσυχος στη χώρα που έδωσε ο Κύριος στο λαό του για ιδιοκτησία τους. Είναι σαν να με στέλνουν αλλού να λατρέψω άλλους θεούς.

20 Αλλά ας μη χυθεί το αίμα μου σε ξένη γη, μακριά από την παρουσία του Κυρίου, αφού ο βασιλιάς του Ισραήλ βγήκε ζητώντας να με σκοτώσει, όπως κυνηγάνε τις πέρδικες στα βουνά».

21 Ο Σαούλ απάντησε: «Αμάρτησα! Γύρνα πίσω, γιε μου, Δαβίδ! Δε θα σου κάνω πια κακό, αφού σεβάστηκες σήμερα τη ζωή μου. Φέρθηκα ανόητα και πλανήθηκα φοβερά».

22 Ο Δαβίδ απάντησε: «Εδώ είναι το ακόντιό σου, βασιλιά. Ας περάσει ένας από τους άντρες σου να το πάρει.

23 Κι ο Κύριος ας ανταμείψει του καθενός μας τη δικαιοσύνη και την πιστότητα. Σήμερα σε παρέδωσε ο Κύριος στα χέρια μου, αλλά εγώ δεν θέλησα ν’ απλώσω το χέρι μου στον εκλεκτό του.

24 Κι όπως εγώ σεβάστηκα σήμερα τη ζωή σου, έτσι ας σεβαστεί κι ο Κύριος τη δική μου ζωή κι ας με ελευθερώσει από όλα αυτά τα δεινά».

25 Τότε ο Σαούλ είπε στο Δαβίδ: «Ευλογημένος να είσαι, γιε μου, Δαβίδ! Εσύ το δίχως άλλο θα κατορθώσεις μεγάλα πράγματα και τελικά θα επικρατήσεις».

Ο Δαβίδ εξακολούθησε το δρόμο του, ενώ ο Σαούλ γύρισε στο σπίτι του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/26-25c9adc0f38be467eab138ba2150eb9d.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 27

Ο Δαβίδ ζει ανάμεσα στους Φιλισταίους

1 Ο Δαβίδ σκέφτηκε: «Κάποτε θα πέσω στα χέρια του Σαούλ· δεν είναι καλύτερα για μένα να φύγω και να πάω στη χώρα των Φιλισταίων; Έτσι αυτός θ’ απελπιστεί και θα πάψει πια να με καταδιώκει στο ισραηλιτικό έδαφος. Μ’ αυτό τον τρόπο θα γλιτώσω κι εγώ απ’ αυτόν».

2 Έτσι ο Δαβίδ και οι εξακόσιοι άντρες του σηκώθηκαν και πέρασαν στον Αχίς, γιο του Μαώχ και βασιλιά της Γαθ.

3 Ο Δαβίδ και οι άντρες του εγκαταστάθηκαν όλοι στη Γαθ κοντά στον Αχίς, καθένας με την οικογένειά του· ο Δαβίδ είχε μαζί του τις δύο γυναίκες του, την Αχινοάμ από την Ιζρεέλ και την Αβιγαία, που ήταν πριν γυναίκα του Ναβάλ, από την πόλη Κάρμηλο.

4 Όταν έφτασε η είδηση στο Σαούλ ότι ο Δαβίδ έφυγε στη Γαθ, σταμάτησε πια να τον καταδιώκει.

5 Μια μέρα ο Δαβίδ είπε στον Αχίς: «Αν με θεωρείς το δούλο σου άξιο της εμπιστοσύνης σου, ας μου δοθεί ένας τόπος να εγκατασταθώ σε μια από τις πόλεις της επαρχίας. Δεν υπάρχει λόγος να κατοικώ στην πρωτεύουσα του βασιλείου μαζί σου».

6 Έτσι, εκείνη την ημέρα ο Αχίς του παραχώρησε την πόλη Σικλάγ. Γι’ αυτό και η Σικλάγ ανήκει στους βασιλιάδες του Ιούδα μέχρι σήμερα.

7 Ο Δαβίδ έμεινε στη χώρα των Φιλισταίων ένα χρόνο και τέσσερις μήνες.

8 Στο μεταξύ, αυτός και οι άντρες του πήγαιναν κι έκαναν επιδρομές ενάντια στους Γεσουρίτες, στους Γεζερίτες και στους Αμαληκίτες, δηλαδή στους αρχικούς κατοίκους της περιοχής, προς την κατεύθυνση της Σουρ ως την Αίγυπτο.

9 Χτυπούσαν αυτές τις περιοχές και δεν άφηναν ζωντανούς ούτε άντρες ούτε γυναίκες· έπαιρναν πρόβατα, βόδια, γαϊδούρια, καμήλες και ρουχισμό και γύριζαν στον Αχίς.

10 Ο Αχίς τον ρωτούσε: «Πού επιτεθήκατε σήμερα;» Κι ο Δαβίδ απαντούσε: «Νότια της περιοχής Ιούδα» ή «νότια των Ιεραχμεελιτών» ή «νότια της περιοχής των Κεναίων».

11 Ο Δαβίδ δεν άφηνε κανέναν ζωντανό, ούτε άντρα ούτε γυναίκα, για να μην πάνε στη Γαθ και μιλήσουν εναντίον του για όσα τους έκανε. Αυτή ήταν η τακτική του όλο τον καιρό που έμεινε στη χώρα των Φιλισταίων.

12 Ο Αχίς, είχε εμπιστοσύνη στο Δαβίδ, γιατί σκεφτόταν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ο Δαβίδ το δίχως άλλο γινόταν μισητός στον λαό του, τον Ισραήλ· έτσι θα του ήταν δούλος για πάντα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/27-1c9eab9ae9af7fe858af28fc1eacb234.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 28

1 Εκείνο τον καιρό οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις για να πολεμήσουν εναντίον του Ισραήλ. Είπε τότε ο Αχίς στο Δαβίδ: «Πρέπει να ξέρεις ότι θα βγεις μαζί μου στον πόλεμο με τους άντρες σου».

2 Ο Δαβίδ του αποκρίθηκε: «Τώρα θα δεις τι μπορώ να κάνω εγώ ο δούλος σου». Και του είπε ο Αχίς: «Γι’ αυτό κι εγώ σε ορίζω ισόβιο σωματοφύλακά μου».

Ο Σαούλ συμβουλεύεται τη μάντισσα

3 Ο Σαμουήλ είχε πια πεθάνει. Όλοι οι Ισραηλίτες είχαν συμμετάσχει στο θρήνο γι’ αυτόν και μετά τον έθαψαν στην πόλη του τη Ραμά. Κι ο Σαούλ είχε διώξει τους νεκρομάντεις και τους μάντεις από τη χώρα.

4 Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, οι Φιλισταίοι και ήρθαν και στρατοπέδευσαν στη Σουνήμ. Ο Σαούλ συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν στο όρος Γελβουέ.

5 Όταν είδε ο Σαούλ το στρατόπεδο των Φιλισταίων, τον έπιασε φόβος και τρόμος μεγάλος.

6 Ρώτησε, λοιπόν, τον Κύριο, αλλά ο Κύριος δεν του απάντησε ούτε με όνειρο, ούτε με τα Ουρίμ,ούτε μέσω των προφητών.

7 Τότε διέταξε ο Σαούλ τους αξιωματούχους του: «Βρέστε μου μια γυναίκα που να επικοινωνεί με τα πνεύματα των νεκρών, για να πάω σ’ αυτήν και να τη ρωτήσω». Εκείνοι του απάντησαν: «Υπάρχει μια γυναίκα νεκρομάντισσα στην Εν-Δωρ».

8 Τότε μεταμφιέστηκε ο Σαούλ κι έφυγε μαζί με δύο άντρες.

Έφτασαν νύχτα στη γυναίκα και ο Σαούλ της είπε: «Μάντεψε το μέλλον για μένα με τη βοήθεια των πνευμάτων των νεκρών και φέρε μου εκείνον που θα σου πω».

9 Η γυναίκα του απάντησε: «Αφού ξέρεις τι έκανε ο Σαούλ στους νεκρομάντεις και τους μάντεις και τους έδιωξε από τη χώρα! Γιατί, λοιπόν, ζητάς να με παγιδέψεις και να χάσω τη ζωή μου;»

10 Τότε ο Σαούλ της είπε: «Σου ορκίζομαι στον αληθινό Θεό ότι εσύ δε θα κινδυνέψεις στην όλη υπόθεση».

11 «Ποιον θέλεις να σου φέρω;» ρώτησε η γυναίκα. Κι ο Σαούλ απάντησε: «Θέλω να μου φέρεις το Σαμουήλ».

12 Η γυναίκα όταν είδε το Σαμουήλ, έβγαλε μια δυνατή κραυγή και φώναξε στο Σαούλ: «Γιατί με γέλασες; αφού εσύ είσαι ο Σαούλ!»

13 «Μη φοβάσαι», της λέει ο βασιλιάς. «Τι είδες;»

Η γυναίκα τού απάντησε: «Είδα ένα πνεύμα ν’ ανεβαίνει από τα βάθη της γης».

14 «Πώς είναι η μορφή του;» τη ρώτησε. «Είν’ ένας γέρος», είπ’ εκείνη, «που ανεβαίνει τυλιγμένος μ’ ένα μανδύα». Ο Σαούλ αναγνώρισε ότι αυτός ήταν ο Σαμουήλ κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησε.

15 Ο Σαμουήλ είπε στο Σαούλ: «Γιατί με κάλεσες ν’ ανέβω και μ’ ανησύχησες;» «Βρίσκομαι σε πάρα πολύ μεγάλη στενοχώρια», είπε ο Σαούλ. «Οι Φιλισταίοι πολεμάνε εναντίον μου κι ο Θεός έφυγε μακριά μου· δε μου απαντάει πια ούτε με προφήτες ούτε με όνειρα. Γι’ αυτό κάλεσα εσένα να μου πεις τι πρέπει να κάνω».

16 Ο Σαμουήλ απάντησε: «Αφού ο Κύριος έφυγε μακριά σου κι έγινε εχθρός σου, τι ρωτάς εμένα;

17 Ο Κύριος έκανε εκείνο που σου είχα αναγγείλει εκ μέρους του: Αφαίρεσε τη βασιλεία από τα χέρια σου και την έδωσε σ’ έναν άλλο, στο Δαβίδ.

18 Εσύ δεν υπάκουσες τις εντολές του και δεν εξόντωσες εντελώς τους Αμαληκίτες· γι’ αυτό και ο Κύριος σου φέρεται έτσι σήμερα.

19 Επίσης ο Κύριος θα παραδώσει εσένα και το λαό σου στην εξουσία των Φιλισταίων. Αύριο κιόλας, εσύ και οι γιοι σου θα είσαστε μαζί μου. Ακόμα, το στρατό των Ισραηλιτών θα τον παραδώσει ο Κύριος στην εξουσία των Φιλισταίων».

20 Όταν ο Σαούλ άκουσε αυτά τα λόγια του Σαμουήλ, κατατρομοκρατήθηκε και γκρεμίστηκε ολόκληρος στη γη. Ήταν κι εξαντλημένος, γιατί δεν είχε φάει τίποτα όλη εκείνη την ημέρα και την προηγούμενη νύχτα.

21 Η γυναίκα πλησίασε το Σαούλ και είδε ότι ήταν πολύ ταραγμένος. «Βλέπεις», του είπε, «η δούλη σου υπάκουσα στη διαταγή σου, ριψοκινδυνεύοντας τη ζωή μου.

22 Τώρα, λοιπόν, άκουσέ με κι εσύ και άφησέ με να σου δώσω ένα κομμάτι ψωμί να φας για να πάρεις δύναμη, πριν συνεχίσεις το δρόμο σου».

23 Αλλά ο Σαούλ αρνιόταν κι έλεγε: «Δεν θέλω να φάω». Τον πίεσαν όμως οι αξιωματούχοι του και η γυναίκα, και υποχώρησε στην παράκλησή τους. Σηκώθηκε από τη γη και κάθισε στο κρεβάτι.

24 Η γυναίκα έσφαξε γρήγορα ένα μοσχάρι που το είχε στο σπίτι και το πάχαινε, πήρε αλεύρι, το ζύμωσε κι έψησε άζυμα ψωμιά.

25 Τα έφερε μπροστά στο Σαούλ και στους αξιωματούχους του κι έφαγαν. Έπειτα σηκώθηκαν κι έφυγαν την ίδια νύχτα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/28-015b6e86da3f5de36b76ed7e20559acc.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 29

Οι Φιλισταίοι αποπέμπουν το Δαβίδ

1 Οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν όλο το στρατό τους στην Αφέκ. Οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν στην πηγή πριν από την Ιζρεέλ.

2 Οι αρχηγοί των Φιλισταίων προέλαυναν με τις μονάδες τους ανά εκατό και ανά χίλιους άντρες.

Ο Δαβίδ και οι άντρες του ακολουθούσαν μαζί με τον Αχίς.

3 «Τι θέλουν εδώ αυτοί οι Εβραίοι;» ρώτησαν οι αρχηγοί. Ο Αχίς τους απάντησε: «Αυτός είναι ο Δαβίδ, που ήταν στην υπηρεσία του Σαούλ, βασιλιά του Ισραήλ. Είναι μαζί μου εδώ και πολύν καιρό. Από τότε που ήρθε σ’ εμένα δεν έχει κάνει τίποτε το αξιόμεμπτο».

4 Αυτοί όμως οργίστηκαν εναντίον του Αχίς. «Στείλε τον πίσω αυτόν τον άνθρωπο», του είπαν. «Να καθίσει στον τόπο που του όρισες και να μην έρθει μαζί μας στη μάχη, γιατί αυτοί στη διάρκεια της μάχης θα στραφούν εναντίον μας. Ο ίδιος θα κοιτάξει να συμφιλιωθεί με τον κύριό του παίρνοντας τα κεφάλια αυτών εδώ των αντρών μας!

5 Αυτός δεν είναι ο Δαβίδ, για τον οποίο οι γυναίκες χορεύοντας αποκρίνονταν η μια στην άλλη:

“Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες

μα ο Δαβίδ μυριάδες”;»

6 Τότε κάλεσε ο Αχίς το Δαβίδ και του είπε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό πως είσαι άξιος της εμπιστοσύνης μου, και θα μου άρεσε να πολεμούσες μαζί μου στη μάχη· από τη μέρα που ήρθες κοντά μου μέχρι σήμερα δεν έχεις κάνει τίποτα το αξιόμεμπτο εναντίον μου. Αλλά στα μάτια των άλλων αρχηγών των Φιλισταίων δεν είσαι αγαπητός.

7 Τώρα, λοιπόν, γύρνα πίσω και πήγαινε στο καλό, για να μη δυσαρεστηθούν».

8 Ο Δαβίδ απάντησε στον Αχίς: «Μα τι έκανα; Τι κακό βρήκες, κύριέ μου βασιλιά, σ’ εμένα το δούλο σου, από τη μέρα που ήρθα σ’ εσένα μέχρι σήμερα, ώστε να μην πάω να πολεμήσω εναντίον των εχθρών σου;»

9 Ο Αχίς του αποκρίθηκε: «Ξέρω ότι μου είσαι αγαπητός σαν άγγελος του Θεού· αλλά οι άλλοι αρχηγοί των Φιλισταίων είπαν: “να μην έρθει αυτός μαζί μας στον πόλεμο”.

10 Τώρα λοιπόν, εσύ και οι άντρες που σ’ ακολουθούν, σηκωθείτε νωρίς το πρωί όταν φέξει και φύγετε».

11 Νωρίς νωρίς, λοιπόν, την άλλη μέρα το πρωί ο Δαβίδ και οι άντρες του σηκώθηκαν κι έφυγαν για τη χώρα των Φιλισταίων. Στο μεταξύ οι Φιλισταίοι έφτασαν στην Ιζρεέλ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/29-4afc824ef72dd09ec9f6321ba471e68b.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 30

Ο πόλεμος εναντίον των Αμαληκιτών

1 Όταν μετά από τρεις μέρες ο Δαβίδ και οι άντρες του έφτασαν στη Σικλάγ, οι Αμαληκίτες είχαν επιτεθεί νότια της περιοχής του Ιούδα είχαν χτυπήσει τη Σικλάγ και την είχαν πυρπολήσει.

2 Αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και όλους όσοι βρίσκονταν στην πόλη, μικρούς και μεγάλους. Δε σκότωσαν κανέναν, αλλά τους πήραν μαζί τους κι εξακολούθησαν τον δρόμο τους.

3 Όταν ήρθε ο Δαβίδ και οι άντρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί.

4 Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα.

5 Αιχμαλωτίστηκαν επίσης και οι δύο γυναίκες του Δαβίδ, η Αχινοάμ, που καταγόταν από την Ιζρεέλ και η Αβιγαία, πρώην γυναίκα του Ναβάλ από την πόλη Κάρμηλος.

6 Ο Δαβίδ έπεσε σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί οι σύντροφοί του σκέφτονταν να τον λιθοβολήσουν. Ήταν όλοι τους πολύ πικραμένοι, καθένας τους για τους γιους τους και τις κόρες τους. Ο Δαβίδ όμως πήρε δύναμη από τον Κύριο, το Θεό του,

7 και είπε στον ιερέα Αβιάθαρ, γιο του Αχιμέλεχ: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, το εφώδ». Ο Αβιάθαρ του έφερε το εφώδ

8 κι ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο: «Να καταδιώξω τη συμμορία αυτή των ληστών; Θα την προφτάσω;» Και ο Κύριος του απάντησε: «Καταδίωξέ την· σίγουρα θα τους προφτάσεις και θα ελευθερώσεις τους αιχμαλώτους».

9-10 Έτσι ο Δαβίδ με τους εξακόσιους άντρες του έφυγαν και ήρθαν ως το χείμαρρο Βεσόρ, όπου και παρέμειναν αρκετοί απ’ αυτούς –διακόσιοι άντρες– γιατί ήταν κουρασμένοι και δεν μπορούσαν να περάσουν το ποτάμι. Ο Δαβίδ με τετρακόσιους άντρες εξακολούθησε την καταδίωξη.

11 Έξω στα χωράφια οι άντρες του Δαβίδ βρήκαν έναν νεαρό Αιγύπτιο και τον έφεραν στο Δαβίδ. Του έδωσαν ψωμί και έφαγε και νερό να πιει·

12 του έδωσαν ακόμη μια τσαπέλα ξερά σύκα και δυο τσαμπιά ξερές σταφίδες· έφαγε και συνήλθε, γιατί είχε να φάει και να πιει τρία μερόνυχτα.

13 Ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Σε ποιον ανήκεις και από πού είσαι;»

Εκείνος απάντησε: «Είμαι Αιγύπτιος, δούλος κάποιου Αμαληκίτη· ο κύριός μου μ’ εγκατέλειψε, γιατί αρρώστησα πριν από τρεις μέρες.

14 Εμείς επιτεθήκαμε νότια της περιοχής των Κερεθιτών, στην περιοχή του Ιούδα και νότια της περιοχής των Χαλεβιτώνκαι πυρπολήσαμε τη Σικλάγ».

15 Τότε ο Δαβίδ του είπε: «Θα μας οδηγήσεις κάτω σ’ αυτή τη συμμορία των ληστών;» Ο νεαρός απάντησε: «Ορκίσου μου στο Θεό ότι δε θα με σκοτώσεις και δε θα με παραδώσεις στον κύριό μου κι εγώ θα σε οδηγήσω σ’ αυτούς».

16 Έτσι ο νεαρός οδήγησε το Δαβίδ στους Αμαληκίτες. Είχαν σκορπιστεί σ’ όλη την περιοχή τρώγοντας και πίνοντας και πανηγυρίζοντας για τα άφθονα λάφυρα που είχαν πάρει από τη χώρα των Φιλισταίων κι από την περιοχή του Ιούδα.

17 Ο Δαβίδ τους πολέμησε μ’ επιτυχία από την αυγή της επόμενης μέρας ως το βράδυ· κανείς απ’ αυτούς δε σώθηκε, παρά μόνο τετρακόσιοι νέοι, που έφυγαν καβάλα στις καμήλες τους.

18 Ο Δαβίδ πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, κι ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του.

19 Κανείς δε βρέθηκε να λείπει, μικρός ή μεγάλος, γιος ή θυγατέρα· επίσης τίποτα δεν έλειπε από τα λάφυρα που τους είχαν πάρει οι Αμαληκίτες. Τα πήρε πάλι όλα πίσω ο Δαβίδ.

20 Επίσης πήρε όλα τα πρόβατα και τα βόδια των Αμαληκιτών· τα οδηγούσαν μπροστά από τα άλλα ζώα και φώναζαν: «Αυτά είναι τα λάφυρα του Δαβίδ!»

21 Ο Δαβίδ ήρθε στο χείμαρρο Βεσόρ, όπου είχαν παραμείνει οι διακόσιοι άντρες που δεν τον ακολούθησαν γιατί ήταν κουρασμένοι. Αυτοί, όταν τον είδαν να πλησιάζει μαζί με τους άντρες που ήταν μαζί του, βγήκαν να τους προϋπαντήσουν. Ο Δαβίδ βγήκε μπροστά από τους άλλους, τους πλησίασε και τους χαιρέτησε.

22 Τότε, μερικοί κακόβουλοι και αχρείοι άνθρωποι από κείνους που είχαν πάει μαζί με τον Δαβίδ, έλεγαν: «Αυτοί δεν ήρθανε μαζί μας! Δε θα τους δώσουμε από τα λάφυρα που πήραμε πίσω. Να πάρουν ο καθένας τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους και να φύγουν».

23 Αλλά ο Δαβίδ είπε: «Μην κάνετε έτσι, αδέρφια μου, μ’ αυτά που μας έδωσε ο Θεός. Αυτός μας φύλαξε κι έκανε να πέσει στα χέρια μας η συμμορία των ληστών που μας είχαν επιτεθεί.

24 Κανείς δε συμφωνεί μαζί σας στο θέμα αυτό. Το μερίδιο αυτού που βγαίνει και πολεμάει θα είναι το ίδιο μ’ εκείνου που μένει πίσω με τις αποσκευές. Εξ ίσου θα μοιράζονται όλα».

25 Από την ημέρα εκείνη και στο εξής, ο Δαβίδ το έκανε αυτό νόμο και έθιμο, που τηρείται στο λαό του Ισραήλ μέχρι σήμερα.

26 Όταν ήρθε ο Δαβίδ στη Σικλάγ, έστειλε μέρος από τα λάφυρα στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα, που ήταν φίλοι του. «Ορίστε ένα δώρο για σας», τους είπε, «από τα λάφυρα των εχθρών του Κυρίου».

27 Τέτοια λάφυρα έστειλε ο Δαβίδ και στους πρεσβυτέρους των πόλεων Βαιθήλ, Ραμώθ της Μεσημβρινής, Ιαθείρ,

28 Αροήρ, Σιφμώθ, Εστεμοά,

29 Ραχάλ· επίσης στους πρεσβυτέρους των πόλεων των Ιεραχμεελιτών και των Κεναίων,

30 καθώς και των πόλεων Χορμά, Βωρ-Ασάν, Αθάχ,

31 Χεβρών –σ’ όλα τα μέρη απ’ όπου είχε περάσει με τους άντρες του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/30-3c51196d5eb0d82107159df4a2af344d.mp3?version_id=173—