Απόγνωση και ελπίδα
1 Προσευχή του δυστυχισμένου, όταν είναι περίλυπος και ξεσπάει σε παράπονα ενώπιον του Κυρίου.
2 Άκουσε, Κύριε, την προσευχή μου
κι ας φτάσει ως εσένα η κραυγή μου για βοήθεια.
3 Το πρόσωπό σου μη μου το κρύβεις
σήμερα που θλίβομαι·
στρέψε την προσοχή σου κατά μένα·
τη μέρα ετούτη που σου φωνάζω
μην αργήσεις να μου αποκριθείς.
4 Γιατί η ζωή μου χάνεται σαν τον καπνό
και σαν τα φρύγανα ξεραίνονται τα κόκαλά μου.
5 Καταπατιέται σαν τη χλόη η καρδιά μου και μαραίνεται,
και το ψωμί μου να το φάω λησμονώ.
6 Από τους θρήνους και τους στεναγμούς
έμεινα μοναχά πετσί και κόκαλο.
7 Μοιάζω με πελεκάνο στην ερμιά·
με κουκουβάγια στα χαλάσματα.
8 Ύπνο δεν έχω, κι έγινα
σαν το μοναχικό σπουργίτι στη σκεπή.
9 Όλη τη μέρα με περιγελούν οι εχθροί μου·
αν κάποιον θέλουν να καταραστούν,
του λέν’ να καταντήσει σαν εμένα.
10 Τρώω το χώμα αντίς ψωμί
και δάκρυα στο ποτό μου ανακατεύω.
11 Αιτία γι’ αυτό η αγανάκτησή σου κι η οργή σου,
γιατί, αφού μ’ ανύψωσες,
τώρα με ταπεινώνεις.
12 Χάνονται οι μέρες μου καθώς το απόσπερο οι σκιές
κι εγώ μαραίνομαι σαν το χορτάρι.
13 Αλλά, Κύριε, εσύ αιώνια μένεις
και σε θυμούνται όλες οι γενιές.
14 Θα σηκωθείς και τη Σιών θα σπλαχνιστείς
–είναι καιρός να της χαρίσεις το έλεός σου–
γιατ’ ήρθε η στιγμή.
15 Εμείς οι δούλοι σου αγαπάμε
ως και τις πέτρες της·
ως και το χώμα της το πονάμε.
16 Οι ειδωλολάτρες τότε θα φοβηθούν
τ’ όνομα του Κυρίου
και όλοι οι βασιλείς της γης τη δόξα του.
17 Όταν ο Κύριος θα οικοδομήσει τη Σιών,
όταν θα παρουσιαστεί μέσα στη δόξα του.
18 θα προσέξει τότε των απόκληρων την προσευχή,
την ικεσία τους δε θα την παραβλέψει.
19 Ετούτο να γραφτεί για την επόμενη γενιά·
ώστε ο λαός που θα δημιουργηθεί,
να υμνεί τον Κύριο.
20 Έσκυψε ο Κύριος απ’ το απρόσιτο άγιό του
από τους ουρανούς επέβλεψε στη γη,
21 τους στεναγμούς των αιχμαλώτων για ν’ ακούσει
και να ελευθερώσει τους μελλοθάνατους.
22 Έτσι τ’ όνομα του Κυρίου στη Σιών θα διακηρύσσεται
κι ο ύμνος του στην Ιερουσαλήμ,
23 όταν όλοι οι λαοί θα συγκεντρώνονται
και τα βασίλεια,
τον Κύριο να λατρέψουν.
24 Εκείνος μου εξασθένησε, καθώς πορεύομαι, τη δύναμή μου,
λιγόστεψε τις μέρες μου.
25 Και λέω: «Θεέ μου, μη μ’ αρπάξεις
μες στης ζωής μου τα μισά».
Εσένα, Κύριε, τα χρόνια σου
διαρκούν αιώνια.
26 Εσύ αρχικά θεμέλιωσες τη γη
κι οι ουρανοί δικά σου είναι έργα.
27 Αυτοί θ’ αφανιστούν, μα εσύ θα παραμένεις,
και όλοι τους σαν ρούχο θα παλιώσουν·
θα τους αλλάξεις σαν μια φορεσιά
και θα χαθούν.
28 Αλλά εσύ είσαι πάντα ο ίδιος·
τα χρόνια σου δεν έχουν τελειωμό.
29 Οι γιοι των αφοσιωμένων σου θα ζουν στον τόπο τους
κι οι απόγονοί τους με τη χάρη σου θα επιβιώνουν.
—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/102-51ece10dbca480562aa3c5b2ae9107f1.mp3?version_id=173—