Ένας αθώος προσφεύγει στο Θεό
1 Του Δαβίδ.
Κρίνε με, Κύριε,
γιατί με αθωότητα εγώ πορεύτηκα·
σ’ εσένα έλπισα, δε θα σαλευτώ.
2 Δοκίμασέ με, Κύριε,
κι εξέτασε την πίστη μου·
τις σκέψεις μου και την καρδιά μου ερεύνησε.
3 Γιατί ποτέ μου δεν ξεχνάω την αγάπη σου·
και σύμφωνα με την αλήθεια σου πορεύομαι.
4 Δεν κάθισα μαζί με ευτελείς θνητούς·
και με υστερόβουλους ποτέ μου δε θα πάω.
5 Τη σύσκεψη των φαύλων μίσησα·
και με τους ασεβείς δε θα συνεδριάσω.
6 Στην αθωότητα, Κύριε, πλένω τα χέρια μου·
και συμμετέχω στη λατρεία σου.
7 Για ν’ ακουστεί ηχηρά η ευχαριστία·
κι όλα τα θαυμαστά σου έργα να τα διηγηθώ.
8 Κύριε,
πολύ πεθύμησα να μένω στο ναό σου·
στον τόπο αυτό που η δόξα σου τον κατοικεί.
9 Μην κατατάξεις την ψυχή μου με τους ασεβείς·
ούτε με δολοφόνους τη ζωή μου.
10 Τα δάχτυλά τους βάφτηκαν στο έγκλημα
κι απ’ τα δωροδοκήματα
γεμάτο το δεξί τους χέρι.
11 Όσο για μένα
με την αθωότητά μου ζω·
Κύριε, λύτρωσέ με και σπλαχνίσου με.
12 Το πόδι μου πατάει με σιγουριά·
σ’ ευλογώ στις συνάξεις, Κύριε.
—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/26-434587f1acdb66c36c31f664501d377e.mp3?version_id=173—