Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 25

Θάνατος του Σαμουήλ

1 Εκείνο τον καιρό πέθανε ο Σαμουήλ. Όλοι οι Ισραηλίτες συγκεντρώθηκαν κι έκαναν θρήνο γι’ αυτόν· τον έθαψαν στο σπίτι του, στη Ραμά. Μετά ο Δαβίδ κατέβηκε στην έρημο Φαράν.

Δαβίδ και Αβιγαία

2-4 Στη Μαών ζούσε κάποιος από τη συγγένεια του Χάλεβ, που είχε τα κτήματά του στη γειτονική πόλη Κάρμηλο. Το όνομά του ήταν Ναβάλ και ήταν πάρα πολύ πλούσιος, με τρεις χιλιάδες πρόβατα και χίλια γίδια. Η γυναίκα του, έξυπνη και με ωραία εμφάνιση, ονομαζόταν Αβιγαία. Ο ίδιος ήταν σκληρός και κακός άνθρωπος.

Στην έρημο που βρισκόταν ο Δαβίδ, έμαθε ότι ο Ναβάλ είχε πάει στον Κάρμηλο να κουρέψει τα πρόβατά του.

5 Έστειλε λοιπόν δέκα νέους και τους είπε: «Ανεβείτε στον Κάρμηλο, στο Ναβάλ και χαιρετήστε τον εκ μέρους μου,

6 μ’ αυτά τα λόγια: “να ’σαι πολύχρονος κι όλα να σου πηγαίνουν καλά στην οικογένειά σου και σ’ όλα σου τα υπάρχοντα!

7 Ο Δαβίδ άκουσε πως έχεις εκεί κουρευτές προβάτων. Αλλά να ξέρεις ότι τους βοσκούς σου που ήταν μαζί μας στον Κάρμηλο όλο αυτόν τον καιρό δεν τους πειράξαμε, και τίποτε απ’ όσα είχαν δε χάθηκε.

8 Ρώτησέ τους και θα σου το βεβαιώσουν. Ο Δαβίδ ζητάει να έχουμε την εύνοιά σου, σήμερα που είναι μέρα γιορτής και ήρθαμε σ’ εσένα. Δώσε μας, σε παρακαλούμε, ό,τι μπορείς στους δούλους σου και στο γιο σου το Δαβίδ”».

9 Ήρθαν, λοιπόν, οι νέοι του Δαβίδ και είπαν εκ μέρους του στο Ναβάλ όλα αυτά τα λόγια και περίμεναν την απάντησή του.

10 Αλλά ο Ναβάλ τους αποκρίθηκε: «Ποιος είν’ αυτός ο Δαβίδ, ο γιος του Ιεσσαί; Πολλοί δούλοι δραπετεύουν σήμερα από τ’ αφεντικά τους.

11 Είμαι υποχρεωμένος εγώ να πάρω το ψωμί μου και το κρασί μου και τα σφαχτά που ετοίμασα για τους κουρευτές μου και να τα δώσω σ’ ανθρώπους που δεν τους ξέρω από πού είναι;»

12 Οι νέοι πήραν πάλι το δρόμο της επιστροφής, κι ήρθαν και διαβίβασαν στο Δαβίδ όλα αυτά τα λόγια.

13 Τότε ο Δαβίδ είπε στους άντρες του: «Ζωστείτε τα σπαθιά σας». Τα ζώστηκαν. Ζώστηκε κι εκείνος το δικό του, και τον ακολούθησαν περίπου τετρακόσιοι άντρες, ενώ διακόσιοι έμειναν στις αποσκευές.

14 Ένας από τους δούλους του Ναβάλ ειδοποίησε την Αβιγαία, τη γυναίκα του αφεντικού του. «Ο Δαβίδ», της είπε, «έστειλε αγγελιοφόρους από την έρημο να χαιρετήσουν τον κύριό μας, αλλά εκείνος τους έβρισε.

15 Εμάς οι άνθρωποι μας φάνηκαν πολύ καλοί. Δε μας έβλαψαν κι ούτε χάσαμε τίποτε όλο τον καιρό που τους συναναστρεφόμασταν, όταν ήμασταν στα λιβάδια.

16 Αυτοί ήταν γύρω μας σαν τείχος νύχτα και μέρα, όλο τον καιρό που βόσκαμε μαζί τους τα πρόβατα.

17 Τώρα, λοιπόν, σκέψου κάτι και κοίτα τι θα κάνεις, γιατί σίγουρα έχει αποφασιστεί κάτι κακό εναντίον του κυρίου μας και της οικογένειάς του. Αλλά αυτός είναι τόσο κακός, που κανένας δεν μπορεί να του μιλήσει».

18 Τότε έτρεξε η Αβιγαία και πήρε διακόσια καρβέλια ψωμί, δυό ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα έτοιμα σφαγμένα, πέντε γαβάθες ψημένο στάρι, εκατό τσαμπιά ξερή σταφίδα και διακόσιες αρμαθιές ξηρά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια.

19 «Προχωρήστε εσείς μπροστά από μένα», είπε στους δούλους της, «κι εγώ θα σας ακολουθώ». Αλλά στον άντρα της το Ναβάλ δεν είπε τίποτα.

20 Ενώ αυτή κατέβαινε καβάλα στο γαϊδούρι της, κρυμμένη πίσω από ένα ύψωμα, ο Δαβίδ και οι άντρες του έρχονταν προς το μέρος της και συναντήθηκαν.

21 Όλο αυτό το διάστημα ο Δαβίδ σκεφτόταν: «Πράγματι, μάταια φύλαγα τα υπάρχοντα αυτουνού στην έρημο, να μη χαθεί τίποτε. Αυτός τώρα μου ανταποδίδει κακό για το καλό που του ’κανα.

22 Ο Θεός να με τιμωρήσει, αν αφήσω εγώ απ’ όλα τα υπάρχοντά του ένα αρσενικό ζωντανό ως αύριο το πρωί!»

23 Η Αβιγαία μόλις είδε το Δαβίδ, κατέβηκε βιαστικά από το γαϊδούρι, έσκυψε το κεφάλι της μπροστά του και τον προσκύνησε ως το έδαφος.

24 Έπεσε στα πόδια του και του είπε: «Δικό μου, κύριέ μου, είναι το φταίξιμο. Άσε τη δούλη σου να σου μιλήσω κι άκουσέ με.

25 Μην πάρεις, κύριέ μου, στα σοβαρά τον κακό αυτό άνθρωπο, το Ναβάλ. Αυτός είναι Ναβάλ–όνομα και πράγμα. Η ανοησία είναι το χαρακτηριστικό του. Εγώ όμως, η δούλη σου, δεν είδα τους νέους σου που μας έστειλες.

26 »Και τώρα, κύριέ μου, σε βεβαιώνω ότι, όπως είναι αλήθεια πως ο Κύριος υπάρχει και πως εσύ ζεις, έτσι είναι αλήθεια ότι ο Κύριος σε εμπόδισε να κάνεις φόνο και να πάρεις εκδίκηση εσύ ο ίδιος. Είθε να καταντήσουν σαν το Ναβάλ οι εχθροί σου κι αυτοί που θέλουν το κακό σου, κύριέ μου!

27 Το δώρο αυτό που σου ’φερα η δούλη σου, ας δοθεί στους άντρες που σε ακολουθούν, κύριέ μου.

28 Συγχώρησε, σε παρακαλώ, το παράπτωμα της δούλης σου! Ξέρω καλά, κύριέ μου, πως ο Κύριος θα δώσει οπωσδήποτε τη βασιλεία στους δικούς σου απογόνους για πάντα, γιατί πολεμάς γι’ αυτόν· και κακό δε θα σε βρει στη ζωή σου.

29 Κάποιος σε καταδιώκει και προσπαθεί να σε σκοτώσει, κύριέ μου, αλλά η ζωή σου είναι προστατευμένη κοντά στον Κύριο, το Θεό σου. Αυτός θα ξετινάξει τη ζωή των εχθρών σου σαν με σφεντόνα.

30 Όταν ο Κύριος πραγματοποιήσει όλες τις ευεργεσίες του που σου έχει υποσχεθεί και σε κάνει αρχηγό στον Ισραήλ,

31 τότε, κύριέ μου, δε θα υποφέρεις από τις τύψεις της συνείδησής σου, ότι σκότωσες χωρίς λόγο ή ότι πήρες εσύ ο ίδιος εκδίκηση για τον εαυτό σου. Ωστόσο, όταν ο Κύριος θα σ’ έχει ευεργετήσει, θυμήσου με κι εμένα, τη δούλη σου».

32 Τότε ο Δαβίδ είπε στην Αβιγαία: «Ευλογημένος ας είναι ο Θεός του Ισραήλ, που σ’ έστειλε σήμερα να με συναντήσεις!

33 Ευλογημένη η φρόνησή σου και ευλογημένη εσύ, που μ’ εμπόδισες να κάνω φόνο σήμερα και να πάρω εκδίκηση εγώ για τον εαυτό μου!

34 Πράγματι είναι αληθινός ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, που με εμπόδισε να σου κάνω κακό! Αν δεν έτρεχες να ’ρθεις να με συναντήσεις, δε θα ’μενε στον Ναβάλ κανένα αρσενικό ως την αυγή».

35 Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και της είπε: «Γύρνα ξένοιαστη στο σπίτι σου. Βλέπεις, εγώ υποχώρησα στα λόγια σου και τίμησα το πρόσωπό σου».

36 Όταν η Αβιγαία γύρισε στον Ναβάλ, εκείνος είχε φαγοπότι στο σπίτι του σαν να ήταν συμπόσιο βασιλικό. Ο ίδιος είχε ’ρθεί στο κέφι και ήταν τύφλα στο μεθύσι. Γι’ αυτό δεν του είπε τίποτα ως την αυγή.

37 Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Ναβάλ είχε πια ξεμεθύσει, η γυναίκα του τού διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε αυτός έπαθε συμφόρηση και παρέλυσε.

38 Μετά από δέκα περίπου μέρες, ο Κύριος έστειλε στον Ναβάλ καινούριο πλήγμα και πέθανε.

39 Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Ναβάλ πέθανε, είπε: «Ευλογημένος ας είναι ο Κύριος, που εκδικήθηκε την προσβολή που μου έκανε ο Ναβάλ κι εμπόδισε το δούλο του να κάνω κάποιο κακό! Ο Κύριος έστρεψε την κακία του Ναβάλ στο ίδιο του το κεφάλι». Κι έστειλε ο Δαβίδ ανθρώπους να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του.

40 Ήρθαν οι δούλοι του στην Αβιγαία στην πόλη Κάρμηλο και της είπαν: «Ο Δαβίδ μας έστειλε σ’ εσένα για να σε πάρει γυναίκα του».

41 Εκείνη σηκώθηκε κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής. «Δούλη του είμαι», είπε, «που θα γίνω υπηρέτρια έτοιμη να πλύνει τα πόδια των δούλων του κυρίου μου».

42 Η Αβιγαία σηκώθηκε βιαστικά, ανέβηκε στο γαϊδούρι και ξεκίνησε με συνοδεία τις υπηρέτριές της. Ακολούθησε τους αγγελιοφόρους του Δαβίδ και έγινε γυναίκα του.

43 Ο Δαβίδ πήρε επίσης και την Αχινοάμ από την Ιζρεέλ, και ήταν και οι δύο τους γυναίκες του.

44 Στο μεταξύ ο Σαούλ την κόρη του τη Μιχάλ, γυναίκα του Δαβίδ, την έδωσε στον Φαλτί, γιο του Λαΐς από τη Γαλλίμ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/25-467826f1ea5adf1296dc958dd73b2702.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 26

Ο Δαβίδ αποφεύγει να σκοτώσει τον Σαούλ στη Ζιφ

1 Οι Ζιφίτες ήρθαν στο Σαούλ, στη Γιβεά, και του είπαν: «Ξέρεις ότι ο Δαβίδ κρύβεται στο λόφο Χαχιλά, απέναντι στη στέπα;»

2 Ο Σαούλ τότε σηκώθηκε και κατέβηκε στην έρημο Ζιφ με τρεις χιλιάδες επίλεκτους Ισραηλίτες, για να ψάξει για το Δαβίδ.

3 Στρατοπέδευσε στο λόφο Χαχιλά, κοντά στο δρόμο. Όταν ο Δαβίδ, που έμενε στην έρημο, άκουσε πως ο Σαούλ τον αναζητούσε εκεί,

4 έστειλε κατασκόπους να πάρουν σίγουρες πληροφορίες κι έμαθε ότι ο Σαούλ πράγματι είχε φτάσει εκεί.

5 Τότε σηκώθηκε κι ήρθε στην τοποθεσία όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Σαούλ. Είδε και τον τόπο όπου κοιμόταν ο Σαούλ κι ο Αβενήρ, γιος του Νηρ, ο αρχιστράτηγός του. Ο Σαούλ κοιμόταν στη μέση του στρατοπέδου, ενώ οι στρατιώτες είχαν κατασκηνώσει γύρω του.

6 Τότε κάλεσε τον Αχιμέλεχ το Χετταίο και τον Αβισάι, γιο της Σερουΐας κι αδερφό του Ιωάβ. «Ποιος θα κατέβει μαζί μου», τους είπε, «στο στρατόπεδο του Σαούλ;» Ο Αβισάι απάντησε: «Κατεβαίνω εγώ μαζί σου».

7 Έτσι ήρθαν ο Δαβίδ και ο Αβισάι στο στρατόπεδο τη νύχτα, και είδαν το Σαούλ που κοιμόταν στο κέντρο του στρατοπέδου, με το ακόντιό του μπηγμένο στο έδαφος, πλάι στο κεφάλι του. Ο Αβενήρ και οι άλλοι στρατιώτες κοιμόνταν γύρω του.

8 Τότε είπε ο Αβισάι στο Δαβίδ: «Απόψε ο Θεός παρέδωσε τον εχθρό σου στα χέρια σου. Άσε με τώρα να τον καρφώσω στη γη με το ακόντιο μ’ ένα χτύπημα. Δεν θα χρειαστεί να τον χτυπήσω δεύτερη φορά».

9 Αλλά ο Δαβίδ του είπε: «Μην τον σκοτώσεις· γιατί ποιος θ’ απλώσει χέρι εναντίον του εκλεκτού του Κυρίου και θα μείνει ατιμώρητος;

10 Σε βεβαιώνω στο όνομα του αληθινού Θεού πως ο Κύριος ο ίδιος θα θέσει τέρμα στη ζωή του Σαούλ, είτε πεθάνει από φυσικό θάνατο, είτε σκοτωθεί στο πεδίο της μάχης.

11 Ο Κύριος να με φυλάξει να μην απλώσω το χέρι μου εναντίον του εκλεκτού του! Τώρα, λοιπόν, πάρε το ακόντιο, που είναι κοντά στο κεφάλι του και το δοχείο με το νερό και πάμε να φύγουμε».

12 Έτσι πήρε ο Δαβίδ το ακόντιο και το δοχείο με το νερό, που ήταν κοντά στο κεφάλι του Σαούλ, και έφυγαν. Κανένας δεν είδε και κανένας δεν κατάλαβε τίποτα, ούτε ξύπνησε κανείς. Όλοι τους κοιμόνταν, γιατί ο Κύριος τους είχε κάνει να πέσουν σε ύπνο βαθύ.

13 Ο Δαβίδ πέρασε από την άλλη μεριά της κοιλάδας και στάθηκε στην κορυφή του βουνού, σε μεγάλη απόσταση από το στρατόπεδο του Σαούλ.

14 Τότε φώναξε στο στρατό και στον Αβενήρ, γιο του Νηρ: «Δεν απαντάς, Αβενήρ;» Κι ο Αβενήρ απάντησε: «Ποιος είσ’ εσύ που φωνάζεις στο βασιλιά;»

15 Ο Δαβίδ του λέει: «Δεν είσαι άντρας εσύ; Μα δεν υπάρχει καλύτερος στρατιώτης από σένα στον Ισραήλ! Γιατί, λοιπόν, δε φύλαξες τον κύριό σου, το βασιλιά; Κάποιος ήρθε να τον σκοτώσει.

16 Δεν ήταν σωστό αυτό που έκανες. Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό ότι θα πεθάνετε όλοι σας, γιατί δε φυλάξατε τον κύριό σας, τον εκλεκτό του Κυρίου. Και τώρα ψάξε να βρεις πού είναι το ακόντιο του βασιλιά και το δοχείο με το νερό, που ήταν πλάι στο κεφάλι του!»

17 Ο Σαούλ αναγνώρισε τη φωνή του Δαβίδ και φώναξε: «Η φωνή σου είν’ αυτή, γιε μου, Δαβίδ;» Ο Δαβίδ απάντησε: «Η φωνή μου είναι, κύριέ μου, βασιλιά.

18 Γιατί, κύριέ μου, καταδιώκεις εμένα το δούλο σου;» του λέει. «Τι έκανα; τι κακό σκέφτηκα;

19 Τώρα, λοιπόν, άκουσε σε παρακαλώ το δούλο σου, κύριέ μου βασιλιά: Αν ο Κύριος σε παρακίνησε εναντίον μου, ας τον εξευμενίσουμε με μια θυσία. Αν όμως σε παρακινούν άνθρωποι, ας είναι καταραμένοι ενώπιον του Κυρίου, γιατί με καταδιώκουν σήμερα, και δε μ’ αφήνουν να ζήσω ήσυχος στη χώρα που έδωσε ο Κύριος στο λαό του για ιδιοκτησία τους. Είναι σαν να με στέλνουν αλλού να λατρέψω άλλους θεούς.

20 Αλλά ας μη χυθεί το αίμα μου σε ξένη γη, μακριά από την παρουσία του Κυρίου, αφού ο βασιλιάς του Ισραήλ βγήκε ζητώντας να με σκοτώσει, όπως κυνηγάνε τις πέρδικες στα βουνά».

21 Ο Σαούλ απάντησε: «Αμάρτησα! Γύρνα πίσω, γιε μου, Δαβίδ! Δε θα σου κάνω πια κακό, αφού σεβάστηκες σήμερα τη ζωή μου. Φέρθηκα ανόητα και πλανήθηκα φοβερά».

22 Ο Δαβίδ απάντησε: «Εδώ είναι το ακόντιό σου, βασιλιά. Ας περάσει ένας από τους άντρες σου να το πάρει.

23 Κι ο Κύριος ας ανταμείψει του καθενός μας τη δικαιοσύνη και την πιστότητα. Σήμερα σε παρέδωσε ο Κύριος στα χέρια μου, αλλά εγώ δεν θέλησα ν’ απλώσω το χέρι μου στον εκλεκτό του.

24 Κι όπως εγώ σεβάστηκα σήμερα τη ζωή σου, έτσι ας σεβαστεί κι ο Κύριος τη δική μου ζωή κι ας με ελευθερώσει από όλα αυτά τα δεινά».

25 Τότε ο Σαούλ είπε στο Δαβίδ: «Ευλογημένος να είσαι, γιε μου, Δαβίδ! Εσύ το δίχως άλλο θα κατορθώσεις μεγάλα πράγματα και τελικά θα επικρατήσεις».

Ο Δαβίδ εξακολούθησε το δρόμο του, ενώ ο Σαούλ γύρισε στο σπίτι του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/26-25c9adc0f38be467eab138ba2150eb9d.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 27

Ο Δαβίδ ζει ανάμεσα στους Φιλισταίους

1 Ο Δαβίδ σκέφτηκε: «Κάποτε θα πέσω στα χέρια του Σαούλ· δεν είναι καλύτερα για μένα να φύγω και να πάω στη χώρα των Φιλισταίων; Έτσι αυτός θ’ απελπιστεί και θα πάψει πια να με καταδιώκει στο ισραηλιτικό έδαφος. Μ’ αυτό τον τρόπο θα γλιτώσω κι εγώ απ’ αυτόν».

2 Έτσι ο Δαβίδ και οι εξακόσιοι άντρες του σηκώθηκαν και πέρασαν στον Αχίς, γιο του Μαώχ και βασιλιά της Γαθ.

3 Ο Δαβίδ και οι άντρες του εγκαταστάθηκαν όλοι στη Γαθ κοντά στον Αχίς, καθένας με την οικογένειά του· ο Δαβίδ είχε μαζί του τις δύο γυναίκες του, την Αχινοάμ από την Ιζρεέλ και την Αβιγαία, που ήταν πριν γυναίκα του Ναβάλ, από την πόλη Κάρμηλο.

4 Όταν έφτασε η είδηση στο Σαούλ ότι ο Δαβίδ έφυγε στη Γαθ, σταμάτησε πια να τον καταδιώκει.

5 Μια μέρα ο Δαβίδ είπε στον Αχίς: «Αν με θεωρείς το δούλο σου άξιο της εμπιστοσύνης σου, ας μου δοθεί ένας τόπος να εγκατασταθώ σε μια από τις πόλεις της επαρχίας. Δεν υπάρχει λόγος να κατοικώ στην πρωτεύουσα του βασιλείου μαζί σου».

6 Έτσι, εκείνη την ημέρα ο Αχίς του παραχώρησε την πόλη Σικλάγ. Γι’ αυτό και η Σικλάγ ανήκει στους βασιλιάδες του Ιούδα μέχρι σήμερα.

7 Ο Δαβίδ έμεινε στη χώρα των Φιλισταίων ένα χρόνο και τέσσερις μήνες.

8 Στο μεταξύ, αυτός και οι άντρες του πήγαιναν κι έκαναν επιδρομές ενάντια στους Γεσουρίτες, στους Γεζερίτες και στους Αμαληκίτες, δηλαδή στους αρχικούς κατοίκους της περιοχής, προς την κατεύθυνση της Σουρ ως την Αίγυπτο.

9 Χτυπούσαν αυτές τις περιοχές και δεν άφηναν ζωντανούς ούτε άντρες ούτε γυναίκες· έπαιρναν πρόβατα, βόδια, γαϊδούρια, καμήλες και ρουχισμό και γύριζαν στον Αχίς.

10 Ο Αχίς τον ρωτούσε: «Πού επιτεθήκατε σήμερα;» Κι ο Δαβίδ απαντούσε: «Νότια της περιοχής Ιούδα» ή «νότια των Ιεραχμεελιτών» ή «νότια της περιοχής των Κεναίων».

11 Ο Δαβίδ δεν άφηνε κανέναν ζωντανό, ούτε άντρα ούτε γυναίκα, για να μην πάνε στη Γαθ και μιλήσουν εναντίον του για όσα τους έκανε. Αυτή ήταν η τακτική του όλο τον καιρό που έμεινε στη χώρα των Φιλισταίων.

12 Ο Αχίς, είχε εμπιστοσύνη στο Δαβίδ, γιατί σκεφτόταν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ο Δαβίδ το δίχως άλλο γινόταν μισητός στον λαό του, τον Ισραήλ· έτσι θα του ήταν δούλος για πάντα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/27-1c9eab9ae9af7fe858af28fc1eacb234.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 28

1 Εκείνο τον καιρό οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις για να πολεμήσουν εναντίον του Ισραήλ. Είπε τότε ο Αχίς στο Δαβίδ: «Πρέπει να ξέρεις ότι θα βγεις μαζί μου στον πόλεμο με τους άντρες σου».

2 Ο Δαβίδ του αποκρίθηκε: «Τώρα θα δεις τι μπορώ να κάνω εγώ ο δούλος σου». Και του είπε ο Αχίς: «Γι’ αυτό κι εγώ σε ορίζω ισόβιο σωματοφύλακά μου».

Ο Σαούλ συμβουλεύεται τη μάντισσα

3 Ο Σαμουήλ είχε πια πεθάνει. Όλοι οι Ισραηλίτες είχαν συμμετάσχει στο θρήνο γι’ αυτόν και μετά τον έθαψαν στην πόλη του τη Ραμά. Κι ο Σαούλ είχε διώξει τους νεκρομάντεις και τους μάντεις από τη χώρα.

4 Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, οι Φιλισταίοι και ήρθαν και στρατοπέδευσαν στη Σουνήμ. Ο Σαούλ συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες και στρατοπέδευσαν στο όρος Γελβουέ.

5 Όταν είδε ο Σαούλ το στρατόπεδο των Φιλισταίων, τον έπιασε φόβος και τρόμος μεγάλος.

6 Ρώτησε, λοιπόν, τον Κύριο, αλλά ο Κύριος δεν του απάντησε ούτε με όνειρο, ούτε με τα Ουρίμ,ούτε μέσω των προφητών.

7 Τότε διέταξε ο Σαούλ τους αξιωματούχους του: «Βρέστε μου μια γυναίκα που να επικοινωνεί με τα πνεύματα των νεκρών, για να πάω σ’ αυτήν και να τη ρωτήσω». Εκείνοι του απάντησαν: «Υπάρχει μια γυναίκα νεκρομάντισσα στην Εν-Δωρ».

8 Τότε μεταμφιέστηκε ο Σαούλ κι έφυγε μαζί με δύο άντρες.

Έφτασαν νύχτα στη γυναίκα και ο Σαούλ της είπε: «Μάντεψε το μέλλον για μένα με τη βοήθεια των πνευμάτων των νεκρών και φέρε μου εκείνον που θα σου πω».

9 Η γυναίκα του απάντησε: «Αφού ξέρεις τι έκανε ο Σαούλ στους νεκρομάντεις και τους μάντεις και τους έδιωξε από τη χώρα! Γιατί, λοιπόν, ζητάς να με παγιδέψεις και να χάσω τη ζωή μου;»

10 Τότε ο Σαούλ της είπε: «Σου ορκίζομαι στον αληθινό Θεό ότι εσύ δε θα κινδυνέψεις στην όλη υπόθεση».

11 «Ποιον θέλεις να σου φέρω;» ρώτησε η γυναίκα. Κι ο Σαούλ απάντησε: «Θέλω να μου φέρεις το Σαμουήλ».

12 Η γυναίκα όταν είδε το Σαμουήλ, έβγαλε μια δυνατή κραυγή και φώναξε στο Σαούλ: «Γιατί με γέλασες; αφού εσύ είσαι ο Σαούλ!»

13 «Μη φοβάσαι», της λέει ο βασιλιάς. «Τι είδες;»

Η γυναίκα τού απάντησε: «Είδα ένα πνεύμα ν’ ανεβαίνει από τα βάθη της γης».

14 «Πώς είναι η μορφή του;» τη ρώτησε. «Είν’ ένας γέρος», είπ’ εκείνη, «που ανεβαίνει τυλιγμένος μ’ ένα μανδύα». Ο Σαούλ αναγνώρισε ότι αυτός ήταν ο Σαμουήλ κι έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησε.

15 Ο Σαμουήλ είπε στο Σαούλ: «Γιατί με κάλεσες ν’ ανέβω και μ’ ανησύχησες;» «Βρίσκομαι σε πάρα πολύ μεγάλη στενοχώρια», είπε ο Σαούλ. «Οι Φιλισταίοι πολεμάνε εναντίον μου κι ο Θεός έφυγε μακριά μου· δε μου απαντάει πια ούτε με προφήτες ούτε με όνειρα. Γι’ αυτό κάλεσα εσένα να μου πεις τι πρέπει να κάνω».

16 Ο Σαμουήλ απάντησε: «Αφού ο Κύριος έφυγε μακριά σου κι έγινε εχθρός σου, τι ρωτάς εμένα;

17 Ο Κύριος έκανε εκείνο που σου είχα αναγγείλει εκ μέρους του: Αφαίρεσε τη βασιλεία από τα χέρια σου και την έδωσε σ’ έναν άλλο, στο Δαβίδ.

18 Εσύ δεν υπάκουσες τις εντολές του και δεν εξόντωσες εντελώς τους Αμαληκίτες· γι’ αυτό και ο Κύριος σου φέρεται έτσι σήμερα.

19 Επίσης ο Κύριος θα παραδώσει εσένα και το λαό σου στην εξουσία των Φιλισταίων. Αύριο κιόλας, εσύ και οι γιοι σου θα είσαστε μαζί μου. Ακόμα, το στρατό των Ισραηλιτών θα τον παραδώσει ο Κύριος στην εξουσία των Φιλισταίων».

20 Όταν ο Σαούλ άκουσε αυτά τα λόγια του Σαμουήλ, κατατρομοκρατήθηκε και γκρεμίστηκε ολόκληρος στη γη. Ήταν κι εξαντλημένος, γιατί δεν είχε φάει τίποτα όλη εκείνη την ημέρα και την προηγούμενη νύχτα.

21 Η γυναίκα πλησίασε το Σαούλ και είδε ότι ήταν πολύ ταραγμένος. «Βλέπεις», του είπε, «η δούλη σου υπάκουσα στη διαταγή σου, ριψοκινδυνεύοντας τη ζωή μου.

22 Τώρα, λοιπόν, άκουσέ με κι εσύ και άφησέ με να σου δώσω ένα κομμάτι ψωμί να φας για να πάρεις δύναμη, πριν συνεχίσεις το δρόμο σου».

23 Αλλά ο Σαούλ αρνιόταν κι έλεγε: «Δεν θέλω να φάω». Τον πίεσαν όμως οι αξιωματούχοι του και η γυναίκα, και υποχώρησε στην παράκλησή τους. Σηκώθηκε από τη γη και κάθισε στο κρεβάτι.

24 Η γυναίκα έσφαξε γρήγορα ένα μοσχάρι που το είχε στο σπίτι και το πάχαινε, πήρε αλεύρι, το ζύμωσε κι έψησε άζυμα ψωμιά.

25 Τα έφερε μπροστά στο Σαούλ και στους αξιωματούχους του κι έφαγαν. Έπειτα σηκώθηκαν κι έφυγαν την ίδια νύχτα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/28-015b6e86da3f5de36b76ed7e20559acc.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 29

Οι Φιλισταίοι αποπέμπουν το Δαβίδ

1 Οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν όλο το στρατό τους στην Αφέκ. Οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν στην πηγή πριν από την Ιζρεέλ.

2 Οι αρχηγοί των Φιλισταίων προέλαυναν με τις μονάδες τους ανά εκατό και ανά χίλιους άντρες.

Ο Δαβίδ και οι άντρες του ακολουθούσαν μαζί με τον Αχίς.

3 «Τι θέλουν εδώ αυτοί οι Εβραίοι;» ρώτησαν οι αρχηγοί. Ο Αχίς τους απάντησε: «Αυτός είναι ο Δαβίδ, που ήταν στην υπηρεσία του Σαούλ, βασιλιά του Ισραήλ. Είναι μαζί μου εδώ και πολύν καιρό. Από τότε που ήρθε σ’ εμένα δεν έχει κάνει τίποτε το αξιόμεμπτο».

4 Αυτοί όμως οργίστηκαν εναντίον του Αχίς. «Στείλε τον πίσω αυτόν τον άνθρωπο», του είπαν. «Να καθίσει στον τόπο που του όρισες και να μην έρθει μαζί μας στη μάχη, γιατί αυτοί στη διάρκεια της μάχης θα στραφούν εναντίον μας. Ο ίδιος θα κοιτάξει να συμφιλιωθεί με τον κύριό του παίρνοντας τα κεφάλια αυτών εδώ των αντρών μας!

5 Αυτός δεν είναι ο Δαβίδ, για τον οποίο οι γυναίκες χορεύοντας αποκρίνονταν η μια στην άλλη:

“Ο Σαούλ σκότωσε χιλιάδες

μα ο Δαβίδ μυριάδες”;»

6 Τότε κάλεσε ο Αχίς το Δαβίδ και του είπε: «Ορκίζομαι στον αληθινό Θεό πως είσαι άξιος της εμπιστοσύνης μου, και θα μου άρεσε να πολεμούσες μαζί μου στη μάχη· από τη μέρα που ήρθες κοντά μου μέχρι σήμερα δεν έχεις κάνει τίποτα το αξιόμεμπτο εναντίον μου. Αλλά στα μάτια των άλλων αρχηγών των Φιλισταίων δεν είσαι αγαπητός.

7 Τώρα, λοιπόν, γύρνα πίσω και πήγαινε στο καλό, για να μη δυσαρεστηθούν».

8 Ο Δαβίδ απάντησε στον Αχίς: «Μα τι έκανα; Τι κακό βρήκες, κύριέ μου βασιλιά, σ’ εμένα το δούλο σου, από τη μέρα που ήρθα σ’ εσένα μέχρι σήμερα, ώστε να μην πάω να πολεμήσω εναντίον των εχθρών σου;»

9 Ο Αχίς του αποκρίθηκε: «Ξέρω ότι μου είσαι αγαπητός σαν άγγελος του Θεού· αλλά οι άλλοι αρχηγοί των Φιλισταίων είπαν: “να μην έρθει αυτός μαζί μας στον πόλεμο”.

10 Τώρα λοιπόν, εσύ και οι άντρες που σ’ ακολουθούν, σηκωθείτε νωρίς το πρωί όταν φέξει και φύγετε».

11 Νωρίς νωρίς, λοιπόν, την άλλη μέρα το πρωί ο Δαβίδ και οι άντρες του σηκώθηκαν κι έφυγαν για τη χώρα των Φιλισταίων. Στο μεταξύ οι Φιλισταίοι έφτασαν στην Ιζρεέλ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/29-4afc824ef72dd09ec9f6321ba471e68b.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 30

Ο πόλεμος εναντίον των Αμαληκιτών

1 Όταν μετά από τρεις μέρες ο Δαβίδ και οι άντρες του έφτασαν στη Σικλάγ, οι Αμαληκίτες είχαν επιτεθεί νότια της περιοχής του Ιούδα είχαν χτυπήσει τη Σικλάγ και την είχαν πυρπολήσει.

2 Αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και όλους όσοι βρίσκονταν στην πόλη, μικρούς και μεγάλους. Δε σκότωσαν κανέναν, αλλά τους πήραν μαζί τους κι εξακολούθησαν τον δρόμο τους.

3 Όταν ήρθε ο Δαβίδ και οι άντρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί.

4 Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα.

5 Αιχμαλωτίστηκαν επίσης και οι δύο γυναίκες του Δαβίδ, η Αχινοάμ, που καταγόταν από την Ιζρεέλ και η Αβιγαία, πρώην γυναίκα του Ναβάλ από την πόλη Κάρμηλος.

6 Ο Δαβίδ έπεσε σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί οι σύντροφοί του σκέφτονταν να τον λιθοβολήσουν. Ήταν όλοι τους πολύ πικραμένοι, καθένας τους για τους γιους τους και τις κόρες τους. Ο Δαβίδ όμως πήρε δύναμη από τον Κύριο, το Θεό του,

7 και είπε στον ιερέα Αβιάθαρ, γιο του Αχιμέλεχ: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, το εφώδ». Ο Αβιάθαρ του έφερε το εφώδ

8 κι ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο: «Να καταδιώξω τη συμμορία αυτή των ληστών; Θα την προφτάσω;» Και ο Κύριος του απάντησε: «Καταδίωξέ την· σίγουρα θα τους προφτάσεις και θα ελευθερώσεις τους αιχμαλώτους».

9-10 Έτσι ο Δαβίδ με τους εξακόσιους άντρες του έφυγαν και ήρθαν ως το χείμαρρο Βεσόρ, όπου και παρέμειναν αρκετοί απ’ αυτούς –διακόσιοι άντρες– γιατί ήταν κουρασμένοι και δεν μπορούσαν να περάσουν το ποτάμι. Ο Δαβίδ με τετρακόσιους άντρες εξακολούθησε την καταδίωξη.

11 Έξω στα χωράφια οι άντρες του Δαβίδ βρήκαν έναν νεαρό Αιγύπτιο και τον έφεραν στο Δαβίδ. Του έδωσαν ψωμί και έφαγε και νερό να πιει·

12 του έδωσαν ακόμη μια τσαπέλα ξερά σύκα και δυο τσαμπιά ξερές σταφίδες· έφαγε και συνήλθε, γιατί είχε να φάει και να πιει τρία μερόνυχτα.

13 Ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Σε ποιον ανήκεις και από πού είσαι;»

Εκείνος απάντησε: «Είμαι Αιγύπτιος, δούλος κάποιου Αμαληκίτη· ο κύριός μου μ’ εγκατέλειψε, γιατί αρρώστησα πριν από τρεις μέρες.

14 Εμείς επιτεθήκαμε νότια της περιοχής των Κερεθιτών, στην περιοχή του Ιούδα και νότια της περιοχής των Χαλεβιτώνκαι πυρπολήσαμε τη Σικλάγ».

15 Τότε ο Δαβίδ του είπε: «Θα μας οδηγήσεις κάτω σ’ αυτή τη συμμορία των ληστών;» Ο νεαρός απάντησε: «Ορκίσου μου στο Θεό ότι δε θα με σκοτώσεις και δε θα με παραδώσεις στον κύριό μου κι εγώ θα σε οδηγήσω σ’ αυτούς».

16 Έτσι ο νεαρός οδήγησε το Δαβίδ στους Αμαληκίτες. Είχαν σκορπιστεί σ’ όλη την περιοχή τρώγοντας και πίνοντας και πανηγυρίζοντας για τα άφθονα λάφυρα που είχαν πάρει από τη χώρα των Φιλισταίων κι από την περιοχή του Ιούδα.

17 Ο Δαβίδ τους πολέμησε μ’ επιτυχία από την αυγή της επόμενης μέρας ως το βράδυ· κανείς απ’ αυτούς δε σώθηκε, παρά μόνο τετρακόσιοι νέοι, που έφυγαν καβάλα στις καμήλες τους.

18 Ο Δαβίδ πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, κι ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του.

19 Κανείς δε βρέθηκε να λείπει, μικρός ή μεγάλος, γιος ή θυγατέρα· επίσης τίποτα δεν έλειπε από τα λάφυρα που τους είχαν πάρει οι Αμαληκίτες. Τα πήρε πάλι όλα πίσω ο Δαβίδ.

20 Επίσης πήρε όλα τα πρόβατα και τα βόδια των Αμαληκιτών· τα οδηγούσαν μπροστά από τα άλλα ζώα και φώναζαν: «Αυτά είναι τα λάφυρα του Δαβίδ!»

21 Ο Δαβίδ ήρθε στο χείμαρρο Βεσόρ, όπου είχαν παραμείνει οι διακόσιοι άντρες που δεν τον ακολούθησαν γιατί ήταν κουρασμένοι. Αυτοί, όταν τον είδαν να πλησιάζει μαζί με τους άντρες που ήταν μαζί του, βγήκαν να τους προϋπαντήσουν. Ο Δαβίδ βγήκε μπροστά από τους άλλους, τους πλησίασε και τους χαιρέτησε.

22 Τότε, μερικοί κακόβουλοι και αχρείοι άνθρωποι από κείνους που είχαν πάει μαζί με τον Δαβίδ, έλεγαν: «Αυτοί δεν ήρθανε μαζί μας! Δε θα τους δώσουμε από τα λάφυρα που πήραμε πίσω. Να πάρουν ο καθένας τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους και να φύγουν».

23 Αλλά ο Δαβίδ είπε: «Μην κάνετε έτσι, αδέρφια μου, μ’ αυτά που μας έδωσε ο Θεός. Αυτός μας φύλαξε κι έκανε να πέσει στα χέρια μας η συμμορία των ληστών που μας είχαν επιτεθεί.

24 Κανείς δε συμφωνεί μαζί σας στο θέμα αυτό. Το μερίδιο αυτού που βγαίνει και πολεμάει θα είναι το ίδιο μ’ εκείνου που μένει πίσω με τις αποσκευές. Εξ ίσου θα μοιράζονται όλα».

25 Από την ημέρα εκείνη και στο εξής, ο Δαβίδ το έκανε αυτό νόμο και έθιμο, που τηρείται στο λαό του Ισραήλ μέχρι σήμερα.

26 Όταν ήρθε ο Δαβίδ στη Σικλάγ, έστειλε μέρος από τα λάφυρα στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα, που ήταν φίλοι του. «Ορίστε ένα δώρο για σας», τους είπε, «από τα λάφυρα των εχθρών του Κυρίου».

27 Τέτοια λάφυρα έστειλε ο Δαβίδ και στους πρεσβυτέρους των πόλεων Βαιθήλ, Ραμώθ της Μεσημβρινής, Ιαθείρ,

28 Αροήρ, Σιφμώθ, Εστεμοά,

29 Ραχάλ· επίσης στους πρεσβυτέρους των πόλεων των Ιεραχμεελιτών και των Κεναίων,

30 καθώς και των πόλεων Χορμά, Βωρ-Ασάν, Αθάχ,

31 Χεβρών –σ’ όλα τα μέρη απ’ όπου είχε περάσει με τους άντρες του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/30-3c51196d5eb0d82107159df4a2af344d.mp3?version_id=173—

Categories
Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄)

Α΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄) 31

Θάνατος του Σαούλ και των γιων του

1 Οι Φιλισταίοι πολέμησαν τους Ισραηλίτες στο όρος Γελβουέ. Οι Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή και θανατώθηκαν πολλοί.

2 Οι εχθροί καταδίωξαν το Σαούλ και τους γιους του και σκότωσαν τους γιους του Σαούλ, Ιωνάθαν, Αβιναδάβ και Μαλκί-Σούα.

3 Η μάχη γινόταν όλο και σκληρότερη γύρω από το Σαούλ· τελικά τον χτύπησαν οι τοξότες και πληγώθηκε βαριά.

4 Τότε είπε στον οπλοφόρο του: «Τράβα το ξίφος σου και διαπέρασέ με, για να μην έρθουν αυτοί οι απερίτμητοι και με διαπεράσουν και με χλευάσουν. Ο οπλοφόρος του όμως δεν ήθελε να το κάνει γιατί φοβόταν. Έτσι ο Σαούλ πήρε το ξίφος του κι έπεσε μόνος του πάνω σ’ αυτό.

5 Όταν ο οπλοφόρος του είδε ότι ο Σαούλ πέθανε, έπεσε κι αυτός πάνω στο ξίφος του και πέθανε μαζί του.

6 Έτσι πέθαναν ο Σαούλ και οι τρεις γιοι του, ο οπλοφόρος του και οι στρατιώτες του, όλοι την ίδια μέρα.

7 Οι Ισραηλίτες που κατοικούσαν στην άλλη πλευρά της κοιλάδαςκαι ανατολικά του Ιορδάνη, όταν έμαθαν ότι ο ισραηλιτικός στρατός τράπηκε σε φυγή και ότι πέθανε ο Σαούλ και οι γιοι του, άφησαν τις πόλεις τους κι έφυγαν. Τότε ήρθαν οι Φιλισταίοι και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές.

8 Την άλλη μέρα όταν πήγαν οι Φιλισταίοι να λεηλατήσουν τους νεκρούς, βρήκαν το Σαούλ και τους τρεις γιους του πεσμένους στο όρος Γελβουέ.

9 Τότε έκοψαν το κεφάλι του Σαούλ, του έβγαλαν την πανοπλία κι έστειλαν σ’ όλη τη χώρα των Φιλισταίων αγγελιοφόρους, να φέρουν την ευχάριστη είδηση στους ναούς των ειδώλων τους και στο λαό.

10 Τοποθέτησαν την πανοπλία του στο ναό της Αστάρτης και το σώμα του το κρέμασαν στα τείχη της Βαιθ-Σεάν.

11 Οι κάτοικοι της Ιαβές στη Γαλαάδ άκουσαν όσα έκαναν οι Φιλισταίοι στο Σαούλ.

12 Πήγαν, λοιπόν, οι πιο θαρραλέοι απ’ αυτούς τη νύχτα και πήραν τα πτώματα του Σαούλ και των γιων του από το τείχος της Βαιθ-Σεάν, γύρισαν στην Ιαβές και τα έκαψαν εκεί.

13 Τα κόκαλά τους τα έθαψαν κάτω από ένα δέντρο, την αρμυρίκη της Ιαβές, και νήστεψαν εφτά μέρες.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/1SA/31-b7967dc498f2829128693154a3430541.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 1

Ο Δαβίδ πληροφορείται το θάνατο του Σαούλ

1 Ο Σαούλ είχε σκοτωθεί, όταν ο Δαβίδ, μετά τη νίκη του εναντίον των Αμαληκιτών, γύρισε στη Σικλάγ. Πέρασαν δύο μέρες.

2 Την τρίτη μέρα, έφτασε ένας νέος από το στρατόπεδο του Σαούλ, με σχισμένα τα ρούχα του και με χώμα πάνω στο κεφάλι του. Όταν πλησίασε το Δαβίδ, έπεσε στη γη και προσκύνησε.

3 Ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Από πού έρχεσαι;» Εκείνος του απάντησε: «Έφυγα από το ισραηλιτικό στρατόπεδο».

4 «Πες μου, τι έγινε, λοιπόν», είπε ο Δαβίδ. Και εκείνος απάντησε: «Ο στρατός τράπηκε σε φυγή στη διάρκεια της μάχης και σκοτώθηκαν πολλοί. Σκοτώθηκε κι ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν, ο γιος του».

5 Ο Δαβίδ τον ρώτησε πάλι: «Πώς το ξέρεις ότι σκοτώθηκαν ο Σαούλ κι ο Ιωνάθαν;»

6 «Βρέθηκα τυχαία στο όρος Γελβουέ», είπε ο νεαρός. «Ο Σαούλ ήταν πεσμένος πάνω στο ξίφος του, ενώ οι άμαξες και το ιππικό των εχθρών τον πλησίαζαν όλο και περισσότερο.

7 Γύρισε τότε πίσω του, με είδε και μου φώναξε· κι εγώ του απάντησα: “ορίστε”.

8 Με ρώτησε ποιος είμαι κι εγώ του απάντησα: “είμαι ένας Αμαληκίτης”.

9 Τότε μου είπε: “έλα, σε παρακαλώ, κι αποτέλειωσέ με, γιατί υποφέρω, αλλά η ζωή δε λέει να φύγει από μέσα μου!”

10 »Πλησίασα, λοιπόν, και τον σκότωσα, γιατί κατάλαβα ότι δε θα μπορούσε να ζήσει μετά την ήττα του. Πήρα όμως το στέμμα από το κεφάλι του και το βραχιόλι από το μπράτσο του και τα έφερα εδώ σ’ εσένα, κύριέ μου».

11 Τότε ο Δαβίδ έσκισε με απόγνωση τα ρούχα του κι όλοι οι άντρες του έκαναν το ίδιο.

12 Θρήνησαν, έκλαψαν και νήστεψαν ως το βράδυ για το Σαούλ και για τον Ιωνάθαν, το γιο του, και για όσους από το λαό του Κυρίου, τους Ισραηλίτες, είχαν σκοτωθεί στη μάχη.

13 Ο Δαβίδ ρώτησε το νέο που του έφερε την αγγελία: «Από πού είσαι εσύ;» «Είμαι γιος ενός πάροικου Αμαληκίτη», απάντησε.

14 «Και δε φοβήθηκες ν’ απλώσεις το χέρι σου και να σκοτώσεις τον εκλεκτό του Κυρίου;» του είπε ο Δαβίδ.

15 Τότε φώναξε έναν από τους άντρες του και τον πρόσταξε: «Έλα και σκότωσέ τον». Εκείνος τον χτύπησε και τον σκότωσε,

16 ενώ ο Δαβίδ έλεγε στον Αμαληκίτη: «Δική σου είναι η ευθύνη, γιατί εσύ ο ίδιος ομολόγησες ότι σκότωσες τον εκλεκτό του Κυρίου».

Θρήνος του Δαβίδ για το Σαούλ και για τον Ιωνάθαν

17 Ο Δαβίδ συνέθεσε τον ακόλουθο θρήνο για το Σαούλ και το γιο του τον Ιωνάθαν,

18 και διέταξε να τον διδάξουν στο λαό του Ιούδα. Είναι γραμμένος στο βιβλίο του Ιασάρ.

19 «Οι εκλεκτοί σου, Ισραήλ, νεκροί

κείτονται πάνω στα υψώματα!

Πώς έπεσαν οι δυνατοί!

20 »Μην το αναγγείλετε στη Γαθ,

και μην το διαλαλήσετε στους δρόμους της Ασκάλωνας,

των Φιλισταίων για να μη χαρούν οι κόρες,

απ’ τη χαρά τους να μην αλαλάξουν των απερίτμητων οι θυγατέρες!

21 Χωρίς δροσιά να μείνετε βουνά της Γελβουέ,

χωρίς βροχή

και δίχως τα χωράφια στις πλαγιές σας,

τις απαρχές που δίνουν των καρπών.

Γιατ’ είναι εκεί που τις ασπίδες των ηρώων τις ατίμασαν

και την ασπίδα του Σαούλ,

σαν να μην είχε ποτέ χρισθεί με λάδι.

22 Χωρίς το αίμα των εχθρών

το βέλος του Ιωνάθαν δεν επέστρεφε,

ούτε το ξίφος του Σαούλ χωρίς το λίπος των γενναίων.

23 Αγαπημένοι κι αξιολάτρευτοι, ο Σαούλ κι ο Ιωνάθαν!

Ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο χωρίστηκαν.

Πιο γρήγοροι κι απ’ τους αετούς,

πιο δυνατοί κι απ’ τα λιοντάρια.

24 Κορίτσια του Ισραήλ, θρηνήστε το Σαούλ,

που μες στα κόκκινα υπέροχα σας έντυνε

και με χρυσά σάς πλούμιζε στολίδια.

25 Πώς έπεσαν οι ήρωες στη μάχη!

Ιωνάθαν, τώρα κείτεσαι νεκρός πάνω στα υψώματα.

26 Ιωνάθαν, αδερφέ μου, για σένα πόσος πόνος στην καρδιά!

Ήσουν ο πιο καλός μου φίλος.

Η αγάπη σου για μένα ήταν θαυμάσια,

καλύτερη κι απ’ την αγάπη των γυναικών.

27 Πώς έπεσαν οι ήρωες

και χάθηκαν τα όπλα του πολέμου!»

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/1-acf380f7aca84c6a420521b876449187.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 2

Ο Δαβίδ ανακηρύσσεται βασιλιάς του Ιούδα

1 Μετά απ’ αυτά τα γεγονότα, ρώτησε ο Δαβίδ τον Κύριο: «Να πάω σε μια από τις πόλεις του Ιούδα;» Ο Κύριος του απάντησε: «Πήγαινε». Είπε πάλι ο Δαβίδ: «Πού να πάω;» Και πήρε απάντηση: «Στη Χεβρών».

2 Έτσι πήγε εκεί ο Δαβίδ με τις δυο γυναίκες του, την Αχινοάμ από την Ιζρεέλ και την Αβιγαία, πρώην γυναίκα του Νάβαλ, του Καρμηλίτη.

3 Ο Δαβίδ πήρε μαζί του και τους άντρες του με τις οικογένειές του κι εγκαταστάθηκαν στις πόλεις γύρω από τη Χεβρών.

4 Τότε ήρθαν οι άντρες του Ιούδα και έχρισαν εκεί το Δαβίδ βασιλιά της φυλής Ιούδα.

Όταν έφτασε στο Δαβίδ η είδηση ότι οι κάτοικοι της Ιαβές, στη Γαλαάδ, φρόντισαν κι έθαψαν το Σαούλ,

5 έστειλε σ’ αυτούς αγγελιοφόρους και τους είπε: «Να είστε ευλογημένοι από τον Κύριο, γι’ αυτή την αγάπη που δείξατε στον κύριό σας, το Σαούλ, και τον θάψατε.

6 Μακάρι τώρα ο Κύριος να δείξει σ’ εσάς αγάπη και πιστότητα. Κι εγώ θα σας ανταποδώσω το καλό που κάνατε.

7 Τώρα λοιπόν, πάρτε θάρρος και φανείτε γενναίοι. Πέθανε, βέβαια, ο κύριός σας, ο Σαούλ, αλλά η φυλή Ιούδα, έχρισε εμένα βασιλιά της».

Ο Ισβόσεθ γίνεται βασιλιάς στον Ισραήλ

8 Στο μεταξύ όμως, ο Αβενήρ, γιος του Νηρ και αρχιστράτηγος του Σαούλ, είχε πάρει τον Ισβόσεθ, γιο του Σαούλ, και τον είχε πάει στη Μαχαναΐμ.

9 Εκεί τον ανακήρυξε βασιλιά της Γαλαάδ, των Ασσουριτών, της Ιζρεέλ, της φυλής Εφραΐμ και της φυλής Βενιαμίν, δηλαδή τον ανακήρυξε βασιλιά στον Ισραήλ.

10 Ο Ισβόσεθ ήταν σαράντα χρονών όταν έγινε βασιλιάς στον Ισραήλ, και βασίλεψε δυό χρόνια. Αλλά η φυλή Ιούδα ακολούθησε το Δαβίδ.

11 Σ’ αυτούς ο Δαβίδ βασίλεψε για εφτά χρόνια κι έξι μήνες στη Χεβρών.

Πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Ιούδα

12 Ο Αβενήρ, γιος του Νηρ, και οι αξιωματούχοι του Ισβόσεθ, γιου του Σαούλ, έφυγαν από τη Μαχαναΐμ με κατεύθυνση τη Γαβαών.

13 Ο Ιωάβ, γιος της Σερουΐας, και οι αξιωματούχοι του Δαβίδ πήγαν και τους συνάντησαν στη δεξαμενή της Γαβαών, και παρατάχθηκαν αυτοί από το ένα μέρος της δεξαμενής και οι άλλοι από το άλλο.

14 Ο Αβενήρ είπε στον Ιωάβ: «Προτείνω οι νεότεροι ν’ αναμετρηθούν μπροστά μας σ’ ένα πολεμικό αγώνισμα». Ο Ιωάβ απάντησε: «Ας αναμετρηθούν».

15 Έτσι παρατάχθηκαν δώδεκα άντρες από τη φυλή του Βενιαμίν, για λογαριασμό του Ισβόσεθ και δώδεκα από τους άντρες του Δαβίδ.

16 Ο καθένας έπιασε το κεφάλι του αντιπάλου του και με το ξίφος του διαπέρασε την πλευρά κι έτσι έπεσαν μαζί. Γι’ αυτό ονόμασαν τον τόπο εκείνο στη Γαβαών «Χελκάθ-Ασουρίμ» (Αγρός Αντιπάλων).

17 Εκείνη την ημέρα ξέσπασε σκληρή μάχη και νικήθηκε ο Αβενήρ και οι Ισραηλίτες από τους άντρες του Δαβίδ.

18 Εκεί ήταν και οι τρεις γιοι της Σερουΐας: ο Ιωάβ, ο Αβισάι και ο Ασαήλ. Ο Ασαήλ ήταν γοργοπόδαρος σαν άγρια ελαφίνα.

19 Έτρεξε, λοιπόν, πίσω από τον Αβενήρ να τον καταδιώξει, χωρίς να ξεφεύγει δεξιά ή αριστερά.

20 Ο Αβενήρ κοίταξε πίσω του και είπε: «Εσύ είσαι Ασαήλ;» «Εγώ είμαι», απάντησε εκείνος.

21 Ο Αβενήρ του είπε: «Πήγαινε να κυνηγήσεις κανέναν άλλο! Ψάξε δεξιά ή αριστερά, πιάσε έναν από τους πολεμιστές και πάρ’ του την πανοπλία». Αλλά ο Ασαήλ τον καταδίωκε ασταμάτητα.

22 Ο Αβενήρ του ξαναείπε: «Φύγε από πίσω μου. Αλλιώς θα σε καρφώσω στη γη, και τότε πώς θ’ αντικρύσω τον αδερφό σου τον Ιωάβ;»

23 Αλλά ο Ασαήλ αρνιόταν να φύγει. Τότε ο Αβενήρ τον χτύπησε προς τα πίσω με την αιχμή του δόρατος στην κοιλιά· το δόρυ βγήκε από την πλάτη του κι έπεσε και πέθανε εκεί. Κι όλοι όσοι έφταναν στον τόπο όπου είχε πέσει ο Ασαήλ, σταματούσαν εκεί.

24 Ο Ιωάβ όμως και ο Αβισάι καταδίωξαν τον Αβενήρ. Την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, έφτασαν στο λόφο Αμμά, που είναι απέναντι στη Γιά, στο δρόμο της ερήμου της Γαβαών.

25 Οι Βενιαμινίτες παρατάχθηκαν σε πυκνές γραμμές πίσω από τον Αβενήρ, έτσι που σχημάτισαν ένα σώμα και στάθηκαν στην κορυφή ενός λόφου.

26 Τότε φώναξε ο Αβενήρ στον Ιωάβ: «Είναι ανάγκη να πολεμάμε συνέχεια μεταξύ μας;» του είπε. «Δεν ξέρεις ότι στο τέλος μόνο πίκρα θα μείνει; Πότε θα διατάξεις το στρατό σου να σταματήσει την καταδίωξη των αδερφών τους;»

27 Τότε ο Ιωάβ απάντησε: «Μα τον αληθινό Θεό, αν δεν είχες μιλήσει, οι άντρες μου δε θα σταματούσαν την καταδίωξή σας ως το πρωί».

28 Τότε σάλπισε ο Ιωάβ με την σάλπιγγα και όλος ο στρατός στάθηκε· έπαψαν να καταδιώκουν τους Ισραηλίτες και ο πόλεμος μεταξύ τους σταμάτησε.

29 Ο Αβενήρ και οι άντρες του βάδισαν μέσα από την Κοιλάδα του Ιορδάνη όλη εκείνη τη νύχτα, πέρασαν το ποτάμι, διέσχισαν όλη τη χαράδρα κι έφτασαν στη Μαχαναΐμ.

30 Όταν ο Ιωάβ σταμάτησε την καταδίωξη του Αβενήρ, συγκέντρωσε το στρατό, έκανε καταμέτρηση και έλειπαν από τους άντρες του Δαβίδ δεκαεννέα και ο Ασαήλ.

31 Αντίθετα, οι στρατιώτες του Δαβίδ είχαν σκοτώσει τριακόσιους εξήντα άντρες του Αβενήρ και άλλους Βενιαμινίτες.

32 Μετά σήκωσαν το πτώμα του Ασαήλ και το έθαψαν στον τάφο του πατέρα του, στη Βηθλεέμ. Ο Ιωάβ και οι άντρες του βάδισαν όλη τη νύχτα και την αυγή έφτασαν στη Χεβρών.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/2-caa3d8417b0c21429a4894cb9d48b702.mp3?version_id=173—

Categories
Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄)

Β΄ ΣΑΜΟΥΗΛ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β΄) 3

1 Ο πόλεμος ανάμεσα στην οικογένεια του Σαούλ και στην οικογένεια του Δαβίδ κράτησε πολύ. Αλλά ο Δαβίδ γινόταν ολοένα και ισχυρότερος, ενώ η οικογένεια του Σαούλ συνεχώς εξασθενούσε.

Οι γιοι του Δαβίδ

2 Στη Χεβρών ο Δαβίδ απέκτησε αρκετούς γιους: Πρωτότοκος ήταν ο Αμνών, από την Αχινοάμ την Ιζρεελίτισσα.

3 Δεύτερος ο Χιλεάβ, από την Αβιγαία, την πρώην γυναίκα του Ναβάλ, του Καρμηλίτη. Τρίτος ο Αβεσσαλώμ, γιος της Μααχά, κόρης του Ταλμαΐ, βασιλιά της Γεσούρ.

4 Τέταρτος ήταν ο Αδωνί, γιος της Αγγίθ· πέμπτος ο Σεφατίας, γιος της Αβιτάλ,

5 και έκτος ο Ιθρεάμ από την Αιγλά, γυναίκα κι αυτή του Δαβίδ.

Αυτούς τους γιους τους απέκτησε ο Δαβίδ στη Χεβρών.

Ανταγωνισμός ανάμεσα στον Ισβόσεθ και στον Αβενήρ

6 Ενώ συνεχιζόταν ο πόλεμος ανάμεσα στην οικογένεια του Σαούλ και στην οικογένεια του Δαβίδ, ο Αβενήρ αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη μέσα στην οικογένεια του Σαούλ.

7 Ο Σαούλ είχε μια παλλακίδα που ονομαζόταν Ρισπά, κόρη του Αϊά. Μια μέρα ο Ισβόσεθ είπε εξαιτίας της στον Αβενήρ: «Γιατί πλάγιασες με την παλλακίδα του πατέρα μου;»

8 Μόλις άκουσε ο Αβενήρ αυτά τα λόγια, οργίστηκε και είπε: «Προδότης είμ’ εγώ, που δουλεύω για τη φυλή Ιούδα; Εγώ έχω αποδείξει ως τώρα την αγάπη μου για την οικογένεια του πατέρα σου Σαούλ, για τους αδερφούς του και τους φίλους του! Έχω κάνει τα πάντα για να μην πέσεις εσύ στα χέρια του Δαβίδ κι έρχεσαι σήμερα και μου καταλογίζεις αδικία για μια γυναίκα;

9 Ο Θεός να με τιμωρήσει, αν δεν κάνω εγώ στο Δαβίδ εκείνο που του υποσχέθηκε ο Κύριος με όρκο:

10 Θα αφαιρέσω τη βασιλεία από την οικογένεια του Σαούλ και θα εγκαταστήσω βασιλιά το Δαβίδ και στον Ισραήλ και στον Ιούδα, από Δαν έως Βέερ-Σεβά.

11 Ο Ισβόσεθ δεν τόλμησε να απαντήσει λέξη στον Αβενήρ, γιατί τον φοβόταν.

Συμμαχία Δαβίδ και Αβενήρ

12 Τότε έστειλε ο Αβενήρ αγγελιοφόρους στο Δαβίδ, στη Χεβρών, και του είπε: «Σε ποιον ανήκει η χώρα; Κάνε, λοιπόν, συμφωνία μαζί μου κι εγώ θα σε βοηθήσω και θα κάνω ολόκληρο τον Ισραήλ να έρθει με το μέρος σου».

13 Ο Δαβίδ του απάντησε: «Καλά, θα κάνω συμφωνία μαζί σου. Μόνο ένα πράγμα σου ζητώ: Να μου φέρεις τη Μιχάλ, την κόρη του Σαούλ, όταν θα έρθεις να με δεις. Αλλιώς δεν θα σε δεχτώ».

14 Στο μεταξύ ο Δαβίδ έστειλε αγγελιοφόρους στον Ισβόσεθ, γιο του Σαούλ, και του είπε: «Δώσε μου πίσω τη γυναίκα μου, τη Μιχάλ, που την παντρεύτηκα για εκατό ακροβυστίες Φιλισταίων».

15 Ο Ισβόσεθ έστειλε και την πήρε από τον άντρα της, τον Παλτιήλ, γιο του Λαΐς.

16 Ο άντρας της τη συνόδεψε όλο το δρόμο ως τη Βαχουρίμ, κλαίγοντας. Εκεί ο Αβενήρ του είπε: «Φύγε, γύρνα πίσω». Κι εκείνος γύρισε.

17 Ο Αβενήρ μίλησε με τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και τους είπε: «Από καιρό ζητούσατε το Δαβίδ να γίνει βασιλιάς σας·

18 τώρα λοιπόν κάντε τον, γιατί ο Κύριος έχει πει γι’ αυτόν: “με το δούλο μου το Δαβίδ, θα ελευθερώσω το λαό μου τον Ισραήλ από τους Φιλισταίους κι από όλους τους εχθρούς του”».

19 Ο Αβενήρ συζήτησε επίσης και με τους Βενιαμινίτες, και ύστερα πήγε στη Χεβρών, να μιλήσει στο Δαβίδ για όλα όσα είχαν αποδεχθεί οι Ισραηλίτες κι ολόκληρη η φυλή Βενιαμίν.

20 Όταν ήρθε στο Δαβίδ, στη Χεβρών, με είκοσι άντρες, ο Δαβίδ ετοίμασε γι’ αυτόν και για τους άντρες του συμπόσιο.

21 Μετά ο Αβενήρ είπε στο Δαβίδ: «Κύριέ μου, βασιλιά, είμαι έτοιμος να πάω και να συγκεντρώσω γύρω σου όλους τους Ισραηλίτες. Θα συνάψουν συμφωνία μαζί σου και θα βασιλέψεις σ’ όλο το λαό, όπως το επιθυμείς». Ο Δαβίδ αποχαιρέτησε τον Αβενήρ και του εγγυήθηκε να αποχωρήσει με ασφάλεια.

Ο Ιωάβ σκοτώνει τον Αβενήρ

22 Στο μεταξύ, οι αξιωματούχοι του Δαβίδ και ο Ιωάβ επέστρεφαν από μια επιδρομή κι έφερναν μαζί τους πολλά λάφυρα. Ο Αβενήρ δεν ήταν πια με το Δαβίδ στη Χεβρών, αφού είχε κιόλας φύγει με εγγύηση ασφάλειας.

23 Όταν ο Ιωάβ έφτασε εκεί με το στρατό του, κάποιος τον πληροφόρησε ότι ο Αβενήρ, ο γιος του Νηρ, είχε έρθει στο βασιλιά και ότι αυτός τον άφησε να φύγει με εγγύηση ασφάλειας.

24 Τότε πήγε ο Ιωάβ στο Δαβίδ και του είπε: «Τι έκανες; Ήρθε εδώ ο Αβενήρ και τον άφησες να φύγει ανενόχλητος;

25 Δεν τον ξέρεις καλά το γιο του Νηρ! Αυτός ήρθε να σε ξεγελάσει, να μάθει τις κινήσεις σου, και να κατασκοπεύσει όλες σου τις ενέργειες».

26 Όταν έφυγε από το Δαβίδ ο Ιωάβ, έστειλε αγγελιοφόρους πίσω από τον Αβενήρ, χωρίς να το ξέρει ο Δαβίδ, και τον γύρισαν πίσω από το πηγάδι του Σιρά.

27 Όταν ο Αβενήρ γύρισε στη Χεβρών, ο Ιωάβ τον πήρε παράμερα από την πύλη της πόλεως, δήθεν για να του μιλήσει κρυφά, κι εκεί τον χτύπησε στην κοιλιά και τον σκότωσε, επειδή κι αυτός είχε σκοτώσει τον αδερφό του τον Ασαήλ.

28 Όταν τ’ άκουσε αυτά, ο Δαβίδ, είπε: «Εγώ και οι άντρες του βασιλείου μου είμαστε εντελώς αθώοι για το θάνατο του Αβενήρ, γιου του Νηρ. Μάρτυρας είναι ο Κύριος.

29 Η ευθύνη ας βαραίνει μόνο τον Ιωάβ κι ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα του! Ποτέ να μη λείψουν απ’ αυτήν την οικογένεια άνθρωποι που να πάσχουν από γονόρροια ή από λέπρα, άνθρωποι σεξουαλικά ανίκανοι, που να ’χουν πεθάνει με βίαιο θάνατο ή που να στερούνται το ψωμί».

30 Έτσι ο Ιωάβ και ο αδερφός του ο Αβισάι δολοφόνησαν τον Αβενήρ, γιατί κι αυτός είχε σκοτώσει τον Ασαήλ, τον αδερφό τους, στη μάχη της Γαβαών.

Η ταφή του Αβενήρ

31 Ο βασιλιάς Δαβίδ είπε στον Ιωάβ και σ’ αυτούς που τον συνόδευαν: «Σκίστε τα ρούχα σας,ντυθείτε πένθιμα και θρηνήστε για το θάνατο του Αβενήρ». Και βάδιζε ο ίδιος πίσω από το φέρετρο.

32 Όταν έθαβαν τον Αβενήρ στη Χεβρών, ξέσπασε ο βασιλιάς σε δυνατό κλάμα πάνω στον τάφο του. Κι όλος ο λαός έκλαιγε.

33 Ύστερα ο βασιλιάς απάγγειλε για τον Αβενήρ τον παρακάτω θρήνο:

«Γιατί να πεθάνεις

σαν ανόητος, Αβενήρ;

34 Ούτε τα χέρια σου ήταν δεμένα

ούτε τα πόδια σου ήταν στα δεσμά·

κι ωστόσο έπεσες νεκρός,

όπως σκοτώνεται κανείς από κακούργους!»

Και όλος ο λαός ξανάρχισε το κλάμα.

35 Μετά, κι όσο ακόμα ήταν μέρα, ήρθαν όλοι για να πείσουν το Δαβίδ να φάει. Αλλά ο Δαβίδ ορκίστηκε και είπε: «Να με τιμωρήσει ο Θεός αν βάλω στο στόμα μου ψωμί ή άλλο τίποτε πριν βασιλέψει ο ήλιος».

36 Όταν το έμαθε αυτό ο λαός, το επικρότησε. Άλλωστε ο,τιδήποτε κι αν έκανε ο βασιλιάς, όλος ο λαός το επικροτούσε.

37 Έτσι ο λαός του Ιούδα και του Ισραήλ κατάλαβαν ότι δεν ήταν διαταγή του βασιλιά Δαβίδ να σκοτώσουν τον Αβενήρ, γιο του Νηρ.

38 Ο Δαβίδ είπε στους αξιωματούχους του: «Να ξέρετε ότι σήμερα έπεσε ένας αρχηγός του Ισραήλ, και μάλιστα μεγάλος.

39 Σήμερα εγώ είμαι λιγότερο δυνατός, έστω κι αν έχω χρισθεί βασιλιάς· ενώ οι άνθρωποι αυτοί, οι γιοι της Σερουΐας, είναι πολύ πιο ισχυροί σε σύγκριση μ’ εμένα. Ο Κύριος ν’ ανταποδώσει σ’ αυτόν που κάνει το κακό, ανάλογα με την κακία του».

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/2SA/3-2e2b142e9ad4d46bfdb714b8afd59fb1.mp3?version_id=173—