Ο Κύριος ύστατο καταφύγιο του καταδιωγμένου
1 Μασχίλτου Δαβίδ. Προσευχή όταν ήταν στη σπηλιά.
2 Με δυνατή φωνή κράζω στον Κύριο
και φωναχτά τον Κύριο ικετεύω.
3 Σκορπώ μπροστά του το παράπονό μου,
μπροστά του εκθέτω εγώ τη θλίψη μου.
4 Όταν λιγοψυχώ,
ξέρεις εσύ πού πάω.
Στο δρόμο ετούτον που πορεύομαι
μου στήσανε παγίδα.
5 Δεξιά μου κοίταξα και είδα πως
κανείς δεν ήταν που να με γνωρίζει·
για μένα εχάθη κάθε καταφύγιο,
κανένας που για τη ζωή μου να νοιαστεί.
6 Σ’ εσένα, Κύριε, φώναξα!
Είπα: Εσύ ’σαι ο προστάτης μου,
ό,τι μου ανήκει στη γη των ζωντανών.
7 Στη δέησή μου δώσε προσοχή,
γιατί πολύ εξασθένησα·
απάλλαξέ με απ’ τους διώκτες μου,
γιατ’ είναι δυνατότεροι από μένα.
8 Λευτέρωσέ με από τη φυλακή μου.
Και τότε στων δικαίων τη σύναξη
θα σε δοξολογήσω
γιατί με φρόντισες.
—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/142-edb897741e6453c83f832c4a25a38b44.mp3?version_id=173—