Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 4

Δολοφονία του Ισβόσεθ

1 Όταν άκουσε ο Ισβόσεθ, γιος του Σαούλ, ότι πέθανε ο Αβενήρ στη Χεβρών, ταράχτηκε κι όλοι οι Ισραηλίτες καταθορυβήθηκαν.

2 Ο Ισβόσεθ είχε στην υπηρεσία του δύο άντρες που ήταν αρχηγοί ληστρικών συμμοριών. Ο ένας ονομαζόταν Βαανά και ο άλλος Ρηχάβ. Ήταν γιοι του Ριμμών, από τη Βεερώθ της φυλής Βενιαμίν. (Η Βεερώθ λογαριαζόταν ως πόλη της φυλής αυτής.

3 Οι αρχαίοι Βεερωθίτες είχαν πάει πρόσφυγες στη Γιθαΐμ· οι απόγονοί τους ζουν ακόμα εκεί ως πάροικοι μέχρι σήμερα).

4 Ο Ιωνάθαν, εξάλλου, γιος κι αυτός του Σαούλ, είχε έναν γιο ανάπηρο στα πόδια. Όταν είχε φτάσει από την Ιζρεέλ η είδηση για το θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν, αυτός εκείνο τον καιρό ήταν πέντε ετών. Τον άρπαξε τότε βιαστικά η παραμάνα του κι έφυγε. Μα ενώ έφευγε αυτός έπεσε κι έμεινε ανάπηρος. Το όνομά του ήταν Μεμφιβοσθέ.

5 Ο Ρηχάβ, λοιπόν, κι ο Βαανά, οι γιοι του Ριμμών, του Βεερωθίτη, κίνησαν κι ήρθαν στην κατοικία του Ισβόσεθ, την πιο ζεστή ώρα της μέρας, όταν αυτός κοιμόταν για μεσημέρι.

6 Ο θυρωρός καθάριζε στάρι, αλλά νύσταξε και είχε αποκοιμηθεί· έτσι τα δυο αδέρφια τρύπωσαν μέσα.

7-8 Μπήκαν στον κοιτώνα όπου κοιμόταν ο Ισβόσεθ, τον χτύπησαν και τον σκότωσαν· του πήραν το κεφάλι και περπατώντας όλη νύχτα το δρόμο της κοιλάδας του Ιορδάνη, το έφεραν στο Δαβίδ, στη Χεβρών. «Να το κεφάλι του Ισβόσεθ, του γιου του Σαούλ, του εχθρού σου, που ζητούσε να σε σκοτώσει», του είπαν. «Αλλά ο Κύριος επέτρεψε στον κύριό μας, το βασιλιά, να πάρει σήμερα εκδίκηση από το Σαούλ και τους απογόνους του».

9 Ο Δαβίδ όμως απάντησε στους αδερφούς Ρηχάβ και Βαανά, γιους του Ριμμών, του Βεερωθίτη: «Μα τον αληθινό Θεό», τους είπε, «αυτόν που με απάλλαξε από κάθε θλίψη!

10 Εκείνον που μου έφερε την αγγελία ότι πέθανε ο Σαούλ και νόμιζε ότι έφερνε καλή είδηση, τον έπιασα και τον σκότωσα στη Σικλάγ, αντί να του δώσω αμοιβή για την καλή του είδηση.

11 Πολύ περισσότερο θα τιμωρήσω κοινούς κακούργους που δολοφόνησαν έναν αθώο άνθρωπο μες στο σπίτι του, πάνω στο κρεβάτι του. Θα πάρω εκδίκηση για τον θάνατό του τιμωρώντας εσάς· θα σας εξαφανίσω από τη γη».

12 Πρόσταξε, λοιπόν, τους άντρες του και τους σκότωσαν· μετά τους έκοψαν τα χέρια και τα πόδια και τα κρέμασαν κοντά στη δεξαμενή της Χεβρών. Έπειτα πήραν το κεφάλι του Ισβόσεθ και το έθαψαν στον τάφο του Αβενήρ, στη Χεβρών.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/4-13df556c31ec2a79d706382953e80650.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 5

Ο Δαβίδ ανακηρύσσεται βασιλιάς και του Ισραήλ

1 Όλες οι φυλές των Ισραηλιτών ήρθαν στο Δαβίδ, στη Χεβρών, και του είπαν: «Εμείς είμαστε σάρκα σου και αίμα σου.

2 Ακόμα και τον καιρό που ο Σαούλ ήταν βασιλιάς, εσύ ήσουν που οδηγούσες τους Ισραηλίτες στον πόλεμο και τους έφερνες πίσω. Ο Κύριος σου είχε πει από τότε ότι εσύ θα οδηγούσες κάποτε το λαό του, τον Ισραήλ, και θα γινόσουν ηγεμόνας του».

3 Έτσι, όλοι οι πρεσβύτεροι του λαού του Ισραήλ ήρθαν στο βασιλιά Δαβίδ, στη Χεβρών, κι εκείνος έκανε μαζί τους συμφωνία ενώπιον του Κυρίου. Και έχρισαν το Δαβίδ βασιλιά του Ισραήλ.

4 Ο Δαβίδ ήταν τριάντα ετών όταν έγινε βασιλιάς, και βασίλεψε σαράντα χρόνια.

5 Εφτά χρόνια ήταν βασιλιάς της φυλής Ιούδα, στη Χεβρών και τριάντα τρία χρόνια ήταν βασιλιάς του Ισραήλ και του Ιούδα στην Ιερουσαλήμ.

Ο Δαβίδ κυριεύει την Ιερουσαλήμ

6 Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο βασιλιάς Δαβίδ και οι άντρες του βάδισαν κατά της Ιερουσαλήμ. Οι Ιεβουσαίοι, που κατοικούσαν στην περιοχή, είπαν στον Δαβίδ: «Δε θα μπεις στην πόλη μας. Ακόμα κι οι τυφλοί και οι κουτσοί θα σε αποκρούσουν». Έτσι το ’χαν σίγουρο πως ο Δαβίδ δε θα έκανε εισβολή.

7 Παρ’ όλα αυτά όμως ο Δαβίδ κυρίεψε το φρούριο της Σιών, που ονομάστηκε στη συνέχεια «Πόλη Δαβίδ».

8 Εκείνη την ημέρα, ο Δαβίδ είχε πει: «Όποιος θέλει να σκοτώσει τους Ιεβουσαίους, πρέπει ν’ ανεβεί από τον υπόγειο υδραγωγό για να τους φτάσει. Αυτούς τους κουτσούς και τους τυφλούς εγώ τους απεχθάνομαι» (Γι’ αυτό λένε: «τυφλός και κουτσός δεν θα μπει στον οίκο του Κυρίου»).

9 Ο Δαβίδ εγκαταστάθηκε στο φρούριο, και το ονόμασε «Πόλη Δαβίδ». Στη συνέχεια έχτισε κι άλλα οχυρωματικά έργα στη Μιλλώ, καθώς επίσης και την κατοικία του.

10 Έτσι ο Δαβίδ γινόταν συνεχώς ισχυρότερος, γιατί ο Κύριος ο Θεός, ο Θεός του Ισραήλ, ήταν μαζί του.

11 Ο Χιράμ, βασιλιάς της Τύρου, έστειλε στο Δαβίδ διπλωματική αντιπροσωπεία. Επίσης του έστειλε ξύλα κέδρων, ξυλουργούς και χτίστες, για να του χτίσουν ανάκτορο.

12 Έτσι κατάλαβε ο Δαβίδ ότι ο Κύριος τον είχε καθιερώσει βασιλιά του Ισραήλ και ότι χάρισε δόξα στη βασιλεία του χάρη στο λαό του, τον Ισραήλ.

Κατάλογος των γιων του Δαβίδ

13 Ο Δαβίδ μετά τον ερχομό του από τη Χεβρών στην Ιερουσαλήμ, πήρε κι άλλες παλλακίδες και συζύγους, από τις οποίες επίσης απέκτησε γιους και κόρες.

14 Τα ονόματα των γιων που απέκτησε στην Ιερουσαλήμ είναι: Σαμμουά, Σωβάβ, Νάθαν και Σολομών,

15 Ιβχάρ, Ελισουά, Νέφεγ, Ιαφιά,

16 Ελισαμά, Ελγιαδά και Ελιφέλετ.

Ο Δαβίδ νικάει τους Φιλισταίους

17 Όταν άκουσαν οι Φιλισταίοι ότι ο Δαβίδ χρίσθηκε βασιλιάς του Ισραήλ, ξεκίνησαν με όλο το στρατό τους για να έρθουν και να τον θέσουν υπό την εξουσία τους. Το πληροφορήθηκε ο Δαβίδ και κατέφυγε για ασφάλεια σ’ ένα οχυρό.

18 Οι Φιλισταίοι ήρθαν και ξεχύθηκαν στην κοιλάδα Ρεφαείμ.

19 Τότε ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο: «Να πάω να πολεμήσω τους Φιλισταίους; Θα τους παραδώσεις στην εξουσία μου;» Ο Κύριος του απάντησε: «Να πας να τους πολεμήσεις· θα σου τους παραδώσω το δίχως άλλο».

20 Έτσι ήρθε ο Δαβίδ στη Βάαλ-Περασίμ, κι εκεί νίκησε τους Φιλισταίους και είπε: «Έσπασε ο Κύριος τις γραμμές των εχθρών μου, όπως σπάζει η πλημμύρα ένα φράγμα». Γι’ αυτό ονόμασε τον τόπο εκείνο «Βάαλ-Περασίμ» (Κυρίαρχος των Ρηγμάτων).

21 Οι Φιλισταίοι φεύγοντας άφησαν εκεί τα αγάλματα των θεών τους, και ο Δαβίδ και οι άντρες του τα πήραν.

22 Οι Φιλισταίοι όμως ξαναγύρισαν και γέμισαν την κοιλάδα Ρεφαείμ.

23 Ο Δαβίδ ρώτησε πάλι τον Κύριο κι εκείνος αποκρίθηκε: «Μην τους επιτεθείς από ’δω, αλλά πήγαινε στα νώτα τους και κάνε τους έφοδο από τη μεριά των θάμνων.

24 Όταν ακούσεις θόρυβο βημάτων στις κορυφές των θάμνων, τότε βιάσου να επιτεθείς, γιατί εκείνη τη στιγμή εγώ ο Κύριος θα βγω μπροστά σου, για να χτυπήσω το στρατό των Φιλισταίων».

25 Ο Δαβίδ έκανε όπως τον διέταξε ο Κύριος και νίκησε τους Φιλισταίους και τους έτρεψε σε φυγή καταδιώκοντάς τους από τη Γιβαών όλο τον δρόμο ως τη Γεζέρ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/5-7f4eaf0531ccf9493916e84d35bae67e.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 6

Η μεταφορά της κιβωτού στην Ιερουσαλήμ

1 Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, συγκέντρωσε πάλι ο Δαβίδ όλους τους επίλεκτους στρατιώτες του Ισραήλ, τριάντα χιλιάδες άντρες.

2 Μ’ αυτό το στρατό ξεκίνησε να πάει στη Βααλέ της φυλής Ιούδα, για να φέρουν από ’κει την κιβωτό του Θεού, η οποία και φέρει το όνομα του Κυρίου, του αρχηγού των ισραηλιτικών δυνάμεων, ο οποίος έχει το θρόνο του πάνω από τα χερουβίμ.

3-4 Η κιβωτός του Θεού βρισκόταν στο σπίτι του Αβιναδάβ, πάνω σ’ ένα λόφο.

Από ’κει την πήραν και την ανέβασαν σε μια καινούρια άμαξα, την οποία οδηγούσαν ο Ουζζά κι ο Αχιώ, γιοι του Αβιναδάβ. Ο Αχιώ πήγαινε μπροστά από την κιβωτό.

5 Ο Δαβίδ κι όλοι οι Ισραηλίτες χόρευαν για να τιμήσουν τον Κύριο και τραγουδούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη, παίζοντας κιθάρες, άρπες, τύμπανα, κρόταλα και κύμβαλα.

6 Όταν έφτασαν στο αλώνι του Ναχών, ο Ουζζά άπλωσε το χέρι του στην κιβωτό του Θεού να τη συγκρατήσει, γιατί τα βόδια την είχαν γείρει.

7 Τότε οργίστηκε ο Κύριος εναντίον του και τον χτύπησε επί τόπου για την ανευλάβεια του· πέθανε εκεί, κοντά στην κιβωτό του Θεού.

8 Ο Δαβίδ λυπήθηκε που ο Κύριος θανάτωσε τον Ουζζά, και ονόμασε τον τόπο εκείνο Φαρές-Ουζζά (Θάνατος του Ουζζά), όπως λέγεται μέχρι σήμερα.

9 Εκείνη την ημέρα φοβήθηκε ο Δαβίδ τον Κύριο και είπε: «Πώς είναι δυνατόν τώρα να έρθει στο σπίτι μου η κιβωτός του Κυρίου;»

10 Και δεν ήθελε να πάρει την κιβωτό στην Πόλη Δαβίδ, αλλά την άφησε στο σπίτι του Ωβήδ-Εδώμ του Γαθίτη.

11 Η κιβωτός του Κυρίου έμεινε εκεί τρεις μήνες, κι ο Κύριος ευλόγησε τον Ωβήδ-Εδώμ και όλη την οικογένειά του.

12 Όταν έφεραν την είδηση στο βασιλιά Δαβίδ ότι ο Κύριος ευλόγησε την οικογένεια του Ωβήδ-Εδώμ, καθώς κι όλα τα υπάρχοντά του εξαιτίας της κιβωτού του Θεού, ο Δαβίδ πήγε κι ανέβασε την κιβωτό από το σπίτι του Ωβήδ-Εδώμ στην Πόλη Δαβίδ με πανηγυρική συνοδεία.

13 Κάθε έξι βήματα που έκαναν εκείνοι που βαστούσαν την κιβωτό του Κυρίου, ο Δαβίδ θυσίαζε ένα βόδι κι ένα παχύ μοσχάρι.

14 Μετά χόρευε μ’ όλη του τη δύναμη για να τιμήσει τον Κύριο, φορώντας μόνο το λινό εφώδ.

15 Έτσι, μετέφερε μαζί με όλους τους Ισραηλίτες την κιβωτό του Κυρίου με αλαλαγμούς και με σαλπίσματα.

Ο Δαβίδ και η δόξα του Κυρίου

16 Ενώ η κιβωτός του Κυρίου έμπαινε στην Πόλη Δαβίδ, η γυναίκα του η Μιχάλ, κόρη του Σαούλ, έσκυψε από το παράθυρο και είδε το βασιλιά Δαβίδ να πηδάει και να χορεύει ενώπιον του Κυρίου· κι ένιωσε βαθιά περιφρόνηση γι’ αυτόν.

17 Έφεραν την κιβωτό και την τοποθέτησαν στη θέση της, στη μέση της σκηνής που είχε στήσει ο Δαβίδ γι’ αυτήν κι ο βασιλιάς πρόσφερε ολοκαυτώματα ενώπιον του Κυρίου και θυσίες κοινωνίας.

18-19 Όταν τέλειωσε ο Δαβίδ με τις προσφορές των ολοκαυτωμάτων και των θυσιών, ευλόγησε όλο το λαό Ισραήλ στο όνομα του παντοδύναμου Κυρίου. Μετά μοίρασε στα πλήθη, άντρες και γυναίκες, από ένα γλυκό ψωμί στον καθένα, ένα κομμάτι ψητό κρέας κι ένα τσαμπί ξερές σταφίδες· κι έφυγαν όλοι, καθένας για το σπίτι του.

20 Πηγαίνοντας ο Δαβίδ να χαιρετήσει την οικογένειά του, βγήκε η γυναίκα του η Μιχάλ, κόρη του Σαούλ, να τον προϋπαντήσει, και του είπε: «Πόσο δοξάστηκε σήμερα ο βασιλιάς του Ισραήλ, όταν ξεγυμνώθηκε μπροστά στα μάτια των υπηρετριών των υπηκόων του! Αυτό θα έκανε κι ο τελευταίος ανυπόληπτος».

21 Ο Δαβίδ όμως της απάντησε: «Εγώ για να τιμήσω τον Κύριο φέρθηκα έτσι! Αυτός προτίμησε εμένα από τον πατέρα σου κι απ’ όλη την οικογένειά του, προκειμένου να με κάνει ηγεμόνα του λαού του του Ισραήλ. Προς τιμήν του, λοιπόν, θα χορεύω ενώπιόν του,

22 και θα ταπεινωθώ ακόμα περισσότερο! Μπορεί έτσι να ξευτελίζομαι στα μάτια σου,αλλά θα δοξαστώ απ’ αυτές τις δούλες, που ανέφερες».

23 Η Μιχάλ, η κόρη του Σαούλ, σ’ όλη της τη ζωή δεν γέννησε παιδί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/6-abb5b1245773938f0ddad2742082ff03.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 7

Η προφητεία του Νάθαν

1 Ο βασιλιάς Δαβίδ εγκαταστάθηκε στο ανάκτορό του κι ο Κύριος του εξασφάλισε ησυχία απ’ όλους γύρω τους εχθρούς του.

2 Τότε είπε ο βασιλιάς στο Νάθαν, τον προφήτη: «Εγώ κατοικώ σε παλάτι καμωμένο από κέδρους, ενώ η κιβωτός του Θεού βρίσκεται μέσα σε σκηνή. Τι λες εσύ γι’ αυτό;»

3 Ο Νάθαν είπε στο βασιλιά: «Πήγαινε, κάνε αυτό που επιθυμείς, γιατί ο Κύριος είναι μαζί σου».

4 Αλλά εκείνη τη νύχτα ο Κύριος είπε στον Νάθαν:

5 «Πήγαινε και πες εκ μέρους μου στο δούλο μου το Δαβίδ: “θέλεις να μου χτίσεις ναό για να κατοικώ;

6-7 Εγώ, από την ημέρα που έβγαλα τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα, δεν κατοίκησα ποτέ σε ναό· τους ακολουθούσα μένοντας σε σκηνή. Και σε κανέναν από τους αρχηγούς που τους ανέθεσα να οδηγούν τον λαό μου, τον Ισραήλ, δεν παραπονέθηκα ποτέ ότι δε μου έφτιαξαν κατοικητήριο από κέδρους”.

8 »Πες, λοιπόν, στο δούλο μου το Δαβίδ, ότι εγώ ο Κύριος του σύμπαντος λέω: “σε πήρα απ’ το λιβάδι που έβοσκες τα πρόβατα, και σ’ έκανα ηγεμόνα του λαού μου, του Ισραήλ.

9 Ήμουν μαζί σου παντού όπου πήγαινες, εξαφάνισα όλους τους εχθρούς σου από μπροστά σου και σ’ έκανα ονομαστόν, σαν τους μεγάλους της γης.

10 Όρισα για το λαό μου τον Ισραήλ έναν τόπο, όπου τον εγκατέστησα μόνιμα. Εκεί θα ζει άφοβα χωρίς να τον καταπιέζουν τα ασεβή έθνη, όπως τον καταπίεζαν στο παρελθόν,

11 την εποχή που διόριζα Κριτές στο λαό μου. Τώρα σου έχω εξασφαλίσει ησυχία απ’ όλους τους εχθρούς σου. Εγώ ο Κύριος, λοιπόν, σου αναγγέλλω πως εγώ θα σου χτίσω οίκο:

12 Όταν τελειώσουν οι μέρες σου και πεθάνεις, θα αναδείξω διάδοχο μετά από σένα έναν γιο σου, κατ’ ευθείαν απόγονό σου, και θα διατηρήσω σταθερή τη βασιλεία του.

13 Αυτός θα μου χτίσει ναό κι εγώ θα κάνω το θρόνο του ακλόνητο για πάντα.

14 Θα είμαι γι’ αυτόν πατέρας κι εκείνος θα μου είναι γιος. Αν αμαρτήσει θα τον σωφρονίσω με πλήγματα, όπως χτυπάνε τα παιδιά τους οι άνθρωποι.

15 Δε θ’ αποσύρω όμως απ’ αυτόν την εύνοιά μου, όπως την απέσυρα από το Σαούλ, που τον έδιωξα κι έφερα στη θέση του εσένα.

16 Οι απόγονοί σου θα βασιλεύουν σταθερά μετά από σένα για πάντα, κι ο θρόνος σου θα παραμένει ακλόνητος παντοτινά”».

17 Ο Νάθαν ανάγγειλε στο Δαβίδ όλους αυτούς τους λόγους και το όραμα.

18 Τότε ο βασιλιάς Δαβίδ μπήκε μέσα στη σκηνή, παρουσιάστηκε ενώπιον του Κυρίου και είπε: «Ποιος είμαι εγώ, Κύριέ μου και Θεέ, και ποια η οικογένειά μου, ώστε να με δοξάσεις τόσο πολύ;

19 Και σαν να το θεώρησες μικρό αυτό, Κύριέ μου και Θεέ, μίλησες ακόμα και για το μακρινό μέλλον της οικογένειας του δούλου σου. Είναι αυτό μια διδαχή για ανθρώπους,Κύριέ μου και Θεέ;

20 Τι περισσότερο θα μπορούσα να σου πω εγώ ο Δαβίδ; Εσύ, βέβαια, γνωρίζεις το δούλο σου, Κύριέ μου και Θεέ.

21 Όλα αυτά τα μεγάλα έργα τα πραγματοποίησες σύμφωνα με την υπόσχεσή σου, όπως ακριβώς τα ήθελες, για να διδάξεις το δούλο σου.

22 Γι’ αυτό είσαι μεγάλος, Κύριέ μου και Θεέ· δεν υπάρχει όμοιός σου, δεν υπάρχει Θεός εκτός από σένα, όπως ακριβώς το ακούγαμε πάντα να λέγεται.

23 Ποιο άλλο έθνος στη γη είναι σαν το λαό σου, τον Ισραήλ, τον οποίο ένας Θεός ήρθε και τον ελευθέρωσε από τους Αιγυπτίους για να τον κάνει λαό του; Εσύ τον έκανες ονομαστό, επιτέλεσες γι’ αυτόν και για τη χώρα του μεγάλα και θαυμαστά έργα κι έτρεψες σε φυγή από μπροστά του τα άλλα έθνη και τους θεούς τους.

24 Έκανες τον Ισραήλ λαό σου για πάντα κι εσύ, Κύριε, έγινες Θεός τους.

25 Τώρα, Κύριέ μου και Θεέ, ο λόγος που είπες για το δούλο σου και για την οικογένειά του ας ισχύσει παντοτινά και κάνε όπως είπες.

26 Ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά σου αιώνια, για να λένε ότι ο Κύριος του σύμπαντος, αυτός είναι ο Θεός του Ισραήλ! Κι αυτοί που θα διαδεχτούν το δούλο σου το Δαβίδ στο θρόνο, ας είναι ακλόνητοι ενώπιόν σου.

27 Κύριε του σύμπαντος, Θεέ του Ισραήλ, εσύ φανέρωσες τις προθέσεις σου, στο δούλο σου, όταν είπες “εγώ θα σου οικοδομήσω οίκο”·γι’ αυτό ο δούλος σου πήρα το θάρρος να σου αναπέμψω αυτή την προσευχή.

28 Κύριέ μου και Θεέ, εσύ είσαι ο Θεός κι ο λόγος σου είναι αλήθεια. Όλες αυτές τις ευλογίες τις υποσχέθηκες στο δούλο σου.

29 Τώρα λοιπόν, ευλόγησε τους απογόνους του δούλου σου, ώστε να έχουν για πάντα την εύνοιά σου. Σύμφωνα με την υπόσχεσή σου, Κύριε Θεέ, ας αναπαύεται η ευλογία σου πάνω στους απογόνους του δούλου σου για πάντα».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/7-988882b312293538ffd92b753aa6c56e.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 8

Στρατιωτικές νίκες του Δαβίδ

1 Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα ο Δαβίδ νίκησε τους Φιλισταίους, τους υποδούλωσε και εξουδετέρωσε την κυριαρχία τους στη χώρα του Ισραήλ.

2 Επίσης νίκησε τους Μωαβίτες. Ανάγκασε τους αιχμαλώτους να πέσουν καταγής και τους μέτρησε με σχοινί· μετρούσε δύο φορές για κείνους που θα σκότωνε και μία για κείνους που θα άφηνε στη ζωή.Κι έγιναν οι Μωαβίτες φόρου υποτελείς στο Δαβίδ.

3 Ο Δαβίδ ακόμα νίκησε τον Αδαδέζερ, γιο του Ρεχώβ και βασιλιά της Σωβά, όταν ο τελευταίος πήγαινε ν’ ανακτήσει το βασίλειό του στον ποταμό Ευφράτη.

4 Ο Δαβίδ αιχμαλώτισε απ’ αυτόν χίλιους εφτακόσιους ιππείς και είκοσι χιλιάδες πεζούς και διέταξε να κόψουν τους τένοντες από τα πόδια των αλόγων όλων των αμαξών. Κράτησε μόνο εκατό άλογα που χρειάζονταν για ισάριθμες άμαξες.

5 Όταν ήρθαν οι Σύριοι από τη Δαμασκό για να βοηθήσουν τον Αδαδέζερ, βασιλιά της Σωβά, ο Δαβίδ σκότωσε απ’ αυτούς είκοσι δύο χιλιάδες άντρες.

6 Διόρισε δικούς του κυβερνήτες στους Συρίους της Δαμασκού κι έγιναν φόρου υποτελείς σ’ αυτόν. Ο Κύριος βοηθούσε το Δαβίδ σε όλες τις εκστρατείες του.

7 Πήρε τις χρυσές ασπίδες που κρατούσαν οι αξιωματικοί του Αδαδέζερ και τις έφερε στην Ιερουσαλήμ.

8 Επίσης από τις πόλεις του Αδαδέζερ Βετάχ και Βηρωθάι πήρε μεγάλες ποσότητες χαλκού.

9-10 Όταν ο Τόχου, βασιλιάς της Χαμάθ, έμαθε ότι ο βασιλιάς Δαβίδ νίκησε κατά κράτος τον Αδαδέζερ, έστειλε σ’ αυτόν το γιο του τον Ιωράμ για να τον χαιρετίσει και να τον συγχαρεί γι’ αυτή τη νίκη του, γιατί ο Αδαδέζερ ήταν αντίπαλος του Τόχου. Ο Ιωράμ έφερε στο Δαβίδ σκεύη ασημένια, χρυσά και χάλκινα.

11 Αυτά ο βασιλιάς Δαβίδ τα αφιέρωσε στον Κύριο, μαζί με το ασήμι και το χρυσάφι που είχε πάρει από όλα τα άλλα έθνη, τα οποία είχε υποτάξει,

12 από τους Εδωμίτες, τους Μωαβίτες, τους Αμμωνίτες, τους Φιλισταίους, τους Αμαληκίτες, καθώς και τα λάφυρα που πήρε από τον Αδαδέζερ, γιο του Ρεχώβ και βασιλιά της Σωβά.

13 Έτσι ο Δαβίδ απέκτησε μεγάλη δόξα.

Στην επιστροφή του από τη μάχη με τους Συρίους, ο Δαβίδ σκότωσε δεκαοχτώ χιλιάδες Εδωμίτες στην Κοιλάδα του Άλατος.

14 Τοποθέτησε στην Εδώμ στρατιωτικούς διοικητές κι οι Εδωμίτες έγιναν υποτελείς στο Δαβίδ. Ο Κύριος τον βοηθούσε σ’ όλες τις εκστρατείες του.

Οι αξιωματούχοι του Δαβίδ

15 Ο Δαβίδ βασίλεψε σε όλο το λαό του Ισραήλ· δίκαζε κι απέδιδε το δίκαιο σε όλους αμερόληπτα.

16 Ο Ιωάβ, γιος της Σερουΐας ήταν αρχηγός του στρατού και ο Ιωσαφάτ, γιος του Αχιλούδ, ήταν υπομνηματογράφος.

17 Ο Σαδώκ, γιος του Αχιτώβ, και ο Αχιμέλεχ, γιος του Αβιάθαρ, ήταν ιερείς· ο Σεραΐας ήταν γραμματέας του κράτους.

18 Ο Βεναΐας, γιος του Ιεωϊαδά, ήταν αρχηγός των Χερεθαίων και των Φελεθαίων. Οι γιοι του Δαβίδ ήταν κι αυτοί ιερείς.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/8-3ab6b6f8b058b5391ed28419c24dea03.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 9

Δαβίδ και Μεμφιβοσθέ

1 Κάποτε ρώτησε ο Δαβίδ: «Έχει απομείνει κανείς από την οικογένεια του Σαούλ; Θέλω να του δείξω την εύνοιά μου για χάρη του Ιωνάθαν».

2 Από την οικογένεια του Σαούλ υπήρχε κάποιος υπηρέτης που ονομαζόταν Σιβά. Τον έφεραν στο Δαβίδ κι ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο Σιβά;» «Δούλος σου», απάντησε εκείνος.

3 Ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Δεν έχει απομείνει πια κανείς από την οικογένεια του Σαούλ, για να δείξω σ’ αυτόν την αγάπη του Θεού;» Ο Σιβά απάντησε: «Υπάρχει ακόμη ένας γιος του Ιωνάθαν, ανάπηρος από τα πόδια».

4 «Πού βρίσκεται;» ρώτησε ο βασιλιάς. Ο Σιβά είπε: «Είναι στο σπίτι του Μαχίρ, γιου του Αμμιήλ, στη Λο-Δεβάρ».

5 Τότε ο βασιλιάς Δαβίδ έστειλε στη Λο-Δεβάρ και τον πήρε από το σπίτι του Μαχίρ, γιου του Αμμιήλ.

6 Όταν ο Μεμφιβοσθέ,γιος του Ιωνάθαν κι εγγονός του Σαούλ, ήρθε στο Δαβίδ, έσκυψε το κεφάλι του και προσκύνησε το βασιλιά. Ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο Μεμφιβοσθέ;» Κι εκείνος απάντησε: «Δούλος σου!»

7 «Μη φοβάσαι!» του είπε ο Δαβίδ. «Θα σου δείξω την εύνοιά μου για χάρη του Ιωνάθαν, του πατέρα σου, και θα σου επιστρέψω όλα τα χωράφια του Σαούλ, του παππού σου· κι εσύ θα τρως πάντα στο τραπέζι μου».

8 Ο Μεμφιβοσθέ προσκύνησε και είπε: «Ποιος είμαι ο δούλος σου, για να τον φροντίζεις τόσο πολύ; Ένα ψόφιο σκυλί είμαι!»

9 Τότε ο βασιλιάς κάλεσε το Σιβά, τον υπηρέτη του Σαούλ, και του είπε: «Ο,τιδήποτε ανήκει στο Σαούλ και στην οικογένειά του το δίνω στο Μεμφιβοσθέ, το γιο του κυρίου σου.

10 Εσύ, οι γιοι σου και οι δούλοι σου θα καλλιεργείτε για λογαριασμό του τη γη, και θα φέρνεις σ’ αυτόν τα εισοδήματα για να έχει να τρώει. Κι ο ίδιος ο Μεμφιβοσθέ θα τρώει πάντα στο τραπέζι μου».

Ο Σιβά είχε δεκαπέντε γιους και είκοσι δούλους.

11 Αυτός απάντησε στο βασιλιά: «Όλα όσα διατάζει ο κύριός μου, ο βασιλιάς, το δούλο του θα τα εκτελέσω». Έτσι ο Μεμφιβοσθέ έτρωγε στο τραπέζι του Δαβίδσαν ένας από τους γιους του βασιλιά.

12 Ο Μεμφιβοσθέ είχε έναν μικρό γιο που ονομαζόταν Μιχά. Όλοι όσοι κατοικούσαν στο σπίτι του Σιβά ήταν στην υπηρεσία του Μεμφιβοσθέ.

13 Ο ίδιος ήταν ανάπηρος κι από τα δυό του πόδια· εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ κι έτρωγε πάντα στο τραπέζι του βασιλιά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/9-0af16fbee53730cef9375c0bb66ca551.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 10

Ο Δαβίδ νικάει τους Αμμωνίτες

1 Μετά από αρκετόν καιρό πέθανε ο βασιλιάς των Αμμωνιτών και τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Χανούν.

2 Τότε είπε ο Δαβίδ: «Θα δείξω καλοσύνη στο Χανούν, γιο του Ναχάς, όπως είχε δείξει και σ’ εμένα καλοσύνη ο πατέρας του». Έτσι έστειλε αξιωματούχους να τον συλλυπηθούν εκ μέρους του για το θάνατο του πατέρα του.

Πράγματι, οι αξιωματούχοι του Δαβίδ πήγαν στη χώρα των Αμμωνιτών.

3 Οι άρχοντες όμως των Αμμωνιτών είπαν στον κύριό τους το Χανούν: «Εσύ πιστεύεις πως ο Δαβίδ ήθελε να τιμήσει τον πατέρα σου και γι’ αυτό σου έστειλε τους ανθρώπους του να σε συλλυπηθεί; Μάλλον τους έστειλε για να εξερευνήσουν την πόλη και να την κατασκοπεύσουν και μετά να έρθουν να την καταστρέψουν».

4 Έτσι συνέλαβε ο Χανούν τους αξιωματούχους του Δαβίδ, ξύρισε τα μισά τους γένια, έκοψε απ’ τη μέση και κάτω τα ρούχα τους ως τους μηρούς, και τους έδιωξε πίσω.

5 Όταν ο Δαβίδ πληροφορήθηκε τα συμβάντα, κατάλαβε πως είχε καταρρακωθεί η τιμή των ανθρώπων του και τους παράγγειλε με αγγελιοφόρους να μείνουν στην Ιεριχώ ώσπου να μεγαλώσουν τα γένια τους και μετά να επιστρέψουν.

Ο Δαβίδ νικάει τους Αμμωνίτες και τους Συρίους

6 Οι Αμμωνίτες κατάλαβαν ότι πια είχαν γίνει μισητοί στο Δαβίδ. Έστειλαν, λοιπόν, και μίσθωσαν είκοσι χιλιάδες πεζούς από τους Συρίους της Βαιθ-Ρεχώβ και της Σωβά, χίλιους άντρες από το βασιλιά της Μααχά και δώδεκα χιλιάδες άντρες από τον Ιστώβ.

7 Μόλις το ’μαθε ο Δαβίδ, έστειλε εναντίον τους τον αρχιστράτηγο Ιωάβ με όλο το στράτευμα των εκπαιδευμένων πολεμιστών.

8 Οι Αμμωνίτες βγήκαν και παρατάχθηκαν σε θέση μάχης στην είσοδο της πύλης της πρωτεύουσάς τους, της Ραββάθ. Οι Σύριοι της Σωβά, της Ρεχώβ, της Μααχά και του βασιλιά Ιστώβ παρατάχθηκαν ξέχωρα, έξω στους αγρούς.

9 Όταν είδε ο Ιωάβ ότι επρόκειτο ν’ αντιμετωπίσει επίθεση από μπροστά και από πίσω, παρέταξε τους επίλεκτους άντρες του ισραηλιτικού στρατού απέναντι από τους Συρίους.

10 Το υπόλοιπο του στρατού το έθεσε στις διαταγές του Αβισάι, του αδερφού του, ο οποίος το παρέταξε απέναντι στους Αμμωνίτες.

11 Ο Ιωάβ είπε στον αδερφό του: «Αν δεις ότι οι Σύριοι με νικούν, θα έρθεις να με βοηθήσεις· κι αν εγώ δω ότι οι Αμμωνίτες σε νικούν, θα έρθω να σε βοηθήσω.

12 Δείξε θάρρος και ας φανούμε ισχυροί για χάρη του λαού μας και για τις πόλεις του Θεού μας. Κι ο Κύριος ας κάνει ό,τι του φαίνεται καλό».

13 Όταν ο Ιωάβ κι ο στρατός του προέλασαν για να επιτεθούν στους Συρίους, εκείνοι τράπηκαν σε φυγή.

14 Μόλις είδαν οι Αμμωνίτες ότι οι Σύριοι τράπηκαν σε φυγή, έφυγαν κι αυτοί κυνηγημένοι από τον Αβισάι και μπήκαν στην πόλη. Έτσι ο Ιωάβ σταμάτησε να πολεμάει τους Αμμωνίτες και γύρισε στην Ιερουσαλήμ.

15 Όταν όμως οι Σύριοι είδαν ότι κατατροπώνονταν από τους Ισραηλίτες, έκαναν γενική ανασυγκρότηση των δυνάμεών τους.

16 Ο Αδαδέζερ έστειλε κι επιστράτευσε τους Συρίους που κατοικούσαν πέρα από τον ποταμό Ευφράτη. Αυτοί συγκεντρώθηκαν στην Αιλάμ με επικεφαλής τον Σωβάκ, αρχιστράτηγο του Αδαδέζερ.

17 Όταν το ’μαθε ο Δαβίδ, συγκέντρωσε όλο το στρατό των Ισραηλιτών, πέρασε τον Ιορδάνη και ήρθε στην Αιλάμ. Οι Σύριοι παρατάχθηκαν απέναντι στο Δαβίδ και άρχισαν την επίθεση.

18 Αλλά οι Ισραηλίτες τους έτρεψαν σε φυγή και ο Δαβίδ σκότωσε απ’ αυτούς εφτακόσιους οδηγούς αμαξών και σαράντα χιλιάδες ιππείς· χτυπήθηκε κι ο Σωβάκ, ο αρχιστράτηγός τους, και πέθανε εκεί.

19 Οι ηγεμόνες που ως τότε ήταν υποτελείς στον Αδαδέζερ, όταν είδαν ότι είχαν όλοι τους νικηθεί από τους Ισραηλίτες, συνθηκολόγησαν κι έγιναν υποτελείς τους. Από τότε, οι Σύριοι δεν τολμούσαν πια να βοηθήσουν τους Αμμωνίτες.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/10-1b29572970a8450ae890849990772318.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 11

Δαβίδ και Βηρσαβεέ

1 Τον επόμενο χρόνο, την εποχή που οι βασιλιάδες συνηθίζουν να κάνουν τις εκστρατείες τους, έστειλε ο Δαβίδ τον Ιωάβ, επικεφαλής του ισραηλιτικού στρατού, και τους αξιωματούχους του, να πολεμήσουν τους Αμμωνίτες. Λεηλάτησαν τη χώρα τους και πολιόρκησαν την πρωτεύουσα Ραββάθ, ενώ ο Δαβίδ είχε παραμείνει στην Ιερουσαλήμ.

2 Ένα βράδυ, ο Δαβίδ σηκώθηκε από το κρεβάτι του και περπατούσε στο δώμα του ανακτόρου του. Από κει είδε μια πολύ ωραία γυναίκα που έπαιρνε το λουτρό της.

3 Αμέσως έστειλε και ζήτησε πληροφορίες για τη γυναίκα. «Αυτή είναι η Βηρσαβεέ», του είπαν, «κόρη του Ελιάμ και γυναίκα του Ουρία του Χετταίου».

4 Ο Δαβίδ τότε έστειλε τους ανθρώπους του και την κάλεσε στην κατοικία του. Εκείνη πήγε κι αυτός πλάγιασε μαζί της· έπειτα εκείνη γύρισε στο σπίτι της. Ήταν μόλις που είχε καθαριστεί από τα έμμηνά της.

5 Η Βηρσαβεέ έμεινε έγκυος κι έστειλε ειδοποίηση στο Δαβίδ: «Είμαι έγκυος», του είπε.

6 Τότε εκείνος διέταξε τον Ιωάβ να του στείλει τον Ουρία το Χετταίο. Πράγματι, ο Ιωάβ τον έστειλε στο Δαβίδ.

7 Όταν παρουσιάστηκε ο Ουρίας, ο Δαβίδ τον ρώτησε για τον Ιωάβ, για το στρατό και για τον πόλεμο.

8 Έπειτα του είπε: «Πάρε μια μικρή άδεια και πήγαινε στο σπίτι σου». Και μάλιστα, μόλις ο Ουρίας βγήκε από το ανάκτορο, ο βασιλιάς τού έστειλε ένα δώρο.

9 Ο Ουρίας όμως δεν κοιμήθηκε στο σπίτι του, αλλά στην πύλη του ανακτόρου, μαζί με τη βασιλική φρουρά.

10 Όταν έφεραν στο Δαβίδ την είδηση ότι ο Ουρίας δεν πήγε στο σπίτι του, ο Δαβίδ τον κάλεσε και του είπε: «Από μακρινό ταξίδι δεν έρχεσαι; Γιατί δεν πήγες στο σπίτι σου;»

11 Ο Ουρίας του απάντησε: «Η κιβωτός και οι άντρες του Ισραήλ και του Ιούδα μένουν σε σκηνές, ο κύριός μου ο Ιωάβ και οι αξιωματούχοι του κυρίου μου έχουν στρατοπεδεύσει στο ύπαιθρο κι εγώ θα πάω στο σπίτι μου; Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό και στη ζωή σου, δε θα κάνω ποτέ τέτοιο πράγμα!»

12 Τότε ο Δαβίδ είπε στον Ουρία: «Μείνε εδώ και σήμερα· αύριο θα σε αφήσω να φύγεις». Έτσι ο Ουρίας έμεινε στην Ιερουσαλήμ εκείνη την ημέρα και την επομένη.

13 Ο βασιλιάς τον κάλεσε να φάει και να πιει μαζί του και τον μέθυσε· το βράδυ ο Ουρίας δεν πήγε σπίτι του, αλλά βγήκε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του με τη βασιλική φρουρά.

14 Το πρωί έγραψε ο Δαβίδ ένα γράμμα στον Ιωάβ και το έστειλε με τον Ουρία.

15 Στο γράμμα έγραφε: «Βάλε τον Ουρία στην πρώτη γραμμή της σκληρότερης μάχης, κι έπειτα τραβηχτείτε από κοντά του για να τον χτυπήσει ο εχθρός και να σκοτωθεί».

Θάνατος του Ουρία

16 Ο Ιωάβ, παρατήρησε προσεκτικά την πολιορκημένη πόλη και τοποθέτησε τον Ουρία απέναντι σ’ ένα σημείο, που ήξερε ότι το υπερασπίζονταν οι πιο αξιόμαχοι άντρες του εχθρού.

17 Σε μια τους έξοδο, οι άντρες της πόλης πολέμησαν το στρατό του Ιωάβ κι έπεσαν μερικοί από τους άντρες κι από τους αξιωματούχους του Δαβίδ. Τότε σκοτώθηκε κι ο Ουρίας ο Χετταίος.

18 Ο Ιωάβ έστειλε στο Δαβίδ αναφορά, για τα γεγονότα της μάχης.

19 Στον αγγελιοφόρο έδωσε αυτή την οδηγία: «Αφού τελειώσεις την εξιστόρηση όλων των γεγονότων της μάχης στο βασιλιά,

20 αυτός μπορεί να οργιστεί και να σου πει: “γιατί πλησιάσατε στην πόλη να πολεμήσετε; Δεν ξέρατε ότι θα έριχναν βέλη από το τείχος;

21 Ποιος σκότωσε τον Αβιμέλεχ, γιο του Ιερουβέσεθ; Μια γυναίκα δεν του έριξε πάνω του μια μυλόπετρα, ψηλά από το τείχος και σκοτώθηκε στη Θαιβαίς; Γιατί πλησιάσατε το τείχος;” Εσύ τότε θα του πεις: “σκοτώθηκε και ο αξιωματικός σου, ο Ουρίας ο Χετταίος”».

22 Έφυγε λοιπόν ο αγγελιοφόρος και πήγε στο Δαβίδ και του ανέφερε όλα όσα τον είχε διατάξει ο Ιωάβ να πει.

23 Είπε, λοιπόν, στο Δαβίδ: «Οι άντρες της πόλης ήταν ισχυρότεροι από μας. Σε μια τους έξοδο μας επιτεθήκαν στους αγρούς· εμείς όμως τους απωθήσαμε ως την είσοδο της πόλης.

24 Αλλά οι τοξότες τόξευαν τους αξιωματικούς σου από το τείχος και σκοτώθηκαν μερικοί απ’ αυτούς· ανάμεσά τους ήταν κι ο Ουρίας ο Χετταίος».

25 Τότε ο Δαβίδ είπε στον αγγελιοφόρο: «Πήγαινε να πεις στον Ιωάβ: “μη σε στενοχωρεί το γεγονός αυτό. Το ξίφος χτυπάει άλλοτε τον ένα κι άλλοτε τον άλλο. Κάνε εντονότερες τις επιθέσεις σου ενάντια στην πόλη και γκρέμισέ την”. Κι εσύ φρόντισε να του δώσεις θάρρος».

26 Η γυναίκα του Ουρία έμαθε ότι σκοτώθηκε ο άντρας της, και κράτησε πένθος γι’ αυτόν.

27 Όταν πέρασε το πένθος, έστειλε ο Δαβίδ και την πήρε στο σπίτι του κι έγινε γυναίκα του και του γέννησε γιο. Αλλά με την πράξη του αυτή ο Δαβίδ δυσαρέστησε τον Κύριο.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/11-c2c097c4b3a69331428fb6743efe5771.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 12

Η προφητεία του Νάθαν και η μετάνοια του Δαβίδ

1 Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ο Κύριος έστειλε στο Δαβίδ τον προφήτη Νάθαν. Ο Νάθαν παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του είπε: «Σε μια πόλη ζούσαν δυο άνθρωποι, ένας πλούσιος κι ένας φτωχός.

2 Ο πλούσιος είχε πάρα πολλά πρόβατα και βόδια,

3 ενώ ο φτωχός δεν είχε τίποτα, παρά μια μικρή αμνάδα, κι αυτή την είχε αγοράσει. Την έτρεφε και τη μεγάλωνε στο σπίτι του μαζί με τους γιους του. Από τη μπουκιά του έτρωγε η αμνάδα κι από το ποτήρι του έπινε και στην αγκαλιά του κοιμόταν· την είχε σαν κόρη του.

4 Μια μέρα ήρθε κάποιος να επισκεφθεί τον πλούσιο. Ο πλούσιος όμως λυπήθηκε να πάρει από τα πρόβατά του ή από τα βόδια του και να ετοιμάσει φαγητό στον επισκέπτη του, αλλά πήγε και πήρε την αμνάδα του φτωχού και την ετοίμασε να φάει ο ταξιδιώτης».

5 Ο Δαβίδ θύμωσε πάρα πολύ μ’ εκείνο τον πλούσιο και είπε στο Νάθαν: «Μα τον αληθινό Θεό, ο άνθρωπος που το έκανε αυτό είναι ένοχος θανάτου!

6 Κι επειδή φέρθηκε τόσο απάνθρωπα, θα πρέπει να αντικαταστήσει την αμνάδα με τέσσερις άλλες».

7 Τότε ο Νάθαν είπε στο Δαβίδ: «Εσύ είσαι αυτός ο άνθρωπος! Και να τι λέει ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ: “εγώ σε έχρισα βασιλιά του Ισραήλ κι εγώ σε έσωσα από την καταδίωξη του Σαούλ.

8 Σου έδωσα στην κατοχή σου την οικογένεια του κυρίου σου, του Σαούλ, κι έβαλα τις γυναίκες του στην αγκαλιά σου· σου έδωσα απόλυτη εξουσία στο λαό τού Ισραήλ και του Ιούδα. Κι αν όλα αυτά σου φαίνονται λίγα, θα μπορούσα να σου δώσω ακόμα περισσότερα.

9 Γιατί, όμως, περιφρόνησες το λόγο μου, κι έπραξες ό,τι με δυσαρεστεί; Δολοφόνησες τον Ουρία το Χετταίο! Τα κανόνισες όλα, ώστε να σκοτωθεί από τους Αμμωνίτες και μετά πήρες τη γυναίκα του για δική σου.

10 Από ’δω και πέρα, λοιπόν, ποτέ δε θα λείψουν οι σκοτωμοί στην οικογένειά σου, γιατί με περιφρόνησες και πήρες τη γυναίκα του Ουρία του Χετταίου, για γυναίκα σου.

11 »Άκου τι έχω ακόμη να σου πω: Θα κάνω ώστε μέσα απ’ την ίδια σου την οικογένεια να προκύψει η δυστυχία σου· θα πάρω τις γυναίκες σου κάτω από τα μάτια σου και θα τις δώσω σε άλλον, που θα πλαγιάσει μαζί τους μέρα μεσημέρι.

12 Εσύ αμάρτησες στα κρυφά, αλλά εγώ θα κάνω να συμβεί αυτό στο φως της μέρας και θα το δει όλος ο Ισραήλ”».

13 Τότε είπε ο Δαβίδ στο Νάθαν: «Αμάρτησα στον Κύριο!» Κι ο Νάθαν του απάντησε: «Ο Κύριος συγχώρησε την αμαρτία σου· δε θα πεθάνεις.

14 Επειδή όμως με την πράξη σου αυτή έδωσες αφορμή στους εχθρούς του Κυρίου να περιφρονήσουν τον Κύριο,γι’ αυτό και το παιδί που γεννήθηκε, εξάπαντος θα πεθάνει».

Το παιδί του Δαβίδ πεθαίνει

15 Ύστερα ο Νάθαν γύρισε στο σπίτι του.

Ο Κύριος έκανε ν’ αρρωστήσει βαριά το παιδί που γέννησε στο Δαβίδ η γυναίκα τού Ουρία.

16 Ο Δαβίδ παρακαλούσε το Θεό γι’ αυτό το παιδί, νήστευε, κι όταν γύριζε σπίτι του διανυκτέρευε ξαπλωμένος καταγής.

17 Οι σύμβουλοί του τον πλησίαζαν και προσπαθούσαν να τον κάνουν να σηκωθεί από κάτω. Αλλά αυτός δεν ήθελε κι αρνιόταν να φάει ο,τιδήποτε μαζί τους.

18 Την έβδομη μέρα πέθανε το παιδί, αλλά οι αξιωματούχοι του Δαβίδ φοβούνταν να του το ανακοινώσουν. «Όταν ζούσε ακόμα το παιδί, τού μιλούσαμε και δε μας άκουγε», έλεγαν. «Πώς να του πούμε τώρα ότι πέθανε; Μπορεί να κάνει κανένα κακό».

19 Όταν είδε ο Δαβίδ ότι οι αξιωματούχοι του κρυφομιλούσαν, κατάλαβε ότι το παιδί είχε πεθάνει. Τους ρώτησε, λοιπόν: «Πέθανε το παιδί;» Εκείνοι απάντησαν: «Πέθανε».

20 Τότε ο Δαβίδ σηκώθηκε από το έδαφος, πλύθηκε, αλείφτηκε με αρωματικό λάδι, άλλαξε ρούχα και μπήκε στο ναό του Κυρίου και προσκύνησε. Έπειτα γύρισε σπίτι του, ζήτησε να του βάλουν φαγητό και έφαγε.

21 Οι αξιωματούχοι του τον ρώτησαν: «Τι σημαίνει αυτό που κάνεις; Όταν το παιδί ήταν ζωντανό, νήστευες κι έκλαιγες γι’ αυτό. Και τώρα που πέθανε, σηκώνεσαι και τρως!»

22 Ο Δαβίδ απάντησε: «Όταν το παιδί ήταν ακόμα ζωντανό, νήστευα κι έκλαιγα, γιατί σκεφτόμουν, “ποιος ξέρει; Ίσως με λυπηθεί ο Κύριος κι αφήσει το παιδί να ζήσει”.

23 Τώρα που πέθανε, γιατί να νηστεύω; Μπορώ να το ξαναφέρω πίσω στη ζωή; Εγώ θα πάω να το βρω, αλλ’ αυτό δε θα γυρίσει σ’ εμένα».

Η γέννηση του Σολομώντα

24 Τότε ο Δαβίδ πήγε στη γυναίκα του τη Βηρσαβεέ, την παρηγόρησε και συνευρέθηκε μαζί της. Εκείνη του γέννησε γιο που ο Δαβίδ τον ονόμασε Σολομώντα. Ο Κύριος αγάπησε το παιδί

25 και το γνωστοποίησε στο Δαβίδ μέσω του προφήτη Νάθαν. Επίσης έδωσε εντολή στο Νάθαν να ονομάσουν για χάρη του το παιδί Ιεδιδία, που σημαίνει «αγαπημένος από τον Κύριο».

Ο Δαβίδ κυριεύει τη Ραββάθ

26 Στο μεταξύ ο Ιωάβ πολεμούσε εναντίον της Ραββάθ, πρωτεύουσας των Αμμωνιτών, και είχε σχεδόν καταλάβει την περιοχή της πόλης όπου έμενε ο βασιλιάς τους.

27 Ο Ιωάβ έστειλε αγγελιοφόρους να πουν στο Δαβίδ: «Πολέμησα εναντίον της Ραββάθ κι έχω καταλάβει την περιοχή της πόλης όπου βρίσκεται η δεξαμενή του νερού.

28 Τώρα, λοιπόν, μάζεψε τον υπόλοιπο στρατό, έλα να πολιορκήσεις την πόλη και κυρίεψέ την εσύ, για να μην την κυριέψω εγώ κι αποδοθεί σ’ εμένα η δόξα για την κατάκτησή της».

29 Έτσι συγκέντρωσε ο Δαβίδ όλο το στρατό, προχώρησε ως τη Ραββάθ, πολέμησε εναντίον της και την κυρίεψε.

30 Πήρε και το στέμμα από το κεφάλι του θεού Μιλκώμ.Το βάρος του ήταν ένα χρυσό τάλαντο και είχε πάνω του ένα πολύτιμο πετράδι. Το στέμμα το έβαλαν στο κεφάλι του Δαβίδ, ο οποίος πήρε από την πόλη πάρα πολλά λάφυρα.

31 Έβγαλε από την πόλη τους κατοίκους της και τους έβαλε σε καταναγκαστικές εργασίες με πριόνια, με σιδερένιες κοφτερές αξίνες και με σιδερένια τσεκούριαή να δουλεύουν σε καλούπια για να φτιάχνουν πλίθρες.

Το ίδιο έκανε και με όλες τις άλλες πόλεις των Αμμωνιτών. Μετά από αυτά ο Δαβίδ και όλος ο στρατός του γύρισαν στην Ιερουσαλήμ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/12-879c9bf8651414fe43072e932ce34d0c.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 13

Αμνών και Ταμάρ

1 Στη συνέχεια συνέβησαν τα εξής: «Ο Αβεσσαλώμ, γιος του Δαβίδ, είχε μια ωραία αδερφή, που ονομαζόταν Ταμάρ. Αυτήν την αγάπησε ο ετεροθαλής αδερφός της ο Αμνών, άλλος γιος του Δαβίδ.

2 Ο Αμνών βασανιζόταν τόσο πολύ από τον έρωτά του, που αρρώστησε για την Ταμάρ, γιατί ήταν παρθένα και του ήταν πάρα πολύ δύσκολο να την πλησιάσει.

3 Αλλά ο Αμνών είχε έναν φίλο, τον Ιωναδάβ, γιο του Σαμμά, αδερφού του Δαβίδ. Ο Ιωναδάβ ήταν πολύ πανούργος άνθρωπος.

4 Ρώτησε, λοιπόν, τον Αμνών: «Γιατί κάθε μέρα είσαι τόσο στενοχωρημένος, γιε του βασιλιά; Δε θα μου πεις;» Ο Αμνών του απάντησε: «Αγαπώ την Ταμάρ, αδερφή του αδερφού μου Αβεσσαλώμ».

5 Ο Ιωναδάβ του είπε: «Πέσε στο κρεβάτι και κάνε τον άρρωστο· κι όταν έρθει ο πατέρας σου να σε δει, να του πεις: “θέλω να έρθει η αδερφή μου η Ταμάρ να μου φέρει φαγητό, να το ετοιμάσει μπροστά μου για να το δω και να φάω από τα χέρια της”».

6 Έπεσε, λοιπόν, ο Αμνών στο κρεβάτι κι έκανε τον άρρωστο. Όταν ήρθε ο βασιλιάς να τον δει, του είπε ο Αμνών: «Θέλω να έρθει, σε παρακαλώ, η αδερφή μου η Ταμάρ και να ετοιμάσει μπροστά μου δυο πίτες για να φάω από τα χέρια της».

7 Έτσι ο Δαβίδ ειδοποίησε την Ταμάρ στο ανάκτορο και της είπε: «Πήγαινε στο σπίτι του αδερφού σου, του Αμνών, κι ετοίμασέ του φαγητό».

8 Η Ταμάρ πήγε στο σπίτι του Αμνών, που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πήρε ζυμάρι, το ζύμωσε κι ετοίμασε μπροστά του πίτες και τις έψησε.

9 Ύστερα τις έφερε με το τηγάνι και τις άδειασε μπροστά του. Αλλά ο Αμνών αρνήθηκε να φάει και διάταξε να τους βγάλουν όλους έξω από το δωμάτιο. Όταν βγήκαν όλοι έξω,

10 είπε στην Ταμάρ: «Φέρε το φαγητό στο κρεβάτι μου να με ταΐσεις με το χέρι σου». Εκείνη έφερε στο κρεβάτι του αδερφού της τις πίτες που είχε φτιάξει.

11 Καθώς του τις έδινε για να φάει, εκείνος την έπιασε και της είπε: «Έλα, πλάγιασε μαζί μου, αδερφή μου».

12 Αυτή του απάντησε: «Όχι, αδερφέ μου. Μη με ατιμάσεις! Τέτοιο πράγμα δεν πρέπει να γίνει στο λαό του Ισραήλ. Μην κάνεις αυτή την ανοησία.

13 Πώς θα μπορέσω ν’ αντέξω τέτοια ντροπή! Κι εσύ θα θεωρείσαι άτιμος από όλους τους Ισραηλίτες. Μίλησε καλύτερα στο βασιλιά· ασφαλώς δε θα αρνηθεί να με δώσει σ’ εσένα».

14 Ο Αμνών όμως δεν ήθελε να την ακούσει, και καθώς ήταν δυνατότερος απ’ αυτήν, την υποχρέωσε να πλαγιάσει μαζί του και τη βίασε.

15 Μετά ο Αμνών τη μίσησε τρομερά. Τόσο, που το μίσος του γι’ αυτήν ήταν μεγαλύτερο από τον έρωτά του. Της λέει, λοιπόν, «Σήκω και φύγε».

16 «Όχι, αδερφέ μου», του απάντησε εκείνη. «Μη με διώχνεις. Το κακό αυτό θα είναι μεγαλύτερο από το άλλο που μου ’κανες». Εκείνος όμως δεν άκουγε τίποτα.

17 Φώναξε το νεαρό υπηρέτη του και τον διάταξε: «Πάρ’ την από μπροστά μου· βγάλ’ την έξω κι αμπάρωσε και την πόρτα».

18 Ο υπηρέτης την έβγαλε έξω κι αμπάρωσε την πόρτα.

Η Ταμάρ φορούσε χιτώνα με μανίκια, που έφτανε ως τα πόδια. Έτσι ντύνονταν οι παρθένες κόρες του βασιλιά, από την παλιά εποχή.

19 Έβαλε, λοιπόν, στάχτη στο κεφάλι της κι έσκισε το μακρύ χιτώνα που φορούσε,με τα μανίκια· έβαλε τα χέρια πάνω στο κεφάλι της και προχωρούσε φωνάζοντας.

20 Ο αδερφός της ο Αβεσσαλώμ τη ρώτησε: «Μήπως σε βίασε ο αδερφός σου ο Αμνών; Έλα τώρα, αδερφή μου, σώπα· αδερφός σου, είναι, μην το παίρνεις κατάκαρδα». Έτσι η Ταμάρ έμεινε στο σπίτι του Αβεσσαλώμ, ως χήρα.

21 Όταν ο βασιλιάς Δαβίδ πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, θύμωσε πάρα πολύ.

22 Ο Αβεσσαλώμ, εξάλλου, δε μιλούσε καθόλου στον Αμνών –τόσο πολύ τον μισούσε που είχε ατιμάσει την αδερφή του την Ταμάρ.

Η εκδίκηση του Αβεσσαλώμ

23 Μετά από δύο χρόνια, ο Αβεσσαλώμ είχε κουρευτές προβάτων στο σπίτι του στη Βάαλ-Χασώρ, κοντά στην περιοχή της φυλής Εφραΐμ και προσκάλεσε όλους τους γιους του βασιλιά.

24 Ο Αβεσσαλώμ παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του είπε: «Ο δούλος σου έχω κουρευτές προβάτων. Ας έρθει, σε παρακαλώ, ο βασιλιάς και οι αξιωματούχοι του στο σπίτι μου».

25 Ο βασιλιάς απάντησε στον Αβεσσαλώμ: «Όχι, γιε μου, ας μην έρθουμε τώρα όλοι μας, για να μη σε επιβαρύνουμε». Ο Αβεσσαλώμ τον πίεζε, αλλά εκείνος δε θέλησε να πάει, και του ευχήθηκε καλό κατευόδιο.

26 Τότε ο Αβεσσαλώμ του είπε: «Αν είν’ έτσι, τότε ας έρθει μαζί μας ο αδερφός μου ο Αμνών». Ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Γιατί να έρθει μαζί σου ο Αμνών;»

27 Ο Αβεσσαλώμ όμως τον πίεσε ξανά κι εκείνος έδωσε την άδεια να πάει μαζί του ο Αμνών και όλοι οι άλλοι γιοι του βασιλιά.

28 Τότε ο Αβεσσαλώμ έδωσε στους ανθρώπους του διαταγή: «Προσέξτε», τους είπε· «όταν ο Αμνών έρθει στο κέφι από το κρασί και σας πω, “χτυπήστε τον”, τότε θα τον σκοτώσετε. Μη φοβηθείτε. Εγώ δε διατάζω; Πάρτε, λοιπόν, θάρρος και φανείτε γενναίοι».

29 Οι υπηρέτες του Αβεσσαλώμ έκαναν στον Αμνών, ό,τι τους είχε διατάξει ο κύριός τους. Τότε σηκώθηκαν όλοι οι γιοι του βασιλιά, ανέβηκαν ο καθένας στο μουλάρι του κι έφυγαν.

30 Ενώ αυτοί ήταν ακόμα στο δρόμο, έφτασε η είδηση στο Δαβίδ, ότι ο Αβεσσαλώμ σκότωσε όλους τους γιους του βασιλιά και δεν έμεινε κανένας ζωντανός.

31 Ο βασιλιάς σηκώθηκε έσκισε τα ρούχα του και έπεσε καταγής. Όλοι οι υπηρέτες γύρω του έσκισαν κι αυτοί τα ρούχα τους.

32-33 Αλλά ο Ιωναδάβ, γιος του Σαμμά κι ανεψιός του Δαβίδ, του είπε: «Μη νομίζεις, κύριέ μου βασιλιά, ότι σκότωσαν όλους τους νέους, τους γιους σου. Μόνο ο Αμνών είναι νεκρός· το είχε αποφασίσει ο Αβεσσαλώμ από την ημέρα που ο Αμνών ατίμασε την αδερφή του την Ταμάρ. Μη βασανίζεσαι, λοιπόν, με τέτοιες σκέψεις».

34 Στο μεταξύ ο Αβεσσαλώμ είχε φύγει.

Κάποια στιγμή ο φρουρός στρατιώτης σήκωσε τα μάτια του και είδε ένα πλήθος ανθρώπων που έρχονταν από το δρόμο της Βαιθ-Χωρών, από την πλαγιά του βουνού.

35 Ο Ιωναδάβ είπε στο Δαβίδ: «Να οι γιοι του βασιλιά, έρχονται. Όσα σου είπε ο δούλος σου επαληθεύονται».

36 Μόλις τέλειωσε τα λόγια του, έφτασαν οι γιοι του βασιλιά και ξέσπασαν σε δυνατό κλάμα. Ακόμα κι ο ίδιος ο βασιλιάς κι όλοι οι αξιωματούχοι του έκλαιγαν γοερά.

37-38 Ο Αβεσσαλώμ είχε καταφύγει στο βασιλιά της Γεσούρ τον Ταλμαΐ, γιο του Αμμιούδ, κι έμεινε κοντά του τρία χρόνια. Ο βασιλιάς Δαβίδ όλο αυτό το διάστημα κρατούσε πένθος για το γιο του.

39 Όταν παρηγορήθηκε από το θάνατο του Αμνών, επιθύμησε να πάει να δει τον Αβεσσαλώμ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/13-c1e9c26efbddfde7318dd867ea1703c5.mp3?version_id=173—