Κύριε, γιατί στέκεσαι μακριά;
1 Κύριε, γιατί στέκεσαι μακριά;
Στους δύσκολους καιρούς απουσιάζεις.
2 Η πανουργία του ασεβή
συνθλίβει τον φτωχό
–στις πανουργίες που σκέφτηκαν
μέσα ας παγιδευτούνε.
3 Καυχήθηκε ο ασεβής
για της ψυχής του τις βουλές·
κι ο πλεονέκτης βλασφημεί,
καταφρονεί τον Κύριο.
4 Στην έπαρσή του ο ασεβής
καταφρονεί τον Κύριο·
«διόλου δεν υπάρχει Θεός»
είν’ όλοι οι λογισμοί του.
5 Στον οποιοδήποτε καιρό
οι κόποι του αποδίδουν.
Είσαι τόσο μακριά,
δεν τον τρομάζει η κρίση σου,
χλευάζει τους εχθρούς του.
6 Σκέφτεται: «Δε θα κλονιστώ ποτέ·
καμιά δε θα μ’ αγγίξει δυστυχία».
7 Κατάρα γεμάτο είν’ το στόμα του,
και πανουργία και φοβέρα·
κάτω απ’ τη γλώσσα του
έχει την ανομία και την κακία.
8 Στήνει ενέδρα έξω απ’ τα χωριά
κρυφά να θανατώσει τον αθώο·
απ’ τη ματιά του δεν αφήνει τον αδύνατο.
9 Καραδοκεί κρυμμένος
όπως λιοντάρι στο λημέρι του·
καραδοκεί ν’ αρπάξει τον αδύνατο,
στο δίχτυ του τον σέρνει.
10 Λυγίζει, συσπειρώνεται,
τον ρίχνει κάτω·
μ’ όλη τη δύναμή του
πέφτει απάνω στους φτωχούς.
11 Σκέφτεται: «Ξεχνάει ο Θεός,
αδιαφορεί, δεν δίνει προσοχή».
12 Σήκω, Κύριε και Θεέ!
Δείξε τη δύναμή σου,
τους δύστυχους μην τους ξεχνάς.
13 Ο ασεβής γιατί αψηφάει το Θεό;
Σκέφτεται πως δεν του ζητάς το λόγο.
14 Είδες –γιατί εσύ ξέρεις–
τη δυστυχία και την εξαθλίωση·
θ’ ανταποδώσεις με τα έργα σου.
Σ’ εσένα ακουμπά ο φτωχός·
βοηθός στα ορφανά εσύ εστάθης.
15 Σύντριψε εσύ τη δύναμη
του αμαρτωλού και του κακού·
τιμώρησε την ανομία του
ώστε να μην υπάρχει.
16 Ο Κύριος είναι βασιλιάς
αιώνιος και παντοτινός·
θ’ αφανιστούν οι άπιστοι
από τη γη του.
17 Άκουσες, Κύριε, την επιθυμία των φτωχών,
κραταίωσες την καρδιά τους,
η προσοχή σου όλη γι’ αυτούς.
18 Θα δικαιώσεις ορφανά και καταπιεσμένους·
δε θα μπορέσει πια να τους τρομοκρατήσει
ο χωματένιος άνθρωπος.
—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/31/32k/PSA/10-cd9f33333555585ef976500d0dfd43e6.mp3?version_id=173—