Categories
ΗΣΑΪΑΣ

ΗΣΑΪΑΣ 62

Η αποκατάσταση της Ιερουσαλήμ

1 Για σένα Σιών δεν θα σωπάσω, ούτε για σένα θα ησυχάσω, Ιερουσαλήμ, ωσότου ολόλαμπρη προβάλει η λύτρωσή σου, λαμπάδα αναμμένη η σωτηρία σου.

2 Τα έθνη θα δουν τη λύτρωσή σου και όλοι οι βασιλιάδες τη δόξα σου. Θα ονομαστείς μ’ ένα καινούργιο όνομα που θα σ’ το δώσει ο Κύριος ο ίδιος.

3 Θα ’σαι στεφάνι ατίμητο στο χέρι του Κυρίου, μες στην παλάμη του Θεού σου στέμμα βασιλικό.

4 Και τ’ όνομά σου πια δε θα ’ναι “η εγκαταλειμμένη” ούτε η χώρα σου θα ονομάζεται πια “η έρημη” αλλά θα λέγεσαι “η αγαπημένη του Θεού” κι η χώρα σου θα λέγεται “η γυναίκα του”· γιατί ο Κύριος θα σε ξαναγαπήσει και θα ’ναι για τη χώρα σου ο άντρας της.

5 Όπως ο νέος ενώνεται σε γάμο με παρθένα, έτσι κι ο πλάστης σουμ’ εσένα θα ενωθεί. Κι όπως χαρά για το γαμπρό είναι η νύφη, έτσι χαρά για το Θεό σου θα ’σαι εσύ.

6 Πάνω στα τείχη σου, έβαλα φρουρούς, Ιερουσαλήμ· ολημερίς κι ολονυχτίς δεν πρέπει να σωπάσουν. Εσείς, φρουροί, που όλα τα υπενθυμίζετε στον Κύριο, μην ησυχάζετε καθόλου.

7 Κι αυτόν μην τον αφήνετε να ησυχάσει, ωσότου αποκαταστήσει την Ιερουσαλήμ, ωσότου κάνει πάνω στη γη όλοι να τη δοξάσουν.

8 Ο Κύριος έδωσε ένορκη υπόσχεση στο λαό του και με την παντοδυναμία του την εγγυήθηκε: «Το στάρι σου δεν θα το δώσω πια να τρέφονται οι εχθροί σου και το κρασί σου, που γι’ αυτό κουράστηκες, δε θα το πίνουν πια οι αλλοεθνείς.

9 Μα αυτοί που θα θερίζουν κι αυτοί που θα τρυγούν, θα τρώνε το ψωμί· το κρασί θα πίνουν στις άγιες μου αυλές κι αυτοί θα με δοξάζουν».

10 Περάστε εσείς, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, βγείτε απ’ της πόλης σας τις πύλες! Το δρόμο ετοιμάστε για το λαό που επιστρέφει! Ανοίξτε, ανοίξτε δρόμο, κι από τις πέτρες καθαρίστε τον, σημαία σηκώστε να τη βλέπουν οι λαοί!

11 Ο Κύριος διακήρυξε στα πέρατα της γης: «Πείτε στην πόλη της Σιών, “νάτος ο σωτήρας σου, έρχεται! Φέρνει μαζί του το λαό που έσωσε· αυτός είναι η ανταμοιβή του”».

12 Θα λέγονται «άγιος λαός», από τον Κύριο λυτρωμένος· κι εσύ θα ονομαστείς «πόλη ποθητή», όχι εγκαταλειμμένη.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/ISA/62-af37dd0f9b073fabd3e8d68503f4ad6b.mp3?version_id=173—

Categories
ΗΣΑΪΑΣ

ΗΣΑΪΑΣ 63

Η ημέρα της εκδίκησης του Κυρίου

1 Ποιος είν’ εκείνος που ’ρχεται από την Εδώμ, με ρούχα κόκκινα απ’ τη Βοσρά; Αυτός με τη λαμπρή στολή που περπατάει με δύναμη μεγάλη; «Εγώ, ο Κύριος, είμαι! Εκείνος που αποδίδω δικαιοσύνη και που να σώζω έχω τη δύναμη».

2 Γιατί είναι κόκκινη η στολή σου και σαν εκείνου που πατάει στο πατητήρι είναι τα ρούχα σου;

3 «Πάτησα μοναχός μου στο πατητήρι. Κανένας δε με βόηθησε απ’ τους λαούς. Απάνω στο θυμό μου τους ποδοπάτησα και τους σύντριψα πάνω στην οργή μου. Έτσι το αίμα τους πιτσίλισε τα ρούχα μου και λέρωσα όλη τη στολή μου.

4 Γιατί στο νου μου είχα να εκδικηθώ μια μέρα τους εχθρούς μου κι ήρθε η χρονιά για να λυτρώσω το λαό μου.

5 Κοίταξα γύρω μου, βοήθεια δεν υπήρχε! Κι έμεινα έκπληκτος που δεν ήταν ούτ’ ένας να μου παρασταθεί· έτσι το ίδιο μου το χέρι με βοήθησε και η οργή μου έγινε το στήριγμά μου.

6 Έτσι μες στο θυμό μου ποδοπάτησα τους λαούς και πάνω στην οργή μου τους κομμάτιασα κι έχυσα το αίμα τους στη γη».

Η καλοσύνη του Κυρίου προς τον Ισραήλ

7 Θα θυμηθώ, Κύριε, τις καλοσύνες σου,

εκείνες που μας κάνουν να σε υμνούμε·

όλα όσα έπραξες για μας,

την πλούσια αγαθότητα που έδειξες στον Ισραήλ

χάρη στο έλεός σου,

που ευεργεσίες σκορπίζει.

8 Είπες: «Αλήθεια είναι λαός μου αυτοί,

είναι παιδιά μου

που δε θ’ απιστήσουν».

Κι έτσι έγινες σωτήρας μας.

9 Μ’ όλες τις θλίψεις μας εσύ θλιβόσουν,

κι ο άγγελος της παρουσίας σου μας έσωσε·

με την αγάπη σου και με την ευσπλαχνία σου

πάντα εσύ μας λύτρωνες· μας σήκωσες,

μας κράτησες στην αγκαλιά σου

όλα τα χρόνια που περάσανε.

10 Εμείς όμως εξεγερθήκαμε

και καταθλίψαμε το άγιο σου το Πνεύμα·

έτσι κι εσύ μας έγινες εχθρός

κι ο ίδιος μάς πολέμησες.

11 Και τότε θυμηθήκαμε τις μέρες τις παλιές

του Μωυσή του δούλουσου.

Κι είπαμε:

«Πού είν’ αυτός που απ’ το νερό έβγαλε το Μωυσή,

ποιμένατου ποιμνίου του,

κι έβαλε μέσα του το άγιο του το Πνεύμα;

12 Πού είν’ αυτός που τους οδήγησε,

στέκοντας στα δεξιά του Μωυσή,

με το ένδοξό του χέρι,

αυτός που έσκισε μπροστά τους τα νερά,

κι απόκτησε έτσι δόξα αιώνια;

13 Αυτός μέσ’ από της θάλασσας τα βάθη τους οδήγησε,

χωρίς καθόλου να σκοντάψουν,

όπως βαδίζει το άλογο στην έρημο.

14 Σαν το κοπάδι που κατηφορίζει

να βρει ασφάλεια στη ρεματιά,

το Πνεύμα του Κυρίου τους οδηγούσε

να βρουν ανάπαυση.

Έτσι εσύ οδηγούσες το λαό σου, Κύριε,

για να δοξάζεσαι αιώνια».

15 Ρίξε ένα βλέμμα, Κύριε, από τον ουρανό,

από την άγια, την ένδοξή σου κατοικία, και δες!

Πού είν’ η φλογερή αγάπη σου κι η δύναμή σου,

η ευσπλαχνία σου και η στοργή σου;

Τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν αισθανόμαστε.

16 Εσύ είσαι ο Πατέρας μας.

Αλήθεια, ο Αβραάμ δεν μας γνωρίζει,

κι ο Ιακώβ δεν μας αναγνωρίζει.

Εσύ, είσαι, Κύριε, ο Πατέρας μας!

Απ’ τους αιώνες τ’ όνομά σου, είναι «ο Λυτρωτής μας».

17 Γιατί, Κύριε, μας αφήνεις να πλανιόμαστε

από το δρόμο σου μακριά,

και την καρδιά μας τη σκληραίνεις,

έτσι που να μη σ’ υπακούμε πια;

Γύρνα πίσω σ’ εμάς, για χάρη των δούλων σου,

για χάρη των φυλών που σου ανήκουν.

18 Μόνο για λίγο, εμείς, ο άγιος λαός σου,

τη γη μας την κρατήσαμε.

Τώρα οι εχθροί μας μόλυναν το αγιαστήριό σου.

19 Έχουμε γίνει σαν ποτέ να μη μας εξουσίαζες,

σαν να μην ήμασταν ποτέ δικοί σου.

Μακάρι ν’ άνοιγες τους ουρανούς και να κατέβαινες,

να τρέμαν’ τα βουνά στην παρουσία σου!

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/ISA/63-fd34d76dccc520b7969ef836f665b824.mp3?version_id=173—

Categories
ΗΣΑΪΑΣ

ΗΣΑΪΑΣ 64

1 Θα ήσουνα σαν τη φωτιά που καίει τους θάμνους

και κάνει να κοχλάζουν τα νερά,

έτσι που οι εχθροί σου να γνωρίσουν τι Θεός είσαι,

και τα έθνη να τρέμουν στην παρουσία σου.

2 Άλλοτε, έκανες πράξεις τρομερές, που δεν τις περιμέναμε!

Κάποτε που κατέβηκες, τρέμαν’ στην παρουσία σου τα όρη.

3 Απ’ την πολύ παλιά εποχή οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει τίποτα,

δεν έχουνε ακούσει,

ούτ’ έχουν δει κάποιον θεό άλλον εκτός από σένα,

που να βοηθάει όσους ελπίζουνε σ’ αυτόν.

4 Φέρεσαι φιλικά σ’ εκείνους

που πράττουνε με προθυμία ό,τι είναι δίκαιο,

σ’ εκείνους που τηρούν τις εντολές σου.

Εσύ οργίστηκες μ’ εμάς,

αλλά εμείς δεν πάψαμε να αμαρτάνουμε απέναντί σου·

απ’ τα παλιά τα χρόνια είμαστε αποστάτες.

5 Όλοι μας μολυνθήκαμε,

κι όλη η δικαιοσύνη μας είναι σαν ρούχο ρυπαρό.

Όλοι μας σαν το φύλλο μαραινόμαστε,

κι η ανομία μας καθώς ο άνεμος μας διασκορπίζει.

6 Κανένας δεν επικαλείται τ’ όνομά σου

ούτε και σκέφτεται να σ’ εμπιστευτεί.

Έκρυψες πια από μας το πρόσωπό σου,

και να υποφέρουμε, μας άφησες,

τα επακόλουθα των αμαρτιών μας.

7 Ωστόσο, Κύριε, εσύ είσαι ο Πατέρας μας.

Εμείς είμαστε ο πηλός, ο πλάστης μας εσύ ’σαι·

όλοι μας έργο των χεριών σου είμαστε.

8 Γι’ αυτό και μην οργίζεσαι, Κύριε, υπέρμετρα

και μην κρατάς στη μνήμη σου

την ανομία μας για πάντα.

Μα κοίταξε, λοιπόν· όλοι εμείς είμαστε ο λαός σου.

9 Οι άγιες σου οι πόλεις ερημώθηκαν·

η Σιών έγινε έρημος, η Ιερουσαλήμ ερείπια.

10 Ο άγιος και ωραίος μας ναός,

όπου σε υμνούσαν οι προπάτορές μας,

της φωτιάς έγινε παρανάλωμα,

όλα όσα μας ευχαριστούσαν ερειπώθηκαν.

11 Μπορείς, Κύριε, να μένεις απαθής

μπρος σ’ όλα αυτά;

Μπορείς να σιωπάς και να μας ταπεινώνεις ως το έπακρο;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/ISA/64-7ebcb5333bffeb90a4cda2219180793e.mp3?version_id=173—

Categories
ΗΣΑΪΑΣ

ΗΣΑΪΑΣ 65

Ανταμοιβή των πιστών

1 Ο Κύριος λέει: «Έτοιμος ήμουν ν’ απαντήσω, αλλά κανείς δε με ρωτούσε· πάντα μπορούσαν να με βρουν, αλλά κανείς δεν έψαχνε για μένα. Έλεγα, “εδώ είμαι, σας ακούω!” Μα σ’ ένα έθνος το ’λεγα που δε μ’ επικαλέστηκε ποτέ του.

2 Τα χέρια μου όλη τη μέρα άπλωνα σ’ ένα λαό αποστάτη, που κακό δρόμο ακολουθεί και που τον σέρνουν οι επιθυμίες του·

3 σ’ ένα λαό που συνεχώς αδιάντροπα με προκαλεί, στους κήπους μέσα τις θυσίες του προσφέρει, σε κεραμίδια πάνω καίει το θυμίαμα·

4 σε ανθρώπους που στα μνήματα περνούν τη μέρα τους και διανυκτερεύουν στις σπηλιές, τρώνε το κρέας το χοιρινό και είναι μολυσμένα από τα φαγητά των θυσιών τα σκεύη τους·

5 σ’ αυτούς που λένε, “φύγε από κοντά μου, μη μ’ αγγίζεις, γιατί είμαι άγιος!”

»Αυτοί μου ανάβουν το θυμό και καίει όλη τη μέρα σαν φωτιά.

6 Νάτο, το ’χω γραμμένο εδώ μπροστά μου: “δε θα σωπάσω πριν να τιμωρήσω

7 τις ανομίες τις δικές τους και των πατέρων τους μαζί. Αυτούς που πάνω στα βουνά τα είδωλα θυμιάτιζαν και στις κορυφές των λόφων με βλαστημούσαν, όπως το αξίζουν θα τους τιμωρήσω, σύμφωνα με τα έργα τους”. Εγώ, ο Κύριος, το λέω».

8 Και συνεχίζει ο Κύριος: «Όταν ένα σταφύλι έχει χυμό, λένε “μην το καταστρέφεις, γιατί έχει μέσα του ευλογία”. Αυτό κι εγώ θα κάνω για χάρη των δούλων μου: δε θα καταστρέψω το λαό στο σύνολό του.

9 Θα κάνω να βγουν τέκνα από τον Ιακώβ, κι απ’ τον Ιούδα απόγονοι. Θα γίνουν τα βουνά μου κτήμα των εκλεκτών μου, των δούλων μου, κι εκεί θα κατοικήσουν.

10 Τότε η Σαρών θα γίνει η μάντρα των προβάτων τους, και η κοιλάδα Αχώρ,των γελαδιών βοσκή, για χάρη του λαού μου, που με ζήτησε.

11 »Εσάς όμως που με εγκαταλείψατε, που λησμονήσατε το άγιο μου βουνό, που για τον Γαδ προετοιμάζετε τραπέζι, και για να προσφέρετε σπονδές στον Μενί γεμίζετε τα κύπελα,

12 εσάς θα σας παραδώσω στη σφαγή. Όλοι σας θα εξολοθρευθείτε, γιατί σας κάλεσα και δεν αποκριθήκατε. Μιλούσα, μα εσείς δεν ακούγατε. Κάνατε ό,τι θεωρώ εγώ κακό, και προτιμούσατε αυτό που με δυσαρεστεί.

13 »Γι’ αυτό, ακούστε τι λέω εγώ ο Κύριος, ο Θεός: Οι δούλοι μου θα ’χουν να φάνε, μα εσείς θα πεινάσετε· αυτοί θα ’χουν να πιουν, μα εσείς θα υποφέρετε απ’ τη δίψα. Αυτοί θα χαίρονται, μα εσείς θα ζείτε ντροπιασμένοι.

14 Οι δούλοι μου θα ψάλλουν απ’ τη μεγάλη τους χαρά, μα εσείς απ’ τη βαθιά σας θλίψη θα φωνάζετε, και θα ουρλιάζετε απ’ την απελπισία.

15 Θα αφήσετε στους εκλεκτούς μου το όνομά σας να το ’χουνε για τις κατάρες τους: “έτσι κι εσένα να σε θανατώσει ο Κύριος ο Θεός!” Αλλά στους δούλους μου εγώ θα δώσω ένα καινούριο όνομα.

16 Κι όποιος ποθεί ευλογημένος να ’ναι σ’ αυτή τη χώρα, θα ζητά να τον ευλογήσει ο αληθινός Θεός· κι όποιος σ’ αυτή τη χώρα ορκίζεται, όρκο θα παίρνει στον αληθινό Θεό».

Καινούριος ουρανός και καινούρια γη

Λέει ο Κύριος:

«Όλες οι θλίψεις οι αλλοτινές θα ξεχαστούν

και θα εξαφανιστούνε.

17 Καινούριο θα δημιουργήσω ουρανό, καινούρια γη·

τα περασμένα, τα παλιά, θα ξεχαστούνε,

και πια κανείς δε θα τα σκέφτεται.

18 »Αλλά θα ευχαριστιούνται όλοι και θα χαίρονται

για πάντα με τα όσα δημιουργώ,

γιατί θα κάνω την Ιερουσαλήμ πόλη χαράς

κι ευτυχισμένο το λαό της.

19 Κι εγώ θα χαίρομαι για την Ιερουσαλήμ,

θ’ αγάλλομαι για το λαό μου.

»Κλάματα δεν θ’ ακούγονται πια εκεί

ούτε και θρήνοι.

20 Βρέφος δεν θα υπάρχει εκεί που να ’χει λίγο μόνο ζήσει

ούτε και γέρος που να μη συμπληρώσει μακρόχρονη ζωή.

Γιατί αυτός που θα πεθαίνει στα εκατό θα θεωρείται νέος·

και όποιος δεν θα φτάνει στα εκατό

καταραμένος θα λογαριάζεται.

21-22 »Θα οικοδομούνε σπίτια ο λαός μου

κι οι ίδιοι θα τα κατοικούν·

αυτοί, κανένας άλλος.

Αμπέλια θα φυτεύουνε

κι οι ίδιοι θα τρώνε τον καρπό·

αυτοί, κανένας άλλος.

Μες στο λαό μου η ζωή θα διαρκεί σαν αιωνόβιο δέντρο·

θ’ απολαμβάνουν οι εκλεκτοί μου

τους καρπούς των κόπων τους.

23 Δε θα κοπιάζουν μάταια πια

ούτε και θα γεννούν παιδιά,

νεκρά για να τα δούνε,

γιατί εγώ ο Κύριος θα τους ευλογήσω,

εκείνους και τους απογόνους τους.

24 Ακόμα πριν προλάβουν να μου φωνάξουν,

εγώ θα τους έχω αποκριθεί·

ακόμα πριν τελειώσουν την προσευχή τους

εγώ θα κάνω να εκπληρώνεται.

25 Ο λύκος και το αρνί μαζί θα βόσκουνε

και το λιοντάρι άχυρο θα τρώει καθώς το βόδι·

το χώμα θα ’ναι του φιδιού η τροφή.

Κανένας δεν θα προξενεί ζημιά ούτε κακό

σ’ όλο μου το βουνό το άγιο.

Εγώ, ο Κύριος, το λέω».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/ISA/65-02a288072d26fe271eb64fbe3d7a154a.mp3?version_id=173—

Categories
ΗΣΑΪΑΣ

ΗΣΑΪΑΣ 66

Κρίση του Κυρίου

1 Ο Κύριος λέει: «Θρόνος μου είν’ ο ουρανός και υποπόδιό μου η γη. Τι είδους κατοικία μπορείτε εσείς να μου οικοδομήσετε, τι είδους τόπο για να μείνω εκεί;

2 Αυτά όλα τα ’κανε το χέρι μου κι οφείλουνε σ’ εμένα την ύπαρξή τους. Μα εγώ στον ταπεινό ρίχνω το βλέμμα μου, στον πονεμένο, και σ’ αυτόν όπου το λόγο μου φοβάται.

3 »Κάποιος για μένα θυσιάζει βόδι κι ο ίδιος πάλι σφάζει άνθρωπο. Θυσία μού προσφέρει ένα αρνί κι ο ίδιος μετά σκοτώνει κι έναν σκύλο. Καρπούς μού προσφέρει από τη μια, κι από την άλλη αίμα χοίρου. Σ’ εμένα καίει λιβάνι προσφοράς, ο ίδιος που τα είδωλα τιμάει. Αυτοί οι άνθρωποι διαλέγουν ένα δικό τους τρόπο για να ζούνε και βρίσκουν ευχαρίστηση στα είδωλα τα βδελυρά, που εγώ μισώ.

4 Γι’ αυτό κι εγώ αποφασίζω να τους ταλαιπωρήσω και να τους κάνω να υποστούν όλα όσα φοβούνται. Εγώ καλούσα και κανείς δεν απαντούσε, μιλούσα μα αυτοί δεν άκουγαν. Κάνανε ό,τι θεωρώ εγώ κακό, και προτιμούσαν αυτό που με δυσαρεστεί».

Η ευημερία της Σιών

5 Ακούστε τι λέει ο Κύριος, εσείς όλοι που τρέμετε στο λόγο του:

«Υπάρχουν συμπατριώτες σας που σας μισούν και σας αποφεύγουν επειδή είστε πιστοί σ’ εμένα: “ας δείξει ο Κύριος τη δύναμή του”, λένε ειρωνικά, “να σας δούμε να πανηγυρίζετε”, αλλά οι ίδιοι θα ταπεινωθούν.

6 »Ακούστε τις φωνές, το θόρυβο που έρχεται απ’ την πόλη! Ακούστε φωνές που ’ρχονται απ’ το ναό! Είναι του ίδιου του Κυρίου η φωνή, που τιμωρεί αντάξια τους εχθρούς του.

7-8 »Είδε ποτέ κανείς ή άκουσε γυναίκα ξάφνου να γεννά, δίχως να ’χει κοιλοπονέσει; Μπορεί ένα έθνος μονομιάς να γεννηθεί, μια χώρα να δημιουργηθεί σε μια μονάχα μέρα; Μα τώρα η μάνα Σιών, μόλις θα αισθανθεί τους πόνους της, αμέσως θα γεννήσει τα παιδιά της.

9 Εγώ που φέρνω τη γυναίκα ως την ώρα της, πώς θα την εμποδίσω να γεννήσει; Αν είμαι εγώ που ετοιμάζω κάθε γέννηση, πώς μπορώ εγώ και να τη σταματήσω, εγώ, ο Κύριος ο Θεός σας;

10 »Χαρείτε με την Ιερουσαλήμ μαζί, σκιρτήστε γι’ αυτήν, όσοι την αγαπάτε! Φωνάξτε τώρα από χαρά μαζί της, όλοι εσείς που πενθούσατε γι’ αυτήν,

11 για να γευθείτε μ’ ευχαρίστηση τη δόξα της, όπως χορταίνει το παιδί που στους μαστούς της μάνας του θηλάζει.

12 Εγώ θα σας νοιαστώ και θα σας θρέψω όπως η μάνα το βυζασταρούδι της, που το κρατάει στην αγκαλιά και το χαϊδολογάει μες στην ποδιά της.

13 Όπως η μάνα το παιδί της παρηγορεί, έτσι κι εγώ θα σας παρηγορήσω με τη χαρά της Ιερουσαλήμ.

14 Όταν αυτό το δείτε, η καρδιά σας θα γεμίσει από χαρά· το γέρικο κορμί σας θα ξανάβρει τη ζωή καθώς την άνοιξη θεριεύει η χλόη».

Ναι, ο Κύριος θα φανερώσει τη δύναμή του στους πιστούς του, μα στους εχθρούς του θα δείξει το θυμό του.

15 Θα ξεπροβάλει ο Κύριος μέσα απ’ τη φωτιά και τ’ άρματά του θα ’ναι σαν τον ανεμοστρόβιλο. Θα εκδηλώσει το θυμό του με μανία, την απειλή του με αστραπές.

16 Ο Κύριος με το ξίφος του το πύρινο κάθε άνθρωπο θα κρίνει. Και πολλοί θα ’ναι οι εξολοθρευμένοι απ’ αυτόν.

17 Και λέει ο Κύριος: «Αυτοί που κάνουν καθαρμούς και ετοιμάζονται μες στους ειδωλολατρικούς κήπους για να μπουν, αυτοί που μια ιέρεια ακολουθούν που μες στη μέση στέκεται, αυτοί που τρώνε κρέας χοιρινό, το κρέας των ερπετών ή και των ποντικιών, όλοι αυτοί θα εξοντωθούν.

18 Γνωρίζω ακριβώς τις πράξεις και τα σχέδιά τους».

Τα έθνη θα τιμήσουν το Θεό του Ισραήλ

Ο Κύριος λέει: «Έρχεται καιρός, που όλα τα έθνη, όποια γλώσσα κι αν μιλούν, θα τα συνάξω και θα ’ρθούνε για να δουν τη δόξα μου.

19 Σημείο θα τους δώσω της εξουσίας μου. Αυτούς που θα ’χουν διασωθεί θα τους στείλω στα έθνη να διακηρύξουνε τη δόξα μου: στη Θαρσείς, στην Πουλ, στη Λουδ, στη Μεσέχ, στην Τουβάλ και στην Ιαυάν, σε χώρες μακρινές, που τίποτα δεν έχουν μάθει για μένα, ούτε έχουν δει τη δόξα μου.

20 »Θα φέρουν πίσω όλους τους συμπατριώτες σας, απ’ όλα τα έθνη, προσφορά σ’ εμένα τον Κύριο, πάνω σε άλογα και σε άρματα, σε αμάξια σκεπαστά και σε μουλάρια και καμήλες, στο άγιο μου βουνό στην Ιερουσαλήμ, καθώς εσείς οι Ισραηλίτες την προσφορά σας φέρνετε στο ναό μου μέσα σε σκεύη καθαρά.

21 Μερικούς μάλιστα από αυτούς θα τους κάνω ιερείς μου και λευίτες.

22 »Όπως θα υπάρχουν πάντα ενώπιόν μου ο καινούριος ουρανός κι η γη η καινούρια, που εγώ θα δημιουργήσω, έτσι θα διαιωνίζονται οι απόγονοί σας και το δικό σας όνομα. Εγώ ο Κύριος το λέω.

23 Κάθε νουμηνία και κάθε Σάββατο θα έρχονται όλοι οι άνθρωποι και θα με προσκυνούν.

24 Βγαίνοντας έξω θα μπορούν να δουν τα πτώματα εκείνων που εναντίον μου επαναστάτησαν, γιατί τα βάσανά τους ποτέ δεν θα ’χουν τελειωμό και η φωτιά αιώνια θα τους καίει. Σε κάθε άνθρωπο αηδία θα προκαλούν».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/ISA/66-98cf5ac0f991f15f139f41c334178772.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 1

Το βιβλίο του Ιερεμία

1 Λόγοιτου Ιερεμία, γιου του Χελκία. Ο Ιερεμίας ανήκε σε μια ιερατική οικογένεια της Αναθώθ, περιοχής της φυλής Βενιαμίν.

2 Σ’ αυτόν μίλησε ο Κύριος για πρώτη φορά το δέκατο τρίτο έτος της βασιλείας του Ιωσία, γιου του Αμών,ο οποίος ήταν βασιλιάς του Ιούδα.

3 Και συνέχισε να του μιλάει όλο τον καιρό που βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο Ιωακίμ, γιος του Ιωσία, κι ως τότε που ο Σεδεκίας, άλλος γιος του Ιωσία, συμπλήρωσε έντεκα χρόνια βασιλιάς του Ιούδα –συγκεκριμένα ως τον πέμπτο μήνα εκείνου του έτους, οπότε οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία.

Ο Θεός καλεί τον Ιερεμία να μεταβιβάσει το λόγο του

4 Ο Κύριος μου είπε:

5 «Πριν ακόμη σε πλάσω μες στην κοιλιά της μάνας σου, σε διάλεξα, και πριν ακόμα γεννηθείς σε είχα ξεχωρίσει, για να είσαι προφήτης στα έθνη».

6 Τότε εγώ απάντησα: «Μα Κύριε, Θεέ, εγώ δεν ξέρω να κηρύττω το λόγο· είμαι ακόμη πολύ νέος».

7 Ο Κύριος μου αποκρίθηκε: «Μη λες πως είσαι ακόμη πολύ νέος· γιατί σε όλους όσους σε στέλνω θα πας, και όλα όσα σε διατάζω θα τα πεις.

8 Μη φοβάσαι κανέναν, γιατί εγώ είμαι μαζί σου για να σε προστατεύω. Εγώ το λέω, ο Κύριος».

9 Τότε ο Κύριος άπλωσε το χέρι του και άγγιξε τα χείλη μου. Και μου είπε: «Έτσι βάζω τα λόγια μου στο στόμα σου.

10 Πρόσεξε· από σήμερα θα έχεις την εξουσία στα έθνη και στα βασίλεια να ξεριζώνεις και να γκρεμίζεις, να καταστρέφεις και να ερημώνεις, να χτίζεις και να φυτεύεις».

11 Έπειτα ο Κύριος με ρώτησε: «Τι βλέπεις, Ιερεμία;» «Ένα κλαδί μυγδαλιάς», απάντησα.

12 «Καλά είδες», μου λέει, «κι εγώ επαγρυπνώγια να πραγματοποιήσω τα λόγια μου».

13 Ο Κύριος με ξαναρώτησε: «Τι βλέπεις;» Κι απάντησα: «Βλέπω ένα καζάνι που βράζει, με το στόμιο στραμμένο σ’ εμένα από το βορρά».

14 «Από το βορρά»,μού λέει, «θα ξεχυθεί η δυστυχία πάνω στους κατοίκους αυτής της χώρας».

15 Και συνέχισε ο Κύριος: «Θα καλέσω να έρθουν όλα τα έθνη απ’ το βορρά· οι βασιλιάδες τους θα στήσουν τους θρόνους τους γύρω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ και απέναντι από τις πύλες της· θα περικυκλώσουν όλες τις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα.

16 Τότε θα τους κρίνω για όλες τις κακίες τους, επειδή με εγκατέλειψαν και θυσίασαν σε άλλους θεούς και προσκύνησαν τα έργα που κατασκεύασαν με τα χέρια τους.

17 »Εσύ, όμως Ιερεμία, ετοιμάσου, και σήκω να τους πεις όλα όσα σε διατάζω. Μη τους φοβηθείς, για να μη σε κάνω στ’ αλήθεια να δειλιάσεις μπροστά τους.

18 Εγώ σήμερα σε κάνω δυνατό σαν πόλη οχυρωμένη, σαν σιδερένιο στύλο και σαν τείχος χάλκινο, ν’ αντισταθείς απέναντι σ’ όλη αυτή τη χώρα, στους βασιλιάδες του Ιούδα, στους άρχοντες, στους ιερείς και στο λαό της.

19 Θα σε πολεμήσουν, αλλά δε θα σε νικήσουν, γιατί εγώ θα είμαι μαζί σου για να σε προστατεύω. Εγώ το λέω, ο Κύριος».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/1-ff9958c521c8abd06b76c4f069a3b489.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 2

Απ’ την πηγή με το τρεχούμενο νερό σε δεξαμενές με ρωγμές

1 Ο Κύριος με πρόσταξε και μου είπε:

2 «Πήγαινε αυτό το μήνυμα στην Ιερουσαλήμ: “ακούστε τι λέει ο Κύριος: Θυμάμαι πόσο πιστή μού ήσουν στα νιάτα σου, και πόσο μ’ αγαπούσες όταν ήμασταν νιόπαντροι. Με είχες ακολουθήσει στην έρημο, σε γη που τίποτα δε φυτρώνει.

3 Τότε ανήκες μονάχα σ’ εμένα, όπως οι πρώτοι καρποί της σοδειάς. Όποιος τολμούσε να σ’ αγγίξει θα ήταν ένοχος και θα τον τιμωρούσα, λέει ο Κύριος”».

4 Το λόγο του Κυρίου ακούστε, απόγονοι του Ιακώβ, όλες οι φυλές του Ισραήλ!

5 Ο Κύριος λέει: «Σε τι έβλαψα τους προγόνους σας κι απομακρύνθηκαν από μένα; Στράφηκαν στα είδωλα και γι’ αυτό καταστράφηκαν.

6 Δεν ενδιαφερθήκατε για μένα, αν και σας έβγαλα απ’ την Αίγυπτο και σας οδήγησα μέσα από την έρημο, μέσ’ από γη με στέπες και χαράδρες, μέσ’ από γη ξερή και σκοτεινή, απάτητη και ακατοίκητη.

7 Σας έφερα σε καρποφόρα χώρα για να χαίρεστε τους καρπούς και τα καλύτερα αγαθά της, αλλά εσείς ήρθατε και μολύνατε τη χώρα μου, κάνατε μισητή τη χώρα που μου ανήκει.

8 Οι ιερείς σας δεν ενδιαφέρθηκαν για μένα· αυτοί οι ιερείς, που εξηγούν το νόμο μου, δε με γνώρισαν. Οι άρχοντες επαναστάτησαν εναντίον μου και οι προφήτες προφήτεψαν επικαλούμενοι το Βάαλ και λάτρεψαν τ’ άχρηστα είδωλα.

9 Γι’ αυτό εγώ, ο Κύριος, θα κατηγορήσω εσάς, μαζί ακόμη και τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας.

10 »Μακριά πηγαίνετε, στις χώρες της δύσης· και στην Κηδάρ στα ανατολικά στείλτε να δείτε· παρατηρήστε και θα διαπιστώσετε πως δεν ξανάγινε πράγμα σαν κι αυτό:

11 Ποτέ ένα έθνος τους θεούς του δεν τους άλλαξε, έστω κι αν δεν ήταν πραγματικοί θεοί. Κι όμως ο λαός μου εμένα, το δυνατό του Θεό, με αντικατέστησε με είδωλα ανίσχυρα.

12 Θαυμάστε ουρανοί γι’ αυτό, φρίξτε, βαθιά συγκλονιστείτε», λέει ο Κύριος.

13 «Διπλή αμαρτία έκανε ο λαός μου: Εμένα εγκατέλειψαν, πηγή τρεχούμενου νερού, και σκάψαν να ’χουνε δεξαμενές ρωγμές γεμάτες, που δεν μπορούν να συγκρατήσουν το νερό».

Πόσο πικρό είναι για τον άνθρωπο τον Κύριο να εγκαταλείπει

14 «Μήπως είναι δούλος ο Ισραήλ ή μήπως είναι δούλος οικογενής;Πώς κατάφερε να γίνει λάφυρο των εχθρών του;

15 Βρυχήθηκαν σαν τα λιοντάρια εναντίον του οι εχθροί, ξέσπασαν σε κραυγές, ερήμωσαν τη χώρα του· κάηκαν εντελώς οι πόλεις του, δεν έχουν πια κατοίκους.

16 Τώρα οι Αιγύπτιοι της Μέμφιδας και της Δάφνης θα έρθουν και θα του ξυρίσουν το κεφάλι.

17 Δεν φταις για όλα αυτά εσύ, που εγκατέλειψες τον Κύριο, τον Θεό σου, όταν σε οδηγούσε στην πορεία σου;

18 Και τώρα, τι προσδοκάς πηγαίνοντας στην Αίγυπτο να πιεις νερό από το Νείλο; Και τι προσδοκάς πηγαίνοντας στην Ασσυρία να πιεις νερό απ’ τον Ευφράτη;

19 Η ίδια σου η ασέβεια θα σε τιμωρήσει κι η απομάκρυνσή σου από μένα θα σε καταδικάσει. Θα μάθεις και θα δεις πόσο κακό είναι και πικρό τον Κύριο να εγκαταλείπεις, το Θεό σου, και πια να μην τον σέβεσαι. Εγώ ο Κύριος του σύμπαντος το λέω».

Ο λαός του Ισραήλ – γυναίκα άστατη και άπιστη

20 «Ήθελες από πάντα να συντρίψεις το ζυγό σου, να σπάσεις τις αλυσίδες σου. “Δε θέλω να υπηρετήσω” έλεγες. Πάνω σε κάθε ψηλό λόφο και κάτω από κάθε σκιερό δέντρο ξάπλωνες και πόρνευες.

21 Ενώ εγώ σε είχα φυτέψει σαν κλήμα εκλεκτό, από το σπόρο τον καλύτερο, εσύ έγινες αγριόκλημα, που πια δεν το αναγνωρίζω.

22 Όσο και αν πλένεσαι με νίτρο και χρησιμοποιείς ποτάσα άφθονη, η ανομία σου από μπροστά μου δεν θα εξαλειφθεί», λέει ο Κύριος ο Θεός.

23 «Και πώς μπορείς να λες: “εγώ δεν μολύνθηκα και δε λάτρεψα διόλου τους Βααλίμ”; Κοίτα τα ίχνη σου στην κοιλάδακαι αναγνώρισε το τι έχεις κάνει. Μοιάζεις με νεαρή καμήλα σε οργασμό, που τρέχει άσκοπα εδώ κι εκεί.

24 Μοιάζεις με άγριο θηλυκό γαϊδούρι, που μαθημένο είναι να ζει στην έρημο, λαχανιασμένο από τον οργασμό· ποιος μπορεί να το σταματήσει! Τ’ αρσενικά που το αναζητούν, το βρίσκουν εύκολα μπροστά τους, όταν είναι στον καιρό του.

25 Προσέξτε Ισραηλίτες, μήπως και λιώσουν τα ποδήματα στα πόδια σας και το λαρύγγι σας από το τρέξιμο ξεραθεί. Αλλά εσείς λέτε: “τι μας νοιάζει; Εμείς αγαπάμε τους ξένους θεούς και τους ακολουθούμε”».

Οι Ισραηλίτες θυμούνται το Θεό μόνο στην ανάγκη

26 «Όπως ο κλέφτης νιώθει ντροπή όταν τον πιάνουν, έτσι θα ντρέπεστε κι εσείς, Ισραηλίτες, οι βασιλιάδες σας κι οι άρχοντές σας, οι ιερείς σας κι οι προφήτες σας.

27 Λέτε στο ξύλο “εσύ είσαι πατέρας μας”, στην πέτρα “εσύ μας γέννησες”. Μου στρέψατε τα νώτα σας αντί για το πρόσωπό σας. Μα όταν σας βρούνε συμφορές, μού φωνάζετε “σήκω και σώσε μας!”

28 Πού είναι όμως οι θεοί σας, που κατασκευάσατε; Ας σηκωθούν, λοιπόν, να σας σώσουν, αν μπορούν, όταν σας βρούνε συμφορές. Γιατί οι θεοί σας είναι τόσοι πολλοί, όσες και οι πόλεις σας, λαέ του Ιούδα.

29 Γιατί κατηγορείτε εμένα, αφού όλοι σας επαναστατείτε εναντίον μου;» λέει ο Κύριος.

30 «Μάταια σας τιμώρησα· δε διορθωθήκατε. Καθώς αχόρταγο λιοντάρι, το ξίφος σας έφαγε τους προφήτες μου».

Ο λαός του Ισραήλ ξέχασε το Θεό του

31 «Εσείς, όμως, η σύγχρονη γενιά, ακούστε το λόγο του Κυρίου: Μήπως έγινα τόσο τρομερός για τους Ισραηλίτες, όπως η έρημος ή το βαθύ σκοτάδι; Λέτε, λαέ μου, “δε θέλουμε να έχουμε καμιά σχέση μαζί σου· δε θα ξαναγυρίσουμε σ’ εσένα”.

32 Μπορεί η κοπέλα να ξεχάσει τα στολίδια της ή μια νύφη το νυφικό της; Και όμως ο λαός μου με έχει ξεχασμένον εδώ κι αμέτρητους καιρούς».

Η ειδωλολατρία οδηγεί στην αδικία

33 «Πόσο καλά ξέρεις να τρέχεις πίσω από τους εραστές σου! Συνήθισες πια να διαπράττεις εγκλήματα.

34 Στα ρούχα σου υπάρχει αίμα αθώων φτωχών ανθρώπων, που δεν πιάστηκαν δα και να παραβιάζουν σπίτια!Μα η κατάρα για όλα αυτά τα έργα, πάνω σας θα ξεσπάσει.

35 Εσύ όμως λες: “είμαι αθώος. Ο Κύριος δεν είναι πια μαζί μου θυμωμένος”. Αλλά εγώ ο Κύριος θα σε κρίνω, γιατί ισχυρίζεσαι ότι δεν έχεις αμαρτήσει».

Καμιά συμμαχία δεν σώζει τον Ιούδα

36 «Γιατί τόσο εύκολα αλλάζεις πολιτική; Θα ντροπιαστείτε από την Αίγυπτο, όπως ντροπιαστήκατε από την Ασσυρία.

37 Θα φύγεις κι από ’κει καλύπτοντας το πρόσωπό σου με τα χέρια σου από ντροπή, γιατί εγώ, ο Κύριος έχω απορρίψει εκείνους που εσύ εμπιστεύεσαι. Τίποτα δεν θα πετύχεις μ’ αυτούς».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/2-32f6f31b629ab9d3e0c6474b595ad8a7.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 3

Η αμετανόητη πόρνη

1 Ο Κύριος λέει: «Αν κάποιος διώξει τη γυναίκα του, κι αυτή πάει και γίνει γυναίκα άλλου, μπορεί ο πρώτος να την ξαναπαντρευτεί; Όχι. Δεν είν’ αυτή η χώρα εντελώς μολυσμένη;Εσύ, Ισραήλ, πόρνεψες μ’ εραστές πολλούς και τώρα θέλεις να γυρίσεις σ’ εμένα;

2 Σήκω τα μάτια σου στους λόφους και δες πού δεν επόρνεψες; Σε ποιους δρόμους δεν κάθισες προσμένοντας τους εραστές σου, καθώς ο Άραβας στην έρημο, που καρτεράει το θύμα του; Με τις πορνείες σου και τις κακίες σου μόλυνες τη γη.

3 Γι’ αυτό δεν έπεσαν βροχές φθινόπωρο ούτε άνοιξη. Μοιάζεις πόρνη ξεδιάντροπη και τα λάθη σου δεν τ’ αναγνωρίζεις.

4 Και τώρα μου λες: “πατέρα μου, που μ’ αγαπάς από παιδί,

5 δε θα ’σαι αιώνια μαζί μου οργισμένος, δεν είν’ έτσι;” Αυτά είπες, Ισραήλ, αλλά δεν παύεις πεισματικά να κάνεις όσα κακά μπορείς».

Οι δυο μοιχαλίδες αδερφές

6 Την εποχή της βασιλείας του Ιωσία ο Κύριος μου είπε: «Είδες τι έπραξε αυτή η άπιστη γυναίκα, ο Ισραήλ; Πήγε πάνω σε κάθε ψηλό βουνό και κάτω από κάθε σκιερό δέντρο και πόρνεψε εκεί.

7 Κι αναλογίστηκα: Αφού χορτάσει μ’ όλα αυτά, θα γυρίσει σ’ εμένα· αλλά δε γύρισε. Και τα είδε αυτά ο Ιούδας, η άπιστη αδερφή του Ισραήλ.

8 Ακόμα είδα και τούτο: ότι ενώ εγώ έδιωξα τον Ισραήλ, την άπιστη γυναίκα, για όλες τις μοιχείες που είχε διαπράξει και της έδωσα το έγγραφο του διαζυγίου, ωστόσο η άλλη άπιστη γυναίκα, ο Ιούδας, δε φοβήθηκε αλλά πήγε και πόρνεψε κι εκείνη.

9 Με την αδιάντροπη πορνεία του μόλυνε τη χώρα και μοίχευε λατρεύοντας λιθάρια και ξύλα.

10 Και μ’ όλα αυτά ο Ιούδας, η άπιστη αδερφή του Ισραήλ, δεν επέστρεψε σ’ εμένα μ’ όλη του την καρδιά, αλλά προσποιητά. Εγώ το λέω, ο Κύριος».

Η επιστροφή του Ισραήλ είναι εφικτή

11 Ο Κύριος μου είπε: «Μολονότι ο Ισραήλ είχε απομακρυνθεί από μένα, αποδείχτηκε δικαιότερος από τον άπιστο Ιούδα.

12 Πήγαινε, λοιπόν, φώναξε κατά το βορράκαι πες: “ο Κύριος λέει: Γύρνα πίσω, άπιστη γυναίκα, Ισραήλ· δε θέλω να ξεσπάσει πάνω σου η οργή μου, γιατί εγώ είμαι πολυεύσπλαχνος. Δε θα είμαι για πάντα οργισμένος.

13 Μονάχα παραδέξου την ανομία σου, ότι απίστησες σ’ εμένα, τον Κύριο, το Θεό σου· στους ξένους παραδόθηκες θεούς κάτω από κάθε σκιερό δέντρο, και δεν υπάκουσες στις εντολές μου”».

Ελπίδα για τον Ιούδα και μετά την καταστροφή του

14 «Γυρίστε πίσω», λέει ο Κύριος, «παραστρατημένα παιδιά, γιατί σ’ εμένα ανήκετε. Θα πάρω έναν δυο από κάθε πόλη και φυλή και θα τους φέρω στη Σιών.

15 Θα σας δώσω ποιμένες όπως τους θέλω εγώ, και θα σας φροντίζουν με σύνεση και κατανόηση.

16 »Τότε», συνέχισε ο Κύριος, «όταν θα ’χετε γίνει πολυάριθμοι και θα ’χετε αυξηθεί στη χώρα αυτή, κανείς δε θα μιλάει πια για την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου ούτε κανείς θα τη σκέφτεται ούτε θα τη θυμάται ούτε θα τη χρειάζεται ούτε και θα την ξαναφτιάξει κανείς.

17 Εκείνον τον καιρό θα αποκαλούν την Ιερουσαλήμ “Θρόνο του Κυρίου” και θα συγκεντρώνονται σ’ αυτήν όλα τα έθνη στ’ όνομα του Κυρίου· δε θ’ ακολουθούν τις διαθέσεις της πονηρής καρδιάς τους.

18 Τότε θα ενωθεί ο Ιούδας με τον Ισραήλ, και θα ’ρθουνε μαζί από τη χώρα του βορρά στη χώρα που έδωσα στους πατέρες σας να την έχουν στην κατοχή τους».

Αχαριστία και απιστία του Ισραήλ

19 Ο Κύριος λέει: «Είχα αποφασίσει να σε δεχτώ σαν γιο μου,και να σου δώσω μια ονειρεμένη χώρα ιδιοκτησία σου, ένδοξη ανάμεσα στα έθνη. Κι αναλογιζόμουν ότι θα με αποκαλούσες “πατέρα” κι από μένα δεν θ’ απομακρυνόσουν.

20 Αλλά όπως μια γυναίκα απιστεί στον άντρα της, έτσι απίστησες σ’ εμένα, Ισραήλ».

Το παράπονο του Ιούδα και η πρόσκληση του Θεού για επιστροφή

21 Φωνή ακούστηκε από τους λόφους, θρήνος και παρακλήσεις των Ισραηλιτών, επειδή πήραν το στραβό δρόμο, λησμόνησαν τον Κύριο, το Θεό τους.

22 Αλλά ο Κύριος λέει: «Επιστρέψτε παραστρατημένα παιδιά· θα αποκαταστήσω το παραστράτημά σας».

«Ναι, Κύριε, ερχόμαστε σ’ εσένα, γιατί εσύ είσαι ο Θεός μας.

23 Στ’ αλήθεια, η θορυβώδης πολυπραγμοσύνηπάνω στα βουνά και στους λόφους δε μας βοηθάει· η βοήθειά μας, Κύριε, Θεέ μας, μόνο από σένα προέρχεται.

24 Από παλιά ο Βάαλ κατέφαγε καθετί που οι πρόγονοί μας είχαν αποκτήσει: τα πρόβατά μας, τα βόδια μας, τους γιους μας και τις κόρες μας.

25 Ζούμε μέσα στη ντροπή, βυθισμένοι στην ατιμία μας. Έτσι μας αξίζει, γιατί αμαρτήσαμε στον Κύριο, το Θεό μας, εμείς και οι πρόγονοί μας, από παλιά μέχρι σήμερα· δεν υπακούσαμε στις εντολές του».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/3-0dc756be3c0bf66b281983083c4292fe.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 4

1 «Αν θέλεις να επιστρέψεις, Ισραήλ, μπορείς να επιστρέψεις σ’ εμένα», λέει ο Κύριος. «Αν πετάξεις τα βδελυρά σου είδωλα να μην τα βλέπω, δε θα μείνεις άλλο χωρίς πατρίδα.

2 Κι αν ορκιστείς επικαλούμενος το όνομα του αληθινού Θεού και είσαι ειλικρινής, τίμιος και δίκαιος, τότε οι κάτοικοι των εθνών θα ευλογούν ο ένας τον άλλον χρησιμοποιώντας το όνομά μου και θα είναι υπερήφανοι που με γνωρίζουν».

3 Ο Κύριος λέει στους κατοίκους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ: «Οργώστε καλά τα χωράφια σας αντί να σπέρνετε ανάμεσα στ’ αγκάθια.

4 Κάμετε περιτομή που να ευχαριστεί εμένα τον Κύριο· περιτμηθείτε στις καρδιές σας, άντρες του Ιούδα και κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Αλλιώς θα ξεσπάσει ο θυμός μου φλογερός σαν τη φωτιά, που κανείς δε θα μπορεί πια να τη σβήσει· τόσες πολλές θα είναι οι κακές σας πράξεις».

Διακήρυξη στο βασίλειο του Ιούδα

5 Αναγγείλατε και κηρύξτε στους κατοίκους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ. Σαλπίστε με τη σάλπιγγα σ’ όλη τη χώρα, φωνάξτε δυνατά, και πείτε τους: «Συναχθείτε γρήγορα να μπούμε στις οχυρωμένες πόλεις!

6 Βάλτε στους δρόμους οδοδείκτες προς τη Σιών, τρέξτε να γλιτώσετε! Μη στέκεστε! Γιατί κακό θα φέρω απ’ το βορρά,καταστροφή μεγάλη».

7 Σαν το λιοντάρι που βγαίνει από το δάσος του, ξεκίνησε ο καταστροφέαςτων εθνών και βγήκε από τον τόπο του, τη χώρα σας για να ερημώσει· οι πόλεις σας θα καταστραφούν και κανείς κάτοικος δε θ’ απομείνει.

8 Γι’ αυτό, φορέστε πένθιμα, θρηνήστε και μοιρολογήστε: «δεν έπαψε ακόμη ο Κύριος να είναι φοβερά θυμωμένος μαζί μας».

9 «Τη μέρα εκείνη», λέει ο Κύριος, «ο βασιλιάς κι οι άρχοντες θα χάσουν το θάρρος τους. Οι ιερείς θα ταραχθούν και οι προφήτες θα εκπλαγούν.

10 Τότε θα παραπονιούνται:“αχ, Κύριε Θεέ, εξαπάτησες τελείως το λαό αυτό και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ· γιατί ενώ είπες πως θα ’χουμε ειρήνη, μάς έχουν βάλει το μαχαίρι στο λαιμό”.

11 Τότε θα πω κι εγώ στο λαό αυτό και στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ότι θα φυσήξει εναντίον τους ένας ζεστός άνεμος από τους λόφους της ερήμου. Δε θα ’ναι ο αέρας που λυχνίζουν και καθαρίζουν το στάρι·

12 θα είναι αέρας πιο δυνατός απ’ αυτόν και θα ’ρθει με διαταγή μου. Γιατί τώρα εγώ ο Κύριος θα ανακοινώσω τη δικαστική απόφαση εναντίον τους».

Οι εχθροί έρχονται από παντού

13 Έρχονται σύννεφο οι εχθροί κι είναι τ’ αμάξια τους ανεμοστρόβιλος· απ’ τους αετούς γοργότερα είναι τ’ άλογά τους. Αλίμονό μας! Είμαστε χαμένοι.

14 Ξέπλυνε τις κακίες της καρδιάς σου, Ιερουσαλήμ, για να σωθείς· ως πότε θα παραμένουν μέσα σου οι σκέψεις σου οι κακές;

15 Ακούστε λοιπόν: Οι αγγελιοφόροι φέρνουνε άσχημα νέα απ’ την περιοχή της Δαν κι απ’ τα βουνά του Εφραΐμ.

16 Προειδοποιήστε τα έθνη, ανακοινώστε το και στην Ιερουσαλήμ ότι έρχονται εχθροί από μακρινή χώρα με πολεμικές ιαχές ενάντια στις πόλεις του βασιλείου του Ιούδα.

17 Σαν φύλακες του αγρού την περικύκλωσαν, «γιατί επαναστάτησε εναντίον μου», λέει ο Κύριος.

18 Όλα αυτά σού τα προξένησαν η συμπεριφορά σου και τα έργα σου, λαέ του Ιούδα. Αυτή η κακία σας σάς έφερε πίκρα που έφτασε μέχρι την καρδιά σας.

Ο πόνος του Ιερεμία για την επερχόμενη καταστροφή

19 Τα σωθικά μου! Πονούν τα σωθικά μου! Σφαδάζω από τον πόνο! Η καρδιά μου πάει να σπάσει· δεν μπορώ να σωπάσω, γιατί άκουσα τον ήχο της σάλπιγγας, την πολεμική ιαχή.

20 Απανωτές ειδήσεις έρχονται για τις ήττες και τις καταστροφές. Όλη η χώρα ερημώνεται! Με μιας καταστραφήκαν οι σκηνές μας, τα παραπετάσματά μας σκίστηκαν.

21 Ως πότε θα βλέπω την πολεμική σημαία και θ’ ακούω τον ήχο της σάλπιγγας;

22 «Ο λαός μου είναι ανόητος», λέει ο Κύριος. «Δε με γνωρίζουν· είναι σαν τ’ άμυαλα παιδιά τα δίχως γνώση. Είναι πανούργοι για να κάνουν το κακό, μα το καλό δεν ξέρουν να το πράττουν».

23 Κοιτώ τη γη: έρημη είναι κι ασχημάτιστη· κοιτώ τους ουρανούς: ούτ’ ένα αστέρι.

24 Κοιτάζω τα βουνά: τρέμουν· όλοι οι λόφοι τραντάζονται.

25 Ψάχνω για ανθρώπους μα δε βρίσκω ούτ’ έναν· και για πουλιά, μα όλα έχουνε φύγει.

26 Κοιτώ την εύφορη τη γη: έγινε έρημος. Όλες οι πόλεις είναι ερείπια απ’ του Κυρίου το φοβερό θυμό.

27 Κι όλα αυτά, γιατί ο Κύριος είχε πει: «Όλη η χώρα θα ερημωθεί, αλλά ολοκληρωτική καταστροφή δεν θα προξενήσω.

28 Για τούτο θα πενθήσει η χώρα, θα σκοτεινιάσει ο ουρανός. Εγώ ο Κύριος μίλησα κι αποφάσισα· δε θα μετανιώσω ούτε θ’ ανακαλέσω».

29 Όλοι οι κάτοικοι της χώρας φεύγουν από το θόρυβο που κάνουν οι καβαλάρηδες· έρχονται οι τοξότες στα δάση κι ανεβαίνουν στους βράχους. Όλες οι πόλεις εγκαταλείπονται· κανένας πια δεν κατοικεί σ’ αυτές!

30 Κι εσύ, Ιερουσαλήμ, είσαι καταδικασμένη να καταστραφείς. Τι επιδιώκεις όταν ντύνεσαι στα κόκκινα, όταν φοράς χρυσά στολίδια και βάφεις τα μάτια σου με σκιές; Μάταια καλλωπίζεσαι! Οι εραστές σου θα σ’ εγκαταλείψουν, θα επιδιώξουν να σε σκοτώσουν.

31 Άκουσα μια φωνή, σαν της γυναίκας όταν την πιάνουν οι πόνοι του πρώτου της τοκετού. Είν’ η φωνή της Σιών που προσπαθεί να αναπνεύσει. Απλώνει τα χέρια της απελπισμένα και φωνάζει: «Βοήθεια! Με σκοτώνουν!»

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/4-e0d7e3f088e81baff6b09d6f20a323cd.mp3?version_id=173—

Categories
ΙΕΡΕΜΙΑΣ

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 5

Διεφθαρμένη πόλη

1 Ο Κύριος λέει: «Βαδίστε μέσ’ από τους δρόμους της Ιερουσαλήμ· καλά κοιτάξτε και ψάξτε στις πλατείες της! Αν βρείτε έστω κι έναν άνθρωπο να κάνει το σωστό και ν’ αναζητάει την αλήθεια, τότε εγώ θα συγχωρήσω την αμαρτία της πόλης.

2 Κι όμως, ακόμη και όταν ορκίζονται στο όνομά μου, σίγουρα ψέματα ορκίζονται».

3 Κύριε, δεν είναι η εντιμότητα το μόνο που σ’ ενδιαφέρει; Τους χτύπησες αλλά αυτοί δεν νοιάστηκαν· τους σύντριψες αλλά δε διορθώθηκαν· αντίθετα, αποδείχτηκαν πιο πεισματάρηδες κι αρνήθηκαν να επιστρέψουνε σ’ εσένα.

4 Τότε εγώ σκέφτηκα: Αυτοί είναι φτωχοί κι αγράμματοι, οπότε δεν ξέρουν το δρόμο του Κυρίου, τις εντολές του Θεού.

5 Θα πάω, λοιπόν, στους ισχυρούς να τους μιλήσω. Αυτοί ασφαλώς θα ξέρουν το δρόμο του Κυρίου και τις εντολές του Θεού τους. Αλλά κι αυτοί, ακόμη περισσότερο αρνήθηκαν να υπακούσουν στον Κύριο· έφυγαν μακριά του, λες κι ήτανε βαριά δεσμά οι εντολές του.

6 «Γι’ αυτό του δάσους θα τους φάνε τα λιοντάρια», λέει ο Κύριος, «λύκοι από την έρημο θα τους κατασπαράξουν· παρδάλεις θα παραμονεύουνε στις πόλεις τους. Όποιον βγαίνει έξω απ’ αυτές θα τον ξεσκίζουν, γιατί πληθύναν οι ανομίες τους κι οι αποστασίες τους αυξήθηκαν».

Η συγχώρηση είναι αδύνατη πια

7 Λέει ο Κύριος: «Πώς να σας συγχωρήσω για όλα αυτά; Τα παιδιά σας μ’ εγκατέλειψαν και σε θεούς ορκίστηκαν που δεν ήταν θεοί. Εγώ τους χόρτασα, εκείνοι όμως μοίχευαν και τρέχανε στα σπίτια των πορνών.

8 Είναι σαν τα καλοθρεμμένα, τα βαρβάτα άλογα, που το ένα για το ταίρι του άλλου χρεμετίζει.

9 Δεν πρέπει να τους τιμωρήσω για όλα αυτά; Να μην εκδικηθώ ένα τέτοιο έθνος;

10 Ανεβείτε εχθροί στ’ αμπέλια και καταστρέψτε τα· μα μην τα αφανίσετε εντελώς. Τα κλήματά της ξεριζώστε τα, γιατί σ’ εμένα δεν ανήκουν.

11 Ο λαός του Ισραήλ και ο λαός του Ιούδα απίστησαν πολλές φορές σ’ εμένα. Κι αυτά τα λέω εγώ, ο Κύριος».

Οι συνέπειες της αυτοπεποίθησης

12 Αυτοί οι άνθρωποι αρνήθηκαν τον Κύριο και είπαν: «Τι χρησιμεύει να υπολογίζουμε σ’ αυτόν; Δε θα μας βρει κακό κανένα· πείνα δεν θ’ αντιμετωπίσουμε ούτε πόλεμο.

13 Όσα οι προφήτες λένε είναι του αέρα λόγια. Δεν έχουν μέσα τους λόγια Θεού να πουν. Εκείνα που προλέγουν ας πέσουν πάνω τους».

14 Αλλά ο Θεός, ο Κύριος του σύμπαντος, μου είπε: «Επειδή αυτοί μιλούν έτσι, θα κάνω εγώ τα λόγια μου στο στόμα σου φωτιά, και το λαό αυτό ξύλα θα τον κάνω και θα τους κατακάψει η φωτιά.

15 »Πες τους από μέρους μου: “Ισραηλίτες, θα φέρω εναντίον σας ένα έθνος από μακριά, έθνος αρχαίο και δυνατό, που δε θα ξέρετε τη γλώσσα του και δε θα καταλαβαίνετε τι λένε.

16 Των πολεμιστών του η φαρέτρα το θάνατο σκορπίζει· είναι όλοι τους πανίσχυροι.

17 Αυτοί θα τρώνε τους καρπούς απ’ τη συγκομιδή σας και το δικό σας το ψωμί· τους γιους σας θα σκοτώνουν και τις κόρες σας. Τα πρόβατά σας και τα βόδια σας θα τα καταβροχθίζουν, θα εξαφανίζουν τον καρπό από τ’ αμπέλια σας και απ’ τις συκιές. Θα καταστρέφουν πολεμώντας τις οχυρωμένες πόλεις σας, που σ’ αυτές νιώθατε ασφαλείς”».

Τιμωρία αντίστοιχη με την αμαρτία

18 Μου είπε επίσης ο Κύριος: «Ακόμη και τότε όμως δε θα καταστρέψω εντελώς το λαό μου.

19 Κι όταν ρωτήσουν: “γιατί ο Κύριος ο Θεός μας μάς τα κάνει όλα αυτά;” τότε απάντησέ τους: “όπως στη χώρα σας εκείνον τον εγκαταλείψατε και υπηρετήσατε ξένους θεούς, έτσι θα υπηρετήσετε κι ανθρώπους ξένους, σε χώρα που δε θ’ ανήκει σ’ εσάς”».

Όταν δεν αναγνωρίζεται η εξουσία του Θεού

20 «Στείλτε μήνυμα στους απογόνους του Ιακώβ, διακηρύξτε στους κατοίκους του βασιλείου του Ιούδα και πείτε τους:

21 Πρόσεξε, λοιπόν, λαέ ανόητε και πεισματάρη. Έχετε μάτια αλλά δε βλέπετε, αυτιά αλλά δεν ακούτε.

22 Γιατί, διαφορετικά θα με υπολογίζατε», λέει ο Κύριος. «Θα τρέματε μπροστά μου. Εγώ έβαλα την άμμο φραγμό στη θάλασσα, αιώνιο σύνορο που να το ξεπεράσει δεν μπορεί· φουσκώνει η θάλασσα μα παραπέρα δεν μπορεί να προχωρήσει. Ταράζονται τα κύματά της, αλλά το σύνορο να το περάσουν δεν μπορούν.

23 Εσείς, όμως, Ισραηλίτες, είστε λαός ισχυρογνώμονας κι επαναστατικός· αποστατήσατε και φύγατε από μένα.

24 Ούτε σκεφτήκατε να με τιμήσετε, εμένα τον Κύριο, το Θεό σας, που στέλνω στον καιρό της τη φθινοπωρινή και την ανοιξιάτικη βροχή, κι εξασφαλίζω κάθε χρόνο τις εβδομάδες του θερισμού.

25 Οι ανομίες και οι αμαρτίες σας σάς στέρησαν όλα αυτά τα καλά».

Η επιδίωξη του πλούτου με κάθε μέσον

26 Ο Κύριος λέει: «Βρεθήκαν στο λαό μου ασεβείς, που στήνουνε παγίδα ανθρώπους να συλλάβουνε, όπως εκείνοι που παραμονεύουν να πιάσουνε πουλιά.

27 Όπως είναι γεμάτο το κλουβί πουλιά, έτσι τα σπίτια τους είναι γεμάτα απάτη. Γι’ αυτό έγιναν δυνατοί και πλούτισαν,

28 και χόντρυναν και πάχυναν. Δε βάζουν όρια στις κακές τους πράξεις· δίκαια δεν κρίνουν, αδικούν τα ορφανά και τους φτωχούς, κι έτσι καλοπερνάνε.

29 Δεν πρέπει να τα τιμωρήσω όλα αυτά;» λέει ο Κύριος. «Να μην εκδικηθώ ένα τέτοιο έθνος;»

Η ευθύνη των προφητών και των ιερέων

30 «Τρομερά και φοβερά συμβαίνουνε σ’ αυτή τη χώρα», λέει ο Κύριος.

31 «Οι προφήτες προφητεύουν επικαλούμενοι το ψεύδοςκαι οι ιερείς ενεργούν σύμφωνα με τη δική τους διδασκαλία. Και ο λαός μου όλα αυτά τα δέχεται. Μα τι θα κάνετε όταν θα έρθει το τέλος;»

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/JER/5-ebee5247c87642d9e12ed31a0c83b5e5.mp3?version_id=173—