Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 14

Η συνωμοσία για τη θανάτωση του Ιησού

1 Ύστερα από δύο μέρες ήταν η γιορτή του Πάσχα και των Αζύμων. Οι αρχιερείς και οι γραμματείς αναζητούσαν τρόπο να συλλάβουν τον Ιησού με πονηριά και να τον θανατώσουν.

2 «Όχι όμως κατά τη γιορτή», έλεγαν, «για να μην ξεσηκωθεί ο λαός».

Η χρίση του Ιησού με μύρο

3 Ενώ βρισκόταν ο Ιησούς στη Βηθανία, στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, την ώρα που έτρωγε, ήρθε μια γυναίκα που κρατούσε ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο από γνήσια, πανάκριβη νάρδο· έσπασε το δοχείο κι έχυσε το μύρο στο κεφάλι του.

4 Μερικοί τότε από τους παρόντες αγανάκτησαν κι έλεγαν: «Προς τι αυτή η σπατάλη του μύρου;

5 Αυτό το μύρο θα μπορούσε να πουληθεί περισσότερο από τριακόσια δηνάρια και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς». Κι επιτιμούσαν τη γυναίκα αυστηρά.

6 Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Αφήστε την ήσυχη· γιατί της δημιουργείτε προβλήματα; Έκανε μια καλή πράξη για μένα.

7 Όσο για τους φτωχούς, αυτούς πάντα τους έχετε μαζί σας και μπορείτε να τους ευεργετήσετε όποτε θέλετε· εμένα όμως δε θα μ’ έχετε πάντοτε.

8 Αυτή εδώ η γυναίκα έκανε αυτό που μπορούσε: άλειψε προκαταβολικά το σώμα μου με μύρο για να το ετοιμάσει για την ταφή.

9 Και σας βεβαιώνω πως σ’ όλον τον κόσμο, όπου κηρυχθεί το ευαγγέλιο, θα γίνεται λόγος και για την πράξη της, κι έτσι θα τη θυμούνται».

Η προδοσία του Ιούδα

10 Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα μαθητές, πήγε στους αρχιερείς, για να τους παραδώσει τον Ιησού.

11 Τ’ άκουσαν αυτοί και χάρηκαν, και του υποσχέθηκαν να του δώσουν χρήματα. Έτσι εκείνος ζητούσε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, για να τους τον παραδώσει.

Το τελευταίο δείπνο

12 Την πρώτη μέρα της γιορτής των Αζύμων, τότε που θυσίαζαν τον αμνό του Πάσχα, λένε στον Ιησού οι μαθητές του: «Πού θέλεις να πάμε να σου ετοιμάσουμε να φας το πασχαλινό δείπνο;»

13 Στέλνει τότε δύο από τους μαθητές του και τους λέει: «Πηγαίνετε στην πόλη, και θα σας συναντήσει κάποιος που μεταφέρει ένα σταμνί με νερό· ακολουθήστε τον,

14 και στο σπίτι που θα μπει πείτε στον οικοδεσπότη ότι ο Διδάσκαλος ρωτάει: “πού είναι το δωμάτιο όπου θα φάω το πασχαλινό δείπνο με τους μαθητές μου;”

15 Αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγι, έτοιμο στρωμένο. Εκεί να κάνετε τις ετοιμασίες για μας».

16 Έφυγαν οι μαθητές και πήγαν στην πόλη· τα βρήκαν όπως τους είχε πει ο Ιησούς κι ετοίμασαν το πασχαλινό τραπέζι.

17 Όταν βράδιασε, πήγε εκεί ο Ιησούς με τους δώδεκα.

18 Ενώ ήταν στο τραπέζι κι έτρωγαν, είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια σας λέω πως κάποιος από σας που τρώει μαζί μου θα με προδώσει».

19 Λυπήθηκαν οι μαθητές κι άρχισαν να ρωτούν ο ένας μετά τον άλλο: «Μήπως είμαι εγώ;» Και άλλος: «Μήπως εγώ;»

20 Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Ένας από τους δώδεκα· αυτός που βουτάει το ψωμί του μαζί μου στην ίδια πιατέλα.

21 Ο Υιός του Ανθρώπου, βέβαια, θα πεθάνει όπως το λένε οι Γραφές γι’ αυτόν, αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον που προδίδει τον Υιό του Ανθρώπου. Θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί».

22 Κι ενώ έτρωγαν, πήρε ο Ιησούς το ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε κομμάτια και έδωσε στους μαθητές λέγοντας: «Λάβετε και φάγετε, αυτό είναι το σώμα μου».

23 Ύστερα πήρε το ποτήρι, κι αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, τους το έδωσε, και ήπιαν απ’ αυτό όλοι.

24 Και τους είπε: «Αυτό είναι το αίμα μου, που επισφραγίζει τη νέα διαθήκη και χύνεται για χάρη όλων.

25 Σας βεβαιώνω πως δε θα ξαναπιώ από τον καρπό του αμπελιού ως την ημέρα εκείνη που θα το πίνω καινούριο στη βασιλεία του Θεού».

26 Κι αφού έψαλαν τους καθιερωμένους ψαλμούς, βγήκαν έξω για να πάνε στο όρος των Ελαιών.

Πρόρρηση της άρνησης του Πέτρου

27 Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Όλοι θα χάσετε την εμπιστοσύνη σας σ’ εμένα αυτή τη νύχτα· όπως το λέει κι η Γραφή:

Θα σκοτώσω το βοσκό,

και θα διασκορπιστούν τα πρόβατα.

28 »Μετά την ανάστασή μου όμως θα σας περιμένω στη Γαλιλαία, όπου θα πάω πριν από σας».

29 Ο Πέτρος τότε του είπε: «Κι αν όλοι χάσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ εσένα, εγώ όμως όχι».

30 Τότε του λέει ο Ιησούς: «Σε βεβαιώνω πως εσύ σήμερα κιόλας, αυτή τη νύχτα, πριν λαλήσει δύο φορές ο πετεινός, τρεις φορές θα αρνηθείς πως με ξέρεις».

31 Ο Πέτρος όμως ακόμη πιο έντονα τον διαβεβαίωνε: «Δε θα σε απαρνηθώ, κι αν ακόμη χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου». Τα ίδια έλεγαν κι όλοι οι άλλοι.

Η προσευχή του Ιησού στη Γεθσημανή

32 Έρχονται σ’ έναν τόπο που τ’ όνομά του είναι Γεθσημανή, και λέει ο Ιησούς στους μαθητές του: «Καθίστε εδώ ώσπου να προσευχηθώ».

33 Παίρνει μαζί του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και άρχισε να συνταράζεται και να αγωνιά.

34 Τότε τους λέει: «Περίλυπη μέχρι θανάτου είναι η ψυχή μου· περιμένετε εδώ και μείνετε ξάγρυπνοι».

35 Κι αφού απομακρύνθηκε λίγο, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν, να γλιτώσει, αν ήταν δυνατό, από αυτή την ώρα.

36 «Αββά, Πατέρα», έλεγε, «όλα είναι δυνατά για σένα· γλίτωσέ με απ’ αυτό το ποτήρι· ας μη γίνει όμως το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου».

37 Έρχεται πίσω και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει στον Πέτρο: «Σίμων, κοιμάσαι; Δεν μπορέσατε να μείνετε άγρυπνοι ούτε μία ώρα;

38 Μείνετε άγρυπνοι και προσεύχεστε, για να μη σας νικήσει ο πειρασμός· το πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως αδύναμη».

39 Απομακρύνθηκε πάλι και προσευχήθηκε με τα ίδια λόγια.

40 Γύρισε και τους ξαναβρήκε να κοιμούνται· τα μάτια τους ήταν βαριά από τη νύστα και δεν ήξεραν τι να του απαντήσουν.

41 Έρχεται για τρίτη φορά και τους λέει: «Κοιμάστε ακόμα και ξεκουράζεστε; Φτάνει. Ήρθε η ώρα. Τώρα ο Υιός του Ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια ανθρώπων αμαρτωλών.

42 Σηκωθείτε, πρέπει να πηγαίνουμε· να, έφτασε αυτός που θα με προδώσει».

Η σύλληψη του Ιησού

43 Κι αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε ο Ιησούς, φτάνει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του ένα πλήθος από ανθρώπους οπλισμένους με ξίφη και ρόπαλα, σταλμένους από τους αρχιερείς, τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους του συνεδρίου.

44 Αυτός που θα τον πρόδιδε τους είχε δώσει το εξής συνθηματικό σημάδι: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και μεταφέρετέ τον με μέτρα ασφαλείας».

45 Έρχεται αμέσως ο Ιούδας, πλησιάζει τον Ιησού και του λέει: «Χαίρε Δάσκαλε!» και τον φίλησε θερμά.

46 Αυτοί τότε συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν.

47 Κάποιος όμως από τους παρόντες τράβηξε το μαχαίρι του, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε τ’ αυτί.

48 Ο Ιησούς απευθύνθηκε σ’ αυτούς και τους είπε: «Ληστής είμαι, και βγήκατε με ξίφη και ρόπαλα να με συλλάβετε;

49 Κάθε μέρα ήμουν ανάμεσά σας στο ναό και δίδασκα, και δε με συλλάβατε· αλλά έγινε έτσι για να επαληθευτούν οι Γραφές».

50 Όλοι τότε τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν.

51 Ένας νέος τον ακολούθησε περιτυλιγμένος κατάσαρκα μ’ ένα σεντόνι, αλλά τον έπιασαν άλλοι νέοι.

52 Αυτός όμως άφησε το σεντόνι στα χέρια τους κι έφυγε γυμνός.

Ο Ιησούς στο μεγάλο συνέδριο

53 Έσυραν τον Ιησού στον αρχιερέα· εκεί συγκεντρώθηκαν όλοι οι αρχιερείς, οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.

54 Ο Πέτρος τον ακολούθησε από μακριά μέχρι μέσα στην αυλή, στο παλάτι του αρχιερέα· εκεί κάθισε με τους υπηρέτες και ζεσταινόταν κοντά στη φωτιά.

55 Οι αρχιερείς κι ολόκληρο το συνέδριο αναζητούσαν μια μαρτυρία εναντίον του Ιησού, ώστε να τον καταδικάσουν σε θάνατο, αλλά δεν έβρισκαν.

56 Πολλοί τον κατηγορούσαν με ψεύτικες μαρτυρίες, μα οι μαρτυρίες δε συμφωνούσαν μεταξύ τους.

57 Παρουσιάστηκαν τότε μερικοί ψευδομάρτυρες και είπαν εναντίον του:

58 «Εμείς τον ακούσαμε να λέει: “εγώ θα γκρεμίσω αυτόν το ναό, που έγινε από ανθρώπινα χέρια, και σε τρεις μέρες θα οικοδομήσω άλλον, που δε θα τον έχουν φτιάξει ανθρώπινα χέρια”».

59 Αλλά και σ’ αυτό δε συμφωνούσαν οι μαρτυρίες τους.

60 Σηκώθηκε τότε ο αρχιερέας στη μέση και ρώτησε τον Ιησού: «Δεν έχεις να πεις τίποτε; Τι είναι αυτά που σε κατηγορούν;»

61 Ο Ιησούς όμως σιωπούσε και δεν έδινε καμιά απάντηση. Πάλι ο αρχιερέας τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του ευλογημένου Θεού;»

62 Ο Ιησούς απάντησε: «Εγώ είμαι. Καιθα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού,καινα έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού».

63 Ο αρχιερέας τότε διέρρηξε τα ιμάτιά του και είπε: «Τι μας χρειάζονται τώρα πια οι μάρτυρες;

64 Ακούσατε, βέβαια, τα βλάσφημα λόγια του. Τι απόφαση παίρνετε;» Και όλοι έκριναν πως είναι ένοχος και πρέπει να θανατωθεί.

65 Μερικοί τότε άρχισαν να τον φτύνουν. Του σκέπαζαν το πρόσωπο, τον χαστούκιζαν και τον ρωτούσαν: «Αφού είσαι προφήτης, πες μας ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε». Επίσης και οι υπηρέτες τού έδιναν ραπίσματα.

Η άρνηση του Πέτρου

66 Ενώ ο Πέτρος ήταν κάτω στην αυλή, έρχεται μια από τις δούλες του αρχιερέα,

67 και βλέποντάς τον να ζεσταίνεται, τον κοίταξε και του είπε: «Ήσουν κι εσύ μαζί με τον Ιησού το Ναζαρηνό».

68 Αυτός αρνήθηκε λέγοντας: «Ούτε ξέρω ούτε καταλαβαίνω τι λες». Βγήκε έξω στο προαύλιο και τότε λάλησε ο πετεινός.

69 Η δούλη που τον είδε άρχισε πάλι να λέει σ’ αυτούς που βρίσκονταν εκεί: «Είναι κι αυτός από κείνους».

70 Ο Πέτρος όμως πάλι αρνιόταν. Ύστερα από λίγο πάλι οι παρευρισκόμενοι του έλεγαν: «Ασφαλώς κι εσύ είσαι απ’ αυτούς, γιατί είσαι Γαλιλαίος· το δείχνει και η προφορά σου».

71 Ο Πέτρος όμως άρχισε να ορκίζεται: «Ο Θεός να με τιμωρήσει αν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο, για τον οποίο μιλάτε». Και για δεύτερη φορά λάλησε ο πετεινός.

72 Θυμήθηκε τότε ο Πέτρος τι του είχε πει ο Ιησούς· ότι δηλαδή πριν λαλήσει δυο φορές ο πετεινός, τρεις φορές θ’ αρνηθείς πως με ξέρεις. Και άρχισε να κλαίει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/MRK/14-48077d7df5dba88cd2b5fc8dd6356942.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 15

Ο Ιησούς στον Πιλάτο

1 Νωρίς το πρωί οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς κι ολόκληρο το συνέδριο συγκεντρώθηκαν και πήραν την απόφαση: έδεσαν τον Ιησού, και τον πήγαν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο.

2 Ο Πιλάτος τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Ναι, όπως το λες».

3 Οι αρχιερείς τότε τον κατηγορούσαν για πολλά. Ο Ιησούς όμως δεν έδωσε καμιά απόκριση.

4 Ο Πιλάτος πάλι τον ρώτησε: «Τίποτα δεν αποκρίνεσαι; Κοίτα για πόσα σε κατηγορούν».

5 Ο Ιησούς όμως δεν αποκρίθηκε πια τίποτε, έτσι που ο Πιλάτος να απορεί.

6 Κάθε Πάσχα ο Πιλάτος απέλυε ένα φυλακισμένο, όποιον ζητούσε ο λαός.

7 Ήταν τότε φυλακισμένος κάποιος που λεγόταν Βαραββάς, μαζί με άλλους στασιαστές, που κατά την εξέγερση είχαν διαπράξει φόνο.

8 Το πλήθος άρχισε να ζητάει με κραυγές να κάνει ο Πιλάτος αυτό που έκανε πάντα.

9 Ο Πιλάτος τους ρώτησε: «Θέλετε να σας ελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;»

10 Είχε καταλάβει ότι από φθόνο τού τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς.

11 Οι αρχιερείς όμως ξεσήκωσαν τα πλήθη να προτιμήσουν να τους ελευθερώσει το Βαραββά.

12 Ο Πιλάτος τους ξαναρώτησε: «Τι θέλετε, λοιπόν, να κάνω αυτόν που ονομάζετε βασιλιά των Ιουδαίων;»

13 Αυτοί πάλι φώναζαν: «Σταύρωσέ τον!»

14 «Μα γιατί, τι κακό έκανε;» τους έλεγε ο Πιλάτος. Αυτοί όμως με περισσότερη δύναμη κραύγαζαν: «Σταύρωσέ τον!»

15 Κι επειδή ο Πιλάτος ήθελε να ικανοποιήσει τα πλήθη, τούς ελευθέρωσε το Βαραββά, ενώ τον Ιησού τον μαστίγωσε και τον παρέδωσε να σταυρωθεί.

Οι εμπαιγμοί του Ιησού από τους στρατιώτες

16 Οι στρατιώτες έφεραν τον Ιησού στην εσωτερική αυλή, εκεί που είναι το διοικητήριο, και φώναξαν όλη τη φρουρά·

17 τον έντυσαν με κόκκινο μανδύα, έπλεξαν ένα αγκάθινο στεφάνι και του το φόρεσαν στο κεφάλι σαν στέμμα.

18 Μετά άρχισαν να τον χαιρετούν: «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων!»

19 Τον χτυπούσαν στο κεφάλι μ’ ένα καλάμι, τον έφτυναν και γονατιστοί τον προσκυνούσαν.

20 Αφού λοιπόν τον περιπαίξανε, του έβγαλαν τον κόκκινο μανδύα, τον έντυσαν με τα ρούχα του και τον πήγαν να τον σταυρώσουν.

Η σταύρωση του Ιησού

21 Αγγαρεύουν τότε έναν περαστικό που γυρνούσε από το χωράφι του, για να σηκώσει το σταυρό του Ιησού. Ήταν ο Σίμων ο Κυρηναίος, ο πατέρας του Αλέξανδρου και του Ρούφου.

22 Τον φέρνουν στον τόπο που λέγεται Γολγοθάς, και στα ελληνικά σημαίνει «Τόπος Κρανίου».

23 Του έδωσαν να πιει κρασί ανακατεμένο με ένα αναισθητικό· ο Ιησούς όμως δεν το δέχτηκε.

24 Τότε τον σταύρωσαν και μοιράστηκαν τα ρούχα του τραβώντας κλήρο για το τι απ’ αυτά θα πάρει ο καθένας.

25 Η ώρα ήταν εννέα το πρωί όταν τον σταύρωσαν.

26 Η αιτία της σταύρωσης ήταν γραμμένη σε μια επιγραφή: «Ο Βασιλιάς των Ιουδαίων».

27 Μαζί με τον Ιησού σταύρωσαν δύο ληστές, έναν στα δεξιά του κι έναν στ’ αριστερά του.

28 Έτσι εκπληρώθηκε η Γραφή που έλεγε:Συγκαταριθμήθηκε μεταξύ των ανόμων.

29 Οι περαστικοί κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι τους, και τον έβριζαν: «Α, εσύ που θα γκρέμιζες το ναό και σε τρεις μέρες θα τον οικοδομούσες!» του έλεγαν.

30 «Σώσε τον εαυτό σου και κατέβα από το σταυρό».

31 Τον κορόιδευαν επίσης κι οι αρχιερείς και οι γραμματείς: «Τους άλλους τους έσωσε», λέγανε μεταξύ τους, «τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει.

32 Είναι λέει ο Μεσσίας, ο βασιλιάς του Ισραήλ· ας κατέβει τώρα από το σταυρό, για να δούμε και να πιστέψουμε σ’ αυτόν». Τον περιγελούσαν μάλιστα κι αυτοί που ήταν σταυρωμένοι μαζί του.

Ο θάνατος του Ιησού

33 Όταν η ώρα έφτασε δώδεκα το μεσημέρι, έπεσε σκοτάδι σ’ όλη τη γη ως τις τρεις το απόγευμα.

34 Στις τρεις η ώρα κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή:Ελωί, Ελωί λιμά σαβαχθανί;Που σημαίνει:Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;

35 Μερικοί απ’ τους παρευρισκόμενους τ’ άκουσαν και είπαν: «Ακούστε, φωνάζει τον Ηλία».

36 Έτρεξε τότε ένας και βούτηξε ένα σφουγγάρι στο ξίδι, το στερέωσε πάνω σ’ ένα καλάμι και του έδωσε να πιει λέγοντας: «Αφήστε να δούμε τώρα αν θα ’ρθει ο Ηλίας να τον κατεβάσει από το σταυρό».

37 Τότε ο Ιησούς έβγαλε μια δυνατή κραυγή και ξεψύχησε.

38 Τότε σκίστηκε το καταπέτασμα του ναού στα δύο, από πάνω ως κάτω.

39 Βλέποντας ο Ρωμαίος εκατόνταρχος που ήταν εκεί, απέναντί του, ότι με τέτοια κραυγή ξεψύχησε, είπε: «Στ’ αλήθεια, αυτός ο άνθρωπος ήταν Υιός Θεού».

40 Εκεί βρίσκονταν και μερικές γυναίκες που παρακολουθούσαν από μακριά. Ανάμεσα σ’ αυτές και η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του νεότερου και του Ιωσή, και η Σαλώμη.

41 Αυτές κι όταν ο Ιησούς ήταν στη Γαλιλαία τον ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν. Μαζί μ’ αυτές ήταν εκεί και πολλές άλλες γυναίκες, που είχαν ανεβεί μαζί του στα Ιεροσόλυμα.

Η ταφή του Ιησού

42 Ήταν ημέρα Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου. Κατά το δειλινό,

43 ο Ιωσήφ, ένα αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου, που καταγόταν από την Αριμαθαία, και περίμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού.

44 Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα.

45 Όταν πήρε την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ.

46 Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ’ αυτό και τον τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο· μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος.

47 Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν πού τον έβαλαν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/MRK/15-0cc14af2f950233bdef419da59e06e89.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 16

Η ανάσταση του Ιησού

1 Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για να πάνε ν’ αλείψουν το σώμα του Ιησού.

2 Ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος.

3 Κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;»

4 Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα ’κει, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της.

5 Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά, και τρόμαξαν.

6 Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, το σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να και το μέρος όπου τον είχαν βάλει.

7 Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: “πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει· εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε”».

8 Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος· δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες.

Εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού

9 Μετά την ανάστασή του ο Ιησούς, το πρωί της Κυριακής, εμφανίστηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή, την οποία είχε θεραπεύσει από εφτά δαιμόνια.

10 Εκείνη πήγε και το είπε στους μαθητές, που ήταν λυπημένοι κι έκλαιγαν.

11 Αυτοί όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς ζει και τον είδε η Μαρία, δεν την πίστεψαν.

12 Κατόπιν ο Ιησούς εμφανίστηκε με διαφορετική μορφή σε δύο απ’ αυτούς, καθώς περπατούσαν και πήγαιναν έξω στα χωράφια.

13 Εκείνοι πήγαν και τα διηγήθηκαν στους υπόλοιπους· αλλά ούτε κι αυτούς τους πίστεψαν.

14 Τέλος, ο Ιησούς εμφανίστηκε στους έντεκα μαθητές καθώς έτρωγαν, και τους επέπληξε γιατί αμφέβαλλαν κι επέμεναν να μην πιστεύουν αυτούς που τον είδαν αναστημένο.

15 Μετά τους είπε: «Πορευθείτε σ’ ολόκληρο τον κόσμο και διακηρύξτε το χαρμόσυνο μήνυμα σ’ όλη την κτίση.

16 Όποιος πιστέψει και βαφτιστεί θα σωθεί· όποιος δεν πιστέψει θα καταδικαστεί.

17 Να και τα θαύματα που θα κάνουν όποιοι πιστέψουν: Με την επίκληση του ονόματός μου θα διώχνουν δαιμόνια, θα μιλούν νέες γλώσσες,

18 κι αν παίρνουν φίδια στα χέρια τους ή πίνουν κάτι δηλητηριώδες δε θα παθαίνουν τίποτε· θα βάζουν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και θα τους θεραπεύουν».

19 Αφού τους είπε αυτά ο Κύριος, αναλήφθηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Θεού.

20 Οι μαθητές τότε έφυγαν και έφεραν το χριστιανικό μήνυμα παντού· κι ο Κύριος συνεργούσε μαζί τους κι επιβεβαίωνε το κήρυγμά τους με τα θαύματα που το συνόδευαν. Αμήν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/MRK/16-fac4b6501e9d31cd6d6ca3072fadc0fb.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 1

1 Πολλοί προσπάθησαν να συντάξουν μια διήγηση για τα γεγονότα, που είναι βεβαιωμένο ότι συνέβησαν ανάμεσά μας,

2 όπως μας τα παρέδωσαν εκείνοι που από την αρχή ήταν αυτόπτες μάρτυρες και έγιναν κήρυκες αυτού του χαρμόσυνου μηνύματος.

3 Γι’ αυτό θεώρησα κι εγώ καλό, εντιμότατε Θεόφιλε, αφού ερεύνησα όλα τα γεγονότα από την αρχή και με ακρίβεια, να σου τα γράψω με τη σειρά,

4 για να βεβαιωθείς ότι τα όσα διδάχθηκες είναι αυθεντικά.

Η προαγγελία της γεννήσεως του Προδρόμου

5 Την εποχή που βασιλιάς στην Ιουδαία ήταν ο Ηρώδης, ζούσε κάποιος ιερέας από την ιερατική τάξη του Αβιά, που τον έλεγαν Ζαχαρία· η γυναίκα του λεγόταν Ελισάβετ, απόγονος του Ααρών.

6 Ήταν και οι δύο άνθρωποι πιστοί στο Θεό, και η ζωή τους ήταν άμεμπτη, σύμφωνη με το νόμο και τις εντολές του Κυρίου.

7 Δεν είχαν όμως παιδί, γιατί η Ελισάβετ ήταν στείρα, και ήταν κι οι δυο τους περασμένης ηλικίας.

8 Όταν ήρθε η σειρά να εφημερεύσει η τάξη του Ζαχαρία κι αυτός εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα προς το Θεό, συνέβη

9 να του ανατεθεί με κλήρο –όπως συνηθιζόταν να μοιράζονται τα ιερατικά καθήκοντα– να μπει στο ναό του Κυρίου και να προσφέρει θυμίαμα.

10 Όλο το πλήθος του λαού, την ώρα του θυμιάματος, προσευχόταν έξω.

11 Τότε εμφανίστηκε στο Ζαχαρία ένας άγγελος Κυρίου, και στάθηκε στα δεξιά του θυσιαστηρίου του θυμιάματος.

12 Ο Ζαχαρίας ταράχτηκε, όταν τον είδε, και τον κυρίεψε φόβος.

13 Ο άγγελος όμως του είπε: «Μη φοβάσαι, Ζαχαρία, γιατί η προσευχή σου εισακούστηκε: η γυναίκα σου η Ελισάβετ θα σου γεννήσει γιο, και θα του δώσεις το όνομα Ιωάννης.

14 Θα νιώσεις χαρά και αγαλλίαση και θα χαρούν πολλοί για τη γέννησή του.

15 Η προσφορά του θα είναι μεγάλη στο έργο του Κυρίου· κρασί και άλλα δυνατά ποτά δε θα πιει· θα είναι γεμάτος με Πνεύμα Άγιο ήδη από την κοιλιά της μάνας του

16 και θα κάνει πολλούς Ισραηλίτες να επιστρέψουν στον Κύριο το Θεό τους.

17 Αυτός θα προπορευτεί στο έργο του Κυρίου με το πνεύμα και τη δύναμη του προφήτη Ηλία. Θα συμφιλιώσει πατέρες με παιδιά, και θα κάνει τους ασεβείς να αποκτήσουν τη φρόνηση των δικαίων. Έτσι θα ετοιμάσει το λαό να υποδεχτεί τον Κύριο».

18 Ο Ζαχαρίας είπε στον άγγελο: «Πώς μπορώ να βεβαιωθώ γι’ αυτό; Εγώ είμαι πια γέρος και η γυναίκα μου περασμένης ηλικίας».

19 Ο άγγελος του αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ο Γαβριήλ, που βρίσκομαι δίπλα στο Θεό. Με έστειλε να σου μιλήσω και να σου αναγγείλω αυτή την ευχάριστη είδηση.

20 Επειδή όμως δεν πίστεψες στα λόγια μου, τα οποία θα πραγματοποιηθούν στην ώρα τους, απ’ αυτή τη στιγμή θα χάσεις τη λαλιά σου. Δε θα μπορείς να μιλήσεις ως την ημέρα που όλα αυτά θα πραγματοποιηθούν».

21 Ο λαός στο μεταξύ περίμενε το Ζαχαρία και απορούσε για την αργοπορία του μέσα στο ναό.

22 Όταν βγήκε δεν μπορούσε να τους μιλήσει, και κατάλαβαν ότι κάποιο όραμα είχε δει μέσα στο ναό. Εκείνος τους έκανε νοήματα και παρέμενε άλαλος.

23 Όταν τελείωσαν οι μέρες της υπηρεσίας του στο ναό, πήγε στο σπίτι του.

24 Μερικές μέρες αργότερα, η γυναίκα του η Ελισάβετ έμεινε έγκυος. Έκρυβε όμως την εγκυμοσύνη της για πέντε μήνες

25 και έλεγε: «Ο Θεός είδε τη στενοχώρια μου και φρόντισε να με απαλλάξει από την ντροπή που ένιωθα μπροστά στους ανθρώπους για την ατεκνία μου».

Η προαγγελία της γεννήσεως του Ιησού

26 Τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ, ο Θεός έστειλε τον άγγελο Γαβριήλ στην πόλη της Γαλιλαίας Ναζαρέτ

27 σε μια παρθένο, που ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον που λεγόταν Ιωσήφ και προερχόταν από τη γενιά του Δαβίδ. Η παρθένος λεγόταν Μαριάμ.

28 Παρουσιάστηκε, λοιπόν, σ’ αυτήν ο άγγελος και της είπε: «Χαίρε εσύ, η προικισμένη με τη χάρη του Θεού! Ο Κύριος είναι μαζί σου. Ευλογημένη απ’ το Θεό είσαι εσύ, περισσότερο απ’ όλες τις γυναίκες».

29 Εκείνη μόλις τον είδε ταράχτηκε με τα λόγια του και προσπαθούσε να εξηγήσει τι σήμαινε ο χαιρετισμός αυτός.

30 Ο άγγελος της είπε: «Μη φοβάσαι, Μαριάμ, ο Θεός σού έδωσε τη χάρη του·

31 θα μείνεις έγκυος, θα γεννήσεις γιο και θα τον ονομάσεις Ιησού.

32 Αυτός θα γίνει μέγας και θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου. Σ’ αυτόν θα δώσει ο Κύριος ο Θεός το θρόνο του Δαβίδ, του προπάτορά του.

33 Θα βασιλέψει για πάντα στους απογόνους του Ιακώβ και η βασιλεία του δε θα έχει τέλος».

34 Η Μαριάμ τότε ρώτησε τον άγγελο: «Πώς θα μου συμβεί αυτό, αφού εγώ δεν έχω συζυγικές σχέσεις με κανέναν άντρα;»

35 Ο άγγελος της απάντησε: «Το Άγιο Πνεύμα θα έρθει επάνω σου και θα σε καλύψει η δύναμη του Θεού· γι’ αυτό και το άγιο παιδί που θα γεννήσεις θα ονομαστεί Υιός Θεού.

36 Μάθε ακόμη ότι η συγγενής σου Ελισάβετ συνέλαβε γιο στα γηρατειά της· έτσι, αυτή που την αποκαλούσαν στείρα, τώρα βρίσκεται στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης.

37 Για το Θεό τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο».

38 Η Μαριάμ τότε είπε: «Είμαι μια δούλη του Κυρίου· ας γίνει το θέλημά του σ’ εμένα όπως μου το είπες». Κι έφυγε από αυτήν ο άγγελος.

Η Μαριάμ επισκέπτεται την Ελισάβετ

39 Αμέσως ύστερα, η Μαριάμ σηκώθηκε και πήγε γρήγορα σε μια πόλη της ορεινής Ιουδαίας·

40 μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και χαιρέτησε την Ελισάβετ.

41 Μόλις εκείνη άκουσε το χαιρετισμό της Μαρίας, το βρέφος που ήταν στα σπλάχνα της σκίρτησε. Η Ελισάβετ τότε πλημμύρισε με το Άγιο Πνεύμα

42 και φώναξε με δυνατή φωνή: «Ευλογημένη απ’ το Θεό είσαι εσύ, περισσότερο από όλες τις γυναίκες! Ευλογημένο και το παιδί που έχεις στα σπλάχνα σου!

43 Αλλά πώς μου έγινε αυτή η τιμή να με επισκεφθεί η μητέρα του Κυρίου μου;

44 Μόλις έφτασε στ’ αυτιά μου η φωνή του χαιρετισμού σου, σκίρτησε από αγαλλίαση το παιδί στα σπλάχνα μου.

45 Χαρά σ’ αυτήν που πίστεψε ότι θα εκπληρωθούν τα λόγια που της είπε ο Κύριος».

Ο ύμνος της Μαρίας

46 Η Μαριάμ τότε είπε:

«Η ψυχή μου δοξάζει τον Κύριο,

47 και το πνεύμα μου νιώθει αγαλλίαση για το Θεό, το σωτήρα μου,

48 γιατί έδειξε την ευμένειά του στην ταπεινή του δούλη.

Από τώρα θα με καλοτυχίζουν όλες οι γενιές,

49 γιατί ο δυνατός Θεός έκανε σ’ εμένα

έργα θαυμαστά.

Άγιο είναι τ’ όνομά του.

50 και το έλεός του υπάρχει από γενιά σε γενιά,

σ’ όσους με δέος τον υπακούνε.

51 Έδειξε έμπρακτα τη δύναμή του:

διασκόρπισε τους περήφανους και χάλασε τα σχέδια που είχανε στο νου τους.

52 Καθαίρεσε άρχοντες από τους θρόνους τους

και ταπεινούς ανύψωσε.

53 Ανθρώπους που πεινούσαν τους γέμισε με αγαθά

και πλούσιους τους έδιωξε με χέρια αδειανά.

54 Βοήθησε το δούλο του, τον Ισραήλ,

μην ξεχνώντας την υπόσχεση

55 που είχε δώσει στους προγόνους μας,

ότι δηλαδή θα σπλαχνιστεί τον Αβραάμ και τους απογόνους του για παντοτινά».

56 Η Μαριάμ έμεινε με την Ελισάβετ περίπου τρεις μήνες και ύστερα γύρισε στο σπίτι της.

Η γέννηση του Ιωάννη του Βαπτιστή

57 Όταν συμπληρώθηκε ο καιρός να γεννήσει, η Ελισάβετ έκανε γιο.

58 Οι γείτονες και οι συγγενείς άκουσαν ότι ο Κύριος έδειξε μεγάλη ευσπλαχνία σ’ αυτήν και χαίρονταν μαζί της.

59 Όταν το παιδί έγινε οχτώ ημερών, ήρθαν να του κάνουν περιτομή και ήθελαν να του δώσουν το όνομα Ζαχαρίας, όπως λεγόταν ο πατέρας του.

60 Η μητέρα του όμως είπε: «Όχι, Θα ονομαστεί Ιωάννης».

61 Τότε της είπαν: «Μα δεν υπάρχει κανένας απ’ τους συγγενείς σου που να έχει το όνομα αυτό».

62 Με νοήματα ρώτησαν τον πατέρα του τι όνομα θα ήθελε να δώσει στο παιδί·

63 αυτός ζήτησε μια μικρή πλάκα και έγραψε: «Ιωάννης είναι το όνομά του»· κι όλοι απόρησαν.

64 Αμέσως το στόμα του άνοιξε, λύθηκε η γλώσσα του και άρχισε να μιλάει δοξάζοντας το Θεό.

65 Όλοι οι κάτοικοι της γύρω περιοχής κυριεύτηκαν από δέος, και τα γεγονότα αυτά διαδόθηκαν σ’ ολόκληρη την ορεινή περιοχή της Ιουδαίας.

66 Όσοι τα άκουσαν τα κρατούσαν μέσα τους και σκέφτονταν: «Τι θα γίνει άραγε το παιδί αυτό;» γιατί πραγματικά τον προστάτευε ο Θεός.

Η προφητεία του Ζαχαρία

67 Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του παιδιού, πλημμύρισε από Πνεύμα Άγιο, και είπε τα ακόλουθα προφητικά λόγια:

68 «Ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ,

γιατί ήρθε και λύτρωσε το λαό του!

69 Για χάρη μας έστειλε ένα δυνατό σωτήρα

από τη γενιά του Δαβίδ, του δούλου του,

70 όπως ακριβώς είχε πει αιώνες πριν με το στόμα των άγιων προφητών του.

71 Μ’ αυτόν θα μας σώσει από τους εχθρούς μας και από την εξουσία όλων όσοι μας μισούν.

72 Έδειξε την ευσπλαχνία του στους προγόνους μας

κι εκπλήρωσε την άγια διαθήκη του·

73 τήρησε τον όρκο που έδωσε στον πατέρα μας τον Αβραάμ,

74 να μας αξιώσει, αφού γλιτώσουμε απ’ τα χέρια των εχθρών μας,

να τον λατρεύουμε άφοβα

75 σαν άνθρωποι που του ανήκουμε και πράττουμε

το σωστό ενώπιόν του σ’ όλη μας τη ζωή.

76 Κι εσύ, παιδί μου, θα ονομαστείς προφήτης του ύψιστου Θεού,

γιατί θα προπορευτείς πριν από τον Κύριο για να ετοιμάσεις το δρόμο του

77 κάνοντας γνωστή στο λαό του τη σωτηρία

με τη συγχώρηση των αμαρτιών τους,

78 γιατί ο Θεός μας είναι γεμάτος ευσπλαχνία.

Έκανε ν’ ανατείλει για μας ένα φως από ψηλά,

79 για να φωτίσει αυτούς που ζούνε στο σκοτάδι και κάτω απ’ του θανάτου τη σκιά,

και να οδηγήσει τα βήματά μας στο δρόμο της ειρήνης».

80 Το παιδί μεγάλωνε και το πνεύμα του δυνάμωνε. Ζούσε στις ερημιές, ως την ημέρα που εμφανίστηκε στο λαό Ισραήλ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LUK/1-634a000eceaa57c622ede4fef268df76.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 2

Η γέννηση του Ιησού

1 Τις ημέρες εκείνες ο Καίσαρας Αύγουστος έβγαλε διάταγμα να απογραφτεί όλη η οικουμένη.

2 Η απογραφή αυτή ήταν η πρώτη που έγινε όταν έπαρχος της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος.

3 Όλοι πήγαιναν, λοιπόν, να απογραφτούν, καθένας στον τόπο της καταγωγής του.

4 Ανέβηκε κι ο Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ, πόλη της Γαλιλαίας, στην Ιουδαία, για να απογραφτεί στην πόλη Δαβίδ, που ονομάζεται Βηθλεέμ, γιατί καταγόταν από την οικογένεια και τη γενιά του Δαβίδ.

5 Είχε μαζί του και τη Μαριάμ, τη μνηστή του, η οποία ήταν έγκυος.

6 Τον καιρό που αυτοί ήταν εκεί, ήρθε η ώρα της Μαριάμ να γεννήσει,

7 και γέννησε τον γιο της τον πρωτότοκο. Τον σπαργάνωσε και τον ξάπλωσε σ’ ένα παχνί, γιατί δε βρήκαν μέρος στο πανδοχείο.

Οι βοσκοί και οι άγγελοι

8 Στην περιοχή εκείνη βρίσκονταν βοσκοί που έμεναν στο ύπαιθρο και φύλαγαν βάρδιες τη νύχτα για το κοπάδι τους.

9 Σ’ αυτούς παρουσιάστηκε ένας άγγελος Κυρίου και τους περιέβαλε θεϊκή λαμπρότητα. Εκείνοι κατατρόμαξαν,

10 αλλά ο άγγελος τους είπε: «Μην τρομάζετε! Σας φέρνω ένα χαρμόσυνο άγγελμα, που θα γεμίσει με χαρά μεγάλη όλο τον κόσμο:

11 Σήμερα, στην πόλη Δαβίδ γεννήθηκε για χάρη σας σωτήρας –κι αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος.

12 Και τούτο είναι το σημάδι για να τον αναγνωρίσετε: Θα βρείτε ένα βρέφος σπαργανωμένο και ξαπλωμένο μέσα σ’ ένα παχνί».

13 Ξαφνικά, κοντά στον άγγελο, παρουσιάστηκε ένα πλήθος απ’ την ουράνια στρατιά των αγγέλων, οι οποίοι υμνούσαν το Θεό και έλεγαν:

14 «Δόξα στον ύψιστο Θεό

και ειρήνη στη γη,

αγάπη και σωτηρία για τους ανθρώπους!»

15 Όταν οι άγγελοι έφυγαν στον ουρανό, οι βοσκοί είπαν μεταξύ τους: «Ας πάμε λοιπόν ως τη Βηθλεέμ να δούμε αυτά που έγιναν και που μας έκανε γνωστά ο Κύριος».

16 Τρέχοντας ήρθαν και βρήκαν τη Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και το βρέφος ξαπλωμένο στο παχνί.

17 Όταν τους είδαν, τους διηγήθηκαν τα λόγια που τους είπε ο άγγελος γι’ αυτό το παιδί.

18 Όλοι όσοι τα άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι μ’ αυτά που τους είπαν οι βοσκοί.

19 Η Μαριάμ διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια στην καρδιά της και τα σκεφτόταν συνεχώς.

20 Οι βοσκοί γύρισαν πίσω δοξάζοντας και υμνώντας το Θεό για όλα όσα άκουσαν και είδαν· ήταν όλα όπως τους είχαν ειπωθεί.

Η περιτομή του Ιησού και η παρουσίασή του στο ναό

21 Όταν συμπληρώθηκαν οχτώ μέρες, έκαναν στο παιδί περιτομή και του έδωσαν το όνομα Ιησούς, όπως δηλαδή το είχε ονομάσει ο άγγελος προτού ακόμα συλληφθεί στην κοιλιά της μάνας του.

22 Όταν, σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, συμπληρώθηκαν και οι μέρες για τον καθαρισμό τους, έφεραν το παιδί στα Ιεροσόλυμα, για να το αφιερώσουν στο Θεό.

23 –Σύμφωνα με το νόμο του Κυρίου,αν το πρώτο παιδί που φέρνει μια γυναίκα στον κόσμο είναι αγόρι, πρέπει να θεωρείται αφιερωμένο στον Κύριο.–

24 Επίσης θα πρόσφεραν θυσίαένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια, όπως λέει ο νόμος του Κυρίου.

25 Στα Ιεροσόλυμα βρισκόταν ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Συμεών. Ήταν πιστός και ευλαβής, περίμενε τη σωτηρία του Ισραήλ και τον καθοδηγούσε το Πνεύμα το Άγιο.

26 Του είχε φανερώσει, λοιπόν, το Άγιο Πνεύμα ότι δε θα πεθάνει προτού να δει το Μεσσία.

27 Τότε το Άγιο Πνεύμα του υπέδειξε να πάει στο ναό. Μόλις οι γονείς έφεραν εκεί το παιδί, τον Ιησού, για να κάνουν γι’ αυτό τα έθιμα του νόμου,

28 τον πήρε στην αγκαλιά του, δόξασε το Θεό και είπε:

29 «Τώρα, Κύριε, μπορείς ν’ αφήσεις το δούλο σου

να πεθάνει ειρηνικά, όπως του υποσχέθηκες,

30 γιατί τα μάτια μου είδαν το σωτήρα

31 που ετοίμασες για όλους τους λαούς,

32 φως που θα φωτίσει τα έθνη

και θα δοξάσει το λαό σου τον Ισραήλ».

33 Ο Ιωσήφ και η μητέρα του θαύμαζαν για όσα λέγονταν γι’ αυτό.

34 Ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε στη Μαριάμ, τη μητέρα του Ιησού: «Αυτός θα γίνει αιτία να καταστραφούν ή να σωθούν πολλοί Ισραηλίτες. Θα είναι σημείο αντιλεγόμενο,

35 για να φανερωθούν οι πραγματικές διαθέσεις πολλών. Όσο για σένα, ο πόνος για το παιδί σου θα διαπεράσει την καρδιά σου σαν δίκοπο μαχαίρι».

36 Στα Ιεροσόλυμα ζούσε μια γυναίκα που προφήτευε και την έλεγαν Άννα· ήταν θυγατέρα του Φανουήλ από τη φυλή Ασήρ. Αυτή ήταν πολύ ηλικιωμένη. Έζησε εφτά χρόνια με τον άντρα της μετά το γάμο

37 και τώρα χήρα, ηλικίας ογδόντα τεσσάρων χρονών, δεν έφευγε από το ναό, αλλά λάτρευε το Θεό νύχτα και μέρα με νηστείες και προσευχές.

38 Αυτή παρουσιάστηκε εκείνη την ώρα και δοξολογούσε το Θεό και μιλούσε για το παιδί σε όλους όσοι στην Ιερουσαλήμ περίμεναν τη λύτρωση.

Η επιστροφή στη Ναζαρέτ

39 Όταν έκαναν όλα όσα πρόσταζε ο νόμος του Κυρίου, γύρισαν στη Γαλιλαία, στην πόλη τους τη Ναζαρέτ.

40 Στο μεταξύ το παιδί μεγάλωνε και το πνεύμα του δυνάμωνε· ήταν γεμάτος σοφία, και η χάρη του Θεού ήταν μαζί του.

Ο Ιησούς δωδεκάχρονος στο ναό

41 Κάθε χρόνο, τη γιορτή του Πάσχα οι γονείς του Ιησού πήγαιναν στην Ιερουσαλήμ.

42 Όταν έγινε δώδεκα χρονών, ανέβηκαν στα Ιεροσόλυμα, στη γιορτή, όπως συνήθιζαν.

43 Όταν τέλειωσε η γιορτή και γύριζαν πίσω, το παιδί ο Ιησούς παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ, χωρίς να το ξέρουν ο Ιωσήφ και η μητέρα του.

44 Νομίζοντας ότι ήταν μέσα στο πλήθος των προσκυνητών, περπάτησαν μιας μέρας δρόμο και ύστερα άρχισαν να τον αναζητούν ανάμεσα στους συγγενείς και τους γνωστούς.

45 Δεν τον βρήκαν, όμως, και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ να τον αναζητήσουν.

46 Τον βρήκαν ύστερα από τρεις μέρες στο ναό καθισμένον ανάμεσα στους νομοδιδασκάλους, να τους ακούει και να τους κάνει ερωτήσεις.

47 Όλοι όσοι τον άκουγαν έμεναν κατάπληκτοι για τη νοημοσύνη και τις απαντήσεις του.

48 Μόλις τον είδαν οι γονείς του, απόρησαν, και η μητέρα του τού είπε: «Παιδί μου, γιατί μας το ’κανες αυτό; Ο πατέρας σου κι εγώ σε αναζητούσαμε με πολλή αγωνία».

49 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι του Πατέρα μου;»

50 Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν τα λόγια που τους είπε.

51 Ο Ιησούς κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στη Ναζαρέτ και ζούσε κοντά τους με υπακοή. Η μητέρα του όμως διατηρούσε μέσα στην καρδιά της όλα αυτά τα λόγια.

52 Ο Ιησούς μεγάλωνε και πρόκοβε στη σοφία, και η χάρη που είχε ευαρεστούσε το Θεό και τους ανθρώπους.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LUK/2-d9f5fb1f45d9b71b900fa78bca7d9a02.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 3

Το κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή

1 Ήταν ο δέκατος πέμπτος χρόνος της βασιλείας του αυτοκράτορα Τιβέριου. Επίτροπος της Ιουδαίας ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Τετράρχης της Γαλιλαίας ήταν ο Ηρώδης, της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδας ο Φίλιππος ο αδερφός του, και της Αβιλινής ο Λυσανίας.

2 Αρχιερείς ήταν ο Άννας και ο Καϊάφας. Τότε δόθηκε εντολή από το Θεό στο γιο του Ζαχαρία, τον Ιωάννη, που ήταν στην έρημο·

3 έτσι αυτός πήγε σε όλα τα περίχωρα του Ιορδάνη, και κήρυττε να μετανοήσουν οι άνθρωποι και να βαφτιστούν, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους,

4 όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, ο οποίος είχε πει:

Μια φωνή βροντοφωνάζει στην έρημο:

“ετοιμάστε το δρόμο για τον Κύριο,

ισιώστε τα μονοπάτια να περάσει.

5 Κάθε φαράγγι θα γεμίσει

και κάθε βουνό και λόφος θα χαμηλώσει.

Οι στραβοί δρόμοι θα γίνουν ίσιοι

και οι ανώμαλοι θα γίνουν ομαλοί.

6 Τότε όλοι οι άνθρωποι θα δουν τη σωτηρία που προσφέρει ο Θεός”.

7 Ο Ιωάννης έλεγε στα πλήθη που πήγαιναν σ’ αυτόν για να βαφτιστούν: «Οχιάς γεννήματα, ποιος σας είπε πως έτσι θα ξεφύγετε απ’ του Θεού την οργή που πλησιάζει;

8 Κάνετε, λοιπόν, έργα που ταιριάζουν σε άνθρωπο που πραγματικά μετανοεί· και μην αρχίσετε να λέτε μεταξύ σας “εμείς καταγόμαστε από τον Αβραάμ”. Να είστε βέβαιοι πως ο Θεός, ακόμη κι απ’ αυτές εδώ τις πέτρες μπορεί να κάνει απογόνους του Αβραάμ.

9 Το τσεκούρι βρίσκεται κιόλας στη ρίζα των δέντρων. Κάθε δέντρο, λοιπόν, που δε δίνει καλό καρπό, θα κοπεί σύρριζα και θα ριχτεί στη φωτιά».

10 Οι όχλοι τον ρωτούσαν: «Τι να κάνουμε, λοιπόν;»

11 Κι εκείνος τους απαντούσε: «Όποιος έχει δύο χιτώνες ας δώσει τον ένα σ’ αυτόν που δεν έχει, κι όποιος έχει τρόφιμα ας κάνει το ίδιο».

12 Ήρθαν επίσης και τελώνες να βαφτιστούν και του είπαν: «Δάσκαλε, τι να κάνουμε;»

13 Κι εκείνος τους αποκρίθηκε: «Να μην απαιτείτε περισσότερα απ’ ό,τι σας παραχωρεί ο νόμος».

14 Τον ρωτούσαν ακόμη και στρατιώτες: «Κι εμείς τι πρέπει να κάνουμε;» Και τους έλεγε: «Μην παίρνετε λεφτά από κανέναν με ψεύτικες κατηγορίες ούτε με τη βία, αλλά να αρκείστε στο μισθό σας».

15 Καθώς ο κόσμος περίμενε κι όλοι σκέφτονταν μέσα τους για τον Ιωάννη, μήπως αυτός είναι ο Χριστός,

16 εκείνος απαντούσε σε όλους κι έλεγε: «Εγώ σας βαφτίζω με νερό, έρχεται όμως αυτός που είναι πιο ισχυρός από μένα και που εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί απ’ τα υποδήματά του. Αυτός θα σας βαφτίσει με Άγιο Πνεύμα και φωτιά.

17 Στο χέρι του κρατάει το λιχνιστήρι για να ξεκαθαρίσει το αλώνι του και να συνάξει το σιτάρι στην αποθήκη του· το άχυρο όμως θα το κάψει με φωτιά που δε σβήνει ποτέ».

18 Και με πολλές άλλες προτροπές ακόμη κήρυττε στο λαό το χαρμόσυνο μήνυμα.

19 Επειδή όμως ο Ιωάννης κατηγορούσε τον Ηρώδη τον τετράρχη γιατί είχε για γυναίκα τη γυναίκα του αδερφού του, την Ηρωδιάδα, καθώς και για πολλές άλλες φαύλες πράξεις,

20 ο Ηρώδης πρόσθεσε σ’ όλες αυτές και τούτο: έκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή.

Η βάπτιση του Ιησού

21 Όταν βαφτίστηκαν όλοι, βαφτίστηκε κι ο Ιησούς· και την ώρα που προσευχόταν, άνοιξε ο ουρανός

22 και κατέβηκε σ’ αυτόν το Άγιο Πνεύμα με ορατή μορφή, σαν περιστέρι. Τότε ήρθε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Εσύ είσαι ο αγαπημένος μου Υιός, εσύ είσαι ο εκλεκτός μου».

Η γενεαλογία του Ιησού

23 Αυτός ήταν ο Ιησούς, που όταν άρχισε το έργο του ήταν περίπου τριάντα χρόνων· καθώς νόμιζαν, ήταν γιος του Ιωσήφ, του Ηλί,

24 του Ματθάν, του Λευί, του Μελχί, του Ιωαννά, του Ιωσήφ,

25 του Ματταθίου, του Αμώς, του Ναούμ, του Εσλίμ, του Ναγγαί,

26 του Μαάθ, του Ματταθίου, του Σεμεΐ, του Ιωσήχ, του Ιωδά,

27 του Ιωαννάν, του Ρησά, του Ζοροβάβελ, του Σαλαθιήλ, του Νηρί,

28 του Μελχί, του Αδδί, του Κωσάμ, του Ελμωδάμ, του Ηρ,

29 του Ιωσή, του Ελιέζερ, του Ιωρείμ, του Ματθάτ, του Λευί,

30 του Συμεών, του Ιούδα, του Ιωσήφ, του Ιωνά, του Ελιακείμ,

31 του Μελεά, του Μαϊνάν, του Ματταθά, του Νάθαν, του Δαβίδ,

32 του Ιεσσαί, του Ωβήδ, του Βοόζ, του Σαλμών, του Ναασών,

33 του Αμιναδάβ, του Αράμ, του Ιωράμ, του Εσρώμ, του Φαρές, του Ιούδα,

34 του Ιακώβ, του Ισαάκ, του Αβραάμ, του Θάρα, του Ναχώρ,

35 του Σερούχ, του Ραγαύ, του Φάλεκ, του Έβερ, του Σαλά,

36 του Καϊνάν, του Αρφαξάδ, του Σημ, του Νώε, του Λάμεχ,

37 του Μαθουσάλα, του Ενώχ, του Ιάρεδ, του Μαλελεήλ, του Καϊνάν,

38 του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LUK/3-713636a88584b0136bf7719e9d793b87.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 4

Οι πειρασμοί του Ιησού

1 Ο Ιησούς, έφυγε από τον Ιορδάνη γεμάτος από Πνεύμα Άγιο. Το Πνεύμα τον οδήγησε στην έρημο,

2 όπου για σαράντα μέρες αντιμετώπιζε τους πειρασμούς του διαβόλου. Τις σαράντα αυτές μέρες δεν έφαγε τίποτε και, όταν συμπληρώθηκαν, πείνασε.

3 Τότε ο διάβολος του είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, πες σ’ αυτή την πέτρα να γίνει ψωμί».

4 Ο Ιησούς του απάντησε: «Η Γραφή λέει ότιο άνθρωπος δε ζει μόνο με ψωμί, αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει απ’ το στόμα του Θεού».

5 Ύστερα ο διάβολος τον ανέβασε σ’ ένα ψηλό βουνό, του έδειξε σε μια στιγμή όλα τα βασίλεια της οικουμένης,

6 και του είπε: «Θα σου δώσω όλη αυτήν την εξουσία και τη λαμπρότητα αυτών των βασιλείων· σ’ εμένα έχει παραδοθεί και τη δίνω σ’ όποιον εγώ θέλω.

7 Αν, λοιπόν, με προσκυνήσεις, θα είναι όλη δική σου».

8 Απαντώντας ο Ιησούς του είπε: «Φύγε από μπροστά μου σατανά. Η Γραφή λέει:Τον Κύριο το Θεό σου θα προσκυνάς και μόνο αυτόν θα λατρεύεις».

9 Τότε ο διάβολος τον πήγε στα Ιεροσόλυμα και τον έστησε στο πιο ψηλό μέρος του ναού και του είπε: «Αν είσαι Υιός του Θεού, πέσε από ’δω κάτω·

10 γιατί η Γραφή λέει ότι:

Θα δώσει για σένα εντολή στους αγγέλους

να σε προφυλάξουν·

11 κι ακόμη:

Θα σε σηκώσουν στα χέρια,

για να μη σκοντάψει το πόδι σου σε καμιά πέτρα».

12 Ο Ιησούς του απάντησε: «Η Γραφή λέει ότιδεν πρέπει να βάζεις σε δοκιμασία τον Κύριο το Θεό σου».

13 Αφού ο διάβολος τελείωσε με όλους τους πειρασμούς, έφυγε προσωρινά απ’ αυτόν.

Ο Ιησούς στη Γαλιλαία

14 Ο Ιησούς επέστρεψε γεμάτος με τη δύναμη του Πνεύματος στη Γαλιλαία και η φήμη του διαδόθηκε σε όλα τα περίχωρα.

15 Δίδασκε στις συναγωγές τους και τον τιμούσαν όλοι.

Το πρώτο κήρυγμα στη Ναζαρέτ

16 Ύστερα ήρθε στη Ναζαρέτ, όπου είχε μεγαλώσει. Το Σάββατο πήγε όπως συνήθιζε στη συναγωγή και σηκώθηκε να διαβάσει τις Γραφές.

17 Του έδωσαν το χειρόγραφο με τα λόγια του προφήτη Ησαΐα. Ο Ιησούς το ξετύλιξε και βρήκε το σημείο όπου ήταν γραμμένο το εξής:

18 Το Πνεύμα του Κυρίου με κατέχει,

γιατί ο Κύριος με έχρισε και μ’ έστειλε

ν’ αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς

να θεραπεύσω τους συντριμμένους ψυχικά.

19 Στους αιχμαλώτους να κηρύξω απελευθέρωση

και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους,

να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους,

να αναγγείλω του καιρού τον ερχομό που ο Κύριος θα φέρει τη σωτηρία στο λαό του.

20 Ύστερα τύλιξε το χειρόγραφο, το έδωσε στον υπηρέτη και κάθισε. Τα μάτια όλων στη συναγωγή ήταν προσηλωμένα πάνω του.

21 Άρχισε τότε να τους λέει: «Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε».

22 Όλοι συμφωνούσαν μαζί του· θαύμαζαν για τα γεμάτα χάρη λόγια που έβγαιναν από το στόμα του, και ρωτούσαν: «Αυτός δεν είναι ο γιος του Ιωσήφ;»

23 Εκείνος τους απάντησε: «Ασφαλώς θα μου πείτε την παροιμία που λέει, “γιατρέ, γιάτρεψε τον εαυτό σου. Όσα ακούσαμε ότι έγιναν στην Καπερναούμ κάνε τα κι εδώ στην πατρίδα σου”.

24 Σας βεβαιώνω», πρόσθεσε, «πως κανένας προφήτης δεν είναι δεκτός στην πατρίδα του.

25 Πράγματι, την εποχή του προφήτη Ηλία υπήρχαν πολλές χήρες στον Ισραήλ. Τότε ο ουρανός δεν είχε βρέξει για τρία χρόνια και έξι μήνες και μεγάλη πείνα είχε πέσει σ’ όλη τη γη.

26 Ο Θεός όμως δεν έστειλε τον Ηλία σε καμιά απ’ αυτές, παρά μόνο σε μια χήρα στα Σάρεπτα της Σιδωνίας.

27 Επίσης την εποχή του προφήτη Ελισαίου υπήρχαν πολλοί λεπροί ανάμεσα στους Ισραηλίτες, κανένας όμως απ’ αυτούς δεν καθαρίστηκε, εκτός από το Νεεμάν το Σύρο».

28 Όταν τ’ άκουσαν αυτά μέσα στη συναγωγή εξοργίστηκαν όλοι.

29 Σηκώθηκαν τότε και έβγαλαν τον Ιησού έξω από την πόλη και τον έφεραν ως την άκρη του βουνού, πάνω στο οποίο ήταν χτισμένη, για να τον ρίξουν στον γκρεμό.

30 Αυτός όμως πέρασε απ’ ανάμεσά τους και έφυγε.

Η θεραπεία του δαιμονισμένου στην Καπερναούμ

31 Κατέβηκε στην Καπερναούμ, πόλη της Γαλιλαίας, και το Σάββατο τους δίδασκε·

32 όλοι έμεναν κατάπληκτοι με τη διδασκαλία του, γιατί μιλούσε με αυθεντία.

33 Στη συναγωγή ήταν κάποιος που κατεχόταν από πονηρό δαιμονικό πνεύμα. Αυτός φώναξε με δυνατή φωνή:

34 «Ε! Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες να μας αφανίσεις; Σε ξέρω ποιος είσαι· είσαι ο εκλεκτός του Θεού».

35 Ο Ιησούς επιτίμησε το πνεύμα λέγοντάς του: «Πάψε να μιλάς και βγες απ’ αυτόν». Τότε το δαιμόνιο, αφού τον έριξε κάτω ανάμεσά τους, βγήκε απ’ αυτόν χωρίς καθόλου να τον βλάψει.

36 Όλους τούς έπιασε δέος και έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Τι λόγος είναι αυτός! Με εξουσία και δύναμη διατάζει τα πονηρά πνεύματα και βγαίνουν».

37 Έτσι η φήμη του απλωνόταν παντού στην περιοχή.

Η θεραπεία της πεθεράς του Σίμωνα και άλλων ασθενών

38 Όταν ο Ιησούς έφυγε από τη συναγωγή, πήγε στο σπίτι του Σίμωνα. Η πεθερά του Σίμωνα υπέφερε από υψηλό πυρετό, και τον παρακάλεσαν να την κάνει καλά.

39 Ο Ιησούς ήρθε κοντά της, επιτίμησε τον πυρετό, κι ο πυρετός την άφησε. Εκείνη σηκώθηκε αμέσως και τους υπηρετούσε.

40 Όταν έγερνε ο ήλιος, όλοι όσοι είχαν ασθενείς από διάφορες αρρώστιες τούς έφερναν σ’ αυτόν. Εκείνος τους θεράπευε ακουμπώντας τα χέρια πάνω στον καθένα απ’ αυτούς.

41 Από πολλούς έβγαιναν και δαιμόνια, τα οποία κραύγαζαν και έλεγαν: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού»· γιατί ήξεραν ότι αυτός είναι ο Χριστός. Εκείνος όμως τα επιτιμούσε και δεν τα άφηνε να μιλούν.

Αναχώρηση από την Καπερναούμ

42 Όταν ξημέρωσε, έφυγε και πήγε σ’ ένα ερημικό μέρος. Ο κόσμος όμως τον αναζητούσε και πήγαν εκεί που ήταν και τον κρατούσαν να μη φύγει από κοντά τους.

43 Εκείνος τους έλεγε: «Πρέπει να αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα για τη βασιλεία του Θεού και στις άλλες πόλεις, γιατί αυτόν το σκοπό έχει η αποστολή μου».

44 Ύστερα απ’ αυτό δίδασκε στις συναγωγές της Γαλιλαίας.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LUK/4-b340d4bf1348ab1962e5d7a151841674.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 5

Η κλήση των πρώτων μαθητών

1 Καθώς τα πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του για ν’ ακούσουν το λόγο του Θεού κι εκείνος στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ,

2 είδε δύο ψαροκάικα στην άκρη της λίμνης. Οι ψαράδες είχαν κατεβεί απ’ αυτά και έπλεναν τα δίχτυα.

3 Εκείνος ανέβηκε σ’ ένα από τα ψαροκάικα, σ’ αυτό που ήταν του Σίμωνα, και τον παρακάλεσε να τραβηχτεί λίγο από την ξηρά. Κάθισε στο ψαροκάικο και απ’ αυτό δίδασκε τα πλήθη.

4 Όταν τελείωσε την ομιλία του, είπε στο Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα».

5 Ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε· επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ».

6 Το έριξαν κι έπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα που το δίχτυ τους άρχισε να σκίζεται.

7 Με νεύματα ειδοποίησαν τους συνεταίρους τους, που ήταν στο άλλο πλοίο να έρθουν να τους βοηθήσουν. Εκείνοι ήρθαν και γέμισαν και τα δύο ψαροκάικα σε σημείο που να κινδυνεύουν να βυθιστούν.

8 Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και του είπε: «Βγες από το καΐκι μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός».

9 Αυτά τα είπε γιατί είχε κυριευτεί από δέος, αυτός και όλοι όσοι ήταν μαζί του, για τα πολλά ψάρια που είχαν πιάσει.

10 Το ίδιο συνέβη και με τα παιδιά του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ήταν συνεργάτες του Σίμωνα. Ο Ιησούς τότε είπε στο Σίμωνα: «Μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους».

11 Ύστερα, αφού τράβηξαν τα ψαροκάικα στη στεριά, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν.

Θεραπεία λεπρού

12 Ο Ιησούς βρισκόταν κάποτε σε μια πόλη. Ένας άνθρωπος γεμάτος λέπρα, μόλις τον είδε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον παρακαλούσε: «Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις από τη λέπρα».

13 Εκείνος άπλωσε το χέρι του, τον άγγιξε και είπε: «Θέλω· να καθαριστείς από τη λέπρα». Αμέσως η λέπρα έφυγε από πάνω του.

14 Ο Ιησούς τον διέταξε να μην πει τίποτα σε κανέναν· «για να τους αποδείξεις όμως ότι θεραπεύτηκες», του λέει, «πήγαινε να δείξεις τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου ό,τι έχει καθορίσει ο Μωυσής».

15 Η φήμη του, λοιπόν, απλωνόταν όλο και περισσότερο, και πλήθος ανθρώπων πήγαιναν κοντά του να τον ακούσουν και να τους θεραπεύσει απ’ τις αρρώστιες τους.

16 Εκείνος όμως αποσυρόταν σε ερημικά μέρη και προσευχόταν.

Θεραπεία παραλύτου

17 Μια μέρα που ο Ιησούς δίδασκε, κοντά του κάθονταν Φαρισαίοι και δάσκαλοι του νόμου, οι οποίοι είχαν έρθει από κάθε χωριό της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας, καθώς κι από την Ιερουσαλήμ. Ο Θεός τού είχε δώσει τη δύναμη να θεραπεύει τους αρρώστους.

18 Την ώρα εκείνη κάποιοι άντρες έφεραν πάνω σ’ ένα κρεβάτι έναν παράλυτο, και προσπαθούσαν να τον βάλουν μέσα στο σπίτι και να τον αποθέσουν μπροστά του.

19 Επειδή δεν βρήκαν τρόπο να τον περάσουν μέσα εξαιτίας του πλήθους, ανέβηκαν στη στέγη και τον κατέβασαν ανάμεσα από τα κεραμίδια μαζί με το κρεβάτι στη μέση, μπροστά στον Ιησού.

20 Εκείνος όταν είδε την πίστη τους είπε: «Άνθρωπέ μου, σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου».

21 Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να λένε από μέσα τους: «Μα ποιος είν’ αυτός, που με τα λόγια του προσβάλλει το Θεό; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, εκτός από το Θεό;»

22 Ο Ιησούς κατάλαβε τις σκέψεις τους και τους αποκρίθηκε: «Τι σκέφτεστε μέσα σας;

23 Τι είναι ευκολότερο: να πω “σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου” ή να πω, “σήκω και περπάτα”;

24 Για να μάθετε, λοιπόν, ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες πάνω στη γη» –λέει στον παράλυτο: «Σ’ εσένα το λέω: σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου».

25 Εκείνος σηκώθηκε αμέσως μπροστά τους, πήρε το κρεβάτι στο οποίο ήταν κατάκοιτος και πήγε στο σπίτι του δοξάζοντας το Θεό.

26 Όλοι έμειναν κατάπληκτοι και δόξαζαν το Θεό. Γεμάτοι δέος έλεγαν: «Σήμερα είδαμε παράδοξα πράγματα!»

Η κλήση του Λευί

27 Ύστερα απ’ αυτά βγήκε έξω και είδε έναν τελώνη, που ονομαζόταν Λευί, να κάθεται στο τελωνείο και του είπε: «Ακολούθησέ με».

28 Εκείνος τα εγκατέλειψε όλα, σηκώθηκε και τον ακολούθησε,

29 και του έκανε πλούσιο τραπέζι σπίτι του. Μαζί τους στο τραπέζι ήταν πολύς κόσμος, τελώνες και άλλοι άνθρωποι.

30 Οι Φαρισαίοι, και οι γραμματείς που ανήκαν στην παράταξή τους, διαμαρτύρονταν στους μαθητές του και τους έλεγαν: «Γιατί τρώτε και πίνετε μαζί με τελώνες και αμαρτωλούς;»

31 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι·

32 δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς».

Το ερώτημα για τη νηστεία

33 Τότε εκείνοι του είπαν: «Γιατί οι μαθητές του Ιωάννη νηστεύουν συχνά και κάνουν και προσευχές, το ίδιο και οι μαθητές των Φαρισαίων, ενώ οι δικοί σου τρώνε και πίνουν;»

34 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Μπορείτε να κάνετε τους φίλους του γαμπρού να νηστεύουν όσον καιρό είναι μαζί τους ο γαμπρός;

35 Θα έρθουν όμως μέρες που θα τους πάρουν από κοντά τους το γαμπρό, και τότε θα νηστέψουν τις μέρες εκείνες».

36 Τους είπε ακόμη και μια παραβολή: «Κανένας δεν σκίζει καινούριο ύφασμα για να βάλει μπάλωμα σε παλιό, γιατί τότε και το καινούριο ύφασμα θα σκιστεί, και το μπάλωμα από το καινούριο δε θα ταιριάσει με το παλιό.

37 Επίσης, κανένας δε βάζει καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά· γιατί το καινούριο κρασί θα κάνει τα ασκιά να σκάσουν, κι έτσι κι αυτό θα χυθεί και τα ασκιά θα καταστραφούν.

38 Πρέπει, λοιπόν, το καινούριο κρασί να μπαίνει σε καινούρια ασκιά, και έτσι θα διατηρούνται και τα δύο.

39 Επίσης, κανένας που πίνει παλιό κρασί δε θέλει αμέσως καινούριο, γιατί κρίνει ότι το παλιό είναι καλύτερο».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LUK/5-5cdd6c647f94712dabfa87787d841d39.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 6

Η τήρηση του Σαββάτου

1 Το δεύτερο Σάββατο μετά το πρώτο του Πάσχα, συνέβη να περνάει ο Ιησούς μέσα από σπαρμένα χωράφια. Οι μαθητές του έκοβαν στάχυα, τα έτριβαν με τα χέρια και έτρωγαν τους σπόρους.

2 Κάποιοι Φαρισαίοι τότε τους είπαν: «Γιατί κάνετε κάτι που δεν επιτρέπεται από το νόμο να γίνεται το Σάββατο;»

3 Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Ούτε κι αυτό δεν το διαβάσατε στη Γραφή, που έκανε ο Δαβίδ όταν πείνασαν αυτός και οι σύντροφοί του;

4 Μπήκε στο ναό του Θεού, πήρε κι έφαγε κι έδωσε και στους άντρες του τους άρτους της προθέσεως, που δεν επιτρέπεται από το νόμο να φάνε παρά μόνο οι ιερείς».

5 Και τους είπε καταλήγοντας: «Ο Υιός του Ανθρώπου εξουσιάζει και το Σάββατο».

Θεραπεία κατά το Σάββατο

6 Ένα άλλο Σάββατο, μπήκε ο Ιησούς στη συναγωγή και δίδασκε. Εκεί ήταν ένας άνθρωπος με παράλυτο το δεξί του χέρι.

7 Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, λοιπόν, πρόσεχαν να δουν αν θα θεραπεύσει κανέναν το Σάββατο, για να βρουν αφορμή να τον κατηγορήσουν.

8 Ο Ιησούς, που γνώριζε τους διαλογισμούς τους, είπε στον άνθρωπο με το παράλυτο χέρι: «Σήκω και στάσου στη μέση». Εκείνος σηκώθηκε και στάθηκε.

9 Τότε ο Ιησούς είπε στους γραμματείς και στους Φαρισαίους: «Θα σας κάνω ένα ερώτημα: Τι επιτρέπει ο νόμος να κάνει κανείς το Σάββατο; να κάνει καλό ή να κάνει κακό; να σώσει μια ζωή ή να την αφήσει να χαθεί;»

10 Κι αφού έριξε τη ματιά του σ’ όλους αυτούς γύρω, είπε στον παράλυτο: «Τέντωσε το χέρι σου». Αυτός το έκανε, και το χέρι του έγινε καλά σαν το άλλο.

11 Εκείνοι τότε έγιναν έξω φρενών και συζητούσαν μεταξύ τους τι θα ’πρεπε να κάνουν εναντίον του Ιησού.

Η εκλογή των δώδεκα αποστόλων

12 Εκείνες τις ημέρες ανέβηκε ο Ιησούς στο βουνό για να προσευχηθεί. Όλη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό.

13 Όταν ξημέρωσε, φώναξε κοντά του τους μαθητές του κι απ’ αυτούς διάλεξε δώδεκα, τους οποίους ονόμασε αποστόλους:

14 Το Σίμωνα, που του έδωσε το όνομα Πέτρος, και τον αδερφό του τον Ανδρέα· τον Ιάκωβο, τον Ιωάννη, το Φίλιππο, το Βαρθολομαίο·

15 το Ματθαίο, το Θωμά, τον Ιάκωβο, γιο του Αλφαίου, το Σίμωνα, που λεγόταν Ζηλωτής·

16 τον Ιούδα, γιο του Ιακώβου, και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, αυτόν που έγινε προδότης.

Ο Ιησούς διδάσκει και θεραπεύει

17 Ο Ιησούς με τους μαθητές του κατέβηκε από το βουνό και στάθηκε σε μια πεδιάδα. Ένα μεγάλο πλήθος μαθητών του, καθώς και πολύς λαός απ’ όλη την Ιουδαία, από την Ιερουσαλήμ και τις παραλιακές πόλεις της Τύρου και της Σιδώνας

18 είχαν πάει εκεί για να τον ακούσουν και για να θεραπευτούν από τις αρρώστιες τους. Ήρθαν ακόμα και όσοι υπέφεραν από ακάθαρτα πνεύματα· όλοι αυτοί θεραπεύτηκαν.

19 Όλος ο κόσμος προσπαθούσε να τον αγγίξει, γιατί μια δύναμη έβγαινε από πάνω του και θεράπευε τους πάντες.

Μακαρισμοί και ταλανισμοί

20 Τότε ο Ιησούς στράφηκε προς τους μαθητές του και τους είπε:

«Μακάριοι εσείς οι φτωχοί,

γιατί δική σας είναι η βασιλεία του Θεού.

21 Μακάριοι εσείς που τώρα πεινάτε,

γιατί θα σας χορτάσει ο Θεός.

Μακάριοι εσείς που τώρα κλαίτε,

γιατί θα χαρείτε.

22 Μακάριοι είστε, άμα σας μισήσουν οι άνθρωποι και σας διώξουν απ’ τις συναγωγές και σας χλευάσουν και δυσφημίσουν το όνομά σας εξαιτίας του Υιού του Ανθρώπου.

23 Χαρείτε όταν συμβεί αυτό, κι από χαρά σκιρτήστε· γιατί ο Θεός θα σας ανταμείψει με το παραπάνω στον ουρανό. Τα ίδια έκαναν και οι πρόγονοί τους στους προφήτες.

24 Αλίμονο όμως σ’ εσάς τους πλουσίους,

γιατί την αμοιβή σας την έχετε πάρει ήδη σ’ αυτό τον κόσμο.

25 Αλίμονο σ’ εσάς που τώρα είστε χορτάτοι

γιατί θα πεινάσετε.

Αλίμονο σ’ εσάς που τώρα γελάτε,

γιατί θα θρηνήσετε και θα κλάψετε.

26 Αλίμονο αν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν, γιατί το ίδιο έκαναν κι οι πρόγονοί τους στους ψευδοπροφήτες».

Αγαπάτε τους εχθρούς σας

27 «Σ’ εσάς όμως που μ’ ακούτε λέω: Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν·

28 δίνετε ευχές σ’ όσους σας δίνουν κατάρες, προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται.

29 »Σ’ όποιον σε χαστουκίζει στο ένα μάγουλο, γύριζε και το άλλο· κι αν κάποιος σου πάρει το πανωφόρι, μην τον εμποδίσεις να πάρει και το πουκάμισο.

30 Σ’ όποιον σου ζητάει κάτι δίνε το, κι αν κάποιος σου πάρει αυτό που σου ανήκει, μη ζητάς να σου το επιστρέψει.

31 Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, έτσι ακριβώς να συμπεριφέρεστε κι εσείς σ’ αυτούς.

32 Γιατί, αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Αφού και οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν.

33 Κι αν κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας κάνουν καλό, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν.

34 Αν δανείζετε σ’ όσους ελπίζετε να σας τα επιστρέψουν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν στους ομοίους τους για να τα πάρουν πίσω.

35 »Αντίθετα, εσείς ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε το καλό και να δανείζετε, χωρίς να περιμένετε να πάρετε πίσω τίποτα. Έτσι, ο Θεός, που είναι καλός ακόμα και με τους αχάριστους και τους κακούς, θα σας ανταμείψει με το παραπάνω και θα σας κάνει παιδιά του.

36 Να είστε λοιπόν σπλαχνικοί, όπως σπλαχνικός είναι κι ο Θεός Πατέρας σας».

Κρίση και κατάκριση

37 «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός. Μην τους καταδικάζετε, για να μη σας καταδικάσει κι εσάς ο Θεός. Συγχωρείτε, για να σας συγχωρήσει κι εσάς ο Θεός.

38 Δίνετε, για να σας δώσει κι εσάς ο Θεός. Η δωρεά του θα είναι πλούσια, άφθονη, τέλεια και ξέχειλη· γιατί, ό,τι μέτρο χρησιμοποιείτε για τους άλλους, το ίδιο θα χρησιμοποιήσει και για σας ο Θεός».

39 Επίσης τους είπε ο Ιησούς και μια παρομοίωση: «Μπορεί ένας τυφλός να οδηγήσει έναν άλλον τυφλό; Δεν θα πέσουν κι οι δυο στο χαντάκι;

40 Ένας μαθητής δεν μπορεί να είναι πάνω από το δάσκαλό του· όποιος όμως καταρτιστεί τέλεια, μπορεί να φτάσει το δάσκαλό του.

41 »Γιατί βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδερφού σου και δε νιώθεις ολόκληρο δοκάρι που είναι στο δικό σου μάτι;

42 Πώς μπορείς να λες στον αδερφό σου, “αδερφέ, άφησε να βγάλω το σκουπιδάκι από το μάτι σου”, όταν εσύ ο ίδιος δε βλέπεις ολόκληρο δοκάρι στο μάτι σου; Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδερφού σου».

Το κριτήριο της καλοσύνης

43 «Ένα καλό δέντρο δεν κάνει άχρηστο καρπό, ούτε πάλι ένα άχρηστο δέντρο μπορεί να κάνει καλό καρπό.

44 Κάθε δέντρο αναγνωρίζεται από τον καρπό που παράγει. Δε μαζεύουμε σύκα απ’ τ’ αγκάθια ούτε τρυγάμε σταφύλια από τα βάτα.

45 Ο καλός άνθρωπος βγάζει το καλό από το αγαθό απόθεμα της καρδιάς του, κι ο κακός από το κακό απόθεμα της καρδιάς του βγάζει το κακό. Γιατί, το στόμα του ανθρώπου μιλάει από το περίσσευμα της καρδιάς».

Η αξία της εφαρμογής των λόγων του Θεού

46 «Γιατί με προσφωνείτε “Κύριε, Κύριε” και δεν εφαρμόζετε αυτά που σας λέω;

47 Όποιος έρχεται σ’ εμένα κι ακούει τα λόγια μου και τα εφαρμόζει, θα σας δείξω με ποιον μοιάζει:

48 Μοιάζει με έναν που για να χτίσει το σπίτι του, έσκαψε βαθιά, κι έβαλε τα θεμέλια πάνω σ’ ένα βράχο. Έτσι όταν έγινε πλημμύρα κι έπεσαν ποτάμι τα νερά πάνω στο σπίτι, δεν μπόρεσαν να το σαλέψουν, γιατί είχε θεμελιωθεί πάνω στο βράχο.

49 Αντίθετα, αυτός που ακούει τα λόγια μου και δεν τα εφαρμόζει, μοιάζει με έναν, που έχτισε το σπίτι του πάνω στο χώμα, χωρίς θεμέλια. Μόλις έπεσαν ποτάμι τα νερά πάνω στο σπίτι, γκρεμίστηκε και η ζημιά που έπαθε ήταν μεγάλη».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LUK/6-f54b48c2982e8b1297a0388b622a3de4.mp3?version_id=173—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 7

Ο Ιησούς θεραπεύει το δούλο του εκατόνταρχου

1 Όταν τελείωσε ο Ιησούς τη διδασκαλία του προς το λαό, πήγε στην Καπερναούμ.

2 Εκεί ο δούλος κάποιου εκατόνταρχου ήταν βαριά άρρωστος, ετοιμοθάνατος. Ο εκατόνταρχος, που αγαπούσε πολύ το δούλο του,

3 όταν άκουσε για τον Ιησού, έστειλε Ιουδαίους πρεσβυτέρους να τον παρακαλέσουν να έρθει να σώσει το δούλο του.

4 Εκείνοι πήγαν στον Ιησού και τον θερμοπαρακαλούσαν: «Αξίζει να τον βοηθήσεις», του έλεγαν,

5 «γιατί αγαπάει το έθνος μας, και τη συναγωγή αυτός μας την έχτισε».

6 Όταν όμως ο Ιησούς προχωρώντας μαζί τους είχε κιόλας φτάσει κοντά στο σπίτι, ο εκατόνταρχος έστειλε φίλους και του είπε: «Κύριε, μην κάνεις τον κόπο· δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου·

7 γι’ αυτό και δε θεώρησα τον εαυτό μου άξιο να σ’ επισκεφθεί. Ένα λόγο πες μόνο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου.

8 Εγώ ξέρω από εξουσία· είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω και στρατιώτες στη διοίκησή μου. Στον ένα λέω “πήγαινε” και πηγαίνει, στον άλλο λέω “έλα” κι έρχεται, και στο δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει».

9 Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο Ιησούς, τον θαύμασε· και γυρίζοντας προς το πλήθος που τον ακολουθούσε είπε: «Σας βεβαιώνω πως τέτοια πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα!»

10 Όταν οι φίλοι του εκατόνταρχου γύρισαν στο σπίτι, βρήκαν τον άρρωστο δούλο θεραπευμένο.

Ο Ιησούς ανασταίνει το γιο μιας χήρας στη Ναΐν

11 Ύστερα πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος.

12 Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε.

13 Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις».

14 Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς».

15 Ο νεκρός ανακάθισε κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του.

16 Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξαζαν το Θεό: «Μεγάλος προφήτης», έλεγαν, «εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του!»

17 Έτσι διαδόθηκε αυτή η φήμη για τον Ιησού σ’ ολόκληρη την Ιουδαία και στα περίχωρα.

Ο Ιησούς και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής

18 Οι μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή τον πληροφόρησαν για όλα όσα συνέβησαν.

19 Τότε ο Ιωάννης φώναξε δύο από τους μαθητές του και τους έστειλε να ρωτήσουν τον Ιησού: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας που είναι να έρθει ή να περιμένουμε κανέναν άλλο;»

20 Αυτοί πήγαν στον Ιησού και του είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μάς έστειλε σ’ εσένα και ρωτάει αν εσύ είσαι ο Μεσσίας που πρόκειται να έρθει ή να περιμένουμε άλλον».

21 Εκείνη την ώρα ο Ιησούς είχε γιατρέψει πολλούς αρρώστους, βαριά ασθενείς και δαιμονισμένους, και χάρισε το φως σε πολλούς τυφλούς.

22 Έτσι γύρισε και τους είπε: «Να πάτε να πείτε στον Ιωάννη αυτά που είδατε κι ακούσατε:

Τυφλοί ξαναβλέπουν, κουτσοί περπατούν,

λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούν,

νεκροί ανασταίνονται, φτωχοί ακούνε το χαρμόσυνο άγγελμα.

23 Και μακάριος είναι όποιος δε χάσει την εμπιστοσύνη του σ’ εμένα».

24 Όταν έφυγαν οι μαθητές του Ιωάννη, ο Ιησούς άρχισε να μιλάει στον κόσμο για τον Ιωάννη: «Τι βγήκατε να δείτε στην έρημο; Ένα καλάμι που το πάει πέρα δώθε ο άνεμος;

25 Ή μήπως βγήκατε να δείτε κανέναν ντυμένο με πολυτελή ρούχα; Όσοι φοράνε λαμπρά ρούχα και ζουν με απολαύσεις βρίσκονται στ’ ανάκτορα.

26 Τι βγήκατε λοιπόν να δείτε; Έναν προφήτη, δεν είν’ έτσι; Ναι, σας βεβαιώνω μάλιστα πως αυτός είναι περισσότερο από προφήτης.

27 Είναι αυτός για τον οποίο λέει η Γραφή:

Εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου

πριν από σένα,

για να προετοιμάσει το δρόμο σου.

28 Σας βεβαιώνω πως μάνα δε γέννησε ως τώρα προφήτη πιο μεγάλο από τον Ιωάννη το Βαπτιστή· ο πιο μικρός όμως στη βασιλεία του Θεού είναι μεγαλύτερός του».

29 Όλος ο κόσμος, που άκουσε το κήρυγμα του Ιωάννη, ακόμη και οι τελώνες, βαφτίστηκαν απ’ αυτόν, γιατί πίστεψαν πως τον είχε στείλει ο Θεός.

30 Αντίθετα, οι Φαρισαίοι και οι νομοδιδάσκαλοι, με το να μη βαφτιστούν από τον Ιωάννη, αρνήθηκαν αυτό που ήθελε ο Θεός γι’ αυτούς.

31 «Με τι, λοιπόν, να παρομοιάσω τη σημερινή γενιά των ανθρώπων; Με τι μοιάζουν;

32 Μοιάζουν με τα παιδιά που κάθονται στην αγορά, και η μια ομάδα φωνάζει στην άλλη και λέει: “σας παίξαμε με τη φλογέρα χαρούμενα τραγούδια, μα εσείς δε χορέψατε· σας τραγουδήσαμε μοιρολόγια, μα εσείς δεν κλάψατε”.

33 Το ίδιο κάνετε κι εσείς: Ήρθε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής που δεν έτρωγε φαΐ και δεν έπινε κρασί, και τον βγάλατε δαιμονισμένο.

34 Ήρθε ο Υιός του Ανθρώπου, που τρώει και πίνει, και λέτε “φαγάς και οινοπότης είν’ αυτός, που κάνει παρέα με τελώνες και αμαρτωλούς”.

35 Και όμως, η σοφία του Θεού δικαιώθηκε στο πρόσωπο όλων των απεσταλμένων της!»

Ο Ιησούς συγχωρεί μια αμαρτωλή γυναίκα

36 Κάποιος Φαρισαίος προσκάλεσε τον Ιησού σε γεύμα. Ο Ιησούς μπήκε στο σπίτι του Φαρισαίου και κάθισε στο τραπέζι.

37 Στην πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα· όταν άκουσε ότι ο Ιησούς γευματίζει στο σπίτι του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο,

38 στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια του και κλαίγοντας τα έβρεχε με τα δάκρυά της και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της· τα φιλούσε και τα άλειφε με το μύρο.

39 Όταν το είδε αυτό ο Φαρισαίος που τον είχε προσκαλέσει, είπε από μέσα του: «Αν ο άνθρωπος αυτός ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει· γιατί είναι αμαρτωλή».

40 Ο Ιησούς απάντησε σ’ αυτές τις σκέψεις του και του είπε: «Σίμων, έχω κάτι να σου πω». «Πες μου Διδάσκαλε», είπε εκείνος.

41 «Δύο άνθρωποι χρωστούσαν λεφτά σε κάποιον δανειστή· ο ένας πεντακόσια δηνάρια κι ο άλλος πενήντα.

42 Επειδή όμως δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δυο. Πες μας λοιπόν, ποιος από τους δυο θα του χρωστάει μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη;»

43 Ο Σίμων αποκρίθηκε: «Νομίζω εκείνος στον οποίο χάρισε τα περισσότερα». «Ορθά έκρινες», του είπε ο Ιησούς·

44 και ρίχνοντας τη ματιά του στη γυναίκα τού είπε: «Βλέπεις ετούτη τη γυναίκα; Όταν μπήκα στο σπίτι σου, δε μου έπλυνες με νερό τα πόδια. Αυτή, αντίθετα, με δάκρυα μου έπλυνε τα πόδια και μου τα σκούπισε με τα μαλλιά της.

45 Ένα φίλημα δε μου ’δωσες· ενώ αυτή, από τη στιγμή που μπήκε, δεν έπαψε να μου φιλάει τα πόδια.

46 Το κεφάλι μου δεν μου το άλειψες με λάδι, ενώ αυτή μου άλειψε με μύρο τα πόδια.

47 Γι’ αυτό, λοιπόν, σε βεβαιώνω πως οι πολλές της αμαρτίες συγχωρήθηκαν, όπως δείχνει η πολλή ευγνωμοσύνη της. Σ’ όποιον συγχωρούνται λίγες αμαρτίες, αυτός δείχνει λίγη ευγνωμοσύνη».

48 Και στη γυναίκα είπε: «Οι αμαρτίες σου συγχωρήθηκαν».

49 Όσοι κάθονταν μαζί με τον Ιησού στο τραπέζι άρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Ποιος είναι αυτός που ακόμη και αμαρτίες συγχωρεί;»

50 Μετά ο Ιησούς είπε στη γυναίκα: «Η πίστη σου σ’ έσωσε· πήγαινε στο καλό».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/LUK/7-6c32b71952c1e7209c315894ee5bd24c.mp3?version_id=173—