Η ολόψυχη φροντίδα μου για το ναό σου
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «Σοσανίμ» (τα Κρίνα). Του Δαβίδ.
2 Σώσε με, Θεέ·
γιατί φτάσανε
ως το στόμα μου τα νερά.
3 Βυθίστηκα βαθιά στη λάσπη
και δεν υπάρχει στήριγμα·
μπήκα στα βάθη των νερών
κι η πλημμύρα με σκέπασε.
4 Κουράστηκα φωνάζοντας,
ξεράθηκε ο λάρυγγάς μου,
τα μάτια μου σβηστήκανε,
προσμένοντας εσένα, Θεέ μου.
5 Πιότεροι απ’ τα μαλλιά της κεφαλής μου
γίναν’ αυτοί που αναίτια με μισούν,
πήραν ισχύ όσοι γυρεύουν το χαμό μου
κι εχθροί μου είναι άδικα·
ζητούν να επιστρέψω εκείνο που δεν άρπαξα.
6 Θεέ, ξέρεις εσύ την αφροσύνη μου·
κι η ενοχή μου δε σου είναι κρυφή.
7 Ας μη γίνω αφορμή ντροπή να νιώσουν
όσοι σ’ εσένα ελπίζουνε,
Κύριε, του σύμπαντος Θεέ,
κι ας μη γίνω αφορμή ν’ απογοητευτούν
αυτοί που σε γυρεύουνε,
Θεέ του Ισραήλ.
8 Για χάρη σου υπέφερα τον εξευτελισμό·
σκέπασε η ντροπή το πρόσωπό μου.
9 Αποξενώθηκα απ’ τ’ αδέρφια μου·
κι αλλοφερμένος έγινα
για της μητέρας μου τους γιους.
10 Γιατί η φλογερή αγάπη
για το ναό σου με κατέφαγε·
κι οι εξευτελισμοί πέσαν απάνω μου
εκείνων που με βρίζουν.
11 Με τη νηστεία συγκράτησα
την οργή της ψυχής μου,
κι αυτοί με χλεύασαν.
12 Όταν τη συντριβή μου έδειξα
φορώντας ρούχα πένθιμα μετάνοιας,
αυτοί με περιγέλασαν.
13 Για μένα κουβεντιάζουν
αυτοί που κάθονται στην είσοδο της πόλης,
και τραγουδούν σε βάρος μου,
εκείνοι που τα πίνουν.
14 Αλλά εγώ προσεύχομαι σ’ εσένα,
Κύριε, την ώρα την κατάλληλη·
Θεέ, με την πολλή ευσπλαχνία σου
απάντησέ μου,
με την αλήθεια σου
δώσε τη σωτηρία μου.
15 Τράβηξέ με απ’ το βούρκο
ώστε να μη βουλιάξω·
σώσε με απ’ τους εχθρούς μου
κι απ’ των νερών τα βάθη.
16 Ας μη με κατακλύσει η πλημμύρα των υδάτων,
κι ας μη με καταπιεί, ο βυθός·
κι ας μην κλείσει του τάφου
το στόμα πάνω μου.
17 Απάντησέ μου, Κύριε,
γιατί είν’ η αγάπη σου καλή·
νοιάσου με όπως ταιριάζει
στην ευσπλαχνία σου την πολλή.
18 Και μην κρύψεις την παρουσία σου
απ’ το δούλο σου·
επειδή βρίσκομαι σε θλίψη,
γρήγορα αποκρίσου μου.
19 Σίμωσε την ψυχή μου, λύτρωσέ την·
αφού έχω εχθρούς,
απάλλαξέ με.
20 Ξέρεις εσύ το διασυρμό μου,
τον εξευτελισμό μου,
την ντροπή μου·
βλέπεις όλους τους καταπιεστές μου.
21 Σύντριψε την καρδιά μου ο χλευασμός
κι είναι απελπισμένη·
έλπισα ότι θα βρω
κάποιον να με συμμεριστεί
αλλά μάταια·
και παρηγορητές,
αλλά δε βρήκα.
22 Και μου ’δωσαν χολή στο φαγητό μου
κι όταν διψούσα
με ποτίζαν ξύδι.
23 Παγίδα ας γίνουν τα τραπέζια τους
μπροστά τους·
και δόκανο για τους συνδαιτημόνες τους
τα φαγητά απ’ τις ειρηνικές θυσίες τους.
24 Τα μάτια τους ας σκοτεινιάσουν
να μη βλέπουν·
και δίπλωσε τη μέση τους για πάντα.
25 Άδειασε την οργή σου πάνω τους·
κι ο άγριος θυμός σου
ας τους βρει.
26 Ας γίνει η κατασκήνωσή τους έρημη·
και στις σκηνές τους
ψυχή ας μην καθίσει.
27 Γιατί αυτόν που χτύπησες εσύ,
τον καταδίωξαν·
και στον πόνο εκεινών που τους πλήγωσες
πρόσθεσαν κι άλλον.
28 Λογάριασε όλα τους τ’ αμαρτήματα
κι ας μην έχουν σ’ εσένα πέραση για δίκαιοι.
29 Απ’ το βιβλίο των ζώντων ας σβηστούν·
και με τους δίκαιους
ας μην καταγραφούν.
30 Αλλά εγώ ’μαι αδύνατος
και πονεμένος·
η σωτηρία σου, Θεέ,
ας με προστατέψει.
31 Θα εξυμνήσω τ’ όνομα του Θεού μου
με τραγούδι·
με την ευχαριστία
θα τον δοξάσω.
32 Κι αυτό μπροστά στον Κύριο
θα ’ναι καλύτερο από θυσία βοδιού
και μοσχαριού, με κέρατα και οπλές.
33 Οι ταπεινοί κοιτάξτε
και χαρείτε!
Σεις που ζητάτε το Θεό
ας πάρει θάρρος η καρδιά σας!
34 Άκουσε ο Κύριος τους φτωχούς·
και τους φυλακισμένους του
δεν καταφρόνεσε.
35 Ας τον υμνήσουν οι ουρανοί κι η γη,
τα ύδατα
κι όσα κινούνται μες σ’ αυτά.
36 Τη σώζει τη Σιών ο Θεός
κι οικοδομεί τις πόλεις του Ιούδα·
και θα γυρίσουν εκεί για να ζήσουν μόνιμα.
37 Οι απόγονοι των δούλων του
θα την κληρονομήσουν·
σ’ αυτήν θα κατοικούν εκείνοι
που τ’ όνομά του αγαπούν.
—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/69-75d10f480f994e85a73a304f19b760e2.mp3?version_id=173—