Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 1

Η πικρία της Άννας

1 Στη Ραμαθαΐμ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ, ζούσε κάποτε ένας που καταγόταν από τα μέρη της οικογένειας Σουφ. Το όνομά του ήταν Ελκανά· πατέρας του ήταν ο Ιεροχάμ, παππούς του ο Ελιού, και προπάππος του ο Τόχου, ο οποίος ανήκε στην οικογένεια Σουφ των Εφραϊμιτών.

2 Αυτός είχε δύο γυναίκες· το όνομα της μιας ήταν Άννα και της άλλης Φενίννα. Η Φενίννα είχε παιδιά, ενώ η Άννα δεν είχε.

3 Κάθε χρόνο ο άνθρωπος αυτός ανέβαινε από την πόλη του στο αγιαστήριο της Σιλώ για να προσκυνήσει και να προσφέρει θυσία στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ. Εκεί ιερείς του Κυρίου ήταν οι δυο γιοι του Ηλεί, ο Χοφνί και ο Φινεές.

4 Όταν ο Ελκανά θυσίαζε, έδινε μερίδες από τη θυσία στη γυναίκα του τη Φενίννα, στους γιους της και στις κόρες της.

5 Στην Άννα, όμως, αν και την αγαπούσε, έδινε μία μόνο μερίδα,επειδή ο Κύριος την είχε κάνει στείρα.

6 Τότε η Φενίννα, ως αντίζηλή της, ταπείνωνε την Άννα για να την εξοργίζει που ο Κύριος την είχε κάνει στείρα.

7 Αυτό γινόταν κάθε χρόνο. Κάθε φορά που ανέβαιναν στον οίκο του Κυρίου, η Φενίννα εξόργιζε την Άννα, κι εκείνη έκλαιγε και δεν έτρωγε.

8 Τότε της έλεγε ο Ελκανά, ο άντρας της: «Άννα, γιατί κλαις και δεν τρως, γιατί είν’ η καρδιά σου πικραμένη; Δεν αξίζω εγώ για σένα περισσότερο από δέκα γιους;»

9 Μια φορά, αφού είχαν φάει κι είχαν πιει στη Σιλώ, η Άννα σηκώθηκε. Ο ιερέας Ηλεί καθόταν στη θέση του, κοντά στην είσοδο του οίκου του Κυρίου.

10 Η Άννα ήταν πολύ πικραμένη, και προσευχόταν κλαίγοντας στον Κύριο.

11 Έκανε τάμα και είπε: «Κύριε, Θεέ του Ισραήλ, αν σκύψεις πάνω από την ταλαιπωρία της δούλης σου, αν δεν με ξεχάσεις και πράγματι μου δώσεις αρσενικό παιδί, τότε εγώ θα το αφιερώσω σ’ εσένα, Κύριε, για όλη του τη ζωή και ξυράφι δε θ’ αγγίξει το κεφάλι του.

Ο Θεός ακούει την προσευχή της Άννας

12 Ενώ αυτή συνέχιζε να προσεύχεται ενώπιον του Κυρίου, ο Ηλεί παρατηρούσε το στόμα της.

13 Η Άννα μιλούσε από μέσα της· τα χείλη της μόνο κινιόνταν, αλλά η φωνή της δεν ακουγόταν. Έτσι ο Ηλεί την πέρασε για μεθυσμένη.

14 «Ως πότε θα είσαι μεθυσμένη;» της είπε. «Πήγαινε να ξεμεθύσεις».

15 «Όχι, κύριέ μου», του αποκρίθηκε η Άννα, «είμαι μια γυναίκα καταστενοχωρημένη. Δεν ήπια κρασί ούτε άλλα δυνατά ποτά· απλώς άνοιξα την καρδιά μου ενώπιον του Κυρίου.

16 Μη θεωρήσεις τη δούλη σου καμιά τιποτένια· αν προσευχήθηκα ως τώρα, ήταν απ’ τον πολύ μου πόνο και τη θλίψη».

17 Ο Ηλεί της αποκρίθηκε: «Πήγαινε στο καλό, κι ο Θεός του Ισραήλ ας σου δώσει αυτό που του ζήτησες».

18 Κι εκείνη απάντησε: «Ας έχω η δούλη σου την εύνοιά σου». Τότε η Άννα πήγε κι έφαγε και το πρόσωπό της δεν ήταν πια μελαγχολικό.

19 Την άλλη μέρα το πρωί ο Ελκανά και η οικογένειά του σηκώθηκαν νωρίς, προσκύνησαν ενώπιον του Κυρίου, και γύρισαν στο σπίτι τους, στη Ραμαθά. Ο Ελκανά συνευρέθηκε με τη γυναίκα του την Άννα, κι ο Κύριος θυμήθηκε την προσευχή της.

20 Εκείνη έμεινε έγκυος κι όταν συμπληρώθηκε ο καιρός, γέννησε γιο. Τότε είπε: «Τον ζήτησα από τον Κύριο» και τον ονόμασε «Σαμουήλ».

Το παιδί αφιερώνεται στον Κύριο

21 Τον επόμενο χρόνο, ο Ελκανά ανέβηκε μαζί μ’ όλη του την οικογένεια να προσφέρει στον Κύριο την ετήσια θυσία και ένα τάμα που είχε κάνει.

22 Η Άννα όμως δεν ανέβηκε. «Θα περιμένω ώσπου ν’ απογαλακτιστεί το παιδί», είπε στον άντρα της, «κι έπειτα θα το φέρω να παρουσιαστεί ενώπιον του Κυρίου και να μείνει εκεί για πάντα».

23 Ο Ελκανά τής απάντησε: «Κάνε ό,τι νομίζεις σωστό. Μείνε ώσπου να το απογαλακτίσεις. Μακάρι ο Κύριος να εκπληρώσει την επιθυμία σου». Έτσι κάθισε η γυναίκα και θήλαζε το γιο της, ώσπου τον απόκοψε.

24 Όταν τον απόκοψε, κι ενώ ήταν ακόμα πολύ μικρός, τον πήρε μαζί της, πήρε κι ένα βόδι τριών χρονών, ένα εφά αλεύρι κι ένα ασκί κρασί και ήρθε στον οίκο του Θεού, στη Σιλώ.

25 Εκεί έσφαξαν το βόδι κι έφεραν το παιδί στον Ηλεί.

26 Τότε η Άννα του είπε: «Κύριέ μου, εγώ είμαι η γυναίκα που στάθηκε εδώ κοντά σου για να προσευχηθεί στον Κύριο. Είναι αλήθεια, όπως με βλέπεις και σε βλέπω.

27 Για το παιδί αυτό προσευχήθηκα· κι ο Κύριος μου έδωσε αυτό που του ζήτησα.

28 Έτσι κι εγώ το αφιερώνω τώρα στον Κύριο. Για όλη του τη ζωή θα είναι αφιερωμένο σ’ αυτόν». Κι όλη η οικογένεια προσκύνησαν εκεί τον Κύριο.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/1-d53dba9677b4e8399aac1f9c9d9e6fde.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 2

Η προσευχή της Άννας

1 Ύστερα η Άννα έκανε αυτή την προσευχή:

«Κύριε», είπε,

«Γέμισες την καρδιά μου με χαρά·

με σήκωσες και με δυνάμωσες.

Τώρα μπορώ με τους εχθρούς μου να γελάω.

Με βοήθησες, για τούτο είμαι χαρούμενη.

2 »Μόνον ο Κύριος είναι άγιος!

Άλλος Θεός έξω από κείνον δεν υπάρχει.

Κανένας δεν μπορεί να προστατεύει όπως αυτός.

3 Μην υπερηφανεύεστε

και τους σπουδαίους μην κάνετε!

Για τα αμαρτωλά σας σχέδια μην καυχιέστε.

Ο Κύριος τα ξέρει όλα όσα κάνετε·

κάθε επαίσχυντη πράξη τη δικάζει.

4 »Τα όπλα κομματιάζει των ισχυρών

κι ανανεώνει τη δύναμη των αδυνάτων

και των απελπισμένων.

5 Οι πλούσιοι πρέπει με τον κόπο τους,

να βγάζουν το ψωμί τους.

Ας μη στενάζουν πια οι φτωχοί!

Μπορούνε να πανηγυρίζουν.

»Εφτά παιδιά θε ν’ αποκτήσει η άτεκνη

και όλα θα τα χάσει η πολύτεκνη.

6 Ο Κύριος δίνει το θάνατο δίνει και τη ζωή·

αυτός στον άδη κατεβάζει

κι από το θάνατο ανεβάζει στη ζωή.

7 Ο Κύριος κάνει κάποιον πλούσιο·

κι ο Κύριος φτωχό τον κάνει·

εκείνος ταπεινώνει,

αλλά κι εκείνος ανεβάζει ψηλά.

8 Βγάζει απ’ τη δυστυχία του τον καταφρονεμένο,

στη δόξα τον περνά.

Τον βάζει να σταθεί ανάμεσα στους διακεκριμένους,

θέση τού δίνει τιμητική.

Γιατί όλη η γη στον Κύριο ανήκει·

αυτός την έχτισε πάνω σε ασάλευτα θεμέλια.

9 »Ο Κύριος οδηγεί και προστατεύει

όλους εκείνους που τον εμπιστεύονται.

Μα οι εχθροί του καταλήγουν στο σκοτάδι.

Απ’ όσους εμπιστεύονται στην ίδια τους τη δύναμη,

κανείς δε θα νικήσει.

10 Εκείνος που επαναστατεί ενάντια στον Κύριο,

θα χαθεί.

Ο Ύψιστος στον ουρανό ενάντια του βροντάει.

Ο Κύριος κρίνει όλη τη γη·

το βασιλιά του διάλεξε

και τον εγκατέστησε.

Τη νίκη τού χαρίζει και δύναμη τρανή».

11 Μετά ο Ελκανά γύρισε σπίτι του, στη Ραμά, ενώ το παιδί έμεινε στη Σιλώ και υπηρετούσε τον Κύριο με την επίβλεψη του ιερέα Ηλεί.

Οι γιοι του Ηλεί

12 Οι γιοι του Ηλεί ήταν αχρείοι άνθρωποι· δε σέβονταν τον Κύριο,

13 ούτε τις διατάξεις για τις απολαβές των ιερέων από τις προσφορές του λαού. Όταν ερχόταν κανείς να θυσιάσει, ενώ έβραζε ακόμη το κρέας, έφτανε ο υπηρέτης του ιερέα, κρατώντας μια πηρούνα με τρία δόντια.

14 Έχωνε την πηρούνα στο καζάνι, στην κατσαρόλα, στη χύτρα ή στο τσουκάλι κι ό,τι έπιανε το έπαιρνε ο ιερέας για τον εαυτό του. Τα ίδια έκαναν σ’ όλους τους Ισραηλίτες που έρχονταν να θυσιάσουν εκεί στη Σιλώ.

15 Επίσης πριν ακόμη καεί το λίπος του ζώου,ερχόταν ο υπηρέτης του ιερέα κι έλεγε στον άνθρωπο που πρόσφερε τη θυσία: «Δώσε μου κρέας να το κάνω ψητό για τον ιερέα· δε θα πάρει από σένα κρέας βρασμένο, το θέλει ωμό».

16 Κι αν ο άνθρωπος του έλεγε: «Άφησε πρώτα να καεί το λίπος κι ύστερα πάρε όσο θέλεις», τότε ο υπηρέτης απαντούσε: «Όχι, τώρα θα μου το δώσεις, διαφορετικά θα το πάρω με τη βία».

17 Έτσι, η αμαρτία αυτών των νέων ήταν πάρα πολύ μεγάλη ενώπιον του Κυρίου, γιατί δεν είχαν κανένα σεβασμό για τις θυσίες που προσφέρονταν σ’ αυτόν.

Ο Σαμουήλ στη Σιλώ

18 Στο μεταξύ ο Σαμουήλ, παιδί ακόμα, υπηρετούσε ενώπιον του Κυρίου φορώντας το λινό εφώδ.

19 Κάθε χρόνο η μητέρα του τού έφτιαχνε έναν μικρό ιερατικό χιτώνα και του τον έφερνε όταν ερχόταν με τον άντρα της για να προσφέρει την ετήσια θυσία.

20 Τότε ο Ηλεί ευλογούσε τον Ελκανά και τη γυναίκα του κι έλεγε στον Ελκανά: «Εύχομαι ο Κύριος να σου δώσει απογόνους απ’ αυτήν τη γυναίκα στη θέση του παιδιού που αυτή αφιέρωσε στον Κύριο». Έπειτα γύριζαν στο σπίτι τους.

21 Ο Θεός ενδιαφέρθηκε για την Άννα κι έμεινε έγκυος και γέννησε τρεις γιους και δύο κόρες. Ωστόσο, ο μικρός Σαμουήλ μεγάλωνε υπηρετώντας τον Κύριο.

Ο Ηλεί και οι γιοι του

22 Ο Ηλεί είχε πια γεράσει πολύ. Όταν μάθαινε πώς φέρονταν οι γιοι του στους Ισραηλίτες, κι ακόμα ότι πλάγιαζαν με τις γυναίκες που υπηρετούσαν στην είσοδο της σκηνής του Μαρτυρίου, τούς έλεγε:

23 «Τι πράγματα είναι αυτά που κάνετε; Τι είναι αυτά τα αίσχη σας, που έρχονται στ’ αυτιά μου απ’ όλο το λαό;

24 Σταματήστε, παιδιά μου! Είναι τρομερά αυτά που ακούω και που έχουν διαδοθεί μέσα στο λαό του Κυρίου.

25 Αν κάποιος αμαρτήσει απέναντι σ’ έναν άλλον, τότε ο Θεός μπορεί να τον υπερασπιστεί. Αν όμως αμαρτήσει απέναντι στον Κύριο, τότε ποιος θα τον υπερασπιστεί;»

Αυτοί όμως δεν έδιναν σημασία στα λόγια του πατέρα τους, γιατί ο Κύριος ήθελε να τους θανατώσει.

26 Ο μικρός Σαμουήλ συνέχιζε να μεγαλώνει και να κερδίζει την αγάπη του Κυρίου και των ανθρώπων.

Προφητεία εναντίον της οικογένειας του Ηλεί

27 Τότε ένας προφήτης ήρθε στον Ηλεί και του είπε: «Άκου τι λέει ο Κύριος: “ξέρεις καλά πως όταν ο προπάτοράς σου ο Ααρών ήταν στην Αίγυπτο, του φανέρωσα εκεί τον εαυτό μου, τον καιρό που όλη η οικογένειά του ήταν δούλοι στη δυναστεία του Φαραώ.

28 Απ’ όλες τις φυλές του λαού του Ισραήλ διάλεξα αυτόν να γίνει ιερέας μου, ν’ ανεβαίνει στο θυσιαστήριό μου, να καίει το θυμίαμα και να φοράει το εφώδ ενώπιόν μου. Επίσης όρισα το μερίδιο που θα παίρνει η οικογένεια του προγόνου σου από όλες τις θυσίες των Ισραηλιτών που προσφέρονται με φωτιά.

29 Γιατί τώρα εσείς δεν έχετε κανένα σεβασμό για τις θυσίες και τις αναίμακτες προσφορές που διέταξα να μου φέρνουν στο θυσιαστήριό μου οι Ισραηλίτες; Γιατί εκτιμάς τους γιους σου περισσότερο από μένα και παχαίνετε από τα καλύτερα μέρη των προσφορών του λαού μου του Ισραήλ;”

30 »Γι’ αυτό, να τι λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “πραγματικά είχα υποσχεθεί ότι η οικογένειά σου, η συγγένεια του πατέρα σου θα ήταν ιερείς μου για πάντα. Τώρα όμως, εγώ ο Κύριος λέω: Μακριά από μένα κάτι τέτοιο! Εγώ θα τιμήσω αυτούς που με τιμούν· κι αυτοί που με καταφρονούν θα ντροπιαστούν.

31 Κοίτα, έρχεται ο καιρός που θα συντρίψω όλους τους νέους στην οικογένειά σου και στη συγγένειά σου, έτσι που κανείς τους δε θα προλάβει να γεράσει.

32 Θα βλέπεις έναν αντίπαλο να υπηρετεί στο θυσιαστήριο, και θα φθονείς κάθε ευτυχία που θα δίνω στους Ισραηλίτες. Αλλά στην οικογένειά σου ποτέ πια δε θα υπάρξουν μακροήμεροι.

33 Θ’ αφήσω έναν από τους απογόνους σου ζωντανό να υπηρετεί στο θυσιαστήριό μου, μόνο και μόνο για να μαραζώνει από τη ζήλεια και την απογοήτευση.Όλοι οι άλλοι απόγονοι της οικογένειάς σου θα πεθαίνουν πάνω στο άνθος της ηλικίας τους.

34 Σημάδι για όλα αυτά που σου προλέγω, θα είναι αυτό που θα συμβεί στους δυο σου γιους, στο Χοφνί και στο Φινεές: Θα πεθάνουν κι οι δυο μαζί την ίδια μέρα.

35 Και θ’ αναδείξω έναν ιερέα που θα μου είναι πιστός, και θα πράττει ό,τι εγώ σκέφτομαι και θέλω· θα του δώσω απογόνους που θα με υπηρετούν παντοτινά, πλάι στο βασιλιά που θα έχω εκλέξει.

36 Και όποιος απομείνει από τους απογόνους σου, θα έρχεται να τον προσκυνάει για λίγα χρήματα ή για ένα κομμάτι ψωμί, και θα του λέει: Βάλε με σε μια από τις ιερατικές υπηρεσίες για να τρώω ένα πιάτο φαΐ”».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/2-d03d33ce8b4cc5e1c91b6a566ae43e51.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 3

Ο Κύριος καλεί το Σαμουήλ

1 Ο νεαρός Σαμουήλ υπηρετούσε τον Κύριο, με την επίβλεψη του Ηλεί. Την εποχή εκείνη σπάνια ο Κύριος μιλούσε ή εμφανιζόταν απ’ ευθείας σε άνθρωπο.

2 Μια νύχτα, ο Ηλεί κοιμόταν στο δωμάτιό του. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει και δεν έβλεπε.

3 Ο Σαμουήλ κοιμόταν κι αυτός μέσα στον οίκο του Κυρίου, όπου βρισκόταν η κιβωτός του Θεού. Η λυχνία του Θεού δεν είχε ακόμα σβήσει,

4 κι ο Κύριος φώναξε το Σαμουήλ.

Εκείνος απάντησε: «Εδώ είμαι!»

5 κι έτρεξε στον Ηλεί. «Με φώναξες; Εδώ είμαι», του είπε. Αλλά ο Ηλεί του απάντησε: «Δε σε φώναξα. Πήγαινε να κοιμηθείς». Έτσι ο Σαμουήλ πήγε και κοιμήθηκε.

6 Αλλά ο Κύριος φώναξε πάλι το Σαμουήλ. Αυτός ξανασηκώθηκε και πήγε στον Ηλεί. «Με φώναξες; Εδώ είμαι», του λέει. Ο Ηλεί του απάντησε: «Παιδί μου, δε σε φώναξα. Πήγαινε να κοιμηθείς».

7 Ο Σαμουήλ δεν είχε ακόμα γνωρίσει ο ίδιος τον Κύριο ούτε είχε ακούσει προσωπικά τη φωνή του.

8 Ο Κύριος φώναξε πάλι το Σαμουήλ για τρίτη φορά. Κι ο Σαμουήλ σηκώθηκε, πήγε στον Ηλεί και του είπε: «Με φώναξες; Εδώ είμαι». Τότε κατάλαβε ο Ηλεί ότι ήταν ο Κύριος που μιλούσε στο παιδί.

9 Και είπε στο Σαμουήλ: «Πήγαινε, κοιμήσου. Και αν κανείς σε φωνάξει, να του απαντήσεις: “μίλα, Κύριε· ο δούλος σου ακούει”».

Ο Σαμουήλ έφυγε και πήγε να κοιμηθεί στη γωνιά του.

10 Ο Κύριος ήρθε και παρουσιάστηκε εκεί και φώναξε, όπως τις προηγούμενες φορές: «Σαμουήλ, Σαμουήλ!» Κι ο Σαμουήλ απάντησε: «Μίλα, ο δούλος σου ακούει».

11 Ο Κύριος τότε του είπε: «Κοίτα· εγώ θα κάνω στο λαό του Ισραήλ κάτι, που όποιος το ακούει θα του έρχεται ζάλη.

12 Την ημέρα εκείνη θα πραγματοποιήσω σχετικά με τον Ηλεί όλα όσα έχω πει για την οικογένειά του, χωρίς να παραλείψω τίποτε.

13 Του έχω αναγγείλει ότι θα τιμωρήσω την οικογένειά του μια για πάντα, γιατί οι γιοι του περιφρόνησαν εμένα το Θεό· κι ενώ αυτός ήξερε την αμαρτία τους, δεν τους τιμώρησε.

14 Γι’ αυτό δήλωσα με όρκο στην οικογένεια του Ηλεί ότι η αμαρτία τους δε θα συγχωρηθεί ποτέ, ούτε με θυσίες ούτε με προσφορές».

15 Ο Σαμουήλ κοιμήθηκε ως το πρωί· έπειτα σηκώθηκε κι άνοιξε τις πόρτες του οίκου του Κυρίου. Φοβόταν όμως να φανερώσει στον Ηλεί το όραμά του.

16 Ο Ηλεί τον φώναξε και του είπε: «Σαμουήλ, γιε μου». Κι εκείνος απάντησε: «Ορίστε».

17 «Τι σου είπε ο Κύριος;» τον ρώτησε. «Μη μου κρύψεις τίποτα. Ο Θεός να σε τιμωρήσει αυστηρά, αν μου κρύψεις κάτι απ’ αυτά που σου είπε».

18 Έτσι ο Σαμουήλ του ανέφερε όλα όσα άκουσε, χωρίς να του κρύψει τίποτα. Τότε ο Ηλεί είπε: «Ο Κύριος ήταν! Ας κάνει ό,τι αυτός κρίνει καλό».

19 Ο Σαμουήλ μεγάλωνε κι ο Κύριος ήταν μαζί του. Κανένας από τους λόγους του Κυρίου δεν έμενε απραγματοποίητος.

20 Έτσι οι Ισραηλίτες, από Δαν έως Βέερ-Σεβά,ήξεραν όλοι πως ο Σαμουήλ είχε οριστεί προφήτης του Κυρίου.

21 Ο Κύριος εξακολούθησε να φανερώνεται στη Σιλώ. Εκεί εμφανιζόταν στο Σαμουήλ και του αποκάλυπτε το λόγο του,

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/3-e826b8bc9170e2465920ed97db4dbbc3.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 4

1 κι ο Σαμουήλ μεταβίβαζε αυτόν το λόγο σε όλο το λαό του Ισραήλ.

Οι Φιλισταίοι αιχμαλωτίζουν την κιβωτό

Μια μέρα, οι Ισραηλίτες βγήκαν να πολεμήσουν τους Φιλισταίους και στρατοπέδευσαν κοντά στην Έβεν-Έζερ, ενώ εκείνοι στρατοπέδευσαν κοντά στην Αφέκ.

2 Οι Φιλισταίοι παρατάχθηκαν για να αντιμετωπίσουν τους Ισραηλίτες. Όταν ξέσπασε η μάχη, οι Φιλισταίοι νίκησαν τους Ισραηλίτες, και σκότωσαν στο πεδίο της μάχης περίπου τέσσερις χιλιάδες άντρες.

3 Όταν γύρισαν οι στρατιώτες στο στρατόπεδο, είπαν οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ: «Γιατί ο Κύριος, άφησε να νικηθούμε σήμερα από τους Φιλισταίους; Ας πάρουμε από τη Σιλώ την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου. Αν είναι αυτήανάμεσά μας, θα μας σώσει από τους εχθρούς μας».

4 Έτσι έστειλαν ανθρώπους στη Σιλώ και πήραν από ’κει την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου των ισραηλιτικών δυνάμεων, ο οποίος έχει το θρόνο του πάνω από τα χερουβίμ.Οι δυο γιοι του Ηλεί, ο Χοφνί κι ο Φινεές ήταν εκεί μαζί με την κιβωτό.

5 Όταν έφτασε η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου στο στρατόπεδο, όλοι οι Ισραηλίτες αλάλαξαν τόσο, ώστε σείστηκε η γη.

6 Οι Φιλισταίοι άκουσαν τη βοή του αλαλαγμού και είπαν: «Τι σημαίνει αυτή η βοή στο στρατόπεδο των Εβραίων;» Κι έμαθαν ότι η κιβωτός του Κυρίου είχε φτάσει εκεί.

7 Τότε οι Φιλισταίοι φοβήθηκαν, γιατί σκέφτηκαν ότι ο Θεός είχε έρθει στο στρατόπεδο. Και είπαν: «Αλίμονό μας! Τέτοιο πράγμα δεν έχει ξαναγίνει ως τώρα.

8 Αλίμονό μας! Ποιος θα μας σώσει από τα χέρια του δυνατού αυτού Θεού; Αυτός είναι που χτύπησε τους Αιγυπτίους στην έρημο με όλα εκείνα τα πλήγματα.

9 Πάρτε δύναμη και φανείτε άντρες, Φιλισταίοι, για να μη γίνετε δούλοι στους Εβραίους, όπως είχαν γίνει αυτοί δούλοι σ’ εσάς. Σταθείτε σαν άντρες και πολεμήστε».

10 Οι Φιλισταίοι, λοιπόν, ρίχτηκαν στη μάχη κι οι Ισραηλίτες νικήθηκαν κι έφυγαν καθένας για το σπίτι του. Έγινε πάρα πολύ μεγάλη σφαγή, κι έπεσαν από τους Ισραηλίτες τριάντα χιλιάδες πεζοί.

11 Οι Φιλισταίοι άρπαξαν την κιβωτό του Θεού και οι δυο γιοι του Ηλεί, Χοφνί και Φινεές, σκοτώθηκαν.

Ο θάνατος του Ηλεί

12 Τότε ένας Βενιαμινίτης έτρεξε από τη γραμμή της μάχης και έφτασε την ίδια μέρα στη Σιλώ με σχισμένα τα ρούχα του και χώμα στο κεφάλι του.

13 Ο Ηλεί καθόταν στο κάθισμά του κοντά στην πόρτα, κοιτάζοντας προσεκτικά προς το δρόμο, γιατί έτρεμε για την κιβωτό του Θεού. Όταν ο άνθρωπος έφτασε στην πόλη και ανάγγειλε τι έγινε, τότε όλη η πόλη ξέσπασε σε κραυγές.

14 Ο Ηλεί άκουσε τη βοή απ’ τις κραυγές και ρώτησε: «Τι σημαίνει αυτή η οχλοβοή;» Ο αγγελιοφόρος έτρεξε και του ανάγγειλε τι είχε συμβεί.

15 Ο Ηλεί τότε ήταν ενενήντα οχτώ χρονών· τα μάτια του είχαν αδυνατίσει και δεν μπορούσε να δει.

16 Ο άνθρωπος είπε στον Ηλεί: «Έρχομαι από την γραμμή της μάχης· σήμερα έφυγα από ’κει». Και ο Ηλεί ρώτησε: «Τι έγινε, γιε μου;»

17 Αυτός απάντησε: «Οι Ισραηλίτες κατατροπώθηκαν κι έγινε μεγάλη σφαγή στο στρατό· κι ακόμα οι δυο γιοι σου, ο Χοφνί και ο Φινεές, σκοτώθηκαν· και η κιβωτός του Θεού έπεσε στα χέρια των Φιλισταίων».

18 Μόλις ο αγγελιοφόρος ανέφερε για την κιβωτό του Θεού, ο Ηλεί έπεσε από το κάθισμα προς τα πίσω πλάι στην πόρτα, κι έσπασε ο τράχηλός του και πέθανε, γιατί ήταν πολύ γέρος και βαρύς. Είχε κυβερνήσει τον Ισραήλ σαράντα χρόνια.

Ο θάνατος της χήρας του Φινεές

19 Η νύφη του Ηλεί, η γυναίκα του Φινεές, ήταν έγκυος και πλησίαζε να γεννήσει. Μόλις άκουσε την είδηση ότι άρπαξαν την κιβωτό του Θεού κι ότι ο πεθερός της και ο άντρας της πέθαναν, γονάτισε και γέννησε, γιατί την έπιασαν οι πόνοι.

20 Ενώ αυτή πέθαινε, της είπαν οι γυναίκες που την παραστέκονταν: «Μη φοβάσαι, γέννησες γιο». Αλλ’ αυτή δεν απάντησε ούτε έδωσε σημασία.

21-22 Σκέφτηκε μόνο πως είχαν αρπάξει την κιβωτό του Θεού κι ότι ο πεθερός της και ο άντρας της πέθαναν και είπε: «Έφυγε η δόξα από τον Ισραήλ! Χάθηκε η κιβωτός του Θεού!» Κι ονόμασε το παιδί της Ιχαβώδ (Έφυγε η Δόξα).

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/4-728425ba418c5db1954ff1e5fa6ce4ab.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 5

Η κιβωτός στη χώρα των Φιλισταίων

1 Οι Φιλισταίοι πήραν την κιβωτό του Θεού και την έφεραν από την Έβεν-Έζερ στην Ασδώδ,

2 στο ναό του θεού τους Δαγών και την τοποθέτησαν πλάι στο άγαλμα του Δαγών.

3 Την άλλη μέρα το πρωί, όταν σηκώθηκαν οι κάτοικοι της Ασδώδ, είδαν το Δαγών να είναι πεσμένος με το πρόσωπο καταγής, μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου. Τον πήραν, λοιπόν, και τον έστησαν πάλι στη θέση του.

4 Την άλλη μέρα το πρωί, όταν σηκώθηκαν, πάλι ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπο καταγής, μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου. Το κεφάλι του ήταν κομμένο, το ίδιο και οι δυό παλάμες των χεριών του, και βρίσκονταν στο κατώφλι. Μόνο το σώμα του είχε μείνει σώο.

5 Γι’ αυτό οι ιερείς του Δαγών και όλοι όσοι μπαίνουν στο ναό του στην Ασδώδ, δεν πατούν το κατώφλι του ναού.

6 Ο Κύριος όμως έκανε τους κατοίκους της Ασδώδ να νιώσουν βαριά τη δύναμή του πάνω τους. Χτύπησε τους ίδιους και τους κατοίκους των γύρω περιοχών με πρηξίματα.

7 Όταν οι κάτοικοι της Ασδώδ είδαν αυτό που τους συνέβη, είπαν: «Ο Θεός του Ισραήλ τιμώρησε βαριά κι εμάς και το Δαγών, το θεό μας. Δεν πρέπει να μείνει άλλο μαζί μας η κιβωτός του».

8 Έτσι έστειλαν και συγκέντρωσαν όλους τους ηγεμόνες των Φιλισταίων και τους είπαν: «Τι θα κάνουμε με την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ;»

Αυτοί απάντησαν: «Ας μεταφερθεί στη Γαθ». Και μετέφεραν εκεί την κιβωτό.

9 Αλλά όταν τη μετέφεραν εκεί, ο Κύριος έκανε τους κατοίκους της πόλης να νιώσουν βαριά τη δύναμή του πάνω τους. Τους χτύπησε όλους με πρηξίματα, μικρούς και μεγάλους, και πανικοβλήθηκαν τρομερά.

10 Γι’ αυτό έστειλαν την κιβωτό του Θεού στην Εκρών.

Όταν η κιβωτός έφτασε στην Εκρών, οι κάτοικοί άρχισαν να φωνάζουν και να λένε: «Έφεραν σ’ εμάς την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ, για να μας θανατώσει όλους».

11 Έτσι έστειλαν και συγκέντρωσαν όλους τους ηγεμόνες των Φιλισταίων και είπαν: «Διώξτε την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ να γυρίσει στον τόπο της, για να μη μας θανατώσει όλους μας». Πραγματικά, η κιβωτός είχε προκαλέσει πανικό θανάτου σ’ ολόκληρη την πόλη, γιατί ο Θεός είχε κάνει να νιώσουν όλοι βαριά τη δύναμή του πάνω τους.

12 Όσοι από τους κατοίκους δεν πέθαναν, χτυπήθηκαν με πρηξίματα και οι κραυγές τους για βοήθεια έφτασαν ως τον ουρανό.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/5-53faae4f64508de3a41c0273b3e8080a.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 6

Οι Φιλισταίοι επιστρέφουν την κιβωτό

1 Η κιβωτός του Κυρίου έμεινε στην περιοχή των Φιλισταίων εφτά μήνες.

2 Οι Φιλισταίοι κάλεσαν τους ιερείς και τους μάγους τους και τους ρώτησαν: «Τι να κάνουμε με την κιβωτό του Κυρίου; Πέστε μας πώς να την στείλουμε πίσω στον τόπο της».

3 Εκείνοι απάντησαν: «Αν στείλετε πίσω την κιβωτό του Θεού του Ισραήλ, να μην τη στείλετε άδεια, αλλά να του την επιστρέψετε μαζί με μια προσφορά επανόρθωσης. Τότε θα θεραπευτείτε και θα καταλάβετε γιατί σας τιμωρούσε».

4 Αυτοί ρώτησαν: «Ποια πρέπει να είναι η προσφορά που θα δώσουμε σ’ αυτόν για επανόρθωση;» Οι ιερείς και οι μάγοι απάντησαν: «Θα προσφέρετε πέντε χρυσά ομοιώματα πρηξιμάτων, όσοι δηλαδή είναι και οι ηγεμόνες των Φιλισταίων, και πέντε χρυσά ομοιώματα ποντικών, αφού η ίδια πληγή έπεσε σ’ όλους σας: στους ηγεμόνες σας και σ’ εσάς.

5 Κατασκευάστε, λοιπόν, προς τιμήν του Θεού του Ισραήλ ομοιώματα των πρηξιμάτων σας και των ποντικών, που καταστρέφουν τη χώρα σας. Ίσως ο Θεός περιορίσει την τιμωρία του σ’ εσάς, στους θεούς σας και στη χώρα σας.

6 Μην πεισμώσετε όπως πείσμωσαν οι Αιγύπτιοι κι ο Φαραώ. Θυμηθείτε πώς τους τιμώρησε ο Κύριος, ώσπου ν’ αφήσουν τους Ισραηλίτες να φύγουν.

7 Φτιάξτε αμέσως μια καινούρια άμαξα· πάρτε και δύο αγελάδες που θηλάζουν τα μικρά τους και που δεν έχουν ακόμα μπει σε ζυγό, και ζέψτε τις στην άμαξα. Τα μοσχάρια τους πάρτε τα στους στάβλους.

8 Βάλτε την κιβωτό του Κυρίου πάνω στην άμαξα και δίπλα στην κιβωτό τοποθετήστε μέσα σ’ ένα κιβώτιο τα χρυσά αντικείμενα που θα δώσετε στον Κύριο για προσφορά επανόρθωσης. Μετά αφήστε την άμαξα να φύγει,

9 κι ακολουθήστε την με το βλέμμα: Αν ανεβαίνει από το δρόμο της χώρας των Ισραηλιτών προς τη Βαιθ-Σεμές, τότε ο Κύριος είναι που μας έκανε το μεγάλο αυτό κακό. Αν όχι, τότε θα καταλάβουμε ότι δε μας χτύπησε αυτός, αλλά ό,τι μας συνέβη ήταν εντελώς τυχαίο».

10 Οι Φιλισταίοι ακολούθησαν αυτές τις συμβουλές. Πήραν δύο αγελάδες που θήλαζαν, τις έζεψαν στην άμαξα και κράτησαν τα μοσχάρια τους στους στάβλους.

11 Μετά τοποθέτησαν στην άμαξα την κιβωτό του Κυρίου, το κιβώτιο με τα χρυσά ομοιώματα των ποντικών και των πρηξιμάτων τους.

12 Οι αγελάδες πήραν ίσια το δρόμο της Βαιθ-Σεμές· ακολουθούσαν πάντα τον ίδιο δρόμο μουκανίζοντας, χωρίς να ξεφύγουν δεξιά ή αριστερά, ενώ οι ηγεμόνες των Φιλισταίων βάδιζαν πίσω τους, μέχρι τα σύνορα της Βαιθ-Σεμές.

13 Οι κάτοικοι της Βαιθ-Σεμές θέριζαν τα στάρια στην πεδιάδα. Όταν αντίκρυσαν την κιβωτό, χάρηκαν πολύ που την είδαν.

14-15 Η άμαξα μπήκε στο χωράφι του Ιησού, του Βαιθσεμίτη, και σταμάτησε εκεί, κοντά σ’ ένα μεγάλο βράχο. Οι Λευίτες της πόλης κατέβασαν την κιβωτό του Κυρίου και το κιβώτιο με τα χρυσά αντικείμενα και τα τοποθέτησαν πάνω στο βράχο. Μετά έσχισαν τα ξύλα της άμαξας και πρόσφεραν τις αγελάδες ολοκαύτωμα στον Κύριο. Οι κάτοικοι της Βαιθ-Σεμές πρόσφεραν κι αυτοί ολοκαυτώματα και άλλες θυσίες στον Κύριο.

16 Οι πέντε ηγεμόνες των Φιλισταίων τα είδαν αυτά και γύρισαν στην Εκρών την ίδια μέρα.

17 Τα χρυσά ομοιώματα των πρηξιμάτων που πρόσφεραν οι Φιλισταίοι ως επανόρθωση στον Κύριο αντιστοιχούσαν στις πόλεις: Ασδώδ, Γάζα, Ασκάλων, Γαδ και Εκρών.

18 Τα χρυσά ποντίκια αντιστοιχούσαν σε όλες τις άλλες πόλεις, από την πιο οχυρωμένη ως τα ανοχύρωτα χωριά, πού ανήκαν στις πέντε ηγεμονίες των Φιλισταίων. Μνημείο αυτού του γεγονότος είναι το μεγάλο λιθάρι που πάνω του τοποθέτησαν την κιβωτό του Κυρίου και το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα στο χωράφι του Ιησού του Βαιθσεμίτη.

19 Από τους κατοίκους όμως της Βαιθ-Σεμές ο Κύριος θανάτωσε πέντε χιλιάδες εβδομήντα άντρες, γιατί κοίταξαν την κιβωτό του Κυρίου. Και πένθησε ο λαός για τη μεγάλη συμφορά που τους έφερε ο Κύριος.

20 Και έλεγαν: «Ποιος μπορεί να σταθεί μπροστά στον Κύριο, στον άγιο αυτόν Θεό; Η κιβωτός του πρέπει να φύγει από μας, αλλά πού πρέπει να τη στείλουμε;»

21 Έστειλαν, λοιπόν, αγγελιοφόρους στους κατοίκους της Κιριάθ-Ιαρίμ και τους είπαν: «Οι Φιλισταίοι έφεραν πίσω την κιβωτό του Κυρίου. Ελάτε και πάρτε την στην πόλη σας».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/6-bb3c55aaac922dd23a3d8e9c669561f1.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 7

1 Έτσι ήρθαν οι άντρες της Κιριάθ-Ιαρίμ, σήκωσαν την κιβωτό του Κυρίου και την έφεραν στο σπίτι του Αβιναδάβ, το οποίο βρισκόταν πάνω σ’ ένα λόφο. Μετά καθιέρωσαν το γιο του τον Ελεάζαρ να φυλάει την κιβωτό.

2 Από την ημέρα που τοποθετήθηκε η κιβωτός στην Κιριάθ-Ιαρίμ πέρασε πολύς καιρός, είκοσι χρόνια. Κι όλοι οι Ισραηλίτες ζητούσαν απελπισμένα τον Κύριο.

Ο Σαμουήλ αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση του λαού Ισραήλ

3 Τότε ο Σαμουήλ είπε στους Ισραηλίτες: «Αν έχετε σκοπό να στραφείτε μ’ όλη σας την καρδιά στον Κύριο, πρέπει να πετάξετε μακριά σας τους ξένους θεούς και τις Αστάρτες, και να λατρέψετε μονάχα αυτόν. Τότε αυτός θα σας απελευθερώσει από την καταπίεση των Φιλισταίων».

4 Έτσι οι Ισραηλίτες πέταξαν τα είδωλα των Βάαλ και της Αστάρτης, και λάτρευαν μόνο τον Κύριο.

5 Μετά ο Σαμουήλ διέταξε: «Συγκεντρώστε όλους τους Ισραηλίτες στη Μισπά, κι εγώ θα προσευχηθώ εκεί για σας στον Κύριο».

6 Όταν συγκεντρώθηκαν στη Μισπά, έβγαλαν νερό και το έχυσαν στο έδαφος ενώπιον του Κυρίου· επίσης εκείνη την ημέρα νήστεψαν εκεί και έλεγαν: «Αμαρτήσαμε στον Κύριο!» Και ήταν εκεί, στη Μισπά, που ο Σαμουήλ έκρινε τις διαφορές των Ισραηλιτών και τους έδωσε τις οδηγίες του.

7 Όταν έμαθαν οι Φιλισταίοι ότι οι Ισραηλίτες ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στη Μισπά, οι ηγεμόνες τους αποφάσισαν να πάνε να τους χτυπήσουν. Οι Ισραηλίτες, όταν τ’ άκουσαν αυτό, φοβήθηκαν τους Φιλισταίους,

8 και είπαν στο Σαμουήλ: «Μη σταματήσεις να παρακαλείς για μας τον Κύριο, το Θεό μας, για να μας σώσει από τους Φιλισταίους».

9 Ο Σαμουήλ πήρε ένα τρυφερό αρνί και το πρόσφερε ολοκαύτωμα στον Κύριο και τον παρακάλεσε για τους Ισραηλίτες· κι ο Κύριος τον άκουσε.

10 Ενώ ο Σαμουήλ πρόσφερε το ολοκαύτωμα, πλησίασαν οι Φιλισταίοι για να πολεμήσουν τους Ισραηλίτες. Αλλά εκείνη τη στιγμή βρόντησε ο Κύριος με δυνατό θόρυβο πάνω στους Φιλισταίους και τους προκάλεσε σύγχυση και νικήθηκαν από τους Ισραηλίτες:

11 Βγήκαν αυτοί από τη Μισπά και καταδίωξαν τους Φιλισταίους ως πιο κάτω από τη Βαιθ-Καρ και τους νίκησαν.

12 Τότε ο Σαμουήλ πήρε ένα λιθάρι και το έστησε ανάμεσα στη Μισπά και στη Σεν. «Ως εδώ μας βοήθησε ο Κύριος», είπε, κι ονόμασε το λιθάρι Έβεν-Έζερ (Λίθος Βοηθού).

13 Έτσι ταπεινώθηκαν οι Φιλισταίοι και δεν προχώρησαν πια να φτάσουν στα σύνορα των Ισραηλιτών. Ο Κύριος έκανε αισθητή τη δύναμή του πάνω στους Φιλισταίους σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του Σαμουήλ.

14 Οι πόλεις που είχαν πάρει οι Φιλισταίοι από τους Ισραηλίτες στην περιοχή από την Εκρών ως τη Γαδ, τούς τις έδωσαν πίσω· έτσι οι Ισραηλίτες απελευθέρωσαν την περιοχή τους από την καταπίεση των Φιλισταίων. Ειρήνη υπήρχε επίσης ανάμεσα στους Ισραηλίτες και στους Αμοραίους.

15 Ο Σαμουήλ κυβέρνησε τον Ισραήλ σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

16 Κάθε χρόνο πήγαινε και περιόδευε στη Βαιθήλ, στα Γάλγαλα και στη Μισπά κι απέδιδε δικαιοσύνη στους Ισραηλίτες σ’ όλα αυτά τα μέρη.

17 Μετά όμως γύριζε πίσω στη Ραμά, όπου ήταν το σπίτι του και κυβερνούσε από ’κει τον Ισραήλ. Εκεί έχτισε και θυσιαστήριο στον Κύριο.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/7-4fac1946855e482a01d504a020e4244f.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 8

Οι Ισραηλίτες ζητούν βασιλιά

1 Όταν γέρασε ο Σαμουήλ, τοποθέτησε τους γιους του Κριτές στον Ισραήλ.

2 Ο πρωτότοκος γιος του ονομαζόταν Ιωήλ και ο δευτερότοκος, Αβιά. Αυτοί ήταν Κριτές στη Βέερ-Σεβά.

3 Αλλά οι γιοι του Σαμουήλ δεν ακολούθησαν το δικό του δρόμο. Παραδόθηκαν στο άνομο κέρδος, εξαγοράζονταν με δώρα και διέστρεφαν το δίκαιο.

4 Τότε συγκεντρώθηκαν όλοι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και ήρθαν στο Σαμουήλ, στη Ραμά.

5 «Τώρα, εσύ γέρασες», του είπαν, «και οι γιοι σου δεν ακολουθούν το δρόμο σου. Γι’ αυτό, όρισε έναν βασιλιά να μας κυβερνάει, όπως γίνεται σ’ όλα τα άλλα έθνη».

6 Αυτό δεν άρεσε στο Σαμουήλ, που του είπαν: «Δώσε μας έναν βασιλιά για να μας κυβερνάει», και προσευχήθηκε στον Κύριο.

7 Ο Κύριος του απάντησε: «Άκουσε το λαό και δέξου όλα όσα σου ζητούν· δεν περιφρόνησαν εσένα, αλλά εμένα, κι αρνήθηκαν να είμαι πια βασιλιάς τους.

8 Από την ημέρα που τους έβγαλα από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα με εγκαταλείπουν και λατρεύουν άλλους θεούς. Όπως συμπεριφέρθηκαν σ’ εμένα, τα ίδια κάνουν και σ’ εσένα.

9 Τώρα, λοιπόν, κάνε ό,τι σου ζητάνε, αλλά ξεκαθάρισέ τους με σαφήνεια ποια θα είναι τα δικαιώματα του βασιλιά που θα τους κυβερνάει».

10 Ο Σαμουήλ ανακοίνωσε όλα τα λόγια του Κυρίου στο λαό, που του ζητούσε βασιλιά:

11 «Να ποια θα είναι τα δικαιώματα του βασιλιά, που θα σας κυβερνάει:» τους είπε. «Θα παίρνει τους γιους σας και θα τους χρησιμοποιεί για τον εαυτό του στις άμαξές του και στ’ άλογά του, και για να τρέχουν μπροστά από τη δική του άμαξα.

12 Θα διορίζει για τον εαυτό του χιλίαρχους και πεντηκόνταρχους, θα παίρνει άλλους για να οργώνουν τα χωράφια του, να θερίζουν τα σπαρτά του ή για να του κατασκευάζουν τα πολεμικά του όπλα και τα εξαρτήματα των αμαξών του.

13 Θα παίρνει τις κόρες σας για να του φτιάχνουν αρώματα, να του μαγειρεύουν και να του ζυμώνουν.

14 Θα πάρει τα καλύτερα χωράφια σας και τα αμπέλια σας και τους ελαιώνες σας και θα τα δώσει στους αξιωματούχους του.

15 Κι από τα σπαρτά σας κι από τα αμπέλια σας θα παίρνει το δέκατο και θα το δίνει στους ευνούχους και στους αξιωματούχους του.

16 Τους υπηρέτες σας και τις υπηρέτριές σας, και τα καλύτερα βόδια και τα γαϊδούρια σας θα τα παίρνει να δουλεύουν γι’ αυτόν.

17 Από τα πρόβατά σας θα παίρνει το δέκατο κι εσείς θα είστε δούλοι του.

18 Θ’ αρχίσετε τότε να παραπονιέστε στον Κύριο για το βασιλιά σας, που εσείς τον εκλέξατε να σας κυβερνάει, αλλά ο Κύριος δε θα σας απαντάει».

19 Ο λαός αρνήθηκε ν’ ακούσει αυτά που του έλεγε ο Σαμουήλ και έλεγαν: «Όχι! εμείς θέλουμε βασιλιά,

20 για να είμαστε κι εμείς σαν τα άλλα έθνη. Θέλουμε βασιλιάς να μας κυβερνάει, να είναι αρχηγός μας και να διεξάγει τους πολέμους μας».

21 Ο Σαμουήλ άκουσε αυτά που του είπε ο λαός και τα ανέφερε στον Κύριο.

22 Ο Κύριος του απάντησε: «Κάνε ό,τι σου ζητούν και δώσ’ τους έναν βασιλιά».

Τότε κι ο Σαμουήλ είπε στους Ισραηλίτες να γυρίσουν καθένας στην πόλη του».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/8-d70f739e52f6390bef193996fa56681a.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 9

Ο Σαούλ συναντάει το Σαμουήλ

1 Εκείνο τον καιρό υπήρχε ένας ισχυρός και πλούσιος άνθρωπος από τη φυλή Βενιαμίν που ονομαζόταν Κις, γιος του Αβιήλ. Ο Αβιήλ ήταν γιος του Σερώρ, εγγονός του Βεχωράθ και δισέγγονος του Αφίαχ, του Βενιαμινίτη.

2 Ο Κις είχε έναν γιο που ονομαζόταν Σαούλ και ήταν νέος και ωραίος. Δεν υπήρχε ωραιότερος άνθρωπος απ’ αυτόν ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από κάθε άλλον μέσα σ’ όλο το λαό.

3 Μια μέρα χάθηκαν τα θηλυκά γαϊδούρια του Κις, πατέρα του Σαούλ. Τότε ο Κις είπε στο γιο του: «Πάρε μαζί σου έναν από τους υπηρέτες και πήγαινε να ψάξεις για τα γαϊδούρια».

4 Ο Σαούλ και ο υπηρέτης του πέρασαν από την ορεινή περιοχή της φυλής Εφραΐμ κι από την περιοχή Σαλισά, αλλά δεν τα βρήκαν. Πέρασαν από την περιοχή Σααλίμ, αλλά δεν ήταν ούτ’ εκεί. Πέρασαν κι από την περιοχή της φυλής Βενιαμίν και δε βρήκαν τίποτε.

5 Όταν έφτασαν στη χώρα Σουφ, ο Σαούλ είπε στον υπηρέτη που τον συνόδευε: «Πάμε να γυρίσουμε πίσω, γιατί ο πατέρας μου θα πάψει να νοιάζεται για τα γαϊδούρια και θ’ αρχίσει ν’ ανησυχεί για μας».

6 Εκείνος απάντησε: «Στην πόλη αυτή κατοικεί ένας άνθρωπος του Θεού. Τον εκτιμούν όλοι και καθετί που λέει βγαίνει σίγουρα αληθινό. Έλα να πάμε σ’ αυτόν· ίσως μας φανερώσει ποιο δρόμο πρέπει ν’ ακολουθήσουμε για την έρευνά μας».

7 Ο Σαούλ είπε: «Αν πάμε, τι θα προσφέρουμε σ’ αυτόν τον άνθρωπο; Το ψωμί στα ταγάρια μας τέλειωσε· δεν έχουμε κάποιο δώρο να δώσουμε στον άνθρωπο αυτό του Θεού· τι άλλο έχουμε;»

8 Ο δούλος αποκρίθηκε: «Εδώ έχω ένα τέταρτο του ασημένιου σίκλου· θα το δώσω στον άνθρωπο του Θεού και θα μας φανερώσει το δρόμο μας».

9 Τον παλιό καιρό, όταν ένας Ισραηλίτης ήθελε να πάει να ρωτήσει για κάτι το Θεό έλεγε: «Πάμε στον Βλέποντα». Γιατί αυτός που σήμερα ονομάζεται προφήτης παλιά ονομαζόταν «Βλέπων».

10 Τότε ο Σαούλ απάντησε στον υπηρέτη του: «Καλά τα λες· έλα να πάμε». Και πήγαν στην πόλη, όπου ήταν ο άνθρωπος του Θεού.

11 Ενώ αυτοί ανέβαιναν την ανηφόρα για την πόλη, συνάντησαν μερικά κορίτσια, που κατέβαιναν για να βγάλουν νερό. «Είναι εδώ ο Βλέπων;» τις ρώτησαν.

12 Εκείνες τους αποκρίθηκαν: «Ναι, μόλις ήρθε, λίγο πριν από σας. Ήρθε στην πόλη μας σήμερα γιατί ο λαός θα προσφέρει θυσία στον ιερό τόπο. Βιαστείτε

13 να τον συναντήσετε μόλις μπείτε στην πόλη, πριν ανεβεί στον ιερό τόπο για το γεύμα. Ο λαός δεν τρώει πριν έρθει αυτός να ευλογήσει τη θυσία. Μετά τρώνε οι καλεσμένοι. Ανεβείτε, λοιπόν, τώρα γιατί αυτή την ώρα θα τον συναντήσετε».

Ο Σαούλ συναντάται με το Σαμουήλ

14 Ανέβηκαν, λοιπόν, για την πόλη, και μόλις έμπαιναν σ’ αυτήν, ο Σαμουήλ έβγαινε μπροστά τους, για ν’ ανεβεί στον ιερό τόπο.

15 Την προηγούμενη μέρα ο Κύριος είχε φανερώσει στο Σαμουήλ τα εξής:

16 «Αύριο την ίδια ώρα, θα σου στείλω έναν άντρα από την περιοχή της φυλής Βενιαμίν, να τον χρίσεις ηγεμόνα του λαού μου, του Ισραήλ. Αυτός θα τους ελευθερώσει από τους Φιλισταίους. Είδα τη δυστυχία του λαού μου και η κραυγή τους για βοήθεια έφτασε σ’ εμένα».

17 Όταν ο Σαμουήλ είδε το Σαούλ, ο Κύριος του είπε: «Να ο άνθρωπος για τον οποίο σου μίλησα· αυτός θα βασιλέψει στο λαό μου».

18 Ο Σαούλ πλησίασε το Σαμουήλ στην πύλη της πόλης και του είπε: «Δείξε μου, σε παρακαλώ, πού είναι το σπίτι του Βλέποντος».

19 Ο Σαμουήλ του αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ο Βλέπων. Προχώρησε πριν από μένα ν’ ανεβούμε στον ιερό τόπο. Σήμερα θα φάτε μαζί μου και αύριο το πρωί θα σου απαντήσω για όλα όσα έχεις στο νου σου. Μετά θα σε αφήσω να φύγεις.

20 Για τα γαϊδούρια που είναι χαμένα εδώ και τρεις μέρες μη νοιάζεσαι, γιατί βρέθηκαν. Αλλά σε ποιον στρέφονται τώρα οι προσδοκίες των Ισραηλιτών; Σ’ εσένα στρέφονται και στην οικογένεια του πατέρα σου».

21 Ο Σαούλ αποκρίθηκε: «Μα πώς; Εγώ δεν είμαι παρά ένας Βενιαμινίτης, μέλος της πιο μικρής απ’ τις φυλές του Ισραήλ και η οικογένειά μου είναι η πιο μικρή απ’ όλες τις οικογένειες της φυλής Βενιαμίν. Πώς μου λες τέτοια πράγματα;»

22 Τότε ο Σαμουήλ πήρε το Σαούλ και τον υπηρέτη του, και τους οδήγησε στο δωμάτιο· τους έβαλε στην πρώτη θέση ανάμεσα στους καλεσμένους, που ήταν περίπου τριάντα άντρες.

23 Ο Σαμουήλ είπε στο μάγειρα: «Φέρε μου τη μερίδα, που σου έδωσα και σου είπα να τη φυλάξεις».

24 Ο μάγειρας πήρε το μπούτι και την παχιά ουρά και τα έβαλε μπροστά στο Σαούλ. Τότε ο Σαμουήλ είπε: «Αυτό που έβαλαν μπροστά σου έχει φυλαχθεί για σένα, για να το φας τώρα μαζί με τους καλεσμένους· τρώγε».

Έτσι ο Σαούλ έφαγε εκείνη τη μέρα μαζί με το Σαμουήλ.

25 Όταν κατέβηκαν από τον ιερό τόπο στην πόλη, έστρωσαν στο Σαούλνα κοιμηθεί στο δώμα του σπιτιού. Κοιμήθηκε και το πρωί σηκώθηκαν νωρίς.

Ο Σαμουήλ χρίει τον Σαούλ βασιλιά

26 Όταν πρόβαλε η αυγή, ο Σαμουήλ φώναξε το Σαούλ, που ήταν στο δώμα: «Σήκω και θα σε ξεπροβοδίσω», του είπε. Σηκώθηκε ο Σαούλ και βγήκαν έξω οι δυό τους, αυτός κι ο Σαμουήλ.

27 Ενώ έφταναν στην άκρη της πόλης, ο Σαμουήλ είπε στον Σαούλ: «Πες στον υπηρέτη να προχωρήσει πιο μπροστά». Ο υπηρέτης προχώρησε και ο Σαμουήλ συνέχισε: «Εσύ, όμως, περίμενε λίγο να σου πω το λόγο του Θεού».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/9-b452f5ca6e6790ff5a5c0dcafb85f554.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 10

1 Τότε πήρε ο Σαμουήλ το δοχείο με το λάδι και το έχυσε πάνω στο κεφάλι του Σαούλ, τον φίλησε και του είπε: «Ο Κύριος σε έχρισε άρχοντα στο λαό του που του ανήκει.

2 Σήμερα όταν θα φύγεις από ’δω, θα βρεις στη Σελσά, δυο ανθρώπους κοντά στον τάφο της Ραχήλ, στα σύνορα της φυλής Βενιαμίν, δυο ανθρώπους, οι οποίοι θα σου πουν ότι βρέθηκαν τα γαϊδούρια που έψαχνες, και τώρα ο πατέρας σου έπαψε να νοιάζεται γι’ αυτά κι ανησυχεί για σας. “Τι να κάνω”, λέει, “για να βρω το γιο μου;”

3 Εσύ θα προχωρήσεις πέρα από ’κει, ωσότου φτάσεις στη Βελανιδιά του Θαβώρ. Εκεί θα σε βρουν τρεις άντρες, που θ’ ανεβαίνουν στο ιερό της Βαιθήλ και θα ’χουν μαζί τους για να προσφέρουν ο ένας τρία κατσίκια, ο άλλος τρία καρβέλια ψωμί και ο άλλος ένα ασκί κρασί.

4 Θα σε χαιρετήσουν και θα σου δώσουν δύο καρβέλια ψωμί. Θα τα δεχτείς απ’ αυτούς

5 και θα έρθεις στο λόφο του Θεού, στη Γιβεά, όπου υπάρχει φρουρά των Φιλισταίων. Μόλις μπεις στην πόλη, θα συναντήσεις μια ομάδα προφητών, που θα κατεβαίνουν από τον ιερό τόπο, παίζοντας άρπα, τύμπανο, φλογέρα και κιθάρα, και θα προφητεύουν.

6 Τότε θα έρθει το Πνεύμα του Κυρίου πάνω σου και θα προφητεύεις κι εσύ μαζί τους και θα γίνεις άλλος άνθρωπος.

7 Κι όταν αυτά τα σημεία σού συμβούν, τότε μπορείς να δράσεις, γιατί ο Θεός θα είναι μαζί σου.

8 Θα κατεβείς στα Γάλγαλα πριν από μένα, κι εγώ θα έρθω να σε συναντήσω, για να προσφέρω ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας. Περίμενέ με εκεί εφτά μέρες, ώσπου να ’ρθώ και τότε θα σου πω τι πρέπει να κάνεις».

9 Μόλις ο Σαούλ γύρισε να φύγει από το Σαμουήλ, ο Θεός τον έκανε καινούριο άνθρωπο, και όλα εκείνα τα σημεία πραγματοποιήθηκαν την ίδια μέρα.

10 Όταν έφτασε με το δούλο του στη Γιβεά τους συνάντησε η ομάδα των προφητών· τότε κατέβηκε σ’ αυτόν το Πνεύμα του Θεού και προφήτευε κι αυτός μαζί τους.

11 Εκείνοι που τον γνώριζαν από πρωτύτερα, όταν τον είδαν να προφητεύει μαζί με τους προφήτες, έλεγαν μεταξύ τους: «Τι συνέβη στο γιο του Κις; Κι ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες;»

12 Ένας απ’ αυτούς είπε: «Και ποιος είναι ο πατέρας τους;»Από ’κει βγήκε και η παροιμία: «Κι ο Σαούλ ανάμεσα στους προφήτες;»

13 Όταν τέλειωσε ο Σαούλ να προφητεύει, ήρθε στον ιερό τόπο.

14 Ο θείος του Σαούλ τον ρώτησε: «Πού πήγατε με τον υπηρέτη σου;» Κι ο Σαούλ απάντησε: «Πήγαμε να βρούμε τα γαϊδούρια κι επειδή δεν τα βρήκαμε, πήγαμε στο Σαμουήλ».

15 Ο θείος του τον ρώτησε: «Πες μου, λοιπόν, τι σας είπε ο Σαμουήλ;»

16 Ο Σαούλ απάντησε: «Μας βεβαίωσε πως τα γαϊδούρια είχαν βρεθεί». Αλλά δε φανέρωσε τίποτε απ’ όσα του είπε ο Σαμουήλ σχετικά με τη βασιλεία.

Ο Σαούλ βασιλιάς του λαού Ισραήλ

17 Ο Σαμουήλ συγκέντρωσε το λαό ενώπιον του Κυρίου στη Μισπά,

18 και είπε στους Ισραηλίτες: «Να τι λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “εγώ σας έβγαλα από την Αίγυπτο και σας ελευθέρωσα από την εξουσία των Αιγυπτίων κι από όλους τους βασιλιάδες που σας καταπίεζαν.

19 Αλλά σήμερα εσείς περιφρονήσατε το Θεό σας, εκείνον που σας απάλλαξε απ’ όλα τα δεινά και τις θλίψεις σας, και μου ζητήσατε να σας δώσω βασιλιά. Τώρα λοιπόν, παραταχθείτε ενώπιον του Κυρίου κατά φυλές και κατά συγγένειες”».

20 Ο Σαμουήλ διέταξε να πλησιάσουν όλες οι φυλές των Ισραηλιτών, έριξαν κλήρο κι ο κλήρος έπεσε στη φυλή Βενιαμίν.

21 Μετά διέταξε να πλησιάσει η φυλή Βενιαμίν κατά οικογένειες κι ο κλήρος έπεσε στην οικογένεια του Ματρεί· έπειτα ο κλήρος έπεσε στο Σαούλ, γιο του Κις. Αλλά όταν τον αναζήτησαν, δεν τον βρήκαν πουθενά.

22 Τότε ρώτησαν πάλι τον Κύριο: «Ήρθε εδώ αυτός ο άνθρωπος;» Ο Κύριος αποκρίθηκε: «Είναι κρυμμένος ανάμεσα στις αποσκευές».

23 Έτρεξαν, λοιπόν, και τον έφεραν από ’κει και στάθηκε ανάμεσα στο λαό· ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος απ’ όλους.

24 Είπε τότε ο Σαμουήλ στο λαό: «Κοιτάξτε αυτόν που διάλεξε ο Κύριος. Πραγματικά δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν μέσα σ’ όλον το λαό».

25 Μετά ο Σαμουήλ τους ανακοίνωσε το βασιλικό δίκαιο και το έγραψε σε βιβλίο, το οποίο το τοποθέτησε μέσα στο αγιαστήριο. Έπειτα απέλυσε το λαό κι έφυγαν καθένας για το σπίτι του.

26 Έφυγε κι ο Σαούλ και πήγε στο σπίτι του στην Γιβεά, και τον συνόδεψαν μερικοί τίμιοι και γενναίοι άντρες, που ο Θεός είχε αγγίξει την καρδιά τους.

27 Υπήρχαν όμως και μερικοί τιποτένιοι που έλεγαν: «Πώς θα μας ελευθερώσει αυτός;» Και τον περιφρονούσαν και δεν του πρόσφεραν δώρα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/10-536173448fe8b79d443a05f63239cdba.mp3?version_id=173—